Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2024

Η περίπτωση του συγγραφέα Ζήση Οικονόμου

 

       ΖΗΣΗΣ  ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

(Σκιάθος 6/4/1911- Σκιάθος 3/8/2005)

             ή

Ένας γνωστός μας άγνωστος (;)

 

                 Προοιμιακά

Οφείλω να δηλώσω την σχεδόν άγνοιά μου στην συγγραφική παρουσία του Ζήση Οικονόμου. Το όνομα του ποιητή, μεταφραστή, θεατρικού συγγραφέα, δοκιμιογράφου, κριτικού, το συναντούσα σποραδικά σε διάφορες ποιητικές ανθολογίες και σε λογοτεχνικά περιοδικά τα οποία αποδελτίωνα. Όπως τα «Νεοελληνικά Γράμματα», «Νεοελληνική Λογοτεχνία», «Ο Αιώνας μας», «Ο Κοχλίας» και σε διάφορα άλλα. Είχα προμηθευτεί μία μελέτη του για τον συντοπίτη του κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη,- ο οποίος από το σόϊ των μητέρων τους ήσαν μακρινοί συγγενείς,  δεν είχα όμως και ούτε έχω στην κατοχή μου άλλους τίτλους βιβλίων του, ούτε τα ποιητικά του Άπαντα: Ποιήματα 1934-1953 τα οποία κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1977. Ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο του με στοχασμούς του που είχε βρεθεί στην λογοτεχνική μου βιβλιοθήκη, δεν θυμάμαι από πότε, δεν ήταν αντιπροσωπευτικό του πλούσιου και πολύπλευρου έργου του. Το είχα διαβάσει δίχως να μου κάνει αναγνωστικά «κλικ»- εντύπωση. Έτσι η ποιητική του περίπτωση έμεινε για μεγάλο διάστημα στα «αζήτητα» των ενδιαφερόντων μου από δική μου όπως φαίνεται υπαιτιότητα και λησμοσύνη επανεξέτασής της. Υπήρχε όμως κάτι, μέσα στο διαχρονικό σύμπαν της ελληνικής λογοτεχνίας που είχα εντοπίσει και μου είχε γεννήσει ορισμένα ερωτήματα. Πολλοί των παλαιότερων αλλά και των νεότερων γενεών σημαντικοί κριτικοί και ποιητές είχαν προσέξει το έργο του Ζήση Οικονόμου και είχαν εκφραστεί θετικά για αυτό. Βλέπε πχ. ο σημαντικός Ο Κλέων Παράσχος, ο επίσης άξιος Γιάννης Χατζίνης, ο σημαντικός κριτικός εκπρόσωπος της Γενιάς του 1930, ποιητής Αντρέας Καραντώνης, ο ξεχασμένος Παύλος Φλώρος, (εργάστηκε πάνω στο έργο «Ο θάνατος του Εμπεδοκλή» του γερμανού ποιητή Φρήντριχ Χαίλντερλιν) ο σύγχρονος πολυγραφότατος κριτικός, ιστορικός της ελληνικής λογοτεχνίας Αλέξης Ζήρας, (οι εκατοντάδες κριτικές του και σύγχρονες μελέτες του, θα λέγαμε ότι διαμορφώνουν τον «κανόνα» της ιστορίας της ελληνικής λογοτεχνίας). Ο αριστερός ιστορικός και δοκιμιογράφος, κριτικός Αλέξανδρος Αργυρίου, ο καλός κριτικός Βάσος Βαρίκας, (με τα δεκάδες εξακολουθητικά κριτικά του δημοσιεύματα στην εφημερίδα «Το Βήμα»). Ο ιστορικός της ελληνικής λογοτεχνίας και κριτικός Μιχάλης Μερακλής (ένας από τους εισηγητές της κοινωνικής κριτικής ματιάς της ποίησης στην χώρα μας), ο ποιητής, εκδότης περιοδικού και κριτικός, επιμελητής εκδόσεων Γιάννης Δάλλας και αρκετοί άλλοι. Ποιητές της νεότερης γενιάς όπως ο συνεκδότης του περιοδικού «Η Λέξη» Αντώνης Φωστιέρης, ο ποιητής και κριτικός της Γενιάς του 1970 Βασίλης Στεριάδης, ο ποιητής Οθων Μ. Δέφνερ αλλά και ο κριτικός και ποιητής, μεταφραστής Θεοφύλακτος Δ. Φραγκόπουλος. Ο μοντερνιστής ποιητής Τάκης Κ. Παπατσώνης, (επίσης λάτρης και μελετητής του γερμανού ρομαντικού ποιητή Φ. Χαίλντερλιν) ο πειραιώτης δοκιμιογράφος Ευάγγελος Μόσχος, οι μάλλον λησμονημένοι κριτικοί Άγγελος Φουριώτης, και ο συγγραφέας Γιάννης Σφακιανάκης και φυσικά, ο ποιητής και μεταφραστής, δοκιμιογράφος, εργασιομανής Άρης Δικταίος. Φωνές αγαπητές και καταξιωμένες όχι μόνο στους φιλολογικούς κύκλους αλλά και στις συνειδήσεις των ελλήνων και ελληνίδων αναγνωστών και συγγραφέων.

Τρέφοντας μια ιδιαίτερη προτίμηση στον δοκιμιακό και κριτικό λόγο στις ποιητικές και πεζογραφικές μου περιπλανήσεις, αποδελτιώσεις λογοτεχνικών περιοδικών, θέλοντας να αποκτήσω μία γενική ενημέρωση- εποπτεία πάνω σε ζητήματα και θέματα τα οποία έχουν σχέση με την Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας και Γραμματείας, παρατήρησα ότι σημαντικές γραφίδες του δοκιμιακού λόγου και της κριτικής είχαν ασχοληθεί-γράψει για τα βιβλία του Ζήση Οικονόμου, τις ποιητικές του συλλογές. Δύο βραβεία επίσης που είχε λάβει για την ποίησή του, το 1977 από την Ακαδημία Αθηνών και το Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1995 για την σύνολη συγγραφική του παρουσία ήρθαν να στεριώσουν τα προσωπικά μου ερωτήματα. Ποιός ήταν αυτός ο βραβευμένος άγνωστός μου ποιητής με τον οποίον ασχολήθηκαν τόσοι και τόσοι κριτικοί, και που οφείλονταν η δική μου παράβλεψη του έργου του; Ασφαλώς, δεν είναι ο μόνος άγνωστος στο ευρύ κοινό δημιουργός της ελληνικής γραμματείας. Μία πρόχειρη καταμέτρηση των ονομάτων των ελλήνων και ελληνίδων λογοτεχνών της δωδεκάτομης λογοτεχνικής εγκυκλοπαίδειας του Χάρη Πάτση, θα μας δώσει περίπου έναν αριθμό 6.500 συγγραφέων. Και μόνο τον κατά προσέγγιση αυτόν αριθμό ονομάτων να έχουμε υπόψη μας, κατανοούμε ότι ακόμα και οι επίσημοι ιστορικοί της ελληνικής λογοτεχνίας και άλλοι ερευνητές, δυσκολεύονται να «ανακαλύψουν», να διαβάσουν και να αφομοιώσουν έναν τόσο πολυπληθή αριθμό λογοτεχνικών έργων και συγγραφικών καταθέσεων. (Ίσως εδώ οφείλεται η αυστηρή κριτική επιλογή και ανακύκλωση των ίδιων ονομάτων και η παράλειψη άλλων, η παραγκώνισή τους. Στο γεγονός ότι παλαιότεροι ιστορικοί οι οποίοι καταπιάστηκαν με το θέμα, έγραψαν Ιστορίες της Ν. Λογοτεχνίας σαν ένα είδος τηλεφωνικού συγγραφικού καταλόγου. Αλλά ας μην ξεστρατίσουμε).

Τα λογοτεχνικής φύσεως ερωτήματα για την περίπτωση του διακριτικού, σεμνού, αποτραβηγμένου και εγκατεστημένου στην πατρώα νήσο του, την Σκιάθο, αθόρυβου μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και λογοτεχνικά κυκλώματα- στέκια (όπως ομογνωμούν οι σχολιαστές του) Ζήση Οικονόμου ήρθαν να επιβεβαιωθούν όταν αγόρασα και διάβασα το αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού «Μανδραγόρας» τετραμηνιαίο περιοδικό για την τέχνη και τη ζωή του συγγραφέα και εκδότη Κώστα Κρεμμύδα για τον Σκιαθίτη ποιητή και δοκιμιογράφο. Βλέπε τεύχος 26/ 9,10, 11, 12, 2001. Αφιέρωμα: Ζήσης Οικονόμου. Ο ποιητής του άχρονου. Σελίδες 110, τιμή 7,5 ευρώ. Το κατατοπιστικό και χρήσιμο αφιέρωμα του καλού περιοδικού περιέχεται στις σελίδες 40-80. «Ζήσης Οικονόμου Αφιέρωμα, (1911-) 67 χρόνια παρουσίας στα ελληνικά γράμματα» την Επιμέλεια είχαν η ποιήτρια Αριστέα Παπαλεξάνδρου και η κόρη του λογοτέχνη και ανθολόγου Σωκράτη Σκαρτσή, η Ξένη Σκαρτσή. Στις άλλες σελίδες του περιοδικού επίσης διαβάζουμε την «συζήτηση για την Ποίηση της ήττας», την παρουσία της ζωγράφου Φρίντα Κάλο, το β΄ μέρος της μελέτης Κοτοπούλη- Κυβέλη, σελίδες για τους ποιητές Ζεν κλπ. Στην εναρκτήρια σελίδα 40 διαβάζουμε: «Στο αφιέρωμα προτάσσεται ένα κείμενο του Ζήση Οικονόμου με τίτλο «Διεθνής Σύγχυση» που γράφτηκε ειδικά για το αφιέρωμα του περιοδικού τον Σεπτέμβριο 2000 και απηχεί τις σημερινές απόψεις του ποιητή». Διαβάζουμε:

        «Ο Ζήσης (Ζαχαρίας) Οικονόμου γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 6 Απριλίου 1911, τέσσερις μήνες μετά το θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, με τον οποίο υπήρξε μακρινός συγγενής από πλευράς των μητερών τους. Σε ηλικία δέκα ετών έμεινε ορφανός από πατέρα (ήταν πλοίαρχος και ιδιοκτήτης ιστιοφόρου) . Η μητέρα του, άριστη βιοτέχνης σκιαθίτικων ταπήτων, μεγάλωσε τα τρία της παιδιά δουλεύοντας στον αργαλειό και συμπληρώνοντας με τη σύνταξη του συζύγου της. Νεαρός ακόμα έμαθε πολλές ξένες γλώσσες, ενώ ασχολήθηκε αρχικά με τη γλωσσολογία. Ως προστάτης οικογένειας υπηρέτησε μόνον τέσσερις μήνες στο ναυτικό’ στη διάρκεια του ελληνοιταλικού πολέμου επιστρατεύθηκε ως διερμηνέας της ιταλικής και γερμανικής γλώσσας, στο επιτελείο του Γ΄ Σώματος Στρατού. Στην Κατοχή με την γυναίκα του Ευγενία το γένος Δεληγιάννη, ταξίδευαν με ένα μικρό σκάφος στα νησιά και τις θάλασσες του βόρειου Αιγαίου και του Ευβοϊκού’ θεωρήθηκαν ύποπτοι και ταλαιπωρήθηκαν από Ιταλούς, Γερμανούς, αλλά και Έλληνες. Η γλωσσομάθεια, η ειλικρίνεια και η αφοβία τους συντέλεσαν  ώστε να διασωθούν από τους πολλούς κινδύνους. Οι εμπειρίες καταγράφηκαν, ακόμη και με ψευδώνυμο, σε περιοδικά και εφημερίδες εκείνης της εποχής. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1934 με την ποιητική συλλογή «Η εποποιία των αγενών μετάλλων». Εκτός από ποίηση ασχολήθηκε με το δοκίμιο περιλαμβάνοντας στην θεματική του κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά ζητήματα με διεθνή και διαταξική διάσταση και έντονα τα στοιχεία των υπαρξιακών του αναζητήσεων….»  

Ας αντιγράψουμε τους συμμετέχοντες και τα κείμενα:

-Εισαγωγικό Σημείωμα της Ξένης Σκαρτσή. Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΧΡΟΝΟΥ ανώνυμη ζωή στο αστάθμητο και στο ρυθμό σου πλέω και ζω, 41. – Ζήσης Οικονόμου, Η Διεθνής σύγχυση, 42-43.- ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΖΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ (Η ΕΠΟΠΟΙΙΑ ΤΩΝ ΑΓΕΝΩΝ ΜΕΤΑΛΛΩΝ. Μικροαστοί,/ Οι άνθρωποι δεν είναι κακοί,/ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΤΟΥ. Σαν το τίποτα,/ ΑΝΑΡΡΩΣΗ. Αρχαίες πόλεις./ Η εσωχώρα της απολύτρωσης,/ Μνήμη καθαρή,/ Ετοιμότητα,/ Εποπτεία./ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΣ ΓΗΣ Σπιθούλες τρεμάμενες,/ Συναίσθημα ωκεάνειο,/ Η ερημία του πλήθους μας,/ Μελέτη θανάτου,/ Είν’ όμορφη του ανέμου η συνοδειά,/ Όταν μας φωνάζει μια φωνή./ ΑΙΘΡΙΑ ΣΙΓΗ Κοιμήσου, Κοιμήσου κορμί,/ Βλέπω τον ανθό του αγριολούλουδου,/ Γύρω απ’ το μύθο γυρεύω την τάξη,/ Κύμα χαράς,/ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΥΤΑΞΙΑΣ, Ιερή θαλπωρή,/ Το κενό και τα πάντα,/ Παίζοντας με σκιές,/ Ψυχικό τοπίο. Σελ. 44-47. –Ζήσης Οικονόμου, Αποσπάσματα από το «Ημερολόγιο της Ερημιάς και της Σιωπής», 48.- Συνέντευξη με τον Ζήση Οικονόμου, Σκιάθος, Οκτώβριος 2000. «Ο άνθρωπος είναι σκλαβωμένος από τον εαυτό του και απ’ το περιβάλλον του». Στην πραγματοποίηση της συζήτησης και την απομαγνητοφώνηση συνέβαλαν ο Κώστας Κρεμμύδας, ο Σταύρος Μίχας και ο Θανάσης Παπαγεωργίου, σ. 49-53.- Γιώργου Παναγιωτίδη, «Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΖΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ», σ. 54-56. –Θανάσης Τζούλης, «Ζήσης Οικονόμου, Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΩΝ ΑΓΕΝΩΝ ΜΕΤΑΛΛΩΝ», σ. 57-64. – Αλέξης Ζήρας, «ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΖΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ», σ. 65-66. –Σωκράτης Λ. Σκαρτσής, «ΜΕ ΤΟΝ ΖΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΤΗΣ «ΕΡΗΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ»»., σ.67-68. –Γιώργος Μαρκόπουλος, «Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΗΣ «ΑΙΘΡΙΑΣ ΣΙΓΗΣ»», σ.69. – Σταύρου Μίχα, «Ο ΖΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΔΕΝ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ» (ποίημα), σ. 70.- Βαγγέλη Κάσσου, «ΤΟ ΧΑΩΔΕΣ ΔΩΜΑΤΙΟ» (ποίημα), σ.70. – Ο ΖΗΣΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ και η κριτική….», σ. 71-79. [δημοσιεύονται αποσπάσματα κριτικών σημειωμάτων των: Κλέων Παράσχου, Ε. Ν. Μόσχου, Βάσου Βαρίκα, Αντρέα Καραντώνη, Άρη Δικταίου, Μιχαήλ Περάνθη, Ανθούλα Δανιήλ, Ηλία Κεφάλα, Αλέξη Ζήρα, Παύλος Φλώρος, Μιχάλης Μερακλής, Βασίλης Στεριάδης]. Το Αφιέρωμα του περιοδικού «Μανδραγόρας» στον Ζήση Οικονόμου ολοκληρώνεται με την «ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ & ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ζήση Οικονόμου, σελίδα 80. Όπως αναφέρει το περιοδικό  στην σύνταξη και τον σχεδιασμό της υπήρξε πολύτιμη η βοήθεια των Αλέξανδρου Αργυρίου και Αλέξη Ζήρα. Η ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ περιλαμβάνει την Ποίηση, τα Πεζά (Ημερολόγια) το Θέατρο, τα Δοκίμια, τις Κριτικές και Μελέτες του. Η Βιβλιογραφία καταγράφει περί τα 30 ονόματα.

        Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε ότι το επαρκές Αφιέρωμα του περιοδικού, μας προσφέρει μια επαρκή εικόνα της παρουσίας του Ζήση Οικονόμου και βοήθησε τον γράφοντα να ξεκαθαρίσει θέματα φιλολογικής φύσεως που τον αφορούσαν και πως τον αντιμετώπισαν οι κριτικοί της εποχής του.

        Η δεύτερη πηγή γνωριμίας μας με την ποίηση και την φιλοσοφία του ατόμου, ποιητή και μεταφραστή Ζήση Οικονόμου στάθηκε ο τόμος 156 σελίδων με αριθμό 15 της σειράς «εκ νέου» των εκδόσεων Γαβριηλίδης: ΖΗΣΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΜΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΔΑΛΛΑ, Αθήνα 2002. Η εξαιρετική δουλειά του κριτικού και ποιητή, δοκιμιογράφου Γιάννη Δάλλα, μας κάνει γνωστή μέσω της Ανθολόγησής του και της μελέτης του που προηγείται της παρουσίας του Ζ. Οικονόμου. Διαβάζουμε:

«Ο Οικονόμου είναι σήμερα ο μόνος ίσως επιζών απ’ τη γενιά εκείνη, της δεκαετίας του ’30. Συνομήλικος του Ρίτσου (γενν. 1909), ίσως και του Σαραντάρη (1908)- και άς υπέβαλε ο ίδιος την ιδέα πώς γεννήθηκε το έτος του θανάτου του Παπαδιαμάντη (1911)- εμφανίστηκε στα γράμματα πρίν από το 1935 (τη σημαντική χρονιά που εκδίδονται τα Νέα Γράμματα και η Υψικάμινος του Ανδρέα Εμπειρίκου) και παρήγαγε έκτοτε μιά ποίηση πληθωρική και αδιάλειπτη, όπως φαίνεται και από την συχνότητα των συλλογών του:

          Η εποποιία των αγενών μετάλλων, 1934. Ο κόσμος στη δύση του, 1935, Ανάρρωση, 1935, Τοπία, 1936, Η προσευχή της Γης, 1938, Ωκεάνεια, 1939, Η συνοδεία του ανέμου, 1945, Στο σταυροδρόμι του χρόνου, 1946, Προς τον καθαρό εαυτό, 1953, Αιθρία σιγή, 1976, Και επί γης ειρήνη (σάτιρα), 1984, Μαύρο χιούμορ γι’ αυτά που μας συμβαίνουν, 1988, Χρονικό της «Νέας Ευταξίας», 1994.

          Πρόκειται για ποίηση που δείχνει ήδη με τις πρώτες, προπολεμικές του συλλογές νεότροπη. Όχι όμως και από τους κρατούντες τα ηνία επαρκής για να θεωρηθεί μοντερνιστής ανάλογος εκείνων’ και έτσι δεν συμπεριελήφθηκε στην τάξη ούτε κάν των δευτεροκλασάτων –στους οποίους περιλήφθηκε, π.χ. και ο Αντωνίου- της δεκαετίας του ’30. Τάξη αυτοπεριχαρακωμένη, αφενός από τους οπαδούς του αγγλοσαξονικού μοντερνισμού και αφετέρου από τους προσήλυτους της γαλλικής πρωτοπορίας. Οι μετασυμβολιστές του εικονισμού από τη μία και οι υπερρεαλιστές από την άλλη: ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος, ο Εγγονόπουλος. Μια περιχαράκωση που έτεινε μονίμως προς την αυτοαναφορικότητα, περίκλειστη. Για να συμπεριληφθεί και ο Ρίτσος, λ.χ., στην χορεία τους, χρειάστηκε να αναδιπλωθεί και να ανοιχτεί και αυτός στα ξένα ρεύματα και στις τεχνικές του δυτικού μοντερνισμού, πράγμα που έγινε με τα μικρά και τα μεγάλα του ποιήματα, τα υπαρξιακά και τους δραματικούς του μονολόγους, στην δεκαετία του ’50 και ’60.

          Ο Οικονόμου απεναντίας θεωρήθηκε από τους ιθύνοντες εκείνων των ρευμάτων πώς δεν ταίριαζε στην τάξη τους. Πώς δεν ταίριαζε με τη μοναστική του βιοκοσμοθεωρία και με την ποιητική της: την ποιητική του αναχωρητισμού και ακόμη την ποιητική ως τεχνική αυτή καθεαυτή. Χάρη στην ποιητική αυτή και με τις δύο εκδοχές της, την ιδεολογική και την εκφραστική, ο Οικονόμου αντιδιαστέλλεται ακόμη και από την ποιητική του Ρίτσου. Τους συναναφέρω, γιατί εκτός από τη φιλία τους, συμπορεύονται αρχικά παράλληλα ιδεολογικά και αισθητικά, χωρίς να ταυτίζονται, ξεκινώντας πάντως και οι δυό εκτός του ρεύματος που επέβαλε η πλειάδα των πρωτοκλασάτων που αναφέραμε. Και παρά την ιδεολογική διαφορά τους στη συνέχεια, στην αφετηρία οι εκφραστικοί τους τρόποι και τα θέματά τους είναι ανάλογα. Τρακτέρ (1934) και Πυραμίδες (1935) ονομάζονται οι σύγχρονες προς τις δικές του (Η εποποιία των αγενών μετάλλων, 1934, και Ο κόσμος στη δύση του, 1935) συλλογές του Ρίτσου. Και η παράλληλη ανάγνωσή τους επιβεβαιώνει την κοινή αναφορά τους σε μορφές του τεχνικού πολιτισμού και ως γραφή την παρουσία στη φωνή τους μιάς εκφραστικής λογοκρατίας.»… σ. 14-16.

        Η συναναφορά του Γιάννη Δάλλα με την ποίηση του ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου και ο αποκλεισμός του Ζ. Οικονόμου από τον ποιητικό λειμώνα του μοντερνισμού, από μεγάλα ελληνικά ποιητικά μεγέθη και εκπροσώπους του, και μιά τάση απομονωτισμού του ίδιου του ποιητή δηλώνουν τόσο την ταυτότητα και την ποιότητα του χαρακτήρα του Οικονόμου όσο και γιατί κατά κάποιον τρόπο «περιθωριοποιήθηκε» για μεγάλα χρονικά διαστήματα η συγγραφική του παρουσία. (Ο Ζήσης Οικονόμου, αποσύρθηκε στη Σκιάθο ασχολούμενος με την καλλιέργεια της κηπουρικής και με θαλάσσιες ασχολίες ως ναυτικός). Εδώ, για να είμαστε δίκαιοι, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε το εξής. Ο Ζήσης Οικονόμου, ως ποιητής μάλλον καλλιέργησε και υπηρέτησε την στοχαστική και δοκιμιακή του φλέβα περισσότερο από την ποιητική, ή αν θέλετε, διοχέτευσε την ποιητικότητα και ποιητική του λόγου του μέσα στον πεζό και θεατρικό, κριτικό και δοκιμιακό του λόγο. Ο Ζήσης Οικονόμου άνοιξε την βεντάλια των προβληματισμών  και στοχασμών πάνω σε διεθνών συμβαίνοντα προβλήματα και γεγονότα του καιρού του, ζητήματα κρίσιμα και καίρια του τεχνολογικού πολιτισμού και της αλόγιστης ανάπτυξής του, επικράτησής του. Στην νέα μοντέρνα κυριαρχία των επιστημών και την δεσποτεία των επιτευγμάτων της, των επιπτώσεών της στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, στις διαπροσωπικές σχέσεις και τις ζωές των ανθρώπων, τον παραμερισμό των χριστιανικών και ανθρωπιστικών αξιών στις σύγχρονες μεταπολεμικές κοινωνίες και την διάπλαση του χαρακτήρα του σύγχρονου ανθρώπου. Όπως δείχνουν και οι συμμετοχές του στο περιοδικό Φιλολογικά Χρονικά, που μαζί με τα δημοσιεύματα του Ντίμη Αποστολόπουλου αποτελούν μια διακριτή στοχαστική και φιλοσοφικών αποχρώσεων φωνή στην ύλη τους. Μια έμφυτη θρησκευτική του φλέβα, οι εσωτερικές του ανησυχίες, ο ενεργός στοχασμός του, η φιλοσοφική του ροπή και μια τάση κοινωνιολογίζουσας οπτικής των πραγμάτων, εξέτασης και αντιμετώπισης τόσο των κοινωνικών όσο και των φιλολογικών προβλημάτων -θεμάτων, τον απομάκρυναν όπως φαίνεται από την καθαρή φόρμα του ποιητικού λόγου και την μόνη υπηρέτησή της μέχρι τέλους. Το κλίμα της ναυτοσύνης μέσα στο οποίο μεγάλωσε και το αίσθημα ελευθερίας και ανεξαρτησίας της τον βοήθησαν να απαλλαγή από φιλολογικές και άλλες κατεστημένες των λογίων και διανοουμένων δεσμεύσεις, με πολλούς από τους οποίους συνδέθηκε φιλικά. Απομακρύνθηκε από τα θέματα και τα ζητήματα την μυθολογική πλαστουργία και ποιητική εικονοποιία που σπουδάζουν οι «καθαρόαιμοι» ποιητές. Η κάπως αγχώδης διάθεσή του δεν τον έκαναν να χάσει την σατιρική του διάθεση όπως φαίνεται σε ορισμένα βιβλία του. Μονήρης σαν χαρακτήρας και με τάσεις αναχωρητισμού εγκατέλειψε κατά διαστήματα το μεγάλο αστικό και άξενο κέντρο που είναι η πρωτεύουσα και βρήκε την ηρεμία και την ησυχία του στο νησί του όπου έζησε μέχρι το τέλος του επίγειου βίου του. Λειτούργησε σαν ναυτικός που μετά τις περιπλανήσεις του, επιστρέφει στα γενέθλια χώματά του, σαν άλλος Οδυσσέας, δίχως να χάνει την κριτική του ματιά, την φιλολογική του στόφα ακόμα και απέναντι στους πρώην ιδεολογικούς και πνευματικούς του συνοδοιπόρους. Διαβάζουμε στην σελίδα 123 του Ανθολογίου συνταγμένου και επιλεγμένου από τον Γιάννη Δάλλα:

        «Ο «ερημίτης» που αποσύρθηκε κι αυτή τη φορά σε ερημόνησο, επιστρέφει σε κοινωνία.

          Τώρα συναντά ξανά φίλους και συναδέλφους και άλλους, φιλικά και εγκάρδια, παρ’ ότι τόσο διαφορετικής νοοτροπίας και δραστηριότητας εκ μέρους των, αφού όλοι είναι βυθισμένοι σε ανεπίγνωστη πνιγηρή, πολυεπίπεδη συνθήκευση και ψυχοκοινωνική ερημιά των πληθυσμών, συνεργώντας, κι αυτοί αδιάλειπτα για την κατασκευή αντιφύσης, αντινοημοσύνης και αντίκοσμου.

          Διαπιστώνει ξανά ο «ερημίτης» αυτός, ότι από δεξιά, κεντρώα και από αριστερά οι διανοούμενοι είναι περισσότερο αλλοτριωμένοι και δουλικοί προς ιδεολογικούς και πολιτικούς «θεούς» κάθε δημαγωγίας, για πάση θυσία δύναμη κι εξουσία κλεμμένη.».

        Το απόσπασμα της αυτοβιοθεωρίας του προέρχεται από το «Ημερολόγιο της ερημιάς και της σιωπής», 1989.

        Με τα δύο αυτά επαρκή αναγνωστικά εφόδια-παρά του ότι δεν έχουμε στην διάθεσή μας το ποιητικό και το δοκιμιακό και θεατρικό Corpus του Ζήση Οικονόμου, (έχοντας όμως διαβάσει αρκετές στα περιοδικά που πρωτοδημοσιεύτηκαν κριτικές για το έργο του, πχ. Νέα Εστία», «Τα Νέα Γράμματα», «Τα Νεοελληνικά Γράμματα» κλπ.) επιλέξαμε να καταγράψουμε την εμφάνισή του στο περιοδικό Φιλολογικά Χρονικά και να μεταφέρουμε ποιήματά του και φιλολογικά μελέτημά του.

  Η παρουσία του στα Φιλολογικά Χρονικά

 

 1945

-τεύχος 27/15-5-1945

ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΜΑΣ, σ.162-167 (μελέτη)

-τεύχος 30-31/ 1-15/7/1945

ΠΡΩΤΙΜΟ ΤΗΝ ΑΡΩΣΤΕΙΑ, σ.292 (ποίηση)

ΕΛΛΕΙΨΗ ΕΝΟΤΗΤΑΣ, σ.310-312 (Η κίνηση των ιδεών)

-τεύχος 32/1-9-1945

Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ, σ.358-360 (Η κίνηση των ιδεών).

         1946

-τεύχος 37/1-1-1946

Η ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ, σ.59-62 (Η κίνηση των ιδεών)

-τεύχος 38-40/ Φεβρουάριος- Μάρτιος 1946

ΕΞΗ ΕΡΩΤΙΚΑ ΤΟΠΕΙΑ, σ.74-76 (ποιήματα)

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ, σ.101-105 (Η κίνηση των ιδεών)

-τεύχος 42/ 1-6-1945

Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΤΥΡΟΥ, σ.189-190 (ποίηση)

-τεύχος 44/ Χριστούγεννα 1946

ΕΛΛΗΝΙΚΟ  ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, σ, 281-284 (ποιήματα)

 

      ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΩΝ ΤΟΥ

Ε Ξ Η   Ε Ρ Ω Τ Ι Κ Α  Τ Ο Π Ε Ι Α

                Ι

ΚΑΙ ΣΥ ΖΕΣΤΟ ΜΗΔΕΝ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ

Ήρθες περαστικιά κι’ εγώ σ’ αντίκρισα

μιά στιγμή, που το φόρεμά σου ανάπνεε

μέσα στ’ όνειρο της θέρμης του κορμιού σου.

 

Πήγαμε περίπατο και χάθηκες

σκιά προγονική μέσα στο δάσος.

 

Κάθομαι, περιμένω ανασκαλεύοντας

του δρομίσκου τη σκόνη, δεν ήρθες.

 

Τα πρόβατ’ επιστρέφουν απ’ το βόσκιμα

σ’ άγνωστην ώρα’ το κύμα στο γιαλό σιωπηλό.

 

Και Σύ, ζεστό μηδέν του ονείρου.

                ΙΙ

ΜΑΛΛΙΑ ΠΟΥ ΣΟΥ ΤΑ ΧΤΕΝΙΣΕ Η ΦΥΓΗ

Κάθισες δίπλα μου, ζεστό το βράδυ αχόρταγο

όπως η φωτιά μετά τη φλόγα.

 

Μαλλιά που σου τα χτένισε η φυγή απ’ αυτή τη γη

και χέρια αγαπημένα που χαϊδεύω.

 

Πού βρίσκομαι; καμμιά φωνή.

 

Στην υπόκουφη αυτή, του Νεκρού ευρυθμία

ακόμα κοντά μου; σ’ αυτό τον Γκρεμνό

που θα με πάρει ανεπίστρεφτα, είσαι κοντά μου;

 

Δάκρυσες: δάκρυ κουρνιαχτός, χρώμα σ’ αυγή

μιά στιγμή χαράς και γύρω μας το αιώνιο.

                ΙΙΙ

ΣΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ ΣΟΥ ΤΟ ΠΕΛΑΓΟΣ ΑΡΜΕΝΙΣΣΑ

Χτένιζες τα μαλλιά σου και σε κοίταζα

κρυφά, ήξερα πώς δεν είσουν

παρούσα: αφηρημένη ποθητά.

 

Στού ονείρου σου το πέλαγος αρμένισσα

και σ’ έφτασα και σ’ είδα.

 

-«Καλώς τον, μούπες, σε περίμενα:

άκου τη θάλασσα στην πλώρη σα ρυθμός

γλυστρά, και σα αρμονία της ηδονής μας.

 

Άκου τη θάλασσα: να πέσουμε στα βάθη της’

το σύμπαν ρήχεψε, να πέσουμε στα βάθη της

ευγενικιά ψυχή, πού ενόχλησεν η μέρα.»

                IV

ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΣΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ

Πού πάμε σ’ αυτό το βυθό; Δεν είσουν συ

μέσα στο φώς, μέσα στο χάδι, μέσα στ’ όνειρο

της διπλής μας παρουσίας μόνης μ’ ένα;

 

Τα χρώματα στο σούρουπο τονίσανε

της θλίψης μας την πλέξη, το νανούρισμα

της απώγειας αύρας με καλεί. Δεν είσουν συ

σ’ εκείνο τ’ ακρογιάλι που η ψαρόβαρκα

λικνιζόταν σαν παιδί μέσα στο αιώνιο;

 

Κλαδιά στους απόκρημνους βράχους

και λιγ’ αγριόχαρτ’ ανάμεσα

στις σχισμές κατοικούν’

θυμάρι και ρίγανη

το ερωτικό τοπείο αρωματίζει.

 

Πού πάμε σ’ αυτό το βυθό

της θλίψης μας, δεν είσουν σύ, δεν είμ’ εγώ;

 

Σαν πέρασμα του ανέμου μένει η μνήμη. 

                V

ΕΙΜΑΣΤΑΝ ΤΡΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΔΥΟ ΜΑΣ

Κόψαμε τ’ αγριολούλουδα στο λόφο εκεί,

σε ποιόν να τα προσφέρω;

 

Οι ώρες περνούν και δεν έχουμε

τόσον καιρό’ έλα ν’ αγαπηθούμε.

 

Το κύμα ξεσπά στο γιαλό

κι’ οι στιγμές στις καρδιές μας συνέρχονται

σε μυστική συνδιαλλαγή: δεν έχουμε καιρό

ο θάνατος κοντά μας γρατσουνίζει.

 

Ο κόσμος της σιωπής αναρριχήθηκε

στής επιθυμιάς σου τον γκρεμνό

σ’ ώρα παραθαλάσσια όπου ο Τρίτωνας

συντόνισε στα κύματα το μουσικό μας χρόνο.

 

Ώ, τί χαρά να κάθεσαι στο απάνεμο

του ηδονικού ανέμου και να φεύγεις.  

                VI

ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ ΣΚΟΡΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΟΡΙΖΟΝΤΑ

Σε κύτταζα στα μάτια, αιώνια αυτά

πετράδια πού θα σβήσουν, να χορτάσω

να ρουφήξω τη μορφή σου στο βυθό.

 

Άσε με νάμαι μόνος μιά στιγμή

στα ερημικά συναισθήματα

που πλημμύρισαν τη γη μας.

 

Άσε με μόνο να ρθώ

απ’ άλλο δρόμο να σ’ εύρω.

 

Θάναι καλό το ταξίδι μας

χαίρετε’

τα σύννεφα σκορπάνε στον ορίζοντα

κι’ έφτασε η Νύχτα.

 

        Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Ο   Κ Λ Ι Μ Α

                Ι

Η  ΕΜΦΑΝΙΣΗ  ΤΗΣ  ΑΡΤΕΜΗΣ

Βοσκοί συνομιλούσαν στ’ ανοιχτό

του δάσους’ πέρασα και κάθησα κι’ εγώ

στο τυχαίο μάρμαρο κι’ ακούω.

 

Χλόη δρόσιζε τη γη κι’ ένας βοσκός σε μιά στροφή

του αρχαίου παραμυθιού του, αναταράχτηκε:

τί ήταν εκείνο το λευκό, ταέρινο γυμνό

πού πέρασ’ αστραπή, απ’ το φράχτη πίσω;

 

Ήταν αυτή, η ωραία μας Άρτεμη

πού κάθεται στον κύκλο μας τριγύρω

γυμνή: μαλλιά ριχτά, χέρια υψωμένα σα να πρόσφερνε

σταφύλια λόγου στα στεγνά μισάνοιχτά μας χείλη.

 

Μα ένα μυρμήγκι απ’ τα χίλια της φωληάς

πού μας έκανε παρέα

σκαρφάλωσε και στάθη στην πηγή της.

 

Σά βέλος άστραψε’ κι’ εμείς που δεν συνήλθαμε

ακόμ’ απ’ το γλυκό της θέαμα

-φτωχοί βοσκοί στα βράχια της Ελλάδας-

την είδαμε να φεύγη τρέχοντας

παρθενική ηδονή αποποιημένη.

                ΙΙ

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΟ

        (Πελαγονήσι, νότια ακτή 1940)

Εγώ είμ’ εδώ στον τόπο αυτό σ’ αιώνια ανάπαυση’

να και της βάρκας τα πλευρά, να και του σκύλου μου

τ’ Αστέρα του συνώνυμου τάσπρα τα οστά:

στην άγριαν ομορφιά των νησιών

αυτών, και των υφάλων

τη ζωή μου πέρασα

περιφρονώντας τον υπόκοσμο των μηχανών και ιδεών.

 

Τρώγαμε ψάρια και κάποτε, του σκύλου μου το θήραμα

άγρια κατσίκια’

κι’ η βάρκα στην καμπύλη του γκρεμνού

σε δυό πιθαμών  αμμουδιά

τη μύτη της ξούσε

πιστή μου ερωμένη ολοκάθαρη.

 

Εγώ είμ’ εδώ στον τόπο αυτό σ’ αιώνια ανάπαυση:

ευχαριστώ για το καλό και το κακό του κόσμου.

                ΙΙΙ

ΣΤΟ  ΠΑΛΑΤΙ  ΤΗΣ  ΚΝΩΣΟΥ

Η βασιλοπούλα πιά μεγάλωσε’

σκάβουν στ’ αμπέλια’ το χορτάρι θέριεψε

στου κήπου τη γωνιά, κι’ αυτή σε μιά

σεπτή μελαγχολία.

 

Περπατά ως το περιστύλιο μυθική

κάθεται στη βεράντα

ακούει τις φωνές των σπιτικών’

είναι ώρα, θαρρεί, για την κώμωση;

η καλή της τροφός περιμένει;

είναι ώρα, θαρρεί, για λουτρό;

ή γιά τη μύηση μπροστά στον ιερέα;

 

Έχασε το αίσθημα του χρόνου, έχασε το βάδισμα

το στέριο βάδισμά της πάνω στα ψυχρά

μάρμαρα των παλατιών της.

 

Θυμήθηκε μιά μέρα πού σ’ απέραντα

θερμά χωράφια τους, κορίτσια δούλευαν

με τη γή, με τις ρίζες, με τά φύλλα.

 

Θυμήθηκε στιγμές ταπομεσήμερου

γυμνά κορμιά και ψίθυρους κι’ οξείς

ήχους, κραυγές σχιστές πνιγμένες στην απόλαυση.

 

Θυμήθηκε το ναύτη στην αγκάλη

και τις πραγμάτιες και τα ξένα πρόσωπα

ταρμυρά, τα γερά, τα παράξενα

με θάλασσα και μ’ όνειρο βαμμένα.

 

Σκάβουν στ’ αμπέλια, το χορτάρι θέριεψε

στού κήπου τη γωνιά κι’ αυτή σε μιά

ζεστή λιποθυμιά, τη βρήκε ανάσκελα

η απαρηγόρητη, η πιστή κι’ ωραία τροφός της.

                IV

 ΤΟ  ΑΙΓΑΙΟ  ΣΙΓΗΣΕ  ΚΑΙ  ΓΔΥΘΗΚΕ

Γενάρη μέρα πρωϊνή, αλκυόνες λαίμαργες αργούν

πάνω στους έρημους βράχους.

 

Κι’ εμείς, ψαράδες φτωχοί σ’ αυτά τα νερά

σ’ αλίμενη εποχή, γιατί να μή σταθούμε

σε τούτη τη σπηλιά; Ζεστό φαϊ, γλυκιά ξεκούραση

τον ύπνο μας θα φέρει.

 

Μά ο καλός μας συνοδός, η φώκια η φιλέρημη

αδέξια, βιαστική, γοργή, πετάει στην πλώρη

τη σουβλερή της κεφαλή, σημάδι του χειμώνα.

 

Κι’ εμείς, τα παραμύθια της Κλειώς ακούγοντας

παραμελήσαμε της τρικυμίας την μπόρα.

 

Πάνε τα σύνεργα κι’ η βάρκα μας κι’ όλα ταγαπητά

συντροφικά μας πράγματα πού αγγίζαν τη ζωή μας.

 

Μά η ψαροπούλα η Κλειώ με την κοχύλα της

το Αιγαίο σίγησε και γδύθηκε

κι’ η φώκια στην ακτή απορεί

που η κόρη της μας χάρισε

ταγνό της, τακατάδεχτο, ταδάμαστό της σώμα.                   

        Η ΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ

        ΠΟΙΗΣΗ  ΚΑΙ  ΜΟΥΣΙΚΗ

        Με την επαφή μας προς τους πρωτόγονους λαούς, δεν έπαθε μόνο το πολιτισμένο αυτοσυναίσθημα του αστισμού, αλλά δεν αποδείχθηκε πόσο αφηρημένη και άζωη κατάντησε η πολιτισμένη τέχνη χωρίς περιεχόμενο, σαν φανατική πειθαρχία και διακόσμηση ωραιόπαθη, ή σα λεύτερη τάχα κι’ «αυθόρμητη» έκφραση περιεχομένων.

        Η δεύτερη περίπτωση είναι ακόμα πιό φτωχή, γιατί αφού μας στερεί από ένα οποιοδήποτε κέντρο επαφής και πηγής της συγκίνησης, δεν μας αποζημιώνει ούτε λογικά κάν, μέσα στο φόρτο των παράξενων τάχα και απόκρυφων συμβόλων που σημαίνουν όλα ή τίποτε, δηλ. την ευκολία κι’ επιδεξιότητα της παράταξης ωραίων λέξεων, ετερόκλητων συμβόλων, βαρβαρικών ρυθμών, ή παρατεταμένων αρμονιών που σκοπεύουν να γεμίσουν το στείρο άδειο του «πολιτισμένου και καλλιεργημένου δέκτη, να εξαφανίσουν και την ελάχιστη επαφή με τον εαυτό του, σε μιά φυγή προς το θόρυβο και την ακαταστασία, η μόνη εγγύηση ότι δεν θα ξυπνήσει καμμιά συγκίνηση και δεν θα συμβεί καμμιά παρουσία του εαυτού μας.

        Όμως, όπου ο ευαίσθητος δέκτης συναντηθεί με αληθινή ποίηση ή μουσική δημιουργία, τότε γεννιόνται συναισθήματα αβύσσου και μιά συμπύκνωση της αβύσσου σε ρυθμούς κι’ αρμονίες του ψυχολογικού χρόνου μας του εσώτατου, απ’ όπου αναδύονται πνευματικά τοπία και νησίδια σαν συγκίνησης από βάθος ωκεανού.

        Αλλ’ αυτό συμβαίνει πολύ σπάνια, γιατί σπάνιοι είναι οι κατάλληλοι δέκτες και σπάνια είναι η αληθινή μουσική και ποίηση.

        Γενικά επικρατεί το άκρο σύμπλεγμα του αστοπρολετάριου και του γραφειοκράτη στο γούστο του σημερινού  πολιτισμού, βασικά αντισυγκινητικού, επιπόλαια κι’ ακατάστατα αισθηματικού και χυδαία αισθησιακού.

        Επί πλέον, το σύμπλεγμα αυτό κατέχει τη λογιστική των συγκολλήσεων και των αφηρημένων μέτρων που αναζητά ν’ αναγνωρίσει το Ωραίο και το Καλό σε συλλογισμούς, να το επιδοκιμάσει σαν συνταύτιση με μιά σειρά κανόνων, ή να το κατακρίνει με μιάν άλλη σειρά, εκ των προτέρων παραδεγμένων πού είναι πρόχειρη στη συνείδηση και είναι η συνείδηση- δήμιος εναντίον κάθε εισβολής των ζωτικών απροόπτων, σαν φρουρός κατά της συγκίνησης και κατά της κίνησης της ψυχής: την προλαβαίνουν επιδοκιμάζοντας, ή κατακρίνοντας λογικά, για να αποτρέψουν την εξαπόλυσή της.

        Έτσι, στη μουσική, η χρονική διάρκεια γεμίζει βιαστικά νε ρυθμούς, χωρίς ψυχική αναλογία κι’ ανταπόκριση ή μ’ αρμονίες διαρκέστατες, χωρίς ζωντανές σιωπές, όπου μέσα τους να πιστοποιείται ο εαυτός μας σαν φορέας της συγκίνησης.

Ο θάνατος της συγκίνησης δικαιώνεται με την συνωθούμενη παρουσία των άδειων ρυθμών, που δεν τολμούν ν’ αφήσουν λάθη και παραφωνίες τα σημάδια συγκεκριμένης, ζωντανής αντίστασης, γιατί δεν μπορούν να τα συγχωνεύσουν σ’ αρμονίες, γιαυτό καταφεύγουν σε άψογους ρυθμούς.

        Στην ποίηση, το άγονο αυτό κι’ ο φόβος μπροστά στον κίνδυνο του Χρόνου, κάνει το στιχουργό και τον αναγνώστη ή ακροατή ν’ αποφεύγει και την πιο παραμικρή νύξη για μιά συμμετοχή στο ζωτικό ρυθμό της φυγής του χρόνου, έξω απ’ το αφηρημένο σχήμα των ήχων, των εικόνων και των ωραιολογιών.

        Γι’ αυτό, η επικρατούσα ποίηση σ’ όλο τον πλανήτη μας αυτή τη στιγμή, είναι μακρόσυρτη στιχουργία με πλήθος εικόνες που τρέχουν ετερόκλητα και πληθωρικά, σαν να φοβούνται το σταμάτημα και τη στροφή του λεύτερου ρυθμού σε σιωπή, απ’ όπου, σαν δημιουργική ανάπαυλα, θα ξεπηδήσει η συγκίνησή μας.

        Η σύγχρονη παγκόσμια στιχουργία*, εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις, γεμίζει όλα τα κενά με λέξεις, ωραίες ίσως, με σύμβολα «αυθόρμητα» τάχα, με αρμονίες μακρόσυρτες, για να σκοτώσει το χρόνο της ψυχής, για να νεκρώσει το σώμα της συγκίνησης, για ν’ αποκοιμίσει το πνεύμα.

        Η σύγχρονη ποίηση είναι το παρεπόμενο της μηχανής και μονάχα ελάχιστοι σύγχρονοι ποιηταί, σ’ όλον τον κόσμον, κατόρθωσαν να δώσουν ψυχή στο μηχανικό και λογιστικό, συγχρονίζοντας την κίνηση του ατσάλινου ρυθμού με αντίστοιχους ρυθμούς σιωπής της ροής του ψυχολογικού χρόνου**.

        Η τέχνη, όπως η μουσική, η ποίηση κι’ ο θρησκευτικός χορός των πρωτόγονων (οι πρωτόγονοι χορεύουν τη θρησκεία τους, τις σκέψεις τους και τη συγκίνησή τους) είναι ένα ερέθισμα για ξύπνημα και καθόλου μιά παθητική παρέλαση «αισθητικής» και αρμονίας για ν’ αποκοιμίσει.

        Με τη «θρησκευτική» τέχνη, το λογικό αποκοιμιέται, αλλά για να ξυπνήσει με το υπερλογικό και μή λογικό, όπου στο μεταξύ τους, αντί της «συνείδησης» παρουσιάζεται η συγκίνηση και η συμμετοχή σαν χαρούμενη συνειδητοποίηση του ακέραιου εαυτού μας, κι’ όχι σα «συνείδηση» δηλ. φρουρός και δήμιος σ’ ό,τι καταργεί τα δεσμά και τα όρια του κοινωνικού χρόνου: της συγκίνησης.

        Ο κοινωνικός χρόνος και η καθημερινότητα μισεί τη συγκίνηση και την αντικαθιστά με τη συνήθεια, την ωραιολογία και το τυπικό.

        Γι’ αυτό η συνήθεια, η καθημερινότητα και το «όλος ο κόσμος», για τον ποιητή και το δημιουργό είναι ο ασυμφιλίωτος εχθρός με τον οποίο έχει εμπλακεί σ’ ένα απελπισμένο και ανεπανόρθωτων αγώνα.

        Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, όπου όλα είναι διασπασμένα και χωριστά, ο ποιητής κι’ ο αγώνας του είναι θέμα το πιό απωλεσμένο.

        Σ’ άλλες εποχές, όπως στο μεσαίωνα, η τέχνη ήταν η ζωντανή έκφραση κι’ επαφή με την θρησκευτική καλλιέργεια και τη συνεργατική κοινότητα του λαού, όπου τα έργα τέχνης ποίησης και μουσικής ήταν μιά διαρκής έκθεση και διαπαιδαγώγηση του κόσμου με τις εκθέσεις στα πανηγύρια, με τις εκκλησίες, με τις κοινοτικές γιορτές, όπου όλος ο λαός χορεύει, τραγουδά και βλέπει κι’ αγγίζει τα έργα τέχνης: κεντήματα, χειροτεχνήματα, ζουγραφιές κτλ.

        Σήμερα, ένα ελάχιστο και ελλειπές μόνο απ’ αυτή την τέτοια διαπαιδαγώγηση περιορίζεται στους διανοούμενους και στις παρέες τους κατά τρόπο διανοητικό, κανονιστικά φλύαρο κι’ ασυγκίνητο, ενώ ο λαός μένει εντελώς ακαλλιέργητος αισθητικά, όπως και θρησκευτικά πνευματικά και μυθικά. Η ποίηση κατάντησε «σταυρόλεξο» κι’ η μουσική, θόρυβος.

        Χαρακτηριστικό απ’ τα πιό βασικά καθ’ εποχής, είναι η αρχιτεκτονική και δεν υπάρχει στην εποχή μας πιό ανορθόγραφη, πιό χαώδης και πιό ακαλαίσθητη από την πολεοδομική και πιό λογιστικές και τυχαίες ρυμοτομίες, που καμμιά ποίηση και καμμιά «μουσική» ατμόσφαιρα θαλπωρής και μύθου δεν εκπορεύουν.

        Ο άνθρωπος στην πορεία του συναντά το εμπόδιο. Προχωρεί κι’ οπισθοχωρεί, αλλά το εμπόδιο στέκει πάντα πρόκληση αιώνια.

        Γι’ αυτό ο άνθρωπος δοκιμάζει νέες μεθόδους να εκτοπίσει το εμπόδιο και να συναντήσει το θησαυρό της καρδιάς του: την κλίση του.

        Έτσι ο άνθρωπος ψηλαφώντας να βρει το αντικείμενο της επιθυμίας του, σκοντάφτει κι’ ανακαλύπτει το χώρο.

        Η πρώτη αίσθηση του χώρου φέρνει την απογοήτευση, γιατί συνήθως, δεν υπάρχει τόσο εύστοχα εκεί, το αντικείμενο της καρδιάς μας.

        Τότε αποπειρόμαστε μια νέα ψηλάφηση για να γευτούμε μιά νέα αγωνία.

        Το διάστημα μεταξύ δυό σημείων και δυό συναισθημάτων αγωνίας, δίνει το αίσθημα του χρόνου.

        Όταν ανακαλύψουμε το χρόνο, τότε ελπίζουμε ότι κάποτε θα συναντήσουμε το ποθούμενο, μέσα στις ατέλειωτες σειρές σημείων της διάρκειας.

        Η ελπίδα μας υπονοεί την απελπισία μας.

        Ο χρόνος είναι μέσα στην ιστορία και καταλήγει στο θάνατο.

        Ο χώρος είναι μέσα στη φύση και καταλήγει στη μετατόπιση και την επάνοδο στο παρόμοιο ή το αρχικό.

        Όταν ανακαλύψουμε το χώρο, και τη διάρκεια από χώρο σε χώρο, το χρόνο, μας παρουσιάζεται το περιθώριο κατευθύνσεων απ’ όπου παίρνουμε μιά «τυχαία» ή «λογισμένη» κατεύθυνση με την ελπίδα να συναντήσουμε το ποθούμενο.

        Αν με την πρώτη κίνηση το βρούμε χωρίς εμπόδιο, δεν γεννιέται η επιθυμία.

        Ο χρόνος σαν ποιότητα είναι ο ρυθμός.

        Ο χρόνος σαν ποιότητα είναι η αρμονία.

        Μεταξύ χώρου και χρόνου, αρμονίας και ρυθμού, δηλ. μεταξύ των δύο στοιχείων της κίνησης (ή των δύο στοιχείων της ποιητικής έκφρασης στην περιοχή της τέχνης), δεν υπάρχει σχέση αιτίας κι’ αποτελέσματος, διότι αν υπήρχε, η κίνηση θα πήγαζε από το ένα ή το άλλο ή και τα δύο, ενώ η κίνηση κι’ η αρχική ορμή είναι ακαθόριστη, πρωταρχική, κι’ ανεξάρτητη.

        Έτσι,  με την πρωταρχική επιθυμία και άγνοια, ψηλαφίζουμε τον κόσμο.

        Με το ψηλάφισμα, σχηματίζουμε το εμπειρικό εγώ, που είναι μιά εσωτερίκευση του εμποδίου, και μιά συνύφανση χρόνου-χώρου.

        Αλλ’ ο καθαρός εαυτός, μένει περ’ απ’ το εμπειρικό εγώ, και περ’ απ’ το νού μας.

        Όταν ο καθαρός εαυτός μάθει να ξεχωρίζεται, να μή συμμετέχει, να μή συνταυτίζεται μέσα στις συνθέσεις και αποσυνθέσεις των φυσικών πράξεων, εξακολουθεί να μένει καθαρός δηλ. να μή σχηματίζει το εγωιστικό εγώ (η αντίθεση με το σωματικό, ψυχικό και πνευματικό), που εμποδίζει την αυθόρμητη και δημιουργική κίνηση που γεμίζει το αρχικό «άδειο».

        Έτσι, ελευθερία είναι μιά κατάσταση απομόνωσης απ’ την επενέργεια των τυφλών νόμων της φύσης κι’ η ικανότητα διάκρισης. Γιαυτό η εντελής κι’ αυστηρή εφαρμογή των κανόνων της τέχνης και ποίησης δεν κάνει καθόλου το έργο τέχνης και την ποίηση, παρ’ ότι είναι ένας απ’ τους απαραίτητους όρους. Χρειάζεται ένα κάτι: η ελευθερία δηλ. η αναδημιουργία μέσα στη διαφορά, απ’ όπου βγαίνει μόνη της η διάκριση.

        Εφόσον ελευθερία είναι η «απομόνωση» απ’ τη «φύση» κι’ η διάκριση για αναδημιουργία της φύσης, καλλιτεχνική και μουσική δημιουργία είναι αυτή η ικανότητα να απομονώνεις συνηθισμένα και κοινά γεγονότα (πείρα, πρόσωπα, ήχους, λέξεις) διακρίνοντας τα κι ανασυνθέτοντας κατά ένα τέτοιο τρόπο λεύτερο, με τη φαντασία και το ένστικτο, ώστε τα συνηθισμένα αναπλάθονται σ’ ασυνήθιστες και ξαφνικές περιστάσεις και ψυχικές διαθέσεις, όπου να ξαναπετιέται ως έκπληξη, η σύγκρουση, η τραγωδία και τέλος η διαφοροποίηση κι’ όχι η προσθήκη γνώσης, πείρας ή σειρά εικόνων.

        Πολλές φορές το βαθύ τραγικό και λεπταίσθητα ειρωνικό, αποτελούν μιά τέτοια υποβάλλουσα ένταση, ώστε το αισθητικό γεγονός του έργου ανήκει πιά στην περιοχή της ηδονής, της καθαρής ηδονής του καθαρού εγώ, πού δεσμεύεται τόσο με την επαφή, όσο επιτρέπεται ν’ αποδεσμευτεί με χαρούμενη μεταμάγευση της «αφής» δια της «ειρωνείας» έτσι έχουμε την αισθητική και ακέραια ισορροπία, ούτε μέσα στην πνιγηρότητα του θανατερού αδιέξοδου της τραγωδίας, ούτε έξω στο αφηρημένο και άδειο ή χυδαίο και «αντικειμενικό».

        Έτσι η Τέχνη κι’ η δημιουργική τόλμη, καθαρίζει τον ανώτερο εαυτό μας απ’ τη μόλυνσή του, που μπερδεύτηκε από άγνοια κι’ επιθυμία, σε πράξεις χρόνου και χώρου, χωρίς εναλλασσόμενο ρυθμό σιωπής κι’ αρμονίας, και τον επαναφέρει πιό ζωντανό στην περιοχή του συγκεκριμένου και του αιώνιου.

        Μιά ευγένεια στην Ύπαρξη υπάρχει: η ικανότητα να υφάνεις τις πράξεις, συναισθήματα και σκέψεις στο άνορο και εξωϊστορικό, από το ιστορικό και ιστορικά αναγκαίο.

        Γιατί, ξέρουμε τάχα ποιά είναι η πιό ιστορική έκβαση: Πώς ξέρουμε ποιό είναι το πιό ιστορικό, το πιό αναγκαίο, για να επιμένουμε στην ιστορία; Πάντοτε η ιστορία δεν προσπορίζεται διαφορετικές εκβάσεις απ’ ό,τι σχεδιάζουμε κι’ ελπίζουμε;

        Ο άνθρωπος, σ’ αντίθεση με τα ζώα, είναι ζώο διεισδυτικό και ζώο πολυτελείας. Ο άνθρωπος δεν αναζητάει το ωφέλιμο και μισεί το αναγκαίο. Ο άνθρωπος τείνει προς το εξωϊστορικό και απεριόριστο, γι’ αυτό ανάμεσ’ απ’ τους ανθρώπους οι πιό λεύτεροι, οι πιό διεισδυτικοί, αντιωφελιμισταί και αντιϊστορικοί είναι οι αληθινοί ποιητές, μουσουργοί και καλλιτέχνες.

        Εισέδυσαν στο χρόνο και δημιούργησαν την ποίηση κι’ ανακάλυψαν το διάστημα τ’ ουρανού διά του ρυθμού των λέξεων, των ήχων και την επανάληψη των κυκλικών κινήσεων έθρεψαν την ποίηση, τη μουσική και την αστρονομία.

        Εισέδυσαν στο χώρο για να επανακτήσουν τον απωλεσμένο παράδεισο της καρδιάς τους και τις αναλογίες του, κι’ αισθάνθηκαν την αρμονία κι’ έθρεψαν την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική και τη ζωγραφική, κι’ εξανθρώπισαν το φυσικό όγκο και τους νόμους του, δια της μηχανικής και της γεωμετρίας***. Όπως επίσης εξανθρώπισαν το φυσικό χρόνο και τη ροή του σε ψυχολογικό και πνευματικό πού μετατρέπεται σ’ αστροφυσικές «φαντασίες» τόσο αληθινές και πραγματώσεις και σ’ αιωνιότητα, στη μεταψυχική και στην ανάληψη του χρόνου και του χώρου στο ουτοπικό και άκαιρο του καθαρού εαυτού, τον πρώτο και ύστατο κρίκο πρό το αιώνιο.

        Όχι: καμμιά ιστορική αναγκαιότητα δεν το υπαγόρεψε αυτό, καμμιά φυσική επιστήμη και καμμιά υλική επιδίωξη, αλλά η πολυτέλεια κι’ η δίψα για τη λευτεριά κι’ η τάση για τα ύψη.

*Το κύμα αυτό της ευκολίας κατάκτησε και την Ελλάδα.

**Ποίηση χωρίς στοιχεία πεζότητας είναι, σαν την επιθυμία χωρίς αντικείμενο’ τα δυό στοιχεία νάναι, σε τέτοιο τρόπο ενωμένα, ώστε η «συνουσία» τους να παράγει την ταυτόχρονη αισθητική ηδονή χωρίς να διακρίνεται η χωριστή και ασύγχρονη προέλευση. Το ίδιο και στη μουσική, η στιγμιαία δυσαρμονία που παράγει μιά πιό έντονη εναρμόνιση. Η ζωντανή απαίτηση για μια ενότητα των διαφόρων είναι και το νέο δημιουργικό αίτημα της εποχής μας, αν θέλει να επιζήσει.

***Η βασική διαφορά μεταξύ ζώου και ανθρώπου είναι ότι το ζώο μεταβάλλει το σώμα του προς το περιβάλλον, ενώ ο ανθρώπινος μεταβάλλει το περιβάλλον του, αλλ’ αυτή η εργαλειοκοινωνική επαναστατικότητα του επειδή ταυτόχρονα δεν είναι και ψυχοπνευματική, καταντά πάντα σ’ αντεπανάσταση, για να ξαναρχίσει ως «επανάσταση» κτλ., σ’ ένα φαύλο κύκλο δράσεων και αντιδράσεων χωρίς την ενωτική δύναμη του πνεύματος πού πετυχαίνεται μόνο σε προσωπικά έργα δημιουργίας.

--

          Η  Θ Ε Σ Η  Τ Ο Υ   Δ Η Μ Ι Ο Υ Ρ Γ Ο Υ

        Εκείνο που λείπει απ’ την εποχή μας και τους ανθρώπους της, δεν είναι η έλλειψη δράσης κι’ έλλειψη ομαδικού ηρωϊσμού. Η εποχή μας υποφέρει ακριβώς απ’ την υπερβολή της ομαδικής δράσης.

        Εκείνο που λείπει σε παγκόσμια κλίμακα, είναι η δημιουργική ηθική κι’ η πνευματική σκοπιά μπροστά στην παγκόσμια δράση.

        Ο ενσαρκωμένος λόγος δεν είναι μονάχα ένα θρησκευτικό σύμβολο, αλλά και μιά ανώτερη πραγματικότητα που φανερώνεται στις εκδηλώσεις των ανθρώπων. Ο ενσαρκωμένος λόγος είναι το πνεύμα του πλάσματος που συμμετέχει στο έργο του Δημιουργού. Το πνεύμα που απαλλάχτηκε από τις αφηρημένες εικόνες και θολές υποβολές κι’ έγινε Πρόσωπο.

        Το πρόσωπο που ζη μέσα στη λειτουργία του ενσαρκωμένου λόγου, αποφεύγει τη διάσπαση, γι’ αυτό τα έργα του, τα λόγια του κι’ η μοίρα του συμπίπτουν. Ενώ στα διασπασμένα άτομα των ομαδικών παραστάσεων, η διάσπαση κι’ η σύγκρουση ανάμεσα στη «Θέληση» και την πραγματικότητα της ζωής τους, είναι αγεφύρωτη και φτάνει πολλές φορές ως τη διάλυση.

        Γι’ αυτό το δημιουργικό πρόσωπο, σαν ευαίσθητος δέκτης παντοειδών κατευθύνσεων, ακτινοβολεί την αλήθεια του ενσαρκωμένου λόγου, πού μέσα του βρίσκεται η κληρονομιά του παρελθόντος, η σύγκρουση της εποχής του κι’ η προβολή προς το μέλλον. Έτσι συνενώνει τις αντιθέσεις και καταργεί τα ψυχικά και διανοητικά εμπόδια των ομαδικών παραστάσεων της εποχής, διά της δημιουργικής πράξης, πού είναι κι’ η ακέραια, λεύτερη και λευτερωμένη έκφραση του εαυτού του.

        Οι οπαδοί της «επιστρατευμένης σκέψης και τέχνης» λένε ότι ο καλλιτέχνης κι’ ο ποιητής δεν μπορεί και δεν πρέπει νάναι αδιάφορος μπροστά στα σημαντικά γεγονότα της εποχής του. Αυτό είναι σωστό από μιάν άλλη άποψη: ο άξιος τεχνίτης και ποιητής, δεν μπορεί και δεν πρέπει να παρασυρθεί από το πολιτικοκοινωνικό ρεύμα του καιρού του και καταπνίγοντας  μόνος του τις πηγές της φαντασίας και δημιουργίας, να καταντήσει η «φωνή του κυρίου» του.

        Αν στα καθεστώτα της «επιστρατευμένης σκέψης και τέχνης» παρουσιάστηκε κάποια «πετυχημένη προσπάθεια» στην τέχνη και στην «τέχνη για το λαό», είναι γιατί προσαρμόστηκαν εις βάρος της τέχνης και της κουλτούρας, μερικά απομεινάρια μιάς μεγάλης Παράδοσης, και της λεύτερης κουλτούρας γλυτώνοντας έτσι απ’ τη σφαγή, την εξορία και τον αφανισμό. Με το θάνατο όμως και τα γηρατειά αυτών των λειψάνων, διαλύεται κάθε πορεία δημιουργίας και μαζί της η Παράδοση, γιατί τα καθεστώτα της «επιστρατευμένης σκέψης και τέχνης» δεν κατορθώνουν να δημιουργήσουν νέα στελέχη κουλτούρας, όσο κι’ αν το διατυμπανίζουν, όσο κι’ αν το ποθούν, εκτός αν υποχωρήσουν ή γκρεμιστούν.

Κι’ αλήθεια, στην εποχή μας όπου η γραφειοκρατία, το σχεδιασμένο κι’ ο γενικός έλεγχος επικρατούν σε κάθε εκδήλωση, η τέχνη κι’ η ποίηση περνούν την πιό σκληρή δοκιμασία.

        Αλλ’ αυτή η δοκιμασία δεν γίνεται μάταια: εκείνοι που τόσο εύκολα πλειστηριάζουν τη «δημιουργικότητά» τους και την «τέχνη» τους στη μεγαλύτερη προσφορά και τη μικρότερη αντίσταση (η τέχνη ποτέ δεν μπορεί να ζήση ως κομφορμιστική) του ρεύματος του καιρού τους, εκείνοι πραγματικά δεν είχαν και δεν έχουν να χάσουν τίποτε, γιαυτό και τόσο εύκολα τρέχουν για να «κερδίσουν».

        Ανάμεσα σ’ αυτούς που «τρέχουν» υπάρχουν κι’ ελάχιστοι, οι αιώνιοι οραματιστές του τέλειου και ιδεώδους, που φοβούνται να κυττάξουν τα πράματα, πού δεν μπορούν να διακρίνουν μεταξύ προσχήματος, πράξεων και ιδέας.

        Αλλ’ αυτοί εξακολουθούν νάναι τίμιοι και δημιουργικοί, κι’ επίσης δεν έχουν να χάσουν τίποτε, εκτός απ’ το να τους αποκαλυφθή, με τον καιρό, μιά ανυπολόγιστη και γιαυτό δημιουργική πνευματική και κοινωνική περιπέτεια.

        Η τέχνη, η συγκίνηση κι’ η σκέψη, περισφίγγονται από πλήθος φραγμούς: την εφημεριδογραφία, την πρόχειρη κι’ ανεύθυνη κριτική, την επιφυλλίδα, «τις επίσημες εκδόσεις», το «επιστημονικό πνεύμα», το «πρακτικό πνεύμα», τις μόδες του πλήθους, τα «δημοκρατικά ιδεώδη», την «εξυπηρέτηση του λαού», και τέλος τις καλλιτεχνικές παρέες και «συμμορίες», όπου έχουν σχηματίσει κι’ από μιά «συνοικία» κι’ από ένα «ξωκκλήσι», δηλ. κι’ από μια κλίκα, φανταζόμενοι ότι έτσι εξυπηρετούν καλλίτερα τον εαυτό τους, και την τέχνη τους, ενώ κομματιάζουν της Τέχνη και φανατίζουν τους τεχνίτες σε σχηματικές κι’ αφηρημένες αποκλειστικές σχολές.

        Αλλά ήρθε η ώρα, σε παγκόσμια κλίμακα, όπου οι ποιηταί και οι δημιουργοί οδηγούμενοι απ’ το ένστικτό τους και τη δημιουργική πράξη της φαντασίας τους, συνειδητοποιούν τον κίνδυνο και μ’ ενστικτώδεις κινήσεις αντιστέκονται, θυμώνουν και προτιμούν.

        Ο θυμός τους δεν είναι ύμνος ή κατάρα, αλλά μία νέα αυτοσυγκέντρωση προς τις πηγές της ζωής. Μπορεί να καταπνιγούν εκεί μέσα, πρίν τους επιτραπεί να εκδηλωθούν, αλλά ποτέ δεν θα καταντήσουν σκύβαλα του πολιτικού ρεύματος και των δυνατών της ημέρας.

        Αλήθεια, η Δοκιμασία είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη, όμως η αληθινή Τέχνη έχει τα δικά της μέσα για ν’ αντισταθή, και τελικά να νικήση. Αυτή η δοκιμασία ξεχώρισε κιόλας τους άξιους απ’ τους ανάξιους, τους τίμιους από τους τυχοδιώκτες, τους φρασεολόγους και «τεχνίτες», απ’ τους δημιουργούς και ανακαινιστές.

        Οι τέτοιου είδους «τεχνίτες» είναι ακριβώς οι εκπρόσωποι του σημερινού κοινού ανθρώπου του πολιτισμού μας, πού αισθάνεται μιά βαθειά ασυνείδητη και ανεξήγητη Ενοχή, όπου ο ίδιος καταντά μοιραία στην Αυτοτιμωρία του, μέσα στις αφηρημένες ψυχικές, οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις που ο ίδιος κατασκεύασε.

        Γιατί αισθάνεται Ενοχή και προετοιμάζει την Αυτοτιμωρία του ο τυχοδιώκτης καλλιτέχνης.

        Διότι δεν αναγνωρίζει τα φυσικά και πνευματικά του όρια.

        Διότι δυσπιστεί στην αξία του και την ατομική του ορμή.

        Διότι πιέζεται από παντού και δεν μπορεί να βρη μιάν ενστικτώδη ή υπερσυνείδητη διέξοδο.

        Διότι απώλεσε το δημιουργικό ένστικτο μέσα στις ομαδικές παραστάσεις του λόγου που είναι αφηρημένη εικόνα-ερέθισμα και δεν ενσαρκώνεται.

        Χάσανε τη μνήμη της γης, τη μνήμη του εαυτού τους και της ιστορίας. Λησμονήσανε τα διδάγματα των μεγάλων δημιουργών και των δασκάλων της ανθρωπότητας και του έθνους, όπως οι όχλοι, και πιστεύουν στις παλιοφυλλάδες και στα ταχυδακτυλουργικά ονόματα, πιστεύουν τυφλά και αδιάντροπα εν ονόματι της αληθείας και δρουν τυφλά εν ονόματι του λαού και του πνεύματος.

        Η Κουλτούρα πάντοτε αγωνίστηκε απελπισμένα για τη λευτεριά της, κατά του εκκλησιαστικού δόγματος, του κομματικού και κρατικού ελέγχου και των γραφειοκρατών αυτόκλητων προστατών της.

Η Κουλτούρα των ανθρώπων σήμερα κινδυνεύει ακριβώς από κείνους που προσπαθούν να μας πείσουν ότι φωνάζουν για να τη σώσουν και  να την προστατέψουν απ’ τη διάλυση. (Ποιοί είν’ αυτοί; Πού είναι τα συγκριμένα έργα τέχνης και κουλτούρα τους; Γιατί κρύβονται πίσω από τις φράσεις «ομαδική προσπάθεια» και «γενικόν καλό», τόσο λαμπροί άγγελοι αγάπης είν’ αυτοί κι’ οι άλλοι κτήνη εγωισμού;)

Η Κουλτούρα κι’ τη Τέχνη κινδυνεύει απ’ το σημερινό γραφειοκράτη και «ιδεολόγο»(*) ενώ παράλληλα η επιστήμη κι’ η φιλοσοφία έχουν ομολογήσει την αδυναμία τους να συλλάβουν και να παραστήσουν τη ζωή και την ύπαρξη σα ζωντανό σύνολο, γιατί όλα τα τεχνικά, ταφηρημένα κι’ ελεγχόμενα, καταντούν στην κούραση και την απελπισία που διαλύει.

        Αλλά η δημιουργική πνοή κι’ η πράξη της φαντασίας στην Τέχνη, συγκεντρώνει κι’ αναπλάθει τα χαρακτηριστικά της ζωής και του πνεύματος, σε μιά συγκινημένη, σε μιά ξεκούραση, σε μιά χαρούμενη ανασύνθεση, όσο κι’ αν είναι τα στοιχεία της θλιβερά, όπου μέσα της αισθανόμαστε τον εαυτό μας λεύτερο, υπεύθυνο, τολμηρό, κι’ αυτοκαταναλισκόμενο, στο τόλμημα της δημιουργικής ορμής.

        Η ώρα της ευθύνης και λευτεριάς ήρθε, γιατί η δοκιμασία πέρασε από παντού, με το θλιβερό της έργο, κι’ αναβολή δεν υπάρχει, γιατί το Πρόβλημα μεγαλώνει διαρκώς μπροστά στα συγχυσμένα και ληθαργικά μάτια μας, έως ότου αποφασίσουμε δηλ. έως ότου λευτερωθούμε με μιά δημιουργική μας πράξη και συγκίνηση.

        Γιατί λευτεριά δεν θα πει διανοητικό κατασκεύασμα ή πολιτικό συμφέρον, αλλά πνευματικό τόλμημα υπερσυνείδητο ή ενστικτώδες ή και τα δυό μαζί σε συνδυασμό, κι’ όσοι πιστεύουν, από μερικά εύκολα περιστατικά, απ’ όπου επωφελούνται για να θριαμβεύσουν, ότι είναι λεύτεροι, αυταπατώνται, και μιλούν για λεύτερες πράξεις, αυτοί πού μονάχα το βίωμα της ψυχικής δουλείας και πνευματικής δειλίας έχουν ζήσει.

(*) Ο λαός και οι πνευματικοί του εκπρόσωποι κατάντησαν όχλος που  κινιέται και σέρνεται μονάχα με ιδέες ή παραπαίει ανάμεσα σε συνθήματα χωρίς ζωϊκή και πνευματική βάση. Ο έκφυλος «ιδεολόγος», φυτοζωεί ακόμη στην Ευρώπη και μετατρέπεται σε αποικία της Αμερικής, ενώ ο γραφειοκράτης των Ηνωμένων Πολιτειών αρχίζει να οργανώνη το νέο μεσαίωνα. Η Ρωσία προπαρασκεύασε το έδαφος κι’ η Αμερική θ’ αναλάβει το έργο.

                ΖΗΣΗΣ  ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

ΥΓ. Έφυγε σε προχωρημένη ηλικία ο συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος, μεταφραστής και σεναριογράφος ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΛΤΙΝΟΣ (16/12/1932- 30/10/2024). Ψευδώνυμο του Αθανάσιου Σπανού. Υπήρξε ένας πολύ καλός τεχνίτης, στιλίστας της συγγραφικής τέχνης. Με όσα θέματα καταπιάστηκε στα βιβλία και στα δεκάδες δημοσιεύματά του, πάντα το αποτέλεσμα ήταν θετικό, σημαντικό, προήγαγε επί τα βελτίω την ελληνική λογοτεχνία και γραφή. Παράλληλα, ο Θανάσης Βαλτινός, ήταν και ένας ελευθερόφρονας, δημοκρατικός και ανεξάρτητος- ακηδεμόνευτος ενεργός έλληνας πολίτης, ο οποίος δεν δίσταζε να εκφράζει δημόσια την γνώμη και τις απόψεις του, τις πολιτικές του κρίσεις ευθαρσώς και με ειλικρίνεια, σε μεγάλα ζητήματα και κρίσιμες εθνικές αποφάσεις των τελευταίων ετών στην πατρίδα μας. Αρκετοί και σημαντικοί οι τίτλοι των έργων του, πολυδιαβασμένοι. Από αυτούς θα ξεχωρίζαμε την «Κάθοδο των Εννιά», το «Συναξάρι του Αντρέα Κορδοπάτη» το πολυακουσμένο και γνωστό «Ορθοκωστά» κ. ά. Μεταξύ των άλλων του δημιουργικών εργασιών ήταν η μετάφραση στα τέλη της δεκαετίας του 1970, το 1979 της αρχαίας τραγωδίας του Ευριπίδη «Τρωαδίτισσες» η οποία παραστάθηκε από το Θέατρο Τέχνης στην Επίδαυρο σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Ένα χρόνο μετά, το 1980 μετέφρασε και πάλι για το Θέατρο Τέχνης την θρυλική «Ορέστεια» του Αισχύλου, η οποία σε σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν παίχτηκε στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Για ένα διάστημα, διετέλεσε πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

Πέμπτη, 31 Οκτωβρίου 2024.     

 

     

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2024

ΣΤΕΦΑΝ ΤΣΒΑΙΧ ο αυστριακός συγγραφέας και βιογράφος

 

Σ Τ Ε Φ Α Ν    Τ Σ Β Α Ϊ Χ

Γενική  Επισκόπηση του έργου του

        Μεγάλη, σταθερή η αναγνωστική μας αγάπη για τα δεκάδες έργα του δημοφιλούς και παγκοσμίως αναγνωρισμένου, πολυδιαβασμένου συγγραφέα, βιογράφου, δημοσιογράφου, διηγηματογράφου, ακάματου εργάτη του πνεύματος, δημοκράτη πολίτη, πολύγλωσσου Αυστριακού μυθιστοριογράφου και ποιητή Στέφαν Τσβάϊχ (Stefan Zwig) Αυστροουγγαρία- Αυστρία 28/11/1881- Πετρόπολις, Ρίο ντε Τζανέιρο Βραζιλία 22/2/1942. Στην εξαιρετική ερευνητική δουλειά των Παναγιώτη Κ. Τσούκα και Εβελίνα Πλ. Περράκη, «ΣΤΕΦΑΝ ΤΣΒΑΪΧ ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΑ», εκδ. Κάκτος, Αθήνα, 2002, σ. 190, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου τους στην «ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΕΦΑΝ ΤΣΒΑΪΧ» σελίδες 135-184 καταγράφονται 82 τίτλοι βιβλίων του αυστριακού συγγραφέα μεταφρασμένοι στα ελληνικά. Αποδελτιώνονται οι πρώτοι μεταφραστές και μεταφράστριες 82 γενικών τίτλων, οι ελληνικοί εκδοτικοί οίκοι, οι χρονιές που κυκλοφόρησαν τα βιβλία (όπου αναφέρονται), ενώ δίνονται και οι δεύτερες, ή τρίτες ή οι πολλαπλές επανεκδόσεις των αρχικών τίτλων από διαφορετικούς μεταφραστές και εκδοτικούς οίκους στην χώρα μας από την  περίοδο των αρχών του μεσοπολέμου μέχρι την χρονιά έκδοσης του «Κάκτου». Μένουμε έκπληκτοι με το μεταφραστικό και εκδοτικό ενδιαφέρον σε διαφορετικές χρονικές περιόδους μέχρι σήμερα. Μια σύντομη περιπλάνηση σε βιβλιοπωλεία και παλαιοπωλεία στο διαδίκτυο θα συναντήσουμε νεότερους τίτλους και μεταφράσεις του από σύγχρονους εκδοτικούς οίκους, πολλοί από αυτούς εξαντλημένοι. Η ταξινόμηση των κεντρικών τους τίτλων, μας βοηθά, να αναγνωρίσουμε στατιστικά ποιοι από αυτούς υπήρξαν οι περισσότερο αγαπητοί στο ελληνικό κοινό, από ποιό συγγραφικό είδος (φιλολογικές μελέτες, ιστορικές, πολιτικές βιογραφίες, εξερευνητών μονογραφίες, αλληλογραφία κλπ.), ποιοι οι έλληνες και ελληνίδες μεταφραστές. Βλέπε παραδείγματος χάρη την περίπτωση του ποιητή Γιώργου Κοτζιούλα, του Κώστα Λ. Μεραναίου, της εγκατεστημένης στην Γαλλία Μιμίκας Κρανάκη, του πεζογράφου Γιάννη Μπεράτη, του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου συγγραφείς γνωστοί μας οι οποίοι ασχολήθηκαν επαγγελματικά ή μη (;) με την μετάφραση και γνωριμία μας των βιβλίων του Σ. Τσβάϊχ. Να υπενθυμίσουμε το μεταφραστικό επιτελείο εκείνων των χρόνων του εκδοτικού οίκου «Γκοβόστη», του «Γεωργίου Φέξη», των εκδόσεων «Ο Κεραμεύς» κλπ.. Χρήσιμος αποδελτιωτικός κατάλογος-παρά τα όποια αναμενόμενα κενά πληροφοριών-για τους λάτρεις αναγνώστες του αυστριακού συγγραφέα αν συνυπολογίσουμε ότι στην αποδελτίωση συμπεριλαμβάνονται και τίτλοι έργων του οι οποίοι επαναμεταφράστηκαν μεταλλαγμένοι ή αντλήθηκαν από κεφάλαια έργων του και εκδόθηκαν αυτόνομα, μόνα τους ή μαζί με άλλα κείμενά του. Χρηστικός οδηγός για όσους θα ήθελαν να διαβάσουν πρωτίστως, ή να συντάξουν μία σύγχρονη και πληρέστερη βιογραφία της παρουσίας του στα ελληνικά. Οι νεότερες εκδόσεις του στην Ελλάδα, μετά την μεταπολίτευση του 1974, συνοδεύονται με μικρές εισαγωγές, σημειώσεις, σχόλια, και με ξενόγλωσση, συνήθως γερμανόγλωσση βιβλιογραφία. Οι παλαιές εκδόσεις «Ο Κεραμεύς», «Γκοβόστη», «Οι φίλοι του Βιβλίου» αλλά και οι λαϊκές εκδόσεις του «Ρομάντσου» και των εκδόσεων «Μαρή» όπως δείχνουν τα παρατιθέμενα στοιχεία,-και οι τίτλοι που έχουμε από παλαιότερα προμηθευτεί και έχουμε διαβάσει- έδειξαν ιδιαίτερη προτίμηση στην συγγραφική του παραγωγή. Οι συνεχείς και επανειλημμένες εκδόσεις και επανεκδόσεις- και μεταφράσεις- των έργων του, φανερώνουν περίτρανα την μεγάλη και διαρκή διάδοση των βιβλίων του σε διαφορετικές χρονικές περιόδους στην Ελλάδα. Μια ευρωπαϊκή παγκοσμίως πολυδιαβασμένη λογοτεχνική παρουσία, αγαπητή στους έλληνες αναγνώστες και αναγνώστριες. Ίσως αυτό να μην είναι τυχαίο στην ιστορία της ανάγνωσης στην χώρα μας, στο τι δηλαδή αναζητά αναγνωστικά το κοινό, τι βιβλία διαβάζουν και διάβαζαν οι ανώνυμες φτωχές οικογένειες ή οι χαμηλότερες οικονομικά τάξεις εκείνα τα χρόνια «συστηματικότερα». Η αναγνωστική αυτή πρακτική- όπως και άλλων λογοτεχνών- είναι μία συνήθεια η οποία προέρχεται από τα κάτω (την βάση θα λέγαμε με πολιτικούς όρους) και όχι μία ατομική επιθυμία ενός έλληνα λογοτέχνη ή εκδότη ο οποίος αφού διάβασε τα βιβλία του Τσβάϊχ και του άρεσαν, θέλησε να τα γνωρίσει στο ελληνικό κοινό. Θα άξιζε να αναφέρουμε και πάλι ως παράδειγμα, ποιους ποιητές και πεζογράφους αγαπούσε ο Κωστής Παλαμάς, μεταγενέστερα ο Γιώργος Σεφέρης, ο Τάκης Παπατσώνης, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Αντρέας Καραντώνης, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Γιώργος Θεοτοκάς κλπ., ποιους μετέφρασαν και τι απήχηση είχαν οι ποιητές- πεζογράφοι αυτοί στο ελληνικό κοινό. Αν «ταυτίστηκαν» τα γούστα και οι προτιμήσεις των ποιητών και κριτικών με αυτό της ελληνικής κοινωνίας. Ας φέρουμε στο νου μας την περίπτωση της πεζογράφου αισθηματικών μυθιστορημάτων της Ιωάννας Μπουκουβάλα Αναγνώστου και άλλων λαϊκών αναγνωσμάτων, που, αναφέρει σε βιβλίο του ο Χάνος, ή τα λαϊκά αναγνώσματα των περιοδικών «Φαντάζιο», «Πάνθεον», «Ρομάντζο» ή εκδόσεων των ημερήσιων εφημερίδων. Στο διαδίκτυο, θα συναντήσει ο όποιος ενδιαφερόμενος, πληρέστερα σύγχρονα εργογραφικά δελτάρια και άλλες ξενόγλωσσες πληροφορίες για τον Στέφαν Τσβάϊχ.

     Στο δικό μου σημείωμα (έχω συντάξει και αναφερθεί και άλλοτε στον Σ. Τ. βλέπε πχ. ποιήτρια Βαλμόρ) με αφορμή το πρόσφατο διάβασμά μου της μικρής μελέτης του Τσβάϊχ για τον ρομαντικό γερμανό ποιητή Φρήντριχ Χαίλντερλιν, στηρίζομαι στην ατομική μου ενδεικτική εργογραφία και των βιβλίων του που γνώριζα από παλαιά, με ενθουσίασαν και τα αγάπησα όταν τα πρωτοδιάβασα κέντρισαν την προσοχή μου. Βρήκα ενδιαφέρον το προσωπικό του ύφος, το στιλ της γραφής του, την λαϊκότητα αλλά όχι τον λαϊκισμό του λόγου του, την επιλογή της θεματογραφίας του, την διαπραγμάτευση των θεμάτων του, τις καλλιτεχνικά ενδεδυμένες προσωπογραφίες του, την δημιουργία φιλολογικών χαρακτήρων, την διλημματικότητα των συμπερασμάτων του, την καθαρή και με μεγάλη σαφήνεια της μάλλον δημοσιογραφικής του γλώσσας, την «διπλωματικότητα» των επιχειρημάτων του, το νηφάλιο ξεδίπλωμα των συμπερασμάτων του, την κατανόηση των επιλογών των ηρώων και ηρωίδων του, την άριστη σύζευξη Ποίησης με την Ιστορία. Και φυσικά, την ανάδειξη της Μοίρας και του ατομικού Πεπρωμένου το οποίο διαμορφώνει και ζυμώνει τις ζωές, τις επιλογές και τις πράξεις των εκλεκτών ιστορικών υποκειμένων τα οποία γίνονται πρώτη ύλη, μεταφέρονται ως ηρωικά και άλλα πρότυπα στις σελίδες των δεκάδων βιβλίων του. Είναι τέτοιο το εύρος και το πλάτος των ιστορικών και φιλολογικών ενδιαφερόντων του Στέφαν Τσβάϊχ, των κοινωνικών του αναλύσεων και ψυχολογικών της ανθρώπινης συνείδησης αναζητήσεων, που, χρειάζεται ο σύγχρονος επαρκής αναγνώστης δεκάδες αναγνωστικές και ερευνητικές εργατοώρες αφοσίωσης, να ενσκήψει με αγάπη στα μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία του, πολλώ δε μάλλον αν είναι γερμανομαθής και μάλιστα, όταν ο ίδιος ο αυστριακός μελαγχολικός συγγραφέας επέλεξε συνειδητά να δώσει τέλος στην ζωή του. Το αμείωτο ενδιαφέρον των ελλήνων αναγνωστών πάντως προκαλεί κατάπληξη για έναν ευρωπαίο του μεσοπολέμου συγγραφέα του προηγούμενου αιώνα, αν τον συγκρίνουμε με λογοτέχνες ολκής της ευρωπαϊκής- αγγλοσαξονικής και όχι μόνο παράδοσης (άγγλους, γάλλους, αμερικανούς, νότιο αμερικανούς) οι οποίοι αναγνωρίστηκαν από πολύ νωρίς-τα πρώτα τους βήματα στην χώρα μας- αγαπήθηκαν, μεταφράστηκαν από έλληνες ποιητές και πεζογράφους κατ’ επανάληψη, δημοσιεύτηκαν δεκάδες μελέτες για αυτούς. Επηρέασαν την γραφή και το ύφος των νέων ποιητών και πεζογράφων. Σχηματικά θα σημειώναμε ότι, θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε στατιστικά, ανάλογους ποιητικούς, πεζογραφικούς, τόπων και χωρών καταγωγής πνευματικούς κύκλους. Τους γαλλόφιλους, τους αγγλόφιλους, τους ρωσόφιλους, τους γερμανόφιλους, τους αμερικανόφιλους, τους ιταλόφιλους κλπ. Γνωστοί στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό γινόντουσαν και γίνονται και οι περιπτώσεις εκείνες των λογοτεχνών άλλων ηπείρων οι οποίοι έχουν κερδίσει το Νόμπελ ή άλλα διεθνώς αναγνωρισμένα Βραβεία. Στην προώθηση της φιλαναγνωσίας-ας το επαναλάβουμε μνημονεύοντάς το- βοήθησαν τις παλαιότερες δεκαετίες και οι σελίδες των πολιτικών εφημερίδων, τα λαϊκής ανάγνωσης περιοδικά πέρα από τα αμιγώς λογοτεχνικά και φιλολογικού ενδιαφέροντος έντυπα.  Όπως αναφέρουν στο βιβλίο τους ο Παναγιώτης Κ. Τσούκας και η Εβελίνα Πλ. Περράκη, στις σελίδες 187-190 «Βιβλία και αναφορές» έχουν κυκλοφορήσει 3 ακόμα τίτλοι μελετών για το έργο και την παρουσία του Στέφαν Τσβάϊχ. Αντιγράφουμε από την σελίδα 187:  Α) Νίκος Μαραγκός: Στέφαν Τσβάϊχ. Ο θρύλος ενός ανθρώπου και η αγωνία μιας εποχής. Εκδόσεις: Πέτρος Πατσιλινάκος, Αθήνα 1956. Β) Leopold Stern: Στέφαν Τσβάϊχ. Ο άνθρωπος. Ο συγγραφέας- Η τραγική του αυτοκτονία. Μετάφραση Αγ. Βασιλικού, εκδόσεις Ο Κεραμεύς. Γ) Παύλος Μαρινάκης: Καιροί, τόποι, άνθρωποι. Περιλαμβάνεται το κεφάλαιο «Στέφαν Τσβάϊχ- Ο Ευρωπαίος» (σελ. 150-189), Αχαϊκές εκδόσεις, Πάτρα 1998. Οι υπόλοιπες βιβλιογραφικές πληροφορίες προέρχονται από τις καθημερινές σύγχρονες εφημερίδες. Την «Ελευθεροτυπία», «Τα Νέα», την «Εποχή», το περιοδικό «Οικονομικός Ταχυδρόμος», οι συντάκτες κάνουν επίσης μνεία για την Θεατρική παράσταση με έργο του Σ. Τ. τον Μάρτιο του 1999 στο θέατρο «Θησείον». Το πρώτο πολυσέλιδο μέρος του χρήσιμου βιβλίου περιλαμβάνει σ. 14-131 ένα εύρωστο και επαρκές Χρονολόγιο της ζωής και συγγραφικής διαδρομής του αυστριακού αυτόχειρα συγγραφέα εμπλουτισμένο με φωτογραφικό υλικό από τον βίο του και εξωφύλλων βιβλίων του. Όπως πολύ ορθά γράφουν στο «Εισαγωγικό σημείωμα» ο πάρεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Παναγιώτης Κ. Τσούκας και η δικηγόρος Εβελίνα Πλ. Περράκη: «Ο Στέφαν Τσβάϊχ δεν ήρθε ποτέ στην Ελλάδα. Το έργο του, όμως, βρίσκεται εδώ όσο λίγων ξένων συγγραφέων. Πολλοί εκδοτικοί οίκοι και άλλοι τόσοι μεταφραστές το μετέφεραν στη γλώσσα μας και στη χώρα μας για να το προσφέρουν σε ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό που ποτέ δεν κουράστηκε, από το 1934 μέχρι σήμερα, να υποδέχεται θερμά κάθε νέο έργο του μεγάλου Αυστριακού συγγραφέα».

Ο αντιφασίστας πολυτάλαντος, ακάματος, Εβραϊκής καταγωγής αυστριακός λογοτέχνης, βλέποντας την άνοδο και επικράτηση του ναζισμού στην πατρίδα του, την κατάληψη της Αυστρίας από τις γερμανικές ναζιστικές δυνάμεις κατοχής και την ενσωμάτωσή της στη Γερμανική επικράτεια, την άνοδο και επικράτηση του Χίτλερ στην εξουσία, την έναρξη και την συνέχιση του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, την αρχική αποτυχία των ειρηνικών δυνάμεων της ευρωπαϊκής ηπείρου να πετύχουν τον τερματισμό του, τις διπλωματικές ανακολουθίες και γεωγραφικά και οικονομικά συμφέροντα άλλων ευρωπαϊκών κρατών, και θεωρώντας, απαισιόδοξα, ότι οι πολεμικές εξελίξεις ήσαν σκοτεινές και αμφίβολων τελικών πολιτικών αποτελεσμάτων στο Ευρωπαϊκό έδαφος, αυτοεξορίστηκε, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Νότιο Αμερική και συγκεκριμένα στη μακρινή Βραζιλία, όπου υπήρχε έντονη η παρουσία του γερμανικού στοιχείου. Η Βραζιλία όπως ο ίδιος γράφει σε βιβλίο του «Βραζιλία. Η χώρα του μέλλοντος» μτφ. Β. Ροδόπουλου, εκδ. Νέες Εκδόσεις, Αθήνα 1955, έγινε η δεύτερη πατρίδα του. Βλέπε επίσης σχετικά πρόσφατο  ντοκιμαντέρ στη δημόσια τηλεόραση για τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Στο οικογενειακό τους σπίτι μαζί με την δεύτερη γυναίκα του την Λόττε πήραν από κοινού την απόφαση να αυτοκτονήσουν, απογοητευμένοι από τις διεθνείς εξελίξεις. Στις 22 Φεβρουαρίου 1942 ταξιδεύουν μαζί για το αιώνιο ταξίδι γράφοντας μία αποχαιρετιστήρια επιστολή προς τις αρχές της Βραζιλίας. Την ημερομηνία αυτή- πρίν 82 χρόνια- κλείνει ο επίγειος κύκλος ενός από τους πολυδιαβασμένους και πολυμεταφρασμένους ευρωπαίους συγγραφείς. Η μελαγχολική του φύση, η θλιμμένη προσωπικότητα του Στέφαν Τσβάϊχ, η δημοκρατική και ελεύθερη συνείδησή του, η ατίθαση και πάντα φιλοπερίεργη σκέψη του, η επίσημη θέση του ως καθηγητής, το ειλικρινές ενδιαφέρον του για την ειρηνική και δημοκρατική πορεία της ανθρωπότητας, η φιλομάθειά του, ο ρόλος του ως διανοούμενου και λογίου, η φιλειρηνική του πάστα, όλα όσα συνθέτουν με δυό λόγια τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά του, δεν τον εμπόδισαν να δώσει τέλος στην ζωή του. Να προσφέρει παράταση χρόνου στις προσωπικές του ελπίδες, να διαισθανθεί στο πως θα εξελίσσονταν τα πράγματα στο ευρωπαϊκό έδαφος, που θα οδηγούνταν οι στρατιωτικές και πολιτικές εξελίξεις. Δεν πρόλαβε να δει τα συμμαχικά στρατεύματα λίγο καιρό αργότερα να νικούν τις δυνάμεις του άξονα, να τις συντρίβουν, να επέρχεται η πολυπόθητη ειρήνη. Να τερματίζεται ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και να γεννιέται, εδραιώνεται ο νέος σύγχρονος Κόσμος των δύο ιδεολογικών και κοσμοθεωριών στρατοπέδων. Να οικοδομείται το μέλλον του μεταπολεμικού σύγχρονου ανθρώπου και πολιτισμού πάνω στα ερείπια και τις στάχτες της παλαιάς γηραιάς Ηπείρου. Οτιδήποτε μας κληροδότησε με τα βιβλία και τα γραπτά του, τις αναμνήσεις και δημοσιεύσεις του, τις περιπλανήσεις του στις ζωές και τον βίο των μεγάλων στιγμών της Ιστορίας και των Προσώπων που την διαμόρφωσαν, στην προ μοντέρνα εποχή της ανθρωπότητας ο Στέφαν Τσβάϊχ, αυτές οι καταπληκτικές βιογραφίες του, οι εξαιρετικές μονογραφίες του για λογοτεχνικές, ιστορικές, πολιτικές, φιλοσοφικές, εξερευνητικές, μουσικές και άλλες μορφές, όχι μόνο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, έμειναν τα αγαπημένα του και αγαπημένα μας αναγνωστικά καταθετήρια στην κατανόηση των μηχανισμών της Ιστορίας και την εξέλιξη του παγκόσμιου Πνεύματος. Ας το τονίσουμε και πάλι, την σύνδεση της Ποίησης (της λογοτεχνικής γραφής) με την Ιστορία και την αλήθεια των γεγονότων της. Ο Στέφαν Τσβάϊχ δημιουργεί «φιλολογικούς χαρακτήρες» όπως ο ίδιος αναφέρει στο βιβλίο του για τον Φρήντριχ Χαίλντερλιν, προεκτείνοντας την σκέψη του, την ορθή επισήμανσή του, θα αποδεχόμασταν από την μεριά μας ότι πέρα από φιλολογικούς, δημιουργεί και ιστορικούς, φιλοσοφικούς, πολιτικούς, ταξιδιωτικούς, ψυχογραφικούς, κοινωνικούς χαρακτήρες, επεκτείνει την πινακοθήκη των πορτραίτων του, την διευρύνει και σε άλλους τομείς της ζωής και της ιστορίας, την εμπλουτίζει σπουδάζοντας τις εσωτερικές και εξωτερικές εξελίξεις και αναμορφώσεις του Παγκόσμιου Πνεύματος σε κίνηση. Ο Τσβάϊχ θέτει τους ήρωες και τις ηρωίδες του ενώπιων του Πεπρωμένου τους οι οποίες καθορίζονται από αυτό. Είτε προέρχονται από βασιλικές δυναστείες, είτε από κύκλους της φιλοσοφίας και της επιστήμης, Έρασμος, Νίτσε, Φρόϋντ, των ταξιδιωτικών εξερευνήσεων, Μαγγελάνος, είτε τους χώρους της συγγραφικής τέχνης,- τους κατασκευαστές του σύμπαντος όπως χαρακτηριστικά μας λέει- καθώς ασχολείται με τις περιπτώσεις του Ονόρε ντε Μπαλζάκ και του Κάρολου Ντίκενς, οι ήρωές του είναι τα πραγματικά σύμβολα, κεντρικά πρόσωπα της ανθρώπινης Ιστορίας και Πολιτισμού στην καθολικότητά τους. Όπως είναι οι αντίστοιχες πολιτικές μορφές και ένδοξοι τραγικοί ήρωες της Σαιξπηρικής θεατρικής τέχνης, του Ελισαβετιανού δραματουργού που αρχιτεκτονεί στις εκατοντάδες συγγραφικές μικρολεπτομέρειες των αφηγήσεών του την νέα περίοδο του πολιτισμού και της ιστορίας της ανθρωπότητας, ως ερμηνευτές ρόλων πάνω στο θεατρικό σανίδι, ως κομπάρσοι καθοδηγούμενοι από την σκοτεινή και αινιγματική Μοίρα το προσωπικό τους Πεπρωμένο. Ο χορός των ηρώων του Στέφαν Τσβάϊχ δεν προέρχεται μόνο από τις ανώτερες κοινωνικά και πολιτικά ή στρατιωτικά τάξεις, τις βασιλικές κάστες, αγκαλιάζει και στέκεται και στις αντιδράσεις, τα διλήμματα, τους φόβους, ψυχολογικούς ενδοιασμούς, συνειδησιακές ενοχές και ανακολουθίες απλών καθημερινών γυναικών και ανδρών, ατόμων προερχομένων από αυτό που ονομάζουμε Λαό. Τα πρόσωπά του παρελαύνουν με την ίδια ισοτιμία εξέτασης και αποτίμησης στα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, τις νουβέλες του, τα έργα του. Άτομα ανώνυμα όμως μοναδικά μέσα στο δεδομένο χρονικό και ιστορικό πλαίσιο που εμφανίζονται, έχοντας την δική τους βούληση, υψώνοντας την δική τους φωνή απέναντι στο περιβάλλον τους, στο προσωπικό τους καθοριστικό πεπρωμένο, τον περίγυρό τους. Ατομικότητες οι οποίες αντιμετωπίζουν καίρια διλήμματα, μεταφέρουν μέσα τους μεταιχμιακά άγχη, κουβαλούν σταυροδρόμια συνειδησιακών επιλογών, παραλήψεις και μεροληψίες της ιστορίας και, όταν έρχεται η ώρα να λάβουν τις κρίσιμες αποφάσεις τους, τις οριακές, ακραίες, δύσκολες, μη αναστρέψιμες για τους ίδιους ή τους ανθρώπους που κυβερνούν και ελέγχουν, τότε αποκτούν την δραματικότητα που τους επιφυλάσσει η Μοίρα, ανεβαίνουν στο βάθρο της τραγικότητας που τους αναλογεί από την συμμετοχή τους στα ιστορικά δρώμενα. Όταν έρχεται η κρίσιμη, οριακή στιγμή να απελευθερώσουν, αφήνοντας «ελεύθερο» το δαιμονιακό στοιχείο που κουφοβράζει εντός τους, αυτή η σπίθα επαναστατικής ανάσας που γίνεται το εφαλτήριο και ο τροφοδότης των αποφάσεών και των επιλογών τους. Φωτεινές ή ομιχλώδεις, σκοτεινές ή σκιώδεις μορφές της ιστορίας που γίνονται πρώτη ύλη στα βιβλία του. Πρόσωπα ραδιούργα που μηχανορραφούν, δολοπλοκούν, επιβιώνουν πανούργα με κάθε πολιτική-επαναστατική αλλαγή και κατάσταση, βλέπε τον ευφυή δολοπλόκο Ιωσήφ Φουσέ αρχηγό της Γαλλικής Αστυνομίας. Αποδέχονται το σκοτεινό μοιραίο για την ίδια τους την ζωή λάθος της κληρονομικής τους γενιάς, βλέπε Βασίλισσα των Σκώτων Μαρία Στιούαρτ. Το άλτερ έγκο του διαζευτικού θηλυκού ζεύγους Στιούαρτ- Ελισάβετ της Αγγλίας η Α΄.  Ή πάλι, οδηγούνται στην λαιμητόμο με την έπαρση «χιλίων βασιλικών καρδιναλίων» όπως λέει ο λαός, βλέπε την Μαρία Αντουανέτα, αρνούμενη να αποδεχτεί την λανθασμένη επιλογή των βασιλικών της αντιλήψεών και διακυβέρνησης κατά την Γαλλική επαναστατική περίοδο. (αληθινή ή όχι η φράση, «ας φάει ο λαός παντεσπάνι όταν πεινάει», έμεινε παροιμιώδης στις σελίδες του θρύλου της Ιστορίας). Διαβάζουμε για τους μπροστάρηδες ήρωες οι οποίοι συγκεφαλαιώνουν τους μύχιους πόθους και τα όνειρα, τους πατρογονικούς οραματισμούς ενός ολόκληρου ξεριζωμένου και κατατρεγμένου μέσα στην Ιστορία λαού έθνους, του Εβραϊκού, ο οποίος ποθεί να επιστρέψει στην Γη της Επαγγελίας του, βλέπε Μενοράχ. Ποίηση και Ιστορία ενιαίες προϋποθέσεις της εξέτασης της ανθρωπότητας, κοινές δεξαμενές ύλης στην συγγραφή της Καλλιτεχνικής του Δημιουργίας. Τα συγγραφικά  του παραδείγματα είναι πολλά, δίχως να παραβλέπουμε και τις οριακές εκείνες προσωπικότητες που οδηγούνται στην αυτοχειρία, βλέπε τον τραγικό βίο του Χάινριχ Κλάϊστ, στην τρέλα, βλέπε τον μεγάλο φιλόσοφο και ποιητή-προφήτη Φρειδερίκο Νίτσε. Τον δάσκαλο που όπως θα εκφραζόντουσαν οι σημερινοί νέοι στην δική τους διάλεκτο, «έκαψε τα γκάζια του μυαλού, της σκέψης του». Άλλες ερημικές προσωπικότητες, οδηγούνται στην αυτοαπομόνωση, στο κλείσιμο στον εαυτό τους, βλέπε την περίπτωση του ονειροπόλου ρομαντικού φιλέλληνα ποιητή Φρήντριχ Χαίλντερλιν ο οποίος τα μισά περίπου χρόνια της ζωής του τα πέρασε αυτοέγκλειστος, μην έχοντας αρμονική επαφή με το περιβάλλον, αφήνοντάς μας όμως, σημαντικές ποιητικές καταθέσεις, ποιήματα στην αιωνιότητα. Προσωπικότητες πέραν των ορίων του μέτρου που θέτουν στον βίο τους οι καθημερινοί ανώνυμοι άνθρωποι, το πλήθος, ο λαός. Αυτών που θραύουν τα σύνορα μεταξύ λογικής και παραλόγου, μεταξύ οράματος και πραγματικότητας, ακροβατούν ανάμεσα στις φωτεινές και στις σκοτεινές δυνάμεις του σύμπαντος γραμμές ισορροπίας. Τα οριακά άτομα με τις «διπλές» συνειδήσεις σκοτεινών και φωτεινών πλευρών της. Οι ποιητές-χορευτές όπως θα έλεγε και ο Νίτσε, του οποίου τα συγγραφικά και της σκέψης του βαδίσματα ακολούθησαν πλήθος ευρωπαίων και ελλήνων διανοητών και λογοτεχνών. Κλασική η περίπτωση του δικού μας Νίκου Καζαντζάκη. Των ατόμων που διαχωρίζονται από την Φύση, αρνούνται να αποδεχτούν ότι αποτελούν μέλος της, των τραγικών προσωπικοτήτων που αμφισβητούν επί ματαίω την Μοίρα τους. Αυτών που οδηγούνται από το Πεπρωμένο τους να ερμηνεύσουν και να κατανοήσουν τον Κόσμο αλλιώς, πέρα από τα ανθρώπινα «συνηθισμένα» μέτρα και συμβάσεις. Που ακολουθούν τον δύσκολο, κακοτράχαλο, αινιγματικό, διλημματικό ρόλο μέσα στην κοινωνία, τον κόσμο, το σύμπαν που τους έλαχε από νωρίς. Ανάμεσα στην Πινακοθήκη των Ηρώων του Στέφαν Τσβάϊχ υπάρχουν και οι περιπτώσεις εκείνες της οίησης των προσωπικοτήτων της ιστορίας και του πολιτισμού, εκείνων των φυσιογνωμιών που οδηγούνται σε αυτό που οι αρχαίοι έλληνες ονόμαζαν «Ύβρις». Κανένας μάντης Τειρεσίας δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον δρόμο τους προς την αυτοκαταστροφή, καμία φωνή της Κασσάνδρας να σταματήσει, να ηρεμήσει τις ταραγμένες συνειδήσεις τους. Προσωπικότητες «απροσάρμοστες» μέσα στο Φυσικό περιβάλλον που βρέθηκαν. Μοναχικοί περιπατητές μέσα στην Κοινωνία, μοναχικές υπάρξεις, ερημίτες περιδιαβαίνουν την Φύση, την Κοινωνία, είναι οι «Λύκοι της Στέπας» όπως τους ιχνομύθησε ένα άλλος γερμανός συγγραφέας ο Έρμαν Έσσε. Είναι οι διαχρονικές εξαιρέσεις προσωπικότητες που χάραξαν τα ίχνη τους στους νεότερους ιστορικούς χρόνους ως επαναστάτες, ως ποιητές-προφήτες, ως οραματιστές-φιλόσοφοι προερχόμενες από ένα πολιτισμικό πλαίσιο του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού κόσμου αναφορών. Είναι τα τραγικά πρόσωπα μέσα στην Ιστορία, είναι οι Άνθρωποι των κινητήριων δυνάμεων των τροχών της. Οι Καρλαϊκοί Ήρωες της μίας και της άλλης πλευράς της ανθρωπότητας στα ενιαία της καθολικότητάς της ερμηνευτικά σχήματα. Όπως ο αρχαίος έλληνας ιστορικός, ο βιογράφος Πλούταρχος, εικονογραφεί στους «Βίους Παράλληλούς του» ιστορεί και εξιστορεί με δίκαιη κρίση και τους δύο φημισμένους και ένδοξους άνδρες των δύο εχθρικών στρατοπέδων, έτσι και ο λογοτέχνης και φιλίστωρ Στέφαν Τσβάϊχ καλλιεργεί αντιθετικά ζεύγη και τα αντιμετωπίζει με την ίδια δίκαια οπτική, μας τα παρουσιάζει με την ίδια εξεταστική ακεραιότητα και δικαιοσύνη. Δεν υπάρχουν ίσως νικητές ή ηττημένοι εφόσον και οι μεν και οι δεν «δεσμεύονται» και καθοδηγούνται από τους ιστούς της Μοίρας, την «πλεκτάνη» του Πεπρωμένου τους που απλώνεται στον χώρο της ωμής πραγματικότητας και στον χώρο των ιδεών. Είναι ακριβοδίκαιος στις θέσεις του και μάλλον μελαγχολικά συγκαταβατικός, με δόσεις πικρίας και νοσταλγικής διάθεσης για αυτό που χάθηκε που απωλέσθηκε ως ευκαιρία λύτρωσης. Εξετάζει, ανιχνεύει, ιχνομυθεί, διερευνά, φωτίζει με το ίδιο ενδιαφέρον και θερμό ζήλο κάθε προσωπικότητα με την οποία έρχεται σε επαφή, την σπουδάζει με την ίδια ζέση μέσα στις σελίδες των βιβλίων του. Τον ενδιαφέρει όπως ο ίδιος μας δηλώνει στο προεισαγωγικό του σημείωμα για τον γερμανό ρομαντικό ποιητή Φρήντριχ Χαίλντερλιν, το δαιμονιακό στοιχείο που υπάρχει, κρυφοκαίει μέσα στον άνθρωπο, αυτήν την κινητήρια εξεγερτική δύναμη, διεγερτική ορμή δημιουργίας που καλλιεργεί τις προϋποθέσεις εκείνες και τα εφαλτήρια ερεθίσματα των εκδηλώσεων, των αποφάσεών του, της ανάπτυξής της ατομικότητάς του, της ώθησής της ανθρώπινης φθαρτής και πρόσκαιρης ανθρώπινης φύσης να πετάξει προς τα ουράνια με τα φτερά του Ίκαρου, την επιθυμία του ανθρώπου να βουτήξει στα τάρταρα με όποιο τίμημα, την αυτό-καταστροφή του ως μέγιστο μάθημα αυτογνωσίας, στην ανάδειξη του Παγκόσμιου Πνεύματος. Είναι οι τραγικότητες της Ιστορίας, οι προσωπικότητες-ήρωες του Στέφαν Τσβάϊχ έχουν την στόφα της Καρλαϋκής Ηρωολατρείας, θυμίζουν κατά μία άλλη ερμηνευτική, στοιχεία της πλευράς του ελληνικού Ζορμπακικού ήρωα του συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη. Είναι ήρωες της ζωής πρωτίστως παρά της μυθοπλασίας. Η μυθοπλασία χτίζει ένα επιπλέον μυθικό κλίμα προσέγγισής τους κάτι που ενδέχεται να μην μπορεί να πράξει η ψυχρή και αδέκαστη Ιστορία.

Οι απόψεις του Στέφαν Τσβάϊχ για τον ποιητή Φρειδερίκο Χαίλντερλιν στην δεδομένη εξέταση όπως φαίνεται-κατά την γνώμη μου- επηρέασαν και την οπτική του ποιητή και μεταφραστή μοντερνιστή Τάκη Παπατσώνη στις γνωστές του μελέτες και κρίσεις για τον γερμανό ρομαντικό ποιητή. Για να σταθούμε σε ένα χαρακτηριστικά παραδείγματα έλληνα δημιουργού που έζησε και έδρασε την ίδια πάνω κάτω περίοδο που κυοφορήθηκαν τα συγγραφικά επιτεύγματα του Τσβάϊχ. Ένας συγγραφέας ο οποίος από τις αρχές των δύο δεκαετιών του προηγούμενου αιώνα έχει αρχίσει να γίνεται παγκοσμίως γνωστός και αγαπητός και να κατακτά το αναγνωστικό κοινό στην δε χώρα μας να αποκτά «ακολούθους».

      Και με ποιο είδος και κατηγορία της συγγραφικής τέχνης δεν έχει καταπιαστεί, δεν έχει ασχοληθεί αυτός ο πολυγραφότατος και διάσημος συγγραφέας του μεσοπολέμου του 20ου αιώνα. Ενδέχεται όπως υποστηρίζεται από τους εκατοντάδες παγκοσμίως μελετητές του έργου του, να είναι ο πλέον πολυμεταφρασμένος και διαβασμένος, αγαπητός και φημισμένος στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο κοινό δημιουργός της εποχής του, αφήνοντας πίσω ακόμα και ομοτέχνους του οι οποίοι βραβεύθηκαν με το Νόμπελ. Τα συγγραφικά του ίχνη είναι διάσπαρτα, συνεχή, εντονότατα και δραστικά. Η παρουσία του παραμένει ακόμα ζωντανή, ενεργή στις συνειδήσεις των αναγνωστών και των λογοτεχνών. Οι μεταφράσεις των βιβλίων του πολυπληθείς σε κάθε ήπειρο, κάθε αναγνωστική γενιά αναζητά να γνωρίσει το έργο του. Νέες, σύγχρονες μεταφραστικές δυνάμεις και γραφίδες ασχολούνται με τις δημιουργίες του, στέκονται σε βιβλία του τα αποδίδουν, τα μεταφέρουν στην δική τους μητρική γλώσσα, εμπλουτίζοντάς τα με σχόλια, σημειώσεις, χρήσιμες πληροφορίες. Στην Ελλάδα, όπως προαναφέραμε, από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 μεταφράστηκε στα ελληνικά ο λόγος του. Πρώτη όπως δηλώνουν οι σελίδες των λογοτεχνικών περιοδικών η ποιητική και κατόπιν η πεζογραφική του τέχνη. Παραμένει ο πιο δημοφιλής συγγραφέας στην χώρα μας, (έστω των προηγούμενων γενεών) ξεπερνώντας συγγραφείς όπως ο γερμανός Γκαίτε, ο γάλλος Μαρσέλ Προύστ, ο Ονόρε ντε Μπαλζάκ, η αγγλίδα συγγραφέας Βιρτζίνια Γουλφ, ο πεζογράφος Κάρολος Ντίκενς, ο ιταλός θεατρικός συγγραφέας και πεζογράφος Λουϊτζι Πιραντέλο, ο γερμανός Τόμας Μαν, ο ποιητικός νεανίας Αρθούρος Ρεμπώ, ο ρώσος Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Ο αυστριακός συγγραφέας Στέφαν Τσβάϊχ-είναι επίσης γνωστότερος και δημοφιλέστερος άλλων αυστριακών όπως ο Ρόμπερτ Μιούζιλ- κατατάσσεται εδώ και χρόνια από την κοινή γνώμη στους Κλασικούς συγγραφείς της ανθρωπότητας, με την διαχρονική εμβέλεια και επιρροή της γραφής τους. Σε αυτούς που παρήγαγαν-κατασκεύασαν το δικό τους συγγραφικό γούστο και στυλ διαχρονικά και διαμόρφωσαν εποικοδομητικά την τεχνική της γραφής και το στιλ άλλων συγγραφέων. Τα βιβλία του γίνονται μπεστ- σέλλερ κατά έναν παράξενο τρόπο. Αν και είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού οι αυτόνομες μελέτες που κυκλοφόρησαν στην ελληνική βιβλιαγορά για το έργο του, βλέπε παραπάνω, τα βιβλία του, ιδιαίτερα αυτές οι εξαιρετικές ιστορικές του και φιλολογικές του μονογραφίες, οι πολιτικές του βιογραφίες, γίνονται ανάρπαστες από το αναγνωστικό κοινό από την πρώτη στιγμή που θα πέσουν στα χέρια σου. Είναι περισσότερο αγαπητές από τις αντίστοιχες βιογραφίες και ιστορίες κρατών του γάλλου βιογράφου συγγραφέα Αντρέ Μωρουά, που έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά.

      Έργα του Στέφαν Τσβάϊχ έχουν μεταφερθεί με επιτυχία και στον κινηματογράφο. Βλέπε την κλασική ασπρόμαυρη παραγωγή «Μαρία Στιούαρτ» με την αμερικανίδα σπουδαία ηθοποιό Κάθριν Χέμπορτ, στον ρόλο ενός εκ των δικαστών της τον υποδύεται ο συγγραφέας του αντιθεάτρου Αντονέν Αρτώ. Η ταινία πρόσφερε μεγαλύτερη δημοσιότητα στον ήδη γνωστό συγγραφέα. Τον δημιουργό του αυτοβιογραφικού βιβλίου «Ο Χθεσινός Κόσμος»,  ο «Ιωσήφ Φουσέ», ο «Ονόρε ντε Μπαλζάκ», ο «Φρήντριχ Χαίλντερλιν», της εκπληκτικής νουβέλας «Σύγχυση Αισθημάτων» (προάγγελο θεματικά αρκετών ομοερωτικών βιβλίων). Του στιλίστα της δοκιμιακής τέχνης «Μονταίνιου», της «Μαρίας Αντουανέτας», της «Μαρίας Στιούαρτ» (την έχει μεταφράσει ο ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας για τις εκδόσεις του «Ρομάντσου» 1956), του «Ρομάν Ρολλάν (με τον «Ζαν Κριστόφ» του), Ο Άνθρωπος και το έργο του», (έχει μεταφραστεί από τον ποιητή Νικηφόρο Βρεττάκο), του ρώσου «θεολόγου»-ανατόμου της σλαβικής ψυχής «Φιοντόρ Ντοστογιέφσκη» (μεταφρασμένο για τις εκδόσεις Γκοβόστη από τον Κώστα Μεραναίο). Του «Σταντάλ» και του άτυχου οριακού «Χάινριχ Κλάϊστ» (της «Σπασμένης Στάμνας», παραστάθηκε στα ελληνικά από τον σκηνοθέτη και ηθοποιό Λευτέρη Βογιατζή) μεταφρασμένη μονογραφία από τον Αλέξη Καρρέρ για τον ίδιο εκδοτικό οίκο. Ο Τσβάϊχ στην εξέταση του έργου του Φρήντριχ Χαίλντερλιν, παραλληλίζει τις οριακές ζωές- υπάρξεις του Χαίλντερλιν, του Κλάϊστ και του Φρειδερίκου Νίτσε με τις συμπερασματικές του διαπιστώσεις. Συνέθεσε ακόμα μελέτες για τον κλασικό πεζογράφο «Ονόρε ντε Μπαλζάκ» μεταφράστηκε στα ελληνικά εξαιρετικά από τον πεζογράφο Γιάννη Μπεράτη, τον άγγλο ανατόμο της αγγλικής κοινωνίας και παιδικής ηλικίας στις εργασιακές τους σχέσεις και εθιμικές συνήθειες της αγγλικής κοινωνίας «Κάρολο Ντίκενς» μεταφερμένο στα ελληνικά από τον Κωστή Λ. Μεραναίο. (Μια ελληνική μεταφραστική φωνή η οποία έχει αφήσει πίσω της μεγάλη μεταφραστική παρακαταθήκη βιβλίων). Η γαλλοτραφής και γαλλομαθής πεζογράφος Μιμίκα Κρανάκη μεταφράζει το μυθιστόρημά του, Ιούλιο του 1945, «Ανυπόμονη Καρδιά». Δεκαετίες αργότερα, 2017, η πεζογράφος Σώτη Τριανταφύλλου γράφει την εισαγωγή και μεταφράζει την «Έκκληση προς τους Ευρωπαίους», ενώ ο Δημήτρης Δημοκίδης μεταφράζει το 2019, το «Μια συνείδηση ενάντια στη βία. Καστελιόν κατά Καλβίνου» και εκ νέου, την «Σύγχυση Αισθημάτων» για τις εκδόσεις «Ροές» 2003. Ο Λεωνίδας Παυλής και ο Πολύβιος Βοβολίνης μεταφέρουν για τις εκδόσεις «Ο Κεραμεύς» το «Μυστικό της Καλλιτεχνικής Δημιουργίας» και «Ο Κόσμος της Τέχνης. Ντάντε-Γκαίτε-Ρενάν-Τολστόι- Γκόρκυ» αντίστοιχα. Ο εκδότης και συγγραφέας Δημήτρης Κωστελένος μεταφράζει για τις εκδόσεις «Γλάρος» την μελέτη του Τσβάϊχ, «Ο Φρόϋντ και η Ψυχανάλυση» το 1980, πέντε χρόνια μετά την πτώση της χούντας. Η μελέτη του «Φρειδερίκος Νίτσε. Ο Παιδαγωγός της Λευτεριάς» κυκλοφορεί δίχως χρονολογία έκδοσης από τις κάπως πρόχειρες εκδοτικά και τυπογραφικά λαϊκές εκδόσεις «Μαρή» Η Μαρία Αγγελίδου, μεταφράζει το πολυδιαβασμένο του «Οι Μεγάλες Ώρες της Ανθρωπότητας» για τις εκδόσεις «Πατάκη», (αρκετά κεφάλαια του βιβλίου έχουν κυκλοφορήσει αυτόνομα τις προηγούμενες δεκαετίες). Οι εκδόσεις «Ροές- “Printa”, το 2006 επανακυκλοφορούν το βιβλίο «Ο Κόσμος του χθές. Αναμνήσεις ενός Ευρωπαίου». Ας κλείσουμε την σύντομη αυτή ενδεικτική περιδιάβαση σε βιβλία του αυστριακού συγγραφέα που έχουμε διαβάσει, με τον τόμο Ανθολόγιο, Εννέα ιστορίες, «Ο ονειροπόλος κύριος Τσβάϊχ» σε ανθολόγηση, εισαγωγή και μετάφραση της Γιώτας Λαγουδάκου για τις εκδόσεις «Μεταίχμιο» 2015.

       82 συνολικά οι τίτλοι του (ενδέχεται και παραπάνω) που γίνονται ανάρπαστοι είτε με τον αρχικό τους τίτλο είτε παραλλαγμένοι. Αφηγήσεις που παρουσιάζονται ενιαίες στις καινούργιες κυκλοφορίες τους. Μυθιστορήματα, Νουβέλες, Διηγήματα, Ποίηση, Μονογραφίες, Βιογραφίες, Ιστορικές μελέτες, Επισκοπήσεις των ιστορικών και πολιτιστικών συμβάντων και γεγονότων του Αιώνα του, Θέατρο, Κριτικές, Επιστολογραφία και Ημερολογιακές καταθέσεις, τίποτα δεν ξέφυγε από το βλέμμα και την γραφίδα του καθηγητή της φιλοσοφίας Στέφαν Τσβάϊχ, από το πλούσιο και πολύχρωμο πανόραμα της σκέψης του, των ιδεών του, των εποπτικών περιπλανήσεών του. Τα έργα του δηλώνουν την στόφα του συγγραφέα, το ταλέντο του, την εργατικότητά του, την διερευνητική του ματιά. Μια ευρέων θεμάτων ιστορική, φιλολογική λαϊκή, προσιτή και στον πλέον αδαή αναγνώστη, έγκυρη και τεκμηριωμένη σε στοιχεία και πληροφορίες, λεπτομέρειες «εγκυκλοπαίδεια» η συγγραφική παρουσία του ταλαντούχου αυστριακού. Τα βιβλία του, παρά του ότι έχουν έναν ισχυρό λαϊκό αναγνωστικό χαρακτήρα, είναι δηλαδή δοκίμια και ιστορικές μελέτες, μονογραφίες γραμμένες, προσαρμοσμένες όσον αφορά την γλώσσα και το ύφος την τεχνική τους, την θεματογραφία τους, στην λαϊκή ψυχή και μάλλον αναγνωστική «αντίληψη», παραμένουν επιμορφωτικά στα ευρεία στρώματα του λαού. Έχουν την φόρμα λαϊκών ευρείας αναγνωστικής «κατανάλωσης» συγγραφικά προϊόντα παρά την δημοσιογραφική τους ατμόσφαιρα και τεχνική γραφής, δεν χάνουν κάτι από- να το επαναλάβουμε- την εγκυρότητά τους, την τεκμηριωμένη βιβλιογραφικά επεξεργασία τους, την επιστημονική σπονδύλωσή τους. Εξάλλου, ας το υπενθυμίσουμε, αυτού του είδους τα λαϊκά αναγνώσματα ζητά με βουλιμία το αναγνωστικό κοινό της εποχής του. Αυτά τα λαϊκά ιστορικά και πολιτικά ρομάντζα διαβάζουν και οι Έλληνες και οι Ελληνίδες αναζητώντας γέφυρες να ερμηνεύσουν την δική τους πολιτική και ιστορική, κοινωνική πραγματικότητα. Τις σημαντικές μικρολεπτομέρειες της Ιστορίας και των σημαντικών προσωπικοτήτων της σε μία ευρύτερων λαϊκής αποδοχής προσέγγιση. Οι αντιξοότητες της ζωής τους, οι ταραγμένες, θυελλώδεις, σκοτεινές δεκαετίες των ευρωπαϊκών γενικευμένων πολεμικών γεγονότων κάνει τους ανθρώπους να στραφούν προς την Ιστορία, να θέλουν να την κατανοήσουν, να δικαιολογήσουν ή καταδικάσουν τις πολιτικές ή στρατιωτικές προσωπικότητές της και ενέργειές τους. Όχι όμως της επίσημης Ιστορίας μπλεγμένη μέσα σε θεωρητικά «πανεπιστημιακά» σχήματα και σχηματικές ιδεολογικές περικοκλάδες. Οι ευρωπαίοι και έλληνες πολίτες αυτής της εποχής είναι πολιτικά και κοινωνικά υποκείμενα της Ιστορίας ενεργά, δρώντα των Ιστορικών στιγμών και αλλαγών που βιώνουν, ζούνε και διαμορφώνουνε εκόντες άκοντες ομού, σαν λαός. Γεύονται και υπομένουν τα αποτελέσματά της αγωνιζόμενοι να τα ανατρέψουν. Αν ανατρέξουμε στις εφημερίδες εκείνων των χρόνων θα δούμε τα εκατοντάδες λαϊκά δημοσιεύματα τα οποία γράφονται από σημαντικούς και καταξιωμένους λόγιους συγγραφείς και αφορούν πολιτικούς, βασιλείς, στρατιωτικούς ηγέτες, κοινωνικούς επαναστάτες, εφευρέτες, ταξιδευτές και περιηγητές, λαϊκά ρομάντζα κρυφών ερώτων βασιλιάδων ή ηγετών με θνητές, καζανόβες κρυφά είδωλα. (Παρενθετικά, ποιος δεν θυμάται από την γενιά μου, το «λάβ στόρυ» που δημοσιευόταν σε συνέχειες στις σελίδες της εφημερίδας «Η Βραδυνή» μεταξύ Εύας Ντουάρτε- Περόν και του προέδρου Χουάν Περόν, την ζωή και τα έργα του «Κόμη Δράκουλα» κλπ). Ακόμα και οι νέοι και νέες της δικής μας γενιάς μετά την μεταπολίτευση, «κατηχούμασταν» στην πρόσφατη και παλαιότερη ελληνική και παγκόσμια Ιστορία μέσω αυτών των λαϊκών αναγνωσμάτων τα οποία διαβάζαμε σε λαϊκά έντυπα, περιοδικά και εφημερίδες ευρείας δημοσιότητας. Μια παράδοση που ξεκινά από τα «Ληστρικά μυθιστορήματα» αν δεν λαθεύω. Ας φέρουμε στο νου τα βιβλία που έχουν γραφεί για τον Μακεδόνα στρατηλάτη Μέγα Αλέξανδρο, την Γαλλική Επανάσταση, τον Μεγάλο Ναπολέοντα, τον Λόρδο Βύρωνα και τους κρυφούς έρωτές του, και τόσους άλλους θρύλους του παγκόσμιου πολιτισμού. Ακόμα και για μεγάλες προσωπικότητες της Τέχνης της Αναγέννησης έχουν γραφεί λαϊκές μυθιστορηματικές βιογραφίες. Μιχαήλ Άγγελος, Λεονάρντο Ντα Βίντσι, για τον πατέρα της θεωρίας της Σχετικότητας Άλμπερτ Αϊνστάιν και τόσους άλλους διαμορφωτές και ευεργέτες της Ιστορίας της Ανθρωπότητας και του Πολιτισμού. Αυτή, η για τους επίσημους ιστορικούς «παραδοξότητα» στάθηκε ο «άλλος πόλος» γνωριμίας μας με τις αλήθειες και την τραγικότητα των περιπτώσεων της επίσημης Ιστορίας. Τι είναι τα θρησκευτικής θεματολογίας βιβλία του Τζοβάνι Παπίνι; Παρά λαϊκά αναγνώσματα με διδακτικό «κατηχητικό» του χριστιανικού ποιμνίου περιεχόμενα, για τον Θεού, τον Σατανά κλπ. Ορισμένοι τίτλοι βιβλίων του Νίκου Καζαντζάκη, τα Πειρατικά μυθιστορήματα του Γιώργου Λεονάρδου ακόμα και το Παπαδιαμαντικό μυθιστόρημα της ζωής και των ιδεών του πρώτου έλληνα φιλοσόφου μετά την Άλωση Γεώργιου Γεμιστού Πλήθωνα. Δεν συναγωνίζεται η αχλύ του Μύθου με την ιστορική πραγματικότητα της ζωής και των δημοκρατικών αλλαγών που επέφερε στην ευρωπαϊκή συνείδηση η αυτοκρατορική στρατιωτική παρουσία του Μεγάλου Ναπολέοντος, ακόμα και μετά την ήττα του στο Βατερλό; Παρά την σημαντική ταινία του ιταλού σκηνοθέτη- ποιητή Πιέρ Πάολο Παζολίνι, «Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» η μεγάλη μάζα των θεατών στρέφουν το ενδιαφέρον τους, ας μας επιτραπεί, στην δακρύβρεχτη ευφάνταστη «σαπουνόπερα» του Φράνκο Τζεφιρέλι, τα χολιγουντιανά ιστορικά χριστιανικά έπη. Τι απήχηση είχαν τα τελευταία χρόνια τα γαλλικά ιστορικά μυθιστορήματα της γαλλίδας συγγραφέως Κλεμάν, τα σημαντικά έργα ιστορικής μυθοπλασίας της Μαργαρίτας Γιουρσενάρ. Τα παραδείγματα πολλά στην ιστορία της παγκόσμιας και ελληνικής γραμματείας. Ο μυθιστορηματικός λόγος σπονδυλώνει με την δική του επιχειρηματολογία και οπτική την αναγνωστική μας παράδοση εξίσου ισάξια με τις επίσημες ιστορικές δέλτους από τους καθιερωμένους αμιγώς ιστορικούς συγγραφείς. Αν το αναγνωστικό κοινό στην διαμόρφωση της γνώμης του είναι περισσότερο ευάλωτο και «ανυπεράσπιστο» απέναντι στα κυρίαρχα διδάγματα της επίσημης Ιστορίας σε σχέση με την προτίμησή του στα λαϊκά αναγνώσματα, είναι ένα άλλο ζήτημα αξιολόγησης και έρευνας.

       Ο Στέφαν Τσβάϊχ πέτυχε εύστοχα να κάνει την Ιστορία και το έργο πολλών δημιουργών της, γενικής εικόνας του Πολιτισμού που τον διαμόρφωσαν, κτήμα σε μεγάλες αναγνωστών πληθυσμιακές κοινότητες (για να μην γράψω μάζες). Ας μου επιτραπεί, έχοντας εκφράσει τις θετικές θέσεις μου χιλιάδες φορές, το μεγάλο αναγνωστικό κοινό μπορεί να υπερηφανεύεται για την κληρονομιά του ιστορικού Θουκυδίδη όμως τους μηχανισμούς της αρχαίας ιστορίας και λειτουργία της δεν την διδάσκεται τόσο από το έργο του, αλλά από άλλες λαϊκές ή απλούστερες πηγές ενημέρωσης. Ο Θουκυδίδης είναι σχολείο για διπλωμάτες και ιστορικούς όχι για τον λαό είτε προέρχεται από τις λαϊκές κωμωδίες του Αριστοφάνη είτε από τα λαϊκά πανηγύρια του Γεωργίου Σουρή, του Θεάτρου Σκιών, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη συγγραφική παράδοση. Ο Στέφαν Τσβάϊχ κάλυψε τα ράφια βιβλιοθηκών λαϊκών οικογενειών μπήκε σε σπίτια του ανώνυμου, απλού λαού, δίχως φυσικά να αγνοούνται τα βιβλία του από λόγιες υπάρξεις, διανοούμενους και συγγραφείς, καθηγητών και ιστορικών τραπέζια, ευρύτερης εκπαιδευτικής μόρφωσης άτομα. Στάθηκαν ένα είδος ιστορικής και της λογοτεχνίας αγωγής αν δεν λαθεύω. Είναι ο συγγραφέας για όλα τα μέλη της οικογένειας ανεξαιρέτως, του επιπέδου τους. Αν στατιστικά ανατρέξουμε σε παλαιότερους και σύγχρονους εκδοτικούς οίκους, σε παλαιοπωλεία που καταλήγουν πλήθος Βιβλιοθηκών μετά τον θάνατο των ιδιοκτητών τους, θα διαπιστώσουμε την πληθώρα των «μη διαθέσιμων» τίτλων του, των εξαντλημένων βιβλίων του που δεν βρίσκουμε εύκολα με την πρώτη ή δεύτερη αναζήτηση, και αυτό κάτι σήμαινε και σημαίνει για τα ελληνικά αναγνωστικά δεδομένα.

    Αναγνωρίζεται το ταλέντο του και το χάρισμα της γραφής του από πολλές πλευρές και χώρους ανάγνωσης. Οι αναγνώστες του εμπιστεύονται την γραφή του, δεν αμφιβάλλουν για τα φιλολογικά και ιστοριογραφικά του συμπεράσματα. Αποδέχονται ότι η Ποίηση και η Ιστορία σύμφωνα με την αντίληψή του και συγγραφική του τακτική οφείλουν να εξετάζονται από τους συγγραφείς ενιαία. Σαν οι δύο όψεις της ίδιας μορφής του ανθρωπίνου πνεύματος και της παγκόσμιας συνείδησης. Τίποτα το διανοουμενίστικο στον λόγο του, τίποτα σκοτεινό στις θέσεις και συμπεράσματά του, ο Τσβάϊχ μερινά για εμάς αναγνωστικά πριν από εμάς όσο και αν μοιάζει υπερβολική αυτή η διατύπωση, απευθύνεται δηλαδή άμεσα στον αναγνώστη τόσο στο θυμικό όσο και στη λογική του, δίχως να του αφήνει περιθώρια αμφισβήτησής του. Μπορεί να μην σου πάει αναγνωστικά αλλά δεν μπορείς εύκολα να αμφισβητήσεις την πλοκή, εξέλιξη, διαπραγμάτευση, ανάδειξη της ιστορικής αλήθειας. Το ύφος του είναι νηφάλιο, ειρηνικό, νοσταλγικό, κάπως μελαγχολικό και απαισιόδοξο, δεν χάνει όμως την ευστοχία του. Η γλώσσα του είναι στρωτή, κυλά ήρεμα, δεν κάνει κοιλιές, δεν κορυφώνεται σε νοηματικούς δαιδάλους, έχει την δημοσιογραφική σαφήνεια, την απλότητα, την ρεπορταριζίστικη μορφή ενταγμένη στον ιστορικό και της μυθοπλασίας λόγο και έκφραση. Ακόμα και αν οι ελληνικές μεταφράσεις δεν πετυχαίνουν πάντα το στόχο τους, ξεφεύγουν από τα μεταφραστικά πλαίσια που επιβάλλουν οι «καλές μεταφραστικές αποδόσεις» της εποχής σε μία άλλη γλώσσα, βλέπεις ότι οργανώνονται εσωτερικά ομαλά, σε αυτό τις βοηθούν τα ίδια τα κείμενα του Τσβάϊχ, το στιλ και ύφος του, τα πρωτότυπα έργα «καθοδηγούν» κρατάν το τιμόνι της μετάφρασής του μεταφραστή τους. Η γλωσσική ρυθμολογία του συγγραφέα μεταφέρεται φυσικά ανάλογα και με τα λογοτεχνικά, ποιητικά εφόδια των μεταφραστών και τις άλλες αντοχές τους. Οι επεξεργασίες των μοτίβων του ακολουθούν μία σταθερότητα στην ερμηνευτική γραμμή τους, στην ανάδειξη της προσωπικότητας του ήρωα στις μεταιχμιακές του στιγμές, αυτές που αγωνίζεται να απαλλαγεί ή καταπλακώνεται η ιστορία της ζωής του από το Πεπρωμένο του. Ας μην φοβόμαστε και κουραζόμαστε να το επαναλαμβάνουμε. (Άλλωστε και ο ίδιος ο συγγραφέας επανέρχεται υπενθυμίζοντάς μας σε αρκετά βιβλία του). Αυτό που αποκαλούμε προσωπικό μονοπάτι της Μοίρας του καθενός. Εδώ κατά την αναγνωστική μου κρίση, οι αληθινοί ήρωές του προσομοιάζουν με τους ήρωες της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, διαθέτουν τα στοιχεία εκείνα, τα ανερμήνευτα και αινιγματικά-εκ των Θεών-τα οποία ζυμώνουν την προσωπικότητά του, πλάθουν τον χαρακτήρα του, ορίζουν τις πράξεις του, πληρώνοντας ασφαλώς το όποιο τίμημα στο τέλος. Ο Ήρωας δεν είναι απλά μία Ιστορική μονάδα στο χρόνο ανεξάρτητη, αλλά είναι μία Τραγική μονάδα στην αιωνιότητα που τον και την διαμορφώνει. Η μυθοπλαστική του γραφή προσαρμόζεται και περιέχει την ιστορική αλήθεια δίχως να αλλοιώνει τον πυρήνα της, δεν καλύπτει της επίσημης ιστορίας επιχειρηματολογίες, την εξυψώνει μέσα στον τραγικό της μύθο διατηρώντας όμως την ιστορική της ρεαλιστική πραγματικότητα και βάση, τον νατουραλισμό της αποδοχής της πυρήνα. Ο Τσβάϊχ, δεν ξεφεύγει από τις γραμμές της Ιστορίας αντίθετα τις λειαίνει για να κυλίσει ανετότερα το πεζογραφικό του τρένο. Ορισμένες φορές, οι μελαγχολικοί και της απαισιοδοξίας του τόνοι διαισθάνεσαι ότι λειτουργούν συγγραφικά κάπως «πρωτόγονα», δηλαδή σαν ο συγγραφέας παρά τις προσωπικές του μελέτες και διαβάσματα, να νιώθει «νεοφώτιστος», «τυφλός», «ανυπεράσπιστος» μπρος στις παγίδες της Ιστορίας και της Μοίρας. Οραματίζεται τον παλαιό Κόσμο σαν μεγάλα ανακυκλούμενα εικονογραφικά πλάνα τα οποία κλείνουν σταδιακά τον κύκλο τους μέσα στις βίαιες συμπληγάδες του καλπάζοντος καινούργιου Κόσμου της απομάγευσης των αρχαίων πολιτισμικών παραδόσεων και κοινωνικών αλλαγών και απορρίψεων παλαιών κανόνων και αξιών. Διαλύονται οι αρχές της συνοχής του, αμαυρώνονται οι αξίες του, καταστρέφονται οι ιστοί της πολιτικής του αρμονίας, ανατρέπονται οι ηθικές του αναφορές, γκρεμίζονται πανάρχαιοι κανόνες και δοξασίες, απορρίπτονται οι παλαιότερες παραδοσιακές ψυχικές του ανάγκες και σταθερές της συνείδησής του. Τα σύμβολά του και είδωλά του, οι πανάρχαιοι σωτήρες και δικαστές Θεοί του. Ο Στέφαν Τσβάϊχ οικοδομεί τους φιλολογικούς του χαρακτήρες μέσα σε έναν νέο μοντέρνο ρευστό κόσμο ο οποίος έχει αρχίσει να απομαγεύεται και να ασπάζεται ήρωες απρόσωπους, άμυθους, άμορφους, άφεγγους, τερατώδεις, φρικιαστικούς, είδωλα άγρια, καταστροφικά, μορφές χωρίς ρίζες προσωπικής ιστορίας, αισθάνεται να γεννιέται ο νέος μοντέρνος άνθρωπος, ο άνθρωπος των μηχανών και της τεχνολογίας, των άξενων μεγαλουπόλεων, των ανθρώπων της μη Φύσης, των δίχως συγκεκριμένο χαρακτήρα, ταυτότητα, ωριμότητα, κοινή συνείδηση και συμπεριφορά. Έρμαιο κάθε πολιτικού, στρατιωτικού, επαναστάτη, θρησκευτικής δοξασίας λαοπλάνου και  αιματοβαμμένου ιδεολόγου. Καρικατούρες ανθρωπισμού αναφύονται από παντού, ένα φαουστικό, διαμονιακό πνεύμα κυριαρχεί στις συνειδήσεις και τις ψυχές, τις πράξεις και τις ενέργειες των νέων της Ιστορίας ατόμων- πολιτών, των σύγχρονων ανθρώπων του παραπαίοντος Κόσμου. Είναι οι νέες αρχές της Ιστορίας, της επανεγγραφής της ως βίωμα χωρίς αντίκρισμα. Ο άνθρωπος μετέωρος μεταξύ του μεγάλου ναι και του μεγάλου όχι της προσωπικής του ζωής και ιστορίας για να θυμηθούμε τον λόγο του Αλεξανδρινού ποιητή Κωνσταντίνου Π. Καβάφη. Είναι η αντικοινωνικότητα των ρόλων της Ιστορίας και της Λογοτεχνίας πριν αποκτήσουν την κοινωνικότητα του καινούργιου ρόλου τους απέναντι στην Κοινωνία, την Φύση στην «ακρωτηριασμένη» τους διάσταση.

    Από την πρώτη στιγμή που θα έρθεις σε επαφή με τα βιβλία του μαγεύεσαι, σε προσκαλούν σε ένα ταξίδι στο παρελθόν που έχεις μπροστά σου. Ανοίγεις συνομιλίες μαζί τους καθώς τα διαβάζεις, ταυτίζεσαι ή όχι με τους πραγματικούς ήρωές του που ήδη έχουν φανερώσει το πραγματικό τους πρόσωπο μέσα στην Ιστορία, το γεγονός αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο, δεν αλλάζουν οι πράξεις και οι επιλογές των ηρώων, έχουν συντελεστεί, δεν αναιρούνται, δεν μπορούν να διαψευστούν. Το κουβεντολόι μας γίνεται με τον μύθο που στήνει ο πεζός λόγος, ο λόγος της λογοτεχνίας και όχι ο ανδριάντας της ένδοξης ιστορίας. Ο εκ των υστέρων της λογοτεχνίας ή βιογραφίας φωτισμός τους αποσκοπεί μόνο στην καλύτερη κατανόηση των τότε επιλογών τους, αυτά που είχαν προσδιοριστεί στον βιολογικό χρόνο τους από το εκάστης φυσιογνωμίας Πεπρωμένο της.  Ένας κόσμος ολόκληρος με τα πολλαπλά του επίπεδα περνά μπροστά από τα μάτια μας. Τα πεζά του έχουν πλοκή, δράση, κίνηση. Ο ίδιος διαθέτει κρίση και ιστορικό και φιλολογικό ένστικτο, του τι ακριβούς είναι καίριο, ουσιώδες και τι περιττό, ώστε να κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Να θελήσει  να μπει μέσα στο μεδούλι της ιστορικής του μυθοπλασίας. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς βιβλιοφάγος για να του αρέσουν τα βιβλία του, αρκεί να διαβάζει έστω και σποραδικά ιστορικά βιβλία και να ενδιαφέρεται για ζητήματα πολιτισμικής γραμματείας, την συγγραφική παράδοση της ανθρωπότητας. Πολυπρόσωπα τα έργα του, δραστήρια και ενεργά από την αρχή της ιστορίας μέχρι το τέλος της τα πρόσωπα των ηρώων του, είναι παρόντα είτε στο προσκήνιο είτε στις κουίντες. Οι μυθοπλασίες του είναι ακριβή ψυχογραφήματα της ανθρώπινης προσωπικότητας, των λαβυρίνθων της συνείδησης πραγματικών ανθρώπων. Ο Στέφαν Τσβάιχ υιοθετεί ένα είδος λογοτεχνικής ψυχανάλυσης, ανατέμνει τις συνειδήσεις των ηρώων του, βουτά στα βάθη της ψυχής τους κοιτά τα ύψη των αναβάσεών τους. Στέκεται με εξαιρετική μαεστρία τόσο στην εξωτερική παρουσία τους και αντιδράσεις τους, κοινωνικές δεσμευτικές αντιλήψεις αντρών και γυναικών πέρα από την εποχή που τις κυοφόρησε όσο και στις εσωτερικές μεταπτώσεις τους, συνειδησιακούς τους δισταγμούς και υπαρξιακά τους διλήμματα. Συνήθως βάζει το άτομο, το εξετάζει σε σχέση με το οικείο του περιβάλλον, τους άλλους γύρω του, την φύση. Τα έργα του διακρίνονται για αυτό που θα ονομάζαμε έντονη κινητικότητα της ανθρώπινης συνείδησης, ίσως και στην ρευστότητά της στην τάση της προς την ανεξαρτησία, ελευθερία προερχόμενη από την καλώς εννοούμενη δαιμονιακή τους φύση. Τα άτομα δεν είναι απαθή απέναντι στο κοινωνικό τους περιβάλλον, κρίνουν και αντιδρούν, αμφισβητούν ή απορρίπτουν, στέκονται ερωτηματικά απέναντι σε κατεστημένες των οικογενειών τους εθιμικές και άλλες συνήθειες, αντιλήψεις και της εξουσίας κανόνες. Οι σκιαγραφήσεις του στρέφονται τόσο σε μικρά όσο και σε μεγάλα πλάνα της ζωής, της ιστορίας και της επιστήμης. Κανένα από τα συγγραφικά του μοτίβα δεν μας είναι ξένο, αδιάφορο, ανιστόρητο, δεν προκαλεί την απόλυτη αποστροφή μας, ίσα- ίσα τα πρόσωπα μας είναι ελκυστικά ακόμα και κατά την πτώση τους, την όποια «καταστροφή» τους από μηχανισμούς της Μοίρας ή ανθρώπινων κύκλων της εξουσίας μηχανορραφίες. Είναι η παρουσία του ανθρώπου και της προσωπικότητάς της στην ολότητά της απέναντι στο μεγάλο σύνολο ανθρώπων, που είναι «αναγκασμένος» να συνυπάρχει, ή επιλέγει να γίνει ερημίτης. Πληγωμένη ή μη, δικαιωμένη ή όχι, βασανισμένη και τυραννισμένη μέσα στον κοινωνικό περίγυρο που ζει και την διαμορφώνει η συνείδησή του, ο ιστός της ανθρώπινης παρουσίας βρίσκεται διαρκώς σε μία αμάχη με το περιβάλλον, σε έναν αναβρασμό κατεδαφίσεων και απορρίψεων, δημιουργικών αμφισβητήσεων. Η συγγραφική του φωνή είναι πολύηχη δίχως να είναι κραυγαλέα ή πολεμοχαρής, είναι νηφάλια ήρεμη στις κριτικές της αποτιμήσεις. Οι συλλογισμοί του σαφείς και εύλογοι, οι δραματικές του διαπιστώσεις προέρχονται από την αληθινή ζωή των δρώντων ατόμων στο ιστόγραμμα του παρελθόντος της Ιστορίας και της εποχής τους. Η γραφή του είναι ιστοριοκεντρική και ψυχολογοκεντρική θα γράφαμε ταυτόχρονα, δίχως οι εξεταστικές προεκτάσεις της να επικαλύπτουν η μία την άλλη. Προβάλλει στις σελίδες των βιβλίων του ισχυρές προσωπικότητες  και δευτερεύοντες φιγούρες ηρώων με ισχυρή όμως θέληση, με τους έντονους φωτισμούς του χαρακτήρα τους, τις σκιές τους, την ανωριμότητά τους και την σοφία τους μέσα στην απλότητά τους.

Ο Κόσμος αλλάζει και μαζί του και το συγγραφικό δικό του σύμπαν. Ακολουθεί τις εξελίξεις και τις μεταφέρει στις σελίδες των έργων του, ο ίδιος σαν άτομο και ενεργός πολίτης νιώθει τα αδιέξοδά του. Την έλλειψη προσαρμογής του. Σημαδιακές προσωπικότητες της Ιστορίας και των Γραμμάτων περνούν πανοραμικά μπροστά από τα μάτια μας λες και διαβάζουμε «κινηματογραφικά πλάνα». Θέλω να πω, ότι έχει κάτι από την κινηματογραφική τεχνική η γραφή του, μια μορφή σεναριακότητας αν στέκει ο όρος, όπως και τα μυθιστορήματα του έλληνα λογοτέχνη Νίκου Καζαντζάκη. Είτε τα έργα του είναι μυθοπλασίες είτε βιογραφούν μορφές μεγάλων ευρωπαίων πεζογράφων έχουν την ίδια συνειδησιακή επισκόπηση. Συνεξετάζει συγγραφείς, Φρήντριχ Χαίλντερλιν, Κάρολο Ντίκενς, τον αρχηγό της γαλλικής αστυνομίας Ιωσήφ Φουσέ με άτομα ισχυρά της γαλλικής επανάστασης. Αναστήματα και μεγέθη της παγκόσμιας λογοτεχνικής παράδοσης διαχρονικά και ανεπανάληπτα, Τζαίημς Τζόϋς τα οποία δεν έχει λησμονηθεί το όνομά τους, ούτε έχουν αποκαθηλωθεί από το οικουμενικό πάνθεον της αναγνωστικής συνείδησης και εκτίμησης του κόσμου. Κάθε βιβλίο του «κάνει πάταγο», αγαπιέται από τις πρώτες του σελίδες όταν κυκλοφορήσει. Διαβάζεται μονορούφι, απνευστί, γίνεται νοερά σύντροφος του αναγνώστη για ένα διάστημα, παραμένει ενεργή η ατμόσφαιρά του στην μνήμη του. Οι κορυφές και οι πεδιάδες της ψυχολογίας της ψυχής του ανθρώπου, οι εξώστες και τα υπόγεια της ανθρώπινης συνείδησης, οι διαμορφωτικοί παράγοντες του χαρακτήρα του, αποτυπώνονται στην σκέψη μας με απλό, κατανοητό και καθόλου στριφνό, αλλά εύληπτο τρόπο, λαγαρό ύφος και στρωτή γλώσσα. Λάτρης του πατέρα της Ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόιντ, μεταφέρει στα έργα του τις αρχές και τις ερμηνείες της ψυχαναλυτικής επιστήμης που εκείνα τα χρόνια αναζητούσε τρόπους διάδοσης και ευρείας αποδοχής από τους επιστημονικούς κύκλους και το μεγάλο ανήσυχο κοινό. Υπάρχει σχετική αλληλογραφία μεταξύ των δύο γερμανόφωνων συγγραφέων. Να σημειώσουμε ότι οι διαφόρων ειδών συγγραφείς και δημιουργοί των αρχών του προηγούμενου αιώνα και της μεσοπολεμικής περιόδου, πειραματίζονταν στα έργα τους και μετέφεραν τις αρχές και τους κανόνες τις «κλινικές» θέσεις, συμπερασματικές ιδέες της ψυχανάλυσης. Ήταν μαζί με το κίνημα του υπερρεαλισμού το πλέον διαδεδομένο επαναστατικό ρεύμα, των θεωριών της επιστήμης εκείνης της εποχής, ενός κόσμου που άλλαζαν οι δομές του και οι προσληπτικές παραστάσεις του, η συνολική του εικόνα για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο ανθρώπινος μύθος της κυριαρχίας πάνω στην Φύση αντικαθιστά τον μύθο της Θεϊκής παρουσίας μέσα σε αυτήν. Απομαγεύονταν στα σημεία και τα πνευματικά όριά του. Ένας Κόσμος ο οποίος προσπαθούσε να λησμονήσει τα φρικτά και καταστροφικά αποτελέσματα του Μεγάλου Πολέμου, του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ οι πιο διορατικοί και προφητικοί διανοούμενοι και λόγιοι καλλιτέχνες και επιστήμονες, από τους εκφραστές του παλαιού της παράδοσης Κόσμου, διέβλεπαν, προφήτευαν την επικείμενη καταστροφή, διάλυση που πλησίαζε με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν έμελλε να διαρκέσει για πολλά χρόνια, ούτε να γίνουν αποδεκτές οι ελευθεριάζουσες καλλιτεχνικές της εκδηλώσεις, η ξέγνοιαστη διάθεση και ανέμελη ατμόσφαιρα των πάσης φύσεως καλλιτεχνών και δημιουργών ατομική ζωή. Ο αρχέγονος ρομαντισμός και φυσιολατρία, η λατρεία της, έφταναν στο όριά τους και στο αργό τέλος τους. Το ίδιο ίσχυε και για τις εθνικές μειονότητες που βρίσκονταν στο ευρωπαϊκό έδαφος, όπως η Εβραϊκή- Ιουδαϊκή, στο Γερμανικό έδαφος είχαν γεννηθεί και κυοφορήσει πολλά των επιστημών και των τεχνών, της φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας αναστήματα, ταλέντα και διάσημες προσωπικότητες ωφέλιμοι ευεργέτες της ανθρωπότητας.

    Τίποτε το συμβατικό δεν συναντάμε στα έργα του Στέφαν Τσβάιχ, τίποτα το ψεύτικο, μικροί και μεγάλοι ήρωες, άντρες και γυναίκες κινούνται και δρουν μεταφέροντας την δική τους αλήθεια, κομίζουν τα ατομικά ή συζυγικά τους πεπρωμένα, την όποια πορεία της μοίρας τους, τα αδιέξοδά τους, τις επιλογές τους, τις πληγές και τα λάθη τους. Ίσως και την χαμένη της ζωής προοπτική τους. Η αποτίμηση από τον συγγραφέα είναι ενιαία σε όλη την σειρά των μεγάλων ή μικρών σκηνικών του, πλάνων του, εικόνων του, των παραστάσεών του, των ανθρώπινων πορτραίτων του. Σαν να βρισκόμαστε σε ένα παλαιό γοτθικό κάστρο και καθώς ανεβαίνουμε την μεγάλη ξύλινη σκάλα για να μεταβούμε στον πάνω όροφο που βρίσκεται η παγκόσμια βιβλιοθήκη, αντικρίζουμε και μας αντικρίζουν τα πορτραίτα των ηρώων-μορφών της ιστορίας του κάστρου κρεμασμένα στους τοίχους. Η πεζολογική του γλώσσα διαθέτει μεγάλα φορτία ποιητικού λυρισμού δεν ξεπέφτει σε ποταπές μικρολεπτομέρειες κουτσομπολίστικης δημοσιογραφικής υφής αναφορές. Δεν τον ενδιαφέρουν τα κοινωνικά ντεσού όσο τα ιστορικά που προάγουν την εξέλιξη της αφήγησης. Ο Στέφαν Τσβάϊχ «ανταμείβει» θα λέγαμε τους ήρωές του πλάθοντάς τους σε σύμβολα συνειδήσεων οικουμενικών διαστάσεων πέρα από τον χρόνο της εμφάνισής τους στο προσκήνιο της παλαιότερης παρουσίας στους στην Ιστορία. Τα ντύνει με μία πανοπλία καθαρής γνησιότητας, χυμώδους αποχρώσεων βιώματα που δημιουργούν, χτίζουν, καλλιεργούν την δική τους ιστορία και ταξίδι ζωής. Οι συγγραφικές του αντλήσεις προέρχονται κυρίως από τις δεξαμενές της Ιστορίας, η γραφή του έλκει τις θερμές καταβολές της από τα σπλάχνα της, τις δράσεις της, τα αποτελέσματά της, τις επιλογές της. Ιστορία και Ποίηση- Ψυχανάλυση είναι οι κύριοι ενωτισμοί της συγγραφικής δημιουργίας πυλώνες του Στέφαν Τσβάϊχ. Ο άνθρωπος στην γενικότερη εξέτασή του οφείλει να σκύψει μέσα του για να ανακαλύψει τις όποιες κρυφές πτυχές του εαυτού του και να τις αποδεχτεί, να παλέψει με την Μοίρα του, με τις Ερινύες του και όπου βγει επαναφυλτράρωντάς τες. Ούτως ή άλλως, ο Κόσμος από την δημιουργία του είναι απάνθρωπος, ανελέητος, εχθρικός, σκοτεινός απέναντι στη γυμνή και ανυπεράσπιστη μονάδα που λέγεται Άνθρωπος, γιομάτος πληγωμένες νίκες και αιματοβαμμένα επιτεύγματα. Οι Θεοί έχουν αποτραβηχτεί στα απλησίαστα και σκοτεινά τους δώματα, αδιαφορούν για την όποια έκβαση της μάχης και διαμάχης μεταξύ των ανθρώπων, τα κοινωνικά τους συστήματα, τις ιδεολογικές αψιμαχίες, την πίστη ή απιστία τους. Η αμάχη συνεχίζεται σταθερή και αμείωτη, ποιος θα υπερνικήσει- επικρατήσει άδηλον εστί. Παρά τα κατά περιόδους πισωγυρίσματα του Ανθρώπου όμως, παρά τις ιστορικές καθυστερήσεις στην επίτευξη των στόχων και φιλοδοξιών του, η ακλόνητη πίστη στην κατάφαση της Ζωής συνεχίζεται. Έστω και μπροστά στο χείλος του μεγάλου και σκοτεινού Τίποτα που ενστερνίζεται και πιστεύει ο δικός μας συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης, η σπουδή στην ανθρώπινη περιπέτεια εξακολουθεί από τους μεγάλους και κλασικούς συγγραφείς σαν ένα είδος σπονδής απέναντι στην καθενός και κάθε μιάς μας Μοίρα.

     Πρόσφατα, διαβάζοντας την ποίηση του γερμανού ρομαντικού ελληνολάτρη ποιητή Φρήντριχ Χαίλντερλιν, ανακάλυψα σε παλαιοπωλείο σε σχετικά φτηνή τιμή, 15 ευρώ, την παλαιά μελέτη του Στέφαν Τσβάιχ, «Χαίλντερλιν» Ο λάτρης της Ελληνικής γης, σε μετάφραση Κωστή Μεραναίου και Π. Καλαντζή, από τις παλαιές εκδόσεις «Ορίζοντες», Αθήνα χ.χ. σελίδες 142. Μια καλογραμμένη μελέτη για τον γερμανό ποιητή η οποία, ακόμα και σήμερα, θεωρώ ότι έχει αρκετά να μας πει για τον βίο και την ποίηση του Φρήντριχ Χαίλντερλιν, παρά του ότι έχουν εκδοθεί αρκετές αξιόλογες ξενόγλωσσες και ελληνικές σύγχρονες μελέτες και μοντέρνες μεταφράσεις των ποιημάτων του από διάφορους εκδοτικούς οίκους. Η οριακή προσωπικότητα και το ποιητικό και θεατρικό έργο του Φρήντριχ Χαίλντερλιν «Ο θάνατος του Εμπεδοκλή» επίσης δεν ξεχάστηκαν, από τις επόμενες γενιές. Τα των τελευταίων μηνών διαβάσματά μου και αναρτήσεις σημειωμάτων μου έχουν θέλω να πιστεύω μία συνάφεια μία νοηματική επεξηγηματική ενότητα προσέγγισης της παρουσίας του Νίκου Καζαντζάκη, του Όσβαλντ Σπέγκλερ, του Δάντη, του Φρήντριχ Χαίλντερλιν, του Στέφαν Τσβάϊχ, ίσως και του Άγγελου Σικελιανού, οι έλληνες και ξένοι συγγραφείς αυτοί του προηγούμενου αιώνα, μοιάζει να έχουν μία συναντίληψη των αδιεξόδων και των προβλημάτων του Κόσμου, (τους) που ραγδαία αλλάζει παρασύροντας τα πάντα στην βουερή πτώση του. Πρόσωπα, είδωλα, ήρωες, θεούς και δαίμονες, αξίες και θέσφατα, τρόποι και συνήθειες παλαιάς λατρείας, κοσμοείδωλα παλαιότερων εποχών. Ορισμένοι μιλούν για το τέλος της τραγωδίας, δηλαδή το τέλος της ολοκλήρωσης των διδαγμάτων και ηθικών προταγμάτων του παλαιού κλασικού κόσμου. Ο τραγικός ήρωας ότι είχε να διδάξει και επιτελέσει μέσα στην Ιστορία το έπραξε με θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα. Σήμερα στις μεταμοντέρνες εξισώσεις της ζωής δεν έχει θέσει ο άνθρωπος της αρχαίας τραγωδίας, είναι μία ανάγλυφη ανάμνηση μέσα στα μουσεία των αρχαίων σπασμένων αγαλμάτων, των αρχαίων φωταγωγημένων για τουριστικούς λόγους ναών, παραμένει κουρνιασμένος σε κάποιο στασίδι ενός βυζαντινού αλειτούργητου ναού. Ο παλαιός, ο Χθεσινός Κόσμος πέθανε, τι έμεινε, οι εξιστορήσεις των κλασικών συγγραφέων, τα βιβλία τους, τα έργα τους τα οποία μας θυμίζουν αυτό που κάποτε υπήρξε και τώρα δεν υπάρχει πια. Την φύση μέσα στον άνθρωπο και τον άνθρωπο μέσα στην φύση. Και αυτό μας υπενθυμίζει τόσο ο ποιητής Φρήντριχ Χαίλντερλιν όσο και η πίστη περί του ανθρώπινου Πεπρωμένου φωνή του Στέφαν Τσβάϊχ.

Το μικρού μεγέθους βιβλίο του Στέφαν Τσβάιχ δεν περιλαμβάνει Περιεχόμενα, η ύλη του χωρίζεται με κεφαλαίους τίτλους ανάλογα με την εξέταση. Από την μεριά μου αναφέρω τους γενικούς τίτλους και τις αντίστοιχες σελίδες του βιβλίου.

Χ Α Ι Λ Ν Τ Ε Ρ Λ Ι Ν- Ο  ΛΑΤΡΗΣ  ΤΗΣ  ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ  ΓΗΣ Μετάφραση: Κ. ΜΕΡΑΝΑΙΟΥ- Π. ΚΑΛΑΝΤΖΗ Εκδόσεις ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ, ΑΘΗΝΑ Χ.Χ. σελίδες 140. Διαστάσεις 13,5Χ 19 Τύποις: Σ. & Α. ΣΟΦΙΚΙΤΗ, Εμμανουήλ Μπενάκη 42.

-Ο ΑΓΩΝΑΣ ΜΕ ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΑ. ΠΡΟΟΙΜΙΟ, 4-12. Το Προοίμιο του οποίου προτάσσεται η ρήση: «Όσο με πιό μεγάλη δυσκολία ελευθερώνεται ένας θνητός, τόσο πιό πολύ μας συγκινεί» CONRAD FERDINANTD MEYER, με μαύρα γράμματα στην μέση του κειμένου διαβάζουμε: «Έμαθα να ζω, θεοί δώστε μου καιρό» του Γκαίτε. Ακολουθεί ο κύριος κορμός του έργου, σελίδες 13-100 με τον γενικό τίτλο ΧΑΙΛΝΤΕΡΛΙΝ. Της μελέτης προηγούνται δύο μικρά αποσπάσματα του Φ. Χ. από το θεατρικό του έργο «Ο Θάνατος του Εμπεδοκλή». Έχουμε- ΤΟ ΙΕΡΟ ΚΟΠΑΔΙ, 13-19. –ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ, 19-26.- Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΤΥΒΙΓΚΗΣ, 26-30.-Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, 30-38.- Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ, 38-46.-ΦΑΕΘΩΝ Ή ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ, 47-56.-Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ, 56-59. –ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ, 60-73.- ΔΙΟΤΙΜΑ, 74-81.- ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΑΗΔΟΝΙΟΥ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ, 81- ΥΠΕΡΙΩΝ, 84-92. –Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΜΠΕΔΟΚΛΗ, 92-100. Η έκδοση συνοδεύεται και με μία μακροσκελή μελέτη ενός εκ των μεταφραστών, του γνωστού μας Κωστή Μεραναίου με τίτλο «Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΧΑΙΛΝΤΕΡΛΙΝ» σελίδες 101-142, η οποία χωρίζεται με την σειρά της στα εξής κεφάλαια: -Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΧΑΙΛΝΤΕΡΛΙΝ, 101-113, -ΤΟ ΓΚΡΕΜΙΣΜΑ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟ, 113-122.- ΠΟΡΦΥΡΩΜΕΝΑ ΕΡΕΒΗ, 122-131.- ΣΚΑΡΝΤΑΝΕΛΛΙ, 131-137. –ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΗ, 137-140.

        Στην γενική επισκόπηση της συγγραφικής παρουσίας του αυστριακού συγγραφέα Στέφαν Τσβάϊχ, μεταφέρω μόνο τα περιεχόμενα των ενοτήτων του μελετήματός του για τον Φρήντριχ Χαίλντερλιν, σε επόμενο σημείωμα θα αντιγράψω σελίδες του.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2024.