Παρασκευή 22 Απριλίου 2022

Νάσος Βαγενάς, Δώδεκα αυτονόητες αλλά λησμονημένες θέσεις για τη φιλολογία και την κριτική

ΔΩΔΕΚΑ ΑΥΤΟΝΟΗΤΕΣ ΑΛΛΑ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ

                      στους εν γένει αλεξανδρινούς

-Λογοτεχνική κριτική είναι η πράξη του κρίνειν τα λογοτεχνικά κείμενα.

-Κρίνειν σημαίνει αξιολογείν: διαπίστωση αν ένα κείμενο έχει λογοτεχνική αξία και πόση, και αιτιολόγηση αυτής της διαπίστωσης.

-Λογοτεχνική αξία είναι εκείνο που δίνει λογοτεχνική υπόσταση σ’ ένα κείμενο: η λογοτεχνικότητα.

-Η λογοτεχνικότητα μετριέται με τον βαθμό και την ένταση της συγχώνευσης του σημαίνοντος με το σημαινόμενο, σε συνδυασμό με το βάθος και το πλάτος των σημαινομένων.

-Όλα τα άλλα είναι φιλολογία.

-Η φιλολογία είναι απαραίτητη για την κριτική.

-Η περισσότερη φιλολογία σήμερα δεν γνωρίζει ότι είναι φιλολογία.

-Η περισσότερη κριτική σήμερα δεν γνωρίζει ότι δεν είναι κριτική.

-Η φιλολογία είναι επιστήμη. Η κριτική δεν είναι.

-Η κριτική είναι απαραίτητη για τη φιλολογία.

-Η φιλολογία που δεν περιέχει κριτική δεν είναι φιλολογία.

-Η κριτική που δεν περιέχει φιλολογία δεν είναι κριτική.

ΝΑΣΟΣ  ΒΑΓΕΝΑΣ, περιοδικό Χάρτης δίμηνο περιοδικό. Χρόνος τέταρτος. Αθήνα, τεύχος 19/ Φεβρουάριος 1986, σελ. 61

       ΜΙΑ  ΠΟΙΗΤΡΙΑ  ΣΤΟ  ΣΥΝΤΑΓΜΑ

Δεν είμαι πιά δόντια ή λέξεις, αλληγορίες του θανάτου,

σπασμένα αγγεία, τρύπιες μεμβράνες τώρα

κι άδειες σάλπιγγες πεταμένες στο δρόμο,

με τα υγρά γύρω χυμένα να μυρίζουν θεό,

θειάφι ώρες-ώρες να σκεπάζει τα μάτια μου,

τα πόδια μου βγάζουν ρίζες, δε με πιστεύεις,

δεν είμαι πιά δόντια ή λέξεις,

κάτι που γρυλίζει στο σκοτάδι,

τόσα χρόνια δεν το ‘χω συνηθίσει ακόμα,

παλιά τριμμένη γλώσσα στο στόμα ενός άλλου,

πού πίστευα μέχρι το τέλος για δικό μου,

η μύτη μου κάθε χρόνο αλλάζει κι οι ρόζοι στα χέρια,

κολασμένα μυστικά που με βασανίζουν ακόμα,

παλιές σκουριασμένες βλεφαρίδες,

παλιά καρφίτσωνα τους εραστές, τώρα ίσκιους

και πιό μέσα λιμνούλες υπνωτικών,

πού καθρέφτισαν όνειρα επιληπτικών,

κάποια έντονα χρώματα, αυτό το κόκκινο θα με φάει,

λόγια που πήρα στα σοβαρά και μ’ αφάνισαν,

μισώ πιά τις μεταφορές, λίγα επίθετα μου κρατούν συντροφιά,

πράσινες φλέβες που γυαλίζουν στο φώς,

η υπεροψία της ζωής κι ο δόλος των νεκρών,

και κάποια άλλα θέματα, σε πολλούς άρεσαν,

το λιμάνι κι η πόλη μ’ έπνιγαν πάντα,

μεθύσια ως το πρωί, κάποτε πήγα στην Αμερική,

Σικάγο πρώτα, ύστερα Νέα Υόρκη, δουλειές του ποδαριού,

κάποιες μεταφράσεις, εφιάλτες μ’ άγρια αιωνόβια δέντρα,

πού κρέμαγαν ληστές, στο τέλος έβαζα φωτιά

στο βάθος του μυαλού μου, σκισμένες σημαίες του εμφύλιου,

χιλιάδες χέρια να μ’ αγγίξουν, να ξυπνάω,

το πλοίο να με φέρνει πάλι πίσω στην πατρίδα,

τα τελευταία γενέθλια, σάπιο χώμα

κι όμως βγάζω ρίζες, δεν έχω πιά δόντια ή λέξεις,

ποιήματα που μου πήραν μέσ’ απ’ τα χέρια μου,

κάτι λαϊκά τραγούδια είναι δικά μου και δυό παιδιά,

αυτή η βραχνάδα στη φωνή,

με παίρνουν γι’ άντρα στο τηλέφωνο,

είναι λίγες νύχτες ακόμα, πού αλλάζοντας πλευρό,

νιώθω το σώμα μου υποτακτικό,

να μπαίνει ξανά στο θαύμα ακμαίο,

μ’ όλους τους πόρους ανοιχτούς και πρόθυμους για όλα,

γλιστρώντας ως την άκρη των κινδύνων,

εκεί που καθαρό χρυσάφι αναβλύζει από παντού,

δε φοβάμαι να κολυμπήσω ως το βράχο,

εκεί που ακούγονται οι φωνές,

το πρωί τα θυμάμαι όλα,

αγύριστο κεφάλι ήμουνα μιά ζωή,

ο καφές, το τσιγάρο, το δωμάτιο να γεμίζει φώς,

δεν αντέχω τόσο φώς, μου πονάνε τα μάτια,

εδώ στην πλατεία ξεχνιέμαι λίγο,

έχω ξεχάσει πολλά ποιήματα,

δεν έμεινε τίποτα πιά, το στόμα μου αδειάζει,

δεν έχω δόντια ή λέξεις, ως την άκρη των κινδύνων

μ’ έχει φέρει η γλώσσα κι ακόμα παίζω μαζί της,

λεξικά της φθοράς, λέω ότι θα μείνω μιά μέρα εκεί,

στον τόπο, γυρνώντας το κλειδί στην πόρτα,

μεσημέρια που βρέχει, το ’39, όλο θυμάμαι,

το χειμώνα πρίν τον πόλεμο, κάποτε σηκώθηκα δίχως φωνή,

τότε ήταν, το ’39,

νόμιζα ότι μιλούσα, χειρονομίες, μιά ένεση,

το ξανάπαθα λίγα χρόνια μετά, φοβάμαι,

κανένας δεν μου λέει την αλήθεια,

πάντα έγραφα τη νύχτα, δε θυμάμαι πιά

την πρώτη φορά, αυτός ο πόνος, οι ρευματισμοί,

οι νέοι δεν έχουν ρυθμό, όχι όλοι,

δεν έχω φωτογραφίες, το κεφάλι μου,

τόση ώρα, τόσες φορές, το απότομο σκοτείνιασμα,

να με συγχωρείς, αργά τ’ απόγευμα να σκοτεινιάζει

σε λαϊκά νοσοκομεία, εκεί έγραψα πολύ,

έχω φυλάξει ένα μαξιλάρι από ‘κει,

δεν ξαναβγάζω βιβλίο, τα σωθικά μου βγαίνουν ένα-ένα,

κουράστηκα, μην ακούς κανέναν,

θα σε ξαναδώ, κρυώνω Αύγουστο μήνα,

δεν είναι οι ρευματισμοί, λές να βρέξει,

από πού έρχεται τόσο θειάφι,

δε με βαρέθηκες ακόμα,

όλα έρχονται καταπάνω μας, τα ίδια πάλι,

μιά εφημερίδα να κρύψω το πρόσωπό μου,

μιά εφημερίδα να κρύψω το πρόσωπό μου,

όλα σταμάτησαν ξαφνικά, δυό φορές την ίδια μέρα,

τα χάπια μου, λίγο καθαρό νερό,

πες του να φέρει λίγο καθαρό νερό,

έτσι μπράβο, όλα αρχίζουν να κινούνται πάλι,

θα πάω για ύπνο, από τώρα, κουράζομαι πολύ τελευταία,

καλό βράδυ.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ, περιοδικό Χάρτης δίμηνο περιοδικό. Χρόνος τέταρτος. Αθήνα, τεύχος 19/ Φεβρουάριος 1986, σελ. 45-46.

     «Εξαγοραζόμενοι τον καιρό» της Ποίησης

     Αντιγράφω σε αυτό το σημείωμα πρώτα το παιχνίδι των «Δώδεκα αυτονόητων αλλά λησμονημένων θέσεων για τη φιλολογία και την κριτική» του ποιητή και θεωρητικού της λογοτεχνίας Νάσου Βαγενά από το περιοδικό «Χάρτης». Διαβάζοντας τις 12 αυτές ρήσεις- θέσεις ενός πρωτίστως ποιητή και μεταφραστή της ποίησης, καθηγητή, προσπάθησα να κατανοήσω τι θέλει να μας πει με τις 12 εν ήδη «αποφθέγματος» θέσεις του. Τι είναι αυτό που εκείνος γνωρίζει και αγνοούμε όλοι εμείς οι ασχολούμενοι είτε με την φιλολογία είτε με την κριτική. Και αν αποδεχτούμε τα λεγόμενά του, πως μπορούμε να συνδυάσουμε την φιλολογία με την κριτική. Και αν συνδυαστούν, η κριτική αποκτά πλέον τα εχέγγυα της επιστήμης;  Ή η φιλολογία απεκδύεται μέρος της εγκυρότητάς της. Μήπως είναι «ταυτολογία» οι δύο τελευταίες θέσεις του «Η φιλολογία που δεν περιέχει κριτική δεν είναι φιλολογία» και «Η κριτική που δεν περιέχει φιλολογία δεν είναι κριτική». Ή μήπως είναι ένα Μπορχεσιανό του παιχνίδι των λέξεων; Μία φωνή που επαναλαμβάνει αντίστροφα ο μικρός παπαγάλος που βρίσκεται ελεύθερος πάνω στο τραπέζι του συγγραφέα και τον παρακολουθεί να αγωνίζεται να λύση προβλήματα έκφρασης και μυστικών τεχνικών της γλώσσας και της γραφής, ενώ εκείνος, σκαρφαλώνει υπερηφάνως στον ώμο του κουτσουλώντας την μισοτελειωμένη σελίδα του γραπτού του. Κάτι που καταστρέφει την «λογοτεχνικότητα» του κειμένου και αποδιοργανώνει τις σκέψεις του δημιουργού. Που βρίσκεται η αλήθεια, στην αυθεντικότητα της φωνής ή την καθαρότητα του αντίλαλου της. (Ποιητής- Κριτικός). Ας αφήσουμε το ερώτημα ανοικτό σαν τα αφανέρωτα μυστικά του άλλου κόσμου που δεν μας εξιστόρησε ο Λάζαρος κατά την επάνοδό του, εκ νέου, στο φως της ημέρας. Γιατί γαρ τεταρταία εστί πλέον η γραφή του ανθρώπου.

     Μεγάλη Παρασκευή σήμερα, δηλαδή βιώνουμε μία κατάσταση φθοράς και αφθαρσίας, ματαιότητας και αιωνιότητας. Έναν μετεωρισμό μεταξύ σκότους και φωτός. Μία αμάχη Λόγου και Ζωής. Θανάτου και Ποίησης. Με κέρδος την απαντοχή που μας προσφέρει η παρηγορητική εκκλησιαστική γλώσσα του ποιητικού λόγου. Δηλαδή η ανθρώπινη οντολογία της κοινωνίας των σχέσεων που παραμένει ακόμα μυστήριο ανεκπλήρωτο. Θέλησα την μεταιχμιακή αυτή μέρα, να ενώσω τις φωνές δύο ποιητών της Γενιάς του 1970. Δύο κριτικές και ποιητικές φωνές με αντίληψη μάλλον διαφορετική. Πειραματίστηκα. Έχοντας κατά νου τις 12 θέσεις του ενός ποιητή διαβάζω την ποίηση του άλλου, ευχόμενος, να μην αλλοιώνω  είτε τα κριτικά είτε τα ποιητικά νοήματά τους.

      Έχοντας παρακολουθήσει περισσότερο την κριτική διαδρομή του διπλωμάτη ποιητή Γιώργου Βέη, δηλαδή γνωρίζω και έχω διαβάσει τα κριτικά του σημειώματα τα οποία βρίσκονται διάσπαρτα στα διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της τελευταίας πεντηκονταετίας, και αγνοώντας το σύνολο των ποιητικών του συλλογών που έχουν κυκλοφορήσει, θεωρώ παρακινδυνευμένο να διατυπώσω σφαιρική γνώμη και κρίση για το έργο του. Τι θέλω να πω, διαβάζοντας το καλογραμμένο και ευρηματικό μακροσκελές ποίημά του «Μια ποιήτρια στο σύνταγμα» το οποίο δημοσιεύθηκε στο αρεστό σε όλους μας περιοδικό που εξέδιδε ο ποιητής, εκδότης και σχεδιαστής εξώφυλλων Δημήτρης Καλοκύρης, «ΧΑΡΤΗΣ» πριν 36 χρόνια, δεν μπορώ να εντοπίσω το χρονολογικό στίγμα του ποιήματος. Δηλαδή, αν το ποίημα προέρχεται ή συμπεριλαμβάνεται σε συλλογή του ποιητή ή είναι ανέκδοτο. Αν περιελήφθη σε μεταγενέστερη χρονικά συλλογή του. Αν συγγενεύει με άλλες ποιητικές του μονάδες που μας συγκινούν εξίσου. Όμως διαπίστωσα διαβάζοντάς το, ή αν θέλετε διαισθάνθηκα αμέσως, ότι άριστα μπορεί να παρασταθεί ο θεατρόμορφος αυτός μονόλογος πάνω στη σκηνή (μαζί με άλλους θεατρικούς ποιητικούς μονολόγους). Και ακόμα, ότι έχει αρκετές-εσωτερικές συγγένειες με την γνωστή ποιητική σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου, «Η Σονάτα του Σεληνόφωτος». Τα εσωτερικά στοιχεία της αφήγησης του ποιήματος του Γιώργου Βέη εύκολα μπορούν να συσχετιστούν με αυτά της σύνθεσης του Γιάννη Ρίτσου. Ανακαλύπτουμε ένα κοινό κλίμα διαπραγμάτευσης των προβλημάτων της ζωής, μια σπουδή πάνω στο φαινόμενο της γυναικείας εξομολόγησης, μία κοινής ατμόσφαιρας εικονοποιία, αναπόλησης, περασμένης σωματικής δόξας, διάθεσης αυτοαναφοράς θετικών στιγμών ζωής. Ανθρώπινης κατάστασης που, παρακολουθείται, στην ροή του χρόνου. Υπαρξιακής αγωνίας, φθοράς του σώματος και των συναισθημάτων. Ένας ατομικός χρόνος που έπαψε να ρέει πια. Τρυφερότητα βλέμματος, εκ νέου επιθυμία για άγγιγμα, επαφή. Επικοινωνία με την θερμότητα της ζωής των αισθημάτων που πηγάζουν ακόμα, τώρα που το περιβάλλον σταμάτησε να κοχλάζει ελπίδα. Αναψηλάφηση του χώρου, αυτοβιογράφηση της ζωής μέσω της ακτινογραφίας των λέξεων.  Εγκατάλειψη του «εγώ» μέσα στην τοπιογραφία της ποίησης. Ενασχόληση με την ποίηση και τριβή με το καθημερινό, αναζήτηση του αιώνιου. Η τυπολογία του χαρακτήρα της γυναίκας, η ηλικία, το ενδιαφέρον της για την ποίηση, οι τονισμοί και επιτονισμοί της εξομολογητικός της φωνής, τα περασμένα στιγμιότυπα της ζωής της, ο υγρός λόγος της, οι ποιητικές της ανάσες και απογοητεύσεις, οι διαψεύσεις, ακόμα και η «βραχνάδα της φωνής της» που της αλλοιώνει το φύλο, δηλώνουν τις ποιητικές γέφυρες. Οι προσωπικοί της εφιάλτες, οι πολυποίκιλες χειρονομίες που άφησε στον χρόνο, η πένθιμη θεατρουργία της μνημονικής της αναπόλησης, με δύο λόγια, οι του βίου της κραδασμοί και σκοτεινοί φωτισμοί, ανακαλούν το έργο του Ρίτσου και ίσως αμυδρά, τα μονόπρακτα των γυναικείων τραγικών φωνών του Ζαν Κοκτώ. Αυτό το φωνητικό προσκύνημα της αφήγηση προς τον άγνωστό τους αναγνώστη. Ο Ξένος, είτε είναι ο νεαρός της εργατικής τάξης, ο ρωμαλέος Άλλος (που περπατά κυνικά και αδιάφορα δίπλα μας), είτε ο έρωτας Άγγελος από το πουθενά στην ταινία «Θεώρημα» του ποιητή και σκηνοθέτη Πιέρ Πάολο Παζολίνι, που φεύγει και πάλι απρόσμενα και ξαφνικά όπως μας επισκέφτηκε, κοινωνεί μαζί μας μόνο μέσω της Ποίησης, της Τέχνης. Το αποτέλεσμα της ανολοκλήρωτης Δημιουργίας. Εμείς οι αναγνώστες, οι θεατές, τα πολιτικά δρώντα υποκείμενα της επερχόμενης επανάστασης μέσα στην Ιστορία, οι εσαεί λαβωμένοι από τις σαΐτες του έρωτα και της μοναξιάς άτομα, διάσπαρτοι μέσα στην ουράνια και επίγεια κοινωνία του χρόνου, οι παίζοντες άτακτα με τα παιχνίδια της γλώσσας, τις λέξεις, μπορούμε μάλλον να συμφωνήσουμε με τον λόγο του ποιητή Γιώργου Βέη, «…Ως την άκρη των κινδύνων μ’ έχει φέρει η γλώσσα κι ακόμα παίζω μαζί της,….». Που σημαίνει ότι η Ποίηση, η Τέχνη στον σχεδιασμό και οραματισμό της, είναι μία μυητική επικίνδυνη εμβάπτιση στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ», για όλους μας, τους άγευστους των δώρων της….

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

Περιοδικό ΧΑΡΤΗΣ-ΔΙΜΗΝΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ. ΧΡΟΝΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ. ΤΕΥΧΟΣ 19. ΑΘΗΝΑ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1986. Διεύθυνση Ειρήνης 8, Νέα Πεντέλη.

 Έκδοση, Διεύθυνση: Δημήτρης Καλοκύρης, Ελένη Καλοκύρη.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Γιώργος Χουλιάρας, Θανάσης Χαρμάνης.

ΣΥΝΤΑΞΗ: Τάσος Δενέγρης, Νάσος Θεοφίλου, Αχιλλέας Κυριακίδης, Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Έλλη Σκοπετέα.

Γραμματεία: Έρα Σαββαϊδου. Τυπογραφική επιμέλεια κειμένων: Μαρία Κυρτζάκη. Στοιχειοθεσία: Φωτόγραμμα ΕΠΕ, Σόλωνος 130. Φωτογράφηση-Μοντάζ: Αφοί Πίνα, Βαλτετσίου 45. Εκτύπωση: Άγγελος Ελεύθερος, Νιρβάνα 80 Τρείς Γέφυρες. Βιβλιοδεσία: Α. Ευταξιάδης- Γ. Ιωσηφίδης, Θεσσαλονίκης 130, Καλλιθέα. Τιμή τεύχους 250 δρχ. Συνδρομή για ένα χρόνο (έξι τεύχη) 1500 δρχ. διαστάσεις 13Χ21

ΣΤΙΓΜΑΤΑ

Συνταγές: Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Γιώργος Χρονάς, Ηλίας Πετρόπουλος, Βασίλης Λαμπρόπουλος, Γιώργος Χουλιάρας, Αχιλλέας Κυριακίδης, Αναστάσης Βιστωνίτης (4-25)

ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Βασίλης Κ. Καλαμαράς, Νάνος Βαλαωρίτης. Σημ. του «Χάρτη» (26-27)

ΚΕΙΜΕΝΑ

Νίκος Καχτίτσης: Τρία Γράμματα στον Γιώργη Παυλόπουλο (28-42) σημειώσεις του Γιώργη Παυλόπουλου (41-42)

Ηλίας Πετρόπουλος: Κάθε περιπέτεια έχει τα μυστικά της (43-44)

Γιώργος Βέης: Μια ποιήτρια στο Σύνταγμα(45-46)

Νίνα Αγγελίδη, Κάρλος Σπινέδι: Συζήτηση με τον Ερνέστο Σάμπατο. Μετάφραση Τάσος Δενέγρης (48-53) *Αυτή η συζήτηση με τον Ερνέστο Σάμπατο έγινε ειδικά για τον Χάρτη.

Φίλιπ Λάρκιν: Ποιήματα. Annus Mirabilis (55) από τα «Ψηλά Παράθυρα». III, XVIII, XXVI, ΑΥΓΗ (56) από το «Βορινό Πλοίο». Μετάφραση Χάρης Βλαβιανός.

Τάσος Χατζητάτσης: Οι Μπίνοι (57-58), Πότνα Ρέα (59-60)

Νάσος Βαγενάς: Δώδεκα αυτονόητες αλλά λησμονημένες θέσεις για τη φιλολογία και την κριτική (61)

Ματσούο Μπασό: Επίσκεψη στο Ιερό Κασίμα (63-68)-Μετάφραση Γιώργος Κεχαγιόγλου- Αριστέα Παρίση.

Ηλίας Κουτσούκος: Πιθανό χρονολογικό ντοκουμέντο (69)

Κάρλος Φουέντες: Άουρα* (70-101). Μετάφραση Χουάν Ρομπίσκο- Μελίνα Παναγιωτίδου.

*Άουρα: Αύρα: η ενέργεια που εκπέμπει ο άνθρωπος υπό μορφή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Ιδιότυπη αίσθηση που προηγείται του παροξυσμού επιληπτικών ή υστερικών.

ΚΛΙΜΑΚΕΣ

Αθηνά Γεωργαντά: Συμπληρωματικά για τον Ροΐδη (103-104)

Δημήτρης Δημητριάδης: Το Δράμα του Σύμπαντος. Μια γραπτή ομιλία για το Θέατρο* (105-115). Στον Γιάννη Κ.

*Το κείμενο αυτό διαβάστηκε σε μία άλλη, πιό σύντομη και λιγότερο ολοκληρωμένη μορφή, στο Διεθνές Συμπόσιο Αρχαίου Δράματος (Δελφοί, 15.6.1985)

ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

Γράφουν: Ελένη Καλοκύρη, Αχιλλέας Κυριακίδης, Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος

Οι συνεργάτες του τεύχους (123).- Αλφαβητικό ευρετήριο συνεργατών (τεύχη 13-18) σελ. 124-127.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, 22 Απριλίου 2022

Πόσο διαφορετική θα ήταν η ατμόσφαιρα της σημερινής ημέρας δίχως το «Ω, Γλυκύ μου Έαρ»    

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου