ΖΗΣΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
(Σκιάθος 6/4/1911-
Σκιάθος 3/8/2005)
ή
Ένας γνωστός μας άγνωστος (;)
Προοιμιακά
Οφείλω να
δηλώσω την σχεδόν άγνοιά μου στην συγγραφική παρουσία του Ζήση Οικονόμου. Το
όνομα του ποιητή, μεταφραστή, θεατρικού συγγραφέα, δοκιμιογράφου, κριτικού, το
συναντούσα σποραδικά σε διάφορες ποιητικές ανθολογίες και σε λογοτεχνικά
περιοδικά τα οποία αποδελτίωνα. Όπως τα «Νεοελληνικά Γράμματα», «Νεοελληνική
Λογοτεχνία», «Ο Αιώνας μας», «Ο Κοχλίας» και σε διάφορα άλλα. Είχα προμηθευτεί
μία μελέτη του για τον συντοπίτη του κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη,- ο οποίος από
το σόϊ των μητέρων τους ήσαν μακρινοί συγγενείς, δεν είχα όμως και ούτε έχω στην κατοχή μου
άλλους τίτλους βιβλίων του, ούτε τα ποιητικά του Άπαντα: Ποιήματα 1934-1953 τα οποία
κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1977. Ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο του με
στοχασμούς του που είχε βρεθεί στην λογοτεχνική μου βιβλιοθήκη, δεν θυμάμαι από
πότε, δεν ήταν αντιπροσωπευτικό του πλούσιου και πολύπλευρου έργου του. Το είχα
διαβάσει δίχως να μου κάνει αναγνωστικά «κλικ»- εντύπωση. Έτσι η ποιητική του
περίπτωση έμεινε για μεγάλο διάστημα στα «αζήτητα» των ενδιαφερόντων μου από
δική μου όπως φαίνεται υπαιτιότητα και λησμοσύνη επανεξέτασής της. Υπήρχε όμως
κάτι, μέσα στο διαχρονικό σύμπαν της ελληνικής λογοτεχνίας που είχα εντοπίσει
και μου είχε γεννήσει ορισμένα ερωτήματα. Πολλοί των παλαιότερων αλλά και των
νεότερων γενεών σημαντικοί κριτικοί και ποιητές είχαν προσέξει το έργο του Ζήση
Οικονόμου και είχαν εκφραστεί θετικά για αυτό. Βλέπε πχ. ο σημαντικός Ο Κλέων
Παράσχος, ο επίσης άξιος Γιάννης Χατζίνης, ο σημαντικός κριτικός εκπρόσωπος της
Γενιάς του 1930, ποιητής Αντρέας Καραντώνης, ο ξεχασμένος Παύλος Φλώρος,
(εργάστηκε πάνω στο έργο «Ο θάνατος του Εμπεδοκλή» του γερμανού ποιητή Φρήντριχ
Χαίλντερλιν) ο σύγχρονος πολυγραφότατος κριτικός, ιστορικός της ελληνικής
λογοτεχνίας Αλέξης Ζήρας, (οι εκατοντάδες κριτικές του και σύγχρονες μελέτες
του, θα λέγαμε ότι διαμορφώνουν τον «κανόνα» της ιστορίας της ελληνικής
λογοτεχνίας). Ο αριστερός ιστορικός και δοκιμιογράφος, κριτικός Αλέξανδρος
Αργυρίου, ο καλός κριτικός Βάσος Βαρίκας, (με τα δεκάδες εξακολουθητικά κριτικά
του δημοσιεύματα στην εφημερίδα «Το Βήμα»). Ο ιστορικός της ελληνικής
λογοτεχνίας και κριτικός Μιχάλης Μερακλής (ένας από τους εισηγητές της
κοινωνικής κριτικής ματιάς της ποίησης στην χώρα μας), ο ποιητής, εκδότης
περιοδικού και κριτικός, επιμελητής εκδόσεων Γιάννης Δάλλας και αρκετοί άλλοι.
Ποιητές της νεότερης γενιάς όπως ο συνεκδότης του περιοδικού «Η Λέξη» Αντώνης
Φωστιέρης, ο ποιητής και κριτικός της Γενιάς του 1970 Βασίλης Στεριάδης, ο
ποιητής Οθων Μ. Δέφνερ αλλά και ο κριτικός και ποιητής, μεταφραστής Θεοφύλακτος
Δ. Φραγκόπουλος. Ο μοντερνιστής ποιητής Τάκης Κ. Παπατσώνης, (επίσης λάτρης και
μελετητής του γερμανού ρομαντικού ποιητή Φ. Χαίλντερλιν) ο πειραιώτης
δοκιμιογράφος Ευάγγελος Μόσχος, οι μάλλον λησμονημένοι κριτικοί Άγγελος
Φουριώτης, και ο συγγραφέας Γιάννης Σφακιανάκης και φυσικά, ο ποιητής και
μεταφραστής, δοκιμιογράφος, εργασιομανής Άρης Δικταίος. Φωνές αγαπητές και καταξιωμένες
όχι μόνο στους φιλολογικούς κύκλους αλλά και στις συνειδήσεις των ελλήνων και
ελληνίδων αναγνωστών και συγγραφέων.
Τρέφοντας
μια ιδιαίτερη προτίμηση στον δοκιμιακό και κριτικό λόγο στις ποιητικές και
πεζογραφικές μου περιπλανήσεις, αποδελτιώσεις λογοτεχνικών περιοδικών, θέλοντας
να αποκτήσω μία γενική ενημέρωση- εποπτεία πάνω σε ζητήματα και θέματα τα οποία
έχουν σχέση με την Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας και Γραμματείας, παρατήρησα
ότι σημαντικές γραφίδες του δοκιμιακού λόγου και της κριτικής είχαν
ασχοληθεί-γράψει για τα βιβλία του Ζήση Οικονόμου, τις ποιητικές του συλλογές.
Δύο βραβεία επίσης που είχε λάβει για την ποίησή του, το 1977 από την Ακαδημία
Αθηνών και το Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1995 για την σύνολη συγγραφική του
παρουσία ήρθαν να στεριώσουν τα προσωπικά μου ερωτήματα. Ποιός ήταν αυτός ο βραβευμένος
άγνωστός μου ποιητής με τον οποίον ασχολήθηκαν τόσοι και τόσοι κριτικοί, και
που οφείλονταν η δική μου παράβλεψη του έργου του; Ασφαλώς, δεν είναι ο μόνος άγνωστος
στο ευρύ κοινό δημιουργός της ελληνικής γραμματείας. Μία πρόχειρη καταμέτρηση
των ονομάτων των ελλήνων και ελληνίδων λογοτεχνών της δωδεκάτομης λογοτεχνικής
εγκυκλοπαίδειας του Χάρη Πάτση, θα μας δώσει περίπου έναν αριθμό 6.500
συγγραφέων. Και μόνο τον κατά προσέγγιση αυτόν αριθμό ονομάτων να έχουμε υπόψη
μας, κατανοούμε ότι ακόμα και οι επίσημοι ιστορικοί της ελληνικής λογοτεχνίας
και άλλοι ερευνητές, δυσκολεύονται να «ανακαλύψουν», να διαβάσουν και να
αφομοιώσουν έναν τόσο πολυπληθή αριθμό λογοτεχνικών έργων και συγγραφικών
καταθέσεων. (Ίσως εδώ οφείλεται η αυστηρή κριτική επιλογή και ανακύκλωση των
ίδιων ονομάτων και η παράλειψη άλλων, η παραγκώνισή τους. Στο γεγονός ότι
παλαιότεροι ιστορικοί οι οποίοι καταπιάστηκαν με το θέμα, έγραψαν Ιστορίες της
Ν. Λογοτεχνίας σαν ένα είδος τηλεφωνικού συγγραφικού καταλόγου. Αλλά ας μην
ξεστρατίσουμε).
Τα
λογοτεχνικής φύσεως ερωτήματα για την περίπτωση του διακριτικού, σεμνού,
αποτραβηγμένου και εγκατεστημένου στην πατρώα νήσο του, την Σκιάθο, αθόρυβου
μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και λογοτεχνικά κυκλώματα- στέκια (όπως
ομογνωμούν οι σχολιαστές του) Ζήση Οικονόμου ήρθαν να επιβεβαιωθούν όταν
αγόρασα και διάβασα το αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού «Μανδραγόρας» τετραμηνιαίο
περιοδικό για την τέχνη και τη ζωή του συγγραφέα και εκδότη Κώστα Κρεμμύδα για
τον Σκιαθίτη ποιητή και δοκιμιογράφο. Βλέπε τεύχος 26/ 9,10, 11, 12, 2001.
Αφιέρωμα: Ζήσης Οικονόμου. Ο ποιητής του άχρονου. Σελίδες 110, τιμή 7,5 ευρώ.
Το κατατοπιστικό και χρήσιμο αφιέρωμα του καλού περιοδικού περιέχεται στις σελίδες
40-80. «Ζήσης Οικονόμου Αφιέρωμα, (1911-) 67 χρόνια παρουσίας στα ελληνικά
γράμματα» την Επιμέλεια είχαν η ποιήτρια Αριστέα Παπαλεξάνδρου και η κόρη του
λογοτέχνη και ανθολόγου Σωκράτη Σκαρτσή, η Ξένη Σκαρτσή. Στις άλλες σελίδες του
περιοδικού επίσης διαβάζουμε την «συζήτηση για την Ποίηση της ήττας», την
παρουσία της ζωγράφου Φρίντα Κάλο, το β΄ μέρος της μελέτης Κοτοπούλη- Κυβέλη,
σελίδες για τους ποιητές Ζεν κλπ. Στην εναρκτήρια σελίδα 40 διαβάζουμε: «Στο
αφιέρωμα προτάσσεται ένα κείμενο του Ζήση Οικονόμου με τίτλο «Διεθνής Σύγχυση»
που γράφτηκε ειδικά για το αφιέρωμα του περιοδικού τον Σεπτέμβριο 2000 και
απηχεί τις σημερινές απόψεις του ποιητή». Διαβάζουμε:
«Ο Ζήσης (Ζαχαρίας)
Οικονόμου γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 6 Απριλίου 1911, τέσσερις μήνες μετά το
θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, με τον οποίο υπήρξε μακρινός συγγενής από
πλευράς των μητερών τους. Σε ηλικία δέκα ετών έμεινε ορφανός από πατέρα (ήταν
πλοίαρχος και ιδιοκτήτης ιστιοφόρου) . Η μητέρα του, άριστη βιοτέχνης
σκιαθίτικων ταπήτων, μεγάλωσε τα τρία της παιδιά δουλεύοντας στον αργαλειό και
συμπληρώνοντας με τη σύνταξη του συζύγου της. Νεαρός ακόμα έμαθε πολλές ξένες
γλώσσες, ενώ ασχολήθηκε αρχικά με τη γλωσσολογία. Ως προστάτης οικογένειας
υπηρέτησε μόνον τέσσερις μήνες στο ναυτικό’ στη διάρκεια του ελληνοιταλικού
πολέμου επιστρατεύθηκε ως διερμηνέας της ιταλικής και γερμανικής γλώσσας, στο
επιτελείο του Γ΄ Σώματος Στρατού. Στην Κατοχή με την γυναίκα του Ευγενία το
γένος Δεληγιάννη, ταξίδευαν με ένα μικρό σκάφος στα νησιά και τις θάλασσες του
βόρειου Αιγαίου και του Ευβοϊκού’ θεωρήθηκαν ύποπτοι και ταλαιπωρήθηκαν από
Ιταλούς, Γερμανούς, αλλά και Έλληνες. Η γλωσσομάθεια, η ειλικρίνεια και η
αφοβία τους συντέλεσαν ώστε να διασωθούν
από τους πολλούς κινδύνους. Οι εμπειρίες καταγράφηκαν, ακόμη και με ψευδώνυμο,
σε περιοδικά και εφημερίδες εκείνης της εποχής. Εμφανίστηκε στα ελληνικά
γράμματα το 1934 με την ποιητική συλλογή «Η εποποιία των αγενών μετάλλων».
Εκτός από ποίηση ασχολήθηκε με το δοκίμιο περιλαμβάνοντας στην θεματική του
κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά ζητήματα με διεθνή και διαταξική διάσταση και
έντονα τα στοιχεία των υπαρξιακών του αναζητήσεων….»
Ας
αντιγράψουμε τους συμμετέχοντες και τα κείμενα:
-Εισαγωγικό
Σημείωμα της Ξένης Σκαρτσή. Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΧΡΟΝΟΥ ανώνυμη ζωή στο αστάθμητο και
στο ρυθμό σου πλέω και ζω, 41. – Ζήσης Οικονόμου, Η Διεθνής σύγχυση, 42-43.-
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΖΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ (Η ΕΠΟΠΟΙΙΑ ΤΩΝ ΑΓΕΝΩΝ ΜΕΤΑΛΛΩΝ. Μικροαστοί,/ Οι
άνθρωποι δεν είναι κακοί,/ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΤΟΥ. Σαν το τίποτα,/ ΑΝΑΡΡΩΣΗ.
Αρχαίες πόλεις./ Η εσωχώρα της απολύτρωσης,/ Μνήμη καθαρή,/ Ετοιμότητα,/
Εποπτεία./ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΣ ΓΗΣ Σπιθούλες τρεμάμενες,/ Συναίσθημα ωκεάνειο,/ Η
ερημία του πλήθους μας,/ Μελέτη θανάτου,/ Είν’ όμορφη του ανέμου η συνοδειά,/
Όταν μας φωνάζει μια φωνή./ ΑΙΘΡΙΑ ΣΙΓΗ Κοιμήσου, Κοιμήσου κορμί,/ Βλέπω τον
ανθό του αγριολούλουδου,/ Γύρω απ’ το μύθο γυρεύω την τάξη,/ Κύμα χαράς,/
ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΥΤΑΞΙΑΣ, Ιερή θαλπωρή,/ Το κενό και τα πάντα,/ Παίζοντας με
σκιές,/ Ψυχικό τοπίο. Σελ. 44-47. –Ζήσης Οικονόμου, Αποσπάσματα από το «Ημερολόγιο
της Ερημιάς και της Σιωπής», 48.- Συνέντευξη με τον Ζήση Οικονόμου, Σκιάθος,
Οκτώβριος 2000. «Ο άνθρωπος είναι σκλαβωμένος από τον εαυτό του και απ’ το
περιβάλλον του». Στην πραγματοποίηση της συζήτησης και την απομαγνητοφώνηση
συνέβαλαν ο Κώστας Κρεμμύδας, ο Σταύρος Μίχας και ο Θανάσης Παπαγεωργίου, σ.
49-53.- Γιώργου Παναγιωτίδη, «Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΖΗΣΗ
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ», σ. 54-56. –Θανάσης Τζούλης, «Ζήσης Οικονόμου, Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΩΝ ΑΓΕΝΩΝ
ΜΕΤΑΛΛΩΝ», σ. 57-64. – Αλέξης Ζήρας, «ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΩΝ
ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΖΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ», σ. 65-66. –Σωκράτης Λ. Σκαρτσής,
«ΜΕ ΤΟΝ ΖΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΤΗΣ «ΕΡΗΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ»»., σ.67-68. –Γιώργος
Μαρκόπουλος, «Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΗΣ «ΑΙΘΡΙΑΣ ΣΙΓΗΣ»», σ.69. – Σταύρου Μίχα, «Ο ΖΗΣΗ
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΔΕΝ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ» (ποίημα), σ. 70.- Βαγγέλη Κάσσου, «ΤΟ
ΧΑΩΔΕΣ ΔΩΜΑΤΙΟ» (ποίημα), σ.70. – Ο ΖΗΣΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ και η κριτική….», σ. 71-79.
[δημοσιεύονται αποσπάσματα κριτικών σημειωμάτων των: Κλέων Παράσχου, Ε. Ν.
Μόσχου, Βάσου Βαρίκα, Αντρέα Καραντώνη, Άρη Δικταίου, Μιχαήλ Περάνθη, Ανθούλα
Δανιήλ, Ηλία Κεφάλα, Αλέξη Ζήρα, Παύλος Φλώρος, Μιχάλης Μερακλής, Βασίλης
Στεριάδης]. Το Αφιέρωμα του περιοδικού «Μανδραγόρας» στον Ζήση Οικονόμου
ολοκληρώνεται με την «ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ & ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ζήση Οικονόμου, σελίδα 80. Όπως
αναφέρει το περιοδικό στην σύνταξη και
τον σχεδιασμό της υπήρξε πολύτιμη η βοήθεια των Αλέξανδρου Αργυρίου και Αλέξη
Ζήρα. Η ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ περιλαμβάνει την Ποίηση, τα Πεζά (Ημερολόγια) το Θέατρο, τα
Δοκίμια, τις Κριτικές και Μελέτες του. Η Βιβλιογραφία καταγράφει περί τα 30
ονόματα.
Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε ότι το
επαρκές Αφιέρωμα του περιοδικού, μας προσφέρει μια επαρκή εικόνα της παρουσίας
του Ζήση Οικονόμου και βοήθησε τον γράφοντα να ξεκαθαρίσει θέματα φιλολογικής
φύσεως που τον αφορούσαν και πως τον αντιμετώπισαν οι κριτικοί της εποχής του.
Η δεύτερη πηγή γνωριμίας μας με την
ποίηση και την φιλοσοφία του ατόμου, ποιητή και μεταφραστή Ζήση Οικονόμου
στάθηκε ο τόμος 156 σελίδων με αριθμό 15 της σειράς «εκ νέου» των εκδόσεων
Γαβριηλίδης: ΖΗΣΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΜΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΔΑΛΛΑ, Αθήνα 2002. Η
εξαιρετική δουλειά του κριτικού και ποιητή, δοκιμιογράφου Γιάννη Δάλλα, μας
κάνει γνωστή μέσω της Ανθολόγησής του και της μελέτης του που προηγείται της
παρουσίας του Ζ. Οικονόμου. Διαβάζουμε:
«Ο Οικονόμου είναι σήμερα ο μόνος
ίσως επιζών απ’ τη γενιά εκείνη, της δεκαετίας του ’30. Συνομήλικος του Ρίτσου
(γενν. 1909), ίσως και του Σαραντάρη (1908)- και άς υπέβαλε ο ίδιος την ιδέα
πώς γεννήθηκε το έτος του θανάτου του Παπαδιαμάντη (1911)- εμφανίστηκε στα
γράμματα πρίν από το 1935 (τη σημαντική χρονιά που εκδίδονται τα Νέα Γράμματα
και η Υψικάμινος του Ανδρέα Εμπειρίκου) και παρήγαγε έκτοτε μιά ποίηση
πληθωρική και αδιάλειπτη, όπως φαίνεται και από την συχνότητα των συλλογών του:
Η
εποποιία των αγενών μετάλλων, 1934. Ο κόσμος στη δύση του, 1935, Ανάρρωση,
1935, Τοπία, 1936, Η προσευχή της Γης, 1938, Ωκεάνεια, 1939, Η συνοδεία του
ανέμου, 1945, Στο σταυροδρόμι του χρόνου, 1946, Προς τον καθαρό εαυτό, 1953,
Αιθρία σιγή, 1976, Και επί γης ειρήνη (σάτιρα), 1984, Μαύρο χιούμορ γι’ αυτά
που μας συμβαίνουν, 1988, Χρονικό της «Νέας Ευταξίας», 1994.
Πρόκειται
για ποίηση που δείχνει ήδη με τις πρώτες, προπολεμικές του συλλογές νεότροπη.
Όχι όμως και από τους κρατούντες τα ηνία επαρκής για να θεωρηθεί μοντερνιστής
ανάλογος εκείνων’ και έτσι δεν συμπεριελήφθηκε στην τάξη ούτε κάν των
δευτεροκλασάτων –στους οποίους περιλήφθηκε, π.χ. και ο Αντωνίου- της δεκαετίας
του ’30. Τάξη αυτοπεριχαρακωμένη, αφενός από τους οπαδούς του αγγλοσαξονικού
μοντερνισμού και αφετέρου από τους προσήλυτους της γαλλικής πρωτοπορίας. Οι
μετασυμβολιστές του εικονισμού από τη μία και οι υπερρεαλιστές από την άλλη: ο
Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος, ο Εγγονόπουλος. Μια περιχαράκωση που έτεινε
μονίμως προς την αυτοαναφορικότητα, περίκλειστη. Για να συμπεριληφθεί και ο
Ρίτσος, λ.χ., στην χορεία τους, χρειάστηκε να αναδιπλωθεί και να ανοιχτεί και
αυτός στα ξένα ρεύματα και στις τεχνικές του δυτικού μοντερνισμού, πράγμα που
έγινε με τα μικρά και τα μεγάλα του ποιήματα, τα υπαρξιακά και τους δραματικούς
του μονολόγους, στην δεκαετία του ’50 και ’60.
Ο
Οικονόμου απεναντίας θεωρήθηκε από τους ιθύνοντες εκείνων των ρευμάτων πώς δεν
ταίριαζε στην τάξη τους. Πώς δεν ταίριαζε με τη μοναστική του βιοκοσμοθεωρία
και με την ποιητική της: την ποιητική του αναχωρητισμού και ακόμη την ποιητική
ως τεχνική αυτή καθεαυτή. Χάρη στην ποιητική αυτή και με τις δύο εκδοχές της,
την ιδεολογική και την εκφραστική, ο Οικονόμου αντιδιαστέλλεται ακόμη και από
την ποιητική του Ρίτσου. Τους συναναφέρω, γιατί εκτός από τη φιλία τους,
συμπορεύονται αρχικά παράλληλα ιδεολογικά και αισθητικά, χωρίς να ταυτίζονται,
ξεκινώντας πάντως και οι δυό εκτός του ρεύματος που επέβαλε η πλειάδα των
πρωτοκλασάτων που αναφέραμε. Και παρά την ιδεολογική διαφορά τους στη συνέχεια,
στην αφετηρία οι εκφραστικοί τους τρόποι και τα θέματά τους είναι ανάλογα.
Τρακτέρ (1934) και Πυραμίδες (1935) ονομάζονται οι σύγχρονες προς τις δικές του
(Η εποποιία των αγενών μετάλλων, 1934, και Ο κόσμος στη δύση του, 1935)
συλλογές του Ρίτσου. Και η παράλληλη ανάγνωσή τους επιβεβαιώνει την κοινή
αναφορά τους σε μορφές του τεχνικού πολιτισμού και ως γραφή την παρουσία στη
φωνή τους μιάς εκφραστικής λογοκρατίας.»… σ. 14-16.
Η συναναφορά του Γιάννη Δάλλα με την
ποίηση του ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου και ο αποκλεισμός του Ζ.
Οικονόμου από τον ποιητικό λειμώνα του μοντερνισμού, από μεγάλα ελληνικά
ποιητικά μεγέθη και εκπροσώπους του, και μιά τάση απομονωτισμού του ίδιου του
ποιητή δηλώνουν τόσο την ταυτότητα και την ποιότητα του χαρακτήρα του Οικονόμου
όσο και γιατί κατά κάποιον τρόπο «περιθωριοποιήθηκε» για μεγάλα χρονικά
διαστήματα η συγγραφική του παρουσία. (Ο Ζήσης Οικονόμου, αποσύρθηκε στη Σκιάθο
ασχολούμενος με την καλλιέργεια της κηπουρικής και με θαλάσσιες ασχολίες ως
ναυτικός). Εδώ, για να είμαστε δίκαιοι, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε το εξής. Ο
Ζήσης Οικονόμου, ως ποιητής μάλλον καλλιέργησε και υπηρέτησε την στοχαστική και
δοκιμιακή του φλέβα περισσότερο από την ποιητική, ή αν θέλετε, διοχέτευσε την
ποιητικότητα και ποιητική του λόγου του μέσα στον πεζό και θεατρικό, κριτικό
και δοκιμιακό του λόγο. Ο Ζήσης Οικονόμου άνοιξε την βεντάλια των
προβληματισμών και στοχασμών πάνω σε διεθνών
συμβαίνοντα προβλήματα και γεγονότα του καιρού του, ζητήματα κρίσιμα και καίρια
του τεχνολογικού πολιτισμού και της αλόγιστης ανάπτυξής του, επικράτησής του.
Στην νέα μοντέρνα κυριαρχία των επιστημών και την δεσποτεία των επιτευγμάτων
της, των επιπτώσεών της στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, στις
διαπροσωπικές σχέσεις και τις ζωές των ανθρώπων, τον παραμερισμό των
χριστιανικών και ανθρωπιστικών αξιών στις σύγχρονες μεταπολεμικές κοινωνίες και
την διάπλαση του χαρακτήρα του σύγχρονου ανθρώπου. Όπως δείχνουν και οι
συμμετοχές του στο περιοδικό Φιλολογικά Χρονικά, που μαζί με τα δημοσιεύματα
του Ντίμη Αποστολόπουλου αποτελούν μια διακριτή στοχαστική και φιλοσοφικών
αποχρώσεων φωνή στην ύλη τους. Μια έμφυτη θρησκευτική του φλέβα, οι εσωτερικές
του ανησυχίες, ο ενεργός στοχασμός του, η φιλοσοφική του ροπή και μια τάση
κοινωνιολογίζουσας οπτικής των πραγμάτων, εξέτασης και αντιμετώπισης τόσο των
κοινωνικών όσο και των φιλολογικών προβλημάτων -θεμάτων, τον απομάκρυναν όπως
φαίνεται από την καθαρή φόρμα του ποιητικού λόγου και την μόνη υπηρέτησή της
μέχρι τέλους. Το κλίμα της ναυτοσύνης μέσα στο οποίο μεγάλωσε και το αίσθημα
ελευθερίας και ανεξαρτησίας της τον βοήθησαν να απαλλαγή από φιλολογικές και
άλλες κατεστημένες των λογίων και διανοουμένων δεσμεύσεις, με πολλούς από τους
οποίους συνδέθηκε φιλικά. Απομακρύνθηκε από τα θέματα και τα ζητήματα την
μυθολογική πλαστουργία και ποιητική εικονοποιία που σπουδάζουν οι «καθαρόαιμοι»
ποιητές. Η κάπως αγχώδης διάθεσή του δεν τον έκαναν να χάσει την σατιρική του
διάθεση όπως φαίνεται σε ορισμένα βιβλία του. Μονήρης σαν χαρακτήρας και με
τάσεις αναχωρητισμού εγκατέλειψε κατά διαστήματα το μεγάλο αστικό και άξενο
κέντρο που είναι η πρωτεύουσα και βρήκε την ηρεμία και την ησυχία του στο νησί
του όπου έζησε μέχρι το τέλος του επίγειου βίου του. Λειτούργησε σαν ναυτικός
που μετά τις περιπλανήσεις του, επιστρέφει στα γενέθλια χώματά του, σαν άλλος
Οδυσσέας, δίχως να χάνει την κριτική του ματιά, την φιλολογική του στόφα ακόμα
και απέναντι στους πρώην ιδεολογικούς και πνευματικούς του συνοδοιπόρους.
Διαβάζουμε στην σελίδα 123 του Ανθολογίου συνταγμένου και επιλεγμένου από τον
Γιάννη Δάλλα:
«Ο «ερημίτης» που
αποσύρθηκε κι αυτή τη φορά σε ερημόνησο, επιστρέφει σε κοινωνία.
Τώρα
συναντά ξανά φίλους και συναδέλφους και άλλους, φιλικά και εγκάρδια, παρ’ ότι
τόσο διαφορετικής νοοτροπίας και δραστηριότητας εκ μέρους των, αφού όλοι είναι
βυθισμένοι σε ανεπίγνωστη πνιγηρή, πολυεπίπεδη συνθήκευση και ψυχοκοινωνική
ερημιά των πληθυσμών, συνεργώντας, κι αυτοί αδιάλειπτα για την κατασκευή
αντιφύσης, αντινοημοσύνης και αντίκοσμου.
Διαπιστώνει
ξανά ο «ερημίτης» αυτός, ότι από δεξιά, κεντρώα και από αριστερά οι
διανοούμενοι είναι περισσότερο αλλοτριωμένοι και δουλικοί προς ιδεολογικούς και
πολιτικούς «θεούς» κάθε δημαγωγίας, για πάση θυσία δύναμη κι εξουσία
κλεμμένη.».
Το απόσπασμα της αυτοβιοθεωρίας του
προέρχεται από το «Ημερολόγιο της ερημιάς και της σιωπής», 1989.
Με τα δύο αυτά επαρκή αναγνωστικά
εφόδια-παρά του ότι δεν έχουμε στην διάθεσή μας το ποιητικό και το δοκιμιακό
και θεατρικό Corpus του
Ζήση Οικονόμου, (έχοντας όμως διαβάσει αρκετές στα περιοδικά που
πρωτοδημοσιεύτηκαν κριτικές για το έργο του, πχ. Νέα Εστία», «Τα Νέα Γράμματα»,
«Τα Νεοελληνικά Γράμματα» κλπ.) επιλέξαμε να καταγράψουμε την εμφάνισή του στο
περιοδικό Φιλολογικά Χρονικά και να μεταφέρουμε ποιήματά του και φιλολογικά
μελέτημά του.
Η παρουσία του στα Φιλολογικά Χρονικά
1945
-τεύχος
27/15-5-1945
ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΜΑΣ, σ.162-167 (μελέτη)
-τεύχος
30-31/ 1-15/7/1945
ΠΡΩΤΙΜΟ ΤΗΝ
ΑΡΩΣΤΕΙΑ, σ.292 (ποίηση)
ΕΛΛΕΙΨΗ
ΕΝΟΤΗΤΑΣ, σ.310-312 (Η κίνηση των ιδεών)
-τεύχος
32/1-9-1945
Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ, σ.358-360 (Η κίνηση των ιδεών).
1946
-τεύχος
37/1-1-1946
Η ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ
ΕΞΟΥΣΙΑΣ, σ.59-62 (Η κίνηση των ιδεών)
-τεύχος
38-40/ Φεβρουάριος- Μάρτιος 1946
ΕΞΗ ΕΡΩΤΙΚΑ
ΤΟΠΕΙΑ, σ.74-76 (ποιήματα)
ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ
ΜΟΥΣΙΚΗ, σ.101-105 (Η κίνηση των ιδεών)
-τεύχος 42/
1-6-1945
Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ
ΤΥΡΟΥ, σ.189-190 (ποίηση)
-τεύχος 44/
Χριστούγεννα 1946
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, σ, 281-284 (ποιήματα)
ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ
ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΩΝ ΤΟΥ
Ε
Ξ Η Ε Ρ Ω Τ Ι Κ Α Τ Ο Π Ε Ι Α
Ι
ΚΑΙ ΣΥ ΖΕΣΤΟ ΜΗΔΕΝ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ
Ήρθες
περαστικιά κι’ εγώ σ’ αντίκρισα
μιά στιγμή,
που το φόρεμά σου ανάπνεε
μέσα στ’
όνειρο της θέρμης του κορμιού σου.
Πήγαμε
περίπατο και χάθηκες
σκιά
προγονική μέσα στο δάσος.
Κάθομαι,
περιμένω ανασκαλεύοντας
του
δρομίσκου τη σκόνη, δεν ήρθες.
Τα πρόβατ’
επιστρέφουν απ’ το βόσκιμα
σ’ άγνωστην
ώρα’ το κύμα στο γιαλό σιωπηλό.
Και Σύ,
ζεστό μηδέν του ονείρου.
ΙΙ
ΜΑΛΛΙΑ ΠΟΥ ΣΟΥ ΤΑ ΧΤΕΝΙΣΕ Η ΦΥΓΗ
Κάθισες
δίπλα μου, ζεστό το βράδυ αχόρταγο
όπως η φωτιά
μετά τη φλόγα.
Μαλλιά που
σου τα χτένισε η φυγή απ’ αυτή τη γη
και χέρια
αγαπημένα που χαϊδεύω.
Πού
βρίσκομαι; καμμιά φωνή.
Στην
υπόκουφη αυτή, του Νεκρού ευρυθμία
ακόμα κοντά
μου; σ’ αυτό τον Γκρεμνό
που θα με
πάρει ανεπίστρεφτα, είσαι κοντά μου;
Δάκρυσες:
δάκρυ κουρνιαχτός, χρώμα σ’ αυγή
μιά στιγμή
χαράς και γύρω μας το αιώνιο.
ΙΙΙ
ΣΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ ΣΟΥ ΤΟ ΠΕΛΑΓΟΣ ΑΡΜΕΝΙΣΣΑ
Χτένιζες τα
μαλλιά σου και σε κοίταζα
κρυφά, ήξερα
πώς δεν είσουν
παρούσα:
αφηρημένη ποθητά.
Στού ονείρου
σου το πέλαγος αρμένισσα
και σ’
έφτασα και σ’ είδα.
-«Καλώς τον,
μούπες, σε περίμενα:
άκου τη
θάλασσα στην πλώρη σα ρυθμός
γλυστρά, και
σα αρμονία της ηδονής μας.
Άκου τη
θάλασσα: να πέσουμε στα βάθη της’
το σύμπαν
ρήχεψε, να πέσουμε στα βάθη της
ευγενικιά
ψυχή, πού ενόχλησεν η μέρα.»
IV
ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΣΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ
Πού πάμε σ’
αυτό το βυθό; Δεν είσουν συ
μέσα στο
φώς, μέσα στο χάδι, μέσα στ’ όνειρο
της διπλής
μας παρουσίας μόνης μ’ ένα;
Τα χρώματα
στο σούρουπο τονίσανε
της θλίψης
μας την πλέξη, το νανούρισμα
της απώγειας
αύρας με καλεί. Δεν είσουν συ
σ’ εκείνο τ’
ακρογιάλι που η ψαρόβαρκα
λικνιζόταν
σαν παιδί μέσα στο αιώνιο;
Κλαδιά στους
απόκρημνους βράχους
και λιγ’
αγριόχαρτ’ ανάμεσα
στις σχισμές
κατοικούν’
θυμάρι και
ρίγανη
το ερωτικό
τοπείο αρωματίζει.
Πού πάμε σ’
αυτό το βυθό
της θλίψης μας,
δεν είσουν σύ, δεν είμ’ εγώ;
Σαν πέρασμα
του ανέμου μένει η μνήμη.
V
ΕΙΜΑΣΤΑΝ ΤΡΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΔΥΟ ΜΑΣ
Κόψαμε τ’
αγριολούλουδα στο λόφο εκεί,
σε ποιόν να
τα προσφέρω;
Οι ώρες
περνούν και δεν έχουμε
τόσον καιρό’
έλα ν’ αγαπηθούμε.
Το κύμα
ξεσπά στο γιαλό
κι’ οι
στιγμές στις καρδιές μας συνέρχονται
σε μυστική
συνδιαλλαγή: δεν έχουμε καιρό
ο θάνατος
κοντά μας γρατσουνίζει.
Ο κόσμος της
σιωπής αναρριχήθηκε
στής
επιθυμιάς σου τον γκρεμνό
σ’ ώρα
παραθαλάσσια όπου ο Τρίτωνας
συντόνισε
στα κύματα το μουσικό μας χρόνο.
Ώ, τί χαρά
να κάθεσαι στο απάνεμο
του ηδονικού
ανέμου και να φεύγεις.
VI
ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ ΣΚΟΡΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΟΡΙΖΟΝΤΑ
Σε κύτταζα
στα μάτια, αιώνια αυτά
πετράδια πού
θα σβήσουν, να χορτάσω
να ρουφήξω
τη μορφή σου στο βυθό.
Άσε με νάμαι
μόνος μιά στιγμή
στα ερημικά
συναισθήματα
που
πλημμύρισαν τη γη μας.
Άσε με μόνο
να ρθώ
απ’ άλλο
δρόμο να σ’ εύρω.
Θάναι καλό
το ταξίδι μας
χαίρετε’
τα σύννεφα
σκορπάνε στον ορίζοντα
κι’ έφτασε η
Νύχτα.
Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ
Ο Κ Λ Ι Μ Α
Ι
Η
ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΗΣ
Βοσκοί
συνομιλούσαν στ’ ανοιχτό
του δάσους’
πέρασα και κάθησα κι’ εγώ
στο τυχαίο
μάρμαρο κι’ ακούω.
Χλόη δρόσιζε
τη γη κι’ ένας βοσκός σε μιά στροφή
του αρχαίου
παραμυθιού του, αναταράχτηκε:
τί ήταν
εκείνο το λευκό, ταέρινο γυμνό
πού πέρασ’
αστραπή, απ’ το φράχτη πίσω;
Ήταν αυτή, η
ωραία μας Άρτεμη
πού κάθεται
στον κύκλο μας τριγύρω
γυμνή:
μαλλιά ριχτά, χέρια υψωμένα σα να πρόσφερνε
σταφύλια
λόγου στα στεγνά μισάνοιχτά μας χείλη.
Μα ένα
μυρμήγκι απ’ τα χίλια της φωληάς
πού μας
έκανε παρέα
σκαρφάλωσε
και στάθη στην πηγή της.
Σά βέλος
άστραψε’ κι’ εμείς που δεν συνήλθαμε
ακόμ’ απ’ το
γλυκό της θέαμα
-φτωχοί
βοσκοί στα βράχια της Ελλάδας-
την είδαμε
να φεύγη τρέχοντας
παρθενική
ηδονή αποποιημένη.
ΙΙ
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΟ
(Πελαγονήσι, νότια ακτή 1940)
Εγώ είμ’ εδώ
στον τόπο αυτό σ’ αιώνια ανάπαυση’
να και της
βάρκας τα πλευρά, να και του σκύλου μου
τ’ Αστέρα
του συνώνυμου τάσπρα τα οστά:
στην άγριαν
ομορφιά των νησιών
αυτών, και
των υφάλων
τη ζωή μου
πέρασα
περιφρονώντας
τον υπόκοσμο των μηχανών και ιδεών.
Τρώγαμε
ψάρια και κάποτε, του σκύλου μου το θήραμα
άγρια
κατσίκια’
κι’ η βάρκα
στην καμπύλη του γκρεμνού
σε δυό
πιθαμών αμμουδιά
τη μύτη της
ξούσε
πιστή μου
ερωμένη ολοκάθαρη.
Εγώ είμ’ εδώ
στον τόπο αυτό σ’ αιώνια ανάπαυση:
ευχαριστώ
για το καλό και το κακό του κόσμου.
ΙΙΙ
ΣΤΟ
ΠΑΛΑΤΙ ΤΗΣ ΚΝΩΣΟΥ
Η
βασιλοπούλα πιά μεγάλωσε’
σκάβουν στ’
αμπέλια’ το χορτάρι θέριεψε
στου κήπου
τη γωνιά, κι’ αυτή σε μιά
σεπτή
μελαγχολία.
Περπατά ως
το περιστύλιο μυθική
κάθεται στη
βεράντα
ακούει τις
φωνές των σπιτικών’
είναι ώρα,
θαρρεί, για την κώμωση;
η καλή της
τροφός περιμένει;
είναι ώρα,
θαρρεί, για λουτρό;
ή γιά τη
μύηση μπροστά στον ιερέα;
Έχασε το
αίσθημα του χρόνου, έχασε το βάδισμα
το στέριο
βάδισμά της πάνω στα ψυχρά
μάρμαρα των
παλατιών της.
Θυμήθηκε μιά
μέρα πού σ’ απέραντα
θερμά
χωράφια τους, κορίτσια δούλευαν
με τη γή, με
τις ρίζες, με τά φύλλα.
Θυμήθηκε
στιγμές ταπομεσήμερου
γυμνά κορμιά
και ψίθυρους κι’ οξείς
ήχους,
κραυγές σχιστές πνιγμένες στην απόλαυση.
Θυμήθηκε το
ναύτη στην αγκάλη
και τις
πραγμάτιες και τα ξένα πρόσωπα
ταρμυρά, τα
γερά, τα παράξενα
με θάλασσα
και μ’ όνειρο βαμμένα.
Σκάβουν στ’
αμπέλια, το χορτάρι θέριεψε
στού κήπου
τη γωνιά κι’ αυτή σε μιά
ζεστή
λιποθυμιά, τη βρήκε ανάσκελα
η
απαρηγόρητη, η πιστή κι’ ωραία τροφός της.
IV
ΤΟ ΑΙΓΑΙΟ
ΣΙΓΗΣΕ ΚΑΙ ΓΔΥΘΗΚΕ
Γενάρη μέρα
πρωϊνή, αλκυόνες λαίμαργες αργούν
πάνω στους
έρημους βράχους.
Κι’ εμείς,
ψαράδες φτωχοί σ’ αυτά τα νερά
σ’ αλίμενη
εποχή, γιατί να μή σταθούμε
σε τούτη τη
σπηλιά; Ζεστό φαϊ, γλυκιά ξεκούραση
τον ύπνο μας
θα φέρει.
Μά ο καλός
μας συνοδός, η φώκια η φιλέρημη
αδέξια,
βιαστική, γοργή, πετάει στην πλώρη
τη σουβλερή
της κεφαλή, σημάδι του χειμώνα.
Κι’ εμείς,
τα παραμύθια της Κλειώς ακούγοντας
παραμελήσαμε
της τρικυμίας την μπόρα.
Πάνε τα
σύνεργα κι’ η βάρκα μας κι’ όλα ταγαπητά
συντροφικά
μας πράγματα πού αγγίζαν τη ζωή μας.
Μά η
ψαροπούλα η Κλειώ με την κοχύλα της
το Αιγαίο
σίγησε και γδύθηκε
κι’ η φώκια
στην ακτή απορεί
που η κόρη
της μας χάρισε
ταγνό της,
τακατάδεχτο, ταδάμαστό της σώμα.
Η ΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ
ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ
ΜΟΥΣΙΚΗ
Με την επαφή μας προς τους πρωτόγονους
λαούς, δεν έπαθε μόνο το πολιτισμένο αυτοσυναίσθημα του αστισμού, αλλά δεν
αποδείχθηκε πόσο αφηρημένη και άζωη κατάντησε η πολιτισμένη τέχνη χωρίς
περιεχόμενο, σαν φανατική πειθαρχία και διακόσμηση ωραιόπαθη, ή σα λεύτερη τάχα
κι’ «αυθόρμητη» έκφραση περιεχομένων.
Η δεύτερη περίπτωση είναι ακόμα πιό
φτωχή, γιατί αφού μας στερεί από ένα οποιοδήποτε κέντρο επαφής και πηγής της
συγκίνησης, δεν μας αποζημιώνει ούτε λογικά κάν, μέσα στο φόρτο των παράξενων
τάχα και απόκρυφων συμβόλων που σημαίνουν όλα ή τίποτε, δηλ. την ευκολία κι’
επιδεξιότητα της παράταξης ωραίων λέξεων, ετερόκλητων συμβόλων, βαρβαρικών
ρυθμών, ή παρατεταμένων αρμονιών που σκοπεύουν να γεμίσουν το στείρο άδειο του
«πολιτισμένου και καλλιεργημένου δέκτη, να εξαφανίσουν και την ελάχιστη επαφή
με τον εαυτό του, σε μιά φυγή προς το θόρυβο και την ακαταστασία, η μόνη
εγγύηση ότι δεν θα ξυπνήσει καμμιά συγκίνηση και δεν θα συμβεί καμμιά παρουσία
του εαυτού μας.
Όμως, όπου ο ευαίσθητος δέκτης
συναντηθεί με αληθινή ποίηση ή μουσική δημιουργία, τότε γεννιόνται συναισθήματα
αβύσσου και μιά συμπύκνωση της αβύσσου σε ρυθμούς κι’ αρμονίες του ψυχολογικού
χρόνου μας του εσώτατου, απ’ όπου αναδύονται πνευματικά τοπία και νησίδια σαν
συγκίνησης από βάθος ωκεανού.
Αλλ’ αυτό συμβαίνει πολύ σπάνια, γιατί
σπάνιοι είναι οι κατάλληλοι δέκτες και σπάνια είναι η αληθινή μουσική και
ποίηση.
Γενικά επικρατεί το άκρο σύμπλεγμα του
αστοπρολετάριου και του γραφειοκράτη στο γούστο του σημερινού πολιτισμού, βασικά αντισυγκινητικού,
επιπόλαια κι’ ακατάστατα αισθηματικού και χυδαία αισθησιακού.
Επί πλέον, το σύμπλεγμα αυτό κατέχει τη
λογιστική των συγκολλήσεων και των αφηρημένων μέτρων που αναζητά ν’ αναγνωρίσει
το Ωραίο και το Καλό σε συλλογισμούς, να το επιδοκιμάσει σαν συνταύτιση με μιά
σειρά κανόνων, ή να το κατακρίνει με μιάν άλλη σειρά, εκ των προτέρων
παραδεγμένων πού είναι πρόχειρη στη συνείδηση και είναι η συνείδηση- δήμιος
εναντίον κάθε εισβολής των ζωτικών απροόπτων, σαν φρουρός κατά της συγκίνησης
και κατά της κίνησης της ψυχής: την προλαβαίνουν επιδοκιμάζοντας, ή κατακρίνοντας
λογικά, για να αποτρέψουν την εξαπόλυσή της.
Έτσι, στη μουσική, η χρονική διάρκεια
γεμίζει βιαστικά νε ρυθμούς, χωρίς ψυχική αναλογία κι’ ανταπόκριση ή μ’
αρμονίες διαρκέστατες, χωρίς ζωντανές σιωπές, όπου μέσα τους να πιστοποιείται ο
εαυτός μας σαν φορέας της συγκίνησης.
Ο θάνατος
της συγκίνησης δικαιώνεται με την συνωθούμενη παρουσία των άδειων ρυθμών, που
δεν τολμούν ν’ αφήσουν λάθη και παραφωνίες τα σημάδια συγκεκριμένης, ζωντανής
αντίστασης, γιατί δεν μπορούν να τα συγχωνεύσουν σ’ αρμονίες, γιαυτό καταφεύγουν
σε άψογους ρυθμούς.
Στην ποίηση, το άγονο αυτό κι’ ο φόβος
μπροστά στον κίνδυνο του Χρόνου, κάνει το στιχουργό και τον αναγνώστη ή ακροατή
ν’ αποφεύγει και την πιο παραμικρή νύξη για μιά συμμετοχή στο ζωτικό ρυθμό της
φυγής του χρόνου, έξω απ’ το αφηρημένο σχήμα των ήχων, των εικόνων και των
ωραιολογιών.
Γι’ αυτό, η επικρατούσα ποίηση σ’ όλο
τον πλανήτη μας αυτή τη στιγμή, είναι μακρόσυρτη στιχουργία με πλήθος εικόνες
που τρέχουν ετερόκλητα και πληθωρικά, σαν να φοβούνται το σταμάτημα και τη στροφή
του λεύτερου ρυθμού σε σιωπή, απ’ όπου, σαν δημιουργική ανάπαυλα, θα ξεπηδήσει
η συγκίνησή μας.
Η σύγχρονη παγκόσμια στιχουργία*, εκτός
από σπάνιες εξαιρέσεις, γεμίζει όλα τα κενά με λέξεις, ωραίες ίσως, με σύμβολα
«αυθόρμητα» τάχα, με αρμονίες μακρόσυρτες, για να σκοτώσει το χρόνο της ψυχής,
για να νεκρώσει το σώμα της συγκίνησης, για ν’ αποκοιμίσει το πνεύμα.
Η σύγχρονη ποίηση είναι το παρεπόμενο της
μηχανής και μονάχα ελάχιστοι σύγχρονοι ποιηταί, σ’ όλον τον κόσμον, κατόρθωσαν
να δώσουν ψυχή στο μηχανικό και λογιστικό, συγχρονίζοντας την κίνηση του
ατσάλινου ρυθμού με αντίστοιχους ρυθμούς σιωπής της ροής του ψυχολογικού
χρόνου**.
Η τέχνη, όπως η μουσική, η ποίηση κι’ ο
θρησκευτικός χορός των πρωτόγονων (οι πρωτόγονοι χορεύουν τη θρησκεία τους, τις
σκέψεις τους και τη συγκίνησή τους) είναι ένα ερέθισμα για ξύπνημα και καθόλου
μιά παθητική παρέλαση «αισθητικής» και αρμονίας για ν’ αποκοιμίσει.
Με τη «θρησκευτική» τέχνη, το λογικό
αποκοιμιέται, αλλά για να ξυπνήσει με το υπερλογικό και μή λογικό, όπου στο
μεταξύ τους, αντί της «συνείδησης» παρουσιάζεται η συγκίνηση και η συμμετοχή
σαν χαρούμενη συνειδητοποίηση του ακέραιου εαυτού μας, κι’ όχι σα «συνείδηση»
δηλ. φρουρός και δήμιος σ’ ό,τι καταργεί τα δεσμά και τα όρια του κοινωνικού
χρόνου: της συγκίνησης.
Ο κοινωνικός χρόνος και η καθημερινότητα
μισεί τη συγκίνηση και την αντικαθιστά με τη συνήθεια, την ωραιολογία και το
τυπικό.
Γι’ αυτό η συνήθεια, η καθημερινότητα
και το «όλος ο κόσμος», για τον ποιητή και το δημιουργό είναι ο ασυμφιλίωτος
εχθρός με τον οποίο έχει εμπλακεί σ’ ένα απελπισμένο και ανεπανόρθωτων αγώνα.
Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά,
όπου όλα είναι διασπασμένα και χωριστά, ο ποιητής κι’ ο αγώνας του είναι θέμα
το πιό απωλεσμένο.
Σ’ άλλες εποχές, όπως στο μεσαίωνα, η
τέχνη ήταν η ζωντανή έκφραση κι’ επαφή με την θρησκευτική καλλιέργεια και τη
συνεργατική κοινότητα του λαού, όπου τα έργα τέχνης ποίησης και μουσικής ήταν
μιά διαρκής έκθεση και διαπαιδαγώγηση του κόσμου με τις εκθέσεις στα πανηγύρια,
με τις εκκλησίες, με τις κοινοτικές γιορτές, όπου όλος ο λαός χορεύει, τραγουδά
και βλέπει κι’ αγγίζει τα έργα τέχνης: κεντήματα, χειροτεχνήματα, ζουγραφιές
κτλ.
Σήμερα, ένα ελάχιστο και ελλειπές μόνο
απ’ αυτή την τέτοια διαπαιδαγώγηση περιορίζεται στους διανοούμενους και στις
παρέες τους κατά τρόπο διανοητικό, κανονιστικά φλύαρο κι’ ασυγκίνητο, ενώ ο
λαός μένει εντελώς ακαλλιέργητος αισθητικά, όπως και θρησκευτικά πνευματικά και
μυθικά. Η ποίηση κατάντησε «σταυρόλεξο» κι’ η μουσική, θόρυβος.
Χαρακτηριστικό απ’ τα πιό βασικά καθ’ εποχής,
είναι η αρχιτεκτονική και δεν υπάρχει στην εποχή μας πιό ανορθόγραφη, πιό
χαώδης και πιό ακαλαίσθητη από την πολεοδομική και πιό λογιστικές και τυχαίες
ρυμοτομίες, που καμμιά ποίηση και καμμιά «μουσική» ατμόσφαιρα θαλπωρής και
μύθου δεν εκπορεύουν.
Ο άνθρωπος στην πορεία του συναντά το
εμπόδιο. Προχωρεί κι’ οπισθοχωρεί, αλλά το εμπόδιο στέκει πάντα πρόκληση
αιώνια.
Γι’ αυτό ο άνθρωπος δοκιμάζει νέες
μεθόδους να εκτοπίσει το εμπόδιο και να συναντήσει το θησαυρό της καρδιάς του:
την κλίση του.
Έτσι ο άνθρωπος ψηλαφώντας να βρει το
αντικείμενο της επιθυμίας του, σκοντάφτει κι’ ανακαλύπτει το χώρο.
Η πρώτη αίσθηση του χώρου φέρνει την
απογοήτευση, γιατί συνήθως, δεν υπάρχει τόσο εύστοχα εκεί, το αντικείμενο της
καρδιάς μας.
Τότε αποπειρόμαστε μια νέα ψηλάφηση για
να γευτούμε μιά νέα αγωνία.
Το διάστημα μεταξύ δυό σημείων και δυό
συναισθημάτων αγωνίας, δίνει το αίσθημα του χρόνου.
Όταν ανακαλύψουμε το χρόνο, τότε
ελπίζουμε ότι κάποτε θα συναντήσουμε το ποθούμενο, μέσα στις ατέλειωτες σειρές
σημείων της διάρκειας.
Η ελπίδα μας υπονοεί την απελπισία μας.
Ο χρόνος είναι μέσα στην ιστορία και
καταλήγει στο θάνατο.
Ο χώρος είναι μέσα στη φύση και
καταλήγει στη μετατόπιση και την επάνοδο στο παρόμοιο ή το αρχικό.
Όταν ανακαλύψουμε το χώρο, και τη
διάρκεια από χώρο σε χώρο, το χρόνο, μας παρουσιάζεται το περιθώριο
κατευθύνσεων απ’ όπου παίρνουμε μιά «τυχαία» ή «λογισμένη» κατεύθυνση με την
ελπίδα να συναντήσουμε το ποθούμενο.
Αν με την πρώτη κίνηση το βρούμε χωρίς
εμπόδιο, δεν γεννιέται η επιθυμία.
Ο χρόνος σαν ποιότητα είναι ο ρυθμός.
Ο χρόνος σαν ποιότητα είναι η αρμονία.
Μεταξύ χώρου και χρόνου, αρμονίας και
ρυθμού, δηλ. μεταξύ των δύο στοιχείων της κίνησης (ή των δύο στοιχείων της
ποιητικής έκφρασης στην περιοχή της τέχνης), δεν υπάρχει σχέση αιτίας κι’
αποτελέσματος, διότι αν υπήρχε, η κίνηση θα πήγαζε από το ένα ή το άλλο ή και
τα δύο, ενώ η κίνηση κι’ η αρχική ορμή είναι ακαθόριστη, πρωταρχική, κι’
ανεξάρτητη.
Έτσι,
με την πρωταρχική επιθυμία και άγνοια, ψηλαφίζουμε τον κόσμο.
Με το ψηλάφισμα, σχηματίζουμε το
εμπειρικό εγώ, που είναι μιά εσωτερίκευση του εμποδίου, και μιά συνύφανση
χρόνου-χώρου.
Αλλ’ ο καθαρός εαυτός, μένει περ’ απ’ το
εμπειρικό εγώ, και περ’ απ’ το νού μας.
Όταν ο καθαρός εαυτός μάθει να
ξεχωρίζεται, να μή συμμετέχει, να μή συνταυτίζεται μέσα στις συνθέσεις και
αποσυνθέσεις των φυσικών πράξεων, εξακολουθεί να μένει καθαρός δηλ. να μή
σχηματίζει το εγωιστικό εγώ (η αντίθεση με το σωματικό, ψυχικό και πνευματικό),
που εμποδίζει την αυθόρμητη και δημιουργική κίνηση που γεμίζει το αρχικό
«άδειο».
Έτσι, ελευθερία είναι μιά κατάσταση
απομόνωσης απ’ την επενέργεια των τυφλών νόμων της φύσης κι’ η ικανότητα
διάκρισης. Γιαυτό η εντελής κι’ αυστηρή εφαρμογή των κανόνων της τέχνης και
ποίησης δεν κάνει καθόλου το έργο τέχνης και την ποίηση, παρ’ ότι είναι ένας
απ’ τους απαραίτητους όρους. Χρειάζεται ένα κάτι: η ελευθερία δηλ. η
αναδημιουργία μέσα στη διαφορά, απ’ όπου βγαίνει μόνη της η διάκριση.
Εφόσον ελευθερία είναι η «απομόνωση» απ’
τη «φύση» κι’ η διάκριση για αναδημιουργία της φύσης, καλλιτεχνική και μουσική
δημιουργία είναι αυτή η ικανότητα να απομονώνεις συνηθισμένα και κοινά γεγονότα
(πείρα, πρόσωπα, ήχους, λέξεις) διακρίνοντας τα κι ανασυνθέτοντας κατά ένα
τέτοιο τρόπο λεύτερο, με τη φαντασία και το ένστικτο, ώστε τα συνηθισμένα
αναπλάθονται σ’ ασυνήθιστες και ξαφνικές περιστάσεις και ψυχικές διαθέσεις,
όπου να ξαναπετιέται ως έκπληξη, η σύγκρουση, η τραγωδία και τέλος η
διαφοροποίηση κι’ όχι η προσθήκη γνώσης, πείρας ή σειρά εικόνων.
Πολλές φορές το βαθύ τραγικό και
λεπταίσθητα ειρωνικό, αποτελούν μιά τέτοια υποβάλλουσα ένταση, ώστε το
αισθητικό γεγονός του έργου ανήκει πιά στην περιοχή της ηδονής, της καθαρής
ηδονής του καθαρού εγώ, πού δεσμεύεται τόσο με την επαφή, όσο επιτρέπεται ν’
αποδεσμευτεί με χαρούμενη μεταμάγευση της «αφής» δια της «ειρωνείας» έτσι
έχουμε την αισθητική και ακέραια ισορροπία, ούτε μέσα στην πνιγηρότητα του
θανατερού αδιέξοδου της τραγωδίας, ούτε έξω στο αφηρημένο και άδειο ή χυδαίο
και «αντικειμενικό».
Έτσι η Τέχνη κι’ η δημιουργική τόλμη,
καθαρίζει τον ανώτερο εαυτό μας απ’ τη μόλυνσή του, που μπερδεύτηκε από άγνοια
κι’ επιθυμία, σε πράξεις χρόνου και χώρου, χωρίς εναλλασσόμενο ρυθμό σιωπής κι’
αρμονίας, και τον επαναφέρει πιό ζωντανό στην περιοχή του συγκεκριμένου και του
αιώνιου.
Μιά ευγένεια στην Ύπαρξη υπάρχει: η
ικανότητα να υφάνεις τις πράξεις, συναισθήματα και σκέψεις στο άνορο και
εξωϊστορικό, από το ιστορικό και ιστορικά αναγκαίο.
Γιατί, ξέρουμε τάχα ποιά είναι η πιό
ιστορική έκβαση: Πώς ξέρουμε ποιό είναι το πιό ιστορικό, το πιό αναγκαίο, για
να επιμένουμε στην ιστορία; Πάντοτε η ιστορία δεν προσπορίζεται διαφορετικές
εκβάσεις απ’ ό,τι σχεδιάζουμε κι’ ελπίζουμε;
Ο άνθρωπος, σ’ αντίθεση με τα ζώα, είναι
ζώο διεισδυτικό και ζώο πολυτελείας. Ο άνθρωπος δεν αναζητάει το ωφέλιμο και
μισεί το αναγκαίο. Ο άνθρωπος τείνει προς το εξωϊστορικό και απεριόριστο, γι’
αυτό ανάμεσ’ απ’ τους ανθρώπους οι πιό λεύτεροι, οι πιό διεισδυτικοί,
αντιωφελιμισταί και αντιϊστορικοί είναι οι αληθινοί ποιητές, μουσουργοί και
καλλιτέχνες.
Εισέδυσαν στο χρόνο και δημιούργησαν την
ποίηση κι’ ανακάλυψαν το διάστημα τ’ ουρανού διά του ρυθμού των λέξεων, των
ήχων και την επανάληψη των κυκλικών κινήσεων έθρεψαν την ποίηση, τη μουσική και
την αστρονομία.
Εισέδυσαν στο χώρο για να επανακτήσουν
τον απωλεσμένο παράδεισο της καρδιάς τους και τις αναλογίες του, κι’
αισθάνθηκαν την αρμονία κι’ έθρεψαν την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική και τη
ζωγραφική, κι’ εξανθρώπισαν το φυσικό όγκο και τους νόμους του, δια της
μηχανικής και της γεωμετρίας***. Όπως επίσης εξανθρώπισαν το φυσικό χρόνο και
τη ροή του σε ψυχολογικό και πνευματικό πού μετατρέπεται σ’ αστροφυσικές
«φαντασίες» τόσο αληθινές και πραγματώσεις και σ’ αιωνιότητα, στη μεταψυχική
και στην ανάληψη του χρόνου και του χώρου στο ουτοπικό και άκαιρο του καθαρού
εαυτού, τον πρώτο και ύστατο κρίκο πρό το αιώνιο.
Όχι: καμμιά ιστορική αναγκαιότητα δεν το
υπαγόρεψε αυτό, καμμιά φυσική επιστήμη και καμμιά υλική επιδίωξη, αλλά η
πολυτέλεια κι’ η δίψα για τη λευτεριά κι’ η τάση για τα ύψη.
*Το κύμα
αυτό της ευκολίας κατάκτησε και την Ελλάδα.
**Ποίηση
χωρίς στοιχεία πεζότητας είναι, σαν την επιθυμία χωρίς αντικείμενο’ τα δυό
στοιχεία νάναι, σε τέτοιο τρόπο ενωμένα, ώστε η «συνουσία» τους να παράγει την
ταυτόχρονη αισθητική ηδονή χωρίς να διακρίνεται η χωριστή και ασύγχρονη
προέλευση. Το ίδιο και στη μουσική, η στιγμιαία δυσαρμονία που παράγει μιά πιό
έντονη εναρμόνιση. Η ζωντανή απαίτηση για μια ενότητα των διαφόρων είναι και το
νέο δημιουργικό αίτημα της εποχής μας, αν θέλει να επιζήσει.
***Η βασική
διαφορά μεταξύ ζώου και ανθρώπου είναι ότι το ζώο μεταβάλλει το σώμα του προς
το περιβάλλον, ενώ ο ανθρώπινος μεταβάλλει το περιβάλλον του, αλλ’ αυτή η
εργαλειοκοινωνική επαναστατικότητα του επειδή ταυτόχρονα δεν είναι και
ψυχοπνευματική, καταντά πάντα σ’ αντεπανάσταση, για να ξαναρχίσει ως «επανάσταση»
κτλ., σ’ ένα φαύλο κύκλο δράσεων και αντιδράσεων χωρίς την ενωτική δύναμη του
πνεύματος πού πετυχαίνεται μόνο σε προσωπικά έργα δημιουργίας.
--
Η Θ Ε Σ Η
Τ Ο Υ Δ Η Μ Ι Ο Υ Ρ Γ Ο Υ
Εκείνο που λείπει απ’ την εποχή μας και
τους ανθρώπους της, δεν είναι η έλλειψη δράσης κι’ έλλειψη ομαδικού ηρωϊσμού. Η
εποχή μας υποφέρει ακριβώς απ’ την υπερβολή της ομαδικής δράσης.
Εκείνο που λείπει σε παγκόσμια κλίμακα,
είναι η δημιουργική ηθική κι’ η πνευματική σκοπιά μπροστά στην παγκόσμια δράση.
Ο ενσαρκωμένος λόγος δεν είναι μονάχα
ένα θρησκευτικό σύμβολο, αλλά και μιά ανώτερη πραγματικότητα που φανερώνεται
στις εκδηλώσεις των ανθρώπων. Ο ενσαρκωμένος λόγος είναι το πνεύμα του
πλάσματος που συμμετέχει στο έργο του Δημιουργού. Το πνεύμα που απαλλάχτηκε από
τις αφηρημένες εικόνες και θολές υποβολές κι’ έγινε Πρόσωπο.
Το πρόσωπο που ζη μέσα στη λειτουργία
του ενσαρκωμένου λόγου, αποφεύγει τη διάσπαση, γι’ αυτό τα έργα του, τα λόγια
του κι’ η μοίρα του συμπίπτουν. Ενώ στα διασπασμένα άτομα των ομαδικών
παραστάσεων, η διάσπαση κι’ η σύγκρουση ανάμεσα στη «Θέληση» και την
πραγματικότητα της ζωής τους, είναι αγεφύρωτη και φτάνει πολλές φορές ως τη
διάλυση.
Γι’ αυτό το δημιουργικό πρόσωπο, σαν
ευαίσθητος δέκτης παντοειδών κατευθύνσεων, ακτινοβολεί την αλήθεια του ενσαρκωμένου
λόγου, πού μέσα του βρίσκεται η κληρονομιά του παρελθόντος, η σύγκρουση της
εποχής του κι’ η προβολή προς το μέλλον. Έτσι συνενώνει τις αντιθέσεις και
καταργεί τα ψυχικά και διανοητικά εμπόδια των ομαδικών παραστάσεων της εποχής,
διά της δημιουργικής πράξης, πού είναι κι’ η ακέραια, λεύτερη και λευτερωμένη
έκφραση του εαυτού του.
Οι οπαδοί της «επιστρατευμένης σκέψης
και τέχνης» λένε ότι ο καλλιτέχνης κι’ ο ποιητής δεν μπορεί και δεν πρέπει
νάναι αδιάφορος μπροστά στα σημαντικά γεγονότα της εποχής του. Αυτό είναι σωστό
από μιάν άλλη άποψη: ο άξιος τεχνίτης και ποιητής, δεν μπορεί και δεν πρέπει να
παρασυρθεί από το πολιτικοκοινωνικό ρεύμα του καιρού του και καταπνίγοντας μόνος του τις πηγές της φαντασίας και
δημιουργίας, να καταντήσει η «φωνή του κυρίου» του.
Αν στα καθεστώτα της «επιστρατευμένης
σκέψης και τέχνης» παρουσιάστηκε κάποια «πετυχημένη προσπάθεια» στην τέχνη και
στην «τέχνη για το λαό», είναι γιατί προσαρμόστηκαν εις βάρος της τέχνης και
της κουλτούρας, μερικά απομεινάρια μιάς μεγάλης Παράδοσης, και της λεύτερης
κουλτούρας γλυτώνοντας έτσι απ’ τη σφαγή, την εξορία και τον αφανισμό. Με το
θάνατο όμως και τα γηρατειά αυτών των λειψάνων, διαλύεται κάθε πορεία
δημιουργίας και μαζί της η Παράδοση, γιατί τα καθεστώτα της «επιστρατευμένης
σκέψης και τέχνης» δεν κατορθώνουν να δημιουργήσουν νέα στελέχη κουλτούρας, όσο
κι’ αν το διατυμπανίζουν, όσο κι’ αν το ποθούν, εκτός αν υποχωρήσουν ή
γκρεμιστούν.
Κι’ αλήθεια,
στην εποχή μας όπου η γραφειοκρατία, το σχεδιασμένο κι’ ο γενικός έλεγχος
επικρατούν σε κάθε εκδήλωση, η τέχνη κι’ η ποίηση περνούν την πιό σκληρή
δοκιμασία.
Αλλ’ αυτή η δοκιμασία δεν γίνεται
μάταια: εκείνοι που τόσο εύκολα πλειστηριάζουν τη «δημιουργικότητά» τους και
την «τέχνη» τους στη μεγαλύτερη προσφορά και τη μικρότερη αντίσταση (η τέχνη
ποτέ δεν μπορεί να ζήση ως κομφορμιστική) του ρεύματος του καιρού τους, εκείνοι
πραγματικά δεν είχαν και δεν έχουν να χάσουν τίποτε, γιαυτό και τόσο εύκολα
τρέχουν για να «κερδίσουν».
Ανάμεσα σ’ αυτούς που «τρέχουν» υπάρχουν
κι’ ελάχιστοι, οι αιώνιοι οραματιστές του τέλειου και ιδεώδους, που φοβούνται
να κυττάξουν τα πράματα, πού δεν μπορούν να διακρίνουν μεταξύ προσχήματος,
πράξεων και ιδέας.
Αλλ’ αυτοί εξακολουθούν νάναι τίμιοι και
δημιουργικοί, κι’ επίσης δεν έχουν να χάσουν τίποτε, εκτός απ’ το να τους
αποκαλυφθή, με τον καιρό, μιά ανυπολόγιστη και γιαυτό δημιουργική πνευματική
και κοινωνική περιπέτεια.
Η τέχνη, η συγκίνηση κι’ η σκέψη,
περισφίγγονται από πλήθος φραγμούς: την εφημεριδογραφία, την πρόχειρη κι’
ανεύθυνη κριτική, την επιφυλλίδα, «τις επίσημες εκδόσεις», το «επιστημονικό
πνεύμα», το «πρακτικό πνεύμα», τις μόδες του πλήθους, τα «δημοκρατικά ιδεώδη»,
την «εξυπηρέτηση του λαού», και τέλος τις καλλιτεχνικές παρέες και «συμμορίες»,
όπου έχουν σχηματίσει κι’ από μιά «συνοικία» κι’ από ένα «ξωκκλήσι», δηλ. κι’
από μια κλίκα, φανταζόμενοι ότι έτσι εξυπηρετούν καλλίτερα τον εαυτό τους, και
την τέχνη τους, ενώ κομματιάζουν της Τέχνη και φανατίζουν τους τεχνίτες σε
σχηματικές κι’ αφηρημένες αποκλειστικές σχολές.
Αλλά ήρθε η ώρα, σε παγκόσμια κλίμακα,
όπου οι ποιηταί και οι δημιουργοί οδηγούμενοι απ’ το ένστικτό τους και τη
δημιουργική πράξη της φαντασίας τους, συνειδητοποιούν τον κίνδυνο και μ’
ενστικτώδεις κινήσεις αντιστέκονται, θυμώνουν και προτιμούν.
Ο θυμός τους δεν είναι ύμνος ή κατάρα,
αλλά μία νέα αυτοσυγκέντρωση προς τις πηγές της ζωής. Μπορεί να καταπνιγούν
εκεί μέσα, πρίν τους επιτραπεί να εκδηλωθούν, αλλά ποτέ δεν θα καταντήσουν
σκύβαλα του πολιτικού ρεύματος και των δυνατών της ημέρας.
Αλήθεια, η Δοκιμασία είναι μεγάλη, πολύ
μεγάλη, όμως η αληθινή Τέχνη έχει τα δικά της μέσα για ν’ αντισταθή, και τελικά
να νικήση. Αυτή η δοκιμασία ξεχώρισε κιόλας τους άξιους απ’ τους ανάξιους, τους
τίμιους από τους τυχοδιώκτες, τους φρασεολόγους και «τεχνίτες», απ’ τους
δημιουργούς και ανακαινιστές.
Οι τέτοιου είδους «τεχνίτες» είναι
ακριβώς οι εκπρόσωποι του σημερινού κοινού ανθρώπου του πολιτισμού μας, πού
αισθάνεται μιά βαθειά ασυνείδητη και ανεξήγητη Ενοχή, όπου ο ίδιος καταντά
μοιραία στην Αυτοτιμωρία του, μέσα στις αφηρημένες ψυχικές, οικονομικές και
πολιτικές δυνάμεις που ο ίδιος κατασκεύασε.
Γιατί αισθάνεται Ενοχή και προετοιμάζει
την Αυτοτιμωρία του ο τυχοδιώκτης καλλιτέχνης.
Διότι δεν αναγνωρίζει τα φυσικά και
πνευματικά του όρια.
Διότι δυσπιστεί στην αξία του και την
ατομική του ορμή.
Διότι πιέζεται από παντού και δεν μπορεί
να βρη μιάν ενστικτώδη ή υπερσυνείδητη διέξοδο.
Διότι απώλεσε το δημιουργικό ένστικτο
μέσα στις ομαδικές παραστάσεις του λόγου που είναι αφηρημένη εικόνα-ερέθισμα
και δεν ενσαρκώνεται.
Χάσανε τη μνήμη της γης, τη μνήμη του
εαυτού τους και της ιστορίας. Λησμονήσανε τα διδάγματα των μεγάλων δημιουργών
και των δασκάλων της ανθρωπότητας και του έθνους, όπως οι όχλοι, και πιστεύουν
στις παλιοφυλλάδες και στα ταχυδακτυλουργικά ονόματα, πιστεύουν τυφλά και
αδιάντροπα εν ονόματι της αληθείας και δρουν τυφλά εν ονόματι του λαού και του
πνεύματος.
Η Κουλτούρα πάντοτε αγωνίστηκε
απελπισμένα για τη λευτεριά της, κατά του εκκλησιαστικού δόγματος, του
κομματικού και κρατικού ελέγχου και των γραφειοκρατών αυτόκλητων προστατών της.
Η Κουλτούρα
των ανθρώπων σήμερα κινδυνεύει ακριβώς από κείνους που προσπαθούν να μας
πείσουν ότι φωνάζουν για να τη σώσουν και
να την προστατέψουν απ’ τη διάλυση. (Ποιοί είν’ αυτοί; Πού είναι τα
συγκριμένα έργα τέχνης και κουλτούρα τους; Γιατί κρύβονται πίσω από τις φράσεις
«ομαδική προσπάθεια» και «γενικόν καλό», τόσο λαμπροί άγγελοι αγάπης είν’ αυτοί
κι’ οι άλλοι κτήνη εγωισμού;)
Η Κουλτούρα
κι’ τη Τέχνη κινδυνεύει απ’ το σημερινό γραφειοκράτη και «ιδεολόγο»(*) ενώ
παράλληλα η επιστήμη κι’ η φιλοσοφία έχουν ομολογήσει την αδυναμία τους να
συλλάβουν και να παραστήσουν τη ζωή και την ύπαρξη σα ζωντανό σύνολο, γιατί όλα
τα τεχνικά, ταφηρημένα κι’ ελεγχόμενα, καταντούν στην κούραση και την απελπισία
που διαλύει.
Αλλά η δημιουργική πνοή κι’ η πράξη της
φαντασίας στην Τέχνη, συγκεντρώνει κι’ αναπλάθει τα χαρακτηριστικά της ζωής και
του πνεύματος, σε μιά συγκινημένη, σε μιά ξεκούραση, σε μιά χαρούμενη ανασύνθεση,
όσο κι’ αν είναι τα στοιχεία της θλιβερά, όπου μέσα της αισθανόμαστε τον εαυτό μας
λεύτερο, υπεύθυνο, τολμηρό, κι’ αυτοκαταναλισκόμενο, στο τόλμημα της δημιουργικής
ορμής.
Η ώρα της ευθύνης και λευτεριάς ήρθε,
γιατί η δοκιμασία πέρασε από παντού, με το θλιβερό της έργο, κι’ αναβολή δεν υπάρχει,
γιατί το Πρόβλημα μεγαλώνει διαρκώς μπροστά στα συγχυσμένα και ληθαργικά μάτια μας,
έως ότου αποφασίσουμε δηλ. έως ότου λευτερωθούμε με μιά δημιουργική μας πράξη
και συγκίνηση.
Γιατί λευτεριά δεν θα πει διανοητικό
κατασκεύασμα ή πολιτικό συμφέρον, αλλά πνευματικό τόλμημα υπερσυνείδητο ή
ενστικτώδες ή και τα δυό μαζί σε συνδυασμό, κι’ όσοι πιστεύουν, από μερικά εύκολα
περιστατικά, απ’ όπου επωφελούνται για να θριαμβεύσουν, ότι είναι λεύτεροι,
αυταπατώνται, και μιλούν για λεύτερες πράξεις, αυτοί πού μονάχα το βίωμα της ψυχικής
δουλείας και πνευματικής δειλίας έχουν ζήσει.
(*) Ο λαός
και οι πνευματικοί του εκπρόσωποι κατάντησαν όχλος που κινιέται και σέρνεται μονάχα με ιδέες ή
παραπαίει ανάμεσα σε συνθήματα χωρίς ζωϊκή και πνευματική βάση. Ο έκφυλος «ιδεολόγος»,
φυτοζωεί ακόμη στην Ευρώπη και μετατρέπεται σε αποικία της Αμερικής, ενώ ο
γραφειοκράτης των Ηνωμένων Πολιτειών αρχίζει να οργανώνη το νέο μεσαίωνα. Η Ρωσία
προπαρασκεύασε το έδαφος κι’ η Αμερική θ’ αναλάβει το έργο.
ΖΗΣΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
ΥΓ. Έφυγε σε
προχωρημένη ηλικία ο συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος, μεταφραστής
και σεναριογράφος ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΛΤΙΝΟΣ (16/12/1932- 30/10/2024). Ψευδώνυμο του Αθανάσιου
Σπανού. Υπήρξε ένας πολύ καλός τεχνίτης, στιλίστας της συγγραφικής τέχνης. Με όσα
θέματα καταπιάστηκε στα βιβλία και στα δεκάδες δημοσιεύματά του, πάντα το αποτέλεσμα
ήταν θετικό, σημαντικό, προήγαγε επί τα βελτίω την ελληνική λογοτεχνία και γραφή.
Παράλληλα, ο Θανάσης Βαλτινός, ήταν και ένας ελευθερόφρονας, δημοκρατικός και
ανεξάρτητος- ακηδεμόνευτος ενεργός έλληνας πολίτης, ο οποίος δεν δίσταζε να
εκφράζει δημόσια την γνώμη και τις απόψεις του, τις πολιτικές του κρίσεις
ευθαρσώς και με ειλικρίνεια, σε μεγάλα ζητήματα και κρίσιμες εθνικές αποφάσεις
των τελευταίων ετών στην πατρίδα μας. Αρκετοί και σημαντικοί οι τίτλοι των έργων
του, πολυδιαβασμένοι. Από αυτούς θα ξεχωρίζαμε την «Κάθοδο των Εννιά», το «Συναξάρι
του Αντρέα Κορδοπάτη» το πολυακουσμένο και γνωστό «Ορθοκωστά» κ. ά. Μεταξύ των άλλων
του δημιουργικών εργασιών ήταν η μετάφραση στα τέλη της δεκαετίας του 1970, το
1979 της αρχαίας τραγωδίας του Ευριπίδη «Τρωαδίτισσες» η οποία παραστάθηκε από
το Θέατρο Τέχνης στην Επίδαυρο σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Ένα χρόνο μετά, το
1980 μετέφρασε και πάλι για το Θέατρο Τέχνης την θρυλική «Ορέστεια» του Αισχύλου,
η οποία σε σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν παίχτηκε στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου.
Για ένα διάστημα, διετέλεσε πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς,
Πέμπτη, 31 Οκτωβρίου
2024.