Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025

Anastasius Gruen, Δύο Ποιήματα

 

ANASTASIUS GRUEN 1806-1876

(A., ALEXANDER GRAF VON AUERSPERG)

Δύο  Ποιήματα

 Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

Πότε πιά η λύρα, ποιηταί,

  και σας θε να κουράση

και το παλιό τραγούδι σας,

  το αιώνιο, θα σωπάση;

 

Το κέρας της Αμάλθειας

  καιρός πάει πού εκενώθη!

Σαν ποιός ανθός δεν κόπηκε,

  σαν ποιά πηγή δε ‘σώθη;»

 

-«Όσο του ηλιού το φώς εδώ

  τη λάμψη του σκορπίζει

και μιά ματίτσα ανθρώπινη

  με πόθο το αντικρίζει,

 

όσο ο ουρανός γεννά αστραπές

  και ρίχνει αστροπελέκι

και μιά καρδιά τρεμάμενη

  μπρός στο θυμό του στέκει,

 

όσο γλυκό φώς η ίριδα

  στερνά απ’ τη μπόρα χύνει

και μιά καρδιά εδώ λαχταράει

  φιλίωση κι’ ειρήνη,

 

όσο η νυχτιά τον ουρανό

  με αστέρια ζωγραφίζει

και μιά ψυχή τη ζωγραφιά

  τη νοιώθει, τη γνωρίζει,

 

όσο το φώς του φεγγαριού

  γλυκαίνει ένα θλιμμένο

και του δασού το θρόϊσμα

  δροσίζει κουρασμένο,

 

όσο προβάλλουν άνοιξες

  κι΄ ανθούν τριανταφυλλάκια,

χείλη γλυκά χαμογελούν

  κι’  αστράφτουνε ματάκια,

 

όσο στα μαύρα μνήματα

  φυτρώνει κυπαρίσσι,

δυό μάτια κλαίν και μιά καρδιά

   κοντεύει να ‘ραγίση,

 

τόσο στη γης κι’ η θεϊκιά

  η Ποίηση θα μένη

κι’ οι διαλεχτοί της θα σκορπούν

  τραγούδια ευτυχισμένοι.

 

Και τελευταίος ποιητής

  τη γης θα χαιρετίση

ο τελευταίος άνθρωπος,

  στερνά σαν την αφήση!

 

Την πλάση ακόμα ο Κύριος

  στο χέρι του βαστάζει

σαν νέο κι’ όμορφον ανθό!

  Γλυκά πώς την κοιτάζει!

 

Όταν αυτό το λούλουδο

  θα μαραθή, θα σβήση

κι’ η γης σαν την ανθόσκονη

  ολούθε πιά σκορπίση,

 

τότε και μόνο τότε πιά

  ‘ρωτήσετε με βιάση,

άν το τραγούδι το παλιό,

  το αιώνιο, θα σωπάση!

 

          ΔΥΟ  ΓΥΡΙΣΜΕΝΟΙ

Απ’ τον τόπο των δυό κάποτε κινούνε,

πάν των Άλπεων τον κόσμο πιά να ιδούνε.

Πάει ο πρώτος, γιατί η μόδα το εζητούσε,

μα τον άλλον η καρδιά του τον τραβούσε.

 

Κι’ όταν πίσω στην πατρίδα των γυρίσαν,

οι δικοί των στη στιγμή τους τριγυρίσαν

κι’ αρχινούνε να ‘ρωτούνε τον καθένα:

«Άχ, για πέστε μας, σαν τί έχετε ιδωμένα!»

 

Λέγει ο πρώτος και μαζί και χασμουριέται:

«Σαν τί νάειδα: Πάντα πράματα, πού ξαίρτε!

Είδα ‘ρυάκια, δέντρα, δάση και λαγκάδια,

ουρανό παντού γαλάζιο κι’ ηλίου χάδια.»

 

Λέει κι’ ο δεύτερος παρόμοια, μά η ματιά του

πώς αστράφτει, πώς λαμπραίνει κι’ η θωριά του:

«Άχ, τί ‘ρυάκια, τί δεντράκια και λαγκάδια,

τί γαλάζιον ουρανό κι’ ηλιού τί χάδια!».

Μετάφραση: ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Ι. ΛΑΜΨΑ

Ελαχιστότατα

   Τα δύο ποιήματα του αυστριακού φιλελεύθερου πολιτικού, νομικού, ποιητή, συγγραφέα και μεταφραστή, Κόμη Άντον Αλεξάντερ φον Άουερσπεργκ, Λουμπιάνα Σλοβενίας 11 Απριλίου 1806- Γκρατς της Αυστρίας 12 Σεπτεμβρίου 1876, προέρχονται από τον Β΄ τόμο «ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΚΛΑΣΣΙΚΩΝ», εκδόσεις Ιωάννης Δ. Κολλάρος. Βιβλιοπωλείον της «ΕΣΤΙΑΣ», Αθήνα, χ.χ. (1934). Ο ρομαντικός ποιητής θεωρείται ένας από τους πρώτους εκπροσώπους-προδρόμους της πολιτικής ποίησης στον Γερμανόφωνο κόσμο, έγινε γνωστός με το ψευδώνυμο Anastasius Gruen («Αναστάσιος ο πράσινος»). Με την ποίησή του στηλίτευσε την πολιτική διακυβέρνηση του γνωστού μας ανθέλληνα πολιτικού Μέτερνιχ, ενώ σε άλλες του ποιητικές συλλογές εξύμνησε τον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό τον Α΄. Η ποίησή του κινείται μέσα στο κλίμα της ρομαντικής ατμόσφαιρας της αυτοκρατορικής εποχής του, των Φυσιολατρικών Ευρωπαϊκών χρόνων. Κρατά το μέτρο και τον ρυθμό της προνεωτερικής παραδοσιακής στιχουργίας και τεχνικής, διαθέτει λεπτό σαρκασμό, οξύ ειρωνικό βλέμμα, μελαγχολική διάθεση, νοσταλγία και αναπόληση για την απλότητα και αμεσότητα της ζωής των ανθρώπων με το φυσικό περιβάλλον των προηγούμενων αιώνων. Το συναίσθημα και η ανάμνηση υπερισχύει της άτεγκτης λογικής. Η εικονοποιία του διαθέτει έντονο εσωτερικό φωτισμό, χρωματισμούς από όλα τα χρώματα της ίριδος και ο λόγος του πλαστικότητα. Φωτεινά τοπία, ομιχλώδη υγρά δάση και άλση, ειδυλλιακή επαρχιακή ατμόσφαιρα, νηνεμία αλλά και θυελλώδεις άνεμοι, έρημα ακρογιάλια, γαλήνια νερά λιμνών, αγροτικές ασχολίες, μύθοι και θρύλοι προερχόμενοι από την τευτονική γερμανική παράδοση και θρησκευτικές προλήψεις του ηρωικού έπους των «Νιμπελούγκεν». Η ζωή στην Φύση, ανθρώπων και οικόσιτων ζώων, άγριων υπάρξεων που ζούνε ελεύθερα στα πυκνά και υγρά δάση ανυπότακτα από την ανθρώπινη ισχύ, ή μέσα στα βάθη των λιμνών και τα έλη, ακολουθεί τους επαναλαμβανόμενους, αιώνιους ρυθμούς της αδιάκοπα, δίχως σταματημό. Ο βίος και οι επιλογές των ανθρώπων, των αγροτικών πληθυσμών, των επαρχιακών τοποθεσιών, οι αντιλήψεις και συμπεριφορές τους είναι άμεσα εξαρτημένες, αλληλένδετες από τις αλλαγές του φυσικού περιβάλλοντος, των εποχών του χρόνου. Κάθε μία από τις τέσσερες εποχές του έτους με τις διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες και ατμόσφαιρας που καλλιεργούν, ρυθμίζει και ορίζει τους κύκλους ζωής και τον ανθρώπινο χρόνο. Οι αυστριακοί και γερμανοί ποιητές αισθάνονται και ερμηνεύουν την Φύση όπως και οι υπόλοιποι ρομαντικοί δημιουργοί της ευρωπαϊκής ηπείρου. Την αντικρίζουν με το ίδιο βλέμμα που την βλέπουν οι άγγλοι και γάλλοι ρομαντικοί, οι φιλόσοφοι και λόγιοι. Έτσι είναι εύλογο, ότι πέρα από τους ερωτικούς μύθους και πινελιές προερχόμενες από τους συμβολισμούς του ιπποτικού κλίματος, η θεματογραφία της ποίησης του Άντον- Αλεξάντερ Γκρυν περιστρέφεται γύρω από τον εκθειασμό του Φυσικού Τοπίου, μιάς ειδυλλιακής ατμόσφαιρας που θυμίζει τον αρχαίο ποιητή Θεόκριτο και άλλους φυσιολάτρες ποιητές της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας. Η Φύση ακόμα στα μάτια των ανθρώπων αντιμετωπίζεται σαν ένα ενιαίο συμπαγές «καλοκουρδισμένο» μυθικών διαστάσεων Όλον, πριν αρχίσει να «τεμαχίζεται» και να διαμερισματοποιείται σε χρηστικά κομμάτια εκμετάλλευσης από την Επιστήμη και την Τεχνολογία, την Οικονομία, τις άλογες και άκαμπτες δυνάμεις της Λογικής. Ο Κόσμος των Ρομαντικών δεν διάρκεσε πολύ, διοχετεύτηκαν όμως οι αντιλήψεις και θεωρίες τους σε μεταγενέστερα μέσα στην Ιστορία κοινωνικά, πολιτικά ανθρωπιστικών πτυχών κινήματα, και της παγκόσμιας τέχνης υπόγεια επαναστατικά ρεύματα. Ακόμα και στον χαώδη και αναρχικό, πολυδιασπασμένο και πολύπτυχο κόσμο των υπερρεαλιστών, τις πολυφορεμένες ιδεών του προτάσεις και αρχές, στους σύγχρονους και μοντέρνους καιρούς μας, συναντάμε ρομαντικά δροσερά ρυάκια που τον αρδεύουν και κρατούν αναμμένες τις λυχνίες του ανθρωπισμού του.

     Δεν έχω ερευνήσει και έτσι δεν γνωρίζω σε πόσους των παλαιότερων ελληνικών γενεών γερμανόγλωσσους έλληνες ποιητές άρεσαν και τους συγκίνησε η ποίηση του ΓΚΡΥΝ, άλλοτε μεταφράζεται ως ΓΚΡΙΝ, έτσι ώστε να καταπιαστούν με την μετάφραση ποιημάτων του. Πόσες γερμανικές ανθολογίες μεταφρασμένων ποιημάτων του από τα γαλλικά ή αγγλικά (που συνηθίζονταν) κυκλοφόρησαν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Το σύνολο σώμα των ποιητικών του συλλογών είναι άγνωστο στο ευρύ ελληνικό ποιητικό κοινό, σε αντίθεση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη που έχουν εκδοθεί τα «Άπαντά» του και έχει προσεχθεί η ποίησή του από ομότεχνους ποιητές. Γνωρίζω μόνο τις μεταφράσεις δύο ποιημάτων του από τον Ν. Οικονόμου. Τα ποιήματα «Στην ακρογιαλιά» και «Το δαχτυλίδι» που διαβάζουμε στο βιβλίο «Ανθολογία Γερμανών Ποιητών», Αθήνα 1922. Και για τα δύο αυτά βιβλία (συμπεριλαμβάνω το δίτομο έργο του Δημητρίου Λάμψα) με μεταφράσεις Γερμανικής, Γερμανόφωνης Ποίησης, για όσους ενδιαφέρονται έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενα σημειώματα στα Λογοτεχνικά Πάρεργα.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

16/2/2025.

ΥΓ. Και μία μικρή διευκρίνηση επειδή μου αναφέρθηκε πρόσφατα, ότι συνομιλούν μαζί μου στο διαδίκτυο. Δεν διαθέτω φεις μπουκ, ίσταγκραμ, τικ τοκ, ούτε ενδιαφέρομαι για άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η όποια δημόσια παρουσία μου γίνεται μέσω της πειραϊκής λογοτεχνικής ιστοσελίδας Λογοτεχνικά Πάρεργα. Φιλοδοξώντας να εδραιώσω εντός και εκτός των Μακρών Τειχών την συνείδηση της Πειραϊκής Λογοτεχνικής Σχολής, ακηδεμόνευτης και ανεξάρτητης από τις άλλες επίσημες λογοτεχνικές σχολές της ελληνικής γραμματείας.             

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου