Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2025

ΟΜΟΡΦΙΕΣ ΤΗΣ ΦΡΕΑΤΙΔΑΣ του Ν. Ι. Χαντζάρα

 

ΠΟΥ ΕΙΝΕ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΑ ΠΑΛΙΑ!

          ΟΜΟΡΦΙΕΣ ΤΗΣ ΦΡΕΑΤΙΔΑΣ

Του κ. Ν. Ι. Χαντζάρα

Εφημερίδα «Χρονογράφος» 1η Ιανουαρίου 1939

 

          Φρεατίδα! Από κει πρωτοείδα το φώς του ήλιου. Απ’ αυτή δεν είδα ομορφώτερο πράμα στον κόσμο. Εγύρισα βουνά πολλά της Ελλάδας. Πουθενά δε βρήκα την χάρη και την ομορφιά των βράχων της. Από τον Πύργο του Σκουλούδη γραμμή προς το Χατζηκυριάκειο. Αυτή ήταν η οροθετική γραμμή του βασιλείου της Φρεατίδας. Κι’ ο βασιλιάς της: Ήμουν εγώ, ήτανε ο Γιώργος ο Λαλεχός κι’ ο Νίκος ο Λαλεχός, ο Κουλάτσης, ήτανε ο Παναγής ο Καντάρης, ήτανε ο Βασίλης ο Καταρτζής, οι Τζουρντοί ή Μπογιατζήδες, αδερφοξαδέρφια, οι Νικολινάκοι, οι Καβατζάδες, οι Γιαννόπουλοι ή Στραβοκέφαλοι, κι’ άλλοι, κι’ άλλοι… Οι περισσότεροι από τους φίλους αυτούς των παιδικών μου χρόνων έχουν πεθάνει. Όλοι μας είμαστε βασιλιάδες της Φρεατίδας.

          Παρά λίγο να λησμονήσω το Μήτσο το Νέζη, ζωγράφο, τον Παπαβασιλείου, τους Πιλιλόνηδες, τον Γιώργο Χαρβαλιά, διευθυντή του «Χρονογράφου».

          Κι’ αυτοί νοιώθανε τον εαυτό τους κυρίαρχο στο μικροσκοπικό βασίλειο των βράχων και των καραμπουσιών.

          Γυμνή από σπίτια σ’ όλη την έκταση την παλιάν εκείνην εποχή η Πειραϊκή Χερσόνησος. Μόνο μια στέγη στην ακρογιαλιά της, ο σταθμός του τηλέγραφου, με το φύλακά του, την Ντίεβο, μια καλή γυναίκα νησιώτισσα, από πάνω από το μυχό «λιμανάκι», εκεί, που αργότερα ο παλιός αραμπατζής Κώστας Μπαϊκούτσης έστησε το καφενεδάκι του για τους ρωμαντικούς.

          Παραπάνω από το σταθμό του τηλέγραφου το χωριό του Χαραμή, ένας συνοικισμός από φτωχόσπιτα. Αργότερα εκεί εχτίστηκε το εκκλησάκι «Ρόδο το Αμάραντο».

          Γυμνή η Φρεατίδα από στέγες. Στο ψηλότερό της μόνο σημείο διαγραφότανε η παλιά «ντάπια», ένα πρόχωμα, που τα τοπομαχικά του θα προφύλαγαν τον Πειραιά από επίθεση εχθρική που θα γινότανε από το Σαρωνικό. Εγώ την εγνώρισα λησμονημένη και εγκαταλειμμένη, χωρίς κανόνια και μ’ άδεια τη μπαρουτοθήκη της.

          Τα σταχτιά βράχια της Φρεατίδας, οι «απορρώγες βράχοι», που κατέβαιναν ως τη θάλασσα, είχανε ένα γόητρο μεγάλο για τα παιδικά μου μάτια και για τη φαντασία μου. Από την ακρογιαλιά, που είνε οι απόκρημνοι βράχοι, έρριχνα τα μάτια μου στα ψηλώματα κ’ έπαιρνα την εντύπωση πώς τα ομοιόμορφα σχεδόν βράχια ήτανε πρόβατα, που εστιάζανε γύρω από τον τσοπάνη. Κ’ έψαχνα με το μάτι μου να βρω το βοσκόπουλο, το ευτυχισμένο, που βοσκούσε ένα τόσο όμορφο και μεγάλο κοπάδι.

          «Πέτρα στην πέτρα που πατεί,-λιθάρι σε λιθάρι». Πατήσαμε χιλιάδες φορές πάνω στα βράχια της, ανάλαφρα, χαρούμενα παιδιά-ξυπόλητα-τί ευτυχία, που χάθηκε για πάντα!- κατεβαίνοντας στο λιμανάκι του Λούβαρη, που το λέγαμε και Κατρέφτη ή στο λιμανάκι της Ντιέβως ή του Τηλέγραφου ή στη Σπηλιά του Σκουλούδη, που αργότερα την έλεγαν και Σπηλιά του Λάμπη για να κολυμπήσουμε το καλοκαίρι.

          Κάποτε τραβούσαμε και για το λιμανάκι, που βρίσκεται τώρα η Σχολή των Ναυτικών Δοκίμων. Το λιμανάκι με τα μικρά βότσαλα και την αμμουδιά. Τα πουλιά χρόνια, που είμαστε μικρά παιδιά, τίποτα δε βρισκότανε εκεί, ούτε η Σχολή, ούτε το παράπηγμα του Καλαμπάκα απάνω στα ερείπια του αρχαίου τείχους του περιβόλου.

          Κατεβαίναμε από τα ψηλώματα πηδώντας και τραγουδώντας, ανάμεσα από καραμπούσια ή σπερδούκλια, όπως ελέγαμε τους ασφοδέλους του Ομήρου, που εφύτρωναν πολύ πυκνά ανάμεσα στα βράχια και που ήτανε πανηγύρι, όταν ανθίζανε, για τα παιδικά μας μάτια. Περνούσαμε ανάμεσα από «λουμινιές» με τα κίτρινα λουλούδια τους, από κρεμμύδες, από σφάκιες, από θυμάρια, από αγκάθια, τις αγριοαγκινάρες, που μέσα στο λουλούδι τους το λιλά βόσκανε χρυσοπράσινοι τσιντζήροι.

          Εφύτρωναν εκεί κι’ άγριες ελιές, μια πιθαμή, κ’ έκαναν και καρπό, κάτι ελίτσες μικροσκοπικές σαν μισό ρεβίθι. Άς αφήσουμε τα χαμολούλουδα, τις ανεμώνες, τις παπαρούνες, τα καλογεράκια, τις αγριοβιολέτες και τα χόρτα, τα ραδίκια, τ’ αλιβάρβαρα, τις γαλατσίδες, τις καφκαλήθρες και ακόμα την κρίταμη και την κάπαρη στους γκρεμούς της ακρογιαλιάς.

          Ξαναβλέπω με τη φαντασία μου ζωηρή την εικόνα της παλιάς Φρεατίδας και την άνοιξη και το καλοκαίρι και το φθινόπωρο και το χειμώνα. Σ’ όλες τις εποχές είχανε τη μαγεία τους τα βράχια της κι’ η θάλασσά της και πέρα ο Σαρωνικός.

          Οι πιό αρρενωποί και ζωηροί από τα παιδιά προτιμούσαν να κολυμπάνε στου Λουβιάρη, το λιμανάκι, που το λέγαμε και «Κατρέφτη», ή πιό πέρα, κάτω από τους γκρεμούς της Φρεατίδας ως τη βίλλα του Φακιολά.

          Όταν ο Σκουλούδης κατέβαινε να παραθερίση στον Πύργο του και στην πύλη εστηλώνανε τις δύο πήλινες κουκουβάγιες που σήμαινε πώς ο πύργος … της είχε εγκατασταθή στον Πειραιά,- δεν επιτρεπόταν στη φτωχολογιά να παίρνη τα μπάνια της στα λουτρά του περιμαντρωμένου-τμήμα της ακρογιαλιάς κάτω από τον πύργο του.

          Γυναικόπαιδα όμως κατεβαίνανε και κολυμπούσαν, όταν δεν είχε αρχίσει ακόμα τον παραθερισμό του ή είχε ανεβή στην Αθήνα με τις πρώτες ημέρες του φθινοπώρου, ενώ ακόμα ο κόσμος εκολυμπούσε.

          Κατέβαιναν τότες από την ίδια πόρτα των λουτρών και τα «παλληκαράκια» της παλιάς εποχής, παιδιά δεκαπέντε ως δεκαεφτά χρονών.

          Η εμφάνισή τους έκανε τις λουόμενες, τις αναδυόμενες Αφροδίτες σωστές Μαινάδες. Εβγαίνανε από το νερό και τους εκάνανε υποδοχή με αμμάδες και με κατρόνια, πού πέφτανε βροχή καταπάνω τους και με άγριες βρισιές ρωμαϊκες κι’ αρβανίτικες γι’ αυτούς, για τις μαννάδες τους και για τους πατεράδες τους. Τα κακόμοιρα τα παιδιά εκάνανε «όπισθεν ολοταχώς». Όπου φύγει-φύγει.

          Ξέρω την ιστορία ενού σημερινού νοικοκύρη Πειραιώτη, που μικρός είχε πάθει μεγάλο κακό, από εξαγριωμένες γυναίκες που έπαιρναν το λουτρό του στα μπάνια του Σκουλούδη.

          Είχε από την αυγή χωθή σε μιά κουφάλα βράχου και είχε μόνος του αποκλειστή εκεί με ξερολίθι. «Καλό μπανιστήρι», θα έλεγε ένας μαγκάκος της Τρούμπας. «Καλή σκοπιά», θα έγραφε στην «Εστία» ο αλησμόνητος φίλος μου Νιρβάνας «διά ένα πτωχόν… βλεπομανή». Κ’ εγώ θέλω να πιστεύω, πώς ο φίλος μου χτίστηκε στην κουφάλα του βράχου με σκοπούς αποκλειστικά… καλλιτεχνικούς και πνευματικούς.

          Το ξερολίθι εσωριάστηκε σε μιά απρόσεχτη κίνησή του και το τί επακολούθησε δεν περιγράφεται. Οι γυναίκες τον εζωγρήσανε, τον εκάνανε μαύρο στο ξύλο κ’ έπειτα φωνάξανε μιά «παπαρούνα κόκκινη», έναν αστυφύλακα του παλιού εκείνου καιρού, και του τόνε παραδώσανε για τα «περαιτέρω».

          Παιδιά από το Τσιρλονέρι κι’ από τον Άγιο Βασίλη και το Σταυρό είχαμε κάνει διάσκεψη μια φορά στον καφενέ του Τζίλου, δίπλα από την έπαυλη Μαντζαβίνου.

          Το «ακέφαλο πτώμα» της Πειραϊκής, είχε συνταράξει τον κόσμο. Κάποιοι εκβιασμοί ανυπόπτων ρωμαντικών, κάποια ληστρικά κρούσματα, η ταχτική περισυλλογή από την αστυνομία χασισοποτών, λωποδυτών, αλητών στις σπηλιές του Σκουλούδη και στη μπαρουταποθήκη την άδεια της εγκαταλειμμένης «ντάπιας».

          Ο Αννίβας προ των Πυλών! Η Πειραϊκή Χερσόνησος έχανε σιγά-σιγά την παρθενικότητά της. Ο κόσμος εχάλασε κ’ ήταν επικίνδυνος ένας περίπατος ως εκεί.

          Κάποιο παιδί γραμματισμένο είπε:

          -Έπρεπε να είχαμε λάβει μέτρα από καιρό. Να μην επιτρεπότανε στο κάθε δίποδο χωρίς κανένα έλεγχο να πατάη τα βράχια της Φρεατίδας.

          Και ένας άλλος απάντησε.

          -Έπρεπε να περιφραχτή κι’ από την ξηρά κι’ απ’ τη θάλασσα. Ναν της υψώναμε τείχη από παντού. Και ν’ αφήναμε μόνο τους καλούς να μπαίνανε μέσα. Εκείνους που θα καταλαβαίνανε από ομορφιές του κόσμου. Αυτό ήτανε το σχέδιο κάποιου γειτονόπουλου μου, που ξέρει πολλά γράμματα και το σπίτι του είνε αρχοντικό. Είχα ακούσει από τον ίδιο, πώς θα την έκλεινε σε τείχη την Πειραϊκή ολόκληρη, αν είχε τα λεφτά του Σκουλούδη!

          Αυτή την παραμονή της Πρωτοχρονιάς γύρισε ο νους μου στα περασμένα και θυμήθηκα με βαθειά συγκίνηση, πώς ήμουνα κι’ εγώ κάποτε βασιλιάς της Φρεατίδας, εκεί, που υψώνεται τώρα η όμορφη Νέα Καλλίπολις.

             Νίκος Ι. Χαντζάρας

          «Βλέποντας όλα ως έφηβος

          κατόρθωσε και πάλι,

          τον ανδρωμένο Πειραιά

          σαν έφηβο να ψάλη…»

          Αυτό το μικρό εύθυμο τετράστιχο ήρθε στη σκέψη μου καθώς αντέγραφα τις «Ομορφιές της Φρεατίδας» του τρυφερού ποιητή των «Ειδυλλίων» Νίκου Ι. Χαντζάρα. Αυτού του ένθερμου και υπερήφανου πάντα για τον τόπο καταγωγής του Πειραιολάτρη. Γέννημα θρέμμα ο τρυφερός ποιητής σαν αρχαίος «μαρμαρογλύπτης» σμιλεύει στο μαρμάρινο ποιητικό αέτωμά του την παλαιά και σύγχρονή του ιστορία του Πειραιά και των Πειραιωτών συνδημοτών του. Διαπρεπείς Πειραιώτες, επιστήμονες και καθημερινοί άνθρωποι του μόχθου και της βιοπάλης, λόγιοι, διανοούμενοι και συγγραφείς, μηχανικοί, οδοκαθαριστές και υπάλληλοι του Δήμου, ταβερνιάρηδες και φαρμακοποιοί, δικηγόροι και πρώτοι αγωνιστές συνδικαλιστές, πολιτικοί της εποχής και δήμαρχοι της πόλης, παλαιοί συμμαθητές και καθηγητές του σε Σχολεία του Πειραιά που φοίτησε, παλαιές νεανικές παρέες και κατοπινές συντροφιές του στις Πειραϊκές ταβέρνες, τα καφενεία και τα ζαχαροπλαστεία που σύχναζε, δημοσιογράφοι και εκδότες εφημερίδων, ιερείς και αρχιερείς, πρωθυπουργοί και βασιλιάδες, πρίγκηπες και πριγκίπισσες, χαρακτηριστικές λαϊκές φυσιογνωμίες της Πόλης και θεατρώνες, γηραιές γυναίκες της γειτονιάς του με τις προλήψεις και την λαϊκή τους θρησκευτικότητα και αγαθοσύνη, γειτονοπούλες και τα μέλη της οικογένειάς του, τα ζώα του σπιτιού τους και φυσικά, ο κρημνώδης και έρημος χώρος της περιοχής του Σταυρού, της εκκλησίας του Αγίου Βασιλείου, της ακτογραμμής της Πειραϊκής, της Φρεατίδας και των μικρών ορμίσκων της, το λιμανάκι του Μπαϊκούτση (αυτό που ονομάζουμε και όρμος της Αφροδίτης, του αγίου Νικολάου), λεωφόροι και σοκάκια του Πειραιά, παλαιών χρόνων ιστορικά τοπόσημα και επαύλεις, οικοδομήματα, όλα περνούν από μπροστά μας από το προσεκτικό και παρατηρητικό βλέμμα του πάντα ευαίσθητου ποιητή και ρεπόρτερ. Άγρυπνος φύλακας της Πειραϊκής γης και των χωμάτων της, με λεκτική και φραστική ακρίβεια και παρατηρητικότητα σαν τον αρχαίο δούλο του βασιλιά των βασιλέων των Περσών Δαρείου, μας υπενθυμίζει διαρκώς ποιό είναι το ένδοξο παρελθόν της Πόλης, ποιά η καταγωγή μας, η τοπική αρχέγονη ιστορία μας. Σμιλεύει και αποτυπώνει με νοσταλγία και επίγνωση ο Χαντζάρας πάνω στις πλάκες της γραφής του, ότι άλλοι παραβλέπουν ή αποσιωπούν, στέκουν αδιάφοροι. Σημαντικοί αυλητές και τραγουδιστές της Πόλης ο Λάμπρος Πορφύρας, ο Βασίλης Λαμπρολέσβιος, ο Γεώργιος Στρατήγης για να περιοριστούμε σε παλαιότερες γενιές-ενδεικτικά ονόματα- που έχουν φύγει από κοντά μας. Ο Νίκος Ι. Χαντζάρας σαν ακοίμητος φρουρός συμπληρώνει και διευρύνει τους ορίζοντες εξέτασής της, μετά τις βάσεις που έθεσαν ο πρώτος ιστορικός της Ιωάννης Μελετόπουλος, ο χρονογράφος της Άγγελος Κοσμής, ο Αντώνης Μαρμαρινός και ορισμένοι άλλοι ένθερμοι σχολιογράφοι του Πειραιά και των φιλολογικών του πεπραγμένων όπως υπήρξε ο Μανόλης Ρούνης, ο πεζογράφος και κριτικός Χρήστος Λεβάντας κλπ. Ας το επαναλάβουμε, το κοινωνικό, δημοσιογραφικό και πολιτιστικό της εποχής του «αέτωμα» που σμιλεύει ο πειραιώτης Νίκος Ι. Χαντζάρας, αυτό το φτωχόπαιδο- αγροτόπαιδο της Φρεατίδας με καταγωγή του πατέρα του από το Άργος και της μητέρας του από την Ύδρα μας άφησε μια πανοραμική εικόνα της πόλης εν κινήσει στον χρόνο και την ιστορία αξεπέραστη. Μπορεί να μην θέλησε ή να μην πρόλαβε, να αδιαφόρησε να συγκεντρώσει τα «Πειραιώτικά» του στην εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς» και σε άλλους τοπικούς τίτλους ό,τι έγραψε επώνυμα, ανώνυμα ή με ψευδώνυμο και να τα εκδώσει συμμαζεμένα, μπορεί να δείλιασε ή από υπερβολική σεμνότητα και καθημερινό της βιοπάλης του μόχθο να αμέλησε, όμως η προσωπική του μαρτυρία και ό,τι κατέγραψε και φωτογράφησε με τον φακό του βλέμματός του, την σμίλη των χεριών του αποτελούν ντοκουμέντα αλήθειας και τεκμήρια πραγματικότητας της ιστορικής διαδρομής και του προσώπου της Πόλης. Ο Νίκος Ι. Χαντζάρας δεν κάνει μυθοπλασία, δεν καταφεύγει σε «ισχάδες» γεύσεις και μυρωδιές της παλαιάς καρποφορίας του Πειραιά, δεν σκιτσάρει ότι άλλοι του εκμυστηρεύονται, ψάχνει, αναζητεί, ανασκαλεύει παλαιά έγγραφα και αρχεία, ιχνομυθεί ότι κρύβει στα σπλάχνα της ιστορίας του ο Δήμος Πειραιά και οι παλαιοί γηγενείς και νεότεροι Πειραιώτες και αφήνει ελεύθερη την νοσταλγία της φαντασίας του να τα αφηγηθεί. Σαν ένας απλός, ήρεμος παραμυθάς που εξιστορεί στους νεότερους την ιστορία αυτών των «απορρώγων» βράχων της παλαιάς εποχής που κάποτε στα βάθη των αιώνων με την άγρια γυμνότητά τους σχημάτισαν τη Νήσο που ονομάζεται Πειραιάς.

          Και τι δεν θυμάται ο Χαντζάρας στις «Ομορφιές της Φρεατίδας», πρόσωπα, κτήρια, χώρους, ονόματα βοτάνων και λουλουδιών, κρυφές περιοχές, πικάντικες ιστορίες και «μπαίν-μίξτ» απαγορευμένες κοινωνικές συνυπάρξεις αγοριών και κοριτσιών καθώς κατέβαιναν στα λιμανάκια της ακτογραμμής για μπάνιο. Στον περιφραγμένο χώρο του Κωνσταντινουπολίτη "τραπεζίτη" Σκουλούδη" (Για τον Σκουλούδη και την έπαυλή του που οικοδομήθηκε στα 1878 με 1880 ο Χαντζάρας δημοσιεύει δύο ακόμα χρονογραφήματα, 3/2/45 και 5/2/45). «Βλεπομανή» αποκαλεί ο Παύλος Νιρβάνας μας λέει ο Χαντζάρας τα έφηβα αγοράκια που κοίταζαν κρυμμένα από απόσταση τα κοριτσόπουλα να κολυμπούν μέσα στις δικές τους νεανικές ερωτικές φουσκοδεντριές. Και δεν το γλίτωναν το «μαύρο» ξύλο όταν τους έπαιρναν χαμπάρι και τους έπιαναν οι άγρυπνοι κέρβεροι φύλακες των γυναικών γιαγιάδες. Είναι αρκετά τα χρονογραφήματα του Χαντζάρα που αναφέρονται στα μπάνια «του Λαού» ή όταν πήγαινε συνοδεύοντας τον πατέρα του στη θάλασσα για να πλύνει ή ξυστρίσει τα ζώα τους, τα άλογα και την φοράδα τους.

    Τι ειδυλλιακές υπέροχες εικόνες, τι αίσθηση μιας «χαμένης αθωότητας», συναισθήματα και καταστάσεις, τι μνήμες εφηβικές και νεανικές που ο καθένας μας έχει ζήσει και λησμονήσει κατόπιν ή νοσταλγεί. Μια σπίθα χρειάζεται ενός ποιητή, μία εικόνα από έναν συγγραφέα, μία παράσταση από έναν καλλιτέχνη, μία λέξη, μία φράση από έναν δημιουργό για να ξυπνήσει μέσα μας αυτό που η Πόλη μας υπενθυμίζει πάντα. Ότι αποτελούμε αναπόσπαστο οργανικό κομμάτι της και όσων κυοφόρησε και καλλιέργησε, έζησαν, ανέπνευσαν στα χώματά της.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

23 Σεπτεμβρίου 2025

 

 

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2025

Κώστας Αγγελόπουλος, Ν. Χαντζάρας ένας ειδυλλιακός ποιητής

 

     ΚΩΣΤΑΣ  ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΝΙΚΟΣ  ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ

ΕΝΑΣ ΕΙΔΥΛΛΙΑΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

ΜΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΑΣ»

ΠΕΙΡΑΙΑΣ 1944, σελ. 14

ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ Δ. ΤΣΟΥΡΟΥΝΑΚΗ ΤΟ ΜΑΡΤΗ ΤΟΥ 1944 ΣΕ ΠΕΝΤΑΚΟΣΙΑ ΑΝΤΙΤΥΠΑ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΑ».

[Από τη σειρά των φιλολογικών διαλέξεων του Περιοδικού «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΑ» για τους Πειραιώτες Λογοτέχνες].

Τιμή 10 ευρώ.

Η φωτοτυπία που έχω της μικρής δεκαέξι περίπου σελίδων μελέτης έχει δύο αφιερώσεις. Του Νίκου Χαντζάρα «Χαρισμένο στον αγαπητό μου Ιωσήφ Παπαδόπουλο». Και του Κώστα Αγγελόπουλου 29/3/44 «Ταπεινή προσφορά στον Ποιητή, που πολύ αγάπησα τ’ άνθη της ψυχής του…».

     Η μικρή αυτή εργασία κυκλοφόρησε πέντε χρόνια πριν το θάνατο του ποιητή, είναι μια καλογραμμένη εξέταση του ποιητικού του έργου στο πνεύμα της εποχής, εξετάζει ποιητικές του μονάδες που δηλώνουν την βουκολικής καταγωγής ποίησής του και της ατμόσφαιράς της, το μετρικό της σύστημα, την πλούσια εικονοποιία της, την οπτική της από την πλευρά της ερωτευμένης κόρης, της θυγατέρας, της μάνας. Ο Κώστας Αγγελόπουλος δεν κάνει μνεία ούτε αναφέρεται ή παραπέμπει στα «Πειραιώτικα» ή άλλα δημοσιογραφικά ή φιλολογικά δημοσιεύματα του Χαντζάρα. Εξαίρεση ίσως αποτελεί για τον σημερινό αναγνώστη η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Κώστας Αγγελόπουλος όπως θα διαβάσουμε παρακάτω στην αντιγραφή. Είναι μια «παράξενη» Δημοτική, μία ακραία διατύπωσης μαλλιαρή που χρησιμοποιούσαν οι ακραιφνείς Ψυχαριστές, αριστερών ιδεολογικών αποκλίσεων. Μία Δημοτική εκφορά η οποία ξέφευγε από την καθιερωμένη εκφραστική και τους κανόνες της στρωτής Δημοτικής που υιοθετούσαν και πρότειναν προς χρήση παραδείγματος χάριν ο Κωνσταντίνος Θ. Δημαράς, ο Ιωάννης Κακριδής, ο γεννημένος στον Πειραιά Εμμανουήλ Κριαράς, όσοι δεν ακολουθούσαν (κατά πόδας) το γλωσσικό κίνημα που πρέσβευε μία μερίδα του λογοτεχνικού περιοδικού «Ο Νουμάς» στην επιθυμία όσων λογίων και λογοτεχνών το στελέχωναν και επιδίωκαν να αρθρώσουν έναν ελληνικό λόγο- προφορικό ή γραπτό- ενάντια στους αττικιστές και «σκληροπυρηνικούς» καθαρευουσιάνους. Στην ένωση των ουσιαστικών με τις αντωνυμίες η γραφή του Αγγελόπουλου φέρει στην σκέψη τη γλώσσα του Νίκου Καζαντζάκη. Επειδή το κείμενο μάλλον παρουσιάζει δυσκολίες στην γλωσσική του αναγνώριση, ποια είναι δηλαδή τα γλωσσικά και εκφραστικά λαθάκια του Αγγελόπουλου και ποια του τυπογράφου, αντέγραψα την Ομιλία ως έχει δίχως να παρεμβαίνω ή να το χτενίσω. Το άφησα αυτούσιο στην δική του γλωσσική δήλωση της εποχής. Σαν μια άλλη γλωσσική και εκφραστική πρόταση στους αναγνώστες του καιρού μας. Στα χρόνια της δικής μου γενιάς μετά την μεταπολίτευση, αυτήν την γλώσσα που διαβάζαμε στα αριστερά έντυπα-εφημερίδες, περιοδικά- την ονομάζαμε η «Δημοτικιά». Όπως είναι φυσικό την ιδιωματική αυτή εκφραστική δεν την αναγνωρίζει το λεξιλόγιο του Ηλεκτρονικού Υπολογιστή, πράγμα που σημαίνει τα πολλά κόκκινα σημαδάκια κάτω από τις λέξεις.

    Το βιβλιαράκι αυτό, για την ακρίβεια την Ομιλία του Κώστα Αγγελόπουλου υποδέχτηκαν με θετικά σχόλια κριτικές φωνές της εποχής, όπως είχα διαπιστώσει όταν ξεφύλλιζα παλαιές σελίδες των εφημερίδων και περιοδικών που φυλάσσονταν στο Παλαιό Καπνεργοστάσιο στην Αθήνα, στην Βιβλιοθήκη της Βουλής, στην Δημοτική Βιβλιοθήκη του Πειραιά, στο Ιστορικό Αρχείο του Δήμου. Αν θυμάμαι σωστά τα μικρά βιβλία των ποιητών Κώστα Αγγελόπουλου (Αίγινα 1917-199) και του Γιώργου Θ. Σταυρόπουλου (Αθήνα 1898-Αθήνα 30/11/1969) υπάρχουν στην Δημοτική Βιβλιοθήκη της Πόλης. Νομίζω στο Αρχείο του Νίκου Ι. Χαντζάρα μπορεί να διαβάσει κανείς και βιβλιοκριτικές για τα βιβλία του, στα γνωστά «Τετράδιά» του. Στην παρούσα ανάρτηση αντιγράφω σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος της δεκατετρασέλιδης εργασίας του Κώστα Αγγελόπουλου και παράλληλα ότι βρήκα από τις κριτικές για αυτήν.

          Η Ομιλία του Κώστα Αγγελόπουλου, που όπως συνηθίζονταν μετά την εκφώνησή τους (Ομιλίες, Διαλέξεις) τυπωνόταν και κυκλοφορούσε από χέρι σε χέρι ή πωλούνταν στο εμπόριο, εντάσσεται σε μία σειρά διαλέξεων, ομιλιών, δημοσιευμάτων στον τοπικό τύπο και είχαν να κάνουν με Πειραϊκές Λογοτεχνικές Μορφές. Είναι η πρώτη αυτόνομη έκδοση εργασίας εξέτασης της ποίησης του Νίκου Ι. Χαντζάρα, εννοώ χρονολογικά, πέντε χρόνια πριν την απώλεια του και ας μην μας διαφεύγει, ότι δίνεται και κυκλοφορεί μέσα στην κρίσιμη ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά δεκαετία 1940-1950 για την Ελλάδα ασφαλώς και για την πόλη του Πειραιά. Το εκδοτικό αυτό γεγονός-όπως και άλλα- μας δηλώνει περίτρανα ότι η πόλη του Πειραιά και ο πνευματικός της κόσμος, οι συγγραφείς της, οι λόγιοί της, οι διανοούμενοί της και θα προσθέταμε και ο απλός καθημερινός βιοπαλαιστής δημότης της, παρά τα σοβαρά εκατοντάδες προβλήματα, ατομικά και οικογενειακά αδιέξοδα και κακουχίες που αντιμετώπιζε αυτό το διάστημα, έβρισκε το κουράγιο και τις ψυχικές αντοχές και δυνάμεις να ενδιαφερθεί για λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά ζητήματα. Η πνευματική και εκδοτική, συγγραφική παραγωγή στην πατρίδα μας όπως και στο Δήμο μας δεν σταμάτησε, δεν ανακόπηκε, μάλιστα όπως φαίνεται σε ορισμένες χρονικές στιγμές της παρουσίασε μία σχετική άνθηση. Κυκλοφόρησαν βιβλία, γράφτηκαν ποιητικές συλλογές, εκδόθηκαν βραχύβια λογοτεχνικά περιοδικά, μεταφράστηκαν πεζά και ποιήματα ευρωπαίων και αμερικανών λογοτεχνών, δόθηκαν ομιλίες. Οι γνωστές εργασίες και τα βιβλία του Αλέξανδρου Αργυρίου, της Αλεξάνδρας Μπουφέα, της Αγγέλας Καστρινάκη και άλλων μελετητών της δύσκολης και σκοτεινής αυτής περιόδου έφεραν στην λογοτεχνική επιφάνεια έργα και ημέρες, συγγραφικές πρωτοβουλίες και δραστηριότητες σημαντικές και σπουδαίες, οι οποίες συνέχισαν και εξέλιξαν την ιστορία των ελληνικών γραμμάτων και κράτησαν άσβεστη την πνευματική φλόγα και το ενδιαφέρον των βασανισμένων και ταλαιπωρημένων ελλήνων. Είναι φυσικό μέσα στην λαίλαπα των χρόνων εκείνων και τις θυελλώδεις κοινωνικές καταστάσεις και ανατροπές, τους ηρωικούς αγώνες του μαχόμενου ελληνικού λαού για απελευθέρωση και ανεξαρτησία, και δυστυχώς κατόπιν, της δεύτερης πενταετίας του εμφύλιου σπαραγμού και της ιδεολογικής διχόνοιας τις εσωτερικές πολιτικές διαμάχες, φατριασμούς και κατατρεγμούς πολλά πνευματικά ντοκουμέντα, συγγραφικά κείμενα, κυκλοφορίες περιοδικών και άλλα τεκμήρια να χάθηκαν, καταστράφηκαν, δεν κατόρθωσαν να διασωθούν. Μέρος αυτής της συγγραφικής και εκδοτικής παραγωγής παρέμεινε σε σπίτια παλαιών πειραιωτών προκατοχικών γενεών και στις διάφορες μετακομίσεις ή από τους κληρονόμους τους πετάχτηκαν ή πουλήθηκαν. Οι μόνες πληροφοριακές καταγραφές που είχαμε τις δεκαετίες αυτές είναι η αναφορά τους σε κάποιο λογοτεχνικό περιοδικό, η αναγγελία τους σε μία τοπική ή αθηναϊκή εφημερίδα ή ημερολογιακή τους μνημόνευση από κάποιον που έζησε τα χρόνια εκείνα.  Ή, αν ευτύχησε κριτικής από τις στήλες των τότε εφημερίδων προσέχθηκε από άλλους συγγραφείς όπως στην προκειμένη περίπτωση. Ευτυχώς όμως, διασώθηκαν τίτλοι σωμάτων περιοδικών ή σκόρπια τεύχη τους. Η περίπτωση του ποιητικού περιοδικού «ΗΓΗΣΩ» στην έκδοση της οποίας συμμετείχε και ο δικός μας πειραιώτης Νίκος Ι. Χαντζάρας μας φανερώνει μεταξύ άλλων εκδηλώσεων ότι ο Πειραιάς και οι λογοτέχνες του δεν εγκλωβίστηκαν μέσα στα Μακρά Τείχη της πόλης. Υπήρχε ασφαλώς μία παλαιότερη παράδοση, που είχαμε κυκλοφορίες περιοδικών όπως το παλαιό περιοδικό «Απόλλων»(1883-1892) του Σακελλαρόπουλου, η σημαντική συνεισφορά του λογοτεχνικού περιοδικού «Το Περιοδικόν» μας (1900-1901) του Γεράσιμου Βώκου, στις σελίδες του οποίου έκανε την πρώτη του ποιητική εμφάνιση το Ν. Ι. Χαντζάρας. Τα «Πειραϊκά Γράμματα/ Γράμματα» (1942-1943) των Κλέαρχου Μιμίκου και της Ισιδώρας Καμαρινέα, από τα οποία παρουσιάστηκε μέρος των «Νέων Ειδυλλίων» μέρος δεύτερο του Χαντζάρα. Τα «Πειραϊκά Χρονικά» (1945-1947) των Αργύρη Κωστέα, Νίκου Χαντζάρα, Τ. Ψυχογιού και πολλών άλλων τίτλων. Περιπαικτικά θα γράφαμε ότι υπήρξαν περίοδοι του προηγούμενου αιώνα στα Πειραϊκά Γράμματα που «κάθε» διανοούμενος φιλοδοξούσε να εκδώσει ένα λογοτεχνικό περιοδικό. Και μόνο τον κατάλογο που καταθέσαμε με τους τίτλους περιοδικών, λευκωμάτων και ημερολογίων στο βιβλίο μας «Πειραϊκό Πανόραμα» να φέρουμε στη σκέψη μας, πάνω από 110 τίτλους, δεν χρειαζόμαστε Εμείς οι Πειραιώτες (όπως θα έλεγε και η πειραιώτισσα τραγωδός Κατίνα Παξινού) άλλη μαρτυρία υποστήριξης των θέσεών μας και της πνευματικής μας προσφοράς και παραγωγής. Τον Κατάλογο τον ανάρτησα στις 31 Αυγούστου 2014 στα Λογοτεχνικά Πάρεργα. Οφείλουμε να κάνουμε και την εξής παρατήρηση, ότι ο Νίκος Ι. Χαντζάρας δεν υπήρξε μόνο ένας επαρκέστατος και ενημερωμένος πειραϊκός ρεπόρτερ, ένας νοσταλγός χρονογράφος της παλαιάς «αθώας» εποχής του Πειραιά και των ανθρώπων του, ένας πολύ καλός Ειδυλλιακός ολιγογράφος ποιητής αλλά και ένα δραστήριο μέλος της πνευματικής τοπικής μας κοινωνίας, αν συν μετρήσουμε στις καλλιτεχνικές του δημόσιες δραστηριότητες και δράσεις τις συμμετοχές του στην κυκλοφορία λογοτεχνικών περιοδικών και ενδέχεται, και εκδόσεις βιβλίων άλλων συγγραφέων. Αυτό όμως είναι ένα άλλο ζήτημα στην διερεύνηση της ευρύτερης προσφοράς του. Πάντως θυμάμαι σε συζητήσεις μου παλαιότερα, με τον ποιητή και εικαστικό κριτικό Κώστα Θεοφάνους όπως μου εξομολογούνταν, ότι οι πνευματικές πρωτοβουλίες του Νίκου Ι. Χαντζάρα ήταν αρκετές μέσα στον μικρόκοσμο της πόλης μας τα χρόνια της συγγραφικής του δημιουργίας. Έκαναν εντύπωση και ενθάρρυναν για πρωτοβουλίες τις νέες πειραϊκές γενιές των λογοτεχνών. Με κάθε ευκαιρία όσοι τον επισκέπτονταν και συνομιλούσαν μαζί του τους συμβούλευε φιλικά, συναδερφικά, τους έδινε κουράγιο στο νέο τους συγγραφικό ξεκίνημα. Αλλά και ο Δήμος του Πειραιά δύο φορές τον τίμησε για τις υπηρεσίες του.

          Όπως επισημαίνει και ο Κώστας Αγγελόπουλος στην αρχή της ομιλίας του, η εποχή τους είναι μία ματωμένη και μεταβατική εποχή, όλοι οι ενεργοί πολίτες ένιωθαν, αισθάνονταν ότι μετά το τέλος του Πολέμου και την καταστροφή των δυνάμεων του άξονα θα γεννιόταν μία νέα εποχή. Στα χρόνια μετά την απελευθέρωση και των περιόδων ειρήνης στην ευρωπαϊκή ήπειρο-και στην χώρα μας- θα κυοφορούνταν νέες ιδέες, θα ζούσαν οι άνθρωποι καινούργιες εμπειρίες, θα βίωναν καταστάσεις και κοινωνικές συνθήκες άγνωστες μέχρι τότε. Ο παλαιός Κόσμος έκλεινε τον κύκλο του, ένας καινούργιος Κόσμος γεννιόταν, ανέτειλε στους ορίζοντες της ανθρωπότητας. Γράφει χαρακτηριστικά στην μικρή εισαγωγή του ο Κ. Αγγελόπουλος:

«Στην ιστορία της ποίησης, με την αδιάκοπη ανανέωση των υποκειμενικών και εκφραστικών στοιχείων, η άρνηση της παράδοσης στην αρχή κάθε νέου κύκλου, είναι φαινόμενο, όχι πια ιδιαίτερα παρατηρημένο.

Έτσι ανανεώνεται η τέχνη και έτσι προχωρά διαρκώς καταχτητικά το πνέβμα σε όλες τις απάτητες κορφες, σαν ιερή λαμπαδοδρομία στην ανθρώπινη πορεία του…».

        Λεπτότατος και ακριβής δέκτης πάντα ο ποιητικός λόγος σαν πνευματικός «σεισμογράφος» αφουγκράζεται τις αλλαγές, τις νέες παλμικές κινήσεις και εκφραστικές δυναμικές της τέχνης και της κοινωνίας, τα υπόγεια ρεύματα που κυοφορούνται και τα αποτυπώνει στο χαρτί, στο τραγούδι, στον προφορικό δημώδη λόγο και συναισθηματική των ανθρώπων εκφραστική. Οι μοντέρνοι ήχοι και τεχνικής της ποίησης, οι σύγχρονες φωνές, η νέα ρυθμοποιϊα, οι απαλλαγμένοι από προγενέστερες φόρμες δρόμοι της ποίησης, οι καινούργιες παραστάσεις και εμπειρίες, οι εικόνες και οι οραματισμοί του Κόσμου μας που κάθε φορά σε κρίσιμες ιστορικές περιόδους γεννιούνται εμπλουτίζουν, αλλάζουν, τροποποιούν, εμβολίζουν την εικόνα και την μορφή, τα είδη και τις κατηγορίες της Ποίησης ήταν πεδία αναφορών και διερεύνησης των καινούργιων δυνάμεων της λογοτεχνίας. Οι Ποιητές σαν ηχεία των προβλημάτων και των αισθημάτων του Κόσμου μας, των κάθε κατηγορίας και τάξης ανθρώπων μεταφέρουν, αναμεταδίδουν των εκείνων όνειρα, μνήμες, πνευματικές ανάγκες, οραματισμούς, φιλοδοξίες καλυτέρευσης της ζωής τους. Μια Ποίηση που περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της και τα ενδεχόμενα αδιέξοδά της-κατά την κρίση μου-δεν έχει να πει τίποτα στους αναγνώστες. Ο ναρκισσιστικός λόγος της γραφής είναι ένας περίκλειστος στον εαυτό του λόγος αναφοράς που αφορά μόνο το υποκείμενο που την εκφέρει. Οι εύγεστοι χυμοί και οι ευώδεις οσμές και τα λαμπρά χρώματα της Ποίησης οφείλουν να είναι σταλαγματιές πνοής στους ευαίσθητους και υποψιαασμένους αναγνώστες. Τα άτομα εκείνα που αγωνίζονται να ισορροπήσουν μεταξύ της κυνικότητας και της κοινωνικής αδιαφορίας των ανθρώπων και των μοντέρνων κοινωνιών μας και της εχθρότητας και αδιαφορίας της Φύσης απέναντι στο ανθρώπινο είδος. Όπου επικρατεί ο άνθρωπος καταστρέφεται η Φύση, μειώνονται οι εκτάσεις του Φυσικού περιβάλλοντος και όπου κυριαρχεί η Φύση εκδιώκεται ο άνθρωπος. Ο αρχέγονος μύθος της εκδίωξης του Ανθρώπου από τον «Παράδεισο» δηλώνει το «ασυμβίβαστο» του έμβιου ζώου που είναι ο άνθρωπος με την Φύση. Παρά τις εξαιρέσεις στοχαστικών φωνών και φιλοσόφων διδαχές περί του αντιθέτου. Η ποίηση του Νίκου Ι. Χαντζάρα είναι μία ποίηση πλημμυρισμένη από αγροτικές εικόνες και παραστάσεις, στιγμές νεανικής ξενοιασιάς της υπαίθρου, είναι μία υπόμνηση του τι έχασε ο άνθρωπος με τις αλόγιστες συμπεριφορές του, την απληστία του να κυριαρχήσει επί της Φύσης, επί των πάντων στα ταξίδια και του βίου του περιπέτειες και περιπλανήσεις στον χρόνο και την ιστορία. Με τα προσωπεία της απανθρωπίας του που φόρεσε, στην επιθυμία του να οικοδομήσει πολιτισμούς για να διαιωνίσει τα επιτεύγματά του, το όνομά του μέσα στα γρανάζια και τους τροχούς της Ιστορίας. Ποιός αλήθεια γράφει πραγματική Ιστορία θα μπορούσαμε καταχρηστικά να αναρωτηθούμε, Εμείς ή η Φύση; Τα «Ειδύλλια» πάντως και γενικά τα πέντε δεκάδες ποιήματα που μας κληροδότησε ο Ν. Ι. Χαντζάρας αποτελούν μέχρι σήμερα μία άξια παρακαταθήκη στην Ιστορία των Πειραϊκών Γραμμάτων και ο ίδιος ένας από τους σημαίνοντες κρίκους της Πειραιώτικης Λογοτεχνικής Σχολής.

          Εκείνο μόνο που θα μπορούσαμε σαν σημερινοί αναγνώστες της ποίησής του να αναρωτηθούμε είναι πώς από την γραφίδα και τη ματιά του Νίκου Ι. Χαντζάρα «ξέφυγαν» δύο σημαντικοί ποιητικοί παράγοντες της ελληνικής γραμματείας, και αναφέρομαι στον ποιητή και δάσκαλο Κωστή Παλαμά (13/1/1859- 27/2/1943) ο οποίος διαμόρφωσε το πρόσωπο όχι μόνο της δικής του γενιάς αλλά και πολλών ποιητών των μεταγενέστερων χρόνων, έτσι ώστε να μιλάμε για προ Παλαμική και μετά Παλαμική ποίηση και για τον αλεξανδρινό ποιητή Κωνσταντίνο Π. Καβάφη. Ο πάντα πάντως ποιητικά ενήμερος Μεσολογγίτης δάσκαλος Κωστής Παλαμάς γνώριζε την ποίηση του Χαντζάρα κάπου υπάρχει αναφορά του ονόματός του, από την άλλη, ο Αλεξανδρινός, είχε φύγει από τη ζωή δέκα έξι χρόνια πριν τον θάνατο του Χαντζάρα. Για να μην μιλήσουμε για τις περιπτώσεις άλλων σημαντικών ποιητικών φωνών όπως ήταν αυτές του Γιώργου Σεφέρη, του Γιάννη Ρίτσου, του Τάκη Παπατσώνη, του Νίκου Εγγονόπουλου κλπ. Από όσο γνωρίζω από τα δημοσιεύματα του Χαντζάρα δεν συνάντησα αναφορές του στα παραπάνω ονόματα ή σε έργα τους, αν και ήταν ενήμερος πάνω στην γαλλική και αμερικάνικη ποίηση, και την ποιητική αθηναϊκή παραγωγή της εποχής του. Ο Χαντζάρας είτε από μία έμφυτη του χαρακτήρα του σεμνότητα ή προσωπική δειλία, άρνηση της αξίας του έργου του, επέλεξε να παραμείνει κάπως στην αφάνεια, στο «περιθώριο» ίσως από ιδιοσυγκρασία, στα πνευματικά όρια και τις συντροφιές των συγγραφέων και καλλιτεχνών του Πειραιά. Σαν απλός και καταδεκτικός, αποτραβηγμένος από την τύρβη και την βαβούρα των συγγραφικών σαλονιών δεν απώλεσε ποτέ την απλότητά του, την καταδεκτικότητά του σε οποιονδήποτε. Εστίασε την ματιά και το ενδιαφέρον του σε πειραιώτικες συγγραφικές φωνές παρά τα μικρά ανοίγματά του σε άλλες παραδόσεις και φωνές της λογοτεχνίας της ελλάδας. Η φιλολογική του κατάρτιση ήταν αρκετά σημαντική όπως και τα διαβάσματά του συνεχή. Ο Ειδυλλιακός του πάντως λόγος και ποιητική σύλληψη και έκφραση παραπέμπει στον αρχαίο ποιητή Θεόκριτο, στήνει γέφυρες επικοινωνίας με το σημερινό ποιητικό παρόν. Ας τον γνωρίσουμε εκ νέου και ας τον διαβάσουμε έχει ακόμα να μας πει αρκετά, όχι μόνο για την πειραιώτικη Ιστορία και τους Πειραιώτες. Φαντάζομαι.

          Η γόνιμη θα γράφαμε ποιητική παραγωγή του Χαντζάρα είναι η περίοδος συνεργασίας του με τα περιοδικά «Ακρίτας», «Βωμός», «Γράμματα» της Αλεξάνδρειας, ο «Νουμάς», το «Περιοδικόν μας», η «Ηγησώ», «Πειραϊκά Γράμματα» και σε φύλλα εφημερίδων που τον έκαναν γνωστό στο ευρύτερο κοινό της ποίησης, στους κύκλους της λογοτεχνικής λογιοσύνης του καιρού του. Αργά και σταθερά ο ποιητικός του λόγος ωριμάζει, τελειοποιείται, ο ίδιος αποκτά τον τόνο και επιτονισμούς της φωνής του, τον αυστηρό έλεγχο της γραφής του, επεξεργάζεται τις παλαιότερες και νεότερες ποιητικές του μονάδες αρκετές φορές, δεν είναι «ποτέ» σίγουρος για την τελευταία εικόνα τους, ευχαριστημένος, δεν επαναπαύεται στην δημοσίευσή τους, για τις λέξεις που χρησιμοποίησε, τους στίχους που έγραψε, την εσωτερική τους ρυθμολογία, την στιχοπλοκία του, πάντα αισθάνεται ότι κάτι τους λείπει και τα ξανά διορθώνει, τους ρίχνει μία δεύτερη και τρίτη ματιά, τους αλλάζει στίχους, τους δίνει τίτλους, αφαιρεί λέξεις προσθέτει άλλες. Έχουμε μία ποίηση σε διαρκή περιπέτεια, μία ποίηση σε συγγραφική εξέλιξη ακόμα και μετά την δημοσίευση της που ο αναγνώστης όχι αδίκως, θεωρεί ότι επήλθε η τελειωτική της μορφή. Μια ποίηση που δεν ικανοποιεί το κριτήριο και την αίσθηση του δημιουργού της ακόμα και όταν το ποίημα φεύγει από τα χέρια του. Τελειομανής ή ανικανοποίητος από τη φύση του ή και τα δύο; Ή μήπως ο Χαντζάρας πειραματίζονταν; Και γιατί να αναζητούμε απάντηση, το ποιητικό αποτέλεσμα είναι αυτό που μετράει, η χαρά της ανάγνωσης και αυτό είναι που τον καθιέρωσε και τον καταξίωσε σαν έναν από τους άξιους ποιητές της ελληνικής γραμματείας. Και ας τον εντάσσουν στους ελάσσονες, τις χαμηλές φωνές, τους ολιγογράφους. Όσον αφορά τώρα αν ο Χαντζάρας είχε πολιτική συνείδηση και πως την εξέφραζε, στα «Πειραιώτικά» του και μόνο αφήνει να διαφανούν οι δημοκρατικές του ιδέες, με διακριτικό και όχι κραυγαλέο τρόπο εκδηλώνει τα φρονήματά του με τις υπογραφές του σε μανιφέστα, σε πρωτοβουλίες και άλλες του συμμετοχές, δεν είναι όμως πολιτικός ποιητής με την στενή έννοια του όρου ούτε κοινωνιολογίζουσα η φωνή του όπως άλλων πειραιωτών δημιουργών, αναμεμειγμένων ενεργά σε αντιστασιακούς αγώνες. Δεν θα δούμε το όνομά του να φιγουράρει σε κανέναν πίνακα αντιστασιακών οργανώσεων της εποχής του. Υπήρξε πάντως μία μοναχική προσωπικότητα του Πειραιά αλλά συντροφική και αλληλέγγυα στους Πειραιώτες συνδημότες του. Ένας λαϊκός τύπος με καλλιτεχνικά φτερά, καλή συγγραφική και σοβαρή δημοσιογραφική φλέβα και ποιητική πένα.

          Γράφει ο Κώστας Αγγελόπουλος συμπλέκοντας την ποιητική του φύση και πνοή με αυτήν του ποιητή, συγκαταλέγοντάς τον μεταξύ των υψηλών φωνών του ελληνικού ποιητικού Παρνασσού:

 «Αν θελήσουμε να τον τοποθετήσουμε χρονικα, ανήκει στην πρώτη Μεταπολεμική γενια, που χάρισε μεγάλες πνεβματικες αξίες στη χώραμας, σαν τον Καζαντζάκη, Βάρναλη, Σικελιανό, Μαλακάση Πορφύρα και μερικούς άλους (1905-1908).

          Τα ποιήματάτου, είταν σκορπισμένα σε όλες τις πιο πάνω φιλολογικές εκδόσεις, δίχως καμια φροντίδα του ποιητη να συγκεντρωθούν σε βιβλίο και μονάχα το 1931 έπειτα από επίμονες προσπάθειες του περιοδικου «Μουσικά χρονικά», πίστηκε ο ποιητης να τυπωθούν σε μια μικρη συλογη, 18 μόνο με τη δικήτου αφστηρή επιλογη, με το γενικο τίτλο «Ειδύλλια». Άλη μια σειρα από 30 περίπου, αποτελουν το δέφτερο βιβλίο των «Ειδυλλίων», τα οποία πάντα αποφασίζει να τυπώσει και πάντα τα κρατάει ζηλότυπα κοντάτου. (Μια μόνο σειρά απο ταπόα δημοσιέφτηκαν στα «Πειραϊκά Γράμματα» το 1942).

          Έτσι, έχουμε όλη την ψυχική του προσφορα σε 50 περίπου ποιήματα, αρκετα λίγα βέβαια για μια ολόκληρη πνεβματικη περίοδο μα το βάρος της ποιότητας στέκεται πιο δυνατο απο κάαπόποσότητα, πολων άλων συνοδοιπόρωντου στην τέχνη. Για τούτο, ανήκει πλάϊ στους άλους ολιγογράφους ποιητάςμας, τον Καβάφη, Μαβίλη, Πορφύρα και ένα δυο άλους απαιτητικους τεχνίτες της έμπνεφσης.

Από τα πρώτατου κιόλας ποιητικα βήματα, η δημοτική γλώσσα κέρδισε έναν πιστο δουλεφτήτης, αγνό στο κελέβαματάτης και σύντροφο με όλα τα πρωτοπαλήκαρα, στους τότε δύσκολους αγώνες με τους καθαρεβουσιάνους και ψευτοατικιστες, της προηγούμενης γενιάς του και της τωρινης ακόμα.

          Αν θελήσουμε ακόμα να του δώσουμε ένα γενικό χαραχτηρισμό, θα μπορούμε άνετα να τον κατατάξουμε στους πιο αγνους συνεχιστές του Ελληνικού δημοτικου τραγουδιου και της Βουκολικης ποίησης που ξεκινάει από την Αρχαία Ελληνικη με τα «Ειδύλλια» του Θεόκριτου και στέκεται ο μοναδικος γνήσιος αντιπρόσωπόςτης, στη σύγχρονη Ελληνικη ποίηση.

          Η ουσία των Ειδυλλίωντου, είναι η ζεστή νοσταλγία του ανθρώπου που ζει την ατμόσφαιρα της κοινωνικής ζωής με τα ανήσυχα και δυνατά χρέη του περιβάλλοντόςτου, προς την αληθινη μάνα, της χαρας, τη Φύση. Μέσα στη γαλήνητης, ο ποιητης, μας ξεδιπλώνει αβίαστα τις εικόνεςτου, χρωματισμένες έντονα, ή με λεπτες αποχρώσεις, όλη την παρθενικη συναισθηματικότητα της αγνης ζωης του βουνού και της θάλασσας, την νοσταλγία στην παιδική μνήμη, του γύρωτου φυσικου κόσμου και της αγροτικης ζωής.

          Η ματιάτου, δεν απλώνεται για τους ορίζοντες των υψηλων φιλοσοφικων στοχασμων και το χιμαιρικο ταξείδι των ονείρων, αλα επιστρέφει στις αιώνιες πηγες της πρώτης αφετηρίας μας, χωρις να γίνεται φυγη από την πραγματικότητα. Και η ποίησήτου, σαν γνήσια ειδυλιακη, είναι αυτος ο συνεχης σύνδεσμος και η αδιάκοπη επαφη, με τον φυσικο κόσμο… Στο ποίημα τούτο, ακούμε τη λαχτάρα της καρδιας της κόρης του βουνου, που με το πρώτο σκίρτημα του έρωτα θέλει, να φύγει έξω από το σπίτι του και τον ύπνο που την πιέζει και να χαρει τη νέα ζωή με όλη την πλατια άνθηση του τόπουτης και συνάμα να στενάζει κρυφα και η λύρα του ποιητη, για τον ίδιο σκοπό…

          Κοιμάμαι’ κ’ η καρδιά μου

          ξυπνά και λαχταρά.

          Ζητάει χλωρά λιβάδια

          και κρούσταλλα νερά.

 

          Πουλιά, να ταξιδεύουν

          σ’ ουράνια γαλανά,

          θάλασσες και ρουμάνια

          κι’ αλαργινά βουνά.

 

          Αναστενάζω, μάννα

          την ώρα της αυγής’

          έχει ομορφιές η πλάση,

          έχει και ρόδα η γης.

Μέσα σ’ έναν τέτοιο ανθώνα από χρώματα, τοπία, φως και αγάπη, ο ποιητης μας εμπιστέβεται στις δυο σειρες των «Ειδυλλίων», σταλαματιες σταλαματιες το μέλι της ψυχήςτου, με ό,τι μέσατου λικνίστηκε όνειρο και πόθησε να χαρει και ακόμα, ό,τι μάζεψε από τη γύρη της ζωης, με τις πιο αγνες και λυρικες νότες, που ακούσαμε απο Βουκολικό ποιητη.

          Η ποιητικήτου αίσθηση, έχει μια λεπτότατη ικανότητα στη σύληψη και στην απόδοση των συναισθημάτων της γυναικείας ψυχης και μάλιστα της νεαρας ηλικίας με τις τόσο ποικίλες μεταβάσεις, που καμωμένη όπως δείχνεται ακαίρια ποιητικη συνείδηση, είναι δίχως δυνατη υπερβολή, μοναδικο φενέρωμα στη Νεοελληνικη ποίηση. Πολλάτου ποιήματα, εκφράζουν όλες τις καταστάσεις: Ακούμε γλυκες φωνες παρθενικων κοριτσων να μιλάνε για το πρώτο αντίκρυσμάτους με τον έρωτα, τη γυναίκα με τη φιλαρέσκεια, το μητρικο φίλτρο, το υϊκο ένστιχτο, μελωδικά μητρικα νανουρίσματα και ακόμα αποχωρισμους από αγαπημένες μορφες, που υποβάλουν με την τόσο άρτια εξωτερίκεψη τον αναγνώστη και να τον κάνουν να ξαφνιάζεται όταν συνέρχεται από τη γοητείατους. Να μια κόρη,, σαν ξυπνάει απ’ τον ύπνο τον ονειρεμένοτης και βλέπει τα κάλητης ξεσκέπαστα. Ο τόνος έρχεται σαν απαλη εξομολόγηση στον εαφτότης και σ’ ένα ταφτόχρονο αντίκρυσμα της ζωης που ξεχειλίζει, με το μέσατης κλεισμένο μυστικο…

          Ξυπνώ με την αυγή. Τα χέρια μου

          τον άσπρο κόρφο μου κουμπώνουν

          νάν τόνε ιδούνε δεν προκάνουνε

          Τα μάτια μου, που χαμηλόνουν.

 

          Φροντίζει ο Θεός στον ξένοιαστο ύπνο μου,

          κι’ όλο φουντώνω κι’ ομορφαίνω.

          Θρέφει και τον χρυσό τον Έρωτα,

          που εδώ βαθειά μου έχω κρυμμένο..

Ένα αλο ειδύλιο-το μεγαλύτερο απ’ όλα-το «δακρύβρεχτο ειδύλιο της Ελένης», μας δίνει το υϊκο φίλτρο της κόρης που αποχωρίζεται τη μάνα και πάει με τον καλότης για την ξενιτεια και το νέο που ανθίζει, το μητρικό, για το παιδίτης που σκιρτάει κιόλας μέσατης. Το ενωτικο τούτο διπλο φίλτρο,- η συνισταμένη στη πορεία της ανθρώπινης γραμης- μας το δίνει ο ποιητης σε μια μουσικότατη εναλαγη εικόνων διπλου ρυθμου: της παιδικης και της μητρικης καρδιας.

          Έξη ακόμα ειδύλια, έχουν διαφορετικους παλμους μάνας στην αγωνία και στην χαρα για τον ακριβότης καρπο, όλα σαν πρωτόλαλα γυναικεία παραμιλήματα, που νομίζουμε πως τ’ ακούμε σκυμένοι, σε κάποιο προσκέφαλο αγρύπνιας. Να ένα νανούρισμα, σαν μικρο παραμύθι, με την γοργή εξέλιξη στους πόθους της μάνας, όμοια με κείνους που λίκνισαν και μας τη φαντασία, στις μικρες παιδικες μέρες…

          Τη νύχτα την καλοκαιρνή,

          λέει τρυφερά κάποια φωνή:

          -«Κοιμήσου, γαλανό πουλί,

          η έγνοια μου σε παρακαλεί.»

 

          Μαννούλα ψιλοτραγουδεί,

          ν’ αποκοιμίσει το παιδί:

          -«Να ρίξεις μπόϊ, να σε χαρώ,

          σαν κυπαρίσσι λυγερό.»

 

          Τρέμει της μάννας η φωνή

          απ’ την αγάπη την τρανή:

          -«Όπου, παιδί μου’ κι’ αν βρεθής,

          Έλληνας πάντα να σταθής.»

 

          Τρέμει της μάννας η ψυχή

          απ’ τη γλυκειάν απαντοχή:

          -«Παιδί μου, σαν ξενιτευτής,

          τη μάννα σου μην αρνηστής.»

 

          Ο ύπνος ζυγώνει κι’ απαλά

          τα μάτια του μωρού σφαλά:

          -«Μου αποκοιμήθη το πουλί,

          ώσπου να λάμψη η ανατολή.»

 

          Γλυκά- γλυκά σβύνει η φωνή,

          την νύχτα την καλοκαιρινή:

          -«Δρόσισε αγέρι, του μαγιού,

          τον ύπνο του ακριβού μου γιού!»

Άλα ποιήματα με θέματα που του προσφέρει η παρθένα φύση, μας δίνουν αληθινους πίνακες ζωγραφικης, ή μας φέρνουν μπροστάμας με καθάριο διάγραμμα κάποια αγαπημένη εικόνα που ποθήσαμε αόριστα σε στιγμες ονειροπόλησης, μα που ποτε δεν μπόρεσαν να την αντικρύσουν τα μάτιαμας, πουλι άπιαστο, χιμαιρικο… Τέτοια, είναι «το Ξημέρωμα, το Δειλινο, η Ανοιξη, το Ηλιοβασίλεμα.». Μέσα στο τελεφταίο, τα χρώματα, οι ήχοι, ζωντανέβουν και μας παρουσιάζονται σαν μια γοητεφτικη πραγματικότητα γεμάτη απλη εβδαιμονία, μακαριότητα και γαλήνη. Μας θυμίζουν έναν κόσμο, χωρίς σκέψεις, χωρίς πάθη, γεμάτον όνειρο και αλήθεια…

          Ηλιοβασίλεμα’ Σαλεύουν

          αύρες τα λουλούδια απαλά.

          Σε διάφανο ουρανό, τ’ αστέρι

          το βραδινό φωτάει δειλά.

 

          Αριά βελάσματα κουδούνια

          σφυρίγματα στη σιγαλιά.

          Γυρνούν στη στάνη τα κοπάδια

          ζυγά φωλιάζουν τα πουλιά.

 

          Από τον κάμπο στο χωριό του

          αντρογενο όμορφο γυρνά.

          Διαβαίνει ομπρός το παλληκάρι!

          και το κατόπι η νιά περνά.

 

          Εκειός με το τσαπί στον ώμο,

          αλυγαριά χλωρή στ’ αυτί.

          Κι’ έχει γλυκά στης νιάς τον κόρφο

          το βρέφος αλησμονηθή.

«Ο Χαντζάρας,-γράφει ο Παπανικολάου- δεν σκέπτεται στα ειδύλλιά του. Συλλαμβάνει μεσ’ στη βαθύτερη και στην απλούστερη συγχρόνως εμφάνισής τους τις εικόνες της ζωής και δουλεύοντάς τες μουσικά και αρχιτεκτονικά στο υποσυνείδητό του μας τις αποδίδει σαν ένας μεγάλος ζωγράφος…». Πετυχημένος γενικος ορισμος, για ό,τι ποίημα φέρνει την υπογραφήτου.

          Απ’ όλα τα ποιήματάτου, περνουν οι απλες μορφες της Ελληνικης ζωης με τα γαλάζια χρώματα και τις λεπτες γραμμες των οριζόντων, δοσμένες με τα πιο λιτα εκφραστικα μεσα, μα τόσο πλούσια παραστατικα από δύναμη,μορφη και ύφος, που θυμίζουν κάποτε Σολωμικη ποίηση, της τρίτης καλης περιόδου. Να ένα τετράστιχο μιας κόρης, σαν αντικρύζει με το πρωτο απόχτημα της αίσθησης του γύρω κόσμου, την ομορφιάτου…

          Όμορφος, μάννα, που είνε ο κόσμος,

          απάρθενος και φωτεινός.

          κ’ είνε βαθύς, είνε μεγάλος

          ψηλά ο γαλάζιος ουρανός…

Ή, αφτους τους δεκαπεντασύλλαβους, που μοιάζουν αρχαίο Ελληνικό επίγραμμα, γιομάτοι κίνηση εσωτερική, φυσικότητα και λιτότητα στην σύνθεση κλασικη…

    Βοσκέ, στον κόρφο που βαστάς νιογέννητο αρνάκι

    και σαλαγάς τα πρόβατα, σταμάτησε λιγάκι.

    Με θλιβερά βελάσματα ή μάννα του ακλουθάει.

    Για βάλ’ το χάμου, πλάϊ της τρικλίζοντας να πάει.

Το μητρικό φίλτρο μας ψιθυρίζει αρμονίας αγάπης από τα στήθια του ποιητή, δοσμένες και σε άλα ακόμα ποιήματα, που μόνο από μια συγγένεια ψυχης μπόρεσαν να ειπωθούν από άντρα ποιητη, παρα από μητέρα δημιουργο…

   -«Κελάιδισμα χελιδονιού, μάννα μου, από τα δώρα.»

   -«Κοιμήσου, φούλι μου διπλό, κ’ είνε σκοτάδι ακόμα.»

Είναι πάλι άλα, που μας φέρνουν νοσταλγικους ήχους μακρυνους από τα παιδικα χρόνια και τους τόπους που πρωτογνωρίσαμε τις πρώτες ομορφιες της ζωης και κάτι μορφες αγαπημένες, που διάβηκαν, αφήνοντας μόνο στη θύμηση, μια μικρη γραμη παντοτινης νοσταλγίας…

          Στη μνήμη μου, απαλά, τη μαραμένη,

          κόμπος δροσιάς εστάλαξεν, Ελένη.

          Μικρή, στον κάμπο με τις τιντιλίνες,

          Θυμάσαι, που σ’ ετρόμαζαν οι χήνες;

          Στο πόδι το κρινάτο δαγκωμένη

          κάποτε, που μου εγύρισες κλαμμένη;

          Και τον χρυσό τον πετεινό θυμήσου,

          που σου άρπαζε απ’ το χέρι το ψωμί σου.

          Χελιδονιού φωνή έβγανες, Ελένη.

          Τί θύμηση παλιά χαριτωμένη.

Και κάπου-κάπου, λίγα τραγούδια πόνου, ενός πόνου που δεν προφταίνει να σταθει στη ψυχήμας, μα περνα σα λυπημένη νότα μουσικης, απάλι χαϊδέβοντάςμας. Τέτοια είναι, «τα Λέφτερα πουλια, Χαμένες χαρες, Δειλινό, Σα σε όνειρο, Κόρη Αγαπημένη…»

          Πέρα, στη μυγδαλιά την ανθισμένη,

          μου ήρθε στο νου μιά κόρη αγαπημένη.

 

          Λίγο προτού πεθάνει, είχε ποθήσει,

          σαλεύοντας το χέρι κερωμένο,

          χρυσοκόκκινο ρόϊδι νάν της δώσω,

          ψηλά στον τοίχο που ήταν κρεμασμένο.

 

          Τα μάτια με καϋμό μου είχαν μιλήσει.

          Το στόμα της είχε για πάντα κλείσει.

Φτάνουν οχτω μονάχα στίχοι, να δοθει μια τόσο πλούσια εικόνα. Δίχως καμια ρητορεία, χρησιμοποιώντας τόσα λίγα από τα λεγόμενα ποιητικα μέσα, κατωρθώνει ο ποιητης να μας φέρει ταφτόχρονα στη φαντασία και στη ψυχη, ένα θάνατο αγαπημένου προσώπου τόσο έντονα συναισθηματικα, που λες άθελα το χέρι μας απλώνεται να κόψει το ρόϊδι της στερνης επιθυμίας και να το προσφέρει στο λεφκό της προσκέφαλο.

          Οι λίγοι άλωστε στίχοι, είναι χαραχτηριστικό γνώρισμα όλων του των ειδυλίων, αφου με τη δύναμη που έχει να υποβάλει και να ολοκληρώνει τα θέματάτου, δεν χρειάζεται κανένας χώρος μεγάλος για να κινηθει.

          Τα υπόλοιπα ποιήματάτου, έχουν δυνατη τη δημιουργία της Βουκολικής ποίησης. «Το Παληκάρι, Τα Παιχνίδια στον Κάμπο, Ξημέρωμα, Λεβέντικο Άλογο» και άλα, είνε ατόφιες σκηνες αγροτικης ζωης, που αγάπησε ο Χαντζάρας και ρύθμισαν τον υποκειμενικότου κόσμο, που μας έδωσε λυρικα. Να, ένας παιδικος φίλος…

          Έλεγα, Λιά, το κόκκινο σπαθάτο μας πουλάρι,

      με τις τρελές τρεχάλες του σβάρνα πως θα σε πάρη

       Κι’ αυτό περνώντας δίπλα σου μ’ ένα ξυπνό τσαλίμι,

          σε ξάπλωσε στης χλωρασιάς τ’ ωριόπλουμο κιλίμι.

Παιχνίδια της τρελης νιότης, μέσα στη χαρούμενη εληνικη άνοιξη. Η αγάπητου για τη φύση, μας δίνεται σε τούτες τις γραμες από τον ίδιο σαν εξομολόγηση… «Όσο περνάνε τα χρόνια και τραβάμε μοιραία προς το τέλος του ταξειδιού μας, τόσο περισσότερο νοιώθουμε πώς γίνεται πιό στενός ο δεσμός μας με τη φύση και με ό,τι αγαπήσαμε στη ζωή. Ήθελα πεθαίνοντας να με κλάψη μοιρολογήτρα, που δε θα μπορώ να βλέπω πιά τη φύση και να μελετάω τους αρχαίους. Να χύση δάκρυα καυτερά για λογαριασμό μου…». Αγάπη διπλη, που μετουσιωμένη στο υποσυνείδητότου σε αληθινη τέχνη, μας προσφέρεται στην ποίησήτου όλο παλμο, θέρμη και ζωντάνια, από τον πλούσιο ποιμενικότου αβλο. Να, ένας πρωινος αποχαιρετισμος λεβεντονιου από το σπιτικότου, σαν ξεκινάει για τη δουλεια του φτωχου ξωμάχου…

    -Φώς ασημί του διάσελου τα μαύρα πεύκα ζώνει.

    Τρέμει τ’ αστέρι της αυγής και παίρνει να θαμπόνη.

 

    Δαδί, που καίγεται στη στιά, την ευωδιά του χύνει.

    Σκεβρή μιά πόρτα ανοίγοντας, γλυκό τρίξιμο αφίνει.

 

    Λεβεντονιός με το τσαπί στον ώμο του προβαίνει’

    Τον προβοδάει σεμνή κυρά μαντηλοφορεμένη.

 

   -«Μάννα μου, καλό βράδυ!» Ο νιός’ και ξεκινάει με χάρη.

    Κι’ απ’ το κατώφλι- ‘Ωρα καλή, χρυσό μου παλληκάρι!»

 

   Ρόδινο φώς του διάσελου τόρα τα πεύκα ζώνει,

   λαλούν του κάμπου οι πετεινοί και γλυκοξημερώνει.

Τα ποιήματάτου, αντέχουν στη δοκιμασία του χρόνου, γιατι έχουν τη σφραγίδα της γνήσιας ανθρώπινης έκφρασης, δίχως να ανήκουν σε καμια παροδικη ποιητικη σχολη με τα εφήμερα προϊόντατης και γιατι είναι δοσμένα στον αέναο αγώνα της λύτρωσης του ανθρώπου από τη στυγνή πραγματικότητα και της επιστροφής στη χαρούμενη ξέγνοιαστη ζωή των παρθενικώνμας στοχασμών, της γαλάζιας Ελληνικης γραμης και της νοσταλγίας της παιδικής μνήμης με τα κοινάτης γνωρίσματα. Ακόμα και τον έρωτα, που είναι τριμένο θέμα στη ποίηση, με πόσο ολότελα νέους τόνους τον τραγουδει. Ίσως αφτο να στέκεται μάλιστα η πιο μεγάλητου αξία. Δεν αντέχω στον πειρασμο και παραθέτω ένα ακόμα Ειδύλιο. Ο Νιος, θυμάται το μικρό κοράσι, την ολόξανθη Μαρία, που πέθανε και την έθαψαν τη φτωχούλα με το παληότης φόρεμα. Οι δυο πρώτοι στίχοι είναι σαν πολύτιμο ατικο ανάγλυφο στήλης επάνω στο φτωχικο τάφο…

          Περίλυπα σφυρίζοντας, ποτίζω

          στη δροσερή το Μαύρο μας πηγή.

          Επέθανε τ’ ολόξανθο κοράσι,

          η Μαρία που επαίζαμε μαζί.

 

          Απ’ το φτωχό σπιτάκι την επήραν

          κι’ απ’ τη λευκή της κλίνη βιαστικά.

          Τα ευγενικά της χέρια είχε βαλμένα

          στο στήθος της απάνω σταυρωτά.

 

          Με το παλιό σου φόρεμα στον τάφο

          σ’ εβάλανε, έρμο φύτρο της αυγής.

          Αστόλιστη και παραπονεμένη

          σ’ εθάψανε βαθειά στη μαύρη γης.

Τα ποιήματάτου και στην τεχνικήτους ακόμα κατάρτιση, είναι υποδείγματα ύφους, μορφης και ποιητικης τέχνης. Τα περισσότερα έχουν ιαμβικό ρυθμό και τα άλα τροχαίο, ή ανάπαιστο. Η κάθε μια λέξητους, είναι παρμένη ατόφια από τη γνήσια γλώσσα του λαούμας και τοποθετημένη έπειτα, από πολύ βασανιστικη επιλογη. Ο ίδιος ο ποιητης, γράφει κάπου: «Δε βάζω στα τραγούδια μου καμμιά λέξη, που δεν την έρριξα πρώτα στη χρυσή ζυγαριά και που δεν κοιμήθηκα μαζί της».

          Ο Λαπαθιώτης μιλώντας για την ποίηση του Χαντζάρα, αναφέρει πως: «Στις μέρες μας, αποτελεί ένα μάθημα λιτότητος και ποιητικής οικονομίας- μάθημα αρχιτεκτονικής ακόμα- σε εποχή που το φόρτωμα του στίχου, το σπάνιο φανταχτερό επίθετο, η στριμμένη κ’ εξεζητημένη έκφραση, έχουν αναχθή από πολλούς σε δόγμα πίστεως και αληθινής θρησκείας».

          Ο Παράσχος συνεχίζει:

«Δε γνωρίζω σε ολόκληρη την Νεοελληνική ποίηση, ποιήματα που η συγκρατημένη αγνή συναισθηματική διάθεση, να έχει φανερωθεί με τόσο χαριτωμένο παιχνίδιασμα, με τέτοια έλλειψη ρητορίας, με τόση αβίαστη ρου, με όση στα ποιήματα του Χαντζάρα. Η ποίησή του δεν πηγάζει όπως των περισσότερων νεώτερων ειδυλλιακών από μίμηση. Είναι γνήσια και πηγαία και γι’ αυτό ίσα ίσα διαπνέεται και από μιά τόσο μοντέρνα διάθεση».

          Και ο Τέλος Άγρας τελειώνει:

«Τα ειδύλλιά του έχουν και το χάρισμα της γυμνότητας. Της απλότητας θα ήταν πολύ λίγο να πω. Κανένας από τους συμβατικούς φόρτους της ποιητικής. Πού η παρομοίωση-αυτή η παράδοση-του ποιητικού; Που οι μεταφορές, που είναι οι υπαλλαγές; Οι προσωποποιϊες; Αλλά και αυτά ακόμα τα κοσμητικά επίθετα είναι τόσο σολωμικά απλά και τόσο διάφανα, που κι’ αν έλειπαν τίποτα δεν θα στερούσαν το ποίημα; (το πλουμιστό πουλί και τ’ όμορφο λειβάδι ή η κρουσταλένια φωνή και τ’ ασημένια νερά και ο γαλάζιος ουρανός) μα δεν είναι τα πιό ασήμαντα στοιχεία σ’ ενός ποιητού τα χέρια; Εδώ μιλεί, μιλεί πραγματικά ο ποιητής, μιλεί από το βάθος της ψυχής, μιλεί μόνο εκείνο που έχει να μιλήσει και μιλεί γιατί έχει να μιλήσει.»

          Πολάτου ποιήματα μεταφράστηκαν στις ξένες ανθολογίες, όπως στα γερμανικά του Ντίντριχ και στα γαλικά του καθηγητή της Σορβόνης Περνο.

          Ο Πειραιάς τιμώντας τον άξιο δουλεφτή του στίχου και αντάξιο παιδίτου, τον τίμησε το 1931 μαζι με οχτώ άλους Πειραιώτες διανοουμένους τον Πορφύρα, Μελά, Νιρβάνα, Βουτυρά, με το μετάλλιο της πνεβματικής αξίας.

          Από την παληά πνεβματική άνθηση της πόληςμας, είναι ο μόνος πειραιώτης ποιητης που της έμεινε πιστος ίσαμε τώρα, όπως και ο αλησμόνητος φίλοςτου ποιητής των «Σκιών» Λάμπρος Πορφύρας.

          Από τα πρώτατου χρόνια δημοσιογράφος το επάγγελμα στις Πειραϊκές και Αθηναϊκές εφημερίδες, είναι το πιο παληο μέλος και πολες φορες πρόεδρος του Συνδέσμου Συνταχτων Τύπου στον Πειραιά.

          Αληθινός λεβέντης στην εμφάνισήτου και στην ψυχή, με τα γλυκά μάτιατου σαν έκφραση αθώου παιδιου, σου δίνει την εντύπωση στο αντίκρυσμάτου, πώς στα νιάτατου, είταν μια μορφη παληκαριου, που ξεπηδάει ολόκληρος από ειδυλλιακους πίνακές του.

          Θα πρέπει τελειώνοντας να ειπωθει-και τούτο προς τιμήτου πως πάντα απόφυγε συστηματικα το θόρυβο γύρω από το όνομάτου και πώς ακόμα, με δυσκολία μιλάει για κάθε του πνεβματική εργασία. Υποθέτω, πως αφτή είναι η μόνη αιτία που δεν έχει γνωριστει αρκετα από πολους νέους της εποχήςμας και η τιμή που πήρα να μιλήσω για τον ποιητή, θα ήθελα τώρα, να έχει τούτη μονάχα τη δικαίωση…          

          Ας αντιγράψουμε και τις κριτικές που γνωρίζουμε: -Στέλιος Γεράνης, «Πειραϊκόν μέλλον» 20/7/1944, Πειραιεύς, έτος Α΄, αριθμός 3.

«Κ. Αγγελόπουλου: Νίκος Χαντζάρας- Ένας ειδυλλιακός ποιητής», (μελέτη) 1944

          Η «Νεοελληνική Μούσα», μια απ’ τις σοβαρώτερες και τις πιο αξιοπρόσεχτες περιοδικές εκδόσεις της πόλης μας για ποίηση κριτική και μελέτη, που λόγοι τεχνικοί την έκαμαν να διακόψει τη συνέχεια της έκδοσής της, θέλωντας να διατηρήσει την πνευματική επαφή με τους συνεργάτες της και αναγνώστες, εγκαινίασε μια σειρά εκδόσεων από Πειραιώτες λογοτέχνες και σαν αρχή της προσπάθειας αυτής παρουσίασε τελευταία τη μελέτη του νέου συγγραφέα κ. Κώστα Αγγελόπουλου για τον ποιητή των «Ειδυλλίων» Νίκο Χαντζάρα.

          Η μελέτη αυτή είναι η δεύτερη κατά σειρά των διαλέξεων πούχαν αρχίσει πρωτοβουλία του περιοδικού και που σταμάτησαν απ’ τα τελευταία θλιβερά πλήγματα της πόλης μας.

          Ξεφυλλίζοντάς την κανείς δε βλέπει μόνο πώς τη διακρίνει το καλό γράψιμο με το ευγενικό και πολιτισμένο ύφος, παρά μας δίνει κι’ ένα μεγάλο δίδαγμα. Ένα δίδαγμα που δείχνει πώς οι σημερινοί νέοι παρ’ όλη την πνευματική και ιδεολογική τους πρόοδο, δεν παύουν να σέβονται και τις πολλές αξίες που στάθηκαν ευσυνείδητα στη ζωή τους και δημιούργησαν ένα έργο-έστω μικρό μα στην ουσία του τίμιο- που καθιερώθηκε δίχως εκδηλώσεις θορύβου κι’ έμεινε μέχρι τέλος αγνό, μακρυά απ’ τις διαφημιστικές ρεκλάμες και τις γνωστές πνευματικές νοθείες των συγχρόνων μας.

          Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε ανεπιφύλαχτα πώς ο κ. Αγγελόπουλος πέτυχε με την εργασία του αυτή διπλά το σκοπό του. Απ’ τη μιά πλευρά επιβράβευσε τους κόπους και τις ευγενικές εκδηλώσεις μιάς αγνής ποιητικής ζωής κι’ απ’ την άλλη με την πετυχημένη του προσπάθεια κατόρθωσε- μέσα στα περιορισμένα πλαίσια μιάς ομιλίας-να μας δώσει ατόφιο το ψυχικό κλίμα του ποιητή και να μας οδηγήσει με μαστοριά στις πηγές της έμπνευσής του αναλύοντάς μας τα πλούσια συναισθηματικά και λυρικά στοιχεία του έργου του.

          Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον νομίζουμε πώς η εργασία του κ. Αγγελόπουλου πρέπει να επαινεθεί για το σύνολο αυτό των δημιουργικών στοιχείων που τη χαρακτηρίζουν.

-Άριστος Καμπάνης, «Αθηναϊκά Νέα» 28/7/1944

          Ο ιστορικός της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας κ. Άριστος Καμπάνης έγραψε το ακόλουθο κριτικό σημείωμα για μια μικρή μελέτη του νέου Πειραιώτη λογίου κ. Κώστα Αγγελόπουλου με τον τίτλο «Νίκος Χαντζάρας, ένας ειδυλλιακός ποιητής»: «Ο Χαντζάρας που γεννήθηκε και ζη στον Πειραιά, έκανε την πρώτη εμφάνισή του μαζί με άλλους Πειραιώτες λογίους, στο «Περιοδικό μας» του Γεράσιμου Βώκου, εδημοσίευσε ποιήματά του στον «Ακρίτα» του Σωτήρη Σκίπη στην «Ηγησώ», στα «Γράμματα» της Αλεξάνδρειας, στα «Πειραϊκά Γράμματα». Τύπωσε ακόμη ένα μικρό τόμο με τον τίτλο «Ειδύλλια» κι ετοιμάζει από καιρό μια νέα σειρά ειδυλλίων.

          Είν’ ένας ποιητής ολιγογράφος, χαμηλόφωνος, αντιρητορικός, ένας ζηλωτής μολαταύτα της «τέχνης του ελάχιστου» για να μεταχειριστούμε την ορατιανή φράσι. Ό,τι έχει γράψει είνε τεχνικώς άψογο, έχει αρμονία μορφής και περιεχομένου, απλότητα, τη «δύσκολη απλότητα» που κατά τη φράση ενός Γάλλου κριτικού, προσδιορίζει τον αληθινό κλασσικισμό»… Στη σειρά των νέων μας ειδυλλιακών του Κρυστάλλη, του Κ. Χατζόπουλου, του Δροσίνη, ο Χαντζάρας κατέχει μία πρωτεύουσα θέση. Η μελέτη του κ. Αγγελόπουλου που πάλλεται από αγάπη για την ποίηση του Χαντζάρα, αποτελεί καλή και δίκαιη τοποθέτησι ενός από τους τελευταίους «κατανοητούς» Νεοέλληνας ποιητάς της γενεάς που φεύγει…».  

– Ν. Κ., «Εμπορικός- Επαγγελματικός κόσμος» Αθήνα 11/5/1944.

          «ΝΙΚΟΣ ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ»

Ο νέος Πειραιώτης λογοτέχνης Κώστας Αγγελόπουλος μας χάρισε μια ευχάριστη μελέτη για το έργο του διαλεχτού ποιητή Ν. Χαντζάρα που μετά περίφημα ειδύλλιά του, τα γεμάτα χάρι, και διαύγεια, πήρε μια αναμφισβήτητη θέση στο βράχο της αιωνιότητας. Στο βιβλιαράκι αυτό, ένα μόλις τυπογραφικό ο Κώστας Αγγελόπουλος, μας δίνει μια ολοκληρωμένη πνοή από το έργο του Ν. Χαντζάρα, που το διακρίνει ένα διάφανο αίστημα που πηγάζει από μια πλούσια, ελεύθερη και ανεμπόδιστη φαντασία, σε ύφος άνετο, πλατύ, χωρίς περιττές πολυλογίες και με μιά εξαιρετική ικανότητα στην αισθητοποίηση των αφηρημένων εννοιών.

-Αδαμάντιος Δ. Παπαδήμας, «Ακρόπολις» Τετάρτη 19/7/1944.

Η Πνευματική ζωή- Νέα βιβλία.

Προσωπολατρική επίσης, με αξιοπρόσεχτη για τους χαρακτηρισμούς της, η μικρή μελέτη του κ. Αγγελόπουλου για τον ποιητή Νίκο Χαντζάρα. Έτσι άλλωστε δίνεται η ευκαιρία σε μερικούς νεότερους που δεν προσέξανε όσο θάπρεπε την εργασία του ειδυλλιακού ποιητή να την αναδιφήσουνε.

–Μιχάλης Ροδάς, «Ελεύθερον Βήμα» Τρίτη 16/5/1944.

Η πνευματική κίνηση-Ο κόσμος των βιβλίων

          Αν η μετριοφροσύνη είνε στόλισμα και αρετή και βέβαια είνε, το στόλισμα αυτό και η αρετή υπάρχει στην ποιητική ζωή και ιστορία του Νίκου Χαντζάρα. Ανήκει στον Πειραϊκό κύκλο της συντροφιάς του Νιρβάνα, του Πορφύρα, του Βώκου, του Φιλύρα-αναφέρω τους νεκρούς-και το έργο του είνε γνωστό όχι ευρύτερα, αν και εκλεκτό, αν και θελκτικό. Είνε καθιερωμένο από την ποιητική του συλλογή «Ειδύλλια». Αν οι περισσότεροι Έλληνες τον αγνοούν, όμως οι Γερμανοί και οι Γάλλοι τον γνωρίζουν από τις μεταφράσεις του Ντύτριχ και του Περνό. Αφορμή σ’ αυτέ τις γενικές γραμμές μου δίνει η ολιγοσέλιδη μελέτη του κ. Κώστα Αγγελόπουλου- έκδοσις της «Νεοελληνικής Μούσας» του Πειραιώς- ένας ειδυλλιακός ποιητής». Και είνε αληθινά γοητευτικός με την απλότητα του στίχου του και αξίζει για μια ευρύτερη μελέτη και ως άνθρωπος και ως ποιητής. Με την ευκαιρία αυτή παραθέτω ένα οκτάστιχο του που το κρατώ σαν φυλαχτό, γιατί είνε από τα τρυφερότερα ειδυλλιακά τις νεοελληνικής ανθολογίας.

          Φτερωμένο πέρασμα της κόρης

          την αυγή, στο πράσινο λιβάδι,

          που ο μικρός βοσκός με τη φλογέρα

          βόσκει το χιονόμαλλο κοπάδι.

          Με τη γλυκειά φλόγα στη ματιά του

          ν’ αλαφροδιαβαίνη την κυττάζει,

          τρυφερά χαϊδεύοντας το χνούδι,

          που στ’ απάνω χείλη του χαράζει.

Θεσπέσια εικόνα και αριστουργηματική στην απλότητά της. Και θάπρεπε τα «Ειδύλλια» του Χαντζάρα νάβγουν σ’ ένα βιβλίο συγκεντρωμένα, γιατί η πρώτη έκδοσις ελάχιστα περιλαμβάνει.

Ο Πειραιάς ας τον τιμήση, γιατί το ποιητικό έργο του Χαντζάρα είνε και τιμή για τα νεοελληνικά γράμματα.

–Γ. Κ. Σταμπολής, Εβδομαδιαία Επιθεώρηση «Ραδιόφωνο» τχ. 46/7-13/5/1944.

          Ο κ. Κώστας Αγγελόπουλος είχε την ευγενική και επαινετή έμπνευση ν’ αφιερώση μια μελέτη του στον ξεχωριστό λυρικό και ειδυλλιακό μας ποιητή τον κ. Νίκο Χαντζάρα. Το έργο αυτού του ξεχωριστού Πειραιώτη λυρικού είναι τόσο μικρό σε όγκο και έκταση που μόνον ίσως οι μυημένοι στην ωμορφιά και την απλότητά του έχουν αντιληφθή την απαράμιλλη αξία του. Γι’ αυτό η μελετούλα του κ. Αγγελόπουλου έρχεται σε κατάλληλη στιγμή να μας ξανθυμήση τον σιωπηλό μα τόσο καλλικέλαδο αυτό τεχνίτη της λυρικής μας ποίησης. Ο κ. Αγγελόπουλος πούχει φαίνεται κατανοήση βαθειά τον τόνο και την σημασία της ειδυλλιακής ποίησης του Χαντζάρα μας βοηθεί με τις κρίσεις του και με τ’ αποσπάσματα που ερμηνεύει να εμβαθύνουμε στην λεπτότατη και ευγενικιά αυτή ποίηση που σαν γλυκειά και μελωδική μουσική σαν τον απαλό ήχο μιάς φλογέρας μας υποβάλλει τις ευαίσθητες ωμορφιές του κάμπου του χωριού και της φύσης. Ο Χαντζάρας, σαν ειδυλλιακός ποιητής έχει μια ξεχωριστή θέση τόσο από τον αρχαίο Θεόκριτο, όσο και από τον Κρυστάλλη. Δεν τον διακρίνει καμιά απολύτως μίμηση ή συγγενική επαφή. Είναι ξένος από την αρνητική κοινωνικότητα του Θεόκριτου και από την έμφυτη βουνίσια νοσταλγία του Κρυστάλλη. Ο Χαντζάρας είναι ένας λεπτοφυής ιδιότυπος λυρικός που ξεκαθάρισε μέσα του τους ορίζοντες του φυσικού και απλού ειδυλλίου, όπως τον βλέπει ένας ευαίσθητος και παρατηρητικός διαβάτης. Οι κόσμοι του Χαντζάρα δεν είναι κόσμοι που τους έφερνε μαζί του ή που τους δημιούργησε μια πλαστή απομάκρυνσή του από τους κόσμους των άλλων. Είναι μια απλή φυσική προτίμησή του που την εμπνέει το μάτι η αγαθότητα και η απλότητά του. Πολύ δίκαια ο κ. Αγγελόπουλος εξαίρει στη μελέτη του την θηλυκιά σχεδόν ικανότητα του ποιητή στο να συλλαμβάνη την ψυχολογία και τους πόθους των γυναικείων καρδιών, είτε στην παρθενική τους εκδήλωση είτε στο μητρικό τους φίλτρο. Αυτό είναι ένα μυστικό της ψυχής που του το δώρησε η φυση. Είναι το αδιαπέραστο μυστήριο του ποιητικού του πέπλου.

          Γενικά μόνο μπορεί κανείς να πη πώς τα τραγούδια του Χαντζάρα είναι προωρισμένα σαν κάθε αληθινή δημιουργία να κερδίζουν συνεχώς έδαφος και να εκτιμηθούν κάποτε στην πληρότητά τους σαν μοναδικά δείγματα της ευαίσθητης νεοελληνικής Μούσας και σαν απαυγάσματα της αθάνατης ελληνικής παράδοσης στην πλατύτερη έννοιά της.

-Ανωνύμως, περιοδικό «Ξεκίνημα» Μηνιάτικη λογοτεχνική έκδοση, χρόνος Α΄, φύλλο 2-3/4,5, 1944 Πειραιάς.

          Η τραγωδία που έζησε ο Πειραιάς τον περασμένο Γενάρη, στάθηκε θλιβερή αφορμή κι’ αιτία να σταματήσει η αξιόλογη πνεβματική κίνηση πάρχισε ν’ ανθίζει εδώ, με πρωτοπορεία τους νέους. Κι’ είν’ αλήθεια πως η πόλι μας δε λογαριάζεται πια για πνεβματικός τόπος κ’ η ζηλεφτή συμβολή του στην πρόοδο της Ελληνικής λογοτεχνίας άρχισε να ξεχνιέται αν δεν ξεχάστηκε πια από το πολύ φιλολογικό κοινό της χώρας. Κάτι που άρχισε να φυτρώνει και ν’ ανθίζει μαράθηκε τέλεια από μια θανατική πνοή του πολέμου, και μονάχα λίγες σπίθες κι’ αφτές ανάρι’ ανάρια ξεπεταγμένες θαμποφωτίζουν κάποιες γωνιές της πνεβματικής παράδοσης, τουλάχιστο, αν όχι την πνεβματική ζωή της πόλης. Μια τέτοια σπίθα ένα έργο αγάπης είναι το μελέτημα του φίλου νέου λογοτέχνη κ. Κώστα Αγγελόπουλου για τον πειραιώτη ποιητή Νίκο Χαντζάρα. Μια λεπτή κι’ οπωσδήποτε εξαντλητική ανάλυση στο περιορισμένο σε όγκο έργο του ειδυλλιακού μας ποιητή που έγινε με την πιο βαθειά εχτίμηση, την αγάπη και τον πρεπούμενο σεβασμό για μια προσφορά και μια συμβολή που στάθηκεν αξιόλογος παράγοντας στην πνεβματικήν άνθηση που παρουσίασεν ο Πειραιάς στις αρχές του αιώνα μας.

          Ο      κ. Αγγελόπουλος αναλύει το έργο του ποιητή και το πνέβμα ξεχωρίζοντας με πολλήν ασταντικότητα για τον αναγνώστη τα τρυφερώτερα από τα τραγούδια του, τα τραγούδια εκείνα που μήτε ο καταλύτης χρόνος μπορεί να τα πνίξει στ’ ανήλεο κύλισμά του μήτε η άρνηση πούναι της μόδας τα τελεφταία τούτα χρόνια, να τα «ξεπεράσει». Αναλύει το καθένα απλά κι’ υποδειγματικά, μεταδίδοντάς μας ατόφια τη συγκίνηση και τη χάρι των τραγουδιών, αποφέβγοντας κάθε περιττό κι’ εξεζητημένο.

          Οι γραμμές τούτες του συγγραφέα κλείνουν πετυχημένα την ουσία και το περιεχόμενο της ποίησης του Χαντζάρα. Η ουσία των ειδυλλίων του είναι η ζεστή νοσταλγία του ανθρώπου που ζει την ατμόσφαιρα της κοινωνικής ζωής με τα ανήσυχα και δυνατά χρέη του περιβάλλοντός του προς την αληθινή μάννα της χαράς τη Φύση. Μέσα στη γαλήνη της ο ποιητής μας ξεδιπλώνει αβίαστα τις εικόνες του χρωματισμένες έντονα, ή με λεπτές αποχρώσεις, όλη την παρθενική συναισθηματικότητα της αγνής ζωής του βουνού και της θάλασσας, τη νοσταλγία στην παιδική μνήμη του γύρω του φυσικού κόσμου και της αγροτικής ζωής… Τα ποιήματά του είναι δοσμένα στον αέναο αγώνα της λύτρωσης του ανθρώπου από τη στυγνή πραγματικότητα και της επιστροφής στη χαρούμενη ξέγνοιαστη ζωή των παρθενικών μας στοχασμών, της γαλάζιας Ελληνικής γραμμής και της νοσταλγία της παιδικής μνήμης με τα κοινά της γνωρίσματα…»

          Ο κ. Αγγελόπουλος αξίζει τα πιο θερμά συγχαρητήρια. Καταπιάστηκε μ’ ένα έργο πολύ λίγο εφχάριστο κι’ αρκετά κοπιαστικό με περιορισμένες δυνατότητες επιτυχίας. Κι’ όμως κατάφερε να μας δώσει πέρα για πέρα ό,τι ήθελε κι ό,τι έπρεπε να μας δώσει σε ύφος απλό και γνήσια ποιητικό.

--

Συμπληρωματικές διευκρινίσεις

Όπως και στην γραφή του Κώστα Αγγελόπουλου που αντέγραψα έτσι και στα επαινετικά σχόλια που παραθέτω διατήρησα την ορθογραφία και τους γλωσσικούς τύπους της εποχής. Δεν αλλοίωσα το ύφος των συγγραφέων. Καθένα από τα σημειώματα και τους συντάκτες τους τρέφει θαυμασμό και δικαίως για την ποίηση του Νίκου Ι. Χαντζάρα, όλοι τους έχουν κάτι να προσθέσουν για την αξία της ποίησής του, την θεματική της ψυχογραφία. Αναφέρουν ειδυλλιακούς ποιητές της εποχής του, ενώ όλοι τους έχουν ως αφετηρία τον αρχαίο ποιητή Θεόκριτο. Ορισμένοι κάνουν λόγο για τις πνευματικές παθογένειες του Πειραιά, ενώ μας μιλούν και για την ανάγκη να συγκεντρωθούν τα Ειδύλλιά του και να εκδοθούν. Κάτι που δυστυχώς δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα. Θα άξιζε να σταθούμε στην κριτική ματιά του Σταμπολή ή οποία ακούστηκε και από το Ραδιόφωνο της εποχής. Ο Ελληνικός ορίζοντας παραπέμπει στις απόψεις του Περικλή Γιαννόπουλου. Στο διπλό τεύχος των «Γραμμάτων» 5-6/5,6, 1944,σ. 253 δημοσιεύεται ανακοίνωση στις νέες Εκδόσεις. Όσον αφορά την Βιβλιογραφία του Χρήστου Λεβάντα για τον ποιητή έχουμε διαφοροποιήσεις.

Όσον αφορά την περίπτωση του Μηνιαίου λογοτεχνικού περιοδικού- αποκλειστικά Ποιητικού- «ΗΓΗΣΩ» στου οποίου στην συντροφιά των δέκα νέων που πρωτοστάτησαν στην έκδοσή της από τον Μάη του 1907 έως τον Φεβρουάριο του 1908 συγκαταλέγεται και ο πειραιώτης ποιητής Νίκος Ι. Χαντζάρας ας μνημονεύσουμε τα ονόματα: -Κώστας Βάρναλης, -Μήτσης Καλαμάς, -Νίκος Καρβούνης, Λ. Κουμαριανός, -Ναπολέων Λαπαθιώτης, -Λέανδρος Παλαμάς, Γιώργος και Φώτης Πολίτης,- Ρώμος Φιλύρας, -Νίκος Χαντζάρας. Το ποιητικό αυτό περιοδικό που στους συνεργάτες αναγνωρίζουμε αρκετά γνωστά μας ονόματα της ελληνικής ποίησης όπως ο Κωστής Παλαμάς, έχει Ευρετηριαστεί από την Βίκυ Πάτσιου. Βλέπε: Περιοδικά Λόγου και Τέχνης Ν.2. Βίκυ Πάτσιου, ΗΓΗΣΩ (1907-1908). ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ (1913-1914), Εκδόσεις Διάττων, Αθήνα 1992, σελίδες 72, τιμή 2280 παλαιές δραχμές.

Ακόμα, σχετικά με τις αναφορές σε κριτικές φωνές από τον Κώστα Αγγελόπουλο στο πως υποδέχτηκαν την ποίηση του Νίκου Ι. Χαντζάρα έχουμε: -Μήτσος Παπανικολάου, περιοδικό «Οικογένεια» 16/4/1931. Αναδημοσίευση και στην τοπική εφημερίδα «Χρονογράφος» δύο μέρες μετά, 18/4/1931. –Ναπολέων Λαπαθιώτης, περιοδικό «Πειθαρχία» 26/4/1931, αναδημοσίευση στον «Χρονογράφο» 27/4/1931. –Κλέων Παράσχος, περιοδικό «Νέα Εστία» τχ. 106/ 15-5-1931, αναδημοσίευση στον «Χρονογράφο» 16/5/1931. –Τέλλος Άγρας, περιοδικό «Μουσικά Χρονικά» τχ. 8/1931, αναδημοσίευση στον «Χρονογράφο» τον Απρίλη του 1931. Ο Τέλλος Άγρας υπέγραψε και ένα εκτενές άρθρο για τον Χαντζάρα στην «Μεγάλην Ελληνικήν Εγκυκλοπαίδειαν» αλλά λόγω έκτασής του δεν δημοσιεύτηκε, παρουσιάστηκε στην τοπική εφημερίδα «Νέοι Καιροί».

Επίσης, η εφημερίδα «Νέοι Καιροί» στο φιλολογικό της φύλλο της 7 Ιουνίου 1940 δημοσιεύουν το άρθρο του Τ. Άγρα, «Η Ποίησις του Ν. Χαντζάρα. Για τα Ειδύλλια μεταξύ άλλων έγραψαν ο Γιώργος Κοτζιούλας στις «Μακεδονικές Ημέρες» Απρίλης του 1932. Ο Γεώργιος Ζ. Πιτσάκης στους «Νέους Καιρούς 18/4/1941, ο Βάσος Βαρίκας στα «Πολιτικά Φύλλα» Οκτώβριος 1931, ο Κώστας Σούκας, στον «Χρονογράφο» 17/4/1931, ο Χρήστος Λεβάντας στην εφημερίδα «Θάρρος» 21/4/1931, ο Σωτήρης Σκίπης, στο περιοδικό «Γράμματα» και αρκετοί άλλοι.

          Εύκολα διαπιστώνουμε ότι είναι μεγάλο το εύρος των κριτικών φωνών επώνυμων και ανώνυμων που ασχολήθηκαν και μίλησαν για τον Νίκο Ι. Χαντζάρα, πάντα με θετικά λόγια.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

 10-21 Σεπτεμβρίου 2025