Κυριακή 10 Απριλίου 2022

 

Ο άρχοντας της Μαντζουρίας

Διήγημα

 της Νατάσας Κεσμέτη,

* Πρώτη Δημοσίευση, περιοδικό  Φρέαρ, τεῦχος 19, Ἰούλιος 2017   

                                                                                                                                                                                              Στόν π. Ἀδαμάντιο Αὐγουστίδη

Στήν μνήμη τοῦ Καθ. Κωνσταντίνου Γ. Πιτσάκη

Στον Γιάννη Ξυνογιαννακόπουλο και στην σύζυγό του

   Μαργαρίτα Τζάκη-Ξυνογιαννακοπούλου

  Στον Θωμά Μανέτα’ όλους προσφιλείς Πειραιώτες.

             «…. τα μέν οπίσω επιλανθανόμενος…»

                                Προς Φιλιπ. Γ΄. 13-14

 

                                            

     Βγαίνοντας μέ τό καράβι ἀπτό λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ, ἀριστερά διακρίνεται ὑπερυψωμένη πλατεία τοῦ Ἁγίου Νικολάου, καρδιά τοῦ  πρώτου ὀργανωμένου οἰκισμοῦ ἀπό Ὑδραίους καί Χιῶτες στούς τότε ἐρημότοπους. Ὁ ἐν λόγῳ Συνοικισμός τῶν Ὑδραίων βρισκόταν «παρά τῷ λιμένι καί πρός τό Τελωνείον δυτικομεσημβρινῶς κειμένου μέρους του Πειραιώς». Ὴταν ἡ περισσότερο ἀμιγής συνοικία, μέ ὡραῖες  οἰκοδομές. Πολλά σπίτια ἦταν κτισμένα μέ τή νησιώτικη ἀρχιτεκτονική (καμάρες, στοές, ἐσωτερικές αὐλές, κεραμίδια), ἐνῶ οἱ ἀποθῆκες καί τά καταστήματα μέ πελεκητά μάρμαρα. Μέ συμμετρικό σχεδιασμό γύρω ἀπό τόν ὀγκώδη άξονα τοῦ Τελωνείου σύντομα ἐπεκτάθηκε πρός τήν Πηγάδα, τά Καρβουνιάρικα, τίς ἀπότομες πλαγιές τοῦ Χατζηκυριάκειου. Στό ὕψωμα πρός Πηγάδα ἦταν ἀπό παλιά χτισμένοι καί μύλοι ἀπ’ὅπου προῆλθε τό τοπωνύμιο Μύλος ἤ Μύλοι ἤ Μύλοι τοῦ Δράκου.  

      Ἀπ’τό  κατάστρωμακαθώς τό πλοῖο γλιστράει ἔξω ἀπό τούς βραχίονες μέ τούς φάρους πού, κλείνοντας σέ ἀγκαλιά τό λιμάνι, ὁρίζουν τό ἔμπα καί τό ἔβγα  τῶν πλεούμενων, τήν ἔναρξη καί τήν λήξη τῶν πλόων, θά μποροῦσε καί νά ζήλευε, ὁ ἐποπτεύων ἀπό τήν θαλασσινή του θέση, τούς κατοίκους αὐτῆς τῆς ζηλευτῆς περιοχῆς γιά τήν ἐγγύτητά τους μέ τή θέα τοῦ λιμανιοῦ, τήν ἀδιάκοπη κίνηση πού προκαλεῖ ἀλλεπάλλη- λες ἐναλλαγές: τό νερό μπορεῖ νά μήν ἀλλάζει, ὅμως τό κινούμενο τοπίο δέν εἶναι ποτέ τό ἴδιο.

    Ἡ ἐντύπωση πού ἀφήνει ἡ ἀντίστοιχη ἐνορία (γιά νά μήν πεῖ κανείς ὁλόκληρη ἡ περιοχή ἀριστερά τοῦ λιμανιοῦ), σέ ὅποιον περνάει σήμερα τούς δρόμους της μέ αὐτοκίνητο, εἶναι ἐντελῶς διαφορετική. Ἀπό τήν ξηρά καί τούς ἐσωτερικούς δρόμους πάνω κάτω σέ μεγάλες ἀνηφόρες τῆς Βρυώνη μέ τά πλουσιόσπιτα ἄλλοτε εὔπορων ἐμπόρων, Ὑδραίων, Χίων καί ἄλλων, σέ κάποιες παρόδους εἶναι πραγματική φτωχογειτονιά. Ἴσως ἐκεῖ ἦταν ἄλλοτε τά Καρβουνιάρικα πηγμένα στήν ἀσβόλη. Ἴσως πάλι παρέμεινε ἔτσι: ὅλο μπαλώματα σπιτόπουλων καί μικροκατασκευῶν πάνω σέ ἀνισόπεδες ταράτσες καί ταρατσάκια -ἀπό τό 1941, ὅταν οἱ Γερμανοί βομβάρδισαν τόν Πειραιᾶ.

     Ὁ Κυριάκος Β. ἔλεγε πώς σέ κείνους τούς βομβαρδισμούς ἔχασε τήν ἀκοή του. Ἔπρεπε νά εἶσαι πολύ κοντά του, νά βλέπει τά χείλη σου, γιά νά καταλαβαίνει γύρω σέ τί στρέφεται ἡ κουβέντα καί νά παίρνει μέρος. Τά πράγματα μέ τήν ἀκοή του, ἄν δέν χειροτέρεψαν, πάντως ἐγκαταστά- θηκαν, ὅπως ἐγκαθίσταται μιά μόνιμη ἀναπηρία, ἐξ αἰτίας τῆς δουλειᾶς του. Ὅλη του τή ζωή δούλευε ἐργοδηγός σέ μεγάλη τσιμεντοβιομηχανία, ἐκεῖ πού γίνεται τρομερός θόρυβος, συνεχής ὀρυμαγδός κατά τήν ἔψηση τοῦ ἀσβεστόλιθου, τήν παραγωγή τοῦ κλίνκερ, τήν ἅλεση ….

     Εἶχε ἐξοικειωθεῖ νά παρακολουθεῖ τό καθετί μέ ἐξαιρετική προσοχή, τά μάτια του εἶχαν γίνει τ’ἀφτιά του, ἀλλά ἦταν ἥσυχα στήν παρακολού- θησή τους, ὅπως ἥσυχα κι ἀκίνητα εἶναι τά ἀνθρώπινα ἀφτιά. Δέν διακρινόταν καμιά ἔνταση στή ματιά του: ἄν ἦταν μάλιστα εὐχαριστημένος ἤ ἐλαφρά πιωμένος, μιά ἐλάχιστη κίνηση τῶν ματιῶν πρόδιδε μιά παιγνιδιάρικη διάθεση, μιά συγκαταβατική μικρή εἰρωνεία, ταυτόχρονα. Τό παιδί πού, κάποτε, ἦταν πάλι ξεπρόβαλλε κοιτάζοντας, μέσα ἀπό τίς κόρες του, ἕτοιμο νά σκαρφιστεῖ κάποια ζαβολιά, ἐνῶ τήν ἴδια στιγμή ὁ ἐνήλικος ἑαυτός του μετεωριζόταν ἀνάμεσα στήν πείρα του γύρω ἀπό τά πράγματα τῆς ζωῆς, καί στήν ἀμφίβολη κατάληξη τῶν περισσότερων παιγνιδιῶν. Στό μεταξύ ὅμως ἡ διάθεση γιά ζαβολιές καί πειράγματα εἶχε πάρει τό πάνω χέρι, κι ὁ ἴδιος μέ ἥρεμες ἀλλά ἀποφασι- στικές κινήσεις γέμιζε ξανά καί ξανά τά ποτηράκια τῶν συνδαιτυμόνων του χωρίς οἱ ἴδιοι, τίς περισσότερες φορές, νά τό πάρουν εἴδηση. Ὅταν ἔφταναν στό σημεῖο ν’ἀναρωτηθοῦν γιά τό ἀκένωτο τῶν ποτηριῶν τους, ἤ ἔνιωθαν κιόλας τήν ἐλαφράδα τῆς μέθης νά μετακινεῖ, πρόσωπα καί ἀντικείμενα γύρω τους, ὁ αἴτιος χαμογελοῦσε ἤ γελοῦσε ἱκανοποιημένα ἀνοίγοντας τά στενά του χείλη κι ἀφήνοντας νά φανοῦν τά πλαϊνά χρυσά του δόντια.

      Εἶχε κι αὐτός τόν τρόπο του νά μπαίνει στή ζώνη τῶν ἄλλων, νά ἀποφασίζει γι αὐτούς καί νά ἐξασκεῖ … τήν ἐξουσία του. Ἔ, τώρα! Αὐτή εἶναι βαριά κουβέντα. Ἡ ἐπέμβαση δέν εἶναι σώνει καί καλά πρόθεση ἐξουσίας. Μπορεῖ νά εἶναι μιά ἰσχυρή ἐπιθυμία, ὅπως αὐτή ἑνός σκηνοθέτη πού θέλει νά σκηνοθετήσει τίς πράξεις ἑνός ἔργου σύμφωνα μέ τήν βεβαιότητα πού ἔχει μέσα του. Ὁ Κυριάκος Β. ἄλλωστε σ’ὅλη του τή ζωή ἦταν ἐργοδηγός στά τσιμέντα κι ἀρχιεπόπτης. Εἶχε μάθει νά ἀσκεῖ περιστροφικά τήν παρατηρητικότητά του. Ἄν οἱ συνδαιτυμόνες δέν μεθύσουν λιγάκι, δέν ζαλιστοῦν λίγο παραπάνω, δέν θα σταματήσουν νά μιλοῦν ἀκατάπαυτα, δημιουργώντας μιά χάβρα. Ἄν ὅμως μερικά  ποτηράκια ἐπιπλέον τούς φέρουν σέ εὐθυμία, τότε κάτι μπορεῖ νά γίνει …Δέν εἶναι ἀπαραίτητο νά ξέρει κανείς τ ί !

Περισσότερο ἀπ’ ὅλα, τοῦ ἄρεσε νά σιγομουρμουρίζει  σκοπούς, κρατώντας τόν ρυθμό μέ τά  δάχτυλα στό τραπέζι –τάπ, τάπ, τάπ, ἤ ντιντινίζοντας μέ τό μαχαίρι ἕνα ποτηράκι. Κανείς ἀπό τούς δικούς του δέν γνώριζε γι΄ αὐτά πού ἔγραφε ὁ ἴδιος:

                         Νύχτες ἀτέλειωτες νά ζῶ τήν ἀπουσία

                         Στό χτές  δίνοντας τόση σημασία

                         Τά χρόνια  δέ λυπηθηκα

                         Τά νιάτα μου ἀρνήθηκα

                         Μά μιά   βραδιά τήν ἔκανα καί βγῆκα

                         Πῆγα στά στέκια καί τούς φίλους ξαναβρῆκα

                         Ντύθηκα και στολίστηκα

                         Πώς ζῶ ξαναθυμήθηκα

                         Πέταξα τή φωτογραφία σου στή μπάντα

                         Και σοῦ ‘πα ἀντίο μιά γιά πάντα

                         Μετά ξενοκοιμήθηκα

                         Κι οὔτε πού σέ θυμήθηκα

     Τά δάχτυλα του ἦσαν μακριά, ψαχνά, μέ κόμπους στίς ἀρθρώσεις, δάχτυλα δουλεμένου ἀνθρώπου. Δέν ἀποχωριζόταν ποτέ ἕνα μεγάλο χρυσό δαχτυλίδι μέ πέτρα αἱματίτη. Ἔμοιαζε μαύρη, ἀλλά ὅταν ἔπεφτε τό φῶς πάνω της, βαθιά πράσινα νερά, μέ κάποιο δυσδιάκριτο ἴχνος ἀπό βυσσινί στίγματα, ἀναδύονταν. Δέν ἔλαμπε καθόλου, τήν διχοτομοῦσε μιά ραγισματιά, ἐντούτοις ἀνέδιδε μιά θαμπή ἰσχύ. Ἔλεγε πώς εἶναι ἀπό τή Ρωσσία, καί  καμιά φορά ἔβρισκε εὐκαιρία νά ἀναφερθεῖ στόν  Ἄνθρωπο ἀπό τήν Μαντζουρία, στόν Ρωσοïαπωνικό πόλεμο, στόν ἀποκλεισμό τοῦ Πόρτ Ἄρθουρ, στόν Ναύαρχο Ἀλέξιεφ, στόν γιό Βρυώνη, τόν ὁποῖο πολιορκοῦσαν ὅλα τά εἰδησεογραφικά πρακτορεῖα τῆς ἐποχῆς γιά νέα ἀπό τίς ἐπιχειρήσεις τοῦ Ρωσικοῦ στόλου. Περισσότερο στεκόταν στήν οἰκία Βρυώνη. Ἄ, ἐκεῖνο τό σπίτι μέ τ’ἀγάλματα καί τό  Ρολόι στή στέγη! Τά ἄλλα τά εἶχε ἀκουστά ἀπό διηγήσεις ἄλλων, ἀλλά τό Ρολόι, πού εἶχε πάψει νά χτυπᾶ ὅταν τό χτύπησε θραῦσμα ὀβίδας στίς 6 Ἀπριλίου τοῦ  ‘41, τό γνώριζε ὁ ἴδιος.

     Πῶς νά μήν ἦταν μέρος τῆς ζωῆς του, ἀφοῦ τότε χτυπήθηκε γιά πάντα κι ἡ δική του ἀκοή. Ἅμα ἡ οἰκία Βρυώνη ζωντάνευε τόσο πού καταλάμβανε ὁλόκληρη τή μνήμη του, ξεχνοῦσε τούς συνδαιτυμόνες, καί τότε σώπαινε κοιτάζοντας μέσα στό ποτήρι του. Ὅταν ἡ μεγένθυνση μειωνόταν κι ἄρχισε νά ἀποσύρεται, ἔβρισκε πάλι τή φωνή του, χρωματισμένη, ὅμως, μέ θαυμασμό γιά τόν Ἰωάννη Βρυώνη πού… μίλαγε τέλεια τά Ρωσικά, πού …ἦταν Ἄρχων τροφοδότης τοῦ Ρωσικοῦ στόλου, πού μπορεῖ νά ἦταν καί… λαθρέμπορος, πού … ἔφερνε πολύτιμα πράγματα ἀπό τήν πατρίδα του, τήν Μαντζουρία. «Ναί, ὁ αἱματίτης σταματάει τήν αἱμορραγία»  «Ναί, εἶναι θεραπευτική», ἀπαντοῦσε ὁ Κυριάκος Β. ἥσυχα-ἥσυχα, ὅταν τόν ρωτοῦσαν γιά τό δαχτυλίδι ἤ τήν πέτρα του.

Μ’αὐτή του τήν ἥσυχη ἐπιμονή, πρέπει νά κατάφερε νά μπεῖ στή ζωή τῆς μέλλουσας γυναίκας του, νικηφόρα ἐκτοπίζοντας τόν Σ. Π.

     Ὁ Σ.Π. ἔμοιαζε πραγματικά ἀνίκητος γιά τίς ἀδελφές του, μιά ἀπό τίς ὁποῖες ἔμελε νά περάσει εἰς χεῖρας Κυριάκου Β. Ποιός περνάει εἰς χεῖρας τίνος μέ τήν εἰς γάμου κοινωνίαν, εἶναι βέβαια ἄγνωστο, καί παραμένει μυστήριο συνήθως ἕως τέλους.

     Ποιό ἀκριβῶς εἶναι τό τέλος, αὐτό εἶναι ἐντελῶς ἄλλη ἱστορία, καί ἐν πολλοῖς ἐξαρτᾶται ἀπό τήν βιοθεωρία ὅλων τῶν ἐμπλεκομένων …Γιά τήν φιλανθρώπως ἐλπίζουσα  χριστιανική προοπτική μπορεῖ τό  ὄ ν τ  ω ς  τέλος νά γράφεται τήν ἡμέρα πού ὁ ἐν Δόξῃ Κύριος θ’ ἀνοίξει τό Βιβλίο τῆς Κρίσεως. Ἀλλά μιᾶς καί στά κοντόφθαλμα, μυωπικά ἀνθρώπινα μάτια μας, σέ κάθε γενιά πού ἔρχεται καί ἀποσύρεται, κάτι τέτοιο φαντάζει ἐξαιρετικά μακρινό.., ἀκόμη καί ὑπό τούς τριγμούς τῶν πάγων πού λιώνουν καί καταποντίζονται στή Σιβηρία στίς μέρες τούτης τῆς γενιᾶςἄς ἀφήσουμε τά πράγματα ὡς ἔχουν.., ὅπως συνήθως κάνουμε, κι ἄς γυρίσουμε καλύτερα στόν περιλάλητο ἀδελφό:

     Ὁ Σ. Π. λοιπόν, ὁ ἀνίκητος, εἶχε τόν ὄγκο μυθικοῦ προσώπου στά χείλη τῶν μικρότερων ἀδελφών του. Τό πιό πιθανό εἶναι ἡ λατρεία στό πρόσωπό του τῆς Πολυξένης - μητρός ὅλων - νά εἶχε πλέξει στεφάνια  πού πέρασαν καί στόν λαιμό τῶν ὑπολοίπων θήλεων τῆς οἰκογένειάς τους. Θηλιασμένες - ξεθηλιάσμένες μέ τόν λαιμό τους ἀνάμεσα στά  μητρικά ἄνθη εὐλαβίας, ὁπωσδήποτε τόν λάτρευαν κι αὐτές . Ὅσο πιό πολύ, μάλιστα, ἀποτύγχαναν τά σχέδιά του, τόσο περισσότερο τόν ὑπερασπίζονταν μέ νύχια καί μέ δόντια. Γύρω του ἔπλεκαν μέ τή σειρά τους μιάν αἰνιγματική ἀσάφεια. Ποιός ἀκριβῶς ἦταν, τί εἶχε σπουδάσει, ἄν εἶχε κάτι σπουδάσει, σέ τί βασιζόταν τό ὅλως ἐξαιρετικόν τῆς περίπτωσής του, τί ἀποδείκνυε τό πλῆθος τῶν ἱκανοτήτων του καί τό κύρος μέ τό ὁποῖο περιβαλλόταν ἡ κάθε γνώμη του, ἀνερχόμενη εἰς ὕψος ἀληθινοῦ Ἔφα, ὅ λ α, κι ἄλλα τόσα παρέμεναν ἄγνωστα. Πιό ἀσαφές πρόσωπο ἀπό τόν Σ.Π. εἶναι ἀπίθανο νά ὑπῆρχε. Ἐκτός ἴσως ἀπό τήν περίπτωση ἑνός ἄλλου παλιοῦ Πειραιώτη, τοῦ Νίκανδρου Π. γιά τόν ὁποῖο ψιθυριζόταν, καί στό τέλος σχεδόν ἀποδείχτηκε, πώς ἦταν κατάσκοπος. Εἶναι πλέον ὅλοι συγχωρεμένοι, κι ἔτσι κανενός ἡ μνήμη δέν θίγεται, ἄν ἀπορήσει κανείς γιά τήν ἐποχή τῶν δράσεών τους. Ἔτσι κι ἀλλιῶς, ἀπό τότε ἀκόμα πού τό λιμάνι δέν εἶχε ξεχωριστό ὄνομα, ἁπλῶς ἀναφερόταν ὡς «σκάλα τῆς Ἀθήνας», ὅλες οἱ Μεγάλες Δυνάμεις, μά Γάλλοι, μά Ἄγγλοι, μά Ρῶσοι, μά Ἰταλιάνοι, μά Γερμανοί, κι Ἀμερικάνοι ἀργότερα (ποιός ξέρει πόσοι ἀκόμα στό μέλλον) χρειάζονταν τούς ἀνθρώπους τους… Δέν δυσκολεύονταν πολύ νά τούς ἐντοπίσουν καί νά τούς ἐπιστρατεύσουν.  

     Ὁ Σ.Π. ὅταν ἔσκασε τά δυό κανόνια στήν ἀγορά, ἀφοῦ  ἐξαφανίστηκε, κρυμμένος γιά ἕνα μακρύ διάστημα Κύριος οἶδε ποῦ κι ἀπό ποιούς, ἔδειξε ἀμέσως μετά σάν νά λυτρώθηκε ἀπό τίς μεγάλες φαντασίες γιά τόν ἑαυτό του. Ἀπό ἔμπορος μέ λουσάτα μαγαζιά, ὅπου ἔβαζε νά δουλευουν ὅλοι οἱ συγγενεῖς κι ὄχι μόνον οἱ ἀδελφές του, στούς δρόμους τῶν ὀνομαστῶν παπουτσίδικων γύρω ἀπό τό κέντρο  τῆς Ἀθήνας, κατέβηκε στό λιμάνι κι ἄνοιξε κάπου στήν ἀρχαία Ἀκτή τῶν Ἀλκίμων ἕνα καφέ–μπάρ.

      Μετά τήν ἐπιδημία τῶν δακρύων τῆς Ναργκίς, ἡ πατρίς εἶχε πλημμυρίσει ἀπό κινηματογραφικές γιγαντοαφίσσες μέ τά σπανιόλικα  ἀνάλογα τῆς Σαρίτας Μοντιέλ. Αὐτά εἶχαν πολύ περισσότερο χρῶμα ἀπό τά Ἰνδικά· στό βάθος ἦσαν ὑπεραισιόδοξα. Πιθανόν ἐκ τούτου τοῦ λόγου, ὁ δαιμόνιος Σ. Π. ἔδωσε καί στό Πειραιώτικο  καφέ-μπάρ τό ἴδιο ὄνομα: Βιολετέρα.

Ἔφταιξε τ’ ὄνομα; Δέν τράβηξε τούς Πειραιῶτες; Ἀκόμα καί οἱ ἀδελφές του δίσταζαν νά μιλήσουν γι’ αὐτή τή νέα ἐπιχείρηση, κι ἄς βάφονταν ἀλά Σαρίτα, κι ἄς μην ἀποχωρίζονταν τίς βεντάλιες, οὔτε ὅταν δούλευαν στό νεροχύτη τοῦ καφέ μπάρ. Πάλι ἔπεσε ἔξω; Βρέ μπάς κι ἦταν μόνο φούμαρα καί πόζες δῆθεν Ἰταλοῦ μαφιόζου, ξεσηκωμένου ἀπό τό σινεμά;  Μπάς καί… « ρομάντζα ὁ ἄνθρωπος»; Ἕνας ἀκόμα ρομαντικός;

     Ἡ Πολυξένη δέν ἤξερε τίποτα ἀπ’ αὐτά, κι ἄν τῆς τά λέγανε δέ θά καταλάβαινε πολλά πράγματα. Ἡ Πολυξένη ὅσο πήγαινε κουφαινόταν. Κλεισμένη στό γῆρας πού προέλαυνε ἡ Πολυξένη δέν εἶχε ἄλλο νά κρατηθεῖ ἀπό τή λατρεία της στό γιό της, καί τόν θυμό πρός τά κορίτσια της. Μόνο σ’ αὐτές καταλόγιζε, μέ λογῆς λογῆς πικρά λόγια καί γκριμάτσες ἀπέραντης ἀπόρριψης, «μεγαλοπιασίματα». Μόνον ἀπ’ αὐτές περίμενε ἀφοσίωση σέ παρακατιανές δουλειές, σάν τήν δική της: τά δάχτυλα τῶν χεριῶν της ἦταν στρεβλά, ἄκαμπτα, γεμάτα κόκκινους κόμπους – κι ἄν δέν εἶχαν τρίψει μπουγάδες καί μπουγάδες… Μέ ἀγριεμένες τίς χοντροσκαμμένες ρυτίδες της, μέ τ’ αὐλάκια τους σάν μέ σκαρπέλο βαθουλωμένα στήν κάτασπρη, ἐντούτοις, ἐπιδερμίδα της -  ὅπου ἡ σκληρή χαρτογράφηση εἶχε μείνει κάπως λεία, δίχως περηφάνια κι ὡστόσο περήφανη μέσα στήν καχυποψία, τήν πικρία καί τήν βεβαιότητα πώς κανείς δε θα μποροῦσε νά τήν ξεγελάσει πιά με ψευτοελπίδες, ἀπαντοῦσε «πλύστρα», ἄν τή ρωτοῦσε κανείς.

     Κι ὅμως! Καί τῆς ἴδιας τά λευκασμένα  φρύδια ὑψώνονταν τοξωτά! Κανένα παιδί της δέν εἶχε κληρονομήσει τά δυνατά της μάτια, ὄμορφα, ἀνυπότακτα στό βλέμμα κάποιου πού θά ἔσκυβε πολύ κοντά  στό πρόσωπό της. Τίγρης, μπορεῖ νά  ἦταν κάποτε, ἡ Πολυξένη! Ὅ,τι καί νά τῆς κάνανε οἱ κόρες της, δέν κατάφερναν νά μαλακώσουν τήν ὄψη της. Ὅσο περισσότερο ξεκάθαρα τῆς ζητοῦσαν στοργή, τόσο πιό  ἀπότομες ἀπαντήσεις παίρνανε. Μέ δυό κοροϊδευτικά λόγια, μιά παροιμία, ἕνα ἐπίθετο, τίς ἔκοβε μέ τό τσεκούρι καί τόν μπαλτά. Ὅποια σταγόνα γλύκας τῆς εἶχε μείνει, ἦταν ἀποκλειστικά γιά τό παιδί της.

     Ἀπό τό Χάλιφαξ πιά, προβεβηκώς ἤδη στήν ἡλικία, τό ἀκριβό παιδί της, ὁ  Σ. Π. ζήτησε ἀπό τίς ἀδελφές του νά τοῦ στείλουν χοντρά ἑλληνοαγγλικά, καί ἀντίστροφα, λεξικά. Νύχτα ἀξημέρωτα εἶχε μπαρκάρει ἀφήνοντας νέες μπόμπες, νέα φέσια κ α ί στόν Περαία. Ὅλα τά ἔστηνε μέ δανεικά. Ὅσο γιά ἀγγλικά, ζήτημα ἄν ἤξερε καμιά δεκαριά λέξεις. Κι ὅμως! Δεκαπέντε περίπου χρόνια ἀργότερα, μέ πατημένα τά ἑβδομήντα πέντε, βεβαίως, ἐρχόταν γιά διακοπές στίς Γαλάζιες (καί, ταυτοχρόνως θεραπευτικές παντοδαπῶν πόνων ψυχῆς τε καί σώματος) Ἀκτές: τοῦ Σουνίου, τῶν Σπετσῶν, τῶν Μεθάνων, τῆς Κύθνου, τῆς Αἰδηψοῦ, τῆς Κυλλήνης. Φυσικά ἔπαιρνε μαζί του καί τίς ἀδελφές του μέ τίς οἰκογένειές τους. Ὁ ἴδιος δέ μιλοῦσε ποτέ γιά καμιά δική του οἰκογένεια, προφανῶς ἔμεινε bachelor - ὅ μεθερμηνευόμενον στά οἰκεῖα, πλήν ξεπερασμένα, συνήθη ρωμαίικα: μπεκιάρης. Ὅσο πρόλαβε ἡ Πολυξένη, τόν χάρηκε ἔστω γέρο κι ἀγνώριστο, νά ἔχει ξεχάσει τά πιό πολλά ἑλληνικά, ἄλλωστε καί νά τά θυμόταν ὅλα…τ ί; Αὐτή θεόκουφη κι αὐτός …Τήν εἶχε κερδίσει τήν  κουφαμαρίτσα του, μετά τά παλιά ἐκκωφαντικά κανόνια πού τόν ξαπόστειλαν εἰς τήν ξένην ἐκεῖθεν τῶν ὠκεανῶν!

     Τό καλοκαίρι πού δέν καθρεφτίστηκε στά μάτια της καμιά του ἀξιολάτρευτη εἰκόνα, ἀλλ’ ὁ λατρεμένος γιός ἦρθε μάτια μέ μάτια ἀντικρυστά ἤ ἀκριβέστερα ἀντικρυστός μέ κάτι ὁλότελα θαμπό, γιά πρώτη φορά τόν διέτρεξε παγωμένο  ρίγος. Παρόμοιο, δέν εἶχε νιώσει οὔτε πρωτοφερμένος, ξένος κι ἀπόξενος, στίς βραχώδεις ἀκτές τοῦ Χάλιφαξ … Κι ὅταν παρατήρησε κάποια γκριμάτσα σάν χαμόγελο στήν εὔσαρκη καρδιά πού σχημάτιζαν τά χείλη τῆς Πολυξένης ὥς τό βαθύ της γῆρας, νά ἀπευθύνεται ἀχνά ὄχι σ’ αὐτόν, παρά στόν Κυριάκο Β. τόν γαμπρό του, τότε μέσα του σχηματίστηκε ἡ ἀπόφαση. Οἱ δυό ἄνδρες φαίνεται πώς εἶχαν καταφέρει, παρά τά μεγάλα διαστήματα πού μεσολαβοῦσαν ἀπό καλοκαιρινές σέ καλοκαιρινές  διακοπές (κι ὑπῆρξαν χρονιές πού δέν ἦρθε καθόλου ὁ Σ. Π.) νά φτιάξουν κάτι  σ ά ν σχέση. Στόν γαμπρό του ἦταν πού ἐμπιστεύθηκε διάφορα ἐπίσημα χαρτιά καί προσχέδια διαθήκης  μετανάστης. Ἀνάμεσα σ’ αὐτά εἴτε ξεγλίστρησαν εἴτε εἶχαν μπεῖ ἠθελημένα διάφοροι παλιοί, ἄδειοι, φάκελοι ἀπό κείνους πού λάβαινε ἀπό τήν Ἑλλάδα τά πρῶτα χρόνια τῆς ξενιτιᾶς. Μέ τρεμουλιαστούς, γεροντικούς μᾶλλον, χαρακτῆρες εἶχαν στριμωχτεῖ στά κενά τῶν φακέλων διάφορα δυσανάγνωστα στιχάκια. Πιό καθαρά ξεχώριζε ἕνα ποίημα, πού ὁ Κυριάκος Β. μπόρεσε ὄχι μόνο νά διαβάσει ἀλλά καί ν’ ἀποστηθίσει:

 

     Δέ γυρεύω ξένο, δέ ρωτάω κρυφό,
                       δέ γυρεύω χάρη.
     Κάτι μόχουν πάρει μές ἀπ' τήν ψυχή
                       κάτι μόχουν πάρει!..

    Καί  δέν ἦταν οὔτε ξωτικιά
                       καί δέν ἦταν χέρια
     κι ἦταν ἕνα βράδυ πόπαιζαν θολά
                       στό γιαλό τ' ἀστέρια.
     Σέ κανέναν δέν ἔκανε ποτέ λόγο γιά τά εὑρήματα, οὔτε φυσικά στή γυναίκα του. Εἶχε κι αὐτός τούς δικούς του λόγους πού συγκινήθηκε. Οἱ μόνοι πού κάτι θά μποροῦσαν νά καταλάβουν ἦσαν κάποιοι μουσικοί, τούς ὁποίους  συναντοῦσε στά καφενεῖα  τῆς παλιᾶς γειτονιᾶς τῶν Ὑδραίων.

 

     Ὁ Σ.Π., πάντως ἀπό τότε πού διέκρινε ἐκεῖνο τό σάν ἀχνό χαμόγελο στά χείλη τῆς γερόντισσας (ν’ ἀπευθύνεται ὄχι σ’ αὐτόν, παρά στόν γαμπρό του) δέν ξαναέκανε κανένα ἄλλο ταξίδι διακοπῶν. Πέθανε μόνος του στήν ξένη. Ἡ Πολυξένη καί ἡ ξένη εἶχαν συσσωματωθεῖ σέ ἕνα, νέο ἤ παλιό, ἄγνωστο  σημεῖο, γι αὐτόν.

     Ὑπῆρξε ποτέ θαμώνας ἤ ἔστω εἶχε κάποτε κάτσει στή Βιολετέρα, τό καφέ μπάρ τοῦ Σ. Π. ὁ Πειραιώτης πού ἔμελλε νά γίνει γαμπρός του; Ἄν ἐκεῖ ἤ σέ ὅλως ἄλλα μέρη συναντήθηκε μέ τήν μεγαλύτερη ἀδελφή τοῦ Σ.Π., εἶναι ἄγνωστον. Ὁ μεγαλόσωμος ἐντούτοις μεσήλικας, μέ τό ἀκουστικό βαρηκοϊας, καί τήν ἐξαιρετικά μεγάλη ἐπιμονή του, κατάφερε νά τήν πείσει τουλάχιστον σέ ἕνα πράγμα: πώς τούς ἕνωσε ὁ πόνος τῆς μοναξιᾶς.  Εἶχε κι αὐτός μόνο μιά μάνα, τήν ὁποία φρόντιζε μέ ἀγόγγυστη ἀφοσίωση. Τήν ἴδια εὐγενική ἀφοσίωση ὑποσχέθηκε πώς θά δείχνει καί στήν Πολυξένη, πράγμα πού ἀπέδειξε στά χρόνια πού ἀκολούθησαν, αὐτά τοῦ γάμου τους. Ποτέ δέν σκέφθηκε νά ὑποχρεώσει τή γυναίκα του, οὔτε καί τίς δύο γριές συμπεθέρες νά συγκατοικήσουν· ἦταν σώφρων ἄνθρωπος. Κράτησε γιά τόν ἑαυτό του μερικές συνήθειες: νά κατεβαίνει πολύ συχνά στόν Πειραιᾶ, γιά δυό κυρίως λόγους. Γιά νά ἐπισκέπτεται τήν μητέρα του, καί νά πηγαίνει στά μάτς τῆς ὁμάδας του. Τό ποιά ἦταν ἡ ὁμάδα του, περιττό νά ἀναφερθεῖ ὡς αὐτονόητο. Μιά ἀκόμη συνήθεια πού κράτησε ἦταν νά πηγαίνει στά καφενεῖα γύρω ἀπό τόν Ἅγιο Νικόλαο. Ἄλλοτε  γιά νά παίξει καμιά παρτίδα μέ παλιούς του γνωστούς,  ἄλλοτε γιά νά συναντήσει τούς μουσικούς· πιό συχνά γιά νά βγάλει ἔξω τή μάνα του νά πάρει ἀέρα. Πήγαιναν στά παγκάκια τῆς πλατείας τοῦ ναοῦ, ὅπως τῆς ἄρεσε. Ἐκεῖ μποροῦσε νά καλησπερίσει διάφορες γειτόνισσές της κυρίως. Παρακολουθοῦσαν τήν ἀδιάκοπη κίνηση τοῦ λιμανιοῦ χωρίς νά χρειάζεται νά μιλᾶνε, κι αὐτή ἡ ἡσυχία εὐχαριστοῦσε καί τούς δυό τους, καθώς ἦσαν ἀμφότεροι λιγομίλητοι. Μέ τά χρόνια  ἄλλωστε καί τῆς μάνας του ἡ ἀκοή μειωνόταν. 

     Ἔδειξε ὥς τό τέλος ἐνδιαφέρον γιά τίς γυναῖκες τῆς ζωῆς του.Ὑπῆρξε ἀπόμακρος ἀλλά  στοργικός. Γιά τήν ἀκρίβεια κάπως ἀδιάφορα στοργικός. Τούς ἄφηνε χῶρο νά ὑπάρξουν μέ τίς παραξενιές, τίς γκρίνιες, τά μυστήρια τους… Ἡ βαρυκοΐα του στεκόταν μιά εὐλογημένη, φυσική  ὀχύρωση, πίσω ἀπό τήν ὁποία μποροῦσε νά μένει ἀλώβητος. Τήν ἔβγαζε καθαρή, ἐπιβίωνε, σωζόταν ὅπως εἶχε σωθεῖ ἀπό τόν βομβαρδισμό. Ἔβρισκε πάντα καλά ὑποκατάστατα: θά ἤθελε, ἴσως,παιδιά, ἀλλά δέν ἦρθαν στήν ὥρα τους καί μετά ἦταν ἀργά; Ἔστρεφε τό ἐνδιαφέρον του σέ μικρότερα ξαδέλφια καί ἀνίψια. Παρόμοια καί μέ ἄλλες κοινές ἐπιθυμίες ἤ ἀνάγκες. Ὕστερα ὑπῆρχαν καί οἱ μουσικοί. Δέν ἔπαιρνε τόν ἠλεκτρικό ν’ ἀνέβει ὁ ἴδιος στήν Ὁμόνοια, ὅπου στήν Σωκράτους ἦταν τό γνωστό  καφενεῖο τους. Ὅταν ξέμεναν ἀπό λαϊκούς στίχους, κατέβαιναν στά στέκια τοῦ Λιμανιοῦ, ὡς παραδόξως ἀνήκοντες, μαζί μέ τόν Κυριάκο Β. κι αὐτοί, στήν ἀρχαία Ἀκτή τῶν  Ἀλκίμων …Τούς ἔδινε γιά πενταροδεκάρες τά τραγούδια του καί συχνά τούς τά χάριζε.  Τό χρῆμα τόν ἔκαιγε; Ὄχι, βέβαια,ποσῶς.

  Ἔγραψα στό πακέτο τ’ὄνομά σου

νά τό θυμᾶμαι

κι ἐσύ τό πῆρες δικαίωμά σου

νάσαι ὅπου θάμαι

Δέν εἶμαι αὐτός πού νόμισες

Καί στή ζωή μου ὅρμησες

Ἐγώ δέν πάω πάσσο

Καλύτερα στόν ἄσσο

 

     Δέν τόν ἔνοιαζε για τ’ὄνομά του, ἄν τό γράψουν, ἄν δέν τό γράψουν σέ δισκάκια ἤ δίσκους, ἡ φήμη…Τίποτα ἀπ’ αὐτά δέν λογάριαζε. Ὅ,τι εἶχε ἀπομείνει ἀπό τίς λεγόμενες τρέλες τῆς νεότητας, ἴσα πού κράταγε τή φωτιά ἀναμμένη γιά τραγούδια, κι ἐκεῖ στά στιχάκια διατηροῦσε κάτι σάν ξεχασμένη χόβολη.

  Bλέμμα  ἀπό φῶς θαλασσινό

Πῶς νά τ’ ἀντέξω

Βούτηξα στόν ὠκεανό

Πάλι θά μπλέξω

     Ἴσως πάλι εἶχε βρεῖ τόν παλιό δρόμο πού ὁδηγοῦσε στήν ἀνοχή τῶν Στωϊκῶν. Μπορεῖ καί νά τόν εἶχε ἀνακαλύψει πολύ νωρίς. Ἔφηβος περνοῦσε ἀπογεύματα κι ἀπογεύματα σουλατσάροντας ἔξω ἀπό κεῖνο τό ὁλόκλειστο, βουβό σπίτι, ἁπλῶς κοιτάζοντάς το. 

    Δέν ἤξερε τ ί, π ο ι ό ν ἤ π ο ι ά ν περίμενε νά βγεῖ, ἀλλά περίμενε… Ἀκόμα καί τότε πού κουραζόταν ἀπό τήν ἄσκοπη ἀναμονή, δέν ἔχανε ὁλότελα τήν ὑπομονή του. Παντρεμένος μέ τήν ἀδελφή τοῦ Σ. Π. χρόνια μετά, στή νέα του γειτονιά ἀνακάλυψε πώς ἦταν κοντά του: ἕνας περίπατος, πές, τόν χώριζε ἀπό κεῖνο τό σπίτι. Τόσα εἶχαν κατεδαφιστεῖ, μ’ αὐτό ἐπέμενε ὄρθιο καί κλειστό στή  βουβαμάρα του. Ἄν ἦταν διαβασμένος, ἄν εἶχε τρόπο νά σκεφτεῖ πάνω στό τί ἐξακολουθοῦσε νά  τοῦ προκαλεῖ ἡ θέα τοῦ ἀρχοντόσπιτου, μπορεῖ νά σχημάτιζε τό ἐρώτημα:

     Πρός τί ὅλη ἡ φαντασμαγορία τοῦ κόσμου, ἄν ἡ ψυχή ποτέ δέν μπορεῖ ν’ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά φαντάσματά της; Κι ὅπως τό λιμάνι ἁπλωνόταν πάντα στή σκέψη του, θά μποροῦσε νά συνεχίσει:

     Πρός τί ὅλα τά φωτισμένα καράβια; Κάποτε στά 1907 εἶχαν περάσει ἀπό τοῦτα τά νερά τό Κουμπάνιετς, τό Χιβίνιετς, καμάρια τοῦ Ρώσικου Ναυτικοῦ. Στόλοι καί στόλοι, ἀπό ἄλλα πλοῖα καί μέ ἄλλους, κατέπλευσαν ἤ ἀπέπλευσαν … Σύμφωνα μέ ἐπίσημα  ἀρχεῖα καί φωτογραφίες:

     Νά ὁ Παῦλος Μελᾶς στήν Γέφυρα μέ μιάν ὄμορφη κοπέλλα! Εὔελπις ἀκόμη ἤ ἤδη ἀπόφοιτος τοῦ ἐν Πειραιεῖ Πολεμικοῦ Σχολείου στά 1891…

     Ὁ Γεώργιος ὁ Πρῶτος μέ τήν ἀτμάκατο Dagmar στά 1901 …

     Τό φωταγωγημένο ἐκεῖνο πού ἔφερε τήν Ὄλγα Κωνσταντίνοβα…

      Ἡ ἴδια τό 1902 ἐγκαινίασε τό νοσοκομεῖο πού, ἀπό ἐπιθυμία τῶν Ἀξιωματικῶν καί τῶν ναυτῶν τοῦ Ρώσικου Στόλου, καί, μέ πρωτοβουλία καί προσωπικά κεφάλαια της, κτίστηκε: Στόν περίβολο του κτίστηκε ἐπίσης ὁ ναός τῆς Ἁγίας Ὄλγας καί μέσα στό νοσοκομεῖο κατασκευάστηκαν διαμερίσματα γιά τόν ψάλτη καί τόν ἱερέα του. Στα ἐγκαίνια, 19 Φεβρουαρίου τοῦ 1902, δέν ὑπῆρχε ἱερέας πού νά μιλᾶ ρωσικά. Ὁ μόνος πού γνώριζε τήν γλώσσα ἦταν ἕνας Σέρβος ἱερέας, ὁ π. Μύρων, κι αὐτός τέλεσε τή δοξολογία.

     Νά κι ὁ Ριτσιότη, ὁ γιός τοῦ Ιωσήφ Γαριβάλδη, μέ τούς ἐρυθροχίτωνές του ἀποβιβάζεται στά 1912.

     Στά 1916 ἡ ἴδια ἡ λαοφίλητη Ὄλγα ἔμπαινε στόν ἀτμοκίνητο  σιδηρόδρομο ἀπό τό Θησεῖο, κατέβαινε στόν Πειραιᾶ, ἔπαιρνε τό λαντό πού τήν περίμενε, πήγαινε νά ἐπισκεφθεῖ τό Νοσοκομεῖο μέ μόνη της συνοδεία τούς δύο ὑπασπιστές της.

     Στό διάστημα 1902 -1923 νοσηλεύτηκαν 5.399 ἀσθενεῖς.

     Στό διάστημα 1904 -1925 ἔτυχαν ἰατρικῆς βοήθειας στό Ρωσικό Νοσοκομεῖο τοῦ Πειραιᾶ, 924.091 ἀσθενεῖς, ὄχι μόνον Ρῶσοι ἀξιωματικοί ἤ ναῦτες, ἀλλά καί Ἕλληνες…

    Στόλοι κι ἄλλοι στόλοι μετά. Μορφές καί μουτσοῦνες ...

  Πρός τί ὅλα τά φωτισμένα καράβια πού γλιστροῦν μπροστά ἀπ’ τά μάτια μας διαρκῶς καί ἡ μαγεία τους μᾶς βουβαίνει; Προς τί;

     Ἄν μποροῦσε νά τά ἀναλογιστεῖ  ὅλα τοῦτα καί παρόμοια ἀναρίθμητα σάν τά Φαληριόεντα κύματα, μιά μεγάλη θαμπάδα, θ’ ἁπλωνόταν καί θά σκέπαζε τήν ψυχή τοῦ Κυριάκου Β. Καί τότε, θά εὕρισκε τόν ἑαυτό του ἀνάμεσα σ’ ἕνα πλῆθος βουβαμένο ἀπό τόν Ὀρυμαγδό τῆς Ἱστορίας, χαμένο σε πυκνή θαμπάδα, ὁλόγυρα και μέσα του, σάμπως σέ νέφη ἀπό κρυσταλλικό πυρίτιο ἤ ἀσβόλη. Μιά τόσο πυκνή Θαμπάδα…

    Δέν ὑπῆρχε καμιά θέση στή ζωή του γιά τήν Ἐκκλησία; Ἤ ἀνάστροφα: Δέν ἦταν Φάρος ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἰσχυρός Φάρος μέ Ἀκτίνες  ὥ ς αὐτόν; Μέ ἀκτίνες κ α ί γι’ αὐτόν;  …

     Θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς πώς εἶχε κάποιον οὐδέτερο σεβασμό… Ἀλλά ἡ μέν χριστιανική ἰδεολογία δέν τοῦ κάλυπτε κάποιο κενό, τήν δέ καρδιά του δέν δονοῦσε κάποια δίψα ἤ λαχτάρα γιά τόν Λόγο τοῦ Εὐαγγελίου. Θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ, χωρίς πρόθεση νά τόν θίξει, πώς ἦταν ἕνας συνηθισμένος καλός ἄνθρωπος. Ὅπως συμβαίνει σέ μιά πολύ σημαντική μερίδα  ψυχῶν, ἀπ’ τον μυαλό του δέν περνοῦσε ἡ σκέψη, καθόλου μάλιστα, πώς  ἄλλο ἡ ζωνανή πίστη καί ἄλλο ἡ προσήλωση σέ κάποιο  ἀφηρημένο Καλό. Ἄλλο ἡ ἀγάπη καί ἄλλο ἡ ἐπιδίωξη ἀρετῶν ὅπως ἡ μακροθυμία, ἤ ἡ καρτερία καί  ἡ ἐπίδειξη ἀνοχῆς. Ἡ τελευταία, ἴσως νά ὑποκρύπτει ἕνα κόλπο γιά ν’ ἀνακοινώνει κάποιος εὐγενῶς πλήν ἀποφασιστικά: «ἄστε με ἥσυχο». Ὁ ἐργοδηγός πού ἀφανῶς ἔγραφε τραγούδια ἐπιθυμοῦσε νά τόν ἀφήνουν ἥσυχο.

     Κι ἀφοῦ δέ γίνεται ἀλλιῶς, ἀλλά ὑπάρχει ἕνα τέλος στο καθετί, στό δικό του τέλος ὁ  Κυριάκος Β. ἔμελε νά ἔχει  κοινή τύχη μέ τόν Σ. Π., τόν ἀδελφό τῆς συζύγου του, κι ἄς μήν ξενητεύτηκε ποτέ. Πέθανε μόνος. Ἡ γυναίκα του, ἄρρωστη, θεόκουφη κι αὐτή πιά, δέν μπόρεσε οὔτε τό σκήνωμά του νά πλησιάσει. Ποιός τό συνόδεψε, ἄγνωστο. Ὡστόσο στό μνῆμα του κάποιος χάραξε τούς δικούς του στίχους:

Πόσα ὄνειρα φευγάτα

Πόσες πεθυμιές νεκρές

Πῶς πνιγήκανε τά νιάτα

Μές σέ θάλασσες πικρές

Μοιρολόι τό τραγούδι

Ὄνειρο ἄπιαστο ἡ χαρά

Κι ὅμως εἶχα ἕνα λουλούδι

Μές στά χέρια μιά φορά

………….

     Περιδιαβαίνοντας τήν ἀκτή Ξαβερίου, τήν ἀρχαία Ἀλκίμων, ἀναρωτιέται εὔλογα ὁ περιπατητής πόσα φαντάσματα μπορεῖ νά κουβαλάει μιά ψυχή…Εἴτε εἶναι, εἴτε δέν εἶναι ἀπό ἀρχοντική γενιά, μπορεῖ νά σέρνει μαζί της ἀκόμα καί τόν Ἄνθρωπο ἀπό τήν Μαντζουρία. Καθόλου ἀπίθανο, καθόλου μόνον ἀποκύημα φαντασίας: καθένας κ α ί  σκέπει κ α ί  τρέφει ἕναν τέτοιο Ἄρχοντα τοῦ Χρόνου, Κύριο τοῦ μυθικοῦ Ρολογιοῦ πάνω στή σκεπή τοῦ σπιτιοῦ τῆς ψυχῆς του: ἄλλοτε βομβαρδισμένου, ἄλλοτε κατεδαφισμένου, ἄλλοτε κατάκλειστου, ἄλλοτε σταματημένου σέ μιάν ὥρα γιά πάντα. 

      Κανείς δέν  θυμᾶται οὔτε τόν Σ.Π., οὔτε τόν Πειραιώτη γαμπρό του Κυριάκο Β. Εἶναι σάν νά μήν ὑπῆρξαν καθόλου. Ὅπως, πρίν ἀπ’ αὐτούς καί κατόπιν, γενιές καί γενιές ἄλλων, ἀναλύθηκαν στό ἀόρατο. Ἀπό τούς πολιτικούς χάρτες ἔσβησαν ὄχι μόνον κουκκίδες χωριῶν, ἀλλά ὁλόκληρες φυλές, ὁλόκληρες αὐτοκρατορίες.Ὅπως γενιές καί γενιές ἄλλων,πρίν ἀπ’ αὐτούς καί κατόπιν, κουκκίδες χωριῶν, τόσες δά τελίτσες κι αὐτοί. Οὔτε μέ τόν  πιό ἰσχυρό μεγεθυντικό φακό δέν διακρίνονται.

     Ἀλλά τότε πού ἦσαν ὁρατοί καί τρόπον τινά «συμπαγεῖς», ἡ ὕπαρξή τους γιά κάποιους εἶχε Βάρος και Ὄγκο· οἱ ἴδιοι πάλι ὅλο στρέφονταν πρός κάποιους σάν νά τους ἔνιωθαν ἄξονές τους, σάν νά ἦσαν  οἱ πραγματικοί  Ἄξονές τους. Ὡστόσο γνώριζαν πώς κ ά τ ι  ἔλειπε … Ὥσπου νά ἀναλυθοῦν στο ἀόρατο, μέ οὕτως εἰπεῖν ἐξαχνωμένα ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς τους, παρέβλεπαν αὐτό πού ἔλειπε - κι ἄς ἦταν κοπιώδης καί στό  βάθος–βάθος ἀβάσταχτη ἡ παράλειψη.

    Τί ἔλειπε, λοιπόν, ἀπ’ ὅλη ἐκείνη τή μάταιη παράτα φασμάτων, τήν ἄσκοπη φαντασμαγορία; Μπορεῖ κι οἱ δύο τους, γαμπρός καί κουνιάδος, γι’ αὐτό νά εἶχαν ὥς τις ρίζες τῆς καρδιᾶς τους συγκινηθεῖ μέ κεῖνο τό ποίημα:

Κι ἦρθε ἕνας ἀγέρας κι ἦρθ' ἕνας βοριᾶς
                  κι ἦρθ' ἕνα σκοτάδι,
- ὦ ἀδερφή, χαμένον κάποιο θησαυρό
                  πού θρηνοῦμε ὁμάδι,
μές στό κύμα ἀνοίγει δρόμο μυστικό
                 δείχνει τό φεγγάρι...
Κάτι μόχουν πάρει μέσ’ ἀπ' τήν ψυχή,
                 κάτι μόχουν πάρει!..

 

     Τ ί  τ ο ύ ς ἔλειπε;  Κανείς δέν  θυμᾶται, οὔτε τή ζωή οὔτε τό πρόσωπό τους, κι ἔτσι κανείς δέν εἶναι σέ θέση νά βγάλει ἕνα συμπέρασμα.

     Κάθε φορά ὅμως πού τό καράβι βγαίνει ἀπό τόν ἀρχαῖο Κάνθαρο, ἤ Λιμένα τῶν Ἁλῶν ἤ Κωφό Λιμένα (ὅπως ὀνομάστηκε στό πέρας  τῆς καταστροφῆς - μετά τόν  Πελοποννησιακό Πόλεμο) ἤ Athenarum Portus (γιά τούς Ρωμαίους) ἤ  Λιμένα Λέοντος ἤ Πόρτο Δρακόνε (ἐπί Καταλανῶν) ἤ Ἀσλάν Λιμάνι στά νεότερα χρόνια, καθώς, λοιπόν, τό καράβι γλιστράει  ἀπό τό «π έ ρ α ν»  τοῦ ὁμώνυμου λιμένα πρός τήν ἀντιπέραν θάλασσα, στ’ ἀριστερά φαίνεται ἡ ὑπερυψωμένη πλατεία …

    Ἄν ὅσοι κάθονται τό σούρουπο στά παγκάκια, ἀποξεχασμένοι μέ τήν ἀδιάκοπη κίνηση τοῦ λιμανιοῦ, στό βάθος τῆς καρδιᾶς τους θά  λαχταροῦσαν νά ταξιδεύουνκαί ὅσοι βρίσκονται στό κατάστρωμα  πλοίου πού βγαίνει ἀργά - ἀργά ἀπτό λιμάνι, μπορεῖ, παρόμοια, γιά λίγες στιγμές νά διακρίνουν μιάν ἀνεξήγητη ἐπιθυμία νἀναδύεται ἀπτούς θαμπούς βυθούς τῆς δικῆς τους ψυχῆς: νά βρίσκονταν ἀπέναντι στήν ξηρά, στά παγκάκια  τῆς πλατείας τοῦ Ἁγίου Νικολάου μαζί μέ γέροντες καί ἄλλες μοναχικές σκιές.

     Ναί, ἀσφαλῶς! Μιά ψυχή μπορεῖ νά κουβαλάει πλήθη φαντασμάτων. Ἀλλά  καί ἀνάστροφα: πλήθη φαντασμάτων μποροῦν νά ναυλοχοῦν  μιάν εὐήλατη ψυχή… Ἀόρατοι ἀλλά ἀποφασιστικοί κωπηλάτες της στό ἴδιο πανάρχαιο  ἀγκυροβόλιο:

     Αὐτή παλλόμενη ἀπό μυριάδες ἀπόηχους. Αὐτό… λιμένας κωφῶν.

 

     Π ῶ ς, λοιπόν, π ῶ ς τά μέν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενοιτοῖς δέ ἔμπροσθεν ἐ π ε κ τε ι ν ό μ ε ν ο ι ; 

     Πῶς… δ ί χ ω ς μιά πυκνή θαμπάδα στόν νοῦ καί στήν καρδιά.



     * Εὐχαριστώ τήν Κυριακή Μπαρδάνη  πού μοῦ ἐπέτρεψε νά δημοσιεύσω κάποιους στίχους τοῦ Κ.Β. οἱ  ὁποῖοι, ἀπό παράξενους δρόμους, εἶχαν φτάσει στά δικά της χέρια.

 ** Κώστας Χατζόπουλος :  ἀπό τήν ποιητική συλλογή  Ἐλεγεία καί Εἰδύλλια,  1898.

          Καλοκαίρι 2016

          Χείμαρρος Σύρου

 * Πρώτη Δημοσίευση, περιοδικό  Φρέαρ, τεῦχος 19, Ἰούλιος 2017

Ευχαριστώ την διηγηματογράφο και μεταφράστρια κυρία Νατάσα Κεσμέτη η οποία μου επέτρεψε να μεταφέρω στην ιστοσελίδα Λογοτεχνικά Πάρεργα το καλογραμμένο και ενδιαφέρον διήγημά της το οποίο έχει σχέση με την πόλη μας. Και είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό και την ιστοσελίδα "φρεαρ". Η συγγραφέας δεν είναι Πειραιώτισσα ούτε κατοικεί στην πόλη μας. Κάτι που μας δείχνει για άλλη μία φορά, στο πως "αισθηματοποιήθηκε" η πόλη του Πειραιά, στα έργα, τις δημιουργίες, τις ψυχές λογίων και συγγραφέων οι οποίοι ήρθαν με άμεσο ή έμμεσο τρόπο σε επαφή με το πρώτο λιμάνι, τις τοποθεσίες του, την ατμόσφαιρά του, τους ανθρώπους του. Ο Πειραιάς αποτυπώνεται στις συνειδήσεις τους μοναδικά και ανεπανάληπτα. Ο εμπλουτισμός και η τεκμηρίωση με ιστορικές πληροφορίες και άλλα χρήσιμα στοιχεία του καλοσχεδιασμένου διηγήματος της διηγηματογράφου, μας φανερώνει ότι το βλέμμα του "περιηγητή" δεν παρατηρεί μόνο αλλά εμβαθύνει στα ιστορικά και άλλα ενδότερα της πόλης και των πειραιωτών. Αυτό αποδεικνύει για μία ακόμα φορά ότι ο Περαίας, δεν πέρασε και ούτε περνά απαρατήρητος, εξακολουθεί να ελκύει και να εμπνέει.

Πειραιάς 10 Απριλίου 2022, καθώς το ερωτικό άρωμα της Μαρίας της Αιγυπτίας ευωδιάζει ακόμα  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου