Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2025

Ιακώβος Πολυλάς, Η Ποιητική Μετάφρασις

 

Η  ΠΟΙΗΤΙΚΗ   ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ

    του Ιάκωβου  Πολυλά

     Ποιητική μετάφρασις, όσον καλή και αν είναι, έχει μόνον την αξίαν ιχνογραφικής ή χαλκογραφικής αντιγραφής μιάς Παναγίας του Ραφαήλου. Τόσον μικρόν και άχαρι, κατά την γνώμην εξόχου κριτικού του αιώνος μας, είναι το έργον του μεταφραστού. Την κρίσιν ταύτην θα ελέγαμεν υπερβολικώς αυστηράν, εάν δεν εφοβούμεθα μήπως η διαφωνία μας αποδοθή εις την αξίωσιν, ότι ημείς έχομεν αποκτήσει θέσιν μεταξύ των καλών μεταφραστών’ αρκούμεθα να παρατηρήσωμεν μόνον τούτο, ότι των ομηρικών επών η μετάφρασις του Voss, αν και κρίνεται τεχνικώς ελλιπής, έκαμε τον Όμηρον πάγκοινον ψυχαγωγικόν ανάγνωσμα εις την Γερμανίαν, η δε του Μόντη, αν και εις πολλά της μέρη δεν σώζει τον αρχαίον χαρακτήρα, όμως μεταδίδει εις την ψυχήν των ομοεθνών του την ζωήν και το πνεύμα του αθανάτου πρωτοτύπου.

          Βεβαίως αι ποιητικαί μεταφράσεις υποθέτουν αρκετήν φανταστικήν δύναμιν και ενθουσιασμόν, και μόνον όταν μετέχουν των υψηλών τούτων ιδιοτήτων, δεν θεωρούνται πλέον έργα μηχανικά, αλλά καλλιτεχνικά και ικανά να συντελέσουν εις εξημέρωσιν και εξευγενισμόν της γλώσσης, και εις μόρφωσιν της καλαισθησίας, κυρίως όταν, εις την φιλολογικήν απορίαν του έθνους, σπανίζουν τα πρωτότυπα δημιουργήματα. Και τούτο αληθεύει ιδίως όταν μία φιλολογία, καθώς η ιδική μας, μεταβαίνη από την παιδικήν εις την νεανικήν ηλικίαν της, εις την κρίσιμον εκείνην εποχήν, όπου κινδυνεύει να πάθη από μαρασμόν, εάν στερήται αρκετής και εκλεκτής πνευματικής τροφής. Σήμερον δε όταν ήδη πολλοί αισθάνωνται την ανάγκην να δοθή εις την γλώσσαν μας άλλη φιλολογική διαμόρφωσις, συμφωνοτέρα προς την φύσιν της και τον οργανισμόν της, θα ήταν καλόν να εννοήσωμεν, ότι εις την λύσιν του προβλήματος τούτου ολίγον θα ωφελήση η ξερή και ψυχρά θεωρία, έως ού δεν ανευρεθούν και δεν χρησιμοποιηθούν τεχνικώς οι αφανείς θησαυροί της δημοτικής μας γλώσσης, διότι τότε μόνον θα αποδειχθή το ζητούμενον, δηλαδή κατά πόσον αυτή έχει μέσα της την ικανότητα να γίνη όργανον φιλολογικόν. Εάν πιστεύωμεν εις τον προορισμόν της τούτον, άς έχωμεν και το θάρρος να την μεταχειρισθώμεν εις αγώνα με τας μορφωμένας γλώσσας των αρχαίων και των νεωτέρων. (*)

          Εις τούτο αποβλέπει και η προκειμένη μετάφρασις (**). Ηθελήσαμεν, και την φοράν ταύτην, να δοκιμάσωμεν, εάν η γλώσσα μας, οποίαν ημείς την εννοούμεν, δύναται να παρουσιασθή καλοπρόσωπος εις την προσπάθειαν να αντικαταστήση την ωραιότητα εξαίσιου πρωτοτύπου, με το να προσπεράση αβίαστα όσας δυσκολίας απαντά ο μεταφραστής εις την συντομίαν της εις το άκρον συνθετικής γλώσσης των Λατίνων, εις την γλαφυρότητα και εις ακρίβειαν της φράσεως και εις την σοφήν κατασκευήν των διστίχων, όπου η συμμετρία και η χάρις, δύο φαινομενικώς ασυμβίβαστοι ιδιότητες, συνυπάρχουν και αντιβοηθούνται, όπου η τέχνη παρακολουθεί την αφέλειαν και η αφέλεια την τέχνην.

          Το ηρωελεγείον, όπως και όλα τα άλλα μέτρα, επήραν οι Λατίνοι από τους Έλληνας. Το μέτρον τούτο έχει την αρετήν να συνδυάζη με την επικήν μεγαλοπρέπειαν την λυρικήν γοργότητα, ώστε είναι αρμόδιον να εκφράση τάς διαφόρους διαθέσεις της ψυχής. Μη παραδεχόμενοι την κατά την κρίσιν μας, νόθον εισαγωγήν αρχαίων μέτρων εις την νεωτέραν στιχουργίαν, ενομίσαμεν ότι, διά να διατηρήσωμεν τον εξωτερικόν και εσωτερικόν χαρακτήρα του ηρωελεγείου, δυνάμεθα, χωρίς παραβίασιν του κανονικού ρυθμού, να επεκτείνωμεν από δύο συλλαβάς το δεκαπεντασύλλαβων, ώστε ο νέος αυτός στίχος να ανταποκρίνεται προς τον εξάμετρον, και ο δεύτερος, δεκαπεντασύλλαβος, προς τον πεντάμετρον.

(*) Κατά πόσον το δημοτικόν μας ιδίωμα δύναται να ανταγωνισθή προς νεωτέραν φιλολογικήν γλώσσαν μαρτυρεί η εξαισία μετάφρασις του Κορυδαλλού του Shelley (υπό Εφταλιώτη Εστία 1890, τόμ. Α΄, αριθ. 25), αν και ημείς δεν συμφωνούμεν καθ’ όλα με την γλωσσικήν μέθοδον του αξιοτίμου μεταφραστού.

(**) [Πρόκειται για το μετάφρασμα του Γ΄ Ελεγείου του Αλβίου Τιβούλου, που δημοσιεύεται σ’ αυτό τον τόμο στη σειρά «Μικρά μεταφράσματα»]. Σ. 306-307.

          ΙΑΚΩΒΟΣ  ΠΟΛΥΛΑΣ

          ΑΛΒΙΟΥ ΤΙΒΟΥΛΛΟΥ: ΕΛΕΓΕΙΟ Γ΄

Χωρίς εμέ του Αιγαίου τον αφρόν θα σχίσετε, ώ Μεσσάλα’

   είθε και σύ και οι σύντροφοι να μή με λησμονήτε’

στ’ άγνωστα χώματά της ασθενή κρατεί η Φαιακία’

   μή, μαύρε θάνατε, ώ σκληρέ, σ’ εμέ το χέρι απλώσεις’

μή μου το απλώσεις, δέομαι’ σιμά δεν έχω τη μητέρα

   τα κόκκαλά μου αφού καούν να κλείσει στην ποδιά της,

την αδελφήν με μυρ’ ασσυριακά την τέφραν μου να ράνει

   και στην ταφήν μου με λυτές να οδύρεται πλεξίδες’

δεν έχω την Δηλίαν μου’ και αυτή, πρίν με ξεπροβοδήσει,

   όλους, μου είπαν, τους θεούς είχ’ ερωτήσει πρώτα’

τρίτην φοράν τον ιερόν λαχνόν επήρε από το αγόρι,

   και άσφαλτ’ από το τρίστρατο της έφερνε σημεία’

αν κι εδηλούσαν όλα επιστροφήν, τα δάκρυά της ερρέαν,

   και ως πήγαινα τα μάτια της θλιφτά με ακολουθούσαν’

κι εγώ που την εθάρρευα προτού, καθώς εσυνταζόμουν

   ανήσυχος κάθε αφορμήν ζητούσ’ αργοπορίας’

πότε μου πταίαν όρνεα κακά και τέρατα του ολέθρου,

   πότε του Κρόνου η σεβαστή μ’ εμπόδιζεν ημέρα’

πόσες ξεκίνησα φορές κι ενώ το πόδι στο κατώφλι

   σκόνταψε, ώ πόσα θλιβερά προμάντευε η ψυχή μου.

Άς μην αναχωρεί κανείς εάν ο Έρως δεν το θέλει.

   ειδεμή άβουλα θεού πώς κίνησε άς θυμάται.

Τί μ’ ωφελεί στην Ίσιδα θεάν το σέβας σου, ώ Δηλία,

   τα σείστρα εκείνα οπού συχνά τα χέρια σου κρατούσαν;

και τί στον νόμον της πιστή σ’ αγνόν να λούεσαι λουτήρα,

    και μόνη, δε το λησμονώ, σ’ αγνήν να πέφτεις κλίνην;

Τώρα, θεά, γενού σ’ εμέ βοηθός, και πόσα θεραπεύεις

   εικόνες δείχνουν κρεμαστές πολλές είς τον ναόν σου,

αν σου προσφέρει εκείνα οπού για με σου ετάχθηκε η Δηλία,

   στα πρόθυρά σου με λινό μαγνάδι σκεπασμένη,

και κάθε ημέρα δυό φορές, λαμπρή στο πλήθος των Φαρίων,

   με τα μαλλιά της απλωτά να σε δοξολογήσει’

στους πατρικούς Πενάτες μου κι εγώ να φθάσω και να καίω

   εις τον αρχαίον Λάρητα λιβάνι κάθε μήνα.

Πόσο ευτυχούσε ο κόσμος στον καιρόν που κυβερνούσε ο Κρόνος,

   πριν τόσοι δρόμοι απέραντοι παντού την γην ανοίξουν’

δεν είχεν αψηφήσει ακόμ’ η δρυς τα γαλανά πελάγη

   ουδέ πλατιά στον άνεμον τον κόλπον της απλώσει,

ουδέ για κέρδη σ’ άγνωστες στεριές παράδερνεν ο ναύτης,

   ουδέ με είδη ξένης γης, εβάρυνε το πλοίον’

τότε δεν είχε ο ταύρος στον ζυγόν την δύναμίν του σκύψει

   και μήτ’ ο ίππος χαλινόν είχε δαγκάσει ακόμη’

θύραν δεν είχε ανθρώπου κατοικία και στους αγρούς κανένας

   λίθος να δείχνει σύνορα δεν ήταν στυλωμένος’

το δένδρο εις τον αμέριμνον θνητόν εχάριζε το μέλι,

   γάλα γεμάτο πρόσφερνεν η αρνάδα το μαστάρι’

οργή, διχόνοια, πόλεμος, ποσώς δεν ήσαν, και κανένας

   μ’ άπονην τέχνην χαλκουργός δεν είχε κόψει ξίφος’

αλλά στο κράτος του Διός σφαγές, φόνοι, ποτέ δεν λείπουν,

θάλασσα, τώρα, και άπειροι, τώρα, θανάτου τρόποι.

Μή, ώ Πατέρα! Επίορκος εγώ δεν είμαι για να τρέμω,

   ή λόγον πρόφερα ποτέ βαρύν στους Αθανάτους’

αλλ’ αν η Μοίρα εχάραξε ως εδώ το μάκρος της ζωής μου

   τούτ’ άς γραφθούν στο μάρμαρον οπού νεκρόν θα μ’ έχει.

«Εδώ κείται από θάνατον πικρόν σβημένος ο Τιβούλιος

   ενώ παράδερνε παντού στο πλάγι του Μεσσάλα».

Όμως εμέ, του Έρωτος πιστός ως είμαι, θα οδηγήσει

   η Αφροδίτ’ η ίδια στο ηλύσιο περιβόλι’

εκεί δεν παύουν άσματα, χοροί, και ως τύχει σκορπισμένα

   πουλιά με λεπτόν λάρυγγα γλυκά τραγούδια χύνουν’

χέρσος ο αγρός κιννάμωμον γεννά και εις όλα της τα μέρη

   η αγαθή γη τριαντάφυλλα γεμίζει ευωδιασμένα,

και με τ’ αγόρι ανάμικτες γελούν και παίζουν οι παρθένες

   και ο Έρως αδιάκοπα πολέμου πλέκει αιτίες.

Αυτού μένουν εκείνοι, οπού σκληρή ώρα θανάτου επήρε

   απ’ την αγάπην και φορούν όλοι μυρτιάς στεφάνι.

Αλλά τόπος επάρατος βαθιά στο απέραντο σκοτάδι

    στέκει και μαύροι ποταμοί βροντούν ολόγυρά του.

Η Τισιφόνη ξέπλεκη, με οχιές που έχει για μαλλιά της,

    μανίζει και παντού σκορπά των ασεβών τα πλήθη’

στ’ άνοιγμα εμπρός ο Κέρβερος, φριχτός με στόματα δρακόντων,

   ουρλιάζει ανύστακτος σιμά στον χάλκινον πυλώνα’

του Ιξίονος, πού ετόλμησ’ ο ασεβής την Ήραν να πειράξει,

   τα μέλη ο γλήγορος τροχός τ’ αμαρτωλά γυρίζει’

Ο Τιτυός σ’ εννέα πλέθρα γης εξαπλωμένος τρέφει

   με σπλάχνα αιματοστάλακτα το επίμονο γεράκι’

στην λίμνην μέσα ο Τάνταλος σκυφτός την δίψαν του να σβύσει

   το νερό βλέπει ανέλπιστα να σύρεται απ’ εμπρός του,

και οι Δαναϊδες, που σκληρά πολύ στην Κύπριδ’ ανομήσαν,

   ρίχνουν εις στάμνες άπατες τα ύδατα της λήθης.

Αυτού να πέσει, αν είναι, ο πονηρός της ποθητής μου πλάνος,

   πού ευχήθη μες το στράτευμα να φθείρω την ζωήν μου.

αλλά συ μείνε αμόλυντη, ώ καλή, και της αγνής σου γνώμης

   πιστός να στέκει φύλακας εις το πλευρό σου η γραία.

Παραμυθάκια να σου λέγει αυτή, και άμα τον λύχνον στήσει

   από ηλακάτην φουντωτήν μακρύν να βγάζει γνέμα

και η κόρη, ενώ στο έργον το βαρύ προσηλωμένη γέρνει,

   αγάλι από το νύσταγμα το εργόχειρο ν’ αφήνει’

έξαφνα εγώ να φθάσω αυτού, χωρίς προμήνυμα να λάβεις,

   αλλά ουρανόθεν να φανώ στο πλάγι σου σταλμένος’

τότε, όπως νάσαι, με όλες τες μακρυές πλεξίδες ανωκάτω,

   πετάξου εμπρός μου με γυμνό το πόδι σου, ώ Δηλία.

Δόστε, θεοί μου, εκείνο το ιλαρό δροσάτο χαραμέρι

   σ’ εμάς να φέρουν της λευκής Ηούς οι ροδιν’ ίπποι.

                   Albius  Tibullus, σ. 481-483.

 

Παρασχολιάζοντας  

         «Ο Ιάκωβος Πολυλάς έζησε ανάμεσα στην Αθήνα και στην Κέρκυρα, ανάμεσα στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, ανάμεσα στην αρχαία και στη νέα Ελλάδα, ανάμεσα στον Όμηρο και το Σολωμό και ο άθλος του είναι πώς όντας κατάκορφα της ψυχής του Νεοέλληνας, κατάφερε να ενώσει την Ελλάδα με την Ευρώπη, να αναστήσει την αρχαία μεσ’ απ’ τη νέα Ελλάδα, να φέρει την Κέρκυρα στην Αθήνα και να κάνει πανελλήνιο το Σολωμό. Ο Πολυλάς συνέχισε το οικοδομικό έργο του Σολωμού, το πήρε απ’ τα χέρια του δασκάλου και πάλαιψε με την τολμηρή προσωπικότητά του για να χτίσει τον πνευματικό μας πολιτισμό. Ο Πολυλάς είναι πανελλήνια μορφή αναγεννητή και στον πνευματικό και στον πολιτικό τομέα.»

                        Γιώργος  Βαλέτας

     Στα Σαιξπηρικά σημειώματα στα Λογοτεχνικά Πάρεργα το τελευταίο διάστημα, μιλώντας για ορισμένες από τις ελληνικές μεταφράσεις των Σονέτων του άγγλου δραματουργού Ουίλλιαμ Σαίξπηρ που έχουμε διαβάσει, αναφερθήκαμε ακροθιγώς σε ένα μικρό φιλολογικό κείμενο που επανήλθε στη μνήμη μας, σχετικά με την μετάφραση ξένων ποιητικών έργων στην ελληνική γλώσσα. Τίτλος του «κούτσικου» φιλολογικού αυτού κειμένου είναι «Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ» και το υπογράφει ένα από τα πλέον οξυδερκή πνεύματα των ελληνικών γραμμάτων και ενδεχομένως, ο σπουδαιότερος θεμελιωτής της νεοελληνικής κριτικής σκέψης στην πατρίδα μας, μετά την επανάσταση του 1821 και την απελευθέρωση του ελληνικού κράτους από τον οθωμανικό ζυγό. Ο Κερκυραίος  λόγιος, πολυμαθής κριτικός και διηγηματογράφος, μεταφραστής και εκδότης εφημερίδων, επτανήσιος πολιτευτής- χρημάτισε βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου επί πρωθυπουργίας Χαριλάου Τρικούπη-, ένθερμος, αγωνιστής υποστηρικτής της Ενώσεως της Επτανησιακής πολιτείας με τον κεντρικό κορμό της Ελλάδας, ο γλωσσομαθής Ιάκωβος Πολυλάς (Κέρκυρα 1/10/1825 - 25/7/ 1896). Ο εμβριθής αυτός φιλόλογος και κριτικός που θεωρήθηκε «πρόδρομος» του Γιάννη Ψυχάρη, τον αποκάλεσαν όχι αδίκως και υπερβολικά ο «απόστολος» του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού, υπήρξε μαθητής και συνεχιστής του, ερμηνευτής και «εκλαϊκευτής» του, και ήταν και μπορεί ακόμα να είναι, η πρώτη και ίσως «μοναδική» οδός γνωριμίας και αποδοχής μας, ημών των νεοελλήνων με το Έργο του πρώτου της Επτανησιακής Σχολής και πρωτοκορυφαίου της νεοελληνικής λογοτεχνίας Σολωμού. Ιάκωβος Πολυλάς, ένα πνεύμα διαρκώς ανήσυχο πέρα και πάνω από την εποχή του, πολλαπλά δημιουργικό, κριτικά σπινθηροβόλο, καρποφόρο, συνθετικό και αναλυτικό μαζί. Μια προσωπικότητα των ελληνικών γραμμάτων πρωτοπόρα στην εποχή της, μεταφραστής και σχολιαστής, μετέφρασε σε άψογη για τα χρόνια του δημοτική γλώσσα τα εμβληματικά θεατρικά έργα «Τρικυμία» (1855) και «Άμλετ» (1889), του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ συνοδεύοντάς τα με εκπληκτικούς σχολιασμούς και παρατηρήσεις. Οι δύο αυτές κύριες του αξιοπρεπείς μεταφράσεις, από τότε που κυκλοφόρησαν προσέχτηκαν και εκτιμήθηκαν από τους ειδικούς και τους πνευματικούς κύκλους των Επτανήσων και όχι μόνο. Από τα αρχαία ελληνικά μετέφρασε και εξέδωσε ακόμα τα Ομηρικά έπη «Ιλιάδα» και «Οδύσσεια» (η μετάφραση του Πολυλά υπήρξε μετά την μεταπολίτευση και την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976, διδακτέα ύλη στην μέση εκπαίδευση), ακόμα Λατίνους ποιητές και ορισμένους σύγχρονους όπως μας δείχνουν τα «Μεταφράσματά» του. Διετέλεσε γραμματέας από την ίδρυσή της έως τον τερματισμό των εργασιών της, της Ιονίου Εταιρείας (1860-1864) η οποία είχε σαν στόχο την διάδοση και προαγωγή των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών, επίσης ανέλαβε την θέση του αρχισυντάκτη της εφημερίδας «Η Αναγέννηση» που εξέδιδε το ομώνυμο σωματείο στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Κέρκυρα. Κατά την διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας υπήρξε μαχητικός δημοσιογράφος και πολιτικός αρθρογράφος. Δημοσιεύματά του, κείμενά και κριτικά του σχόλια, σατιρολογήματα, διαβάζουμε στην σατιρική εφημερίδα «Ο Κώδων», στο φιλελεύθερων πολιτικών θέσεων έντυπο «Ρήγας Φεραίος», και στην επίσης σατιρική εφημερίδα «Βούκινο» την οποία εξέδιδε με την συνεργασία του Γεωργίου Καλοσγούρου. Όμως ο μετριοπαθής Κερκυραίος σοβαρός πολιτικός και υπέρμαχος της χρήσης και υιοθέτησης μιάς Δημοτικής γλώσσας νηφαλιότερου ύφους και εκφραστικής στον δημόσιο λόγο και την συγγραφική τέχνη, μακριά από τις ακραίες γλωσσικές επιθυμίες του μεταγενέστερου Γιάννη Ψυχάρη («Το Ταξίδι») ή τις θέσεις του πειραιώτη Αλέξανδρου Πάλλη («Κούφια Καρύδια») και ορισμένων άλλων «πολιτικά αναρχιζόντων» Δημοτικιστών, του ευρύτερου κλίματος του περιοδικού «Ο Νουμάς», (το γνωστό περιοδικό όργανο των Δημοτικιστών) παρ’ ότι δεν μας άφησε μεγάλο πεζογραφικό έργο, (τρία διηγήματα), ποιητικό (ορισμένα σονέτα) ή μεταφραστικό, όπως ομογνωμούν το σύνολο των μελετητών του, υπήρξε ένας άρτια καταρτισμένος και με ευρεία παιδεία, πολυμαθής έλληνας συγγραφέας, κυρίως κριτικός και θεωρητικός, μελετητής της ελληνικής γραμματείας. Ο προερχόμενος από ευκατάστατο και καλλιεργημένο οικογενειακό περιβάλλον-αν και ορφανός από μικρή ηλικία από πατέρα Ιάκωβος Πολυλάς, θεωρείται όχι αδίκως, ένας από τους επιφανέστερους επτανήσιους δημιουργούς. Ο πολύγλωσσος και πλατειά μορφωμένος Κερκυραίος λόγιος, συμπεριλαμβάνεται ως ο δεύτερος μετά τον εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό, αρχηγέτης της Επτανησιακής Σχολής. Το κριτικό του έργο και τα ερμηνευτικά του μελετήματα, οι πρόλογοι και οι επιμέλειες του Ιάκωβου Πολυλά, οι θεωρητικές του σοβαρές και οξυδερκείς θέσεις του για την ελληνική γλώσσα και άλλα φιλολογικά ζητήματα που τον απασχόλησαν είναι κάτι σπάνιο για τα ελληνικά γράμματα του 19ου αιώνα. Η πολυμέρεια του χαρακτήρα του, τα πνευματικά του ενδιαφέροντα, η κριτική οξυδέρκεια της σκέψης του, η πολιτική του ακεραιότητα-κατά τα τρία διαστήματα των βουλευτικών του υποχρεώσεων- εκτιμήθηκαν από πολύ νωρίς από τους πνευματικούς κύκλους και διανοουμένους των χρόνων του τόσο της Ιονίου Πολιτείας όσο και της κεντρικής Ελλάδας. Χαρακτηριστική είναι η θετική γνώμη και τα όσα έγραψε για τον Ιάκωβο Πολυλά ο δάσκαλος και ποιητής, πάντα πατρικός συμβουλάτορας Κωστής Παλαμάς και οι επαινετικές κρίσεις άλλων λογίων της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Γράφει μεταξύ άλλων σημαντικών ο Κωστής Παλαμάς (σε γλώσσα όχι Δημοτική) στο «Το έργον του κριτικού» πρωτοδημοσιευμένο στην «Εστία» του 1891, τώρα και στα «Άπαντα» του ποιητή των εκδόσεων «Μπίρη» και στο «ΙΙ Παράρτημα» της έκδοσης των «Κριτικών Κειμένων» του Ιάκωβου Πολυλά, του «Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη» σε επιμέλεια του ομότιμου καθηγητή Θεοδόση Πυλαρινού, σελίδες 393-406:

«….Αλλά και θα ετύφλωττα προς ουσιώδη, αν παρέλειπα συγχρόνως να ομολογήσω ότι ο Πολυλάς αποτελεί ξεχωριστόν όλως και αξιοθαύμαστον φαινόμενον εν τη φιλολογία της νεωτέρας Ελλάδος’ αμφιβάλλω δε αν και ξένων εθνών αι φιλολογίαι δύνανται να επιδείξουν μεταφραστήν αριστουργημάτων, ούτινος η μεταφραστική εργασία υψούται εις τοιαύτην περιωπήν’ εργασία πρωτότυπος όλως, νέαν γλώσσαν, νέους ρυθμούς και σχεδόν νέαν ποίησιν παράγουσα’ εργασία την οποίαν εμπνέει η φαντασία, αλλά πρό παντός διαφωτίζει ο Λόγος. Διότι, ενώ οι διάδοχοι του Σολωμού εκληρονόμησαν ιδίως το αίσθημα του διδασκάλου και απήχησαν εις τα έργα των την μαγείαν των στίχων του, το έργον του Πολυλά ορμάται εκ της διανοίας και των περί ποιήσεως και τέχνης σκέψεων του ποιητού, των εγκατεσπαρμένων εις τους πεζογραφικούς προλόγους και σημειώσεις του’ ιδεών και σκέψεων τας οποίας αυτός πάλιν ο Πολυλάς εξεκαθάρισε και διεφώτισε και διηρμήνευσε και παρέδωκεν ούτω εις το ελληνικόν κοινόν δια της ωραίας περί Σολωμού μελέτης του, προς ανυπολόγιστον κέρδος των νεοελληνικών γραμμάτων. Ο κ. Πολυλάς είνε κριτικός, κατά την ευρυτάτην σημασίαν της λέξεως’ κατέχει το δώρον του συλλαμβάνειν τας γενικάς εννοίας των πραγμάτων, και η εργασία του δεν είνε ή υψηλή τις απόπειρα προς εφαρμογήν αυτών.». Και συνεχίζει παρακάτω ο Κωστής Παλαμάς: «Η φιλοσοφική ιδιότης του πνεύματος αυτού αναδεικνύεται εις τον αγώνα του τον πολυχρόνιον, τον απεγνωσμένον σχεδόν, της δια της μεταφράσεως των κλασικών αριστουργημάτων διαμορφώσεως της νεωτέρας ελληνικής’ το ότι δεν ωπισθοχώρησε φρικιών πρό της επικρατούσης γλωσσικής αναρχίας, το ότι δεν αφέθη τυφλός να παρασυρθή από την επιβολήν και την έξιν της καθαρευούσης’ το ότι δεν ηρκέσθη εις τον πρωτόγονον τύπον της αφελούς δημοτικής γλώσσης, αλλ’ ωνειροπόλησε και μεγαλοτόλμως ανέλαβε βαθμηδόν δημιουργίαν νέου γλωσσικού τύπου, αξίου της τέχνης και αξίου του εθνους’ το ότι τα αντιτιθέμενα και συγκρουόμενα ταύτα στοιχεία ανέλαβε να συνενώση εις αρμονικόν σύνολον και εκ του χάους να εξαγάγη έναν κόσμον ταύτα πάντα δύνανται να προκαλέσωσι παντοίας αμφισβητήσεως ίσως περί του βασίμου του έργου του και του δυνατού της εφαρμογής του, αλλ’ ουδεμία, κατά την γνώμην μου, συγχωρείται αμφισβήτησις της φιλοσοφικής ευρύτητος και της διαγνωστικής δυνάμεως του πνεύματος αυτού…..».   

Όμως πέρα και πάνω από όλα αυτά τα θετικά και σημαντικά που έχουν γραφτεί, δημοσιευτεί για την προσωπικότητα, τις κριτικές απόψεις και θέσεις, το οξύ πνεύμα και την ριζοσπαστική σκέψης του Ιάκωβου Πολυλά, τις ουσιαστικές απόψεις του για την «φιλολογική μας γλώσσα», την ευστοχία της κριτικής του απάντησης στον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο, «Πόθεν η μυστικοφοβία…», την κριτική του των «Ειδώλων» του Εμμανουήλ Ροϊδη και αρκετές άλλες ευσύνοπτες συγγραφικές φιλολογικές εργασίες του,  δίχως να τα παραβλέπουμε ή να τα προσπερνάμε όλα τα άξια λόγου δημοσιεύματά του ως αρχειακά ντοκουμέντα απαραίτητα και χρήσιμα στην γενική «προϊστορία» ή των αρχών της εξέλιξης της καθολικής ιστορίας της ελληνικής γραμματείας, των φιλολογικών μας πραγμάτων τους τελευταίους δύο αιώνες, η συμβολή του Ιάκωβου Πολυλά υπήρξε τεράστια, σημαδιακή και καθοριστική για τα φιλολογικά γράμματα στην πατρίδα μας, όσον αφορά το έργο του εθνικού μας ποιητή και την επιμέλεια και έκδοση, την φροντίδα των «Απάντων» του Διονυσίου Σολωμού. Τα «ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ» στο έργο του Διονυσίου Σολωμού είναι ο αναμμένος ακόμα φάρος  ερμηνείας, που φωτίζει το έργο του. Οικογενειακός φίλος της καλλιεργημένης μητέρας του, ο Ιάκωβος Πολυλάς γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια τον Κόντε Διονύσιο Σολωμό, σταθερό επισκέπτη της οικογενειακής του εστίας. Μαθητής του, βοηθός του σε πνευματικά ζητήματα, φίλος και συμπαραστάτης του, επιμελητής και εκδότης των Ευρισκομένων Απάντων του εθνικού μας ποιητή (1859), με τα «Προλεγόμενα» στο συγκεντρωμένο και επεξεργασμένο από τον Πολυλά Σολωμικό έργο, έγινε ο πλέον κατάλληλος για όλους του μελετητές, ερευνητές, γραμματολόγους, φιλολόγους και κριτικούς, ιστορικούς της ελληνικής λογοτεχνίας, ακόμα και ανώνυμους φιλαναγνώστες που θα ήθελαν να ασχοληθούν, να ερευνήσουν, να κατανοήσουν το ποιητικό και υπόλοιπο έργο του Διονυσίου Σολωμού. Ο Πολυλάς ήταν ο «κατάλληλος άνθρωπος», ο επαρκέστατος στην κατάλληλη χρονική στιγμή που έφερε σε επαφή, μας έδωσε τα κατάλληλα φιλολογικά εργαλεία και ερμηνευτικά κλειδιά να γνωρίσουμε και αποδεχτούμε τον Διονύσιο Σολωμό ως τον πρώτο των νεοελληνικών μας γραμμάτων. Ενδεχομένως να ήταν διαφορετική η μοίρα του Σολωμικού έργου δίχως το σοβαρό και αμέριστο ενδιαφέρον και φροντίδα του Ιάκωβου Πολυλά. Τα «Προλεγόμενα» του Ιάκωβου Πολυλά υπήρξαν για αρκετές δεκαετίες και είναι ακόμα ο μόνος φακός ερμηνείας και αποδοχής της Σολωμικής ποίησης. Στου Πολυλά τις εργασίες οφείλουμε την γνωριμία μας και την αγάπη μας, την αποδοχή μας για την ποίηση του Σολωμού, ακόμα και η δική μας γενιά των φιλότεχνων μετά το 1974. Δεν ήταν «Ο Ύμνος» του Σολωμού που μας έφερε σε επαφή μαζί του, και ας ξέραμε απέξω πολλούς του στίχους και ας σιγοψιθυρίζαμε ακολουθώντας τον μουσικό ρυθμό του Νικόλαου Μάντζαρου, ήταν το διάβασμα των «Προλεγόμενων» που μας κοινώνησε με την Σολωμική ποιητή φλέβα και όχι ο άχαρος σχολιασμός των διδασκάλων μας στις σχολικές αίθουσες που, περισσότερο, λειτουργούσαν ως «φερέφωνα» της εθνικής ιδεολογίας της εποχής παρά ως ενημερωμένοι φιλόλογοι. Αν δεν ήταν ο Ιάκωβος Πολυλάς ίσως να μην τον γνωρίζαμε και τον αναγνωρίζαμε όσο του άξιζε του Σολωμού. Χωρίς τα «Προλεγόμενα» του, την επιμέλεια και θέρμη της αγάπης του για το έργο του συμπατριώτη του ποιητή και την ευθύνη που ανέλαβε στην έκδοση ίσως και διάδοση των Απάντων του, η ιστορία της ελληνικής γραμματείας θα είχε άλλη εξέλιξη, άλλο μπορεί αφετηριακό κέντρο αναφοράς και εξέτασης. Ακόμα και σήμερα που οι αναγνωστικές προτιμήσεις μας έχουν αλλάξει, η φιλολογία στον τόπο μας έχει ανοίξει τα φτερά της και έχει αποκτήσει χαρακτήρα κοσμοπολίτικο, τον λυρικό και ρομαντικό Διονύσιο Σολωμό (κατά Γ. Βελουδή) εξακολουθούμε να τον βλέπουμε με την λυχνία που μας τον φώτισε ο Ιάκωβος Πολυλάς και αυτό, δεν πρέπει να το λησμονούμε, παρά τις δεκάδες σύγχρονες μελέτες και καινούργια δοκίμια που έχουν γραφτεί, βιβλία νέων μελετητών που έχουν κυκλοφορήσει για την αξία του Διονυσίου Σολωμού. Πόσο απέχουν οι κρίσεις του Καιροφύλλα για την παρουσία του Δ. Σολωμού από αυτές του Πολυλά είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς. Η εξεταστική μας πορεία και προβληματική εξαρτήθηκε από την δική του καθαρά οπτική, εύστοχα και ακριβοδίκαια μεταξύ άλλων επαινετικών επιθετικών προσδιορισμών που έχουν δοθεί στον Ιάκωβο Πολυλά θα επικροτήσουμε και τον χαρακτηρισμό του ως ο απόστολος του Διονυσίου Σολωμού και της ποίησής του, του αξίζει, έστω και αν δεν συναντάμε στην δική του πορεία την μεταστροφή του Σαούλ.  Διπλό το κληροδότημα στα ελληνικά γράμματα, (Σολωμός- Πολυλάς) οφειλόμενη τιμή μνημόνευσης στην ανάπτυξη και καλλιέργεια των Σολωμικών Σπουδών για κάθε γενιά νέων ποιητών και λογίων. Είναι και θα παραμείνει ο αναστηλωτής. Απαραίτητα, καρποφόρα εφόδια τα φιλολογικά- κριτικά του σχόλια. Τα ελληνικά γράμματα και ο νεοελληνικός πολιτισμός οφείλουν στον Κερκυραίο λόγιο Ιάκωβο Πολυλά πολλά. Για τους όποιους περισπούδαστους «κακεντρεχείς» αναγνώστες αυτής της ιστοσελίδας ας μας πιστώσουν τον υπερβολικό μας τόνο και τα λεγόμενα, τα αφήνουμε πίσω μας.

     Σ’ ένα παλαιό ολιγοσέλιδο άρθρο του, ο Σολωμιστής καθηγητής κυρός Νικόλαος Β. Τωμαδάκης με τίτλο: «Επτανησιακά φιλολογικά: Ο Πολυλάς ποιητής και σονεττογράφος», βλέπε περιοδικό «Νέα Εστία» τχ.236/15/10/1936, τόμ, 20ος, σ. 1418-1421, αναφέρει σχετικά, αξιολογώντας το έργο του Ιάκωβου Πολυλά, μια δεκαπενταετία πριν την έκδοση των Απάντων του (1950) από τον χαλκέντερο αναστηλωτή Γιώργο Βαλέτα: «Και το μάζεμα σε τόμο της πρωτότυπής του παραγωγής-των τριών σονέττων, των τριών διηγημάτων, των τριών άλλων τραγουδιών κει ελεγείων- των μικρότερων του μεταφράσεων και κάποιων γραμμάτων του φιλολογικών που έτυχε να ιδώ και να νομίσω όχι ανάξια ενδιαφέροντος, δίπλα στο κριτικό του έργο και τις πραγματείες του για τη γλώσσα, θα ‘δινε μια καθολικώτερη ιδέα του έργου του εξαιρετικά περίεργου αυτού επτανήσιου λογίου και στοχαστή, στον οποίον αποκλειστικά οφείλει ο νεοελληνικός πολιτισμός το Σολωμό, ως τον νιώθουμε και σήμερ’ ακόμα, που καμμιά μεταφυσική επιπολαιότητα δεν κατόρθωσε να ερμηνεύση κατά τρόπο διάφορο καλλιτεχνικά και για να ‘μια δίκαιος τα κείμενα του Σολωμού, μαζεμένα, αντιγραμμένα, σχολιασμένα, μεταφρασμένα, καταταγμένα τέλος με το χέρι και την ισόρροπη κρίσι του, κρίσι που ολοένα θα θαυμάζωμε όσο εισχωρούμε και στο μηχανισμό και στην οντότητα του μεγάλου έργου, κρίσι που τη δυνάμωσεν η αγάπη προς το μεγάλο ηθικό ανάστημα του Σολωμού και την έθρεψε η γνώσις, αναντικατάστατη πιά.».

      Συμφωνούν μέχρι σήμερα, δίχως φιλολογικές ενστάσεις- το σύνολο των ελλήνων και ελληνίδων επιστημόνων και έγκυρων ερευνητών, ότι διασώθηκε στην μορφή που το γνωρίζουμε το ποιητικό corpus του Διονυσίου Σολωμού από τον Πολυλά. Κάτω από μιαν άλλη φιλολογική προοπτική και εξέταση,-τα κυκλοφορούντα ήδη ποιήματα- ο ποιητής Κωστής Παλαμάς μας γνώρισε το έργο του έτερου σημαντικού επτανήσιου ποιητή, του άγνωστου στην όψη οικοδιδασκάλου Ανδρέα Κάλβου.  Ο Ιάκωβος Πολυλάς διατηρούσε αλληλογραφία του με άλλους ομοτέχνους του πολύ νεότερούς του, βλέπε την περίπτωση του ήρωα ποιητή Λορέντζου Μαβίλη και άλλων. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και την σημασία τους έχουν-όταν γράφτηκαν στην εποχή τους-, τα κριτικά και φιλολογικά του δοκίμια για την ελληνική δημοτική γλώσσα, την δημοτική μας παράδοση, οι λαογραφικές μελέτες του, τα παραμύθια, το δημοτικό τραγούδι κλπ. Οι ασχολούμενοι γραμματολόγοι με την Επτανησιακή Σχολή (ας δώσουμε δειγματοληπτικά δύο ονόματα, του Γεωργίου Ζώρα και Γιώργου Ανδρειωμένου) ούτε γίνεται ούτε μπορούν να προσπεράσουν το όνομα και το μέγεθός του, ότι συγγραφικά πάνω στην ελληνική φιλολογία μας κληροδότησε, με ότι πλούτισε την σύγχρονη μετεπαναστατική ελληνική κριτική σκέψη, κριτικό θεωρητικό λόγο, την ελληνική διανόηση ευρύτερα.

          Το 1950 ο χαλκέντερος Γιώργος Βαλέτας- ακούραστος αναστηλωτής των «Απάντων» πολλών ελλήνων συγγραφέων, στην σειρά «Νεοελληνική Βιβλιοθήκη κυκλοφορεί σε πρώτη έκδοση τον τόμο ΠΟΛΥΛΑΣ. «ΑΠΑΝΤΑ» Τα Λογοτεχνικά και Κριτικά, αναστύλωσε ο Γ. Βαλέτας, εκδόσεις Ν. Δ. Νίκας, Αθήνα, 1950. Πανομοιότυπη επανέκδοση με συμπλήρωμα από ανέκδοτα έργα κυκλοφόρησε το 1959, σελίδες 520. Ο τόμος είναι αφιερωμένος από τον Ιάκωβο Πολυλά στον φίλο και συνεργάτη του «Μνήμη Γ. Καλοσγούρου». Από αυτήν την έκδοση αντιγράφω το μικρό του φιλολογικό «Ποιητική μετάφρασις» σελ. 306-307 καθώς και την μετάφραση της Γ΄ Ελεγείας, βιβλίο Α΄, σελ. 481-483 του Λατίνου ποιητή Albius Tibullus, μετάφραση που στηρίζει τις θεωρητικές απόψεις του κειμένου του Ιάκωβου Πολυλά. Τον Απρίλιο του 2015 στην Αθήνα, οι εκδόσεις του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη στην σειρά εκδόσεών τους «Νεοελληνική Βιβλιοθήκη», σε φιλολογική επιμέλεια, εισαγωγή και σχόλια του ομότιμου καθηγητή Θεοδόση Πυλαρινού κυκλοφορεί ο τόμος Ιάκωβος Πολυλάς, «Τα κριτικά κείμενα», σελίδες 470. Η παρούσα έκδοση περιλαμβάνει χτενισμένο γλωσσικά το κείμενο «Ποιητική μετάφρασις», σελ. 239-244.

Συμπληρωματικά να αναφέρουμε ότι στις σελίδες «ΜΙΚΡΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΑΤΑ», του Ιάκωβου Πολυλά της έκδοσης του Γιώργου Βαλέτα, διαβάζουμε και την μετάφραση «ΤΥΡΤΑΙΟΥ: ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΡΙΟΝ», το «ΕΛΕΓΕΙΟ ΣΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΕΝΟΣ ΚΑΣΤΡΟΥ» του Φρ. Μάτισσον, και απόσπασμα «ΑΠΟ ΤΟΥΣ «ΤΕΧΝΙΤΕΣ» ΤΟΥ ΣΙΛΛΕΡ». Για όσους ενδιαφέρονται προτείνουμε την καλογραμμένη εργασία του καθηγητή στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο κυρίου Πάνου Καραγιώργου, «Το έργο των Επτανησίων Μεταφραστών» η οποία είναι αναρτημένη στο διαδίκτυο και μπορεί ο καθένας να διαβάσει δίχως να είναι συνδρομητή. Σε αυτήν την συγκεντρωτική, συμπεριληπτική κατάθεση μπορούμε να δούμε τι μετέφραζαν οι Επτανήσιοι, ποια ονόματα και από ποια χώρα και την αντίστοιχη γλωσσική επικράτεια, καθώς και οι της αρχαίας κλασικής γραμματείας και οι λατινιστές.

     Από την έκδοση του ιδρύματος «Κώστα και της Ελένης Ουράνη», και την Εισαγωγή του επιμελητή Θεοδόση Πυλαρινού, στην παρουσίαση «ΤΡΙΑ ΜΙΚΡΟΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ» σελ. 53-54, διαβάζουμε:

«Στην Εστία ο Πολυλάς δημοσιεύει τρείς μικρές φιλολογικές μελέτες, στις οποίες είναι φανερό το ενδιαφέρον του για θέματα μικρότερης σημασίας, για ψηφίδες που συμπληρώνουν τη θεωρητική και τη γραμματολογική προσφορά του. Θα μπορούσε να τις εκλάβει κανείς ως άτυπες σημειώσεις ή σχόλια των ευρύτερων μελετών ή των δοκιμίων του.

          Το κείμενο του Πολυλά «Ποιητική μετάφρασις», δημοσιεύτηκε το 1891. Είναι ένα σύντομο κείμενο, εισαγωγικό της μεταφραστικής εργασίας του στις ελεγείες του Τίβουλλου’ δοκίμιο για τη θεωρία της μετάφρασης θα το χαρακτηρίζαμε.

          Τονίζει τη σημασία της μετάφρασης ως κειμενικού είδους, το οποίο μεταδίδει το πνεύμα των πρωτότυπων αριστουργημάτων. Τη μετάφραση των απαιτητικών ποιητικών έργων ο Πολυλάς τη συνδέει με τη συνύπαρξη ενθουσιασμού και φαντασίας’ θεωρεί δε ότι οι καλαίσθητες μεταφράσεις αναπληρώνουν μερικώς την έλλειψη πρωτότυπων λογοτεχνικών κειμένων και διαμορφώνουν λεπτά αισθητικά κριτήρια στους αναγνώστες. Δίνει έμφαση στη ζωτική σημασία της γλώσσας της μετάφρασης, ώστε να καταστεί εργαλείο ποιοτικής μετάδοσης, προϋπόθεση της οποίας θεωρεί ακριβώς την καλλιέργεια της γλώσσας. Επενδύει στην αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της ως μορφωτικού συντελεστή, με το σκεπτικό ότι μπορεί να φέρει τον αναγνώστη σε επαφή τόσο με την αρχαία ελληνική και τη λατινική όσο και με τις γλώσσες των προηγμένων ευρωπαϊκών λογοτεχνών.

          Οι μετρικές του καινοτομίες είναι γνωστές από προγενέστερες μεταφράσεις του, ενώ η τόλμη του υποδηλώνει το ανανεωτικό πνεύμα του. Η χρήση νέων μέτρων στην απόπειρά του αυτή (η εναλλαγή ρν προκειμένω δεκαεπτασύλλαβου με δεκαπεντασύλλαβο) εντάσσεται στη λογική της προσαρμογής στο ήθος της δημοτικής και στην ευρυθμότερη απόδοση της ποίησης του Τίβουλλου».

          Όσον αφορά την περίπτωση του άγγλου δραματουργού Ουίλλιαμ Σαίξπηρ και τα δύο έργα του που καταπιάστηκε να μεταφράσει στα ελληνικά ο Κερκυραίος Ιάκωβος Πολυλάς, αξίζει να διαβάσουμε εκ νέου την μικρότερη σε έκταση «Μελέτη εις την Τρικυμία» και την μακροσκελέστατη «Μελέτη εις τον Αμλέτον». Το Σαιξπηρικό έργο «Άμλετ» όπως αναφέραμε σε προηγούμενη καταγραφή έχει επανεκδοθεί από τις εκδόσεις «Ιδεόγραμμα». Για δε την Αλληλογραφία του Ιάκωβου Πολυλά με τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη, βλέπε και την παρουσίαση της πειραιώτισσας καθηγήτριας Μαρίας Μαντουβάλου, «Ανέκδοτος Αλληλογραφία Πολυλά- Μαβίλη», Αθήνα 1969, στην σειρά «Κείμενα και Μελέται Νεοελληνικής Φιλολογίας». Στην τρίτη κατά σειρά επιστολή του Ιάκωβου Πολυλά από την Κέρκυρα, που αποστέλλει ο επτανήσιος μεταφραστής στον Λορέντζο Μαβίλη που βρίσκεται για σπουδές στη Γερμανία, πληροφορεί τον νεαρό ποιητή Λαυρέντιο για τις διορθώσεις της μετάφρασης, τα προλεγόμενα και τα σημειώματα εις τον «Αμλέτον. Γράφει ο Πολυλάς στο νεαρότερο φίλο και σπουδαστή ήρωα της μάχης του Δρίσκου, ποιητή και μεταφραστή Μαβίλη: «Καταγίνομαι εις τα προλεγόμενα και εις τα σημειώματα εις τον Αμλέτον’ εις την μετάφρασιν έχω κάμει αρκετάς μεταβολές, και τώρα νομίζω ότι θα είναι κάπως presentable.». Ενώ, για την «Μεταφραστική Ηθική του Ιακώβου Πολυλά» αξίζει να διαβάσουμε την χρήσιμη μελέτη του κυρίου Δημητρίου Πολυχρονάκη η οποία δημοσιεύεται στον τόμο «ΑΜΛΕΤΟΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΣΑΙΚΣΠΕΙΡΟΥ» έμμετρος μετάφραση Ιακώβου Πολυλά, φιλολογική επιμέλεια Μάρας Γιάννη, προμετωπίδα Γιάννης Κυριακίδη, εκδόσεις «Ιδεόγραμμα», Αθήνα, 9, 2000, και για επιπλέον, το αφιερωματικό τεύχος στον Ιάκωβο Πολυλά του διπλού Κερκυραϊκού λογοτεχνικού περιοδικού «Πόρφυρας».

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2025             

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου