Ο
Δ Ρ Ο Μ Ο Σ Τ Η Σ Κ Ν Ω Σ Ο Υ
ΚΙΜΩΝ ΦΡΑΪΕΡ
Περιοδικό
Νέα Εστία έτος ΚΘ΄, τ.57ος, τχ.662/ 1-2-1955, σελ. 182-185.
Όταν για πρώτη φορά, πέρασα με το βαπόρι
τα ελληνικά νησιά του Σαρωνικού και μπήκα στο λιμάνι του Πειραιά, με ξάφνιασε η
διαφάνεια του αγέρα, η γαλάζια λαμπράδα της θάλασσας και τ’ ουρανού κ’ η
έλλειψη βάθους και προοπτικής: τα μακρινά και τα κοντινά βρίσκουνταν στο ίδιο
στρωτό επίπεδο διαύγειας και λαγαράδας. Σώριασα με βιάση τις αποσκευές μου στο
αυτοκίνητο’ πέρασαν κάπου δέκα λεπτά αφότου κίνησα από τον Πειραιά για την
Αθήνα, πρίν καταλάβω πως ο ναός που μετεωρίζουνταν επιπλέοντας απάνω από το
άστυ του και που αφηρημένος τον κοίταζα τώρα και λίγη ώρα τίποτα άλλο δεν είταν
παρά η Ακρόπολη κι ο φοβερός Παρθενώνας. Τα μάτια μου καρφώθηκαν απάνω της μιά
στιγμή μα ευτύς τα γύρισα πέρα γρήγορα, ως εάν έβλεπα το απολιθωτικό κεφάλι της
Μέδουσας’ γιατί αλήθεια μου είταν ακατανόητο πώς μπορούσα να κοιτάξω έτσι
τυχαία την ανώτατη κορυφή της λατρευτικής πορείας, πού τόσο καιρό και με τόση
προσοχή είχα προετοιμάσει. Κι αληθινά, σε όλη την υπερωκεάνεια διαδρομή μου από
την Αμερική στη Μεσόγειο συχνά έλεγα στον εαυτό μου πως το ταξίδι μου στην
Ελλάδα σκοπόν είχε, πρίν απ’ όλα, να εξερευνήσω μιά νέα και όχι αρχαία
κληρονομιά, γιατί γεννήθηκα σ’ ένα ελληνικό νησί στη θάλασσα του Μαρμαρά,
ανάμεσα στη Μαύρη θάλασσα και στο Αιγαίο πέλαγο.
Οι πολεοδομικοί νόμοι της Αθήνας
απαγορεύουν να υψώνεται ένα χτίριο τόσο που να εμποδίζει τη θέα της Ακρόπολης’
γι’ αυτό ο Παρθενώνας ασκόνεται απάνω από κάθε στέγη της Αθήνας και διανέβει
ολούθε σαν ένα προειδοποιητικό φάντασμα. Περιδιαβάζοντας απάνω κάτω την Αθήνα,
απέφυγα με προσοχή να σηκώσω τα μάτια μου για να μην αντικρίσω το βαρύ αυτό
φορτίο του περασμένου καιρού, που έχει καταπλακώσει την ελληνική φαντασία, όπως
το έργο του Σαιξπήρου τη δημιουργική δύναμη των Άγγλων. Καταλαβαίνω γιατί
μερικοί από τους νεότερους Έλληνες ποιητές συχνά είχαν επιθυμήσει η
μπαρουταποθήκη που είχε ανατιναχτεί όταν ο Παρθενώνας τη φιλοξενούσε στα χρόνια
της τούρκικης κατοχής, νάχε κάμει μαρμαρένια στάχτη κάθε συντρίμμι που
μέλλονταν να καταντήσει στη νέα Ελλάδα βραχνάς. Κάπου-κάπου θάθελα να σηκώσω τα
μάτια μου, σα να μπορούσα, με αδειανή κι αδιάφορη ματιά, να κάμω το μαυλιστικό
αυτό φίδι να κατεβάσει τα μάτια του. Θαρρώ όλοι εμείς θα νοιώθουμε παρόμοια
παράλυση μπροστά σε έργα τέχνης, που πολύν καιρό τα μελετήσαμε μα ποτέ μας δεν
τα είδαμε και τα δεχόμαστε μπιστεβόμενοι στην πίστη των άλλων. Και σ’ ένα κόσμο
τόσο γεμάτο απογοήτεψη και κρυμμένη ασκήμια, ένιωθα κ’ εγώ τη σοφιστικήν
αντίδραση του νεώτερου ανθρώπου για έργα πανθομολογούμενης ομορφιάς.
Αργά ένα απόγευμα, μιά ώρα περίπου πρίν
βασιλέψει ο ήλιος, στοχάστηκα πώς θα μπορούσα να τραβήξω κατά τον Παρθενώνα και
χαμογέλασα ειρωνικά στον εαυτό μου που διάλεξα, με υπερβολική τάχατε
αφροντισιά, την πιο κατάλληλη ώρα. Πέρασα μπροστά από το ναό του Ολυμπίου Διός,
περπάτησα όχτο τον όχτο στον Ιλισό, όπου ο Σωκράτης κι ο Πλάτων περπατούσαν
ήσυχα με τους μαθητές τους, πέρασα κάτω από την Πύλη του Αδριανού, που μιά φορά
χώριζε τις ελληνικές από τις ρωμαϊκές συνοικίες της παλιάς Αθήνας, προσδιάβηκα
ξυστά από το θέατρο του Διονύσου, όπου, σε άλλους καιρούς, χορεύτηκαν και
τραγουδήθηκαν τα έργα των μεγάλων ελλήνων δραματικών. Πιό πέρα πέρασα από το
Ωδείο του ρωμαίου Μαικήνα και ευεργέτη της Αθήνας, του Ηρώδη του Αττικού, όπου
σήμερα οι αρχαίες τραγωδίες ξαναζωντανεύουν κάτω από τον ήσκιο του Παρθενώνα
και δίνονται συμφωνικές συναυλίες κάτω από το φεγγαρόφωτο, ανάμεσα στα ερείπια.
Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά, μά απέδοκα την ταραχή τούτη στην απότομη
ανηφοριά.
Στην είσοδο της Ακρόπολης σήκωσα μιά
στιγμή τα μάτια στο μικρό ναό της Απτέρου Νίκης, στο μαρμαρένιο της ακρωτήρι
και τα χαμήλωσα εφτύς στις οριζόντιες αυλακές του πέτρινου μονοπατιού που
ακολουθούσα. Περνάει το μονοπάτι τούτο από τα Προπύλαια, το μεγαλόπρεπο πρόναο
της καθαυτό Ακρόπολης, απ’ όπου δυό χιλιάδες χρόνια πρίν από μένα, περνούσαν τ’
άλογα και τ’ αμάξια, οι νεαροί πολεμιστές κ’ οι παρθένες της πομπής των
Παναθηναίων, μιά φορά το χρόνο, μεσοκαλόκαιρα, κουβαλώντας σ’ ένα μεγάλο καράβι
που αρμένιζε απάνω σε τροχούς, τον ιερό
πέπλο για την παρθένα θεά, την Αθηνά. Τ’ αυλάκια που χάραξαν τ’ αρχαία
αυτά αμάξια διακρίνουνται ακόμα απάνω στην πέτρα.
Πίσω μου, δυτικά, πέρα από την πόλη της
Αθήνας και το θαλάσσιο προάστιο του Φαλήρου, το νησί της Σαλαμίνας απλώνουνταν
σ’ ένα γαλαζόχρυσο δειλινό, κάτω από τις λοξές αχτίδες του ήλιου που βασίλευε
και πίσω, πιοπέρα, το κωνικό βουνό της Αίγινας κι ακόμα πιοπέρα το νησί του
Πόρου, όπου, χωρίς να το ξέρω καθόλου τότε, μου μέλλουνταν να ζήσω περίπου τρία
χρόνια. Ο Παρθενώνας τώρα υψώνονταν αποπάνω μου γαλήνιος και χρυσομένος από τις
στερνές ηλιαχτίδες κ’ έτρεμε το φώς απάνω του και πίσω του ο βαθυγάλαζος
ουρανός της Αττικής κι ο μελόχαρος Υμηττός, τυλιγμένος τώρα σε αστραφτερή
πορφυρομενεξελιά λάμψη. Τα χρώματα σκούραιναν και βάθαιναν στο αργόπορο
μούχρωμα που ακολουθάει το βασίλεμα του ήλιου, όμοιο θαρρείς όχι μονάχα με τη
μετάλαμψη που ρίχνει το φώς παρά και με τη μετάλαμψη του πολιτισμού. Εδώ πιά
κάθε αμφιβολία καταντούσε αδύνατη, αδύνατο το κάθε ερώτημα’ έπρεπε να
παραδοθείς, όπως παραδίνεσαι κ’ υποτάζεσαι στην πίστη. Όταν άπλωσα το χέρι και
με τ’ ακροδάχτυλά μου άγγιζα μιά κολόνα, που άρχισε να τη σκεπάζει το σκοτάδι,
ένοιωσα την απότομη αντίσταση της πραγματικότητας, τη σκληρή συναίσθηση πώς ο
Παρθενώνας χτίστηκε με τόνους μάρμαρο, ολότελα έξω και πέρα από τα σύνορα του
νου μου. Όταν διάβηκα μέσα στον ίσκιο, πέρα από τη διπλή σειρά τις κολόνες, και
μπήκα στο εσώτερο ιερό, περνώντας όλο το μάκρος του ναού, και στάθηκα αντίκρυ
στην ανατολή, ένοιωσα, σε μιά από τις βαθύτερες συγκινήσεις που είχα ως τώρα
δοκιμάσει, πώς είχα πραγματικά προχωρήσει διαμέσου του Παρθενώνα και πέρα από
τον Παρθενώνα, τον είχα αφήσει πίσω μου και δε βρίσκουνταν πιά στα απέραντα
βασίλεια της φαντασίας. Στο νου μου δεν είχε πιά μήτε πλάτος μήτε μάκρος μήτε
πνοή, γιατί κοίτουνταν μπαλσαμωμένος πέρα από τα δεσμά του τόπου και του
χρόνου. Μα σε λίγες τώρα στιγμές είχα πατήσει και ξεπεράσει κι αφήσει πίσω μου,
ό,τι πρίν υπήρχε στην αδιάστατη φαντασία. Ένοιωσα, σε καθόλου όμως ρομαντική
έκταση παρά γαλήνια, με σιγουράδα και σαφήνεια, όχι μονάχα την καταστροφή του
ονείρου, παρά ακόμα τη μεγαλύτερη δόξα της πραγματικότητας και δέχτηκα, όπως ο
καθένας στην Ελλάδα πρέπει να το μάθει, τή διάβρωση είτε ενός βουνού είτε ενός
ναού, με την ίδια αδιαφορία της φύσης. Αληθινά, η ζωή είναι λιγόχρονη μα η
τέχνη είναι λίγο πιό μακρόχρονη. Σάμπως σε μεσόφωτο, ανάμεσα νύχτας και μέρας,
πέρασα, για μιά στιγμή, πέρα από το εξωτερικό κατώφλι του απέραντου ονείρου,
πατώντας απάνω στα χαλίκια και τις πέτρες και τις σκλήθρες του μαρμάρου που
στρώνονταν απάνω στην Ακρόπολη’ και κατάλαβα, όπως η παραμονή μου στην Ελλάδα
αργότερα μου το επιβεβαίωσε, πώς να ζεις στην Ελλάδα σήμερα, όπως και στους
αρχαίους καιρούς, είναι σα να ζεις στη φαντασία της πραγματικότητας, σε
μαρμαρένιο και χειροπιαστό όνειρο. Εδώ παραδέχονταν τον παμφάγο χρόνο που
σαρώνει και σάρκες και μάρμαρα και συνάμα δέχονταν πώς η αιωνιότητα πλάθεται
στο νου του ανθρώπου, όσο ο νους αυτός ζει και τη δημιουργεί. Εδώ υπήρχε υψηλή
κι’ ευγενική επιβολή του ανθρώπου καμωμένη κι από τα όριά του κι ακόμα κι από
την απεριόριστη δημιουργικότητά του- γλυκόπικρη σύνθεση της τραγικής και
τροποποιήσιμης πραγματικότητας.
Ύστερα από λίγους μήνες ταξίδευα με
βαπόρια στα νησιά του Αιγαίου, Σύρα, Τήνο και Μύκονο κι από κει με μπενζίνα στη
Δήλο, όπου γεννήθηκε ο Απόλλων κι όπου, κατά την αρχαιότητα κανένας δεν
επιτρέπουνταν να γεννηθεί ή να πεθάνει. Όσες γυναίκες είταν ετοιμόγεννες κι
όσοι είταν ετοιμοθάνατοι, τους περνούσαν κουπολατώντας σ’ ένα γειτονικό νησάκι
κ’ έτσι μπόρεσε να δημιουργηθεί ένα νησί αθανασίας. Έπειτα από δέκα μέρες, στο
ηφαιστειογένητο νησί της Σαντορίνης, πιό πυργωτό και πιό δραματικό από το
Κάπρι, τράβηξα τέλος κι άραξα στο λιμάνι του Ηρακλείου, στην Κρήτη, κοντά στ’
αρχαία παλάτια της Κνωσού κ’ ευτύς άρχισε το προσκύνημά μου στα παλάτια ετούτα
με τους πολύπλοκους δαιδαλικούς διαδρόμους.
Οδεύοντας για την Κνωσό σταμάτησα σ’ ένα
νεκροταφείο, που οι γερμανοί το είχαν συγυρίσει για τους αλεξιπτωτιστές τους,
που στην αρχή του θέρους 1941 έπεσαν απάνω στην Κρήτη, σα φαρμακερά μανιτάρια.
Στο λόφο, όπου κάτωθέ του απλώνεται το Ηράκλειο, η θάλασσα, η στενή συμμετρικά
συγυρισμένη λουρίδα της είχε ρημάξει’ μονάχα ξεραμένα κοτσάνια και μωβ
λουλούδια από αγκάθια στόλιζαν τα μονοπάτια από μαλτεζόπλακες και το χαμηλό
τοιχάκι του φράχτη. Απάνω από κάθε τάφο είταν καρφωμένος ένας απλός ξύλινος
σταυρός κι απάνω του με δυσκολία μπορούσα ν’
αναγνωρίσω τα μισοσβυμένα ονόματα ενός Χάνς κ’ ενός Φρίτς ή τις
ημερομηνίες της γέννησης και του θανάτου τους: έφηβοι 16 ή 17 χρονών που
πέταξαν σαν Ερμείς από τους ουρανούς απάνω σε γοργές φτερούγες, κεντημένοι,
όπως οι περισσότεροι νέοι, από τη σπιρουνιά της πατρίδας και της δικαιοσύνης,
μαντατοφόροι μιάς ιδεολογίας που την έφεραν ψεύτικοι θεοί. Ως βάδιζα απάνω στα
γερμανικά πρόσωπα της πεθαμένης νιότης, δεν μπορούσα να νοιώσω μίσος παρά μονάχα
θλίψη πικρή, που νέοι άντρες, σε όλο τον κόσμο, βγαίνουν να πολεμήσουν, για
ιδανικά που τους φάνταζαν η μοναδική αγνή ελπίδα της αναγέννησης του κόσμου.
Στην κορφή του νεκροταφείου υψώνονταν ένα μνημείο από ντόπια κρητικιά πέτρα,
που στορούσε σε ανάγλυφο ένα αητό που χιμούσε κρατώντας στέφανο δάφνη στα νύχια
του κι αποκάτω με γοτθικά γράμματα μπόρεσα με δυσκολία να συλλαβίσω πώς μονάχα
η δόξα μπορούσε να χαρίσει σ’ ένα πεθαμένο ήρωα αιώνια ζωή. Και στράφηκα πάλι
στους ξύλινους σταυρούς απάνω από τους τάφους, όπου το ξάσπρισμα από τον ήλιο
και το μούσκεμα της βροχής φανέρωναν πως οι σταυροί αυτοί χρησιμοποιήθηκαν
πολλές φορές για πλήθιους ενταφιασμούς κι αχνό το ένα όνομα διακρίνονταν από το
άλλο.
Ως πήρα πάλι θλιμμένος το δρόμο κατά την
Κνωσό, σταμάτησα έναν Κρητικό χωριάτη να τον ρωτήσω και να μάθω γιατί τα τοιχιά
και τα μνημεία του νεκροταφείου δεν τα γκρέμισαν, να πάρουν τις πέτρες και με
αυτές να ξαναχτίσουν τα βομβαρδισμένα και γκρεμισμένα τους σπίτια. Με κοίταξε
με κρύο μάτι και μου ‘πε:
-Δεν είμαστε βάρβαροι!
Η βαθειά εντύπωση που ο λόγος ετούτος μου
προξένησε δεν ελαττώθηκε, πήρε απλώς ειρωνικό βάθος όταν, ξαναγυρίζοντας ύστερα
από λίγα χρόνια στο ίδιο νεκροταφείο, βρήκα τις μαλτεζόπλακες που σκέπαζαν τα
μονοπάτια αναποδογυρισμένες και τους τοίχους διαγουμισμένους από τις πελεκητές
πέτρες τους. Μεγάλη η απόσταση ανάμεσα στα ιδανικά και στις ανάγκες του
ανθρώπου.
Λίγο πιοπέρα στο δρόμο της Κνωσού,
βρίσκεται ένα νέο ελληνικό νεκροταφείο’ την ώρα που έμπαινα μιά κηδεία
δρασκέλιζε το κατώφλι του. Παρατήρησα, σα να περίμενα νάχει τούτο κάποια
συμβολική σημασία, πού δεν μπόρεσα να καταλάβω, πώς όλοι που μοιρολογούνταν
είταν άντρες ξυπόλυτοι και ξεσκούφωτοι, ντυμένοι με σκούρα εργατικά ρούχα. Το
φέρετρο, καμωμένο από χοντρό καρτόνι με ξύλινο σκελετό, το τραβούσε ένα
γαϊδουράκι σε δίτροχο κάρο. Μέσα στο φέρετρο κοίτονταν ένα νέο παλικάρι 26
χρονών περίπου, με το σώμα σκεπασμένο με λουλούδια, από τους αστραγάλους ως το
λαιμό, τα δάχτυλά του στρουφιχτά και συσπασμένα, τα χείλια του ανασηκωμένα σα
σκύλου που ουρλιάζει. Απάνω στο αναιμικό του μέτωπο, που κανένα φκιασίδι δεν
τόχε εξωραΐσει, (γιατί οι Αμερικανοί κάνουν κούκλες τους νεκρούς), είχαν βάλει
ένα στεφάνι ασπροκέρινα λουλούδια, σαν τα στεφάνια που χρησιμοποιούν στους
ελληνικούς γάμους και που σήμαινε τώρα πώς το παλληκάρι αυτό είχε πεθάνει
ανύπαντρο και θα παντρεύονταν τώρα το Χάρο. Το φέρετρο πούπεφτε πολύ μικρό και
γι’ αυτό είχαν ανοίξει τρύπες στο κάτω μέρος, απόπου ξεπρόβαιναν τα πόδια του,
που φορούσαν λιμοκοντορίστικα καφετιά κι’ άσπρα παπούτσια σπορ’ σίγουρα θα του
τάχε στείλει κάποιος μακρινός συγγενής του ή κάποιος άγνωστος ευεργέτης από την
Αμερική. Σαν υπνωτισμένος σε όνειρο ακολουθούσα την αργοσάλευτη κηδεία ως την
εκκλησία, όπου οι παπάδες μουρμούριζαν τη νεκρώσιμη ακολουθία, βαριεστημένοι,
με βαριά βλέφαρα, γιατί ο θάνατος δεν είταν γι’ αυτούς η εξαφάνιση ενός
αναντικατάστατου ατόμου παρά μιά από τις πολλές καθημερινές κι ανώνυμες
διακοπές από τις ασχολίες τους. Οι μοιρολογητές στέκονταν σ’ όλο το σέβας
απόσταση από το φέρετρο με τα χέρια σφιχτά μπροστά τους, με τα κεφάλια γερμένα,
θαρρείς μπροστά από κάποια ακατανόητη ανάγκη. Δεν είδα μήτε ένα δάκρυο, δεν
άκουσα κλάματα. Σε λίγο μερικοί σήκωσαν το φέρετρο απάνω στους ώμους τους και
βαδίζοντας ανάμεσα στις ταφόπετρες το απίθωσαν σ’ ένα χαμηλό ανάβαθο λάκκο. Ο
παπάς έριξε μιά φούχτα χώμα απάνω στο νεκρό κ’ έχυσε απάνω του μιά κούπα κρασί,
σα σπονδή. Ένας νέος τότε έφερε ένα δίσκο κουφέτα, σαν κείνα που προσφέρουν
ύστερα από την τελετή του γάμου, και τα σκόρπισαν στο ξέσκεπο ακόμα φέρετρο.
Τρία τέσσερα παιδιά πήδηξαν μέσα στο λάκκο κι άρχισαν να μαζεύουν τα κουφέτα
από το αφράτο χώμα, ανάμεσα από τα λουλούδια, απάνω από το σώμα του νεκρού, από
τα μάτια και τα χείλια. Ως γύρισα να φύγω, άκουσα τον απόκουφο χτύπο, που έκανε
το χώμα πέφτοντας μέσα στον τάφο.
Πήρα πάλι το δρόμο προς την Κνωσό και
τώρα πιά πέρασα από τα νέα προπύλαια και μπήκα σ’ έναν πολιτισμό πρίν από
πεντέμιση χιλιάδες χρόνια πεθαμένο. Περιδιάβασα ανάμεσα από τα σιωπηλά δωμάτια
του βασιλικού Παλατιού, μέσα στις αίθουσες με τις κολόνες, στο μέγαρο της
βασίλισσας, στην αυλή με τις ρόκες, στο λαβύρινθο του Μινώταυρου. Είδα τις
χαμηλόλιγνες κολόνες και τη λεκάνη του καθαρμού, τ’ αποχωρητήρια και τους
νεραγωγούς, τις τοιχογραφίες με τις νεαρές, με τα καμπανωτά φουστάνια,
χορεύτρες και τους μεγαλόπρεπους πολεμιστές, τις αφιερωμένες ασπίδες, τους
διπλούς πελέκεις, τα ιερά ταυροκέρατα,
το τάβλι με τα πολύχρωμα γιαλιά, με το φίλντισι και το κρύσταλλο, τις
ιδεογραμμικές γραφές, πού κανένας ως τώρα δεν μπόρεσε ν’ αποκρυφογραφήσει, ενώ
όλα γύρα μου, αίθουσες και διάδρομοι του βασιλικού Παλατιού, αντηχούσαν με
βουβήν ευγλωττία, ως εάν κάποιος να μάχουνταν να μου μιλήσει πίσω από ένα
χοντρό γιαλί. Κοίταξα πέρα στις στενόμακρες, καμμιά, δωδεκαριά, αποθήκες με τα
γιγάντια πήλινα πιθάρια, πού κάποτε είχαν γεμίσει με σιτάρι και λάδι και τώρα
είταν αλαφριά πασπαλισμένα με τα περιττώματα που αφήκαν τα ποντικάκια των
χωραφιών. Απίθωσα τα δάχτυλά μου στα χείλια μιάς πήλινης σαρκοφάγου, όπου τα
μικρά πρώταμα της Κνωσού είχαν ενταφιαστεί κουβαριαστά, με τα σκουλαρίκια και
τα βραχιόλια, τις πόρπες και τους καθρέφτες, τα ξίφη και τα κοντάρια της
ματαιότητάς τους. Κ’ ύστερα από μικρό δισταγμό απλοχέρισα μέσα στα φέρετρα κι
άγγιξα τα κόκαλα κάποιου μεγαλόσωμου νεκρού.
Όλη τη μέρα εκείνη περπατούσα απάνω στα
πρόσωπα των πεθαμένων και κατέβαινα σιγά-σιγά στον Άδη, ωσότου ένοιωσα πώς με
μαύλιζε ακαταμάχητα το επίμονο ρούφηγμα του περασμένου καιρού και το μαύλισμα
αυτό είταν τρομερό και συνάμα γεμάτο γοητεία. Είχα περάσει κάτω από τις κολόνες
του Παρθενώνα, ανάμεσα από τ’ όνειρο και την πραγματικότητα και πιό πολύ ακόμα,
όπως τώρα, το κατάλαβα, σε μιά πραγματικότητα ριζωμένη στο πλούσιο λίπασμα που
σώριασαν πολλά πτώματα και πολλοί πολιτισμοί και το ζωντανό πρόσωπο πρόβαινε
απάνω από το σάβανο που τούχε σκοτεινιάσει η βαρειά μνήμη όσων έφυγαν πρωτύτερε
κι όσων ήρθαν κατόπιν. Κι άξαφνα ένοιωσα πόσο ανάλαφρα πατούμε τη γής στην
Αμερική. Γιατί στο Νέο Κόσμο παχαίνουμε βόσκοντας την πείρα και την παράδοση
παλιών πολιτισμών και δεν είμαστε ακόμα καταπλακωμένοι από τα σάβανα που
αποτελούν οι γκρεμισμένες ρητορεύουσες πέτρες, όπως σε μιά φυλακή όπου υπάρχει
λιγοστό φώς και πολύ σκοτάδι. Στην Ευρώπη οι αρχέγονες ρίζες φτάνουν τόσο βαθιά
στα περασμένα, που τ’ άνθη ξεφουντώνουν προτού να γίνουν μπουμπούκια. Κέρδος
και ζημιά κι από τις δυό μεριές κι αν εμείς στην Αμερική δε βλέπουμε καθεμέρα
να μετεωρίζεται αποπάνω μας το υψηλό κατόρθωμα της πιστευτής φαντασίας που
είναι ο Παρθενώνας, δε νοιώθουμε όμως και να βαραίνει αποπάνω μας ο άθλος αυτός
συντρίβοντας τις πιό τολμηρές μας προσδοκίες. Ο δρόμος προς την Κνωσό οδηγεί με
πολλούς ανέγυρους ανάμεσα από περασμένους πολιτισμούς, από πολλά νεκροταφεία
στις κλασσικές γραμμές που έχουν οι ουρανοξύστες μας.
ΚΙΜΩΝ
ΦΡΑΪΕΡ
Περιοδικό Νέα Εστία τεύχος 662/1-2-1955, σ. 182-185.
Πειραιάς 31/3/2024.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου