Σάββατο 19 Μαρτίου 2022

Η ΥΔΡΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

        ΚΩΣΤΑΣ   ΡΟΔΑΡΑΚΗΣ

Η  ΥΔΡΑ

      ή

το ασχημάτιστο ψηφιδωτό της ποίησης

     Ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα ενός άγνωστού μου προσώπου, (της καθηγήτριας στη Νήσο των Ιπποτών κυρίας Δήμητρα Κιούση) συμπλήρωσε εποικοδομητικά τα πρόσφατα διαβάσματά μου και την εκ νέου επαναπροσέγγιση μου με την συγγραφική παρουσία του ποιητή και εικαστικού Κώστα Ροδαράκη (Κρήτη 28/8/1938- 2/2/2014).Ενός καλλιτέχνη των παλαιότερων ακμαίων πολιτιστικά χρόνων του Πειραιά. Ο κρητικός ποιητής και ζωγράφος ερχόμενος στην πόλη μας με την οικογένειά του κατοίκησε στην οδό Ακτή Θεμιστοκλέους 194. Υπήρξε δραστήριο μέλος της πνευματικής και καλλιτεχνικής κοινωνίας της πόλης μας. Ενεργό μέλος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς και αγαπητός φίλος και συνεργάτης της τότε καλλιτεχνικής ομάδας των νέων πειραιωτών λογίων, διανοουμένων, συγγραφέων, ποιητών, εικαστικών, νομικών, θεολόγων, δημοσιογράφων κ.ά. Μικρή ομάδα νέων της πόλης η οποία «αναδύθηκε» από τα προγενέστερα σπλάχνα της πειραϊκής πνευματικής παράδοσης και με την ορμή των νιάτων της, τα επιστημονικά της εφόδια, τις καλλιτεχνικές της προτάσεις, τα όνειρα και οραματισμούς της, φιλοδόξησε να φέρει την ανατροπή στα πολιτιστικά πράγματα της εποχής της. Κομίζοντας ένα νέο αέρα, μια άλλη πνευματική φρεσκάδα και συγγραφική αναζωογόνηση. Η πειραϊκή αυτή γενιά (των δεκαετιών 1950-1960) πέτυχε τους στόχους της, έγινε η αρμονική συνέχεια της πειραϊκής παράδοσης του μεσοπολέμου και της κατοχής των χρόνων της αντίστασης η οποία συνεχίστηκε μέχρι των δικών μας ημερών. Οι ηλικιακά αμέσως επόμενοι επίγονοί τους, παρέλαβαν τη σκυτάλη μετά την μεταπολίτευση του 1974, και την οδήγησαν-όχι δίχως δυσκολίες και πισωγυρίσματα, παθογένειες και αδιέξοδα- στην τρίτη χιλιετία της ιστορικής διαδρομής του Πειραιά.

Αποδελτιώνοντας πρόσφατα τα παλαιά τεύχη της Φ.Σ., διάβασα ξανά τα σκόρπια ποιήματα του Κώστα Ροδαράκη, τις εικαστικές του σημειώσεις και την μελέτη του για τα παιδικά χρόνια του γάλλου συμβολιστή ποιητή Αρθούρου Ρεμπώ. «Το Ανθρώπινο «Σχήμα» του Ρεμπώ», Φιλολογική Στέγη τεύχος 4-5/Μάϊος Ιούνιος 1965, σελ. 31-34. Ένα κείμενο που ξεχωρίζει ανάμεσα στην υπόλοιπη ύλη του περιοδικού. Εκπλήσσει ενδεχομένως για την επιλογή του συντάκτη του, την εποχή που γράφτηκε, το περιοδικό που δημοσιεύθηκε. Φανερώνει τα ενδιαφέροντα του ποιητή και εικαστικού, τις ιδέες, τις σκέψεις και ατομικές του ενδόμυχες  κρίσεις και αξιολογήσεις του παιδιού Ρεμπώ και των στάσεων του απέναντι στην ζωή και τα προβλήματά της, τις αξίες της. Μια κοσμοπολίτικη διάθεση που δηλώνεται μέσα από άλλους διαύλους επικοινωνίας. Εξ αρχής δηλώνονται τα ονόματα των συγγραφέων, βιβλία, άρθρα, παλαιότερες και νεότερες πηγές, τις οποίες ο Κώστας Ροδαράκης είχε υπόψη του, ανέτρεξε, χρησιμοποίησε για να γράψει και μας εκθέσει τις προσωπικές του απόψεις, συμπληρώσει προσθετικά με το κείμενο αυτό, την ποιητική συλλογή την οποία ο Ροδαράκης κυκλοφόρησε δύο χρόνια πριν την δημοσίευση του άρθρου. Πρώτη του ποιητική συλλογή «Ο άρτος του Ρεμπώ», Ηνίοχος 1963 με την οποία έλαβε το επίσημο «χρίσμα» του ποιητή από τους ομοτέχνους του. Η δυσεύρετη αυτή συλλογή σχολιάστηκε ευμενώς όταν κυκλοφόρησε. Δεν είναι τυχαίο, ότι στην σύνταξη των Έργων του, όπως τα διαβάζουμε στην σελίδα 84 της πρόσφατης έκδοσης «ΥΔΡΑ, ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΜΙΑΣ ΑΤΕΛΕΙΩΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ  ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ» εκδόσεις Κίχλη & Ελένη Ροδαράκη, Αθήνα, Δεκέμβριος 2019, διατηρεί στην εξέλιξη του χρόνου τον τίτλο «Ανθρώπινα Σχήματα», φράση που μας παραπέμπει άμεσα στην πρώτη και κύρια καλλιτεχνική του ιδιότητα, αυτή του πετυχημένου ζωγράφου. Ο κρητικός στην καταγωγή αλλά πολιτογραφημένος και Πειραιώτης ζωγράφος και ποιητής, ανήκει στην κατηγορία εκείνων των καλλιτεχνών, των ζωγράφων όπως ο Γιώργος Μαυροειδής, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Γιάννης Τσαρούχης και άλλων, οι οποίοι ενώ ήσαν κατά κύριο λόγο εικαστικοί καλλιτέχνες, καλλιέργησαν παράλληλα και τον ποιητικό λόγο ή τον πεζό, όπως ο Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας ,ο Παναγιώτης Τέτσης κλπ. Έλληνες δημιουργοί οι οποίοι διακόνησαν εξίσου με επιτυχία τον ποιητικό λόγο και την εικαστική τέχνη, όπως ο Αλέξανδρος Ίσαρης που υπήρξε και καλός μεταφραστής. Μια διπλή καλλιτεχνική ταυτότητα ελλήνων δημιουργών με την οποία έμειναν στα ελληνικά γράμματα, ανεξαρτήτως πια πρυτάνευσε περισσότερο στην συνολική τους ατομική σταδιοδρομία και επαγγελματική ενασχόληση. Ακόμα δεν λείπουν και οι περιπτώσεις εκείνες όπου διηγηματογράφοι ή πεζογράφοι όπως ο Στρατής Δούκας, ο Παντελής Πρεβελάκης, ασχολήθηκαν παράλληλα και έγραψαν μελέτες και βιβλία εικαστικού ενδιαφέροντος, τους λαϊκούς μας ζωγράφους. Αντίστοιχα, θαυμάζουμε τις εικαστικές γνώσεις και κρίσεις, τεχνοκριτικές έτσι όπως τις εξέφρασαν αμιγώς ποιητές μέσα στον δοκιμιακό τους λόγο, όπως ο νομπελίστας μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης. Βλέπε «Ανοιχτά Χαρτιά», ή σε προγράμματα Εκθέσεων. Η σχεδιαστική ωριμότητα και ταπεραμέντο του ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου αποτυπώθηκε στις δεκάδες πέτρες του που φέρουν το στίγμα της ζωγραφικής του δεξιοτεχνίας. Θεωρώ ότι μέσα σε αυτό το γενικό κάδρο οφείλουμε να εξετάσουμε και το συγγραφικό έργο του Κώστα Ροδαράκη, πέρα του βαθμού ποιότητας και ολοκλήρωσής του. Μιλώ για την ποιητική του, την τεχνική του, τους πειραματισμούς του, την θεματική του, τον εμπλουτισμό της ποιητικής του ύλης με δάνεια στοιχεία (κυρίως ξένων γάλλων υπερρεαλιστών), το υπέρλογο και παράλογο στοιχείο που πλημμυρίζει τις εικόνες του. Την παρωδία της γραφής του, την διπλή ή πολλαπλή εκδοχή του λόγου του. Την λαϊκή δεξαμενή από την οποία αντλεί το λεξιλόγιό του, αυτός ο «Εγώ, ο εραστής της δεκάρας-όπως έλεγες-και διαλαλούσες παντού για το αμφίβολο φύλο μου», σ.35. Την εξακολουθητική «αναθεώρηση» και επεξεργασία των ποιητικών του μονάδων μέχρι το τέλος της ζωής του-παλαιότερων και νεότερων ποιητικών του σχεδιασμάτων. Βαδισμάτων του πάνω σε παλαιότερα βαδίσματα. «Ωστόσο ο ίδιος δεν έπαψε να εκφράζει επανειλημμένα τη δυσπιστία του για το ίδιο του το έργο.», σημειώνεται στο αυτί του εξωφύλλου της συλλογής. Ποιήματα που συνεχώς δουλεύονται, αναπλάθονταν, σχολιάζονταν, επεξεργάζονται, συμπληρώνονται, αλλάζει η διάταξή τους. Έως ότου η ποιητική ύλη φτάσει σε μια αποδεκτή και επαρκή μορφή και ποιότητα, τα πάντα είναι ρευστά, ίσως και μετέωρα. Αποκτήσει η ποιητική σύνθεση την θεματική δομή και σταθεροποιηθεί η φόρμα που σύμφωνα με την προσωπική του κρίση και αντίληψη, είναι πλέον ολοκληρωμένη η ποιητική μονάδα ή διαθέτει την σχετική επάρκεια και ίσως να μην χρειάζεται νέα αναθεώρηση. Ζωγραφικές επιστρώσεις μας είναι γνωστές, ανάλογες επιστρώσεις και πειραματισμούς συναντάμε και στην ποιητική εκδοχή της παρουσίας του. Όπως λένε οι μαρτυρίες που έζησαν τον ποιητή από κοντά, η στάση και τα λόγια του, η τελική επιλογή και ο σχεδιασμός της τελευταίας ποιητικής του συλλογής, τίποτα μέχρι τελευταία στιγμή δεν είναι βέβαιο, έτοιμο να τυπωθεί και να δοθεί στην δημοσιότητα, στην κρίση κριτικών και αναγνωστών. Μια διαρκής  αγωνία, ένα συνεχές άγχος, μια αμφισβήτηση της ταυτότητάς του ως ποιητής. Το ποιητικό υλικό πλάθεται και ξαναπλάθεται, «αλλάξει» μπορεί ακόμα και η πρώτη σύλληψή του. Ένας ποιητικός σκεπτικισμός διαπερνά την σύνολη περιπέτεια της γραφής του. Ο Κώστας Ροδαράκης μάλλον, (όπως και στο αυτί της συλλογής αναφέρεται) δεν ήταν «ποτέ» σίγουρος για την τελική μορφή των ποιημάτων του. Δεν ικανοποιούνταν. Στο ποια θα ήταν η οριστική και τελική μορφή του ποιητικού αποτελέσματος θα φανερωνόταν έπειτα από πολλές επεξεργασίες και αναθεωρήσεις. Η ιδιότητα του ζωγράφου όπως φαίνεται πρυτάνευε της ποιητικής του. Δεν γνωρίζω, τουλάχιστον εγώ, πως δούλευε τους πίνακές του, μέσα σε ποιο καλλιτεχνικό κλίμα κινούνταν. Αν ήταν «τουριστικός ζωγράφος» ή ένας μποέμ καλλιτέχνης της κοσμοπολίτικης Ύδρας, η οποία έπαιζε στην συνείδησή του το «ρόλο» της περιοχής της Μονμάρτ με τους υπαίθριους αναρχικούς και μποέμ ζωγράφους. Η κατά διαστήματα συμμετοχή του σε εκθέσεις εντός και εκτός Ελλάδος και οι αγορές ή παραγγελίες πινάκων του, δηλώνουν ότι η ζωγραφική του ήταν αρεστή και είχε προστεθεί στον εικαστικό στολισμό αρκετών οικιών και χώρων. Το βλέμμα του είναι κάτι παραπάνω από εμφανές ότι είναι βλέμμα ζωγράφου, οπτική ενός ψαγμένου και εικαστικού καλλιτέχνη. Η αφύπνιση της ποιητικής του φλέβας πρέπει να οφείλεται στην ενασχόλησή του με τα εικαστικά. Διεύρυνε την ακτίνα προσέγγισης και ερμηνείας των πραγμάτων γύρω του, επεξεργασίας των ατομικών του περιπετειών και ίσως ψυχώσεων. Ερμηνεύει και σχολιάζει, περιγράφει, τα του Κόσμου και των ανθρώπων, των σχέσεων και των συμπεριφορών με το άλλο φύλο, με δυό λόγια την ανθρώπινη κατάσταση. Ταυτίζεται με τον κόσμο και ίσως τα ψυχικά αδιέξοδά του, τις σκοτεινές της ψυχής του πλευρές του Αλέξη Ακριθάκη. Μια εικαστική διαδρομή δίχως μορφή παρά μόνο σχέδια και αρμονικοί γεωμετρικοί σχεδιασμοί, έλλειψη ανθρώπινης παρουσίας. Του Αλέξη Ακριθάκη τα σχέδια που κοσμούν σελίδες της ποιητικής συλλογής του Ροδαράκη μοιάζουν με παιδικούς σχεδιαστικούς πειραματισμούς, απεικονίσεις ενός  κόσμου χωρίς χρώματα. Αφήνουν την αίσθηση ενός πρώτου χαράγματος μιας αθώας παιδικότητας που δεν ενηλικιώνεται με την αποτύπωσή της. Σχεδιαστικά προπλάσματα, ποιητικά αντίστοιχα δύο φίλων ποιητών και εικαστικών. Η ποιητική ιδιότητα του Κώστα Ροδαράκη απλώνεται στον καμβά των συλλήψεων των ιδεών του έργου του, των λέξεων που χρησιμοποιεί και των νοημάτων που θέλει να αποδώσει, αλλά τα χρώματα, τα σκοτεινά και μουντά, προέρχονται από την παλέτα που χρησιμοποιεί ως εικαστικός καλλιτέχνης. Αυτό δίνει μια άλλη διάσταση στον ποιητικό του χώρο. Οι συνθέσεις του είναι σύντομες, μικρές, σαν διασωθέντα σπαράγματα. Τα ποιήματα κατά κύριο  λόγο είναι μικρής φόρμας. Μιάς ή δύο γραμμών, μονολεκτικοί, μιάς φράσης. Οι στίχοι αγωνίζονται να απλωθούν στην λευκή σελίδα να καλύψουν το κενό. Προσπαθούν να τεντωθούν για να μην φανεί η ελαχιστότητά τους. Τα άδεια διαστήματα των λευκών σελίδων είναι πολλά. Οι σελίδες δεν αναπνέουν απλώς, αλλά υπερ αναπνέουν. Τα ποιητικά περιθώρια στενεύουν ενώ τα κενά πλεονάζουν. Αντιμετωπίζει τον κόσμο, τον ερμηνεύει, τον «ψυχαναλύει», τον επεξεργάζεται, εντοπίζει αντιδράσεις, αντισυμβατικές συμπεριφορές, προσπαθεί να τον κατανοήσει κάτω από το πρίσμα ενός «ρόλου», του μποέμ καλλιτέχνη. Ενός ερμητικά κλειστού ατόμου, κρατώντας το κάτοπτρο της τέχνης μέσω του οποίου βλέπει τον εαυτό του και τον κόσμο ως κοσμοπολίτης. Ο άνθρωπος, ο ζωγράφος, ο ποιητής. Η χρήση σκοτεινών και σκουρόχρωμων χρωμάτων εκφράζει καλύτερα, ανετότερα τον χαρακτήρα του, τον βοηθά να αρθρώσει έναν λόγο για να σκεπάσει την «φτωχή μου ορφάνια, ηθελημένη αυτής της ηλικίας», σ.19. Μόνο το τοπίο της Ύδρας τον κάνει να αναπνέει, να νιώθει ελεύθερα μέσα στην κοσμοπολίτικη διάσταση της προσωπικότητάς του, την ανεξαρτησία που του παράσχει η γνωριμία με μια άλλη τραυματισμένη ύπαρξη. «-Εσένα, Χανς!/ Σημαδεμένε από τη δίκοπη τη μοίρα των ομοφυλοφίλων/ σκέπτομαι απόψε/Κράτησα κάτι απ’ την πολύτρομη ομορφιά σου πρίν να μαραθεί. / Τις μεγαλόφωνες σιωπές των άστρων που συντρόφευαν/ τα μεγάλα μας ταξίδια/ κι από τα μάτια σου/ την ομορφιά της απέραντης θάλασσας», σελ.21. Άλλοτε αναζητά την γυναικεία φιγούρα «στο άρωμα των λουλουδιών». «Έτσι πέρασε η ζωή μου, χωρίς λίγη δόξα/ψάχνοντας για σένα, Λιλή, σ’ όλες τις θάλασσες/Κι ακόμα να σε βρω./ Σε γύρεψα στο άρωμα των λουλουδιών/Σε δίψασα/στο άπειρο/Έντυσα άλλες με ξένα ονόματα. Σε ονόμασα Αντιγόνη,/ Αγλαϊα, Βερονίκη, Περσεφόνη/ όμως πουθενά δεν βρήκα τη μυρωδιά απ’ τα δαμάσκηνα/που μύριζε το παιδικό σου σώμα/ Ποτέ δεν ήρθες!/ Κι έμεινα μόνος σε κρύες νύχτες/άδειος κι άχρηστος/ σαν μια παλιά μαξιλαροθήκη», σ.22 . Η ποίησή του είναι σκόρπια, θρυμματισμένη. Μικρές νησίδες εκλάμψεων που μάλλον, δεν ενώνονται σε ένα ενιαίο σύνολο ώστε η μορφή να πάψει να φέρει μέσα της τον πανικό της, τις φοβίες της, την ερημιά της, τις παλαιές της ενοχές. Μια βουλιμία για ζωή, μια ερημία καταστάσεων, ένα συνεχές παιχνίδι αόριστων αβεβαιοτήτων. Επαναλαμβανόμενες κραυγές ενός πληγωμένου ζώου, λέξεις ηχηρές που δεν λυτρώνουν, προκλητικές ερωτικά. Ίσως εσωτερικά δάνεια και παραπομπές σε άλλες, γυναικείες γραφές. Η ερωτική του γραφή βλέπε τις σελίδες 37,38, 39… «Αιδοία τρελά, υστερικά, διθυραμβικά, κανιβαλικά….» παραδείγματος χάρη, ανακαλεί τον γυναικείο χειραφετημένο ερωτικό λόγο της ποιήτριας Βερονίκης Δαλακούρα, έχει κάτι από την ατμόσφαιρα του γυναικείου ερωτικού λόγου της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ και τον επαναλαμβανόμενο ποταμό των λέξεων από το έργο «Ο Μεγάλος Ανατολικός» του Ανδρέα Εμπειρίκου. Και των δύο η προκλητική επανάληψη λειτουργεί ως απελευθερωτικός μοχλός. Θραυσματική αλλά πυρετική η γραφή του Ροδαράκη,  φωνή διαμαρτυρίας και μελαγχολικής αναπόλησης που τείνει προς την μελαγχολία, έως και σε ανοίγματα ελεγχόμενης «κατάθλιψης». Ο Κώστας Ροδαράκης παρά την εναγώνια προσπάθειά του να σχηματίσει ένα ολοκληρωμένο ψηφιδωτό της ποιητικής του ταυτότητας, μάλλον δεν το κατορθώνει. Το ποιητικό του πρόσωπο μένει κατακερματισμένο και η συννεφιά που το περικλείει, το σκεπάζει, κάνει ακόμα περισσότερο τον κατακερματισμό αυτόν εμφανή. Υιοθέτησε νεότατος την χρήση υφολογικών και εννοιολογικών πειραματισμών προερχομένων αποκλειστικά από τον χώρο των σουρεαλιστών ποιητών και καλλιτεχνών, οι οποίοι προβάλουν σχεδόν πάντα, την σπασμένη και διαλυμένη μορφή του Κόσμου γύρω τους. Η σκοτεινή εμπειρία της περιπέτειας του Μεγάλου Πολέμου σημάδεψε τις τύχες και τις συνειδήσεις τους. Προσδιόρισε την ταυτότητα του αντισυμβατικού χαρακτήρα των έργων τους και των στάσεων απέναντι στην ζωή και την κοινωνία της εποχής τους. Ιδιαίτερη επίδραση άσκησε η ατομική στάση δύο νέων γάλλων ποιητών. Ο ποιητικός οραματισμός των καταραμένων γάλλων ποιητών μιάς άλλης ακτινοβολίας  και ποιητικής βαρύτητας, οι οποίοι άλλαξαν τον ρου της ιστορίας της ποιητικής έκφρασης, του ποιητικού ύφους, της ποιητικής απόδοσης στον δυτικό κόσμο. Δεν είναι τυχαία η επιλογή από τον έλληνα εικαστικό και ποιητή οι δύο περιπτώσεις στις οποίες αναφερόμαστε, αυτή του Αρθούρου Ρεμπώ κυρίως, και του σκοτεινού Ισιντόρ Ντυκάς ή Κόμη του Λωτρεαμόν. Ο Ροδαράκης ίσως οικειοθελώς δέθηκε στο άρμα τους, και θέλησε να συνεχίσει στην ελληνική επικράτεια τις κοινωνικές προεκτάσεις της ζωής τους, των ποιητικών τους αποτυπώσεων. Πρόβαλε πάνω τους την δική του εικόνα ζωής ίσως. Εμπλουτισμένες με νέες παραστάσεις, εικόνες, εμπειρίες της εποχής του, του περιβάλλοντος που δραστηριοποιήθηκε, έζησε. Ο σημαντικός Λωτρεαμόν παρά του ότι υπήρξε η δεύτερη επαναστατική προδρομική μορφή του υπερρεαλιστικού κινήματος, ίσως παραμένει ακόμα και στις μέρες μας ένα παράξενο και κάπως αχαρτογράφητο εξωτικό ποιητικό νησί με πυκνή και επικίνδυνη βλάστηση. Από την άλλη, η περίπτωση του Αρθούρου Ρεμπώ ακολούθησε διαφορετικά μονοπάτια προσέγγισης, ανάλυσης, θαυμασμού. Οι απανταχού αναγνώστες του έργου του, συμπλέκουν την προσωπική του ζωή και στάση με την νεανική του ποιητική φωνή και οραματισμό. Ο Αρθούρος Ρεμπώ σχολιάζεται για την περιπέτεια του βίου του, των κυνικών του προθέσεων, των αρνήσεών του, της κάθετης και σκληρής απόρριψής του των καθιερωμένων ποιητικών αξιών της εποχής του και κοινωνικών συμβάσεων, και των κανόνων και μοντέλων ποιητικής γραφής και έκφρασης στην εποχή του. Η αντισυμβατικότητα του χαρακτήρα του νεαρού ποιητή, το οξύθυμο της συμπεριφοράς του, η αψάδα της εφηβικής του αδιαμόρφωτης ακόμα προσωπικότητας, η κυνικότητα της φωνής  του, η εγωπαθή του στάση, όλα αυτά που ενόχλησαν τους καλλιτέχνες της εποχής του και θαυμάστηκαν από τους μεταγενέστερους, ήσαν το ήμισυ της αποδοχής του έργου του. Από την άλλη, η  δυναμική και απόλυτη επιθυμία του να οικοδομήσει και εδραιώσει την εαυτότητάς του εξ αρχής, από το μηδέν, (του ανθρώπου εν γένει) μέσω ενός πρωτόγνωρου ποιητικού λόγου, ποιητικής φαντασίας, ζοφερού ύφους που εκπέμπει μια ακατανόητη λαμπρότητα, εικόνων οραματικών, συμβολισμών που εξακτινώνονται μέσα στον χρόνο και αγκαλιάζουν το σύνολο της ανθρωπότητας. Είναι το καινούργιο, αινιγματικό για τον κοινό νου στοιχείο που κόμισε το όμορφο και ατίθασο επαρχιωτόπουλο από μια επαρχιακή πόλη της Γαλλίας, δίχως αστική ανατροφή και του οποίου η κοινωνική αντίδραση και ποιητική φωνή προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί παράξενους ερεθισμούς, ανατριχίλες,  τριγμούς συγκινήσεων, απορίες. Καταστάσεις και αισθήσεις ερωτικής «χαύνωσης». Μια παρουσία η οποία ελκύει ακόμα και σήμερα τους απανταχού θιασώτες της ποιητικής λειτουργίας και πράξης, όπως μας φανερώνουν οι διαρκείς μεταφράσεις των έργων του, ο εκ νέου σχολιασμός τους, τα άρθρα που  γράφονται και τα βιβλία που εκδίδονται και σκιαγραφούν την προσωπικότητά του και την ποίησή του. Ο Αρθούρος Ρεμπώ μνημονεύεται ακόμα και όταν δεν κατανοείται. Είναι ένα λαμπερό άστρο κάπου στο σύμπαν. Παραμένει ένα αίνιγμα που απωθεί και ελκύει ταυτόχρονα όπως το ελληνικό όνομα Αλέξανδρος. Και το ότι, σιχτίρισε νεότατος, μόλις έφηβος 20 χρονών, την Ποίηση, (την ατομική του νεανική φιλοδοξία και τα ποιήματα που έγραψε) και δεν ασχολήθηκε ξανά με αυτήν, προκαλεί τις ποιητικές μας συνειδήσεις και πρακτικές συνήθειες. Ακολούθησε την ζωή ενός πραγματιστή ταξιδευτή, ρεαλιστή έμπορα, δουλέμπορου της εποχής του. Πισωγυρίζοντας σε μεταφυσικές δοξασίες και θρησκευτικές προθέσεις που είχε στη νεότητά του απορρίψει, καβάλα πάνω στον Πήγασο των οραματικών του επιδιώξεων. Αυτός ο ακρωτηριασμένος Νάρκισσος, αναθεώρησε όνειρα και φιλοδοξίες, στόχους που η πρώτη του νιότη έθεσε μπροστά του, ερωτικές του περιπέτειες σαν τον γεωργό που είδε την σπορά του να μην καρπίζει όπως εκείνος θα ήθελε. Ο μετέπειτα βίος του, οι επαγγελματικές του δράσεις και ασχολίες, έρχονταν αντίθετες με την εικόνα του τρομερού παιδιού της ποίησης, η άγρια απόρριψη της τέχνης της ποίησης εκ μέρους του, (όταν μάλιστα θεωρήθηκε μικρός προφήτης) δεν συνάδει με την καθιερωμένη αντίληψη που έχουμε ή αποδεχόμαστε για τον ρόλο του ποιητή μέσα στην κοινωνία και την λειτουργία της Ποίησης μέσα στον Κόσμο. Ο Ρεμπώ, είναι η δυναστική  λαμπερή αρχή της μάλλον «κακομαθημένης μεγαλοφυϊας» του και ταυτόχρονα ,η απότομη εξαίρεση της διαδρομής που ακολούθησε η μοντέρνα γραφή στους νέους καιρούς που ανέτειλαν. Η ταφόπλακα που έθεσε στα πρώτα του ποιητικά βαδίσματα και οραματισμούς, έγινε στις επόμενες δεκαετίες παγκοσμίως το ηρώο λατρείας των νεότερων επαναστατημένων και αντιφρονούντων, εξοργισμένων και εξεγερμένων νεολαιών, των γενεών του δυτικού κόσμου, των ποιητών, καλλιτεχνών, μουσικών και όχι μόνο. Μόνο που το κενοτάφιο του γάλλου ποιητή δεν είχε μέσα το σκήνωμά του (για να θεωθεί) αλλά το σημαντικό του έργο και επαναστατικό του λόγο που μας κληροδοτήθηκε από πρόσωπα που τον αγάπησαν πραγματικά, του αφοσιώθηκαν με ειλικρίνεια, προαισθάνθηκαν την ποιητική του αξία και υπερβήκαν τις προσωπικές τους πικρίες. (στις συναντήσεις και συναναστροφές τους με τον ευειδή επαρχιώτη νέο, το άτομο Ρεμπώ, όπως ήταν ο στενός του φίλος και μέντορας Πωλ Βερλαίν) και διέσωσαν τα γραφτά του. Οι κατοπινοί λόγιοι και ποιητές των νεότερων μοντέρνων χρόνων του αναγνώρισαν το βάθος και το  εύρος της σκέψης του, το πετάρισμα της φαντασίας του σε άγνωστα μέχρι τότε ουράνια πεδία. Την αλήθεια της μαρτυρίας του και τον πρωτοπόρο οραματισμό του, έστω και σαν στιγμιαία σύλληψη , σαν εκλάμψεις μιάς «θείας» φώτισης που την αρνήθηκε στην εξέλιξη του επαγγελματικού του βίου και έσβησε από τα μάτια του ίδιου. Ίσως οι στενοί του φίλοι, και αναφέρομαι κυρίως στον Πωλ Βερλαίν, να πίστεψαν όπως αποδείχτηκε περισσότερο στους ποιητικούς του οραματισμούς κα προσφορά, παρά ο ίδιος. Το άγουρο και πρωτόγονο παιδί της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ποίησης, ο Ρεμπώ υπήρξε ένας «εγωτικός» ποιητής όπως ήταν ο ίδιος και σαν άτομο. Ένας έρωτας ομοφυλόφιλος που κράτησε όσο κράτησε η ομορφάδα των νιάτων του, δίχως συναισθηματισμούς και δεσμεύσεις. Όμως στην ζωή όπως και στην τέχνη τα πράγματα δεν έρχονται πάντα όπως τα προσδοκούμε και τα ονειρευόμαστε. Η άλλη περίπτωση τώρα, αυτή του Ουρουγουανού σκοτεινού ποιητή Λωτρεαμόν, πέρα από την σκοτεινή ατμόσφαιρα που περικλείεται η γραφή του, πέρα από το ότι είναι η ευρωπαϊκή «εκδοχή» της «εξύμνησης» της σύγχρονης επικράτησης της εικόνας του Κακού μέσα στον Κόσμο, παραμένει ένα ακόμα αίνιγμα στην ιστορία των ευρωπαϊκών γραμμάτων. Το Τέταρτο Άσμα του, είναι μια «θωρακισμένη» δοξολόγηση του Κακού σαν παρούσα οντότητα. Ο Λωτρεαμόν αθανατίζει το Κακό με ένα τρόπο παράξενο και ακατανόητο και γιαυτό ο λόγος του παραμένει θελκτικός αν και σκοτεινός. Μια παραληρηματική γραφή σκοτεινών προθέσεων και διαύλων. Κατακομβών της ανθρώπινης συνείδησης και ψυχής. Η επιρροή του ήταν εξίσου σημαντική, εξαιτίας του ότι έζησε μια τραγική και πάμφτωχη σύντομη ζωή, έφυγε νεώτατος από την πατρίδα του και εγκαταστάθηκε στην Γαλλία, και από μια τυχαία συγκυρία ο Αντρέ Μπρετόν αναζητώντας τα πρώτα εν σπέρματι ίχνη του σουρεαλισμού, ανακάλυψε το έργο του, το διάβασε και εντόπισε σε αυτό τα στοιχεία εκείνα του παραλόγου, της παραληρηματικής γραφής, της ανάδειξης των φαντασιώσεων, της μεταποίησης των ψυχικών τραυμάτων σε σκοτεινή περιπέτεια, της ψυχανάλυσης, όλα αυτά που αναζητούσε ο πάπας του σουρρεαλισμού να σπονδυλώσουν το σώμα και την εδραίωση του νέου κινήματος της τέχνης και των αλλαγών που πρέσβευε, σύμφωνα με το μανιφέστο που συνέταξαν ο Αντρέ Μπρετόν και ο Λέων Τρότσκι. Οι Σουρρεαλιστές ερωτοτρόπησαν ανοιχτά με το Κακό δίνοντάς του μια άλλη προβολή ακόμα και μέσα στην ίδια την ζωή τους. Αυτοκαταστροφικές υπάρξεις οι σουρρεαλιστές κατέφευγαν σε ακραίες λύσεις και επιλογές όντας μη ικανοποιημένοι με οτιδήποτε. Πολλές φορές η ανασφάλεια και η οικονομική ανέχεια τους οδηγούσε στην καταφυγή χρήσης βαρβιτουρικών ή χρήση βίαιων συμπεριφορών ως εκτόνωση και όχι ως συνειδητή αντίδραση απέναντι στο κοινωνικό κατεστημένο της εποχής τους. Ο Ισιντόρ Ντυκάς δεν είναι ο «ερασιθάνατος» αμερικανός ποιητής, ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε, δεν συνταξιδεύει συντροφιά με τον Θάνατο όπως η ποιήτρια Έμιλλυ Ντίκινσον, για να μείνουμε σε δύο γνωστά μας παραδείγματα, ο λόγος του Λωτρεαμόν, είναι η πρώτη στην νεότερη ιστορία των ευρωπαϊκών γραμμάτων μάλλον, εικονογράφηση των ιδιοτήτων του Κακού σαν οντολογική παρουσία μέσα στην ζωή. Μια κατάσταση αγχωτική και συνεχώς μουντή, η οποία ζητά την αποδοχή της ισότιμα με την φωτεινή πλευρά της ύπαρξης. Περικλείει τον χώρο, κατακλύζει την ατμόσφαιρα, καλλιεργεί το κλίμα και αναζητά να μείνει στο κέντρο του ανθρώπινου ενδιαφέροντος. Αν στέκουν οι παραπάνω γενικές αναγνωστικές μου κρίσεις και απόψεις για τους δύο «καταραμένους» ποιητές, τότε μάλλον, οι έλληνες Μπητ μέσα στους οποίους μπορούμε να εντάξουμε και το αποσπασματικό έργο του Κώστα Ροδαράκη, δεν νομίζω ότι έχει συγγένεια ο λόγος του με τις δύο καταραμένες ποιητικές φωνές του γαλλικού Παρνασσού. Θεωρώ ότι η ελληνική γενιά των Μπητ ποιητών και κατ’ αναλογία ίσως και οι αμερικανοί-τηρουμένων των αναλογιών και των ιστορικών και πολιτικών προθέσεων και κοινωνικών ιδιαιτεροτήτων-πειραματίστηκε περισσότερο και έμεινε σε έναν πειραματισμό στα ελληνικά καθ’ ημάς ο οποίος δεν άρθρωσε «μορφή» ή ένα κεντρικό ρεύμα στον ποιητικό λόγο που θα άλλαζε τα ποιητικά μας πράγματα, κουρασμένοι από την παράδοση του υπερφορτισμένου λυρισμό ποιητικού λόγου. Έμεινε η ξεχωριστή περίπτωση και ποιητική περιπέτεια επαναστατημένων νεανικών ελληνικών φωνών που περισσότερο, μιμούνταν τα εξωτερικά στοιχεία των ξένων ρευμάτων. Δανείστηκαν το πλαίσιο και εικονογράφησαν τον έλληνα άνθρωπο και τα αδιέξοδά του στην ιστορική και πολιτική προοπτική μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου με την ανθρωπιστική του παράδοση. Ο ελληνικός αυτός ποιητικός πειραματισμός ασφαλώς χάραξε τα ίχνη του, δίχως μάλλον όμως να κατορθώσει να οργώσει και να σπείρει το παραδοσιακό χωράφι του ποιητικού λόγου. Η ελληνική σπορά είναι των ατόμων, των ίδιων των δημιουργών και όχι των ποιητικών τους προτάσεων αν δεν παρερμηνεύω. Έτσι και η αργή και σταδιακή συνέχιση της άρδευσης της νεότερης ποίησης με φωνές πρωτονεωτερικών χρόνων. Κωστής Παλαμάς, Άγγελος Σικελιανός, Μυρτιώτισσα, Καθαρευουσιάνοι κλπ.  Γιαυτό, όπως και στην περίπτωση της ποίησης του Κώστα Ροδαράκη έχουμε ένα κατακερματισμένο σύμπαν το οποίο δεν κατορθώνει να ολοκληρώσει την μορφή του. Οι εικόνες που παράγει είναι εικόνες μιάς διαλυμένης ψυχής η οποία όμως, όπως φαίνεται, δεν οδηγείται στα άκρα, όπως άλλων ελλήνων ποιητών. Δηλαδή σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές και πρακτικές. Δεν καταφεύγει σε βίαιες κινήσεις όπως ο Μπάροουζ του οποίου παραγνωρίζουμε στο ότι δολοφόνησε την γυναίκα του και εξυμνούμε την βιαιότητά του. Ο ποιητής και ζωγράφος αντιλαμβάνεται την διάσπαση, την διαισθάνεται, αγωνίζεται να την εκφράσει να την αποτυπώσει, συνειδητοποιώντας ότι δεν μπορεί να την υπερβεί και να ολοκληρώσει την μορφή, την εικόνα του ανθρώπου ως πρότυπο. Ο Ροδαράκης δεν γινόταν ποτέ ένας Μοντιλιάνι. Η εξωτερική πραγματικότητα δεν αναιρείται με ένα καλοπληρωμένο και πολυδιαφημιζόμενο «Ουρλιαχτό». Ο Γκίνσμπεργκ ήξερε καλά να παίζει το παιχνίδι της διαφήμισης και προβολής που είχε εθιστεί η αμερικάνικη κοινωνία εκείνη την περίοδο καθώς ήταν μπλεγμένο το αμερικάνικο κατεστημένο σε πολέμους όπως το Βιετνάμ. Οι περισσότεροι των Μπήτ ποιητών απολαμβάνουν τα πλούσια αγαθά του καταναλωτικού τρόπου ζωής, διασκεδάζουν, γεύονται παράξενα ποτά, πίνουν βαρβιτουρικά, ζουν μια άλλη «χλιδή» ενώ παράλληλα, στηλιτεύουν τα οικονομικά κακά και αδικίες των ανοιχτών κοινωνιών, του καπιταλιστικού συστήματος, μετέχοντας ενεργά στα καλλιτεχνικά κοινά καταξίωσης και εμπορευματοποίησης της όποιας καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η ποίηση είναι για αυτούς ένα κοσμικό γεγονός ανάμεσα στις υπόλοιπες κοινωνικές εκδηλώσεις. Της συζήτησης περί μοναξιάς με ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι. Αλλά επί ποιητικού χάρτου επανάσταση και επαναστατικοί σχεδιασμοί των καλλιτεχνών, είναι σαν τα μολυβένια στρατιωτάκια των παιδικών παιχνιδιών που τόσο μας συγκινούν. Τι είναι τότε αυτό που μένει από τις άτακτες και σποραδικές, ακατέργαστες ορισμένες φορές, ποιητικές καταθέσεις και μαρτυρίες των σουρεαλιστικών πειραματισμών και ποιητικών μορφών των Μπήτ, η πρόθεση, ή ίσως η προαίρεση του ίδιου του ποιητή και καλλιτέχνη να παραμείνει ασυμβίβαστος ακόμα και όταν δεν του το επιτρέπουν οι δυνάμεις των χρόνων που πέρασαν από πάνω του και οι οικονομικές του ανάγκες. Το δίλημμα παραμένει ανοιχτό και αναπάντητο. Να κάνουμε την πραγματικότητα όνειρο ή το όνειρο πραγματικότητα;

     Το να επισημαίνουμε τον κατακερματισμό της μορφής ενός έργου, τον οραματισμό ενός ποιητή, δεν σημαίνει ότι απαξιώνουμε την παρουσία του, ότι απορρίπτουμε την όποια παραγωγή του. Σημαίνει ενδεχομένως ότι εκ των υστέρων, ανακαλύπτουμε κάτι που διαισθανόταν και ο ίδιος ο δημιουργός (και δεν ήθελε να παραδεχτεί ή το πάλευε διά βίου), ότι ο κόσμος που μέσω της τέχνης του μας παραδίδει είναι θρυμματισμένος, έχει μια δομική αμορφία και συνεχίζεται στο χρόνο. Ο Σάμουελ Μπέκετ το εκφράζει με μεγάλη  ευστοχία. «Δεν μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω» Αυτή είναι η περίπτωση του Ροδαράκη. Είναι τα σπαράγματα του φόβου μιάς ανθρώπινης ψυχής που δεν βρίσκει τρόπους να επουλώσει τα τραύματά της. Μια συνείδηση που αναζητά το στίγμα της χωρίς να μπορεί να μας το περιγράψει αποστιγματίζοντάς το. Η αμορφία είναι η σύγχρονη εικόνα του μοντέρνου Κόσμου μας, μετά την απάρνηση και απόρριψη, αμφισβήτηση από τον άνθρωπο (ιδιαίτερα της Δύσης) των μεγάλων ιστορικών πανάρχαιων μύθων, των συνεκτικών της κοινωνίας μύθων που παρήγαγαν ομαδική και ατομική παραμυθία. Πλέγματα σωτηριολογικής παρηγοριάς και ελπίδας. Η απομάγευση του Κόσμου μας μέσα από κάθε είδους πειραματισμούς και ανατροπές σε πολλαπλά επίπεδα επέφερε και την διάσπαση όχι μόνο του ανθρώπινου προσώπου αλλά και του ποιητικού λόγου, την διάσπαση των μορφών της τέχνης. Το σύγχρονο πρόσωπο της τέχνης είναι η αμορφία της. Η προβολή της ως απεικόνιση της νέας  ιστορικής πραγματικότητας. Η αποξένωση της από την αλήθεια της βιωματικής εμπειρίας της ζωής του ανθρώπου. Ο ποιητής είναι ο νέος διαμεσολαβητής στον δρόμο προς την Κόλαση. Ο οβολός προς τον πορθμέα είναι οι λέξεις. Ο λυρισμός της ποίησης που προέρχονταν από έναν διαφορετικό και ουσιαστικότερο τρόπο ζωής και διαχείρισης των προβλημάτων, αντικαταστάθηκε με τον κυνικό πειραματισμό της που τον βαπτίσαμε πρωτοπορία. Μια αποδοχή της διάσπασης των μορφών ως μέρος ενός θρυμματισμένου κοινωνικού συνόλου. Όμως το παιχνίδι χάθηκε προ πολλού και στις όχι πάντα, και τόσο καλές προθέσεις μας. Μια κατακερματισμένη ζωή και συνείδηση δεν χρειάζεται την άρτια μορφή της ποίησης, της εικαστικής αναπαράστασης, του πεζογραφικού λόγου και σχεδιασμού, των εκδοχών της υπαρξιακής βεβαιότητας ως νέας οντολογίας, τις θρησκευτικές τελετουργίες ανακεφαλαίωσης δοξασιών προηγούμενων εποχών. Ο νέος διχασμένος και άβουλος άνθρωπος, δεν συμπορεύεται πλέον με τον λόγο και τα «ιερά» και διαχρονικά μηνύματα της αρχαίας τραγωδίας, αρέσκεται να απολαμβάνει το θεατρικό μήνυμα ως χαλάρωση των εσωτερικών ενοχών του, να χάνεται μέσα σε σκηνοθετικούς πειραματισμούς και εφέ, φαντεζί εικόνες γαργαλιστικών προκλήσεων. Η μαγεία της τέχνης και του ποιητικού λόγου, έχει μετατραπεί σε μία ακόμη μετοχή και μάλιστα χαμηλής αξίας στο χρηματιστήριο αξιών του κοινωνικού σώματος. Κίβδηλοι άνθρωποι, κίβδηλες λέξεις, κίβδηλοι αναγνώστες. Αποσβέσεις ενοχών μέσω ουσιών και ατομικής ή συλλογικής βίας. Και η ποίηση; ένα μωρό που, λησμόνησε να περπατά και να μας συντροφεύει. Τι άλλο σημαίνει-κατά την γνώμη μου πάντα- η διαρκής επεξεργασία των ποιημάτων του από τον Κώστα Ροδαράκη, ότι κατανοούσε και ο ίδιος ο καλλιτέχνης ότι δεν κατόρθωσε να σχηματίσει την μορφή του, να ολοκληρώσει το ψηφιδωτό της ύπαρξής του. Κάτι που τον βασάνιζε και τον έκανε να επανέρχεται ξανά και ξανά, μέσω ενός προσωπικού ερμητισμού που εκδηλώνονταν με την κυκλοφορία συλλογών του εκτός εμπορίου. Σαν το παιδί, που παίζει με τα σπασμένα του παιχνίδια που φυλάει καλά κρυμμένα μέσα στο σκοτεινό παιδικό του δωμάτιο., ενώ οι παραστάσεις καιροφυλαχτούν έξω από τα κλειστά παράθυρα να εισέλθουν και να ενεργοποιήσουν τους μηχανισμούς της μνήμης. Στο εσώφυλλο της ποιητικής του συλλογής «ΎΔΡΑ»… δημοσιεύεται ένα λιλιπούτειο αδημοσίευτου βιογραφικού σημειώματος που είχε συντάξει ο ίδιος. Διαβάζουμε: «Ο Κώστας Ροδαράκης ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά που τον χαρακτήρισε έναν από τους εκπροσώπους της με ξεχωριστή θέση, ωστόσο ο ίδιος δεν έπαψε να εκφράζει επανειλημμένα τη δυσπιστία του για το ίδιο του το έργο. Γεννήθηκε το 1938, σπούδασε στην Αθήνα και από τα 16 του η ζωή του ήτανε μία συνεχής περιπέτεια άσκησης, μάθησης και έρευνας. Διέμενε ένα μεγάλο διάστημα στην Ύδρα (1968-1982), ταξίδεψε αρκετά, ήρθε σε επαφή με διεθνή κέντρα και συμπορεύτηκε με ανθρώπους της πρωτοπορίας και της ανανέωσης». Η υπογράμμιση της πρότασης «ωστόσο ο ίδιος δεν έπαψε να εκφράζει επανειλημμένα τη δυσπιστία του για το ίδιο του το έργο» είναι δική μου, και το εισιτήριο με το οποίο ταξίδεψα στον ποιητικό του κόσμο μέσω της παραπάνω συλλογής του, σκόρπιων ποιημάτων του στο περιοδικό ΦΣ και του κειμένου του για τον Ρεμπώ. Προτίμησα να προβώ σε μια γενική-ελπίζω όχι αυθαίρετη-προσέγγιση της παρουσίας του, μια και δεν γνωρίζω και δεν έχω διαβάσει τίποτα από προγενέστερες ποιητικές και πεζογραφικές εργασίες. Στηρίχτηκα στην συλλογή και τα ενδεικτικά αποσπάσματα που μας δίνει η αγάπη για το έργο του της καθηγήτριας Δήμητρας Γ. Κιούση η οποία είχε και την επιμέλεια του αφιερώματος του περιοδικού «Οροπέδιο». Δεν θέλησα επίσης, να αντιγράψω μέρος της ουσιαστικής προσέγγισής του έργου του Ροδαράκη από την επιμελήτρια, για να μην εκτρέψω την δική μου εντύπωση και ερμηνεία που αποκόμισα διαβάζοντας τον Ροδαράκη, σε μια συζήτηση μεταξύ μας. Ακολούθησα ένα άλλο μονοπάτι. Όπως και νάχει, ήταν ευχάριστη η ξαφνική έκπληξη που μου πρόσφερε το τηλεφώνημα της Δήμητρας Γ. Κιούση, και ευγενική η χειρονομία προσφορά της συλλογής και του περιοδικού. Ενδεχομένως οι ελάχιστοι ακόμα άνθρωποι της Πόλης μας οι οποίοι ασχολούνται με τα πνευματικά πράγματα του Πειραιά, ιδιαίτερα με την ποίηση και την λογοτεχνία, να βρουν κάτι ενδιαφέρον στο σημείωμα αυτό και να αναζητήσουν να προμηθευτούν την συλλογή, το αφιέρωμα και να επαναπροσεγγίσουν την ποιητική και εικαστική παρουσία του Κώστα Ροδαράκη.

Και λίγα διευκρινιστικά ακόμα.

Η Δήμητρα Γ. Κιούση εργάζεται στην Μέση Εκπαίδευση της Νήσου των Ιπποτών συμμετέχει στην έκδοση τοπικού λογοτεχνικού περιοδικού και είναι «φανατική» φιλόζωη. Επιμελήθηκε να επαναλάβουμε το αφιέρωμα του περιοδικού «Οροπέδιο» Χειμώνας 2020-2021 στον ποιητή και ζωγράφο Κώστα Ροδαράκη. Η ποιητική συλλογή «ΥΔΡΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ», με σχέδια του Αλέξη Ακριθάκη που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κίχλη & Ελένη Ροδαράκη 2019, σελ.88, την έκδοση σχεδίασε η Γιώτα Κριτσέλη ενώ τα τυπογραφικά δοκίμια διόρθωσε η Αλεξάνδρα Δένδια, οφείλεται εκτός από το στενό οικογενειακό περιβάλλον του ποιητή και σε ορισμένα τρίτα πρόσωπα, προσωπικών φίλων του Κ. Ροδαράκη όπως ο πεζογράφος Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος. Ο γνωστός και αγαπητός πεζογράφος υπήρξε αρκετές φορές αποδέκτης των διαφορετικών εκδοχών ποιημάτων του Κ. Ρ.  Να υπενθυμίσουμε ότι ο ποιητής και ζωγράφος διατηρούσε φιλικές και ουσιαστικές σχέσεις με τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη, τον Ε.Χ. Γονατά, τον ποιητή Στέλιο Γεράνη, τον ποιητή Γιάννη Βουρλάκο, και αρκετούς ακόμα πνευματικούς ανθρώπους και καλλιτέχνες του Πειραιά.

Η συλλογή χωρίζεται σε δύο κεντρικές ενότητες:  Α΄ Ύδρα, 11-29.- Αποσπάσματα μιάς ατέλειωτης γραφής, 31-40.- Χωρίς τίτλο, 41-49. -Ψίχουλα και περισσεύματα,51-56. Και Β΄, Χωρίς τίτλο, 59-69.-Εννέα ποιήματα στη μνήμη του Ακριθάκη, 71-81. -Σημείωμα για την έκδοση, 82-83.- Έργα του ιδίου, 84. Σχέδιο εξωφύλλου: Κώστας Ροδαράκης.  Η συλλογή είναι αφιερωμένη «Σ’ εκείνην». Τις σελίδες 15, 26,32,42,58,66-67,71 κοσμούν τα σχέδια του Αλέξη Ακριθάκη.

     Στις Σελίδες του περιοδικού «Οροπέδιο» για τον ΚΩΣΤΑ ΡΟΔΑΡΑΚΗ που επιμελείται η Δήμητρα Γ. Κιούση γράφουν: Δημήτρης Κανελλόπουλος, «Μια σκιά στον κήπο της μνήμης» 496-499.-Δήμητρα Γ. Κιούση, «Στο μεταφυσικό τοπίο της «Ύδρας» του Κώστα Ροδαράκη» 499-509.-Γιώτα Κριτσέλη, «Σημείωμα για την έκδοση του βιβλίου Ύδρα και άλλα ποιήματα του Κώστα Ροδαράκη, 510-511. Δημοσιεύονται επίσης Οι Κριτικές: -Τάσος Λειβαδίτης, Κώστα Ροδαράκη, Ύδρα, Αθήνα, Κέδρος 1975, (εφημερίδα «Η Αυγή», Κυριακή, 20/4/1975), 512-514.–Τάσος Λειβαδίτης, Κώστα Ροδαράκη, Τα 12, Αθήνα, Κέδρος 1976, (εφημερίδα «Αυγή», Παρασκευή 9/7/1976), 515-516.-Ανδρέας Καραντώνης, Κώστα Ροδαράκη, Ύδρα, («Νέα Εστία», 1975, τεύχος 1148, σ.σ.624-625), 517-519.Κώστας Ροδαράκης, Αποσπάσματα μιάς ατέλειωτης γραφής (θ΄). Αντί προλόγου στην έκδοση εκτός εμπορίου, Ρόδος, 2006. «Σκέψεις γύρω από τη δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά στην Ελλάδα» (απόσπασμα), 520-522.-Δήμητρα Γ. Κιούση: Επιλογή. Ο Ποιητικός Λόγος του Κώστα Ροδαράκη,523-530. (Από Τα 12, Κέδρος, Αθήνα, 1976). (Από την Εξομολόγηση. Ύδρα, Πέτραινα, 1978, σ.12 και 23). Κείμενα Β’ Γραφής. Από τη συλλογή Αποσπάσματα μιάς ατέλειωτης γραφής (πρώτη έκδοση εκτός εμπορίου, Αθήνα, 1987, σ.56. (Κείμενα Β’ Γραφής). Τα αποσπάσματα που ακολουθούν προέρχονται από την έκδοση Ύδρα και άλλα ποιήματα, Κίχλη, Αθήνα, 2019, σ.56.- Αποσπάσματα από  το ποιητικό πεζογράφημα Το τραίνο του μεσονυχτίου (Αθήνα,1995 έκδοση εντός εμπορίου, σ.σ. 20-21).-Απόσπασμα από το ποιητικό έργο Δύο Εκδοχές της Αριάδνης, Αθήνα, 1995, έκδοση εκτός εμπορίου, σ.17).- Από το ποιητικό πεζογράφημα Μια επίσκεψη στο παλιό κάστρο, αδημοσίευτο, Ρόδος, Δεκέμβριος, 2004.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΡΟΔΑΡΑΚΗ.

Το αφιέρωμα συνοδεύεται από φωτογραφικά στιγμιότυπα από τη ζωή του Κώστα Ροδαράκη και τρία έργα του.

Σημειώσεις:

 Του περιοδικού «Οροπέδιο» περιοδική έκδοση Πολιτισμού, Εκδότης και Διευθυντής είναι ο Δημήτρης Γ. Κανελλόπουλος και Διευθυντής σύνταξης ο Αντώνης Μιχαηλίδης. Σελίδες 473-662. Τιμή 10 ευρώ. Η δομή της ύλης του περιοδικού είναι η εξής: ΠΟΙΗΣΗ, 476.-ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΡΟΔΑΡΑΚΗ, 493-ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ, 533-ΟΙ ΦΙΛΟΙ-Η ΞΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ, 560-ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΦΩΝΕΣ, 593.-ΤΟ ΞΕΝΟ ΔΙΗΓΗΜΑ,594-ΤΟ ΘΕΜΑ, 632-Η ΜΕΓΑΛΗ ΟΘΟΝΗ, 632-ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ, 643.-ΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΟΥ ΤΕΥΧΟΥΣ, 659.Το καλαίσθητο και πλούσιο σε ύλη περιοδικό ανοίγει την αυλαία των σελίδων του με ποιήματα και κείμενα του Τηλέμαχου Χυτήρη, (5 ποιήματα) δείγμα: Αχ η θάλασσα, «Νερά μαγικά/Το στόμα κλειστό/Σιγή/ Μετά ιαχές/Του χρόνου που σβήνει/Αγρίμι/Κι η θάλασσα/-άχ η θάλασσα-/Η γλώσσα των λησμονημένων».-Του Γιώργου Τσιαπλέ, (3 ποιήματα) Επίγραμμα «Είδα τον Γιάννη Βαρβέρη να κατεβαίνει τις κυλιόμενες της Ομονοίας/ με εκείνο το γνώριμο σκοτάδι στα μάτια του/»Γιάννη», του φώναξα, «τι γυρεύεις εσύ ανάμεσα στους νεκρούς»;».- Του Αντώνη Σκιαθά, Ανέκδοτα ποιήματα από τη συλλογή «Σπασμένα Δόντια». Αντίλαλος, «Στα έτη της μοναξιάς./στην ερημόνησο της ποίησης,/τα κουφάρια των λέξεων/ορίζουν,/στους αντίλαλους των κυμάτων,/Καβαφικούς πλόες./ Στα έτη της μοναχικότητας./οι ποιητές/ασχημονούν/στη χάβρα των αγριελιών/ γνέθοντας ομίχλη/στο καντηλέρι των ψυχών/εκεί που όρισε/ο Όμηρος/το φώς.». -Της Πηνελόπης Δεληγιάννη, Δύο Ποιήματα. «Παλμύρα» και «Μισή κορίτσι μισή φτερό».-Του Γιώργου Κ. Μύαρη, τα «Αθύρματα βαρκάρη σκοτεινού».- Της Αγγελικής Πεχλιβάνη, «Όνειρα Έρωτος και Λογοτεχνίας».- Του Δήμου Αθανασόπουλου, «Πέντε κομμάτια για την Φοίβη».- Της Νικολέττας Κατσιδήμα- Λάγιου, Τρία ποιήματα. Η απορία της Βιρτζίνια Γούλφ, «Ανακοινώνονται/μέσω στεντόρειων μεγαφώνων/ως ποιητές. Πού βρίσκουν χρόνο/για να είναι;»». Βεργίνα Απρίλιος του ’19. «Ο κίτρινος στρατός/των ασπαλάθων/με φάλαγγας σχηματισμό/εφορμά/στης Άνοιξης/την τρυφερή την ήβη». Ακολουθούν οι σελίδες αφιερωμένες στον Κώστα Ροδαράκη 495-530. Επιμέλεια: Δήμητρα Γ. Κιούση. Δημοσιεύεται φωτογραφία του ποιητή και οι στίχοι: «Σε γύρεψα στο άρωμα των λουλουδιών/Σε δίψασα/στο άπειρο…». Από τις υπόλοιπες σελίδες του περιοδικού διαβάζουμε: Λίνα Θωμά, «Ο δρόμος»533-538 διήγημα.-Γιάννης Καισαρίδης, και το διήγημά του «Βιβλιοπωλείον». «Ο Δημήτριος Βικέλας, όπως μαρτυρεί ο ίδιος, επισκέφτηκε άπαξ όσο ζούσε τη γενέτειρα πόλη του πατρός του….».539-540.-  Γιώργος Κασαπίδης, «Λέτο» διήγημα, του Γιώργου Τζιά, «Το γκαζοζέν» κ.ά. Εισαγωγή στην ποίηση του ισπανού Ενρίκο Μορόν-Μορόν από την Βιρχινία Λόπεθ Ρέθιο. Ποιήματα του ισπανού ποιητή Enrique Moron Moron, σε απόδοση Κατερίνας Τσερκέ. Από το μικρό ανθολόγιο ξεχωρίζουμε το ποίημα «Σωκράτης»,  «Ένα μαύρο πουκάμισο», «Του εύθραυστου χρόνου», κ.ά. Ακολουθούν τα Πέντε ποιήματα του Γουίλιαμ Μπάτλερ Yeats σε απόδοση Νώντα Τσίγκα. «Κάνει δέηση για τη φορεσιά του Παραδείσου», «Η Λήδα και ο κύκνος», «Θάνατος», «Μακρυπόδαρη μύγα», «Οι εικόνες τους», 573-576. Ακόμα ποιήματα της Bianca Visan, του Juri Talvet και πολλών άλλων ποιητικών φωνών, Από την υπόλοιπη ύλη του περιοδικού έχουμε το άρθρο του Στράτου Κερσανίδη, «Το σινεμά ως πολιτική πράξη» του ιταλού ποιητή και σκηνοθέτη Πιέρ Πάολο Παζολίνι, 639-642, αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Η Εποχή» 2020. Επισημαίνουμε το «Μια λεζάντα-δοκίμιο για τον Παπαδιαμάντη» του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου, 632-634, το κείμενο του Ηλία Λ. Παπαμόσχου, «Κήδος» Ομιλία που επρόκειτο να εκφωνηθεί σε εκδήλωση στην Πάρο, προς τιμήν του διηγηματογράφου Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου, 634. Ενώ στις σελίδες των βιβλιοκρισιών του περιοδικού, δημοσιεύεται η παρουσίαση της συλλογής «Ύδρα και άλλα ποιήματα» εκδ. Κίχλη από τον Ηλία Λ. Παπαμόσχο, σελ.643-644.

     Ο ποιητής και ζωγράφος Κώστας Ροδαράκης, υπήρξε δραστήριο μέλος της Πειραϊκής κοινωνίας και πνευματικής και καλλιτεχνικής σκηνής από τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1962 τον βλέπουμε να εγγράφεται στην Φιλολογική Θέση Πειραιώς όπου υπήρξε μέλος μέχρι 31/1/1974. Στην γενική συνέλευση του 1965 του Σωματείου, τον βλέπουμε να ψηφίζεται στο Διοικητικό Συμβούλιο. Μαζί με τους Γ. Χατζημανωλάκη, Κ. Θεοφάνους, Δ. Στρουμπούλη, Μ. Κεφάλα, Ν. Σαλίβερο. Σπ. Παπαγεωργίου. Στην συνεδρίαση της 1ης Ιουνίου πρόεδρος εκλέγεται ο Δαμιανός Στρουμπούλης. Αντιπρόεδρος ο Κώστας Θεοφάνους, Γενικός Γραμματέας ο Μόσχος Κεφάλας, Ταμίας ο Σπύρου Παπαγεωργίου. Σύμβουλοι ο Γ. Χατζ/κης, Κώστας Ροδαράκης και Νίκος Σαλίβερος, (τχ.4-5/ 5,6,1965, σ.40. Στο διπλό τεύχος του περιοδικού 4-5/5,6, 1965, σ.31-34, έχουμε «Το ανθρώπινο «σχήμα» του Ρεμπώ». Στο διπλό 6-7/7,8,1965, σ,47, δημοσιεύεται το ποίημα «ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ». Ο Κώστας Ροδαράκης συμμετέχει και στις ετήσιες Πανελλήνιες Εκθέσεις  που διοργανώνει η ΦΣΠ. Μάλιστα από την σελίδα 56 του περιοδικού πληροφορούμαστε ότι ο Δήμος Πειραιά αγόρασε ένα πίνακά του που εξετέθη και ένα του ζωγράφου Π. Τρέκα.  Στο διπλό τεύχος 10-11/11,12, 1965, σ.91 διαβάζουμε το ποίημά του «ΟΛΟΙ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ».   

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΡΟΔΑΡΑΚΗ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΕΓΗ

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

Είπα: «Η πνοή μου να γίνει ο άνεμος και τα σύννεφα

                η φωνή μου κεραυνός’

                οι φλέβες μου οι ποταμοί’

κι η σάρκα μου αυτή τούτη η ουσία της γης!

Τα μαλλιά μου να γίνουν η χλόη και τα  δένδρα’

ο ιδρώτας μου η βροχή

και τα οστά μου να μεταβληθούν σε μέταλλα.

Κι έγινα: Το χώμα, τα δένδρα, η χλόη, τα σύννεφα

                οι ποταμοί, το σίδερο κι η νεροποντή’

                έγινα η γης

πού υψώνω αιώνες τώρα την κραυγή μου

κάτω από τα πέλματα των ανθρώπων.

ΟΛΟΙ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ

Όλοι οι νεκροί είναι πολύ δυστυχισμένοι

Κάθονται στις καρέκλες στη σκοτεινιά, μουγκρίζουν και κλαίνε.

 

Ένα σπασμένο παράθυρο χτύπαγε ο αέρας στην παγωνιά.

Το δειλινό, μόλις σκοτεινιάσει στο έρημο χωριό, ανοίγει ο τάφος

και βγαίνει ένας νεκρός, μ’ ‘ένα κόκκινο κερί και ψάχνει,

ψάχνει κάτι παλιές φωτογραφίες, να βρει το πρόσωπό του, πότε πέθανε,

ανοίγει συρτάρια, ανακατεύει χαρτιά, δοκιμάζει τα υποδήματα που βρήκε στη ντουλάπα,

 

Κάθεται στην καρέκλα,

μουγκρίζει και κλαίει.

Χλωμή γυναίκα

και πονεμένη

σηκώνεται, φτάνει στην πόρτα κρατώντας μιά  λάμπα.

«Είναι κανείς;» ρωτάει.

Μονάχα το σπασμένο λούκι χτύπαγε έξω στο κρύο.

Σκέπασε όσο μπορούσε καλύτερα τα παγωμένα πόδια της,

έκλεισε την πόρτα.

Ησυχία.

 

Οι νεκροί δεν κοιμούνται’

κάθονται στις καρέκλες, μ’ ένα μεγάλο

ψαλίδι, κόβουν τα νύχια τους.

Ένα παιδί έχωσε το πρόσωπό του, κάτω απ’ τα σκεπάσματα.

Έσβησε το φώς.

Είναι κανείς; Είναι κανείς;  Ξανακούστηκε.

 

Το βράδυ στο παράθυρο φάνηκε το φεγγάρι

πικραμένο,

γεμάτο οινόπνευμα.

 

Είναι κανείς; Είναι κανείς;

Πότε εδώ, πότε εκεί ακουγόταν.    

ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ  ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ

    ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ «ΣΧΗΜΑ» ΤΟΥ ΡΕΜΠΩ

Του Κώστα Ροδαράκη,

 Δελτίο ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ  ΣΤΕΓΗ ΧΡΟΝΟΣ Α΄, ΜΑΪΟΣ-ΙΟΥΝΙΟΣ 1965 ΑΡ. ΦΥΛΛ. 4-5, σ.31-34

      Η Μελέτη αυτή στηρίζεται κυρίως πάνω σε παλαιότερες και πρόσφατες μελέτες που έχουν γίνει για τον Ρεμπώ από τους Δ. Καπετανάκη, Κ. Τσάτσο, Γ. Σφακιανάκη, Τ. Μαλάνο, Άρη Δικταίο, Γ. Κότσιρα, Κάρλο Σαπάϊρο και Νίκο Σπάνια. Λίγα έχω να πω για έναν Ρεμπώ κοινωνικό, μεταρρυθμιστή της ποίησης. Η προσπάθειά μου είναι να παρουσιάσω ένα Ρεμπώ παιδί και να δοθεί μία εξήγηση στο παράδοξο της τερατώδους εφηβικής μεγαλοφυϊας του.

     Μιλώντας για τον Ρεμπώ δεν είναι τόσο εύκολο ν’ αναλύσεις μιά περίπτωση πού είναι γεμάτη αντίφαση από πηχτό σκοτάδι και λάμψεις φωτός. Ν’ αναλύσεις τους αγγέλους πού έφτιαξε από φωτιά και πάγο. Σημαίνει σύγκρουση ψυχική μαζί του, αϋπνία άθελά σου υποφέρεις μαζί του. Ένα μαρτύριο ψυχικό και σωματικό γεμάτο δύστροπες καταστάσεις. Μέσα απ’ το παράδοξο προβάλλει η συγκίνηση, δυνατή ως το θάνατο. Στο πάθος του ενεδρεύει η γνώση, πέρα απ’ το καλό και το κακό.

      Παίζει με τα φυτίλια και τους δυναμίτες, παιδί αθώο ακόμα, για να τιναχθεί στον αέρα επειδή τρόμαξε το αστείο νοικοκυριό του κόσμου.

     Περνάει στην εποχή μας «πιό δυνατός κι από έναν Άγιο, πιό λογικός κι απόνα ταξιδιώτη- κι αυτός, μονάχα αυτός, μάρτυρας της δόξας και της λογικής του». Εκεί που λυσσομανάει και ουρλιάζει για το «όνειρο της ανόητης θλίψης του», έτοιμος να εγκληματήσει, να πνίξει ένα νέγρο ή να γκρεμίσει έναν Αυτοκράτορα, εκεί που χορεύει έξαλλος τον χορό του Σαμπά πάνω σ’ ένα κόκκινο ξέφωτο με γριές και παιδιά, τον βρίσκομε κλαμένο παιδί να φτιάχνει ένα χάρτινο καράβι και να τ’ αφήνει να φεύγει στον φτερωτό το Μάη.

     Ο λόγος του, τραχύς, άγριος, σαρκαστικός και άπειρα λυρικός παίρνει την μορφή ενός επαναστάτη-ενός επαναστατικού ερωτικού δεσμού.

     Η σιωπή του, που έρχεται να καλύψει το δεύτερο ήμισυ της ζωής του, είναι η ανακάλυψη του Δημιουργού ύστερα από μιά ατελεύτητη αγωνία. Τα ταξίδια του, οι περιπλανήσεις του παίρνουν τη μορφή του άναρθρου περιπλανώμενου, του παιδιού που ζητά. «Μήπως έχει άραγε κανένα μυστικό ν’ αλλάξει τη ζωή;» Αυτή η επιμονή του «ν’ αλλάξει τη ζωή» υπήρξε η μεγάλη του ήττα. Εισχώρησε βαθειά, εκεί που αρχίζει το άσκοπο, εκεί που ο κόσμος στηρίζεται σαν ένα αρμόνιο στο ρύγχος ενός γουρουνιού, όπως θάλεγε σήμερα ο δικός μας ποιητής Τάσος Λειβαδίτης.

      Οι περισσότεροι βιογράφοι του αποδίδουν την εικόνα του μετεώρου, του επαναστάτη Ρεμπώ, του αντίχριστου και παραλογισμένου πνεύματος.  Αυτά συνθέτουν τη μισή ακρίβεια, γράφει ο Καρλ Σαπάϊρο, στη μελέτη του για τον Ρεμπώ. «Ο Ρεμπώ έγραψε τη σιωπή του πίσω απ’ το μετέωρο, μιά σιωπή πιό ψηφισμένη κι απ’ τα έργα του Σαίξπηρ. Τί σημασία έχει; Εκατοντάδες βιβλία γράφτηκαν γι’ αυτήν. Όλη η σύγχρονη λογοτεχνία, μπορώ να πω, είναι κατατονική εξ αιτίας της». Και προχωρώντας, μας λέει πώς θάταν καλύτερο ν’ αυτοκτονούσε ο Ρεμπώ στα 19 του χρόνια ή νάβρισκε το στόχο της η σφαίρα του Βερλαίν, καθώς θα χλεύαζε ο Ρεμπώ.

     Τα πράγματα όμως ήρθαν διαφορετικά. Ο Βερλαίν οδηγήθηκε στη φυλακή κλαψουρίζοντας για «να παίζει με το κομπολόϊ του», όπως θάλεγε ο Ρεμπώ. Κι αυτός τράβηξε για τα πέρατα της γης, να γράψει τις σιωπές του.

     Σ’ αυτό το σημείο παρουσιάζεται ένα σπάνιο φαινόμενο που δεν έχει πουθενά αλλού να επιδείξει η λογοτεχνία. Ο Ρεμπώ σταματά στα 19 του χρόνια να γράφει. «Αν για κάθε ποιητή μπορούμε να πούμε ότι δεν κρίνεται με προκαθορισμένους αισθητικούς ή ηθικούς νόμους, μα με τους νόμους που ο ίδιος επιβάλλει, δεν ξέρω ποιητή σ’ ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητος να επαληθεύει τον κανόνα τούτο, όσο ο Ρεμπώ, ο Nic. Arthur Rimbaud (1854-1891)» γράφει ο Άρης Δικταίος στα «Επτά ανθρώπινα σχήματα». Και ο ποιητής αυτός δεν ήταν κανένας σοφός που γέρασε μελετώντας την αλχημεία του ανθρώπινου λόγου, μα ένα παιδί, ούτε κάν επαναστάτης. Επανάσταση σημαίνει εμπειρία. Σημαίνει γκρέμισμα κάθε «καθεστηκυϊας τάξεως» και θεμελίωσης μιάς καινούργιας. Απ’ το παιδί όμως λείπει η εμπειρία. «Σαν αστραπή είδε τη φλεγόμενη βάτο κι’ άκουσε τη φωνή του ανίδωτου» μας λέει ο Γιάννης Σφακιανάκης, που  έχει κάνει την καλύτερη ίσως μέχρι τώρα μετάφραση του Ρεμπώ. (Έκδοση Εταιρίας «Φλόγα», Αθήνα 1946).

    Δέκα εννιά χρόνια λοιπόν ο τερατώδης έφηβος παραβιάζει τις πύλες του σύμπαντος. Ένας πυριφλεγής αερόλιθος που πέρασε οργώνοντας και πυρπολώντας τα βάθη του στερεώματος. Βρίζει και κλαίει. Χειρονομεί απελπισμένα και «συγχωρεί καθώς η Γιάννα ντ’ Άρκ». Τα αίματα, οι μακρινές κραυγές της λύσσας, οι αμέτρητοι φόνοι κι η μέθη της εκδίκησης στροβιλίζουν τον Ρεμπώ στην ποιητική περίοδο του, του δίνουν τον μεγάλο ίλιγγο που συντρίβει, διαλύει κι’ αποσυνθέτει τον κόσμο. Χάνει κάθε στήριγμα και οδηγό και κατεβαίνει με το μεθυσμένο καράβι του όπου θέλει. Ο Ρεμπώ παρανομώντας, καταχτά την ομορφιά στα 19 του χρόνια. Γι’ αυτό πληρώνει την παρανομία του, χύνοντας το αίμα του στον νόμο ακριβώς που παρέβη. «Ψάχνει για την αλήθεια μέσα σε μιά ψυχή και σ’ ένα σώμα». Του την αρνούνται. Μιλάει για τα «Φιλικά Χέρια». Δεν του απαντούν. Τότε κλείνεται ορμητικά στον εαυτό του, στη σιωπή, πού θα τον κάνει να ξεχάσει να μιλά, πού θα σφαλίσει για πάντα το στόμα του. Στο ποίημά του «Αποχαιρετισμός» λέει:

      «…. Εδημιούργησα όλες τις γιορτές, όλους τους θριάμβους, όλα τα δράματα. Προσπάθησα ν’ ανακαλύψω νέα άνθη, νέα άστρα, νέες σάρκες, νέες γλώσσες.

     Επίστεψα πώς είχα κατακτήσει υπερφυσικές δυνάμεις.

    Έ, λοιπόν! Πρέπει να θάψω την φαντασία μου και τις αναμνήσεις μου!

     Μια ωραία καλλιτεχνική και αφηγηματική δόξα φεύγει!

     Εγώ! Εγώ πού αυτοονομάστηκα μάγος ή άγγελος, περ’ από κάθε ηθική, παραδόθηκα στο χώμα για να ψάχνω και ν’ αγκαλιάζω τη σκληρή πραγματικότητα!

     Είμαι ένας χωριάτης!

     Μήπως απατήθηκα; Μήπως θάταν η αγάπη για μένα η αδελφή του θανάτου;

     Τέλος, σας ζητώ συγγνώμη που θράφηκα με ψέματα.

     Και πάμε.

     Αλλά από πού να ζητήσω βοήθεια;

     Δεν υπάρχει λοιπόν κανένα φιλικό χέρι;»

             (Μετάφραση: Γ. Σφακιανάκη)

      Στον πολυσέλιδο τόμο του «Ετιάμπλ», της Γαλλικής Ακαδημίας για τον Ρεμπώ τονίζεται (Βλ. Τ. Μαλάμου «Δειγματολόγιο», έκδοση Φέξη, 1962), ότι ο Ρεμπώ έχει περάσει πλέον από την ιστορία στο μύθο, παρ’ ότι τον χωρίζουν 70 χρόνια από τον θάνατό του. Πράγματι σε πολλά σημεία ο μύθος με την πραγματικότητα ταυτίζονται.

     Η Μαργαρίτα Μαλέρα στο βιβλίο της για τον Ρεμπώ αφηγείται: «Όταν έγραψε μέσα σε μιάν απέραντη ανακούφιση «Θα μπορέσω να καταχτήσω την αλήθεια μέσα σε μιά ψυχή και σ’ ένα σώμα» ήταν τρείς μετά τα μεσάνυχτα. Σηκώθηκε, τανύστηκε, κοίταξε αυτό πούχε γράψει. Χαμογέλασε και έβγαλε ένα βαθύ στεναγμό. Ύστερα έπεσε στο κρεβάτι. Κοιμήθηκε πάνω από εικοσιτέσσαρες ώρες.».

     Ο Πατέρν Μπερισόν, ο πεθερός του Ρεμπώ επιμένει και ομολογεί ότι ο Ρεμπώ γεννήθηκε με ανοιχτά μάτια και ότι όταν η νοσοκόμα τον τοποθέτησε κάτω στο πάτωμα σ’ ένα μαξιλάρι, τον είδαν κατάπληκτοι να κατεβαίνει από το μαξιλάρι και να σέρνεται μέχρι την πόρτα που ‘βγαζε στο κεφαλόσκαλο.

     Και άλλα πολλά… Ότι όταν γύρισε στο Παρίσι γύρισε ντυμένος με μεταξωτές κορδέλες στο καπέλο του. Κι όταν τον ρώτησαν για ποίηση απάντησε ότι: «Κάποιο λάθος συμβαίνει. Εγώ δεν έγραψα τίποτα απ’ αυτά». Γεγονός είναι ότι για να δούμε την «ανάληψη του μικρού μας φίλου στους ουρανούς» πρέπει να τα ξέρουμε όλα και τον μύθο και την πραγματικότητα, μα περισσότερο Γαλλικά, επειδή ο Ρεμπώ παρουσιάζει άπειρες δυσκολίες στην μετάφραση.

     Ο Ρεμπώ είναι ο πρώτος που εισέρχεται στην εποχή των δολοφόνων χωρίς κακία. Βρίζει, κλωτσάει όλες τις αξίες που έστησε ο άνθρωπος. Κι’ ήταν η βλαστήμια του πρωτάκουστη στην ιστορία του πνεύματος, γιατί πρωτόφαντη ήταν και η απόγνωση πού την γέννησε. Η ανακάλυψη του ποιητή, πώς κι αυτή η ύψιστη ακόμη τάξη του ωραίου κόσμου-η τάξη του ωραίου ανθρωπίνου σώματος-δεν είναι παρά μια εφήμερη και απατηλή ευτυχία, που κρύβει και σ’ αυτήν ακόμα την αρμονικότερη στιγμή της, το σπέρμα της παραμόρφωσης, της φθοράς, της αποσύνθεσης, ξεσκίζει τόσο θανάσιμα την ψυχή του, ώστε καμιά, μήτε η ελάχιστη ελπίδα δεν έχουν πιά θέση μέσα της. «Ουρανός, έρως, ελευθερία: τί όνειρο, δυστυχισμένε τρελέ!». «Το τρομερό άπειρο» που διέκρινε πίσω από τη διασπασμένη τάξη του κόσμου, κατατάραξε το γαλάζιο μάτι του ποιητή κι έσπασε το παιδικό στήθος του, το υπερβολικά ανθρώπινο, το υπερβολικά τρυφερό».

     -(Καπετανάκη: «Μύθος και μίτος για την κόλαση του Ρεμπώ»).

     «Κατέχω μόνος το κλειδί της άγριας παράτας», μας λέει’ ή τι άλλο. «πρέπει νάμαι πέρα για πέρα μοντέρνος».

     Μ’ αυτές τις λέξεις σκαλώνει στη μεγαλύτερη διαπασών της ανθρώπινης φωνής, για να σωπάσει μετά οριστικά, γιατί το καλύτερο πράγμα, όπως μας λέει πιό κάτω, «είναι ένας πολύ μεθυσμένος ύπνος στην αμμουδιά». Ύστερα σωπαίνει για να γράψει μετά από χρόνια στη μητέρα του: «…Θέλω νάρθω στη Γαλλία, να βρω μιά γυναίκα να παντρευτώ, ν’ αποχτήσω ένα γυιό που θα τον μεγαλώσω σύμφωνα με τις δικές μου απόψεις, να τον κάνω ένα διάσημο μηχανικό πού με την επιστήμη ν’ αποχτήσει πλούτη και δύναμη».

     Τίποτα δεν προξενεί μεγαλύτερη φρίκη σ’ ένα σύγχρονο ποιητή ή κριτικό από την δήλωση αυτή του Ρεμπώ. Αποτελεί την υπέρτατη ύβρη κατά της τέχνης.

     Ο Ρεμπώ ο ποιητής και ο Ρεμπώ ο μηχανικός είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Είναι και οι δυό τους παιδιά που ονειρεύονται να ζήσουν, πού τους αρνιούνται τα Χριστούγεννα και που τα θυσιάζουν στους νόμους των μεγάλων.

     Ο λογοτέχνης Κώστας Θεοφάνους μου έλεγε: Στην Γαλλική Ακαδημία που φοιτούσε, στα μεγάλα μεταφυσικά τους προβλήματα, περί Θεού, ο διευθυντής τους συχνά ανέφερε και τον Ρεμπώ. Δηλαδή περί προβλήματος «Θεού και Ρεμπώ» ή Ρεμπώ-Θεού. Λέγοντας αυτά παίρνω όλη την υπερβολή πάνω μου και έχω να προσθέσω: Πράγματι συμβαίνει κάτι το υπερφυσικό, παράδοξο και σκοτεινό. Ο ποιητής αυτός σταματά στα 19 του χρόνια να γράφει. Ανοίγει τεράστια προβλήματα και τον διεκδικούν όλες οι σχολές. Έτσι κατά καιρούς τον ονομάζουν συμβολιστή, σουρρεαλιστή, υπαρξιστή και δεν ξέρω τι άλλο… Ε ί ν α ι  19 χ ρ ο ν ώ. Καίει τα χειρόγραφά του. Τα πετά στην φωτιά μαζί με τον Εσταυρωμένο. Διαλαλεί την τέλεια αποχή του από κάθε γυναίκα και κάθε εκκλησία. Είναι 19 χρονώ. Μέσα στα ποιήματά του υπάρχει η υπερβολή του παράδοξου, η πολλή κίνηση, η αδιάκοπη μετάθεση των γραμμών, ο παλμός, η αχαλίνωτη φαντασία, γεμάτη βαρύ στολισμό κι’ ο άπειρος λυρισμός. Και οι Σουρρεαλιστές, στα ίδια αυτά στοιχεία βασίστηκαν, για να τον ονομάσουν πρόγονό τους μαζί με τον Λωτρεαμόν.

      Στον Ρεμπώ, όμως, πολύ περισσότερο από τον τελευταίο, δεν υπάρχει παρανοϊκή κατάσταση ή αυτοματισμός γραφής ή κατάσταση μεταξύ εγρήγορσης και ύπνου. Αντίθετα, υπάρχει πολύ και ηθελημένη πυκνότητα έκφρασης και πλήθος εικόνων, που κάθε μιά τους ανταποκρίνεται σε νοητικοσυναισθηματικές εναλλαγές ψυχικών καταστάσεων και γεγονότων, όχι ελλειπτικών μα ολοκληρωμένων και συνειδητών.

     Ο Andre Dhotel μας λέει (Βλ. Άρη Δικταίου «Επτά ανθρώπινα σχήματα»). «Ο Ρεμπώ έγραψε έργα λογικά, χτισμένα με τις παραμικρότερες λεπτομέρειές τους…  και θεμελιωμένα πάνω σε στέρεες αρχές».

    Ο Ρεμπώ ανήκει στα μεγάλα εκείνα πρότυπα που κάθε αισθητική σχολή μπορεί να τα διεκδικήσει. Είναι 19 χρονώ όταν ανατινάζει τα θεμέλια του παλιού κόσμου. Ο παραλληλισμός Θεός-Ρεμπώ βγαίνει από το μέγεθος της υπερβολής των 19 χρόνων κι αυτό πρέπει να μας κάνει να το σκεπτόμαστε. Ξεπηδά η αντίδραση. «Πώς είναι δυνατόν;» Μα κι΄ ο Μαγιακόφσκι… Ναι, αλλά ο Μαγιακόφσκι δεν σταμάτησε στα 19. Έγραψε μέχρι τα 35 του χρόνια-κι’ απ΄’ αυτά ένα μεγάλο μέρος δεν θεωρούνται περιωπής. Είναι ο Λέρμοντωφ. Ναι, αλλά κι αυτός δεν είχε σκοπό να σταματήσει, αν δεν τον έβρισκε η σφαίρα της μονομαχίας. Με τον Ρεμπώ όμως τα πράγματα φαίνεται απίστευτο. Μπροστά του παύουμε να σκεπτόμαστε καθημερινά. Για να τον συλλάβουμε χρειαζόμαστε την πλατειά σκέψη, που αγκαλιάζει τους μύθους. Ο ίδιος στην εξομολόγησή του συγκρίνει τον εαυτό του με το άλλο εκείνο τερατώδες παιδί της γαλλικής ιστορίας, με την Ιωάννα ντ΄ Άρκ. Και των δύο την ύπαρξη δεν μπορεί να την χωρέσει ο νους μας παρά σαν μύθο.

     Το φαινόμενο της σιωπής στην τέχνη, «των παύσεων», συναντάται συχνά αλλά επανέρχεται. Ο Ρεμπώ χάνεται οριστικά. Δεν επανέρχεται. Επανέρχεται μόνον η σιωπή, η ίδια η σιωπή για να εξηγήσει καλύτερα από την καταρρακτώδη πολυλογία του Νίτσε.

     Μήπως πρέπει να τον αναζητήσουμε στον χώρο των δεξιοτεχνών ή των σπάνιων φαινομένων που παρουσιάζονται κατά και τούς, προς στιγμή θαμπώνουν τον κόσμο και ξαφνικά πεθαίνουν μ’ όλο τους το θάμπος; Ή μήπως, χωρίς να τα ξέρει, άγγιξε την τελειότητα; «Και να σκεφτεί κανείς πώς εγώ κατέχω την αλήθεια, πώς βλέπω την δικαιοσύνη. Έχω γερή και σίγουρη κρίση και είμαι έτοιμος για την τελειότητα».

     Ωστόσο υπάρχει ένας στόχος που σ’ αυτόν τελειωτικά θα οδηγηθούμε  με απόλυτη σιγουριά, ύστερα από μία επαληθευτική βάσανο προερχομένη από την ίδια τη μελέτη της πυροτεχνηματικής παρουσίας του και της εκπληκτικής ζωής του. Κι’ ο στόχος αυτός είναι το ασίγαστο πάθος του. Το μαρτυρούν οι σωζόμενες φωτογραφίες του, της πρώτης περιόδου, γύρω στα 1866, με την εκπληκτική στάση και τη βαθύτατη ματιά ενός μόλις δωδεκάχρονου παιδιού, ο περίφημος πίνακας με τη «γωνιά του τραπεζιού», όπου ξεχωρίζει σε μιά τρυφερή ονειροπόληση ο νεανίας Ρεμπώ, καθώς και άλλες των γερατειών του, κάπου εκεί στα 30-35 χρόνια του μόλις! Ένα πάθος σε μιάν ένταση ζωής πού τόσο πρόωρα την έχει ξοδέψει. Γιατί τον Ρεμπώ δεν τον κατατρώγει παρά ένας και μόνος τραγικός και αλλόφρων έρωτας: Το ερωτικά μαινόμενο πάθος του για την ύπαρξη κι’ η ασύλληπτη εωσφορική μανία του για δράση, με την όποια μορφή της, τραβηγμένη μέχρι τα σύνορα της υπερβολής.

     Έτσι το χαμίνι της Σαρλεβίλ είναι αδιάσπαστο κι αξεχώριστο από τον οραματισμό της ρεμπαλτιανής δημιουργίας. Ο Ρεμπώ δεν είχε ακόμα καμίαν εκδήλωση δράσης, δεν είχε ακόμα προλάβει να βιώσει ούτε καν την πρώτη υπαρξιακή εμπειρία της αλητείας του- και δημιούργησε με την ένταση ενός καφτού βιώματος… Έφερνε μέσα του, βαθειά από τ’ ανεξιχνίαστα έγκατα της καταγωγής του, τον οραματιστή. Ο πρώτος σπινθήρας ήταν αρκετός για να πραγματωθεί η μετάσταση του πάθους σε όραμα. Αλλά και το μεγάλο αυτό πάθος, η αχαλίνωτη αυτή επιμονή για την ανακάλυψη, δεν μπορεί να μην αποφέρει τελειωτικά την αποκάλυψη της γνώσης. Έτσι δεν γίνεται παρά να συντελεστεί και η μετάσταση του πάθους σε γνώση. Γιατί και το πάθος είναι γνώση και όραμα. (Γιώργης Κότσιρας- «Νέα Πορεία»).

     Ο Ρεμπώ είναι ο πρώτος που πατά το πόδι του στον εικοστόν αιώνα. Δίπλα του έχει τον Μαλλαρμέ, τον Βερλαίν, τον Κορμπιέρ, τον Λωτρεαμόν- και δίνει στην ποίηση τα μαγικά της άνθη, τη νέα γλώσσα της, τη  νέα σάρκα της, το νέο αίμα της.

     Με την ποίησή του μας υψώνει εκεί που αρχίζει το «αδύνατον» και ακολουθεί ο Θεός. Μέσα σε μιά πυρετώδη κατάσταση μέθης «το καράβι του» παίρνει μορφή. Για πρώτη φορά υψώνει προφητικά τη  φωνή του για να κραυγάσει, να τρίξουν οι ποιητικοί ορίζοντες «πώς ξέρει» και πώς «είδε όλα εκείνα που πίστεψε ο άνθρωπος που είδε»:

«Ξέρω ουρανούς πού  οι αστραπές τους

σχίζουν τα σκοτάδια

ρέματα κι’ αντιμάμαλα και βράδια θαμπωμένα

την έξαλλη αυγή πούρχεται ως περιστεριών

κοπάδια

κι’ ό,τι πίστεψε ο άνθρωπος, ό,τ’ είδε, έχω

ειδομένα».

(Μετάφραση: Γ. Κότσιρα)

     Ένας χείμαρρος ποίησης, ένας φουσκοαίματος λυρισμός μ’ ανήκουστο ίσαμε τότε ήχο. Το «Μεθυσμένο Καράβι», ένα από τα πιο παράδοξα αριστουργήματα της Γαλλικής ποίησης, το γράφει σε ηλικία 16 ετών. Δέκα έξι ετών έχει όλη την ικανότητα και μεταθέτει συναισθήματα και εντυπώσεις ως το εκπληχτικό και το-αντιφατικό.

     Αυτή η αντίφαση και το πάθος του να μεταβάλει τη ζωή υπήρξε η ήττα του. Η αντίφαση έφερε τη διάσπαση, η διάσπαση μοιραία την διάλυση κι’ η διάλυση τον αφανισμό. Ο Ρεμπώ τάφηκε κάτω απ’ τα ερείπια της ανταρσίας του.

      Δεν ήταν γραφτό να ιδεί το νέο Ελντοράντο.

ΣΗΜΕΙΏΣΕΙΣ:

Σύμφωνα με το δεκαεξασέλιδο φυλλάδιο ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΑΡΘΟΥΡΟΥ ΡΕΜΠΩ που συνέταξε ο Γιώργος Κ. Κατσίμπαλης, α΄ έκδοση Τυπογραφείο Σεργιάδη 1955, β΄ έκδοση Αθήνα, Ιούλιος 1964, ο Γιάννης Γ. Σφακιανάκης αποδίδει στην ελληνική γλώσσα τα «ΠΕΖΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ» του Arthur Rimbaud, (Οι ερημιές του έρωτα. Οι ελλάμψεις. Μιά εποχή στην Κόλαση», εκδ. Εταιρεία Φλόγα, Αθήνα 1945. Δύο περίπου δεκαετίες μετά, 1962, στο περιοδικό «Νέα Πορεία» ο Νίκος Σπάνιας θα παρουσιάσει την δική του εκδοχή της μετάφρασης «Μια Εποχή στην Κόλαση» του Ζαν-Νικολά- Αρτύρ Ρεμπώ 20/10/1854-10/11/1891). Βλέπε Arthur Rimbaud, Μια Εποχή στην Κόλαση. Με ειδικό Πρόλογο Karl Shapiro, Μετάφραση Νίκου Σπάνια. Επίλογο Γιάννη Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 1962. Σελ. 5 στον Γ.Κ. Κατσίμπαλη. Για την μετάφραση του ελληνοαμερικανού ποιητή και μεταφραστή Νίκου Σπάνια βλέπε και κριτική του Τίμου Μαλάνου, στο βιβλίο του «Η δύναμη των αισθητικών συγκινήσεων και άλλα κριτικά», εκδ. Πρόσπερος, Αθήνα 1984, σελ.76-77. Για την μελέτη του Ετιάμπλ, «Ο Μύθος του Ρεμπώ» και τις θέσεις που υποστηρίζει, ο γεννημένος στον Πειραιά αλεξανδρινός και Καβαφιστής κριτικός  Τίμος Μαλάνος θα δημοσιεύσει άρθρο στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» 2/3/1955, «Διαβάζοντας τον «Μύθο του Ρεμπώ» του Ετιάμπλ» το οποίο κατόπιν θα συμπεριλάβει στο βιβλίο του «Δειγματολόγιο» (ΚΡΙΤΙΚΑ ΔΙΑΦΟΡΑ), εκδ. Γεωργίου Φέξη, Αθήνα 1962 σελ.112-118. Η Μετάφραση της «ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ» (UNE SAISON EN ENFER) από τον ποιητή Νίκο Σπάνια με ειδικό πρόλογο Carl Shapiro, και Επίλογο του Γιάννη Σφακιανάκη, κυκλοφόρησε σε δεύτερη έκδοση από τις εκδόσεις του «ΝΙΚΟΥ ΠΑΪΡΙΔΗ» Αθήνα, Οκτώβρης 1974, σελ.110 Ενώ το βιβλίο του Πατέρν Μπερισόν, «Πρωτόγραφα για τον Αρθούρο Ρεμπώ», σε μετάφραση Ρίτα Καλαϊτη, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΛΟΓΟΣ, Αθήνα, Ιούνιος 1988, σελ.206.   

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΚΩΣΤΑ ΡΟΔΑΡΑΚΗ

Κείμενα για τη ζωγραφική. Άρθρα-Κριτικές. Επισημάνσεις σε εφημερίδες και περιοδικά (1960-1966), Πειραιάς.

1., Ο άρτος του Ρεμπώ, Ηνίοχος, Αθήνα 1963

2., Ανθρώπινα σχήματα (δοκίμιο), δημοσίευση Α΄ Μέρους Φιλολογική Στέγη Πειραιώς, τεύχος Μαϊου, αριθ. 5, Πειραιάς 1965

3.,Ποιήματα (1958-1968), Ηνίοχος, Αθήνα 1971

4., Ύδρα, Κέδρος, Αθήνα 1975 (Αγγλική μετάφραση Lily Nack).

 Ύδρα, 1976. Γαλλική μετάφραση Στέφανος Κουμανούδης, Αθήνα 1978.

5.,Δώδεκα ποιήματα, Κέδρος, Αθήνα 1976

6., Εξομολόγηση, Πέτραινα, Αθήνα 1978

7., Εγώ και εγώ, Δίδυμοι, Αθήνα 1982

8., Αποσπάσματα μιάς ατέλειωτης γραφής, Αθήνα 1987, έκδοση εκτός εμπορίου

9., Το τραίνο του μεσονυχτίου, Αθήνα 1988, έκδοση εκτός εμπορίου, (ποιητικό πεζογράφημα)

10., Δύο εκδοχές της Αριάδνης, Αθήνα 1992, εκτός εμπορίου

11., Καλώνδας Κόραξ, Αθήνα 1994, εκτός εμπορίου, (ποιητικό πεζογράφημα)

12., Οι διαλογισμοί του Σούμαν, Αθήνα 1994, εκτός εμπορίου

13., Ερωτικά ποιήματα, Αθήνα 1995, εκτός εμπορίου

14., Μετέωρο, Αθήνα 1995, εκτός εμπορίου

15., ΥΔΡΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Κίχλη, Αθήνα, Δεκέμβριος 2019.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Ροδαράκης Κώστας

Γεννήθηκε το 1936 στην Κρήτη αλλά από μικρός εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Όταν τέλειωσε το Γυμνάσιο, θέλησε να καλλιεργήσει το ζωγραφικό του ταλέντο του που από πολύ νωρίς είχε εκδηλωθεί. Είχε την τύχη να εμπιστευθεί την αισθητική αγωγή του στον εξαίρετο ζωγράφο Κώστα Γιαννακό που του μετέδωσε πολύτιμες τεχνικές γνώσεις και τον προσανατόλισε σωστά στο δρόμο της Τέχνης. Ο ίδιος είπε για το δάσκαλό του: «Τον ευγνωμονώ βέβαια για τα απαραίτητα στοιχεία ζωγραφικής που μου μετέδωσε, αλλά περισσότερο για τα όσα μου έμαθε εισάγοντάς με στο νόημα της Τέχνης. Αυτός τάθηκε για μένα κάτι πολύ μεγάλο και ό,τι είμαι σήμερα το χρωστώ κατά κύριο λόγο σ’ αυτόν». Με την κατάρτιση που απέκτησε και με τις ικανότητες που διέθετε, επιδόθηκε στην εικαστική δημιουργία. Την πρώτη ατομική του έκθεση την έκανε το 1958 στον Πειραιά, στο Φουαγιέ. Το 1959 έγινε η δεύτερη ατομική του στην ίδια αίθουσα. Εργασία του έχει επίσης παρουσιάσει σε μερικές ομαδικές. Αισθητή έγινε η παρουσία του στον λογοτεχνικό χώρο, όταν το 1964 κυκλοφόρησε μια ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Ο άρτος του Ρεμπώ». Το δεύτερο ποιητικό βιβλίο του, «Ύδρα» (1975) κρίθηκε ευμενέστατα από τους ειδικούς. Κυκλοφόρησε ακόμα μια Τρίτη ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Δώδεκα» και τέταρτη με τον τίτλο «Εγώ κι εγώ».

     Το σύνολο του έργου του αποτελείται από ελαιογραφίες και ακουαρέλες. Είναι ένας εξαιρετικά ανήσυχος και εκρηκτικός καλλιτέχνης. Στην προσπάθειά του να εκφραστεί, δοκίμασε όλες τις τεχνοτροπίες. Στα πρώτα του χρόνια του άρεσε η κλασική τέχνη, πού όμως γρήγορα την εγκατέλειψε. Μετά επηρεάστηκε από τον εμπρεσιονισμό, αλλά ούτε και αυτός τον ικανοποίησε. Κατέληξε στον εξπρεσιονισμό, γιατί διαπίστωσε πως αυτός τον εκφράζει καλύτερα. Σήμερα έχει δημιουργήσει ένα προσωπικό ύφος που αποτελεί συγκερασμό των δύο τελευταίων, και που χαρακτηρίζεται από λεπτότητα και ευγένεια. Εκείνο που τον ενδιαφέρει πολύ είναι να εκφράσει τις σύγχρονες ψυχικές καταστάσεις, τη θλίψη, την απογοήτευση και τη μοναξιά. Με πλούσια χρωματική κλίμακα και με άνετο σχέδιο, συνθέτει πίνακες γεμάτους ζωντάνια και εσωτερικό παλμό. Οι αρμονικές αποχρώσεις του, οι διακριτικές αντιθέσεις του και οι τολμηρές εμπνεύσεις του απολήγουν σε σύνολα καθαρής ζωγραφικής τέχνης, που περικλείουν ένα νέο αισθητικό κλίμα. Τα τελευταία του έργα πιστοποιούνε την καλλιτεχνική του ωριμότητα. Έχουν ψυχικό βάθος, εκφραστική ευαισθησία και ονειρική ατμόσφαιρα. Μια πλούσια πρόσφατη παραγωγή του, παστέλ και ακουαρέλες, με θέμα τα λουλούδια, προσθέτουν μια καινούργια νότα στο συνολικό του έργο.

Κώστας Θεοφάνους, ΟΙ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ 1884-2004. Πειραιώτες Ζωγράφοι & Γλύπτες, Νομαρχία Πειραιά, εκδ. Μυτιληναίος, Πειραιάς 2006., σ.148       

Ροδαράκης Κώστας,

Ζωγράφος. Χανιά Κρήτης, 1938

Πήρε ελεύθερα μαθήματα ζωγραφικής κοντά στους Σ. Βικάτο, Γ. Βακιρτζή και Γ. Γιαννακό. Το 1973 διέμενε στις ΗΠΑ όπου πραγματοποίησε μελέτες εσωτερικών χώρων. Τα έργα του κινούνται στο πλαίσιο των παραστατικών τάσεων με ελεύθερη εξπρεσιονιστική πινελιά.

Έχει παρουσιάσει το έργο του σε ατομικές εκθέσεις  (Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, 1959, 1961, “Ausstellungspavillons Werkgarten”, Μόναχο, 1973’ “Elektra Forsythe Gallery”, Ν. Υόρκη, 1974, «Διογένης», 1976, «Εταιρεία Γραμμάτων και Τεχνών» 1978, «Αρένα», 1984 κ.α) και έχει πάρει μέρος σε ομαδικές (Πανελλήνια 1967΄ World House International, Ν. Υόρκη, 1969 κ.ά).

Έχει επίσης συγγράψει μελέτες και λογοτεχνικά έργα. Είναι μέλος του ΕΕΤΕ και της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Θεοφάνους, 1985, σ. 105

Μ.(αρία) Κα.(τσανάκη) σελίδα 101. Στο ΛΕΞΙΚΟ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ. ΖΩΓΡΑΦΟΙ-ΓΛΥΠΤΕΣ-ΧΑΡΑΚΤΕΣ, 16ος-20ος αιώνας. Συντονισμός έκδοσης ΔΩΡΑ ΚΟΜΙΝΗ-ΔΙΑΛΕΤΗ. Επιστημονική επιμέλεια ΕΥΓΕΝΙΟΣ Δ. ΜΑΤΘΙΟΠΟΥΛΟΣ. Καλλιτεχνική επιμέλεια ΛΕΝΑ ΟΡΦΑΝΟΥ-ΑΘΗΝΑ ΡΑΓΙΑ. Εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 2000.

Κώστας Ροδαράκης

     Καταλαγιασμένος στην Ύδρα ο Κώστας Ροδαράκης («Ο άρτος του Ρεμπώ», 1963), ξεκίνησε μαζί με τους αμφισβητίες της γενιάς του, ντύνοντας το λόγο του με ένα υλικό που, εκτός από τη «χλιδή» του, έδειχνε κιόλας την όχι στα συνήθη μέτρα περπατησία του:

Γυναίκες των Αθηνών σας προσπέρασα

κρατώντας τη γρήγορη ματιά σας πάνω στο πέος μου

σα να ‘ταν κάτι να μου πείτε.

Γυναίκα από την άλλη ήπειρο

θανάσιμε σκορπιέ μου  γαλανή Βιρτζίνια

όσο που να πεθάνω θα θυμάμαι τα άγρια ξεφωνητά σου

     στα ξενοδοχεία

Η ιστορία δεν έγραψε αν ήσουν Πολιορκητική

Μηχανή ή κανένα τρόλεϊ-μπας.

Όμως οι γενναίοι

εγνώριζαν καλά

πώς ήσουν η εποχή της χαρτοπετσέτας

και του καπιταλισμού.

        («Ύδρα», 1975).

Μιχάλης Γ. Μερακλής, Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία 1945-1980. Μέρος πρώτο: Ποίηση, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1987, σελ. 372-373.

ΚΩΣΤΑ ΡΟΔΑΡΑΚΗ, Εξομολόγηση

Με κάθε καινούργιο του βιβλίο ο Κώστας Ροδαράκης κάνει όλο και περισσότερο επιβλητική την παρουσία του στη νεότερη ποίησή μας. Αρχίζοντας από τον Άρτο του Ρεμπώ (1963), όπου, πέρα από τις ποιητικές μνήμες, διαγράφεται ήδη αρκετά το δικό του πρόσωπο, περνάει στα Ποιήματα (1970), όπου κινείται πια ελεύθερα σ’ έναν προσωπικό χώρο, για να κάνει ένα ξαφνικό άλμα με τη θαυμαστή Ύδρα (1975), που, όπως είχαμε σημειώσει τότε, ήταν μια αληθινή κραυγή αγριμιού. Ύστερα έρχονται τα 12 (1976) ποιήματα εσωτερικής γοητείας-αντίπους της Ύδρας.

     Και να που τώρα γίνεται μια ευτυχισμένη πρόσμειξη αυτών των δύο στοιχείων που χαρακτήριζαν πάντοτε, αλλά εναλλασσόμενα, την ποίηση του Ροδαράκη: το παράφορο πάθος και ο τρυφερός πόνος. Στην Εξομολόγηση με  μια εκπληκτική ωριμότητα και μ’ ένα πλούτο ευρημάτων, που δεν έχουν τίποτα το εξωτερικό, δένονται αυτές οι δύο «όψεις» του ποιητή, με αποτέλεσμα να μας δώσει όχι μόνο το καλύτερό βιβλίο του, αλλά κι ένα από τα πιο πλούσια σε ποίηση γης γενιάς του.

     Στην Εξομολόγηση, αφήνοντας πια έξω κάθε τι που μπορεί να εντυπωσιάσει, μας ξεδιπλώνει τον εαυτό του σ’ όλη τη μεγαλοπρεπή απελπισία του, τον έξαλλο ερωτισμό του και το παράπονο του άντρα που νοσταλγεί το χαμένο παράδεισό της παιδικότητας.

Κάποτε θα ‘πρεπε να ξομολογηθώ

σαν το φονιά, που ζητάει έλεος στην αγορά…

….. Να ντυθώ γυναίκα

μέχρι να μ’ αγαπήσουν οι λέξεις…

Θυμάμαι τα φύλλα μιας άνοιξης που στάζαν

στην καρδιά του προάστιου

κυπαρίσσια, αμέτρητοι δρόμοι,

μπλάβοι από αλκοόλ.

Διασχίζοντας όλο το πένθος

των συνοικιακών σταθμών…

Να ταξιδέψω σ’ όλες τις ιστορίες, μέχρι να βρω το παιδικό μου

χέρι…

     Όμως ο σπαραγμός του δεν είναι πια ο εντελώς ατομικός, όπως στην Ύδρα. Εδώ αγγίζει τις πληγές όλων των ταπεινών και καταφρονεμένων. Η προσωπική εξέγερση συμμετέχει και στην καθολική ανθρώπινη αγωνία.

       …..Γι’ αυτό κι οι φτωχοί είναι πιο ανάλαφροι από το φέρετρό

               τους

        επειδή ζήσανε μες στην αγρυπνιά του Θεού,

        και μ’ ένα όνομα γραμμένο στον τοίχο…

Το ποίημα χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο δεύτερο μέρος ο ποιητής, σαν εξαντλημένος πια απ’ την εξομολογητική παραφορά, ακουμπάει στο παράθυρό του, λες για να κοιτάξει τώρα πιο μακριά, ως το βάθος του ορίζοντα. Γι’ αυτό και η όρασή του παίρνει άλλες διαστάσεις. Κι η κατάληξη είναι όπως κάθε αληθινού ποιητή: η κατάφαση μπροστά στο θέμα και το μυστήριο του κόσμου:

       .... Σίγουρα ο Χριστόφορος Κολόμβος θα ‘χε βουλιάξει

στη θάλασσα των Σαργασών

κι ο Κοπέρνικος δεν θα ‘χε καταφέρει ν’ αναλύσει

το μικρόκοσμο

αν εγώ

δεν είχα σκαρφαλώσει σε ύψος δέκα χιλιάδων ποδών

σε βόρειο γεωγραφικό πλάτος, κατά προτίμηση…

Στα σκαλιά της Μητρόπολης

που μπορείς να κοιμηθείς πάνω τους, έναν ύπνο από χρυσάφι…

   Οι στίχοι στο τελευταίο του αυτό βιβλίο, πλάι στην αναγκαιότητά τους και τη συμβολή τους στην ανάπτυξη του  ποιήματος, δεν παραμένουν απλώς σπόνδυλος ενός σώματος, αλλά καθένας τους έχει μια αυθυπαρξία και μιάν αυτάρκεια.  Μπορείς να τους αποχωρήσεις απ’ το ποίημα και να έχουν την ίδια συγκινησιακή δύναμη. Κάτι πολύ αξιοσημείωτο, που δεν το συναντάει κανείς συχνά.

     Ο Ροδαράκης δεν αφήνει πια καμιά αμφιβολία ότι διαγράφει μια συνεχή ανοδική πορεία σ’ έναν εντελώς προσωπικό τόνο και μας κάνει να είμαστε βέβαιοι για το ευρύ μέλλον της ποίησής του.

Τάσος Λειβαδίτης, Έλληνες ποιητές. Πρόλογος: Τίτος Πατρίκιος. Επίλογος: Θανάσης Θ. Νιάρχος, εκδ. Καστανιώτη 2005, σ.26-28.      

Ροδαράκης, Κώστας (Κρήτη, 1938): Ποιητής και ζωγράφος

Έργα: Ο άρτος του Ρεμπώ (1963)-Ποιήματα (1970)-Ύδρα (1975)-Τα 12 (1976)- Εξομολόγηση (1978)-Εγώ και εγώ (1982)-Επιλογές 1963-1993 (1995, 6 τόμοι, επιλ. Από το έργο του)[π,μ.]- Το τραίνο του μεσονυχτίου (1988)[σύντομα πζ.]-Arthur Rimbaud  (1965) [δοκ.] κ.ά.

     Ο Ρ. ανήκει στους ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, η γραφή του όμως συγγενεύει με αυτήν που καλλιεργεί η ποιητική γενιά του 1970: ποίηση με φόντο τον παραλογισμό της σύγχρονης μεγαλούπολης, διάθεση αμφισβήτησης και έντονο ύφος που παραπέμπει σε ξένους ποιητές, όπως ο A. Rimbaud, ο Whitman, ο A. Ginsberg.

Βιβλιογραφία: ΜΕΝΛ. Τόμ.12, σελ.29-30. Μ.Γ. Μερακλής, ΣΕΛ Ι, σελ.372-373. Αντρ. Καραντώνης, περ. ΝΕ, τόμ.97, τχ.1148(1975), σελ.624-625 [β.β. Ύδρα]. Αν. Ευαγγέλου (ανθολ. Επιμ.). Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-1970). Ανθολογία, εισαγ. Γ. Αράγης. Παρατηρητής, Θ/κη 1994, σελ. 499-508. Ε.Β., Θ.Κ.

Εμμανουήλ Βαρβούνης- Θεοδόσης Κοντάκης, στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, σελ. 1931, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2007

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς 19 Μαρτίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου