Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2024

Αγγελος Σικελιανός, Ελληνικός Νεκρόδειπνος

 

Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Ο Σ   Ν Ε Κ Ρ Ο Δ Ε Ι Π Ν Ο Σ*

(Ώ Διόνυσε- Άδη, θείε μου προστάτη!)

Του ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ

 

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ  ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ

(Ώ Διόνυσε- Άδη, θείε μου παραστάτη!)

 

Καρτερούσαν οι φίλοι μου, ν’ ακούσουν

νέα φλογερά τραγούδια ν’ ανατείλουν

στα χείλη μου, όπως ξέρανε από πάντα

την αρτηρία του λόγου μου να σφύζει

σαν πύρινο ποτάμι, κι’ όπως μ’ είχαν

σε μακρινό τραπέζι καλεσμένο,

έξω απ’ τη χώρα, σε μεγάλο δώμα

μ’ ανοιχτά τα παράθυρα σε κήπους

βαθιούς και μ’ όλα απάνωθέ τους τ’ άστρα…

 

Και με ρόδα είχαν άλικα στολίσει

το λινό μες στη μέση απ’ τα κρουστάλια,

και στεφάνια εκρεμάσανε στους τοίχους,

οπού ευωδιές λιγωτικές αφίναν,

και σ’ ασημένιους μέσα κεροστάτες,

κεριά είχαν αναμμένα, πού στη λίγη

τ’ αέρα πνοή, τις φλόγες τους λυγίζαν

μακρυές εδώ κι’ εκεί, χωρίς να σβήνουν…

 

Κι’ αμίλητοι γευόμαστε μπροστά μας

το λιτό δείπνο, τί άθελά μας όλοι

την ίδια σκέψη εκλώθαμεν, αλλ’ όταν

ανοίχθη ομπρός μας το κρασί το μαύρο

που φίλος επιστήθιος τόχε φέρει

για μένα, αδρό γιατ’ ήταν κι’ ευωδούσε

σαν του Διονύσου το χυμένον αίμα,

γυρίζοντας εκείνος προς εμένα

τρανό ποτήρι ξέχειλο, με το ίδιο

καλώντας με όνομά μου «Άγγελε», μούπε,

«αν τώρα θες, δώσε φωνή στη νύχτα…».

 

Και τότ’ εγώ: «Στη νύχτα τούτη, φίλε,

ζητάς φωνή να δώσω, πόπως το ίδιο

ποτήρι που κρατάς, ως το στεφάνι

γεμάτο, λες το σύνορο έχει βάλει

στις ψυχές μας το ακρότατον, οπούνε

το σύνορο της ίδιας της σιωπής μας;

Πές ποιός εγνιάστη ετούτο το τραπέζι,

ή στάθηκε από πάνω ιεροφάντης

να το στολίσει, κι’ είνε σα μεράδι

του Πλούτωνα ιερό, σαν πυργωμένος

ερημικός νεκρόδειπνος, όπου όλων

μπροστά του η σκέψη, καίει και λειτουργάει

μνημόσυνο βαθιά της; Τί, όπως σ’ ένα

σπειρί σταριού, το φτερωτό μυρμήγκι

πέφτει φουσάτο απάνω του, παρόμοια

λογιάζω έχουν κυκλώσει αυτό το δείπνο

ψυχές νεκρών που μέσα μας ξυπνάνε,

ψυχές αντρών, που εμείς κι’ η αιώνια νύχτα

βαθιά ‘χουμε τ’ αχνάρι τους κρατήσει,

σαν, πιό ψηλά απ’ τη βίγλα του θανάτου,

ανηφορούσαν σιωπηλοί στα βράχια

να πιούν στου θάρρους την πηγή, μα κι’ άλλες

παλιές ψυχές αρίθμητες, μά κι’ άλλες

πολλές ψυχές τη νύχτα οπού γεμίζουν,

-τί τώρα είν’ πιότεροι οι νεκροί κι’ απ’ όλους

της γης τους ζωντανούς,- πού από τη ζέστα

της σιωπηλής καρδιάς μας τραβηγμένες,

καθώς οι πεταλούδες απ’ τις φλόγες

τραβιώνται των κεριών, να ξεκινάνε

τίς νιώθω από παντού, κι’ αφήσετέ τις

να φτάσουνε ως εδώ, ν’ απλοχερήσουν

αόρατες σε τούτο το τραπέζι

του Πλούτωνα, σ’ αυτόν τον  πυργωμένο

νεκρόδειπνον, ώ φίλοι, αφήσετέ τις

να ρθούνε εδώ σ’ εμάς, να γίνουμ’ ένα….

 

Κι’ απ’ το ποτήρι, φίλε, πού μου δίνεις

γεμάτο ως το στεφάνι και πού αν σκύψω

την όψη μου βαθιά του απ’ άλλο κόσμο

λογιάζω πώς τη βλέπω αντισταλμένη,

κι’ απ’ το κρασί που το ‘φερες για μένα,

γιατί είν’ αδρόν, ώ φίλε, κι’ ευωδάει

σαν του Διονύσου το χυμένον αίμα,

άς μεταλάβουμε όλοι, σάμπως μύστες

παλιοί απ’ τ’ Αγαθοδαίμονα το μέγα

το κύπελλο, βαθιά σιωπή κρατώντας,

ως τη στιγμή (κι’ άς μην αργήσει, ώ φίλοι)

πού θα μουγκρίσουν άξαφνα οι δυνάμεις

βαθιά μας του θεού κι’ ο μυκηθμός του,

πιό από σεισμού βοή, θα σκώσει αντάμα

φουσάτο, ζωντανούς και πεθαμένους,

σε θείο γιουρούσι… Κι’ όσο για τα νέα

τα φλογερά που θέλατε τραγούδια

ν’ ακούστε από τα χείλη μου, θαρτούνε

στην ώρα τους κι’ αυτά….».

                    Έτσ’ είπα, κι’ όλοι

σάν ένοιωσαν καλά το τί ζητούσα,

κι’ απ’ το κρασί γευτήκανε, κι’ απ’ όλους

στερνός σαν ο ιερέας πού καταλύει

το δισκοπότηρο μες στ’ άδυτο, ήπια

κι’ εγώ, ως την ύστερη τη στάλα, μόνοι

το βήμα μας τραβήξαμεν αγάλι,

-ενώ ένα-ένα τα κεριά σβηνόνταν-

πρός τ’ ανοιχτά παράθυρα, όπου μαύρος

έναστρος τώρα ωκεανός η νύχτα,

βουβούς μας κράταε μέσα στον παλμό της…

 

Μα στα σκοτάδια μέσα, κι’ αν κανένας

πιά δεν μιλούσε, από βαθιά μας όλων

πρός το ζόφο και τ’ άστρα ανηφορούσε,

μιάν ίδια ευχή και γνώμη: «Εισάκουσέ μας!,

ώ Διόνυσε- Άδη, θείε μας παραστάτη,

συγκράτα τις καρδιές μας, με το μαύρο

του πόνου σου κρασί, δυνάμωνέ τις,

προφύλαξέ τις άγγιχτες, για κείνη

την ώρα, π’ αναπάντεχα, η κραυγής σου,

πιό από σεισμού βοή θα μας σηκώσει

με τους νεκρούς μαζί, στο θείο γιουρούσι!»

          Α Γ Γ Ε Λ Ο Σ   Σ Ι Κ Ε Λ Ι Α Ν Ο Σ

    *Το ποίημα αυτό, γραμμένο τον πρώτο χρόνο της Κατοχής, κυκλοφόρησε λαθραία σε χειρόγραφα αντίγραφα.

Περιοδικό ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, τεύχος 35-36/ Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1945, σ. 473-475. Χρόνος Β΄, τόμος Γ.

--

          Παιδικές Αναμνήσεις από τον «συνέστιο των θεών»

                   ή

   το              

 «Μυστικά κατορθωμένο σώμα» της Ποίησης

        Παράξενοι δρόμοι απρόβλεπτοι τις περισσότερες φορές, τυχαίες συμπτώσεις ή γνωριμίες, μας φέρνουν σε επαφή με το άκουσμα του ονόματος ενός ποιητή, τα ποιήματά του, μία συλλογή του ένα βιβλίο του. Χρόνια πριν η σκέψη μας μεστώσει και το αναγνωστικό μας ενδιαφέρον για την ελληνική ποίηση και λογοτεχνία αποκτήσει μόνιμες βάσεις, η πυξίδα των διαβασμάτων μας σταθεροποιηθεί, είχαμε έρθει σε επαφή με το όνομα του μυστικού ποιητή Άγγελου Σικελιανού. Ο Άγγελος Σικελιανός υπήρξε για εμάς τα παιδιά που μεγάλωσαν μέσα στα χρόνια της επτάχρονης δικτατορίας, ένας αόριστος αλλά κάπως οικείος κοντινός μας Μύθος. Εξηγούμαι. Συνηθίζονταν την δεκαετία του 1960 (και μεταγενέστερα) αρκετές εργατικές οικογένειες του Πειραιά και των γύρω περιοχών, να παραθερίζουν σε αντίσκηνα στην περιοχή της Φανερωμένης στην Σαλαμίνα. Οι εκτάσεις ανήκαν και ανήκουν στην Ιερά Μονή Φανερωμένης και οι οικογένειες νοίκιαζαν για την καλοκαιρινή σεζόν μία μικρή έκταση και έστηναν το ή τα τσαντίρια τους και άλλες πρόχειρες κατασκευές (ξύλινα λυόμενα δωμάτια για χρήση κουζίνας, καμπινέ κλπ.). Περνούσαν τις καλοκαιρινές διακοπές τους κάνοντας τα μπάνια τους στις καθαρές τότε ακτές του όμορφου νησιού. Υπήρχε ένα καραβάκι από το λιμάνι του Πειραιά που σε πήγαινε σε διάφορες τοποθεσίες της Σαλαμίνας ή πηγαίναμε μέχρι το Πέραμα και από εκεί είτε με καραβάκι είτε με φεριμπότ για τα αυτοκίνητα και τα μηχανάκια πέρναγες απέναντι στα Παλούκια και κατόπιν, περνώντας μέσα από την Κούλουρη ταξίδευες για την Φανερωμένη ή άλλες τοποθεσίες που είχαν τα εξοχικά τους ή τις μόνιμες κατοικίες τους οικογένειες από όλο σχεδόν το λεκανοπέδιο Αττικής.  Από την περιοχή της Φανερωμένης, μπορούσες να πάρεις ένα φεριμπότ και να περάσεις απέναντι στην περιοχή των Μεγάρων, για επίσκεψη ή να διασκεδάσεις μια και υπήρχαν και από τις δύο πλευρές οικογενειακές ταβέρνες. Από τα Μέγαρα, υπάρχει δρόμος ο οποίος κάνει τον «κύκλο», συνεχίζει για να επιστρέψεις στην Αττική. Για το πευκόφυτο και κοντινότερο στον Πειραιά νησί της Σαλαμίνας, δεν νομίζω ότι χρειάζεται να γράψουμε πολλά. Η ένδοξη αρχαία ιστορία του, η ιερά μονή της Φανερωμένης όπου φιλοξενήθηκαν κατά διαστήματα πρώην αρχιεπίσκοποι και άλλοι υψηλόβαθμοι κληρικοί, το Κελί του αγίου Λαυρεντίου, το Σπιτάκι του «συνέστιου» των αρχαίων Θεών Σικελιανού, και άλλες περιοχές της, την καθιστούν ένα ευχάριστο και όχι μακρινό μέρος αναψυχής και ημερήσιας εκδρομής για τους κατοίκους του λεκανοπεδίου και όχι μόνο. Συναντάμε φυσικά και τους μόνιμους κατοίκους της. Η Σαλαμίνα μας είναι γνωστή από τα παιδικά εκπαιδευτικά μας χρόνια, μια και στους στενούς κόλπους του νησιού, διεξήχθη η «Ναυμαχία της Σαλαμίνας» μεταξύ Ελλήνων και Περσών. Αν θυμάμαι σωστά, υπήρχε-τότε- και μία στρατιωτική βάση πεζοναυτών και γινόντουσαν στρατιωτικές ασκήσεις από την πλευρά των Μεγάρων. Οι έμποροι Μεγαρείς τροφοδοτούσαν τους εκδρομείς και τους ενοικιαστές παραθεριστές με αυγά και άλλα προϊόντα που καλλιεργούσαν. Οι παραθεριστές της Φανερωμένης και ιδιαίτερα τα δεκάδες πιτσιρίκια του δημοτικού, ξυπόλητα και ημίγυμνα, τρελαμένα από περιέργεια και από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού, έτρεχαν- μαζευόντουσαν στην παραλία να δούνε από μακριά-κοιτώντας με έκπληξη- τις ασκήσεις που διεξάγονταν με τα αλεξίπτωτα, τους αλεξιπτωτιστές που έπεφταν από τα αεροπλάνα απέναντι από την Σαλαμίνα. Μόλις κάποιο πιτσιρίκι έπαιρνε χαμπάρι τα αλεξίπτωτα έδινε «σύρμα»- σινιάλο στην υπόλοιπη παιδοπαρέα και, όλο το τσούρμο έτρεχε στην παραλία να απολαύσει το μακρινό θέαμα. Μάλιστα, είχε συμβεί και κάποιο ατύχημα, κάποια αερόστατα σε μία άσκηση των στρατιωτών δεν άνοιξαν και παρέσυραν στον βυθό της θάλασσας τους άτυχους στρατιώτες ενώ, την επόμενη μέρα (;) παρακολουθούσαμε στρατιωτικά πλοία από την περιοχή του Ναύσταθμου να εισπλέουν και να αναζητούν τους χαμένους. Η Ιερά Μονή της Φανερωμένης ήταν κάπου στην μέση της διαδρομής όπως ερχόμαστε από τα Παλούκια επί της λεωφόρου Φανερωμένης από την πάνω πλευρά. Διέθετε έξω από την Μονή μία μεγάλη έκταση με διάφορα πτηνά και ζώα, που μετά το προσκύνημα, πάντα τα παιδιά και οι προσκυνητές επισκέπτονταν τα κλουβιά και τάϊζαν τα ζώα, τα παγόνια, τις πάπιες, τις γαλοπούλες, τα καναρίνια, τα πτηνά κλπ, καθήμενοι σε πάγκους και ρεμβάζοντας τον πέριξ περιποιημένο χώρο. Υπήρχε και ένα μικρό μποστάνι, ένας ανθόκηπος με διάφορα λουλούδια που έμοιαζε σαν μικρή «ανθισμένη όαση» ανάμεσα στο απέραντο πευκώδες δάσος που απλώνονταν και από τις δύο πλευρές της πολυχιλιομετρικής λεωφόρου που, έσκαζε όπως λέγαμε από  τους σταθερούς και επαναλαμβανόμενους ήχους των χιλιάδων τζιτζικιών τα καλοκαίρια. Αυτό το επαναλαμβανόμενο και ειρηνικό, μονότονο τραγούδι των τζιτζικιών ήταν μία ευχάριστη για όλους παρηγοριά ακόμα και τις ώρες της μεσημεριανής μας ανάπαυσης. Σαν παιδιά, συνηθίζαμε να μαζεύουμε από τους κορμούς των πεύκων τα «πουκάμισα» που άφηναν οι τέττιγες καθώς άλλαζαν το δέρμα τους. Το θεωρούσαμε κάτι σαν «γούρι» όπως και το «πουκάμισο» των φιδιών όποτε τύχαινε να το συναντήσουμε στις εξερευνητικές παιδικές περιπλανήσεις μας και στις δύο πλευρές του πευκόφυτου, καταπράσινου νησιού. Πολύωρες ποδαράτες περιπλανήσεις, τρελές και ανέμελες εξερευνήσεις και τσάρκες, γεύσεις, οσμές, εικόνες του χώρου που, ελκυστικά μας προσκαλούσε να μας «μυήσει» στην ιστορία και γεωγραφία του. Σχεδόν στην ίδια ευθεία από την πίσω και πάνω της οροσειράς από την Μονή της Φανερωμένης, υπάρχει το μικρό Κελί του αγίου Λαυρεντίου που δεσπόζει μέσα στην ερημιά της βουνοκορφής ατενίζοντας κάτω την θάλασσα της Σαλαμίνας και τα πευκοδάση. Διοργανώναμε ένα είδος ημερήσιας εκδρομής και επισκεπτόμασταν κατά διαστήματα το Κελί του Αγίου. Τον Δεκαπενταύγουστο που εόρταζε η Μονή είχαμε πανήγυρη, άλλαζαν οι καλοκαιρινές μας μικροσυνήθειες, από τις εκατοντάδες των επισκεπτών προσκυνητών που έρχονταν στην χάρη της, διαμένοντας τα δύο βράδια στην ύπαιθρο ή στα αμάξια τους. Τις ημέρες αυτές, μπροστά, δεξιά και αριστερά της κεντρικής της πύλης επί της λεωφόρου Φανερωμένης, στήνονταν υπαίθρια μικροκαταστήματα με τις πραμάτιες τους που πωλούσαν ότι αντέχει η τσέπη της κάθε οικογένειας και φάνταζε εξωπραγματικό και παράξενο σαν παιχνίδι και αντικείμενο στα μάτια των παιδιών και χρήσιμο στους μεγάλους. Λούνα Πάρκ, πρόχειρα στημένα σουβλατζίδικα με την τσίκνα του κρέατος να υψώνεται στον ξάστερο ουρανό, υπαίθριοι σαράφηδες, μικρό πωλητές με διάφορα μπιχλιμπίδια αυτοσχέδια περιδέραια με χάντρες από μικρά οστρακοειδή, ψησταριές με μερίδες χταπόδια, παγωτατζήδες με την λευκή φορεσιά τους, άλλοι, που πωλούσαν το «μαλλί της γριάς», σε σκαμνάκια κάθονταν μικροί οργανοπαίκτες και ερασιτέχνες μουσικάντηδες. Τις ημέρες της πανήγυρης γίνονταν το «έλα να δεις, να πάρεις και να διασκεδάσεις» όπως έλεγαν οι μεγαλύτεροι. Μετά το πανηγύρι η ζωή επανέρχονταν στους καθημερινούς τους καλοκαιρινούς ρυθμούς και συνήθειες, τις νυχτερινές τσάρκες, το ψάρεμα με καλάμι ή πετονιά ή τις νύχτες πυροφάνι με το λουξ και τον κιούρτο. Τα κλασικά και επαναλαμβανόμενα παιδικά μπουγελώματα, οι τσακωμοί και οι ξανασυναντήσεις στην παραλία, οι παιδικές υποσχέσεις και τα μυστικά της μιάς βραδιάς. Από την κάτω πλευρά της λεωφόρου Φανερωμένης, υπήρχαν διάφορες υπαίθριες ταβέρνες και άλλα «ξενυχτάδικα» πρόχειρα φτιαγμένα μαγαζιά διασκέδασης. Εξέδρες με υπαίθριες ορχήστρες οι οποίες φωτίζονταν με πολύχρωμες λάμπες. Τα μαγαζιά αυτά, προσκαλούσαν κατά την περίοδο της πανήγυρης αλλά και τα Σαββατοκύριακα,  λαϊκούς γνωστούς τραγουδιστές και τραγουδίστριες, ρεμπέτες με το μπαγλαμαδάκι τους, λαϊκές ορχήστρες, μπουζουξήδες με το μπουζούκι τους, που ψυχαγωγούσαν και διασκέδαζαν τους κατασκηνωτές, τους επισκέπτες και τους άλλους παρευρισκόμενους ξενύχτηδες. Το κρασί και η μπύρα έρρεε άφθονη, όλοι τιμούσαν τον θεό του κεφιού και του τραγουδιού Διόνυσο. Εδώ παρενθετικά να υπενθυμίσουμε ότι και στην περιοχή του Περάματος υπήρχαν πάρα πολλές λαϊκές ταβέρνες που διασκέδαζαν οι ελληνικές οικογένειες.

Μπροστά από την Ιερά Μονή Φανερωμένης της Σαλαμίνας- στο κάτω μέρος- στην παραλία, υπήρχε και υπάρχει ακόμα ένας λιμενοβραχίονας όπου άραζε ένα μεγάλο πλοιάριο το οποίο τροφοδοτούσε με καθαρό, πόσιμο νερό την Μονή για τις λειτουργικές ανάγκες των γυναικών μοναχών οι οποίες εγκαταβιούσαν στα κελιά, μόναζαν και φρόντιζαν την παλαιά μονή και τους φιλοξενούμενους κατά διαστήματα επισκέπτες. Η γερόντισσα Μακρίνα ήταν τότε η ισχυρή ηγουμενική παρουσία που κρατούσε με πυγμή το τιμόνι της παλαιάς Μονής. Η ηγουμένισσα ήταν αυτή που παραχωρούσε τις καλοκαιρινές άδειες στους ενοικιαστές- παραθεριστές της τεράστιας έκτασης από την πάνω και την κάτω πλευρά της λεωφόρου. Κατά διαστήματα, βλέπαμε να δημιουργούνται και παιδικές περιφραγμένες κατασκηνώσεις. Από την αριστερή πλευρά όπως βλέπουμε τον λιμενοβραχίονα στην θαλάσσια περιοχή, όπου ελλιμενίζονταν το καράβι που έφερνε το νερό στη Μονή, υπήρχε ένα δίπατο ξύλινο έρημο σπιτάκι με προαύλιο χώρο και αν θυμάμαι καλά βρίσκονταν και μία προτομή του ποιητή, στον οποίον ανήκε το ερειπωμένο σπίτι, το παλαιό ησυχαστήριό του. Μία πρόχειρη ξύλινη φθαρμένη σκάλα από την μεριά της θάλασσας έδινε πρόσβαση σε εμάς τους τότε περίεργους μπόμπιρες με το κοντό παντελονάκι και το τσουλούφι στο μέτωπο, τα ξυπόλυτα «κάπως παστωμένα» από το αλάτι της θάλασσας και τον καυτό ήλιο μικρά αλάνια, να σκαρφαλώνουμε στην σκάλα και να «εισβάλουμε» μέσα στα άδεια δωμάτια της μικρής οικείας εξερευνώντας τα. Τα δωμάτια ήσαν άδεια, σκοτεινά, τα παράθυρα ξεχαρβαλωμένα, οι γρίλιες σπασμένες, και αν η παιδική μνήμη δεν με απατά, υπήρχε ένα παλαιό τραπέζι και κάτι ξεχαρβαλωμένες καρέκλες που δεν θύμιζαν σε τίποτα ότι σε αυτόν τον ανεμόδαρτο χώρο κατοικούσαν κάποτε άνθρωποι, και μάλιστα διέμενε ή παραθέριζε ένας σπουδαίος έλληνας ποιητής ο οποίος υποδέχονταν τους φιλοξενούμενούς του τα παλαιότερα χρόνια πριν ακόμα γεννηθούμε. Ίσως να υπήρξαν ελάχιστα ακόμα ξύλινα έπιπλα. (Στα νεότερα χρόνια όταν επισκέφτηκα δύο φορές εκ νέου το μικρό ερημητήριο του Άγγελου Σικελιανού σε εκδρομή μου, το σπίτι είχε ανακαινιστεί, βαφτεί, αλλά ήταν κλειστό. Άνοιγε τις πόρτες του όπως είχα ακούσει σε επετειακές της μνήμης του ποιητή εκδηλώσεις. Τα παιδιά (τα παραθεριστόπουλα) είχαμε ανεβεί και μπει πολλές φορές εξερευνώντας το έρημο και μοναχικό σπίτι που αγνάντευε την θάλασσα της ένδοξης Σαλαμίνας. Ιδιαίτερα κατά την Φθινοπωρινή περίοδο που άρχιζε (μερικές εβδομάδες μετά του Σταυρού, πριν ξενοικιάσουμε τα οικόπεδα και επαναλειτουργούσαν τα Σχολεία) να χαλάει ο καιρός, να συννεφιάζει και να αρχίζουν τα πρώτα ξαφνικά Αυγουστιάτικα και Σεπτεμβριανά μπουρίνια, να πέφτουν ραγδαίες σύντομες βροχές. Κατά τακτά διαστήματα συγκεντρωνόμασταν καθώς παίζαμε στην υπαίθρια  περιοχή, στις παραλίες, στο δωμάτιο με τα σπασμένα παράθυρα και η φαντασία μας οργίαζε τουρτουρίζοντας. Οι κάπως μεγαλύτεροι κάπνιζαν τον Άσσο φίλτρο τους αφηγούμενοι φανταστικά κατορθώματά τους και  μεγαλοφάνταστες ιστορίες. Φύλακες δεν υπήρχαν ούτε ιδιοκτήτες του σπιτιού, έτσι χρησιμοποιούσαμε τον χώρο των δωματίων για τα αυτοσχεδιαστικά μας παιδικά παιχνίδια ή φυλάγαμε τα τσέρκια, τις αμάδες μας ή τα εικονογραφημένα κλασικά και μίκυ μάους που ανταλλάσσαμε μεταξύ μας. Σε μία από τις επισκέψεις μας, ακούσαμε από άγνωστούς μας επισκέπτες που τους είδαμε ξαφνικά μπροστά μας να ταράσσουν την ξεγνοιασιά και την ησυχία μας, να αναφέρουν το όνομα ενός ποιητή, του Άγγελου Σικελιανού.  Έλεγαν στην παρέα τους, ότι ο χώρος αυτός ήταν η εξοχική κατοικία του, το ερημητήριό του όταν ο ποιητής ζούσε, εδώ έγραφε και διάβαζε. Σποραδικά και που ακούγαμε διάφορες κουβέντες και σχόλια για τον ίδιο και την ποίηση του Επτανήσιου, γεννημένου στην Λευκάδα 15 Μαρτίου1884, και εγκαταλείποντας τα εγκόσμια στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου 1951, του Ορφικού και αρχαιολάτρη έλληνα σπουδαίου ποιητή. Αλλά η παιδική μας ανεμελιά δεν συγκρατούσε και πολλά από αυτά που κουβέντιαζαν οι μεγάλοι. Ένα Σαββατοκύριακο μάλιστα, η παιδική μνήμη δεν έχει συγκρατήσει την ακριβή ημερομηνία, εμείς τα πιτσιρίκια ακούσαμε καθισμένα χαμέ στον περίγυρο μία ομιλία για τον ποιητή από μία ομάδα ξεναγών επισκεπτών, είδαμε άγνωστά μας άτομα να απαγγέλουν ποιήματά του, να μιλούν δοξαστικά για τον ποιητή-ιδιοκτήτη του μικρού παραθαλάσσιου σπιτιού που είχαμε σαν καταφύγιο στα παιχνίδια μας. Φυσικά, ευνόητο είναι, η φαντασία μας δεν έμενε τόσο στο τί ελέγχθηκαν για τον φημισμένο έλληνα ποιητή αλλά στους ξένους επισκέπτες που χαλούσαν την ησυχία μας, στις φορεσιές τους, στα άλλα παιδικά πρόσωπα που τους συνόδευαν, τα αμάξια και, όπως συνηθίζεται, σε αυτές τις ηλικίες, τα παιδιά πιάνουν γρήγορα παρέες, φιλίες και αρχίζουν τα δικά τους παιχνίδια και το ψιθυριστό ή φωνακλάδικο κουσκούσεμα που διακόπτουν από την μεριά τους τις συζητήσεις των μεγάλων. Θυμάμαι όμως γιατί μου έκανε εντύπωση, την θρυλική μορφή του ποιητή η οποία προβάλλονταν στον τοίχο με μία ταινία σε σλάιντς όπως ήταν τότε τα τεχνικά μέσα της προδικτατορικής εποχής μας. Την θεόρατη παρουσία του, το πανέμορφο πρόσωπό του, την κάπως αινιγματική ματιά του, (από τις φωτογραφίες που έχω δει του ποιητή, πάντα σε κοιτά απευθείας στα μάτια) την κορμοστασιά του -φορούσε κάτι σαν μπέρτα- βλέπαμε τον ψηλό ποιητή να μιλά και να διαβάζει ποιήματά του, ενώ οι σύγχρονοί μας ομιλητές να εξηγούν στους παρευρισκόμενους την προσπάθεια του Άγγελου και της αμερικανίδας Εύας Πάλμερ Σικελιανού πλούσιας συζύγου του να αναβιώσουν τις Δελφικές Εορτές ντυμένοι με αρχαίες χλαμύδες που βλέπαμε για πρώτη φορά και μεταξύ μας γελάγαμε. Πράγματα και πρόσωπα, ενέργειές μεγάλων, παντελώς άγνωστες και παράξενες στα παιδιά μας μάτια. Ήχοι και φωνές, λόγια τα οποία άκουγαν για πρώτη φορά τα αυτιά μας και μας άφηναν ξαφνιασμένους, ενέτειναν την περιέργειά μας δίχως να γνωρίζουμε προς τα πού να την στρέψουμε και να πάρουμε πληροφορίες. Να κοκορευτούμε στους δικούς μας γυρίζοντας στα τσαντίρια μας, για να μην τις φάμε που λείπαμε ώρες και ανησυχούσαν οι δικοί μας που εξαφανιστήκαμε. Εντυπώσεις πρωτόγνωρες, θολές εικόνες, ασχημάτιστες ποιητικές και του θεάτρου φιγούρες και ανθρώπινες σκιές, όμορφη μουσική, παράξενη βαβούρα προγενέστερων εορτών παραστάσεις που έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να ξεκαθαριστούν και να οργανωθούν μέσα μας, να συνταχθούν ομαλά στην συνείδησή μας όταν αρχίσαμε με την βοήθεια των πούλμαν της Περιηγητικής Λέσχης Αθηνών να παρακολουθούμε θεατρικές αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες στην Επίδαυρο και σε άλλα αρχαία θέατρα. Ήταν το πρώτο μας βάπτισμα στην ποίηση και τον θρύλο που ονομάζονταν Άγγελος Σικελιανός. Γυρίζοντας στα σπίτια μας, προσπαθήσαμε να ενημερωθούμε για το ποιος ήταν αυτός ο φημισμένος ποιητής, ξεφυλλίσαμε την καθαρευουσιάνικη εγκυκλοπαίδεια του «Ελευθερουδάκη», του «Ήλιου» τις σελίδες αλλά δεν καταλαβαίναμε και τόσα πολλά, μια και οι δάσκαλοί μας τηρούσαν σιγή ιχθύος για τον ποιητή. Τα χρόνια κυλούσαν γρήγορα και οι εικόνες και παιδικές της εξοχής παραστάσεις και αναμνήσεις φυλάχτηκαν στο σεντούκι της μνήμης μέσα στα θολά της ζωής μου άλμπουμ. Δύο διαφορετικές σχολικών περιόδων εκδρομές στου Οσίου Λουκά το Μοναστήρι αργότερα, μας έφερε εκ νέου στην επιφάνεια το όνομα του Άγγελου Σικελιανού και ορισμένους τίτλους ποιημάτων του. Στο Δημοτικό και τις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου δεν γνωρίζαμε τότε τον λόγο, οι δάσκαλοί και οι καθηγητές μας, παρέλειπαν στίχους ποιημάτων του που υπήρχαν στις σελίδες των βιβλίων μας ή μας μιλούσαν με μισόλογα για τις κοινωνικές του αγωνιστικές «αριστερές» δράσεις και φυσικά τις ποιητικές του δραστηριότητες και συγγραφικές καταθέσεις για την αναβίωση της αρχαίας θεατρικής παράδοσης. Μαθαίναμε μόνοι μας ότι είχε προταθεί για το βραβείο Νόμπελ, 1946 (μαζί με το Νίκο Καζαντζάκη) αλλά «τορπίλισαν» την υποψηφιότητά τους έλληνες λόγιοι και διανοούμενοι της εποχής (το έλαβε ο Έρμαν Έσσε) παρά την υποστήριξη που είχε από ευρωπαίους ομοτέχνους του, μεγάλα ονόματα ξένων ποιητών και συγγραφέων (βλέπε Πωλ Ελυάρ) και το γεγονός ότι είχαν μεταφραστεί στο εξωτερικό ποιητικές του συλλογές από την δεκαετία του 1940. Είχε κυκλοφορήσει ακόμα μία αυτοανθολόγησή του, με τίτλο «Αντίδωρο» το 1943,- την οποία διαβάσαμε στις τάξεις του Λυκείου- πληροφορηθήκαμε ότι είχε προταθεί για Ακαδημαϊκός αλλά δεν κέρδισε την έδρα (τον πολέμησαν και σε αυτήν την περίπτωση αντιδραστικές λογοτεχνικές δυνάμεις), τα θεατρικά του έργα όμως είχαν ανεβεί σε θεατρικές σκηνές. Είχαν παρασταθεί με επιτυχία. Μνημόνευαν όμως το όνομά του σε κάθε επέτειο του θανάτου του εθνικού μας ποιητή Κωστή Παλαμά, όταν ο Άγγελος Σικελιανός έγραψε και εκφώνησε το γνωστό και εξαιρετικό ποίημά του «Ηχήστε, οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,/ δονήστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως πέρα…/ Βογκήστε, τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές/ σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!   Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό….» πάνω στο κιβούρι του νεκρού Κωστή Παλαμά στο πρώτο νεκροταφείο 28/2/1943 το οποίο στάθηκε η αφορμή  για τους παρευρισκόμενους στο ξόδι του Εθνικού Ποιητή να εκδηλώσουν τα αντιφασιστικά τους αγωνιστικά συνθήματα ενάντια στους Γερμανούς κατακτητές και εισβολείς. Ένας έντονος παλλαϊκός αγωνιστικός παλμός αντιστασιακής ομαδικής φωνής αλαλαγμός (του Ελληνικού Λαού) ενάντια στον κοινό εχθρό ψάλλοντας τον Εθνικό Ύμνο. Η τύχη το έφερε, χρόνια αργότερα, από τον ασπρόμαυρο τηλεοπτικό φακό να παρακολουθήσω σκηνές και εικόνες της κηδείας του νομπελίστα μας ποιητή Γιώργου Σεφέρη την περίοδο της χούντας. Να ακούσω έστω και κατ΄ ελάχιστο τις αντιστασιακές φωνές των ελλήνων που συνόδευαν το νεκρό του νομπελίστα μας ποιητή. Ο Άγγελος Σικελιανός εκφώνησε πριν την κηδεία του Κωστή Παλαμά και τον επικήδειο του ποιητή Μιλτιάδη Μαλακάση, και του ηθογράφου πεζογράφου Γιάννη Βλαχογιάννη ως πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών που έφυγαν κοντά-κοντά. Το ποίημα με τίτλο «ΠΑΛΑΜΑΣ» ανήκει στην ενότητα «ΝΕΚΥΑ Β΄ (1930-1945), σελίδες 21-22 και περιλαμβάνεται στον Ε΄ τόμο του εξάτομου έργου του «Λυρικός Βίος», εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, Νοέμβριος 1968 (α΄ έκδοση 1947).

     Ο επτανήσιος, κάπως μεγαλόστομος ποιητής (ορισμένες φορές ας μας επιτραπεί η έκφραση ακούγεται κάπως πομπώδης ο λόγος του, λες και «συναγωνίζεται» τον παλαιό φίλο και συν αθλητή του στα γράμματα και στις θεολογικές και φιλοσοφικές τους αναζητήσεις Νίκο Καζαντζάκη) υπήρξε σταθερός, υποστηρικτικός του ποιητή Κωστή Παλαμά και της ποίησής του. Έγγραψε και έδωσε ομιλίες για το έργο του, υπήρξαν σταθερές και άρρηκτες οι διαπροσωπικές φιλικές σχέσεις του Άγγελου Σικελιανού με την οικογένεια του Κωστή Παλαμά. Αγνές και διαρκείς οι προτιμήσεις της κόρης του εθνικού μας, λαοπρόβλητου ποιητή Παλαμά, της Ναυσικάς προς το πρόσωπο και την παρουσία του Άγγελου Σικελιανού. Φημολογείται ότι έμεινε ανύπαντρη για χάρη του. Ακόμα και στις μέρες μας, υπάρχουν σταθεροί και ακλόνητοι επαινετικοί μελετητές των ποιητικών και θεατρικών κληροδοτημάτων του Άγγελου Σικελιανού παρά τις δεκαετίες που πέρασαν από την απώλειά του. Η προσωπική του Μοίρα του «έπαιξε» άσχημο παιχνίδι, έφυγε σε ηλικία μόλις 67 ετών, το 1951, έξη χρόνια πριν τον θάνατο του συναθλητή του Νίκου Καζαντζάκη, το 1957, την ίδια δεκαετία. 

Ο ποιητικός λόγος του Άγγελου Σικελιανού δεν λησμονήθηκε, στις επόμενες δεκαετίες απόκτησε με την αξία του την υψηλή θέση του μέσα στον ελληνικό Παρνασσό της Ελληνικής Ποίησης. Ποιήματά του αγαπήθηκαν και μελοποιήθηκαν από έλληνες σπουδαίους εθνικούς μουσικοσυνθέτες όπως πχ. Ο Μίκης Θεοδωράκης ο οποίος μελοποίησε το «Πνευματικό Εμβατήριο», το ποίημα ανήκει στην ίδια ποιητική ενότητα με τίτλο «ΕΠΙΝΙΚΟΙ Β΄ (1940- 1946), στην οποία συμπεριλαμβάνεται και ο «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ», βλέπε σ. 171 του Ε΄ τόμου του «Λυρικού Βίου». Μια ποίηση πολύπλευρη με πολλά θεματικά και νοηματικά «πατώματα», αρχαιοελληνικές φιλοσοφικές και οντολογικές προσμείξεις, Ορφικά και Διονυσιακά μυστήρια, υφασμένα με τα αντίστοιχα χριστιανικά μυστήρια και λατρευτικούς συμβολισμούς. Πρόσωπα-θεοί του αρχαίου δράματος συναντώνται, ταυτίζονται, συγχωνεύονται με εκείνα της χριστιανικής θρησκείας και λαϊκής παράδοσης. «Ευοί κ’ Ευάν» ώσμε τα πέρατα της Οικουμένης!», «της ίδιας γης που τηνε λέμε Ελλάδα,/ και Παναγιά, και Δήμητρα΄», «… γλυκό μου βρέφος, Διόνυσε μας και Χριστέ μας!», και αλλού «Γλυκό μου βρέφος, Διόνυσε μου και Χριστέ μου’/ Τιτάνας νέος κι αν ήρτες σήμερα στον κόσμο…», Και ο μύστης ποιητή στο μεσιανό κατάρτι να αγναντεύει την Ιστορία της ανθρωπότητας σαν «Πρωτέας», σαν αναμμένος πάντα «Δαυλός της Ιστορίας Σου, έκραξα, είμαι…» Της διαχρονικής ιστορίας του Ελληνισμού, της παράδοσής του, της Ελλάδας ολάκερης μέσα στον χρόνο ταξιδεύτριας δημιουργώντας τα πρόσωπα του Μύθου της, τα προσωπεία της παραμυθίας της σαν κληρονομιά της ανθρωπότητας. Ο μυστικός Ηράκλειτος και η «αρμονία» του συνδέεται με τον ευαγγελιστή Ιωάννη της χριστιανικής Πάτμου. Η Γέννηση του θεού Διονύσου ταυτίζεται με την θαυματουργή γέννηση «του παιδίον νέον». Κοινές πολύχυμες ρίζες τροφοδοτούν τα δύο σκέλη της Ελληνικής παράδοσης, είναι οι πυλώνες της ιστορίας της. Η «Άμπελος ταύτη» που πρίν «φυτέψει η δεξιά σου», είχε φυτευθεί και ήταν το καρποφόρο δέντρο του θεού Διονύσου. Σύμβολα κοινά, αλληγορίες κοινής λατρευτικής πίστης και δοξασιών. Ταυτίσεις μυστικών οραμάτων, ευαγγελισμοί πέρα από τον περιορισμό του ιστορικού χρόνου. Αποκαλύψεις της γεννημένης στους μηρούς θεολογία με προσδοκίες χαράς μεγάλης φτωχού και γυμνού παιδίου μέσα στην φάτνη. Ο νέος Διγενής προτάσσει τα στήθια του στον Χάρο, άφοβα, τολμηρά, ελεύθερα, παραδειγματικά, δοξαστικά, υμνητικά. Εμβατήρια ποιήματα σύγχρονοι Πινδαρικοί Επίνικοι. Υψηλόφρονη φωνή και γραφή αυτού του «συνέστιου των θεών» ποιητή. Δανείζομαι το αρχαίο των ποιητών ελληνικό επίθετο από το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού στον επτανήσιο αγνώστης μορφής ποιητή Ανδρέα Κάλβο. 

«Ώ του Πινδάρου σύνθρονος ψυχή/ συνέστιε των θεών,/ Ανδρέα Κάλβε/ από τη σφαίρα της καρτερίας Σου,/ όθε/ σαν αετός αιώνια ολόκληρο εποπτεύεις/ τα Ελληνικά τα βάραθρα,/ κατέβα’/ κατέβα χαμηλότερα σ’ εμάς, ωσότου/ των φτέρουγών Σου των Πηγάσειων κάν ακούσουμε το ρόμβον,/ ή όσο μόλις/ της χρησμοδότισσας φωνής Σου ν’ αντηχήσει/ η θεία κλαγγή/ στα βάθη των ψυχών μας!». 

Αυτός είναι ο αιώνιος  χρησμοδότης Άγγελος Σικελιανός, «Θεία κλαγγή» η φωνή του. Όρθος παρρησίας ο λόγος του, λόγος Ελληνικός, ελεύθερος, μυστικός, λόγος καρδιάς και του νου μαζί φυσικά κυλώντας μέσα στο Ελληνικό Σώμα. Το Σώμα μιάς εορταστικής ομορφιάς του Ελληνισμού ριζώματα και καρποφόροι κλώνοι. Η νύχτα της μεγάλης παρασκευής, το φώς του μεγάλου σαββάτου, το πασχάλιο κοινό τραπέζι του μελιζόμενου θεού Διονύσου μηδέποτε του Χριστού το Σώμα δαπανώμενου.  Όλες οι ποιητικές παραθέσεις και οι στίχοι προέρχονται από τον «Λυρικό Βίο» τόμο Ε΄.

Το ποίημα «Ιερά Οδός», του «Οσίου Λουκά το Μοναστήρι», «Μήτηρ Θεού» ήταν τα πιο γνωστά μας στις αναγνωστικές μας σχολικές αίθουσες διδασκαλίας από ορισμένες εξαιρέσεις καθηγητών φωνές. Καθώς τα χρόνια- χελιδόνια περνούσανε δίχως να το καταλάβουμε (μάλιστα μέσα στην άγνοια της ζωής το ευχόμασταν, δίχως να γνωρίζουμε τι μας περιμένει. «Να δεις τί σου έχω για μετά» λέει ένας άλλος στίχος τραγουδιού), η σταθερή αναγνωστική μας προτίμηση για το παλαιό λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία» άρχισε να συμπληρώνει τα μεγάλα κενά της γνωριμίας μας με την ποιητική φωνή του Άγγελου Σικελιανού μέσω των αφιερωμάτων των σελίδων της. Έστω και αν η ζυγαριά των ενδιαφερόντων μας-για διαφορετικούς και ανεξάρτητους της ιδιοσυγκρασίας μας λόγους- έγερνε προς την μεριά του ποιητή Κωστή Παλαμά, του Οδυσσέα Ελύτη, του Κώστα Καρυωτάκη και φυσικά του Αλεξανδρινού Κωνσταντίνου Π. Καβάφη. Όταν δε, αρχίσαμε να αγοράζουμε σταδιακά τους τόμους των «Απάντων του» «Λυρικός Βίος» και «Θυμέλη», σε φιλολογική επιμέλεια του κυρού καθηγητή Γιώργου Π. Σαββίδη από τις καλές και προσεγμένες εκδόσεις «Ίκαρος» μετά την μεταπολίτευση, διαβάσαμε την Αλληλογραφία του και γνωρίσαμε από κοντά αυτήν την γλυκειά παρουσία της δεύτερης συζύγου του της Άννας Σικελιανού, άρχισαν να ανοίγονται οι ορίζοντες των Σικελιανικών αναγνώσεών μας και ενδιαφερόντων. Μελετώντας την πλούσια αρθρογραφία και κειμενογραφία για τον ποιητή, -η πρώτη Βιβλιογραφία του συντάχθηκε από τον Παλαμιστή Γιώργο Κατσίμπαλη και το «Συμπλήρωμά της» στις τελευταίες σελίδες του Αφιερωματικού τεύχους της «Νέας Εστίας» τεύχος 611/Χριστούγεννα 1952, τόμος ΝΒ΄, (ανατύπωση) μας φανερώνουν το αμείωτο ενδιαφέρον των φιλαναγνωστών και του ποιητικού κοινού των φιλολόγων για την ποίηση το όραμα και την φιλοσοφία του Άγγελου Σικελιανού. Ορισμένοι από τους μελετητές του μάλιστα, δημιουργούν μία νοερή ποιητική γραμμή στην ελληνική παράδοση, αρχινώντας από τον Διονύσιο Σολωμό, περνώντας απευθείας στον Κωστή Παλαμά και κλείνοντας την συνέχεια στο έργο του Σικελιανού. Θεωρώντας ως τους μέγιστους αυτούς έλληνες ποιητές ως τους μόνους άξιους εκπροσώπους μας. Άλλοι, σύγχρονοί μας, είναι ακόμα πιο τολμηροί και ριψοκίνδυνοι, θεωρούν ότι ο Άγγελος Σικελιανός "έγραψε τα καλύτερα ποιήματα του Κωστή Παλαμά". Βλέπε ηλεκτρονικό αφιέρωμα του περιοδικού «Χάρτης» του ποιητή και επιμελητή εκδόσεων Δημήτρη Καλοκύρη. Υπερβαίνοντας ακόμα και την κρίση του λαλίστατου Ζήσιμου Λορεντζάτου, ο οποίος ενώ θεωρεί-τον Σικελιανό- μεγάλο ποιητή, το προσωπικό του Ανθολόγιο με στίχους του Άγγελου Σικελιανού που κυκλοφόρησε, είναι πολύ φειδωλό σε στίχους επιλεγμένων ποιημάτων του Επτανήσιου δημιουργού. Για να μην γράψουμε μεμονωμένων στίχων. Κάτι που πίκρανε μερίδα των φιλολογικών κύκλων της εποχής μας για τις ενδεχόμενες ποιητικές αναγνωστικές του «μεροληψίες» του σοφού γεροντάκου της Κηφισιάς. Μας παρουσιάζει μιά κατά την κρίση μας αμελητέα ποσότητα στίχων σε σχέση με τον αρκετά μεγάλο όγκο των ποιημάτων του Σικελιανού. Το Αφιέρωμα των «Τετραδίων Ευθύνης» νούμερο 11 του 1980 του ποιητή και εκδότη συγχωρεμένου Κώστα Τσιρόπουλου, όπως και άλλα περιοδικά αφιερώματα και ομιλίες που παρακολουθήσαμε, συνέδρια, συμπόσια (Πάτρας) κλπ., μας διαφώτισαν ακόμα περισσότερο πάνω στον Σικελιανό, παράλληλα με την εξακολουθητική ανάγνωση των ποιημάτων του. Την εμβάθυνση στην σκέψη του, την αναγνώριση της ποιότητας των ιδεών του, προσέχαμε ακόμα και την ίσως έντονη αρχαιοπληξία του. Τον σύγχρονο ελληνικό Μύθο που φιλοδοξούσε να οικοδομήσει ως πρόταση ζωής και αντίληψης των σύγχρονων Ελλήνων. Το σταθερό και συνεχές μάλιστα αυξανόμενο ενδιαφέρον μας για την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Θρησκεία, Μυθολογία, παρακολούθηση έργων της Αρχαίας Τραγωδίας και Φυσιολατρικής Φιλοσοφίας και Επιστήμης του Αρχαίου Κόσμου, (των χωρών και των πολιτισμών της Μεσογειακής λεκάνης) ενέτεινε την προσπάθειά μας ανακάλυψης νέων μονοπατιών ερμηνείας και προσέγγισης του έργου του. Ένας σύγχρονος προφήτης, περιπατητής θεός μέσα στην αφιλόξενη πρωτεύουσα, εν καιρώ πολέμου και κατοχής, να περιμένει στην σειρά για να πάρει το συσσίτιο του από τις οργανώσεις πρόνοιας. Η πεζογράφος Έλλη Αλεξίου στο βιβλίο της «Υπό εχεμύθεια» μας δίνει μία χαρακτηριστική εικόνα του πεινασμένου Σικελιανού στην ουρά των συσσιτίων. Από την άλλη, η σταθερή μελετήτριά του Ρίτσα Φράγκου-Κικίλια, μας μυεί με τα κείμενά της στις «βαθμίδες μύησης» του Άγγελου Σικελιανού, στο βιβλίο της των εκδόσεων Πατάκη. 6η έκδοση, Αθήνα 2011.

      Η παρουσία του Άγγελου Σικελιανού και της βροντόλαλης φωνής του, ήταν για μεγάλα χρονικά διαστήματα τυλιγμένη σε έναν θρύλο, σε ένα «κουκούλι» πνευματικών και καλλιτεχνικών προτιμήσεων μιάς «ιδιαίτερης» εξέτασης και σπουδής πάνω στην ελληνική αρχαία εθνική παράδοση, στα ζώντα και ενεργά στοιχεία και πολιτιστικές ιδιομορφίες που συναπαρτίζουν την γενική εικόνα αυτού που ονομάζουμε Ελληνικότητα. Σίγουρα, η συνένωση των θρησκευτικών και θεολογικών, μυθολογικών εκείνων στοιχείων και προταγμάτων, λαϊκών συνηθειών ζωής ημών των Ελλήνων στην ιστορική μας διαδρομή με τα μεταγενέστερα αθροίσματα της χριστιανικής μονοθεϊστικής μεταφυσικής αντίληψης και εξαγγελιών κοσμολογίας (βλέπε Εξαήμερος του Μεγάλου Βασιλείου) της νέας Ζωής, δεν συναντάται μόνο στο έργο του ποιητή-προφήτη Άγγελου Σικελιανού, σημαντικές άλλες ποιητικές φωνές ασχολήθηκαν και προβληματίστηκαν πάνω στα θέματα αυτά. Οι Παρουσίες του Θεού του φωτός Απόλλωνος, του τριφηλού Θεού Διονύσου, της χθόνιας Περσεφόνης και άλλων αρχαίων Εθνικών Θεών, του παντοκράτορος Δία, της σοφής του θεού σοφίας Αθηνά- Παναγιά, ήσαν ακόμα ζωντανές στις συνειδήσεις των Χριστιανών πλέων Ελλήνων. Τα πρόσωπα των αρχαίων Θεών συγχωνεύτηκαν με αυτό του Χριστού και άλλων Μαρτύρων του χριστιανικού μαρτυρολόγιου και εορτολογίου. Το πάνθεον το θρησκευτικό κοινό, οι συμβολισμοί και οι ερμηνείες τους άλλαξαν όχι πάντα ομαλά και ισορροπημένα, αρμονικά.  Είτε η λόγια ποιητική παράδοση είτε η δημώδη, η λαϊκή, έχει να μας προσφέρει αρκετά ονόματα, έργα και παραδείγματα ελλήνων δημιουργών. Είναι το ζήτημα περί ταυτότητας το οποίο κατά διαστήματα επανέρχεται στην επιφάνεια του χρόνου ανάλογα με τις πολιτικές μάλλον ανάγκες της επίσημης ελλαδικής πολιτείας και κρατικής ιδεολογικής πρόθεσης και σκοπών στο προσκήνιο του ιστορικού σκηνικού και ίσως των εκκλησιαστικών παραγόντων. Ορισμένοι σύγχρονοι και μοντέρνοι λόγιοι, μάλλον «καγχάζουν» για αυτές τις ιστορικές μας αναζητήσεις, ταυτοτικές  προθέσεις της φυλής μας. Άρα, ο πανέμορφος αυτός Έλληνας ποιητής (η περίπτωσή του δεν χρειάζεται την συνηγορία του ποιητή Νίκου Εγγονόπουλου, ο οποίος και αυτός με το έργο του «Μπολιβάρ» και, ο  Νίκος Γκάτσος με την «Αμοργό» εμφανίστηκαν την ίδια περίοδο με τον Άγγελο Σικελιανό) υπήρξε ένας σταθμός-σημαντικός σίγουρα-της εποχής του σταθμός, ο οποίος ονειρεύτηκε να διαδραματίσει τον ρόλο-ένα είδος «ιεροφάντη» της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας των ελληνικών γραμμάτων και πολιτισμού. Ο οραματισμός του της επανασύστασης των παραστάσεων έργων της αρχαίας τραγωδίας, του ανεβάσματός της στα αρχαία θέατρα, της αναβίωσης της Δελφικής Ιδέας του πιστώνεται θαρραλέα και ενδόξως στα μεγάλα θετικά πνευματικά του επιτεύγματα και φιλόδοξες καταθέσεις. Δεν είναι καθόλου τυχαίοι οι τίτλοι των έργων του κάτω από τον γενική ονομασία «Λυρικός Βίος» και «Θυμέλη». Σήμερα θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε με περισσότερη βεβαιότητα σε ποιό βαθμό και ποιους μεταγενέστερους ποιητές και άλλους δημιουργούς επηρέασε η φωνή και ο λόγος του, το νόημα των στίχων του, το μήνυμα της ποίησής του. Μπορούμε με ασφάλεια μάλλον, να σημειώσουμε, να διακρίνουμε, ποιοί ποιητές φέρουν μέσα στο ποιητικό τους σώμα θραύσματα ή υφολογικά ψήγματα της φωνής και της φιλοσοφίας του Άγγελου Σικελιανού. Ποιοι στίχοι του αδέσποτοι λειτουργούν ως ρήσεις, ως προμετωπίδες σε ποιητικές συνθέσεις σύγχρονων νέων ποιητών. Ποιες οι ουσιαστικές και δημιουργικές αφιερώσεις και μνημονεύσεις του/ τους. Ενός ποιητή ο οποίος μπορεί να μην έφτασε την φήμη του γενάρχη της Ελληνικής ποίησης Διονυσίου Σολωμού ή έστω της αγνώστου μορφής Ανδρέα Κάλβου, ξεπέρασε όμως την ποιητική φωνή του μακρινού συγγενή του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη (από το σόϊ της μητέρας του) και άλλων Επτανήσιων σημαντικών ποιητικών φωνών. Τα ποιήματα και η γλώσσα του Άγγελου Σικελιανού, θα επιβεβαιώναμε ανεπιφύλακτα, ότι δεν συγκαταλέγονται στην παλαιά παράδοση της ιστορίας της ελληνικής γραμματείας, μπορεί με βιολογικούς όρους να ανήκει σε ποιητικές γενιές άλλων εποχών όμως η Ορφική του παρουσία δρασκελίζει τις συμβατικές των κριτικών κατηγοριοποιήσεις. Πραγματώνει μια άλλη ποιητική μας πραγματικότητα και διευρύνει καθώς την επεξεργάζεται τα σύνορα της δημοτικής γλώσσας, μιάς δημοτικής έκφρασης με πλούσια ρεύματα λυρισμού, εσωτερικής ρυθμολογίας, ηχητικής απόλαυσης. Ελάχιστες οι άγνωστές μας λέξεις παρά την ευρεία εικονοποιία του. Το ποιητικό του υφαντό έστω και αν ξηλωθεί παραμένει η δημοτική του μαγεία και άλλων λαϊκών συμβόλων προσλήψεις. Μια πολύχρωμη ποίηση γνωστών μας και οικείων μυστικών ψιθυρισμάτων της ελληνικής παράδοσης. Ένας θεολογικός και μυθικός παφλασμός ήχων που σελαγίζουν δίπλα μας, μας ταξιδεύουν σε μέρη γνωστά έστω και απάτητα.  Και, ούτε είναι τυχαία, η καλή και θεμιτή επιθυμία του  Άγγελου Σικελιανού να θεωρεί τον ποιητικό του εαυτό ισάξιο, ομοτράπεζο συνομιλητή του λυρικού άγγλου ποιητή Τζων Κιτς ή του γερμανού ρομαντικού Φρήντριχ Χαίλντερλιν, ή του Ράινερ Μαρία- Ρίλκε που αγαπούσε, και άλλων σημαντικών ποιητικών προσωπικοτήτων της ευρωπαϊκής παράδοσης. Γαλλικής, Αγγλικής, Γερμανικής. Η περίπτωση του Άγγελου Σικελιανού είναι παγκόσμια, δεν είναι ο πνευματικός κομπασμός ενός έλληνα φίλαυτου δημιουργού, ενός έλληνα ποιητή των βαλκανίων εγκλωβισμένου στον προσωπικό του μύθο, αλλά η άσπιλη μυστηριακή αλήθεια μιάς πάσχουσας και διαρκώς ανήσυχης ελληνικής ψυχής και συνείδησης που επιζητά να διευρύνει τα όρια της, να ενώσει τα σπασμένα διάσπαρτα κομμάτια παζλ της ιστορίας του Ελληνισμού σε ένα ενιαίο καθολικό οικουμενικό όλο. Και αυτό πώς επιτυγχάνεται, επιτυγχάνεται μόνο με την δημιουργία, την οικοδόμηση καινούργιων θεολογικών και μεταφυσικών Μύθων και Συμβόλων με την μαγιά των παλαιών. Μύθων με την έννοια της ανθρώπινης παραμυθίας, παρηγοριάς, ελέους, καταλλαγής, ανεύρεση της δικαιοσύνης και της ελευθερίας, συνεκτικών δεσμών του κοινωνικού σώματος, των μελών του, που παραμένουν αναλλοίωτοι στον χρόνο και μέσα στην ιστορία, την διαμορφώνουν και δεν αλλοιώνονται από αυτήν.  Έχει τέτοιο εύρος και βάθος (σταυροαναστάσιμο) το οραματικό πάθος του ποιητή Άγγελου Σικελιανού, ο διαρκώς ανανεωμένος στοχασμός του που, υπερβαίνει και την εποχή του και τον ρόλο που θέλησε να ενστερνιστεί ως σύγχρονος προφήτης της χώρας του, της πληγωμένης Ελλάδος, τοξεύει στο αναγνωστικό μέλλον με τόλμη και θάρρος απαράμιλλο με στόχο το ουράνιο Φως δηλαδή το παγκόσμιο Πνεύμα.

     Το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ  ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ» προέρχεται από την σύνθεση «Επίνικοι Β΄» (1940-1946). Περιλαμβάνεται στον τόμο Άγγελος Σικελιανός, «Λυρικός Βίος», τόμος Ε΄, ΛΥΡΙΚΑ (σειρά δεύτερη), φιλολογική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη,  σελίδες 144-147, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 11, 1968, σελίδες 182, δραχμές 200. (πρώτη συγκεντρωτική έκδοση 1947. Πρώτη τυποποιημένη έκδοση 1951, 1968). Η σύνθεση αποτελείται από 104 στίχους οι οποίοι διασκορπίζονται σε 5 ανομοιογενείς αριθμητικά στροφές. Το ποίημα ακολουθεί το πολυτονικό σύστημα της εποχής και την συντακτική γλωσσική ορθογραφία. Στην δική μου μεταφορά αντέγραψα την σύνθεση από το παλαιό περιοδικό Φιλολογικά Χρονικά όπως το διαβάζουμε, διορθώνοντας ελάχιστα εξόφθαλμα τυπογραφικά λαθάκια. Και λόγω υπολογιστή στο μονοτονικό.

          Ο «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ», ανήκει στην ποιητική σύνθεση που έγραψε ο προφήτης, μύστης- ποιητής Άγγελος Σικελιανός τα χρόνια της Κατοχής. Το 1942 κυκλοφόρησαν κρυφά, λαθραία όπως μας λέει και ο ίδιος,- από χέρι σε χέρι- τα χειρόγραφα αντίγραφα. Η όψιμη εξαιρετική αυτή ποιητική κατάθεση του Ορφικού ποιητή φέρει τον τίτλο «Ακριτικά» και επενδύεται με τις σημαντικές, θεσπέσιες ξυλογραφίες του Σπύρου Βασιλείου, του μπάρμπα Σπύρου. Η εμπνευσμένη αυτή σειρά των πέντε ποιημάτων, τα οποία όταν τα διαβάζεις έχεις την αίσθηση ότι ευωδιάζουν ακόμα και σήμερα σαν πανάρχαια λουλούδια, της ελληνικής αρχαιότητας γεράνια, περιλαμβάνει τους εξής τίτλους: «Στυγός όρκος», «Άγραφον», «Διόνυσος επί λίκνω», «Σόλωνος Απόλογος» και «Ελληνικός Νεκρόδειπνος». Τα «Ακριτικά», σε μετάφραση στη γαλλική γλώσσα από τον Οκτάβιο Μερλιέ (διευθυντή τότε του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών) εκδίδονται το 1944 στο Aurillac. Επίσης, ανατυπώνονται-στην χειρόγραφη μορφή τους-το 1943 στην Αλεξάνδρεια, ο πρόλογος ήταν των εκδοτών, αλλά γραμμένος από τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη ο οποίος βρίσκονταν εκείνη την περίοδο στο Κάϊρο. Την ίδια χρονιά σε δίγλωσση έκδοση (ελληνικά-γαλλικά) σε μετάφραση και εισαγωγή του Robert Levesque, κυκλοφορεί και το ποίημά του «Μήτηρ Θεού» από τις εκδόσεις «Άλφα» του Ι. Σκαζίκη. Το ποίημα «Μήτηρ Θεού» και «Μελέτη Θανάτου» το διαβάζουμε στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Γράμματα». Να υπενθυμίσουμε ότι τον «Λυρικό Βίο» το 1940 διαπραγματεύονταν ο Άγγελος Σικελιανός να τον κυκλοφορήσει από τον εκδοτικό οίκο «Πυρσός», αλλά η συμφωνία δεν είχε θετικό, αίσιο τέλος, και η συμφωνία ακυρώνεται. Το καλοκαίρι του 1940 ο Σικελιανός έρχεται σε συμφωνία με τον εκδοτικό οίκο του Κώστα Γκοβόστη να εκδοθεί ο «Λυρικός Βίος», ενώ όμως έχουν επιλεγεί τα τυπογραφικά στοιχεία που θα τυπωθεί και έχει βρεθεί και το χαρτί, η έκδοση αναβάλλεται, ματαιώνεται, εξαιτίας της κήρυξης του Πολέμου, και το χαρτί πωλείται με την οκά. Αντιγράφουμε από την σελίδα 219 του αφιερώματος της «Νέας Εστίας» της Συμπληρωματικής Βιβλιογραφίας του Σικελιανού. Β΄ ενότητα «Σε μετάφραση» 1. Ποιήματα

λήμμα 1374: -3. Collection de I’ Institut Francais d’ Athenes 3, Octave Merlier. Le Serment sur le Slyx. Cinq poems de Sikelianos (1941-1942) Bois de Spyro Vassiliou. Icaros. 1946. <Acheve d’ imprimer au Phalere ce 18 Decembre 1946 sur les presses de Stephanos Taroussopoulos>. 22.5X 17.5, p.61. 

Λήμμα 1375.-  Poems d’ Angelos Sikelianos. Traduction de Robert Levesque. LUF. [Librairie Universelle de France] EGLOFF. Paris <Acheves d’ imprimer le 10 Mai 1947>. 18.5X12, p. 238. Στις σελ. 7-14. Εισαγωγή του Robert Levesque. Στις σελ. 15-28 μετάφραση κομματιών από τον «Αλαφροϊσκιωτο», με εισαγωγικό σημείωμα. Στις σελ. 31-40 μεταφρ. Των ποιημάτων: «Παντάρκης», «Ο Ύπνος του Μιστράλ», «Σπάρτη», «Αναδυομένη», «Η Παναγιά της Σπάρτης». Στις σελίδες 41- 162 μετάφραση κομματιών από τον Πρόλογο στη Ζωή» με εισαγ. Σημείωμα. Στις σελ. 163- 208 μετάφραση ολόκληρης της «Μητέρας Θεού» με την εισαγωγή του αριθ. 44. Στις σελ. 209-217 μετάφρ. Των ποιημάτων «Άγραφον» και «Σόλωνος Απόλογος». Στις σελ. 219-235 μετάφραση του ποιήματος «Μέγιστον Μάθημα» με εισαγωγικό σημείωμα.

          Ο «ΛΥΡΙΚΟΣ ΒΙΟΣ» αποτελείται από 6 τόμος. Κάθε τόμος περιέχει τις αντίστοιχες ενότητες ποιητικών συνθέσεων.

 –Α τόμος: Πρόλογος του Ποιητή- Αλαφροϊσκιωτος- Ραψωδίες του Ιουνίου.

- Β΄ τόμος: Λυρικά Ι (Δελφικός Ύμνος- Επίνικοι, α΄ -Νέκυα, α΄- Σονέτα- Αφροδίτης Ουρανίας).

- Γ΄ τόμος: Πρόλογος στη Ζωή (Η Συνείδηση της Γης μου- Η Συνείδηση της Φυλής μου-Η Συνείδηση της Γυναίκας.- Η Συνείδηση της Πίστης.- Η Συνείδηση της Προσωπικής Δημιουργίας.

- Δ΄ τόμος: Μήτηρ Θεού- Πάσχα των Ελλήνων- Δελφικός Λόγος.

- Ε΄ τόμος: Λυρικά ΙΙ (Νέκυα, β΄- Ορφικά- Ίμεροι- Επίνικοι, β΄).

- ΣΤ΄ τόμος: Άγνωστα και ανέκδοτα ποιήματα- Σημειώσεις, Γλωσσάρι, Ευρετήρια.

          Ο Ε΄ τόμος περιλαμβάνει τις εξής ενότητες με τα ποιήματα:

ΝΕΚΥΑ Β΄ (1930-1945).-Στη Μαρία Πολυδούρη- Ιωάννης Συκουτρής- Μνημόσυνο Παπαδιαμάντη-Μακρυγιάννης- Μαλακάσης- Παλαμάς- Βλαχογιάννης- Ανδρέας Κάλβος.

ΟΡΦΙΚΑ –Ο χορός του Πινδάρου- Το βρέφος- Δαίδαλος- Η Αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο (μαθητή του Βούδα)- Ιερά Οδός- Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι- Haute actualite- Αττικό.

ΙΜΕΡΟΙ- «Το μέγα τούτο το λαιμόν από μαργαριτάρια….»- Ύμνος στον Εωσφόρο το άστρο –Στο έρμο χωράφι εκεί στη Σαλαμίνα- Φθινόπωρο 1936- Carmen occultum –Γράμματα -  I, II, III, IV –Αφαία- Τα περιστέρια- Η κορφή του Νισύρου- Λιλίθ- Μελέτη θανάτου – Μέγιστον μάθημα.

ΕΠΙΝΙΚΟΙ Β΄ (1940-1946)- Δεκαπενταύγουστο του 1940 –Το πανανθρώπινο εμβατήριο της Ελλάδας –Στρατιώτες του μετώπου- Κλεισούρα- «Πρωτέας»- Γράμμα από το μέτωπο. –Στυγός όρκος- Ελληνικός νεκρόδειπνος –Άγραφον –Διόνυσος επί λίκνω – Σόλωνος απόλογος –Ανάσταση –Το μήνυμά της –Ελευθερία του 1944 -25 Μαρτίου 1821 -25 Μαρτίου 1946. –Ελεύτερα Δωδεκάνησα –Η Αντίσταση- Πνευματικό Εμβατήριο.       

     Το δεύτερο σκέλος του τίτλου του ποιήματος «Ελληνικός Νεκρόδειπνος», ανακαλεί στην μνήμη μας την ποιητική σύνθεση του Τάκη Σινόπουλου, «Νεκρόδειπνος», Αθήνα 1972. Βλέπε Τ. Σινόπουλου, «Συλλογή ΙΙ. 1960-1980 εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1997, σελ. 73-78.

         Το ποίημα «Ελληνικός νεκρόδειπνος» όπως και οι άλλες ποιητικές μονάδες που συναπαρτίζουν την ενότητα με γενικό τίτλο «Επίνικοι Β΄» (1940-1946), είναι μικροί ολιγόστιχοι ή μη σύγχρονοι παιάνες έχοντας το υψιπετές ύφος των ύμνων του αρχαίου Πινδάρου. Όπως δηλώνουν και οι χρονολογικές ημερομηνίες τους μέσα σε παρένθεση, σπουδάζουν και αναφέρονται στα πολεμικά γεγονότα της Κατοχής και του Πολέμου, τις αγωνιστικές θριαμβικές νίκες του ελληνικού λαού και αγγίζουν και τις μέρες του εμφύλιου σπαραγμού. Η φωνή του Άγγελου Σικελιανού δεν είναι διδακτική, είναι προτρεπτική, συμφιλιωτική των παθών του εμφύλιου μίσους και παθών. Γράφει: 

«Άχ, πώς το πάθαν τούτο τα παιδιά μας;/ Αδέρφια να σκοτώνουνε τ’ αδέρφια!.../ Τα παιδιά μου να σφάζουν τα παιδιά μου!». 

Ο στίχος επαναλαμβάνεται δύο φορές στο ποίημα «Το μήνυμά της». Ο ποιητής λειτουργεί σαν σοφός πατέρας, σαν πολύπειρος παππούς που προτρέπει τα εγγόνια του να σταματήσουν τις έχθρες και τα μίση, να μονιάσουν για την Ελλάδα. Γράφει ποιήματα για την απελευθέρωση των Δωδεκανήσων, ενώνει και συνδέει ελληνικές επαναστατικές περιόδους δες το ποίημα «21 Μαρτίου 1821- Μαρτίου 1946» είναι η συνέχεια του Παλαμικού προτρεπτικού στίχου: «Μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του ‘21». Με αγωνιστικό παλμό εμψυχώνει τις αστείρευτες ψυχικές δυνάμεις του ελληνικού λαού στο ποίημα «Ανάσταση». 

«Τα χελιδόνια του θανάτου, Σου μηνάν μιάν άνοιξη/ καινούργια, Ελλάδα, κι απ’ τον τάφο Σου γιγάντια γέννα./ Μάταια βιγλίζει των Ρωμαίων η κουστωδία τριγύρα Σου./ Ακόμα λίγο κι ανασταίνεσαι σε νέο Εικοσιένα!». 

Ενώ η σύνθεση «ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΕΠΙ ΛΙΚΝΩ» αν και σε πρώτη ματιά φαντάζει κάπως «παράταιρο» μέσα στο ποιητικό αγωνιστικό της ελευθερίας κλίμα των άλλων ποιητικών μονάδων, είναι από τα πιο μεστά και ώριμα ποιήματα του Άγγελου Σικελιανού. Αποτυπώνουν με τον πλέον καλύτερο και απροκάλυπτο τρόπο τον οραματισμό και την φιλοσοφία του μύστη ποιητή. Τι συγκίνηση προκαλεί η ανάγνωση του ποιήματος «Γράμμα από το μέτωπο», ενώ το ποίημά του «ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΟΥ 1940» Είναι ένας πανανθρώπινος ύμνος προσευχή στην «Ω Εσύ των Ουρανών η πλατυτέρα, / που αγκάλιασες τα έθνη και τους λαούς,/ των λαών και των εθνών η θεία Μητέρα,/ π’ όλους της γης ξεχείλισες τους ναούς…..» Ένα εμβατήριο πανανθρώπινης ανθρωπιάς. Δοξαστικός λόγος προς τους Έλληνες είναι και «Το πανανθρώπινο εμβατήριο της Ελλάδας» σαν τους εμψυχωτικούς στίχους των τραγουδιών του πειραιώτη Μίμη Τραϊφόρου.

      «Η Ελλάδα θε να γυρίσει να βρει την Ελλάδα!» λέει στίχος του, αυτός είναι ο λόγος και η φιλοσοφία του ποιητή Άγγελου Σικελιανού, για την πατρίδα του. Μια Ελλάδα που μπορεί να στηριχθεί με υπερηφάνεια και δόξα στις δικές της αστείρευτες δυνάμεις και αντοχές, όπως γνώριζε πάντα από αρχαιοτάτων χρόνων να πράττει στις δύσκολες και σκοτεινές στιγμές της.

          Τα ποιήματα του Άγγελου Σικελιανού, στην ολιστική τους εξέταση, ανήκουν στην παράδοση της εποχής του, των ερωτημάτων και των διλημμάτων που εκφράζει ο ποιητικός και πεζογραφικός λόγος ελλήνων στοχαστών και διανοητών όπως του Περικλή Γιαννόπουλου, του Ίωνα Δραγούμη, του Νίκου Καζαντζάκη, της Μακρυγιαννικής και Παπαδιαμαντικής παράδοσης περί Ελληνισμού. Ο λόγος του, δεν έχει την απολυτότητα του Νίκου Καζαντζάκη, ούτε την κάπως θολούρα των θέσεων του Περικλή Γιαννόπουλου, έχει την ελληνοκεντρικότητα του Ίωνα Δραγούμη και την ατμόσφαιρα της «ειδωλολατρικής» ματιάς του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, δίχως τα ερωτικά της ματιάς του στίγματα. Διακατέχεται από το Χρέος του Διονυσίου Σολωμού και μέσω της Καλβικής ποίησης πάει πίσω στον αρχαίο Πίνδαρο, ενώ ο σκοτεινός θείος Ηράκλειτος του δίνει την νοηματική αρμονία που χρειάζεται στην επιθυμία του ένωσης της Ορφικής όψης της Ελλάδας με την αναστάσιμη του Χριστού. Στον Άγγελο Σικελιανό όπως και στον Κωστή Παλαμά, τον Γιώργο Σεφέρη και ορισμένους άλλους νεότερους ποιητές ο Ελληνικός Κόσμος δεν είναι διχασμένος, δεν τέμνεται με διαφορετικής φιλοσοφικής και θεολογικής θέασης μυστηριακές γραμμές, για τον Άγγελο Σικελιανό το Ελληνικό σύμπαν είναι ενιαίο, ακέραιο, μέσα στην πανσπερμία των φανερώσεών του, των εκδηλώσεών του, των μυστικών του αποκαλύψεων. Ο ιστός του Ελληνισμού είναι ενιαίος, πανάρχαιος και ταυτόχρονα σύγχρονος, στο καθρέφτισμά του στον Χρόνο και την Ιστορία. Η θέση αυτή, δεν ενέχει κανένα μόρφωμα «εθνικισμού» ή άκαιρης «πατριδολατρίας» επικίνδυνης στους νέους ιστορικούς καιρούς της παγκοσμιοποίησης και της αντίληψης της πολυδιασπαμένης ανθρωπότητας ως ένα παγκόσμιο χωριό. Ο λόγος και το μήνυμα του Άγγελου Σικελιανού είναι οι μυστικοί απόηχοι μιάς ελληνικής παράδοσης που κλυδωνίζεται ανάμεσα στην Δύση και την Ανατολή, ανάμεσα στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, στον Διόνυσο και τον Ιησού, το εκούσιο πάθος και την παγκόσμιο λογική. Είναι η Ελλάδα-Παναγιά σύμφωνα με την δική του εξίσωση που σκέπει τα παιδιά της όπου και αν ανήκουν, όποιον θεό και αν δοξάζουν. Είναι το ενιαίο Σώμα του Ελληνισμού πέρα από φολκλορικές αστειότητες και της ιστορίας παρανοήσεις. Ο Σικελιανός, δεν περιπλανήθηκε κουραστικά όπως ο Νίκος Καζαντζάκης αναζητώντας κάτι που από την αρχή θεωρούσε μάταιο, χαμένο, ο ανέλπιδος λόγος και ίσως «μηδενιστικός» δεν ταίριαζε στην ψυχοσύνθεση του λυρικού Σικελιανού, ίσως, παράτολμα να τον αποκαλούσαμε του Έλληνα Υπερίωνα, ενθυμούμενοι όχι τόσο σε επιστολική μορφή έργο του γερμανού λυρικού Φρήντριχ Χαίλντερλιν όσο το πνεύμα της αρχαιολατρίας μέσα στο οποίο κινείται, και ας βρίσκονταν αυτή η αρχαία Ελλάδα και τα τοπία της που εικονογραφεί μέσα στην φαντασία του, ο Χαίλντερλιν δεν είχε ποτέ επισκεφτεί την χώρα μας. Ο Άγγελος Σικελιανός ζώντας και αναπνέοντας μέσα στο ελληνικό τοπίο της εποχής του και της παράδοσής του, θέλησε να αναβιώσει τους αρχαίους θεούς και μύθους όχι μάλλον μόνο σαν θεατρική τέχνη αλλά σαν βίωμα και τρόπο ζωής των νέων ελλήνων, όπως τον οραματίστηκε και η σύζυγός του Εύα Πάλμερ Σικελιανού. Οι Σικελιανοί οικοδόμησαν έναν Μύθο, και με αυτόν τον Μύθο ανατράφηκε μια γενιά και ενδέχεται περισσότερες Ελλήνων. Είναι αν θυμάμαι σωστά από τα Πλατωνικά παλαιά διαβάσματά μου, ο Ποιητής μυθοπλάστης και μυθοευρέτης παιδαγωγός.

    Όσο για την σύνθεση του ποιητή Τάκη Σινόπουλου, είναι ο δικός του, της γενιάς του Ελληνικός Νεκρόδειπνος. Μία συνεξέταση δεν θα ήταν άστοχη.

          Ας κλείσουμε αυτό το σημείωμα με ένα ερώτημα ενδέχεται όχι και τόσο άστοχο. Άραγε πόσοι από τους σύγχρονους Έλληνες και Ελληνίδες που διαβάζουν και γράφουν στα ελληνικά Ποίηση αναζητούν την Ποίηση, τον ποιητικό Μύθο που δημιούργησε ο Άγγελος Σικελιανός. Τι άραγε αναζητούν, τί περιμένουν από αυτόν, τι μπορεί, αν μπορεί, να τους προσφέρει ο λόγος του σε ένα τόσο διαφορετικό φυσικό περιβάλλον και χώρα; Γονιμοποιεί τις ιδέες και τα οράματά τους ο στοχασμός του, είναι πηγή έμπνευσης της δικής τους δημιουργίας; Και κάτι ακόμα πιο παράτολμο, θα μπορούσαμε να δούμε το έργο του Άγγελου Σικελιανού με την ματιά του ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου;

          Μια Ομορφάδα ο Ελληνισμός που ταξιδεύει στο χρόνο όπως το πρόσωπο του Άγγελου Σικελιανού.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2024

Των Εκείνων θάνατος και κρυοπαγήματα λίκνο ζωής δικής μας.   

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου