Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

Νατάσα Κεσμέτη για το βιβλίο του Ευάγγελου Α. Παπαστράτου

 

Νατάσα Κεσμέτη, 3 Ὀκτωβρίου 2024

 

Ἀπό τό Καπνοπωλεῖο τῆς Πλατείας Ὑμηττοῦ στον Πειραιά

τῆς Καπνοβιομηχανίας Παπαστράτου.

                Στήν Μνήμη τοῦ Σταύρου Γιαλαμᾶ.

 

   Ἡ μπαλκονόπορτα πού βλέπει στην Πλατεία, πάνω ἀπό τό παλιό «Πωλοῦνται Σιγαρέττα» τοῦ ἰσογείου, σπάνια εἶναι πιά ἀνοιχτή.

Πάει χρόνος πού τελεύτησε ὁ Σταῦρος Γ. Διατηροῦσε ὄμορφους ἱστότοπους ἀπό τότε πού ἔκλεισε ὁριστικά το Καπνοπωλεῖο καί νοίκιασε τό μαγαζάκι. Εἶχε τοῦ κόσμου τά

ἐνδιαφέροντα, νοιαζόταν τούς ὁμοιοπαθεῖς ἀνάπηρους ἀκόμα κι

ἄν ἔμεναν μακριά, ἀγαποῦσε το καλό φαγητό κι ἀπό ἔφηβος εἶχε

μεγάλες ἐπιτυχίες μέ τίς γυναῖκες. Ὅταν ὅμως ἔπεσε κι ἔσπασε τά ταλαιπωρημένα πόδια του, ἔχασε πολλές ἀπό τίς ἀγάπες του, χωρίς ποτέ νά τό βάλει κάτω. Ἀντιπαθοῦσε τούς παπάδες, μέ μοναδική ἐξαίρεση τόν παλιό παπά Νικόλα τῆς ἐνορίας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων· γηροκόμησε με ἀφοσίωση την μητέρα του πού θαύμαζε καί ἐκτιμοῦσε. Ἦταν

εὐγνώμων ἀπέναντι σ’ὅσους ὑπῆρξαν εὐεργέτες, και ὄχι μόνο προς την δική του προσφυγική, ἀπό την Φιλαδέλφεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, οἰκογένεια.

Ὁ καπνοβιομηχανος Εὐάγγελος Παπαστράτος ἔχαιρε τῆς πιο μεγάλης του ἐκτίμησης καί θαυμασμοῦ: εἶχε στηρίξει με πάμπολλους τρόπους τό μικρό « Πωλοῦνται Σιγαρέτα», ἀπό τά πρῶτα μαγαζιά πού ἄνοιξαν μόλις δημουργήθηκε ὁ προσφυγικός συνοικισμός, γιά νά ἐλαφρώσει τόν Βύρωνα πού δέχτηκε τά πρῶτα μεγάλα κύματα τῶν προσφύγων ἀμέσως μετά τήν Καταστροφή, ὅπως καί ἡ Καισαριανή.

Ὁ συγχωρεμένος Σταῦρος Γ. μοῦ ἔδωσε τήν πρώτη βιογραφία τοῦ Ε. Παπαστράτου πού τοῦ εἶχε χαρίσει ὁ ἴδιος, κι ἔτσι ἔμαθα πώς ὁ αὐτοδημιούργητος Βραχωρίτης εἶχε ἀπό τό 1931 την βάση του στόν Πειραιά, δηλαδή τό ἐργοστάσιο τῶν ἀδελφῶν Παπαστράτου.

Παρακολουθῶ μερικούς καλούς Πειραιώτικους ἱστότοπους, δεμένη γιά πολλούς λόγους με τον Πειραιά καί δή την προσφυγική Κοκκινιά· ὁ Κωνσταντινουπολίτης πάππος μου, ὁρμώμενος ἀπό τά Πολιτοχώρια τῆς Εὐρυτανίας, ὅταν ἀπελάθηκε μέ τήν οἰκογένειά του ἀπό την Πόλη, πρωτοκαεγκαταστάθηκε στην Π. Κοκκινιά καί στάθηκε ἕνας ἐκ τῶν σχεδιαστῶν τῆς ρυμοτόμησης τῆς συνοικίας – τό λένε καί τά ἀρχεῖα. τοῦ δήμου.

Ἐπειδή ἀπό αὐτούς τούς Πειραιώτικους ἱστότοπους, γνωρίζω περισσότερο τά Λογοτεχνικά Πάρεργα τοῦ Πειραιολάτρη Γιώργου Χ. Μπαλούρδου, τοῦ ἔστειλα ἐνημερωτικά ἕνα κείμενο μου γραμμένο τό 2013, ὅταν κυκλοφόρησε ἐκ νέου ἡ Βιογραφία τοῦ Εὐάγγελου Παπαστράτου ἀπό τίς ἐκδόσεις Γκέμα. Εἶναι στην διακριτική του κρίση ἄν θά τό ἀναρτήσει ἤ ὄχι.  Εἶναι ἐπίσης ἡ σειρά του νά μιλήσει γιά τήν σχέση ζωῆς τοῦ Ε. Π. με τον Πειραιά, καί τήν ὀφειλή τῆς πόλης ἀπέναντι στόν εὐεργέτη της.

      Το κείμενο το ερανίζομαι από την ιστοσελίδα της κυρίας Νατάσας  Ζαχαροπούλου που η πεζογράφος και κριτικός Νατάσα Κεσμέτη είναι σταθερή συνεργάτης.

 

Νατάσας Κεσμέτη: Για την αυτοβιογραφία του Ευάγγελου Παπαστράτου

      To κείμενο που ακολουθεί δεν αποτελεί, μικρή έστω, μελέτη. Ούτε κατά κανένα τρόπο προτίθεται να εισέλθει σε αγρούς αλλότριους αυτών της, ευρεία εννοία, λογοτεχνίας -και εν προκειμένω… «καπνοχώραφα». Δύο διαφορετικής τάξεως λόγοι συνέβαλλαν στην συγγραφή του:

1) Από την χειρονομία χάρη στην οποία, πριν μερικούς μήνες, η αυτοβιογραφία του Ευάγγελου Α. Παπαστράτου.  «Η δουλειά και ο κόπος της» ήρθε στα χέρια μου, ως την ανάγκη να γραφεί το κείμενο κι ακόμη μέχρι την τελευταία του γραμμή, ελκυστήρας του στάθηκε μια καρδιακή κατάσταση: η Ευγνωμοσύνη.

2) Από πλευράς πάλι «Κανόνων Ζωής», όπως θα έλεγε ο Κώστας Τσιρόπουλος, σημαντικό ρόλο έπαιξε για την γράφουσα μια συγκεκριμένη θέση: Τόσο η λογοτεχνία όσο και οι ποικίλες, προφορικές ή γραπτές μαρτυρίες (ημερολόγια, λευκώματα, καταγραφή μνημών, βιογραφίες κ. ά.) συμπληρώνουν, κατά τρόπο συχνά αποκαλυπτικό, την «επίσημη» ιστοριογραφία και συνεισφέρουν στην επιστήμη της ιστορίας . Αφορμάται λοιπόν το κείμενο από μια διπλή βάση: Ευγνωμοσύνης όσο και Επιθυμίας συνεισφοράς προς την κατεύθυνση αυτού που ονομάζω «Θάρρος της Μνήμης».

Θεώρησα επομένως πρώτο χρέος μου να μιλήσω για έναν βίο γύρω από την Δουλειά και τον Κόπο της από την αρχή του βίου του συγγραφέα του έως την τελευτή του, επειδή το βιβλίο ταυτοχρόνως αγγίζει δύο μεγάλες συλλογικές μας πληγές, τις οποίες (όχι πρωτοτυπώντας αλλά ούτε και αυθαιρετώντας) αποκαλώ: η αγωνία της Ιστορίας και η απώθηση της Μνήμης .

(Οι ιστορικοί πρόσφατα την ονόμασαν Άρνηση). Κι αμέσως θα αναφερθώ σε δύο αρετές, για τις οποίες οφείλουμε να κοπιάσουμε, ιδίως στον καιρό μας: εννοώ το Θάρρος του αντικρίσματος της Ιστορίας και στο Θάρρος της Μνήμης, όπως ήδη ειπώθηκε.

Καμία από τις αρετές αυτές δεν μπορεί να ριζώσει σε εδάφη μισαλλόδοξα, σε χώματα ιδεολογικών η άλλων προκαταλήψεων, παρά μόνον εκεί που η νηφάλια και αγαθή προαίρεση προτιμά το αληθές από τις ψευδαισθητικές φαντασιώσεις, ακόμη και τις πλέον προσφιλείς. Το βιβλίο Η δουλειά και ο κόπος της είναι πρωτίστως προκλητικά ανοιχτό σε ιστορική και κοινωνιολογική διερεύνηση. Η ιδιομορφία του βρίσκεται στο χρονικό εύρος που καλύπτει αναφορικά με τον εν Ελλάδι βίο: από την αγροτική (και έως αρχαϊκή στη δομή της) υπαίθρια Στερεά Ελλάδα/Ρούμελη, μέχρι τη μεταπολεμική προέλαση της λεγόμενης νεωτερικότητας.

Ο Παπαστράτος γεννήθηκε τον Δεκέμβρη του 1884 στο παλιό Βραχώρι. Τον Δεκέμβρη του 1944, μέσα σε συνθήκες αναγκαστικού εγκλεισμού, καταπιάστηκε με την πρώτη καταγραφή των αναμνήσεων της ζωής του. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1964, «έκλεισε κι αυτήν την εκκρεμότητα» (σύμφωνα με τον απαρέγκλιτο κανόνα του βίου του: «να μην παρατά δουλειές μισοτελειωμένες»), αφού τις επεξεργάστηκε εκ νέου, κάνοντας αλλαγές και προσθήκες εξ αιτίας των όσων είχε προσθέσει η εικοσαετία που στο μεταξύ παρήλθε φέρνοντάς τον στα ογδόντα του χρόνια. Τις τύπωσε λοιπόν σε βιβλίο αφιερωμένο στη μνήμη της μητέρας του, και αυτή η ιδιωτική έκδοση μοιράστηκε μόνο στα μέλη της οικογένειάς του.

Πολύ πρόσφατα, το 2012, δηλαδή 48 χρόνια αργότερα, στον τόπο που ευεργετήθηκε με μια σχολή που φέρει το όνομά του, χάρη σ’ έναν γείτονα που δεν είναι αμνήμων ούτε αγνώμων – το όλως εναντίον, μαζί με την πληροφορία για την νέα έκδοση, μου δόθηκε και η αρχική έντυπη μορφή του βιβλίου.

Η δουλειά και ο κόπος της – Από τη ζωή μου του Ευάγγελου Α. Παπαστράτου δεν είναι λογο-τέχνημα, χωρίς να του λείπουν λογοτεχνικές χάρες, ιδίως στα πρώτα της κεφάλαια για την παιδική και την πρώιμη νεανική ηλικία του συγγραφέα. Ένας πλήρης κόσμος ανασταίνεται με δύναμη, αμεσότητα και αυθεντικότητα. Ο αναγνώστης αισθάνεται πως ο συγγραφέας δεν ψεύδεται αφ’ ενός και αφ’ ετέρου εμφορείται από πνεύμα δικαιοσύνης. Το λαογραφικό υλικό είναι πλούσιο: τοπωνύμια και ιδιόλεκτα σώζονται με αυθόρμητο τρόπο, γιατί είναι εμφανές το χάρισμα ενός αφηγητή που, εμπλεκόμενος στην αφήγηση μετέχει συναισθηματικά, χωρίς να χάνει το μέτρο μιας αναγκαίας απόστασης από πράγματα και γεγονότα.

Οι περιγραφές του παραπέμπουν σε κλασικούς συγγραφείς μας, έτσι ωσάν να κρατά κανείς στα χέρια του το πρωτογενές χωροχρονικό υλικό από το οποίο εκείνοι έπλασαν τα έργα τους. Όχι μόνο όμως σε δικούς μας αλλά και άλλους πέραν των ορίων της χώρας μας. Αμέσως δίνω ένα παράδειγμα ανάμεσα σε πολλά αξέχαστα, λιγότερο όμως προικισμένα με τέτοια μεγαλειώδη δύναμη όπως αυτήν των σελίδων 55-56. Σ’ αυτές μια Ελλάδα πλωτών ποταμών, όχι μόνο ανατρέπει την αντίληψη για τον «στενό μας τόπο» που τον «κλείνουν δύο μαύρες συμπληγάδες» κατά την χαρακτηριστική εναγώνια διατύπωση του Σεφέρη, αλλά μας φέρνει στο Υψηλόν και το Απέραντο, σελίδων, παραδείγματος χάριν, από την κλασσική αμερικάνικη η την σκανδιναβική λογοτεχνία, όπου ανασαίνει κανείς μιαν όλως άλλη τοπιογραφία και ζωή. Ανακαλείται αυτομάτως ο κόσμος των βουνών στη θαυμαστή Ιστορία του Rip Van Winkle από τον Washington Irving γραμμένο στις αρχές του ίδιου αιώνα (1819) ή ο ευωδιαστός αέρας από το Τραγούδι της Ζωής της Σέλμα Λάγκερλεφ.

Πέραν αυτών των «Χαμένων Κόσμων», τι έχει σήμερα να μας πει σήμερα η αυτοβιογραφία ενός αγροτόπαιδου που ξεκίνησε στα δώδεκά του μπακαλόγατος κι αργότερα υπαλληλάκος σε εμπορικό του Αγρινίου, για να αναδειχθεί εκτός από ακάματος δουλευτής, σε πολίτη του κόσμου, σε ευεργέτη της πατρίδας (κατά την παράδοση των μεγάλων ευεργετών), σε αποφασιστικό καινοτόμο κατά την μετακίνησή του από το καπνεμπόριο στην καπνοβιομηχανία που ίδρυσε μαζί με τ’ αδέλφια του;

Οι αξίες που αναδεικνύουν λέξεις οι οποίες επαναλαμβάνονται στο βιβλίο είναι: φιλεργεία, κόπος, μέτρο, ευγνωμοσύνη, ιδανικό, ένα νόημα πέραν της στενής κερδοσκοπίας και των προσωπικών φιλοδοξιών, μια πίστη .

Όπως εξαρχής ξεκαθάρισα ό,τι με ώθησε στην απόφαση να ασχοληθώ με την συγκεκριμένη αυτοβιογραφική μαρτυρία, είναι κυρίως η καλλιέργεια του θάρρους της συλλογικής μνήμης: το να τολμούμε να ανασύρουμε στο φως του τώρα, δηλαδή στο φως των ερευνών και των επανεκτιμήσεων/επανεξετάσεων, κάθε εκδήλωση της συλλογικής μας ζωής, προσπαθώντας να δούμε πίσω από «ταμπέλες» και «κατηγοριοποιήσεις» Να τολμούμε κατ’ ουσίαν να είμαστε ευγνώμονες για όσα αξίζει να είμαστε, σε συμφωνία με την απλότητα της φωνής της καρδιάς μας, κι όχι μόνο στη βάση των θεωρητικοποιήσεων και της επιστημοσύνης, που ωστόσο αδιαμφισβήτητα έχουν την μεγάλη τους αξία.

Επιστρέφω λοιπόν στην ευγνωμοσύνη και την εκφράζω στον γείτονά μου Σταύρο Γιαλαμά, του οποίου η μεγάλη εκ μητρός προσφυγική οικογένεια (από την Φιλαδέλφεια της Μικράς Ασίας) έστησε με την δημιουργία κιόλας του προσφυγικού συνοικισμού στις υπώρειες του Υμηττού, το πρώτο καπνοπωλείο και γνώρισε από πολύ κοντά και επί μακρόν τους περισσότερους καπνοβιομηχάνους. Προβαίνοντας στην ευγενική χειρονομία να μου δανείσει το βιβλίο για την Δουλειά και τον Κόπο της, μου τόνισε πως στο οικογενειακό τους μικρεμπόριο ξεχώριζαν την, μακράν οποιασδήποτε συγκρίσεως, εντιμότητα και κυρίως φιλάνθρωπη πλευρά της προσωπικότητας του Παπαστράτου.

Ανάμεσα στα πάμπολλα μορφωτικά ιδρύματα με τα οποία συνεργάστηκε και πριν και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και εκτός από την δράση του στις επιτροπές του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, παρέμεινε ισόβιο μέλος του Δ. Συμβουλίου του Αμαλιείου Ορφανοτροφείου, της Παπαστρατείου Επαγγελματιικής Σχολής και του Ινστιτούτου Ερεύνης Νοσημάτων Θώρακος.

Την Παπαστράτειο, την ίδρυσε ο ίδιος το 1929 ως Νυκτερινή Σχολή . Το 1930 έγινε Δημοτική Σχολή και τελικά το 1932 έγινε Δημόσια Επαγγελματική Σχολή . Λειτουργεί έως σήμερα.

Μένει έκπληκτος κανείς από την ενεργητικότητα του ανδρός, την πληθώρα των ενδιαφερόντων του, τις καινοτόμες ιδέες και πραγματώσεις του, το πολυτάραχο της ζωής του, το αμετακίνητο ενδιαφέρον για τους εργαζομένους στις επιχειρήσεις που με τα αδέλφια του ίδρυσαν εντός και εκτός Ελλάδας, την απίστευτη φιλεργία του.

Κλείνοντας το κεφάλαιο με τίτλο «Προς το τέρμα του ταξιδιού» γράφει εμφατικά:

Δουλέψαμε χωρίς να αδικήσουμε κανέναν. Από την δουλειά μας βγήκε η πληρωμή του κόπου μας. Πλουτίσαμε χωρίς όμως να ζαλιστούμε και να δημιουργήσουμε εχθρούς. Κι όταν, με τις αλλεπάλληλες ζημιές που μας προξένησαν τα γεγονότα των τριάντα τελευταίων ετών, γίναμε σημαντικά φτωχότεροι απ’ όσο ήμασταν στο τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, δεν αλλάξαμε, δεν θυσιάσαμε τις αρχές μας, δεν εγκαταλείψαμε τα ιδανικά μας.

Και στον επίλογο των αναμνήσεων από το βίο του γράφει, με μια διάθεση σοφής όσο και γλυκιάς παραινετικότητας:

Όσο για μένα, πίστεψα από μικρός σε τέσσερα βασικά πράματα: την εργατικότητα, την επιμονή, την υπομονή και την τιμιότητα. Όταν πρωτόπιασα δουλειά έμαθα γρήγορα να μη θεωρώ προσβλητικό για μένα να κάνω σαν υπάλληλος και εργασίες που στο σπίτι μου δεν τις έκανα. Έμαθα να μη φοβούμαι τη δουλειά .Ξυπνούσα χαράματα και δούλευα και 14 και 16 ώρες τη μέρα -όσο άντεχα- την εποχή που οι εργάτες δούλευαν 10 ή 12 ώρες. Δεν δούλευα μονάχα για να γίνει η δουλειά που μου είχαν αναθέσει τ’ αφεντικά μου, παρά για να μαθαίνω, για ν’ αποκτήσω την πείρα, που χωρίς αυτήν δεν θα κατάφερνα να προκόψω. Φυσικά αυτό απαιτούσε να δείχνω θέληση, να θυσιάζω συχνά την επιθυμία μου να παίξω, να γλεντήσω, να χαζέψω. Στα νιάτα μου χάρηκα λίγο τα παιγνίδια και τα γλέντια, και μου έμεινε πάντα η νοσταλγία της αμεριμνησίας της πρώτης παιδικής μου ζωής που βάσταξε ως τα δώδεκα χρόνια μου –λιγότερο από πολλών άλλων. Κατάλαβα εγκαίρως πως το να βάζει κανείς σε πειθαρχία τον εαυτό του, το να μάθει από μικρός να στερείται τις πρόχειρες ευχαριστήσεις είναι σωτήριο. Αλλιώς κινδυνεύει να παρασυρθεί από την αδυναμία του δικού του χαρακτήρα και τις παρέες του, που παίζουν τόσο μεγάλο ρόλο στην πρώτη μας ηλικία, και να σπαταλήσει το πολυτιμότερο κεφάλαιο που διαθέτει ο καθένας μας, τον καιρό του, τη ζωή του. Ο νέος που ξεκινά για τον δύσκολο αγώνα της ζωής θα συναντήσει στο δρόμο του και δύστροπους ανθρώπους Δεν θα του είναι πάντα δυνατόν να τους αποφύγει χωρίς να συγκρουστεί μαζί τους. Συχνά θα ζημιώσει και θα αδικηθεί. Δεν είναι αυτός λόγος για να γίνει και ο ίδιος δύστροπος και σκληρός με τους άλλους. Συνάντησα κι εγώ στη ζωή μου δύστροπους ανθρώπους. Προτίμησα να είμαι υποχωρητικός παρά να δίνω το δικαίωμα να με χαρακτηρίσουν σκληρό ή άδικο. Απέφυγα όμως να έχω στο εξής συναλλαγές μαζί τους, και για τούτο δεν βρέθηκα ποτέ στην ανάγκη να καταφύγω στα δικαστήρια. Τα παιδιά που ξεκινούν για τη ζωή , πρέπει να πιστεύουν σε κάτι , να έχουν κάποιο ιδανικό , πέρα από τον πόθο της οικονομικής επιτυχίας. Χωρίς το ιδανικό αυτό να τα παρασύρει εντελώς στα σύννεφα, χρειάζεται να έχουν στο νου τους κάτι, που να τα ανεβάζει κάπως ψηλότερα από τη ρουτίνα της καθημερινής ζωής . Και να επιζητούν την επιτυχία, όχι για να κερδίσουν, παρά για να μπορέσουν να υπηρετήσουν τα ιδανικά τους. Δεν είναι δυνατόν να φτάσει κανείς όλα τα ιδανικά του. Πολλά θα μείνουν απρόσιτα. Αλλά το να πιστεύουμε σε κάτι και να είμαστε έτοιμοι να κάνουμε θυσίες, και δυνάμεων και απολαύσεων, για να το πλησιάσουμε, είναι ένα κίνητρο που βοηθεί να προχωρήσουμε πολύ μακρύτερα παρά αν κινούσαμε με μοναδικό όνειρό μας να καλοπεράσουμε στη ζωή μας.

(….)

Άφησα για το τέλος τους συγκινησιακούς παράγοντες που αφορούν σε μένα την ίδια και ασφαλώς καθόρισαν δραστικά την επιλογή μου να ασχοληθώ με το βιβλίο: γόνος ανταλλαξίμων, γεννήθηκα και πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της δικής μου ζωής πολύ κοντά στην Παπαστράτειο Σχολή. Οι ευκάλυπτοι που κατηφόριζαν από το βουνό και έθαλλαν υπερύψηλοι σε κάθε κεντρική οδό και πάροδο του παλιού συνοικισμού, μάλλον μετρημένοι πια, υψώνουν εντούτοις πάνω σε ορατές ογκώδεις ρίζες τα θαυμαστά φίλτρα των φυλλωμάτων τους, στοιχημένοι μπροστά στην Παπαστράτειο. Ακόμη! Υδρόφιλοι λίαν, απλώνουν τις ρίζες τους, διάσπαρτες και στα διηγήματα της γράφουσας από το 1972 με τα Επτά της Άρκτου *, μέχρι το Κήπος Περίφρακτος** του 1992, μέχρι τις πιο πρόσφατες συλλογές διηγημάτων της. Είναι πάντα παρόντες με κάποιο τρόπο και η συγγραφέας δεν έχει αμφιβολία για το τρανό τους σύμβολο «Μεγίστων Πνευμόνων» στην σκέπη των οποίων προσδιορίστηκε ή μάλλον σφραγίστηκε η ζωή της. Πνευμόνων χρείαν έχουμε και τώρα όλοι. Κατεπειγόντως αλλά και διαρκώς: τόσο στην φαντασιακή ψυχολογική ή πνευματική διάσταση της ύπαρξής μας όσο και στο πέρα για πέρα χειροπιαστό και ενθαδικό επίπεδο του τώρα. Κρίση Πνευμόνων περνάμε! Οξυγόνο μας λείπει. Φίλτρα ζωής είναι το αιτούμενο για μας και τους απογόνους μας κι όχι δύσπνοιες και ασφυξία θανάτου.

Έτσι λοιπόν: γιγαντωμένοι ευκάλυπτοι μπροστά στα Σχολεία, μπροστά στην Παπαστράτειο. Ήταν ο ίδιος ευκάλυπτος; Στάθηκε τουτέστιν Πνεύμονας για τον τόπο ο Ευάγγελος Π.;

Τα τελευταία χρόνια του, τον απασχολούσε πολύ, τον βασάνιζε ίσως, το θέμα των «Επιβλαβών Συνεπειών του Καπνού»*** …

Αλλά και στην Νέα Σμύρνη που έζησα πολλά χρόνια, υπήρχε κοντά μου το μεγάλο κτήμα Παπαστράτου: έξω από την υψηλή του περίφραξη, στα μάτια του διερχόμενου ή περιπατητή φάνταζε απέραντο, γεμάτο ελιές . Στα 1970 είχε μέσα κάρο με αλογάκι, ένα ηλικιωμένο ζεύγος, «προφανώς επιστάτες», σκεπτόμουνα κάθε φορά που, από την μισάνοιχτη πόρτα, τους διέκρινα μαζί κι ένα σπιτάκι, ωραίος μπακτσές, δενδρώνας. Ήταν μια όαση μέσα στην πόλη που άλλαζε δραματικά. Ένας αληθινός Περίφρακτος Κήπος, όπου άκουγα πως μπορούσες να πας ν’ αγοράσεις φθηνά και φρέσκα ζαρζαβατικά. Εκεί αργότερα κτίστηκαν πάλι … σχολεία.

Για τον ιδρυτή της Παπαστρατείου, για τον κύριο του κτήματος, ποτέ δεν έτυχε να μάθω. Ούτε κανείς μου είπε, ούτε ενδιαφέρθηκα η ίδια, αν και δυο βήματα από το σπίτι μας κάποιος τον γνώριζε καλά! «Καιρός παντί πράγματι», αλήθεια.

Τώρα, στις χαλεπές μέρες όπου μας έφεραν (ανάμεσα στα τόσα) και το ύπουλα ολέθριο «να περνάμε καλά και …χαλαρά», κι όπου οι οικονομικές elite χαρακτηρίζονται κυρίως από αμοραλισμό ενός … ναρκωτικού εθισμού σε παροξυσμό απαίδευτης, κερδοκαιροσκοπίας, καθοδηγούμενες κατ’ ουσίαν από ισχυρό μηδενιστικό, κακόζηλο πνεύμα, τώρα ο, για πολλούς λόγους, γενναίος φίλος μου δάνεισε την πρώτη έκδοση (1964 ) του Η Δουλειά και ο Κόπος της.

Νομίζω πως ήταν πολύ καλή η ιδέα των εκδόσεων Gema να επανεκδώσουν το βιβλίο. Αξίζει να διαβαστεί ευρέως, να μελετηθεί, να κριθεί. Αξίζει να ανοιχτεί εξ αφορμής του ευρύνους διάλογος.

Δεν γνωρίζω αν ο Ευάγγελος Παπαστράτος είχε σκοτεινές πλευρές . Κάθε άνθρωπος έχει. Άλλης τάξεως όμως είναι η σκοτεινή ανθρώπινη φύση εν γένει και άλλης η διαβλητότητα μιας αμφίβολης η και ανύπαρκτης Ηθικής Βούλησης . Απ’ όσα διάβασα στις, χωρίς ωραιοποιήσεις, 250 αυτοβιογραφικές σελίδες , ευδιάκριτη θαρρώ πως υψώνεται στα μάτια του αναγνώστη μια ισχυρή γκάμα αξιών σε λειτουργία.

Μακάρι να το διαβάσουν τόσο οι εντελώς νέοι επιχειρηματίες όσο και οι «άπληστου μεταπολιτευτικού τύπου» ράθυμοι Νεοέλληνες νεόπλουτοι. Αν τους έχουν απομείνει και ίχνη ανθρωπιάς, θα έχουν την σπάνια ευκαιρία ακόμα και να αφυπνιστούν από την νέκρα του ύπνου τους, λαμβάνοντας ένα δυνατό μάθημα ήθους. Μοιάζει ανέφικτο αλλά ποτέ κανείς δεν ξέρει (ακόμα και ‘κει που όλα φαίνονται ανέλπιδα και χαμένα), πώς πότε και τι λειτουργεί αφυπνιστικά!

* Η πρώτη συλλογή διηγημάτων της Ν. Κ. ιδιωτική έκδοση.

** Διηγήματα ( 1987 -1992 ), Πλανόδιον, 1992

*** Αναφορά στο γνωστό θεατρικό μονόπρακτο του Α. Τσέχωφ.

Πηγές:  Διάστιχο (http://www.diastixo.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=810:papastratos&catid=100:apopsis&Itemid=326)

People and Ideas ( http://peopleandideas.gr/2013/02/20/evangelos-papastratos-autobiography/)

Ελάχιστα:

               Μνήμη μαθηματικού 3ου Λυκείου Πειραιά Γιώργου Μπάμπα

      Η κριτική της πεζογράφου Νατάσας Κεσμέτη, για το βιβλίο του Ευάγγελου Α. Παπαστράτου, «Η Δουλειά κι ο κόπος της» Από τη ζωή μου, γραμμένη το 2013, μου άρεσε αν και είχε ήδη αναδημοσιευτεί άλλες δύο φορές σε ηλεκτρονικά περιοδικά στο διαδίκτυο. Βλέπε τελευταία ανάρτηση στην ιστοσελίδα της κ. Νατάσας Ζαχαροπούλου. Η ίδια όπως μας λέει, έχει σχέση με την προσφυγομάνα πόλη του Πειραιά από την πλευρά του Κωνσταντινουπολίτη πάππου της. Ιδιαίτερα την συνοικία της Κοκκινιάς. Μια περιοχή που αποτελείται κυρίως από Μικρασιάτες πρόσφυγες. Ελληνικές πάμφτωχες  οικογένειες που διώχθηκαν, ξεριζώθηκαν από τα πατρογονικά τους πανάρχαια χώματα τα ιερά ελληνικά εδάφη της φιλοσοφομάνας, πολιτισμένης Ιωνίας. Έτσι θεωρώ ότι τα Λογοτεχνικά Πάρεργα, μια πειραιώτικη ιστοσελίδα, θα μπορούσαν να την δημοσιεύσουν εκ νέου, έστω και αν ο ιστολόγος Πειραιώτης δεν είχε διαβάσει ούτε προμηθευτεί το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Ευάγγελου Α. Παπαστράτου. Σαν κάτοικος όμως του Πειραιά, και ασχολούμενος με τα πολιτιστικά πράγματα του Πειραιά και την λογοτεχνία, γνώριζε τις ευεργεσίες της οικογένειας Παπαστράτου στο πρώτο λιμάνι από την λειτουργία της Καπνοβιομηχανίας την 31 Μαϊου 1931 επί Ελευθερίου Βενιζέλου στην πόλη μας. Άκουγε και μάθαινε από παλαιότερους εργαζόμενους πειραιώτες για τα εργασιακά οφέλη που απολάμβαναν οι εργαζόμενοι στην Καπνοβιομηχανία Παπαστράτου. Εξάλλου, ορισμένα άλλα κτήρια στην περιοχή της αγίας Σοφίας είχαν χτιστεί με χορηγίες της οικογένειας Παπαστράτου. Έχοντας και αναμνήσεις της εργαζόμενης μητέρας μου Βάσως στο εργοστάσιο, αποφάσισα επί γενικού διευθυντή της εταιρείας κυρίου Αναστάσιου Αβέρωφ, δεκαετία 1980 να παρακαλέσω τον καθηγητή μας μαθηματικό κυρό Γιώργο Μπάμπα να μεσολαβήσει αν γίνονταν να εργαστώ για ένα διάστημα στο εργοστάσιο, μια και είχαμε οικονομικά προβλήματα. Έτσι και έγινε, ο αυστηρός και σοβαρός στα μάτια μας πάντα ψηλός μαθηματικός, (τα τσίγκινα σοβρακάκια όπως συνήθιζε να μας λέει), προθυμοποιήθηκε, μεσολάβησε και εργάστηκα για ένα οκτάμηνο βάρδια στο εργοστάσιο. Προσπάθησα να είμαι τυπικός και να ευχαριστήσω τα άτομα που με βοήθησαν να βρω εργασία. Οι απολαβές ήταν καλές και τα μπόνους, ακόμα και για εμάς τους έκτακτους, φανταστείτε τι οφέλη είχαν οι μόνιμοι. Οι εμπειρίες μου ήσαν θετικές. Πρόλαβα μάλιστα εν ζωή και το τελευταίο μέλος των αδερφών στα γραφεία του εργοστασίου. Όσοι ανεβαίνουν την οδό Μαυρομιχάλη συναντούν στο αριστερό τους χέρι το πρώτο εργοστάσιο του Παπαστράτου, η οδός μπροστά του φέρει το όνομα της Καπνοβιομηχανίας. Μπροστά από το εργοστάσιο υπήρχαν οι Αποθήκες, ενώ στο πλάι επί της καθόδου της Αρτεμισίου-τώρα Παναγιώτη Βλαχάκου υπήρχε και ένα μικρότερο εργοστάσιο με μηχανές εν ενεργεία. Ωραίο περιβάλλον. Ανεβαίνοντας την οδό Μαυρομιχάλη μετά τις γραμμές και πριν βγούμε στην οδό Παλαμηδίου πριν την σημερινή λαϊκή ταβέρνα υπάρχει ακόμα ο παιδικός σταθμός-νομίζω όχι μόνο για τα παιδιά των εργαζομένων στην εταιρεία-που ίδρυσε η οικογένεια Παπαστράτος. Ο Πειραϊκός τύπος και τα περιοδικά φέρουν διαφήμιση των σιγαρέτων «ΑΣΣΟΣ» πλακέ πακέτο. Κοντά στην Αγίου Διονυσίου υπάρχει και το κολυμβητήριο Παπαστράτος, ενώ από τον Ηλεκτρικό Σταθμό και το λιμάνι του Πειραιά φαίνεται η μεγάλη πινακίδα με την φίρμα της εταιρείας. Φημολογούνταν ότι η εταιρεία βοηθούσε οικονομικά και βουλευτές του Πειραιά. Πάντως ήσαν πρόθημα χορηγοί σε πολλές φιλανθρωπικές κινήσεις του Δήμου, και, όπως έλεγαν, «έφαγαν για αρκετές δεκαετίες ψωμί ελληνικές οικογένειες εργαζόμενοι στο εργοστάσιο». Η εταιρία ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΣ, αγοράστηκε πρώτα από την Αμερικάνικη Καπνοβιομηχανία Φιλίπ Μόρις (Phillip Morris). Θυμάμαι ότι έδιναν μεγάλες οικονομικές αποζημιώσεις για τους μόνιμους εργαζόμενους να αποχωρήσουν οικειοθελώς. Σήμερα τα κτήρια είναι ιδιοκτησία της Κινέζικης Cosco και η εταιρεία επανιδρύθηκε- εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Ασπροπύργου. Γνωρίζαμε ότι η εταιρεία επίσης βοηθούσε τον γλύπτη Χρήστο Καπράλο και το ατελιέ του στο Αγρίνιο, ενώ είχε προβεί και σε αρκετές ευεργεσίες στην πόλη.

Στο διαδίκτυο στον εορτασμό των 90 χρόνων από την ίδρυση της εταιρείας έχει αναρτηθεί ένα πλούσιο και κατατοπιστικό πληροφοριακό υλικό για τους διάφορους τομείς των εργασιών της και των άλλων δραστηριοτήτων της. Όπως και σε Αγρινιώτικες ιστοσελίδες έχουν δημοσιευτεί κατατοπιστικά ερευνητικά κείμενα βιογραφικά και άλλα για την Καπνοβιομηχανία ΑΦΩΝ ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΥ, τα αδέρφια την οικογένεια και τους επιγόνους-κληρονόμους. Όσον αφορά την οικογένεια Αβέρωφ, η Πινακοθήκη Αβέρωφ και η παιδική Βιβλιοθήκη είναι ένας ενδιαφέρον χώρος για επίσκεψη για όσους επισκεφθούν το Μέτσοβο.

      Θεωρώντας πλεονασμό να προσθέσω κάτι παραπάνω από ότι ήδη γνωρίζουμε για την Οικογένεια ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΥ, μαζί με την κριτική της πεζογράφου Νατάσας Κεσμέτη, μεταφέρω και ένα γενικό Χρονολόγιο της Εταιρείας από το ιστολόγιό της.

       Οι κυριότεροι σταθμοί στην 90χρονη πορεία της Παπαστράτος

1906: Ο Ευάγγελος Παπαστράτος σε ηλικία 22 ετών ξεκινά, μαζί με τον Σωτήριο Αυγερινό, την εμπορική εταιρία «Αυγερινός & Παπαστράτος». Το κεφάλαιο της εταιρίας είναι 6.000 δρχ και το μερίδιο του Ευ. Παπαστράτου 3.000 δρχ τις οποίες δανείζεται.

1909: Ανάπτυξη στο εξωτερικό – Εξαγωγές καπνών σε Γερμανία, Ολλανδία, Αίγυπτο.

1913, 18 Μαΐου: Ιδρύεται στο Αγρίνιο η εταιρία ΑΦΟΙ ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΥ Ο.Ε από τους αδελφούς Ευάγγελο και Σωτήριο Παπαστράτο.

1919: Η έδρα της εταιρίας μεταφέρεται στην Αθήνα- Υποκαταστήματα στα κυριότερα καπνεμπορικά κέντρα της Ανατολής: Ξάνθη, Καβάλα, Αγρίνιο, Πειραιάς, Καρδίτσα, Θεσσαλονίκη, Σάμος, Μυτιλήνη, Βόλος, Κυκλάδες, Ναύπλιο.

1930: Ιδρύεται η εταιρία ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΣ ΑΒΕΣ με έδρα τον Πειραιά με σκοπό την παραγωγή και κυκλοφορία αμιγώς ελληνικών τσιγάρων.

1931: Λανσάρεται το Νο 1 – ο μελλοντικός ΑΣΣΟΣ – σε χρώμα κόκκινο.

1932: Οι ΑΦΟΙ ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΥ ιδρύουν και δωρίζουν στο κράτος τα Παπαστράτεια Εκπαιδευτήρια, ύψους 4,5 εκατ δρχ. Αναλαμβάνουν τη ανέγερση του Παπαστράτειου Περιπτέρου στο Ασκληπιείο Θεραπευτήριο με 60 κλίνες που θεωρείται πρότυπο στο είδος του και στοιχίζει 1,5 εκατ. δρχ.

1937: Η εταιρία εφαρμόζει την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας αμέσως μόλις υπογράφεται.

1938: Η ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΣ ΑΒΕΣ εισάγεται στο Χρηματιστήριο Αθηνών.

1940: Η ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΣ ΑΒΕΣ κυκλοφορεί το νέο σήμα “AERA – 28 October 1940” για να ενδυναμώσει το φρόνημα των Ελλήνων στρατιωτών.

1944-46: Κατά τους βομβαρδισμούς του Πειραιά από τους Άγγλους και Αμερικανούς αλλά και κατά τα Δεκεμβριανά οι καταστροφές στο εργοστάσιο είναι ανυπολόγιστης αξίας. Το τέλος του πολέμου βρίσκει την Παπαστράτος με ζημίες σχεδόν 4 δισ. δρχ.

1957: Πρώτη η Παπαστράτος ΑΒΕΣ κυκλοφορεί στην Ελλάδα τσιγάρο με φίλτρο.

1974: Σύμφωνο συνεργασίας με την Philip Morris International για την παραγωγή του Marlboro στην Ελλάδα.

1979: Πεθαίνει ο Ευάγγελος Παπαστράτος.

1999: Δημιουργείται το Ίδρυμα Παπαστράτου το οποίο υλοποιεί και συντονίζει την κοινωνική πολιτική της εταιρίας.

1990-2003: Η εταιρία δίνει περισσότερα από 1,5 δισ. δρχ σε κοινωφελείς σκοπούς και δωρεές και σχεδόν 4 δισ. δρχ στο προσωπικό ως πριμ παραγωγικότητας.

2003: Η Παπαστράτος εξαγοράζεται από την Philip Morris International.

2009: Μεταφορά του εργοστασίου στον Ασπρόπυργο.

2012: Η Παπαστράτος αναλαμβάνει πρωτοβουλία για την καταπολέμηση του παράνομου εμπορίου καπνικών.

2013: Μετατροπή των αποθηκών της Παπαστράτος στο Αγρίνιο σε πανευρωπαϊκές αποθήκες και διαμετακομιστικό κέντρο της PMI για τα καπνά ανατολικού τύπου.

2016: Ανανέωση της συμφωνίας με την ελληνική κυβέρνηση για αγορές ελληνικών ανατολικών καπνών για την τριετία 2016-18.

2016: Το IQOS λανσάρεται στην Ελλάδα. Πρόκειται για το καινοτόμο προϊόν χωρίς καύση της Philip Morris International, με το οποίο εγκαινιάζεται η “smoke -free” εποχή της εταιρείας.

2018: Μέσα από μια επένδυση ύψους 300 εκατομμυρίων ευρώ, ολοκληρώνεται η δημιουργία του νέου εργοστασίου θερμαινόμενων ράβδων καπνού για το IQOS. Μετά από 88 χρόνια η Παπαστράτος σταματάει να παράγει τσιγάρα.

2020: Ανακοινώνεται η μεγάλη κοινωνική πρωτοβουλία για 1 εκατομμύριο λιγότερους καπνιστές στην Ελλάδα μέχρι το 2021.

2020: Η Παπαστράτος είναι η πρώτη εταιρεία στην Ελλάδα που με την έναρξη της πανδημίας  Covid-19 δωρίζει στο κράτος 50 αναπνευστήρες για Μονάδες Εντατικής Θεραπείας προκειμένου να αντιμετωπιστεί η υγειονομική κρίση.

Πειραιάς 4 Οκτωβρίου 2024

ΥΓ. Κατά την διάρκεια της γραφής και ανάρτησης είχαμε στην πόλη διακοπή ρεύματος, εύχομαι ο δαίμων του ηλεκτρισμού να βοηθήσει την ανάρτηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου