Μνήμη Τάκη Σινόπουλου
Πύργος 17 Μαρτίου
1917- 25 Απριλίου 1981
Ν Ε Κ Ρ Ο Δ Ε Ι Π Ν Ο Σ
ΓΙΑ ΤΟΝ
ΤΑΚΗ
ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
(προσωπικό)
Του ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΝΤΟΥ,
σελίδα 181-182
ΧΡΟΝΙΚΟ ’81. Γράμματα-τέχνες ‘82
Σεπτέμβρης 1980- Αύγουστος 1981
12ος τόμος. Ετήσια έκδοση του Καλλιτεχνικού Πνευματικού Κέντρου «ΩΡΑ»
Πεθαμένος στα δύσκολα χρόνια
μιά
μέρα ξαφνικά που αντίκρισε
τις
κόκκινες οξιές πιο χαμηλά
το
σπίτι του πνιγμένου στον ποταμό.
Μεταίχμιο
Ανήμερα Λαμπρή, έφυγες, χάθηκες, έσβησες, δεν άντεξε η καρδιά σου, πέθανες (το λένε με χίλιους τρόπους). Δεν θα σε δω ποτέ πιά, ρούσο, γεμάτο άντρα, χαμογελώντας ή νευριάζοντας. Με την τσάντα του γιατρού στο χέρι, με τα ποιήματα πάντα και παντού. Με το κρασί, με το φαϊ, με τη Μαρία, με τα ποιήματα, με τους ποιητές, με τα βιβλία.
Όταν σε πρωτοείδα-πάνε έντεκα χρόνια-αρχίσαμε να μιλάμε κι από τότε δεν σταματήσαμε ποτέ. Με έμαθες πράγματα και τέχνες και ζωή. Πλησίασες τους τότε νέους ποιητές, όσο κανείς της γενιάς σου. Ώριμος ποιητής με τον Νεκρόδειπνο, τις Πέτρες, το Χρονικό, τον Χάρτη, το Νυχτολόγιο, και την προηγούμενη δουλειά σου. Μιά πορεία αιμάτινη. Αυτό το καλοκαίρι δεν θα διαβάσω πάλι τα ημερολόγια του Κάφκα, θα σου γράψω αυτά τα λόγια-έτσι ανακατωμένα, έτσι ασύνδετα-όπως είναι η ζωή μου σ’ αυτή τη βρώμικη πόλη. Όταν έγινε επταψήφιο το τηλέφωνό σου και μπήκε η μονάδα μεταξύ δεύτερου και τρίτου αριθμού, και εγώ έκανα λάθος δύο ολόκληρες μέρες και δεν μπορούσα να σε πιάσω και με πείραζες «ρε Γιάννη, μή παθαίνεις άγχος». Σε είχα συνδέσει πολύ με το μέρος που έμενες. Τα χαμηλά σπίτια, τα οικεία-μακριά από το κέντρο-με τα εγκαταλειμμένα εργοστάσια, λίγα φώτα και έναν ουρανό μαύρο σεντόνι να τινάζει αστέρια, πάντα χειμώνας, να βρέχει-πιό κει το τρίτο νεκροταφείο με τη φίλη μου την Ελπίδα χρόνια στο χώμα-πιό δώθε η γέφυρα και ο Βασίλης να μου κάνει παρέα μέχρι να βρεθεί ταξί. Το σπίτι σου όμως μισό μέτρο κάτω από το δρόμο ήτανε το αποκούμπι μας-κόσμος δροσίστηκε, έφαγε, μίλησε, είδε και θυμάται. Η αυλή και γύρω πέτρες, χώμα, ακροκέραμα, αστερίες, ξερές ρίζες και πέτρες, πέτρες και ποιήματα. Μέσα στο σπίτι πάλι ποιήματα, αντικείμενα, βιβλία και το καύκαλο μιάς χελώνας στο γραφείο σου. Στο βάθος ένα άλλο σπιτάκι, το ιατρείο σου και παλιότερα απ’ έξω μιά άσπρη σκύλα δεμένη με αλυσίδα και μετά ένα πουλί σε κλουβί, μιά ελιά, ένα μαρμάρινο τραπέζι. Αναπάντεχα εμφανιζότανε ο Νίκος Καχτίτσης ή ακουγότανε για λίγο ο φίλος σου του Πύργου, ο Γιώργης Παυλόπουλος ή βρισκότανε δίπλα μας ο Ν. Γ. Πεντζίκης με τη Θεσσαλονίκη του. Όταν ήρθε ο δεύτερος και με βρήκε λίγες μέρες μετά το κακό, βγήκε στους δρόμους, τον ρωτούσα λεπτομέρειες. Γυρνούσαμε στο μαγκανοπήγαδο της Αθήνας- Ακαδημίας, Ιπποκράτους, Πανεπιστημίου, Σταδίου-σαν παλιάλογα με σκεπασμένα μάτια, και κλαίγαμε. Νερό δεν βγάζαμε. Ξηρασία. Αν ήξερες τα ποτάμια της πατρίδας σου καλά. Τώρα δεν σε ακούει κανείς. Τοπίο θανάτου ή πετρωμένη θάλασσα τα μαύρα κυπαρίσσια, όπως γράφεις και αρχίζεις το πρώτο σου βιβλίο το Μεταίχμιο. Και κείνο το Μεγάλο Σάββατο να λέω στην παρέα μου συνέχεια το ελάτε να πετάμε πέτρες’ να περάσουνε τα χρόνια, μαζί με τ’ όνομά σου και το βιβλίο σου την Ποίηση της Ποίησης. Πρίν τρείς μέρες με πήρες τηλέφωνο για να με χαιρετήσεις. Πήγαινες για Πάσχα στον Πύργο σου. Σημάδι περίεργο. Πάντα έφευγες μερικές μέρες και όταν επέστρεφες έπαιρνες τηλέφωνο ή σε έβλεπα τον ίδιο: «Να έλειπα λίγες μέρες, τι κάνεις;». Χαμόγελο ρούσο και πάντα ρούχα σε ανοιχτά χρώματα και στο χέρι η τσάντα με τα βιβλία. Χρόνια μιλούσαμε-δεν σταματήσαμε ούτε μ’ αυτό που συνέβη- ποιήματα, βιβλία, τσακωμοί, αγάπες, προσωπικά. Ενώ ήσουνα άνθρωπος με πάθος και άναβες με το παραμικρό, όταν σου έλεγα τα προβλήματά μου, κυρίως τα συναισθηματικά, τις αγωνίες μου, προσπαθούσες να με ηρεμήσεις και να μου δώσεις κουράγιο. Όταν η συζήτηση γυρνούσε στην ποίηση τιναζόσουνα, πάθαινες, τεντωνόσουνα και άρχιζες όπως στο βιβλίο σου Η Ποίηση της Ποίησης ή όπως γράφεις στις Πέτρες, σκυθρωπή περηφάνια που είχαν’ εκείνες οι λέξεις. Βοηθούσες, συνέχεια βοηθούσες. Πολλοί επώνυμοι ποιητές και πεζογράφοι της μεταπολεμικής και της νεώτερης γενιάς είχανε εσένα συμπαραστάτη στη λογοτεχνική τους ζωή. Πέρασες σκληρά χρόνια. Η Ελλάδα σμπαράλια, πόλεμος, Κατοχή και το χειρότερο ο Εμφύλιος. Από τη μιά μεριά να συμμετέχεις και από την άλλη η ποίηση, ποίηση. Και να θέλεις να δημοσιεύσεις και να βγάλεις βιβλίο. Η αλήθεια είναι ότι η γενιά σου πέρασε πολύ δύσκολα χρόνια για να βγάλει το κεφάλι της έξω να πει το λόγο της ανάμεσα στις σφαγές. Τώρα αλλάξανε βέβαια τα πράγματα και υπάρχει μιά κρούστα «πολιτισμού» που όμως όποτε θέλουν τη σπάνε οι κρατούντες. Τα ήξερες καλά τα χιλιάδες πρόσωπα της εξουσίας. Τη βία, την έχθρα για τα πνευματικά πράγματα και τους ανθρώπους που τα δημιουργούν. Γι αυτό είχες μιά υπερευαισθησία για ό,τι γινότανε γύρω από το χώρο μας και από μέσα προς τα έξω. Συμμετείχες παντού, ήσουνα διαθέσιμος για όλους, αν και ήξερες καλύτερα από όλους την κατάσταση της υγείας σου. Φορές φαινόσουν έτοιμος να καταρρεύσεις-τοιχογραφία σε παλιά εκκλησία- σου μιλούσα κανονικά χωρίς να δείχνω τίποτα από τον πόνο μου, αλλά έχωνα τα νύχια στο κρέας με τρόμο. Φορές έδειχνες καλύτερα, αλλά εσύ ήξερες πολύ καλά την πορεία της καρδιάς σου. Όλα αυτά μετά εκείνο το γερό χτύπημα τον Αύγουστο του εβδομήντα τέσσερα. Το γράφεις καθαρά στο Χάρτη: Καταλάβαινα η πληγή αρχίζοντας από το/ γκρίζο του μυαλού πέρναγε πίσω από το δεξί μου αυτί,/ λόξευε ανάμεσα στα κόκαλα του αυχένα, για να καταλήξει/ στη γωνιά της ωμοπλάτης, εκεί όπου ο σκοτεινός/ γιατρός εντόπιζε την προσοχή του. Ήθελες να ζήσεις όμως, αλλά απαγορευόντουσαν πολλά πράγματα. Είχες πλάι σου τον φύλακα άγγελο τη Μαρία που έκανε ό,τι μπορούσε για να σε προφυλάξει. Θυμάσαι ήμαστε σε ταβέρνα, καθόμαστε, η Μαρία κάτι πήγε να δει στην κουζίνα. Μου λές: «Κοίτα πότε θα γυρίσει» και ανάβεις τσιγάρο. Μετά από ένα λεπτό βρέθηκα με ένα τσιγάρο στο χέρι σύν το δικό μου. Οι ποιητές είναι παιδιά γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσαν να συλλάβουν όλο το εύρος της ζωής. Τραβάω την κλωστή της μνήμης κι όλο κόβεται. Ξεχνιέμαι σε γεγονότα και στίχους. Γράφεις στο Νεκρόδειπνο: Μιά μέρα είδε το μούτρο του εντοιχισμένο ανάμεσα στις/ πέτρες του σπιτιού. Έχω πεθάνει θα πεθάνω, συλλογίστηκε. Αλλού είσαι ένας επιζών και μας λες μέσα από τη νύχτα και την αντίστιξη: Βασανισμένο πρόσωπο τώρα βασανισμένο/ ανάμεσα σε δύο βουνά ανατέλλοντας/ σε τούτη τη ρωγμή διψώντας. Στο Χρονικό: Από δω και μπρός (όσο μπορείς) οι λέξεις μία /μία/ό,τι γυμνό και αδέκαστο μπορείς να δώκεις.
Ήσουνα από ευγενές μέταλλο, γι’ αυτό δεν σε άγγιζε ποτέ η σκουριά. Η στάση σου στην τελευταία δικτατορία, ατόφια και ρομαντική μαζί. Να σωθεί η αξιοπρέπεια αυτού του τόπου, από εκείνο τον κατακλυσμό της βίας: Σήμερα βρίσκομαι γωνία Πατησίων και απογεύματος, γράφεις και θυμάμαι. Τα γεγονότα άρχισαν να ξεχνιούνται ή έχουν ξεχαστεί ήδη-όπως γίνεται συνήθως-αλλά αυτοί που ξέρουν δεν ξεχνούν. Τα ποιήματά σου ποτάμια. Ονόματα σκοτωμένων συντρόφων, η πατρίδα τσακισμένη, το πρόσωπό σου ξερό, καμένο, να περιέρχεται τον τόπο και το χρόνο, η γυναίκα σκοτεινή και φευγάτη και άλλα πολλά. Τοιχογραφίες της ζωής η μία πάνω στην άλλη και να τις ξεκολλάει ο αέρας της ιστορίας, να τρομάζουμε και να μαθαίνουμε. Και πάνω απ’ όλα η αγωνία της γλώσσας. Ήσουνα και είσαι ο ποιητής της γενιάς σου που πάλεψε τόσο πολύ και τόσο επώδυνα με την ύλη της γλώσσας και προχώρησες τα ποιητικά στατικά πολύ πέρα από ό,τι νομίζουν ή βλέπουν οι σχολιαστές σου και οι κριτικοί. Μάθημα για τους νεώτερους και αυτούς που αρχίζουν τώρα να γράφουν και να μπαίνουν στη μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής τους, αν είναι αποφασισμένοι. Ναι, υπήρξες και υπάρχεις για μας ένας αποφασισμένος της τέχνης και της ζωής. Γιατί τα δύο αυτά πάνε μαζί-όσο και αν θέλουν μερικοί να τα ξεχωρίσουν ή να τα απομακρύνουν. Πίστευες μέχρι εξαντλήσεως στη φιλία. Και αυτή η εριστικότητα και η ντομπροσύνη σου μαζί με την αγάπη και το πλησίασμα αν και αντίθετα φέρναν μιά ισορροπία ειλικρίνειας. Πέρυσι μου έφερες χαιρετισμούς από την παλιά μου αγάπη-με άκρα συνωμοτικότητα. Τα καλύτερα λόγια τα είπε για σένα σε σχέση με μας τους νέους της παρέας σου ο Μιχάλης από το Λονδίνο. Τώρα η Μαρία διψασμένο πουλί χωρίς δάσος. Μη νομίζεις ότι στα γράφω αυτά επειδή πέθανες-όπως λένε- σου μιλάω για να μή φοβάμαι τη νύχτα. Καλοκαίρι και είμαι σ’ ένα χωριό κοντά στη Λάρισα. Κοντά στο ποίημά σου Μικρό φορτηγό νεκροταφείο. Με την ένδειξη Κοζάνη-Λάρισα. Είμαι στο σταθμό, γυρεύω το ποίημα και σένα. Θα καθίσω εδώ και θα σε περιμένω, λέγοντας συνέχεια τα λόγια αυτά από το Νεκρόδειπνο μέχρι να φύγει όλος ο κόσμος και να έρθεις μαζί με το ποίημα. Τάκη:
Δάκρυα πολλά με καίγανε, μονάχος κι έγραφα, τί ή-
μουν εγώ, μιλώντας έτσι με,
χρόνια και χρόνια ζωντανεύοντας χαμένα πρόσωπα, κι
απ’ τα παράθυρα έμπαινε
δόξα, χρυσό σκοτεινιασμένο φώς, τριγύρω μπάγκοι
και τραπέζια και
παράθυρα, καθρέφτες ως τον κάτου κόσμο. Κι ήρθανε
ο ένας μετά τον άλλο ξεπεζεύοντας,
ο Πορποράς, ο Κονταζής, ο Μάρκος, ο Γεράσιμος
……………………………
Πώς μές στην έρημη εκκλησιά, μ’ άνθη πολλά
στολίζεται ο ανώνυμος, μυρώνεται ο νεκρός.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ, Καλοκαίρι ’81 Αθήνα-Μεταξοχώρι Αγιάς
Λίγα ακόμα.
Το συγκινητικό κείμενο του ποιητή Γιάννη Κοντού, το οποίο αντέγραψα από τον 12ο τόμο του ετήσιου «ΧΡΟΝΙΚΟΥ» 1982, μεταφέρθηκε και στον τόμο Γιάννης Κοντός, «ΤΑ ΕΥΓΕΝΗ ΜΕΤΑΛΛΑ» (Στοιχεία Βιογραφίας). Πεζά Κείμενα, εκδόσεις Κέδρος 1994, σελίδες 28-32. Στην μεταφορά του ο ποιητής, αφιερώνει το κείμενο «στη Μαρία» σύζυγο του Τάκη Σινόπουλου και, το απόσπασμα από το «Μεταίχμιο» συμπληρώνεται με το «Εκείνος ο Φίλιππος», Μεταίχμιο. Στον τόμο «ΤΑ ΕΥΓΕΝΗ ΜΕΤΑΛΛΑ», Στοιχεία Βιογραφίας. Πεζά Κείμενα, τόμος Β΄, εκδ. Κέδρος 2005, σελ. 82-83 υπάρχει το κείμενο «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΕΡΙΣΣΟ» το οποίο μνημονεύει τον ποιητή Βασίλη Στεριάδη, (ποιητή- κριτικό φίλο τόσο του Σινόπουλου όσο και του Κοντού) και είναι αφιερωμένο «στον Τάκη Σινόπουλο». Ενώ, στην σελίδα 111-112, δημοσιεύεται το κείμενο «Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ» γραμμένο Αύγουστος 2004 στο Μεταξοχώρι. Να προσθέσουμε ακόμα ότι στην σελίδα 180 του «ΧΡΟΝΙΚΟΥ», δημοσιεύται ανώνυμα μαζί με την φωτογραφία του Τάκη Σινόπουλου, μικρό βιογραφικό του και εργογραφία του ποιητή. Την χρονιά (1981) που έφυγε ο ποιητής Τάκης Σινόπουλος είχαμε και την απώλεια του πεζογράφου Δημήτρη Χατζή, του Αλκιβιάδη Γιαννόπουλου και του Πόλ Νόρ. Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος γράφει το κείμενο «Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος» (Ένας διαχρονικός πεζογράφος) (Αθήνα 1896-1981) σελ.177-178. Ο Γιώργος Δ. Παγανός δημοσιεύει την «ΜΝΗΜΗ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΤΖΗ» ( Γιάννενα 1914-21/7/1981) σελ. 183-187, ενώ, στην σελίδα 179 του «ΧΡΟΝΙΚΟΥ» δημοσιεύεται ανωνύμως, συνοπτικό κείμενο για την απώλεια του Νίκου Νικολαϊδη, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του ΠΩΛ ΝΟΡ. (Αθήνα 1899-23/4/1981).
Δευτέρα του Πάσχα 25 Απριλίου 2022.
Του αγίου Γεωργίου του τροπαιοφόρου.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Μεγάλη Πέμπτη 21 Απριλίου, έφυγε από κοντά μας ένα από τα αξιοπρεπή και καλοκάγαθα άτομα του Πειραιά. Ο Άγγελος Μαρκοπουλιώτης (1965-21/4/2022). Ο Άγγελος ήταν αυτό που ο λαός λέει, καλή πάστα ανθρώπου. Το όνομά του ταίριαζε στον χαρακτήρα του. Στην εφηβική του ηλικία ορφάνεψε από πατέρα και βγήκε στην βιοπάλη έχοντας να φροντίσει την μητέρα του. Εργάστηκε ως υπάλληλος για αρκετές δεκαετίες στο βιβλιοπωλείο του Αντώνη Τσαμαντάκη, όταν ακόμα αυτό βρίσκονταν στην Στοά Θεολόγου στο κέντρο του Πειραιά. Στα κατοπινά χρόνια όταν ο εκδότης και βιβλιοπώλης άνοιξε το δεύτερο βιβλιοπωλείο του στην οδό Καραολή και Δημητρίου 43 και Καραϊσκου γωνία, ο Άγγελος, μετακόμισε στο καινούργιο κατάστημα. Όταν έκλεισαν τα βιβλιοπωλεία Τσαμαντάκη, ο Άγγελος Μαρκοπουλιώτης άνοιξε το δικό του βιβλιοπωλείο τον "Νέο Κύκλο". Με την οικονομική κρίση, το βιβλιοπωλείο δεν άντεξε τα υπέρογκα έξοδα και έκλεισε. Στο βιβλιοπωλείο εργάζονταν και οι δύο παλαιοί υπάλληλοι ο Σπύρος και ο Παναγιώτης. Όμως η μοίρα, έπαιξε άσχημο παιχνίδι στον καλοκάγαθο Άγγελο. Προσβλήθηκε από την κακιά αρρώστια η οποία τον τυράννησε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τελευταία φορά, προς τα τέλη Δεκεμβρίου, εισήχθη στο Νοσοκομείο όπου και άφησε την τελευταία του πνοή. Όλο το διάστημα της αρρώστιας του τον φρόντιζαν στην οικία τους το ζεύγος Αντώνη και Βούλα Τσαμαντάκη οι οποίοι από νεαρό ακόμα τον είχανε στην δούλεψή τους. Αποτελούσε μέλος της οικογένειάς τους, μαζί με τα δυό τους παιδιά τον Χάρη και την Μαρία. Η εξόδιος ακολουθία έγινε στο νεκροταφείο του Σχιστού, ενώ η σορός του μεταφέρθηκε στην Εύβοια για αποτέφρωση σύμφωνα με την επιθυμία του Άγγελου. Ας είναι η στάχτη του πειραϊκό λίπασμα ήθους, εντιμότητας, ευγένειας και καλοσύνης όπως υπήρξε στον επίγειο μικρό βίο του ο Άγγελος Μαρκοπουλιώτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου