ΠΟΥ ΕΙΝΕ ΤΑ
ΧΡΟΝΙΑ ΤΑ ΠΑΛΙΑ!
ΟΜΟΡΦΙΕΣ ΤΗΣ ΦΡΕΑΤΙΔΑΣ
Του κ. Ν. Ι.
Χαντζάρα
Εφημερίδα
«Χρονογράφος» 1η Ιανουαρίου 1939
Φρεατίδα! Από κει πρωτοείδα το φώς του
ήλιου. Απ’ αυτή δεν είδα ομορφώτερο πράμα στον κόσμο. Εγύρισα βουνά πολλά της
Ελλάδας. Πουθενά δε βρήκα την χάρη και την ομορφιά των βράχων της. Από τον
Πύργο του Σκουλούδη γραμμή προς το Χατζηκυριάκειο. Αυτή ήταν η οροθετική γραμμή
του βασιλείου της Φρεατίδας. Κι’ ο βασιλιάς της: Ήμουν εγώ, ήτανε ο Γιώργος ο
Λαλεχός κι’ ο Νίκος ο Λαλεχός, ο Κουλάτσης, ήτανε ο Παναγής ο Καντάρης, ήτανε ο
Βασίλης ο Καταρτζής, οι Τζουρντοί ή Μπογιατζήδες, αδερφοξαδέρφια, οι
Νικολινάκοι, οι Καβατζάδες, οι Γιαννόπουλοι ή Στραβοκέφαλοι, κι’ άλλοι, κι’
άλλοι… Οι περισσότεροι από τους φίλους αυτούς των παιδικών μου χρόνων έχουν
πεθάνει. Όλοι μας είμαστε βασιλιάδες της Φρεατίδας.
Παρά λίγο να λησμονήσω το Μήτσο το
Νέζη, ζωγράφο, τον Παπαβασιλείου, τους Πιλιλόνηδες, τον Γιώργο Χαρβαλιά,
διευθυντή του «Χρονογράφου».
Κι’ αυτοί νοιώθανε τον εαυτό τους
κυρίαρχο στο μικροσκοπικό βασίλειο των βράχων και των καραμπουσιών.
Γυμνή από σπίτια σ’ όλη την έκταση την
παλιάν εκείνην εποχή η Πειραϊκή Χερσόνησος. Μόνο μια στέγη στην ακρογιαλιά της,
ο σταθμός του τηλέγραφου, με το φύλακά του, την Ντίεβο, μια καλή γυναίκα
νησιώτισσα, από πάνω από το μυχό «λιμανάκι», εκεί, που αργότερα ο παλιός
αραμπατζής Κώστας Μπαϊκούτσης έστησε το καφενεδάκι του για τους ρωμαντικούς.
Παραπάνω από το σταθμό του τηλέγραφου
το χωριό του Χαραμή, ένας συνοικισμός από φτωχόσπιτα. Αργότερα εκεί εχτίστηκε
το εκκλησάκι «Ρόδο το Αμάραντο».
Γυμνή η Φρεατίδα από στέγες. Στο
ψηλότερό της μόνο σημείο διαγραφότανε η παλιά «ντάπια», ένα πρόχωμα, που τα
τοπομαχικά του θα προφύλαγαν τον Πειραιά από επίθεση εχθρική που θα γινότανε
από το Σαρωνικό. Εγώ την εγνώρισα λησμονημένη και εγκαταλειμμένη, χωρίς κανόνια
και μ’ άδεια τη μπαρουτοθήκη της.
Τα σταχτιά βράχια της Φρεατίδας, οι
«απορρώγες βράχοι», που κατέβαιναν ως τη θάλασσα, είχανε ένα γόητρο μεγάλο για
τα παιδικά μου μάτια και για τη φαντασία μου. Από την ακρογιαλιά, που είνε οι
απόκρημνοι βράχοι, έρριχνα τα μάτια μου στα ψηλώματα κ’ έπαιρνα την εντύπωση
πώς τα ομοιόμορφα σχεδόν βράχια ήτανε πρόβατα, που εστιάζανε γύρω από τον
τσοπάνη. Κ’ έψαχνα με το μάτι μου να βρω το βοσκόπουλο, το ευτυχισμένο, που
βοσκούσε ένα τόσο όμορφο και μεγάλο κοπάδι.
«Πέτρα στην πέτρα που πατεί,-λιθάρι σε
λιθάρι». Πατήσαμε χιλιάδες φορές πάνω στα βράχια της, ανάλαφρα, χαρούμενα
παιδιά-ξυπόλητα-τί ευτυχία, που χάθηκε για πάντα!- κατεβαίνοντας στο λιμανάκι
του Λούβαρη, που το λέγαμε και Κατρέφτη ή στο λιμανάκι της Ντιέβως ή του
Τηλέγραφου ή στη Σπηλιά του Σκουλούδη, που αργότερα την έλεγαν και Σπηλιά του
Λάμπη για να κολυμπήσουμε το καλοκαίρι.
Κάποτε τραβούσαμε και για το λιμανάκι,
που βρίσκεται τώρα η Σχολή των Ναυτικών Δοκίμων. Το λιμανάκι με τα μικρά
βότσαλα και την αμμουδιά. Τα πουλιά χρόνια, που είμαστε μικρά παιδιά, τίποτα δε
βρισκότανε εκεί, ούτε η Σχολή, ούτε το παράπηγμα του Καλαμπάκα απάνω στα
ερείπια του αρχαίου τείχους του περιβόλου.
Κατεβαίναμε από τα ψηλώματα πηδώντας
και τραγουδώντας, ανάμεσα από καραμπούσια ή σπερδούκλια, όπως ελέγαμε τους
ασφοδέλους του Ομήρου, που εφύτρωναν πολύ πυκνά ανάμεσα στα βράχια και που
ήτανε πανηγύρι, όταν ανθίζανε, για τα παιδικά μας μάτια. Περνούσαμε ανάμεσα από
«λουμινιές» με τα κίτρινα λουλούδια τους, από κρεμμύδες, από σφάκιες, από
θυμάρια, από αγκάθια, τις αγριοαγκινάρες, που μέσα στο λουλούδι τους το λιλά
βόσκανε χρυσοπράσινοι τσιντζήροι.
Εφύτρωναν εκεί κι’ άγριες ελιές, μια
πιθαμή, κ’ έκαναν και καρπό, κάτι ελίτσες μικροσκοπικές σαν μισό ρεβίθι. Άς
αφήσουμε τα χαμολούλουδα, τις ανεμώνες, τις παπαρούνες, τα καλογεράκια, τις
αγριοβιολέτες και τα χόρτα, τα ραδίκια, τ’ αλιβάρβαρα, τις γαλατσίδες, τις
καφκαλήθρες και ακόμα την κρίταμη και την κάπαρη στους γκρεμούς της ακρογιαλιάς.
Ξαναβλέπω με τη φαντασία μου ζωηρή την
εικόνα της παλιάς Φρεατίδας και την άνοιξη και το καλοκαίρι και το φθινόπωρο
και το χειμώνα. Σ’ όλες τις εποχές είχανε τη μαγεία τους τα βράχια της κι’ η
θάλασσά της και πέρα ο Σαρωνικός.
Οι πιό αρρενωποί και ζωηροί από τα
παιδιά προτιμούσαν να κολυμπάνε στου Λουβιάρη, το λιμανάκι, που το λέγαμε και
«Κατρέφτη», ή πιό πέρα, κάτω από τους γκρεμούς της Φρεατίδας ως τη βίλλα του
Φακιολά.
Όταν ο Σκουλούδης κατέβαινε να
παραθερίση στον Πύργο του και στην πύλη εστηλώνανε τις δύο πήλινες κουκουβάγιες
που σήμαινε πώς ο πύργος … της είχε εγκατασταθή στον Πειραιά,- δεν επιτρεπόταν
στη φτωχολογιά να παίρνη τα μπάνια της στα λουτρά του περιμαντρωμένου-τμήμα της
ακρογιαλιάς κάτω από τον πύργο του.
Γυναικόπαιδα όμως κατεβαίνανε και
κολυμπούσαν, όταν δεν είχε αρχίσει ακόμα τον παραθερισμό του ή είχε ανεβή στην
Αθήνα με τις πρώτες ημέρες του φθινοπώρου, ενώ ακόμα ο κόσμος εκολυμπούσε.
Κατέβαιναν τότες από την ίδια πόρτα
των λουτρών και τα «παλληκαράκια» της παλιάς εποχής, παιδιά δεκαπέντε ως
δεκαεφτά χρονών.
Η εμφάνισή τους έκανε τις λουόμενες,
τις αναδυόμενες Αφροδίτες σωστές Μαινάδες. Εβγαίνανε από το νερό και τους
εκάνανε υποδοχή με αμμάδες και με κατρόνια, πού πέφτανε βροχή καταπάνω τους και
με άγριες βρισιές ρωμαϊκες κι’ αρβανίτικες γι’ αυτούς, για τις μαννάδες τους
και για τους πατεράδες τους. Τα κακόμοιρα τα παιδιά εκάνανε «όπισθεν ολοταχώς».
Όπου φύγει-φύγει.
Ξέρω την ιστορία ενού σημερινού
νοικοκύρη Πειραιώτη, που μικρός είχε πάθει μεγάλο κακό, από εξαγριωμένες γυναίκες
που έπαιρναν το λουτρό του στα μπάνια του Σκουλούδη.
Είχε από την αυγή χωθή σε μιά κουφάλα
βράχου και είχε μόνος του αποκλειστή εκεί με ξερολίθι. «Καλό μπανιστήρι», θα
έλεγε ένας μαγκάκος της Τρούμπας. «Καλή σκοπιά», θα έγραφε στην «Εστία» ο
αλησμόνητος φίλος μου Νιρβάνας «διά ένα πτωχόν… βλεπομανή». Κ’ εγώ θέλω να
πιστεύω, πώς ο φίλος μου χτίστηκε στην κουφάλα του βράχου με σκοπούς
αποκλειστικά… καλλιτεχνικούς και πνευματικούς.
Το ξερολίθι εσωριάστηκε σε μιά
απρόσεχτη κίνησή του και το τί επακολούθησε δεν περιγράφεται. Οι γυναίκες τον
εζωγρήσανε, τον εκάνανε μαύρο στο ξύλο κ’ έπειτα φωνάξανε μιά «παπαρούνα
κόκκινη», έναν αστυφύλακα του παλιού εκείνου καιρού, και του τόνε παραδώσανε
για τα «περαιτέρω».
Παιδιά από το Τσιρλονέρι κι’ από τον
Άγιο Βασίλη και το Σταυρό είχαμε κάνει διάσκεψη μια φορά στον καφενέ του
Τζίλου, δίπλα από την έπαυλη Μαντζαβίνου.
Το «ακέφαλο πτώμα» της Πειραϊκής, είχε
συνταράξει τον κόσμο. Κάποιοι εκβιασμοί ανυπόπτων ρωμαντικών, κάποια ληστρικά
κρούσματα, η ταχτική περισυλλογή από την αστυνομία χασισοποτών, λωποδυτών,
αλητών στις σπηλιές του Σκουλούδη και στη μπαρουταποθήκη την άδεια της
εγκαταλειμμένης «ντάπιας».
Ο Αννίβας προ των Πυλών! Η Πειραϊκή
Χερσόνησος έχανε σιγά-σιγά την παρθενικότητά της. Ο κόσμος εχάλασε κ’ ήταν επικίνδυνος
ένας περίπατος ως εκεί.
Κάποιο παιδί γραμματισμένο είπε:
-Έπρεπε να είχαμε λάβει μέτρα από
καιρό. Να μην επιτρεπότανε στο κάθε δίποδο χωρίς κανένα έλεγχο να πατάη τα
βράχια της Φρεατίδας.
Και ένας άλλος απάντησε.
-Έπρεπε να περιφραχτή κι’ από την ξηρά
κι’ απ’ τη θάλασσα. Ναν της υψώναμε τείχη από παντού. Και ν’ αφήναμε μόνο τους
καλούς να μπαίνανε μέσα. Εκείνους που θα καταλαβαίνανε από ομορφιές του κόσμου.
Αυτό ήτανε το σχέδιο κάποιου γειτονόπουλου μου, που ξέρει πολλά γράμματα και το
σπίτι του είνε αρχοντικό. Είχα ακούσει από τον ίδιο, πώς θα την έκλεινε σε
τείχη την Πειραϊκή ολόκληρη, αν είχε τα λεφτά του Σκουλούδη!
Αυτή την παραμονή της Πρωτοχρονιάς
γύρισε ο νους μου στα περασμένα και θυμήθηκα με βαθειά συγκίνηση, πώς ήμουνα
κι’ εγώ κάποτε βασιλιάς της Φρεατίδας, εκεί, που υψώνεται τώρα η όμορφη Νέα
Καλλίπολις.
Νίκος Ι. Χαντζάρας
«Βλέποντας όλα ως έφηβος
κατόρθωσε
και πάλι,
τον
ανδρωμένο Πειραιά
σαν
έφηβο να ψάλη…»
Αυτό το μικρό εύθυμο τετράστιχο ήρθε
στη σκέψη μου καθώς αντέγραφα τις «Ομορφιές της Φρεατίδας» του τρυφερού ποιητή
των «Ειδυλλίων» Νίκου Ι. Χαντζάρα. Αυτού του ένθερμου και υπερήφανου πάντα για
τον τόπο καταγωγής του Πειραιολάτρη. Γέννημα θρέμμα ο τρυφερός ποιητής σαν
αρχαίος «μαρμαρογλύπτης» σμιλεύει στο μαρμάρινο ποιητικό αέτωμά του την παλαιά
και σύγχρονή του ιστορία του Πειραιά και των Πειραιωτών συνδημοτών του.
Διαπρεπείς Πειραιώτες, επιστήμονες και καθημερινοί άνθρωποι του μόχθου και της
βιοπάλης, λόγιοι, διανοούμενοι και συγγραφείς, μηχανικοί, οδοκαθαριστές και
υπάλληλοι του Δήμου, ταβερνιάρηδες και φαρμακοποιοί, δικηγόροι και πρώτοι
αγωνιστές συνδικαλιστές, πολιτικοί της εποχής και δήμαρχοι της πόλης, παλαιοί
συμμαθητές και καθηγητές του σε Σχολεία του Πειραιά που φοίτησε, παλαιές
νεανικές παρέες και κατοπινές συντροφιές του στις Πειραϊκές ταβέρνες, τα
καφενεία και τα ζαχαροπλαστεία που σύχναζε, δημοσιογράφοι και εκδότες
εφημερίδων, ιερείς και αρχιερείς, πρωθυπουργοί και βασιλιάδες, πρίγκηπες και πριγκίπισσες, χαρακτηριστικές λαϊκές φυσιογνωμίες της Πόλης
και θεατρώνες, γηραιές γυναίκες της γειτονιάς του με τις προλήψεις και την
λαϊκή τους θρησκευτικότητα και αγαθοσύνη, γειτονοπούλες και τα μέλη της
οικογένειάς του, τα ζώα του σπιτιού τους και φυσικά, ο κρημνώδης και έρημος
χώρος της περιοχής του Σταυρού, της εκκλησίας του Αγίου Βασιλείου, της
ακτογραμμής της Πειραϊκής, της Φρεατίδας και των μικρών ορμίσκων της, το
λιμανάκι του Μπαϊκούτση (αυτό που ονομάζουμε και όρμος της Αφροδίτης, του αγίου
Νικολάου), λεωφόροι και σοκάκια του Πειραιά, παλαιών χρόνων ιστορικά τοπόσημα
και επαύλεις, οικοδομήματα, όλα περνούν από μπροστά μας από το προσεκτικό και
παρατηρητικό βλέμμα του πάντα ευαίσθητου ποιητή και ρεπόρτερ. Άγρυπνος φύλακας
της Πειραϊκής γης και των χωμάτων της, με λεκτική και φραστική ακρίβεια και
παρατηρητικότητα σαν τον αρχαίο δούλο του βασιλιά των βασιλέων των Περσών
Δαρείου, μας υπενθυμίζει διαρκώς ποιό είναι το ένδοξο παρελθόν της Πόλης, ποιά
η καταγωγή μας, η τοπική αρχέγονη ιστορία μας. Σμιλεύει και αποτυπώνει με
νοσταλγία και επίγνωση ο Χαντζάρας πάνω στις πλάκες της γραφής του, ότι άλλοι
παραβλέπουν ή αποσιωπούν, στέκουν αδιάφοροι. Σημαντικοί αυλητές και
τραγουδιστές της Πόλης ο Λάμπρος Πορφύρας, ο Βασίλης Λαμπρολέσβιος, ο Γεώργιος
Στρατήγης για να περιοριστούμε σε παλαιότερες γενιές-ενδεικτικά ονόματα- που
έχουν φύγει από κοντά μας. Ο Νίκος Ι. Χαντζάρας σαν ακοίμητος φρουρός
συμπληρώνει και διευρύνει τους ορίζοντες εξέτασής της, μετά τις βάσεις που έθεσαν ο πρώτος ιστορικός της Ιωάννης Μελετόπουλος, ο χρονογράφος
της Άγγελος Κοσμής, ο Αντώνης Μαρμαρινός και ορισμένοι άλλοι ένθερμοι
σχολιογράφοι του Πειραιά και των φιλολογικών του πεπραγμένων όπως υπήρξε ο
Μανόλης Ρούνης, ο πεζογράφος και κριτικός Χρήστος Λεβάντας κλπ. Ας το επαναλάβουμε, το κοινωνικό,
δημοσιογραφικό και πολιτιστικό της εποχής του «αέτωμα» που σμιλεύει ο
πειραιώτης Νίκος Ι. Χαντζάρας, αυτό το φτωχόπαιδο- αγροτόπαιδο της Φρεατίδας με
καταγωγή του πατέρα του από το Άργος και της μητέρας του από την Ύδρα μας άφησε
μια πανοραμική εικόνα της πόλης εν κινήσει στον χρόνο και την ιστορία
αξεπέραστη. Μπορεί να μην θέλησε ή να μην πρόλαβε, να αδιαφόρησε να
συγκεντρώσει τα «Πειραιώτικά» του στην εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς» και σε
άλλους τοπικούς τίτλους ό,τι έγραψε επώνυμα, ανώνυμα ή με ψευδώνυμο και να τα
εκδώσει συμμαζεμένα, μπορεί να δείλιασε ή από υπερβολική σεμνότητα και
καθημερινό της βιοπάλης του μόχθο να αμέλησε, όμως η προσωπική του μαρτυρία και
ό,τι κατέγραψε και φωτογράφησε με τον φακό του βλέμματός του, την σμίλη των
χεριών του αποτελούν ντοκουμέντα αλήθειας και τεκμήρια πραγματικότητας της
ιστορικής διαδρομής και του προσώπου της Πόλης. Ο Νίκος Ι. Χαντζάρας δεν κάνει
μυθοπλασία, δεν καταφεύγει σε «ισχάδες» γεύσεις και μυρωδιές της παλαιάς
καρποφορίας του Πειραιά, δεν σκιτσάρει ότι άλλοι του εκμυστηρεύονται, ψάχνει,
αναζητεί, ανασκαλεύει παλαιά έγγραφα και αρχεία, ιχνομυθεί ότι κρύβει στα
σπλάχνα της ιστορίας του ο Δήμος Πειραιά και οι παλαιοί γηγενείς και νεότεροι
Πειραιώτες και αφήνει ελεύθερη την νοσταλγία της φαντασίας του να τα αφηγηθεί.
Σαν ένας απλός, ήρεμος παραμυθάς που εξιστορεί στους νεότερους την ιστορία
αυτών των «απορρώγων» βράχων της παλαιάς εποχής που κάποτε στα βάθη των αιώνων
με την άγρια γυμνότητά τους σχημάτισαν τη Νήσο που ονομάζεται Πειραιάς.
Και τι δεν θυμάται ο Χαντζάρας στις
«Ομορφιές της Φρεατίδας», πρόσωπα, κτήρια, χώρους, ονόματα βοτάνων και
λουλουδιών, κρυφές περιοχές, πικάντικες ιστορίες και «μπαίν-μίξτ» απαγορευμένες
κοινωνικές συνυπάρξεις αγοριών και κοριτσιών καθώς κατέβαιναν στα λιμανάκια της
ακτογραμμής για μπάνιο. Στον περιφραγμένο χώρο του Κωνσταντινουπολίτη "τραπεζίτη" Σκουλούδη" (Για τον Σκουλούδη και την έπαυλή του που οικοδομήθηκε στα 1878 με 1880 ο Χαντζάρας δημοσιεύει δύο ακόμα χρονογραφήματα, 3/2/45 και 5/2/45). «Βλεπομανή» αποκαλεί ο Παύλος Νιρβάνας μας λέει ο
Χαντζάρας τα έφηβα αγοράκια που κοίταζαν κρυμμένα από απόσταση τα κοριτσόπουλα
να κολυμπούν μέσα στις δικές τους νεανικές ερωτικές φουσκοδεντριές. Και δεν το
γλίτωναν το «μαύρο» ξύλο όταν τους έπαιρναν χαμπάρι και τους έπιαναν οι
άγρυπνοι κέρβεροι φύλακες των γυναικών γιαγιάδες. Είναι αρκετά τα
χρονογραφήματα του Χαντζάρα που αναφέρονται στα μπάνια «του Λαού» ή όταν
πήγαινε συνοδεύοντας τον πατέρα του στη θάλασσα για να πλύνει ή ξυστρίσει τα
ζώα τους, τα άλογα και την φοράδα τους.
Τι ειδυλλιακές υπέροχες εικόνες, τι αίσθηση
μιας «χαμένης αθωότητας», συναισθήματα και καταστάσεις, τι μνήμες εφηβικές και
νεανικές που ο καθένας μας έχει ζήσει και λησμονήσει κατόπιν ή νοσταλγεί. Μια
σπίθα χρειάζεται ενός ποιητή, μία εικόνα από έναν συγγραφέα, μία παράσταση από
έναν καλλιτέχνη, μία λέξη, μία φράση από έναν δημιουργό για να ξυπνήσει μέσα
μας αυτό που η Πόλη μας υπενθυμίζει πάντα. Ότι αποτελούμε αναπόσπαστο οργανικό
κομμάτι της και όσων κυοφόρησε και καλλιέργησε, έζησαν, ανέπνευσαν στα χώματά της.
Γιώργος Χ.
Μπαλούρδος
Πειραιάς
23
Σεπτεμβρίου 2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου