Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δ. Κούρτοβικ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δ. Κούρτοβικ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

Μνήμη πειραιώτη συγγραφέα Φάνη Μούλιου. Λίστα Θεσπρωτίας 13/6/1937-;/9/2020

 

                     Μνήμη πειραιώτη συγγραφέα Φάνη Μούλιου

                             (Λίστα Θεσπρωτίας 13/6/1937-;/9/2020)

      Φίλος παλιός και καλός του Πειραιά, ο Δημήτρης Κρασονικολάκης, με πληροφόρησε για την απώλεια του πειραιώτη συγγραφέα και δικηγόρου Φάνη Μούλιου. Η πόλη του Πειραιά έχασε έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους πεζογράφους και διηγηματογράφους της. Είχε τιμηθεί με το Α΄ κρατικό βραβείο μυθιστορήματος  το 1989 για το μυθιστόρημά του «Οι Κληρονόμοι», (Η ποιήτρια Κική Δημουλά έλαβε το Α΄ βραβείο για την ποιητική της συλλογή «Χαίρε Ποτέ», η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, με το βραβείο κριτικής και δοκιμίου για την μελέτη της, «Οι πραγματείες περί ζωγραφικής Αλμπέρτι και Λεονάρντο». Ενώ το βραβείο χρονικού και μαρτυρίας ο Χρήστος Σαμουηλίδης, για το έργο του «Το χρονικό του  Καρς»), και από τον Δήμο Αθηναίων. Ο Φάνης Μούλιος δεν ήταν απλά ένας σύγχρονος βραβευμένος πειραιώτης πεζογράφος της εποχής μας, ήταν και ένα εξαίρετο άτομο. Σοβαρός και παράλληλα εύθυμος χαρακτήρας, προσηνής και πρόσχαρος. Η γνωριμία μας είχε γίνει προς τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Γνώριζα τα βιβλία του και παρακολουθούσα τα δημοσιεύματά του στον περιοδικό τύπο. Στα μεταγενέστερα πειραϊκά χρόνια, δημοσίευσα δύο κριτικές σε έντυπα του πειραιά, για τα διηγήματά του και την ποίησή του. Ο Φάνης Μούλιος ασχολήθηκε με επιτυχία τόσο με την πεζογραφία, το διήγημα, όσο και την ποίηση, (βλέπε τις ποιητικές του συλλογές, «Οι σχοινοβάτες» και «Μικρές εικόνες» 2009 και 2006 που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος. Αλλά και τα διηγήματα «Πράσινο-γκρίζο» 2009, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο). Σύντομα σχόλιά του και μικρά του μελετήματα, ποιήματα, βρίσκονται διάσπαρτα σε εφημερίδες του πειραιά και στο περιοδικό «Δικηγορική Επικαιρότητα» που εκδίδει ο Δ.Σ.Π. Κατοικούσε στην περιοχή της Νίκαιας. Δικηγορούσε για χρόνια στον Πειραιά, το Γραφείο του βρίσκονταν στο μικρό στενάκι στο πλάι του ιερού ναού του Αγίου Κωνσταντίνου στο κέντρο της Πόλης, όπου συνήθιζε να δέχεται και να συνομιλεί με φίλους του και δικηγόρους συγγραφείς του Πειραιά. Είχε πάντα έναν καλό λόγο να σου πει,-παρά την εύλογη πικρία του για πρόσωπα της πόλης που αδιαφορούσαν για το έργο του- ένα χαμόγελο να σου χαρίσει, επεδίωκε μια συζήτηση μαζί σου για την ελληνική λογοτεχνία, σε ρωτούσε για τα νέα σου διαβάσματα, αν πρόσεξες το καινούργιο μυθιστόρημα του τάδε ή αν διάβασες την κριτική του δείνα για το βιβλίο του άλλου. Ενδιαφέρονταν με διακριτικότητα για τα πολιτιστικά τεκταινόμενα της πόλης του Πειραιά. Ορισμένες φορές, έδειχνε την δυσαρέσκειά του ή ακριβέστερα την πικρία του για μια αρνητική κριτική που γράφτηκε για βιβλίο του. Έλεγε ότι δεν τον κατάλαβαν σαν συγγραφέα, δεν ερεύνησαν όσο όφειλαν, τις βαθύτερες πτυχές της σκέψης του, τον πόνο και την αγωνία που εκφράζει η γραφή του. Αγνοούν ότι οι ήρωές του είναι τραυματισμένα από την εποχή τους και την ελληνική πολιτική ιστορία άτομα. Κουβαλούν βιώματα δικά τους και της γενιάς τους. Υπάρξεις σακατεμένες από τα διχαστικά πάθη και μίση του πολέμου, του εμφύλιου σπαραγμού, των ακροτήτων των νικητών στην ελληνική επαρχία.  Οι Ήρωες του Φάνη Μούλιου δεν είναι εύθυμοι, χαρούμενοι, πώς θα μπορούσαν να ήταν άλλωστε μετά από όσα υπέφεραν. Είναι οι Έλληνες μιας ηττημένης γενιάς που έζησαν στο «πετσί» τους την φρίκη και τον εφιάλτη του εμφύλιου σπαραγμού και τις επιπτώσεις του στα κατοπινά χρόνια. Είναι αλήθεια, ότι είναι κάπως μονοκόμματοι, απόλυτοι, πέραν του δέοντος «φανατισμένοι», αλλά μήπως έτσι δεν ήσαν και συμπεριφέρονταν στις δημόσιες εκδηλώσεις τους και τις αποφάσεις τους οι γενιές αυτές των ελλήνων μετά τον τερματισμό του εμφύλιου σπαραγμού; Μήπως, με τον ίδιο απόλυτο τρόπο σκέψης δεν εκδηλώνουν τις πολιτικές τους συμπεριφορές και θέσεις ακόμα και σήμερα οι Έλληνες που έζησαν την περίοδο αυτή και ανήκαν στους προδομένους της Ιστορίας; Τα βιβλία του Φάνη Μούλιου εκφράζουν μιαν εποχή, τις βιωμένες σκληρά καταστάσεις της και όχι την ωραιοποίησή της ή την εξιδανίκευσή της, και των ανθρώπων της, είτε από την μία πλευρά είτε από την άλλη. Ο πόλεμος και η κατοχή και ο εμφύλιος σπαραγμός που επακολούθησε, δεν γέννησε τάγματα αγγέλων, αλλά σκληροπυρηνικών χαρακτήρων. Η απολυτότητά τους και ο μονόπαντος τρόπος σκέψης και χαρακτήρας συμπεριφορών τους ήταν η εσωτερική της ψυχής και της ζωής τους ασφάλειας, στα κατοπινά πέτρινα χρόνια. Ο ενδόμυχος φόβος και η ταραγμένη τους ζωή του έκανε απόλυτους, φανατισμένους, σκληρούς, ακόμα και στα ίδια τα μέλη των οικογενειών τους. Πόσο μάλλον, απέναντι στους ιδεολογικούς τους αντιπάλους και εχθρούς όπως τους αποκαλούσαν και αποκαλούν ακόμα και στις μέρες μας. Όμως η Ιστορία των ανθρώπινων αγώνων για ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη, ισονομία και ανεξαρτησία δεν είναι στάσιμη, είναι μικρά αργά σταθερά βήματα προς το μέλλον αλλά δυστυχώς και με αρκετά πισωγυρίσματα και ακόμα πιο τραγικές ιστορικές και πολιτικές επιλογές. Και τα σκοτεινά αποτελέσματα δεν τα «πληρώνουν» οι θεωρητικοί ιδεολόγοι ή επαναστάτες της στιγμής αλλά, το σύνολο του Λαού. Εμείς δηλαδή οι απλοί καθημερινοί ανώνυμοι άνθρωποι και πολίτες, πέρα από παρατάξεις και κομματικές προτιμήσεις και ιδεολογικές συμπάθειες. Όταν ένιωθε άνετα μαζί σου και σε εκτιμούσε, σε προσκαλούσε να πιείτε έναν καφέ στην Πλατεία Κοραή. Σου μιλούσε για τα βιβλία που αγαπούσε, τα διαβάσματά του. Ο πνευματικός Πειραιάς στο σύνολό του, και όχι στις επιμέρους του περιπτώσεις, θεωρώ ότι ενώ τον γνώριζε και εκτιμούσε την παρουσία του, μάλλον δεν ασχολήθηκε όσο του άξιζε, με το έργο του. Θεωρούσαν δύσκολη και πολύ μοντέρνα την γραφή του, για τα αναγνωστικά δεδομένα και ενδιαφέροντα του πνευματικού Πειραιά. Των ατόμων που «διαφέντευαν» τα πράγματα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν τον θεωρούσαν επίλεκτο μέλος της μικρής μας σύγχρονης καλλιτεχνικής κοινωνίας. Ο ίδιος ακολουθούσε μάλλον, μια κάπως «μοναχική» διαδρομή, κάπως απόμακρη από τα λογοτεχνικά δρώμενα της Πόλης μας. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μετείχε στα πνευματικά κοινά ενεργά. Ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της «Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών του Πειραιά». Ο Φάνης Μούλιος, να το επαναλάβουμε, είναι μια από τις αξιολογότερες πένες της Πόλης μας. Που την τίμησε εν ζωή με την παρουσία του και το έργο του.

Και εδώ να διευκρινίσουμε κάτι, δεν είναι απαραίτητο να αρέσουν όλα τα γραπτά ενός συγγραφέα στους βιβλιοκριτικούς και ιστορικούς της ελληνικής γραμματείας, στους επίσημους σχολιαστές της, σημασία έχει να είναι ακριβοδίκαιοι και να μην μεροληπτούν εσκεμμένα. Να μην ξεχωρίζουν τα πρόβατα από τα ερίφια της λογοτεχνίας, με γνώμονα σκοπιμότητες πέρα ορισμένων αποδεκτών κανόνων από όλους μας, εντός των ορίων ερμηνείας ενός λογοτεχνικού κειμένου. Και από την άλλη, ούτε ένας δημιουργός γράφει πάντα καλά έργα. Η πορεία των δημιουργών ακολουθεί ένα ιστόγραμμα συγγραφικών τους διακυμάνσεων. Επιτυχιών και αποτυχιών. Το συνολικό αποτέλεσμα και η προσφορά είναι νομίζω που μετράει. Υπάρχουν περιπτώσεις ελλήνων συγγραφέων που αγαπήθηκαν από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, διαβάστηκαν με πάθος τα βιβλία τους, ενώ απορρίφθηκαν ή σχολιάστηκαν αρνητικά από τους ειδικούς και κριτικούς. Υπάρχουν δηλαδή θεωρώ, δύο επίπεδα πλησιάσματος ενός έργου. Το «χαμηλό» επίπεδο ημών των αναγνωστών και των πνευματικών μας «ορέξεων» και υπάρχει και το «υψηλό» επίπεδο των επαϊόντων, βιβλιοκριτικών, πανεπιστημιακών και άλλων διπλωματούχων κριτικών που υιοθετούν τα «δικά τους» κριτήρια ανάγνωσης και αποδοχής. Ενώ τις τελευταίες δεκαετίες στην χώρα μας, αλλά και στο εξωτερικό-υπάρχει και το ενδιάμεσο επίπεδο της δημοσιογραφικής ή τηλεοπτικής κριτικής και βιβλιοκριτικής. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, που μπορεί να μην είναι εντελώς λανθασμένο, αντιγράφω ανάμεσα στις άλλες αξιολογήσεις για τον συγγραφέα Φάνη Μούλιο, και την αρνητική-απορριπτική κριτική του κυρίου Δημοσθένη Κούρτοβικ (ενός αξιόλογου και πολυγραφότατου κριτικού), που στεναχώρησε τον Μούλιο. Εξάλλου, οι επανεκδόσεις των βιβλίων του Φάνη Μούλιου, οι εξαντλήσεις των έργων του από τους εκδοτικούς οίκους που εξέδωσαν τα έργα του (Γκοβόστης, Επικαιρότητα, Ζαχαρόπουλος, Δωδώνη, Πύλη, Γνώση), τι άλλο μας φανερώνουν από του ότι τα διηγήματά του, τα μυθιστορήματα και τα ποιήματά του, αγαπήθηκαν από τους αναγνώστες, έγιναν πρώτα στις προτιμήσεις των διαβασμάτων τους, τα πρότειναν σε άλλους, τα διέδωσαν, πέρα από τις θετικές ή αρνητικές κρίσεις για αυτά των επίσημων ή μη βιβλιοκριτικών. Το σώμα των ανώνυμων αναγνωστών είναι μάλλον αυτό που καταξιώνει και δικαιώνει έναν συγγραφέα. Τους αναγνώστες που δεν θα γνωρίσει ποτέ, δεν θα συνομιλήσει μαζί τους,-ενώ εκείνοι μπορούν να συνομιλούν διαρκώς μαζί του, διαβάζοντας τα έργα του.

     ΜΟΥΛΙΟΣ ΦΑΝΗΣ του Χρυσοστόμου, Λίστα-Θεσπρωτίας, 1937.

Ποίηση

Μετά τη βροχή. Δωδώνη, 1980

Πεζό

Τραγούδια γι’ αγάπη. Δωδώνη, 1970

Μορφές. Δωδώνη, 1972

Μπούμεραγκ. Δωδώνη, 1973

Ενδοσκόπηση. Πύλη, 1976

Χωρίς πρόσωπο. Πύλη, 1978

Το πορτραίτο του Κου Αντουάν. Πύλη 1978

Οι ευδαίμονες. Γνώση, 1982

Η φαμίλια των Λιστινών. Επικαιρότητα, 1985

Οι κληρονόμοι. Επικαιρότητα, 1988

Υγρασία στη ζάχαρη. Γκοβόστης, 1990

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ, εκδ. Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών, με την φροντίδα των εκδόσεων «Λωτός», Αθήνα χ.χ., σελ. 167. (πρόεδρος ΕΕΛ Γιώργος Καρανικόλας)

Μούλιος Φάνης  

(Λίστα Θεσπρωτίας 1938): Πεζογράφος. Μεγάλωσε στον Πειραιά. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε ως δικηγόρος.  Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε με τη συλλογή διηγημάτων  Τραγούδια γι’ αγάπη (1970). Καλλιέργησε κυρίως τον πεζό λόγο (διήγημα, μυθιστόρημα, νουβέλα), αλλά έχει δώσει και κάποιες ποιητικές συλλογές. Άρθρα και λογοτεχνικές του συνεργασίες έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά.

 Άλλα έργα: Μορφές (1972), Μπούμεραγκ (1975), Ενδοσκόπηση (1976), Χωρίς πρόσωπο: Αποξένωση-Αθλιότητα-Αναζήτηση (1977), Οι Ειδαίμονες (1982), Ο κυματοθραύστης (1991), Μηχανορραφείον «Τά μάτια σου» (1994), Λίγο πρίν την στροφή (2003) (διήγ.). Το πορτραίτο του κ. Αντουάν (1979), Υγρασία στη ζάχαρη (1990) (νουβ.), Η φαμίλια των Λιστινών (1984), Οι κληρονόμοι (1988), Ο Ορφέας δεν είναι πιά εδώ (1998) )μυθιστ.), Μετά τη βροχή (1981), Η πίκρα της πέτρας (2001) (π. μ.) κ. ά.

     Η πεζογραφία του κινείται σε δύο βασικούς θεματικούς άξονες, τη μυθοπλαστική αφήγηση γεγονότων γύρω από τις εθνικές περιπέτειες του πολέμου και του Εμφυλίου κυρίως στην ελληνική επαρχία και την ψυχολογική διερεύνηση του ατόμου, με έμφαση στη ζωή στη σύγχρονη μεγαλούπολη την αλλοτρίωση, την αποξένωση, το φόβο και τη μοναξιά. Γραφή που εγγράφεται στον χώρο του ρεαλισμού και όπου οι ιστορικές συνθήκες, τα κοινωνικά ήθη και η ψυχογράφηση των ηρώων αποδίδονται με αληθοφάνεια. Η κριτική έχει επισημάνει στο έργο του επιδράσεις της πεζογραφίας του Δημήτρη Χατζή.

     Τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο μυθιστορήματος του Δήμου Αθηναίων (1986), το Βραβείο της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (1983) και το Κρατικό Βραβείο μυθιστορήματος (1989).

Βιβλιογραφία:  Άγγελος Φουριώτης εφ. Ακρόπολις 10.4.1977 (ββ. Ενδοσκόπηση). Αλέξης Ζήρας, εφ. Η Καθημερινή 1.3.1978 (ββ. Χωρίς πρόσωπο). Ευγενία Ζωγράφου, εφ. Ο Ριζοσπάστης 21.5.1980 (ββ. Το πορτραίτο του κ. Αντουάν). Δημήτρης Σταμέλος, εφ. Ελευθεροτυπία 24.7.1980 (ββ. Το ίδιο). Άγγελος Φουριώτης, εφ. Ακρόπολις 5.8.1980 (ββ. Το ίδιο). [Ανυπόγραφο], περιοδικό Αντί (3.5.1985) (ββ. Η φαμίλια των Λιστινών). [Ανυπόγραφο], εφ. Ακρόπολις 11.5.1985 (ββ. Το ίδιο). [Ανυπόγραφο], εφ. Έθνος 5.6.1985, (ββ. Το ίδιο). Ε. Παππά, περ. Γυναίκα(24.7.1985) (ββ. Το ίδιο). Γ. Χ. εφ. Η Αυγή 25.8.1985 (ββ. Το ίδιο). Κώστας Ι. Τσαούσης, εφ. Έθνος 11.5.1985 (Οι κληρονόμοι). Νίκος Ντόκας, εφ. Ελευθεροτυπία 13.5.1990 (ββ. Η φαμίλια των Λιστινών). Κώστας Ι. Τσαούσης, εφ. Έθνος 13.2.1991 (ββ. Υγρασία στη ζάχαρη). Μάρυ Θεοδοσοπούλου, εφ. Η Εποχή 3.3.1991 (ββ. Το ίδιο). Ευγενία Ζωγράφου, εφ. Ο Ριζοσπάστης 17.12.1992 (ββ. Ο κυματοθραύστης). Δημήτρης Σταμέλος, εφ. Ελευθεροτυπία 27.7.1994 (ββ. Μηχανορραφείον «Τα μάτια σου»). Κώστας Ι. Τσαούσης, εφ. Έθνος 20.8.1994 (ββ. Το ίδιο). Στάθης Μάρας, εφ. Ο Ριζοσπάστης 1.9.1994 (ββ. Το ίδιο). Ε. Ζωγράφου, εφ. Ο Ριζοσπάστης 20.4.2000 (ββ. Η φαμίλια των Λιστινών). Θ. Κούγκουλος, εφ. Η Αυγή 11.11. 2001, «Ο Δημήτρης Χατζής και η  λογοτεχνική στροφή στα θύματα του Εμφυλίου».

ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΚΟΥΖΕΛΗ, Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα-Έργα-Ρεύματα-Όροι. Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, σελίδα 1472.

             ΦΑΝΗΣ  ΜΟΥΛΙΟΣ

      Ο Φάνης Μούλιος γεννήθηκε στη Λίστα Θεσπρωτίας. Μεγάλωσε όμως στη Νίκαια και τον Πειραιά. Σπούδασε και ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου στον Πειραιά. Παρουσιάστηκε στα γράμματα με τα διηγήματα «Τραγούδια γι’ αγάπη» (1970). Ακολούθησαν: «Μορφές» (1972). «Μπούμεραγκ», νουβέλλα (1975), «Ενδοσκόπηση», δοκίμια (1976). «Χωρίς πρόσωπο», πεζογραφική τριλογία (1977). «Το πορτραίτο του κ. Αντουάν», νουβέλα (1979).

     Η πεζογραφική όμως δικαίωση του Μούλιου θαρθεί με τα μυθιστορήματα «Φαμίλια των Λιστινών» και «Οι Κληρονόμοι» (1988). Είναι βιωματικές αλήθειες της ζωής και της νεότερης πολιτικής και κοινωνικής μας ιστορίας. Δίνει με αδρές γραμμές μια πολυτάραχη και αγωνιστική πορεία της ζωής: Κατοχή. Εθνική Αντίσταση, μεταβαρκιζιανή περίοδο, εξορίες και φυλακές, εμφύλιος πόλεμος κλπ.

    Μέσα σε όλες αυτές τις αντιξοότητες και τις αποτυχίες, ο συγγραφέας δεν χάνει το ηθικό του, δεν απογοητεύεται, δεν θρηνολογεί. Φέρνει μηνύματα αισιοδοξίας και ατενίζει με σιγουριά ένα ολόφωτο και ευτυχισμένο μέλλον. Είναι λάτρης της  αλήθειας και αυτή την αλήθεια μας δίνει με ωραίες περιγραφές και αφηγήσεις. Έχει κάνει βίωμά του το αρχαίο απόφθεγμα: «Η ομορφιά της ζωής είναι η αλήθεια της ζωής», καθώς και τη ρήση του μεγάλου άγγλου Σέλλεϋ: «Η αισιοδοξία είναι το μυστικό της αιώνιας νιότης».

ΑΛΕΚΟΥ  ΚΟΥΤΣΟΥΚΑΛΗ, Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Από ιστορικοϋλιστική σκοπιά. Εκδόσεις Ιωλκός, Αθήνα 1989. Τόμος 3ος, σελ.126-127.

                                ΜΟΥΛΙΟΣ  ΦΑΝΗΣ

      Ο Φ. Μούλιος γεννήθηκε στη Λίστα Θεσπρωτίας. Μεγάλωσε όμως στη Νίκαια του Πειραιά. Είναι δικηγόρος. Κατά κύριο λόγο πεζογράφος, έγραψε διηγήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα.

     Απ’ αυτά οι «Ευδαίμονες» τιμήθηκαν με Έπαινο της ΕΕΛ και η «ΦΑΜΙΛΙΑ ΤΩΝ ΛΙΣΤΙΝΩΝ» με πρώτο βραβείο μυθιστορήματος απ’ το Δήμο της Αθήνας (1986). Θεωρείται απ’ τους σημαντικότερους σύγχρονους πεζογράφους μας. Δημοσίευσε και ποιήματα.

ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ

Άργησα να σου γράψω.

Παιδεύομαι να ξεγελάσω

τη μάνα μου. Ξέρεις τις δυσκολίες

με τις γριές.

«Τρία παιδιά χορέψανε

στα στήθια μου» της λέω

και τη χάνω απ’ το πρωί.

Κι ύστερα, πώς να στο πω;

Άλλο το μίσος της αυγής

κι άλλο της νύχτας

τ’ αναφιλητό.

ΕΙΔΩΛΑ

Τα κοιμητήρια των Θεών

πέσανε πάνω στη σκαπάνη.

-Σηκωθείτε, φεύγουμε, είπαν

οι κοιμισμένοι.

Οι έρπουσες ιδέες δεν αστειεύονται.

ΕΦΕΥΡΕΣΗ

Ζωγράφισε στο κέντρο των κυλίνδρων

ανθρώπινο κεφάλι κι εξαρτήματα

με χέρια και πόδια.

Ύστερα έβαλε μπρος τη μηχανή

και τον πανικό του.

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑΣ

Ο Διαχειριστής μας, φωνάζει

Ε, εσείς του ισογείου.

Σταματήστε πια τη μουσική.

Εμποδίζετε τους λυγμούς του τετάρτου

ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ

Κάθε φορά που τον δέρνουν

τα βάζει με το Χριστό

«Άντε και συ του λέει.

Γιατί να στρέψεις και

την άλλη σου παρειά;

Έτσι που τα ‘κάνεις τώρα

πάλι ΣΤΑΥΡΟΣ θα γινόσουνα.

ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ

Άσπρο γνέθω,

μαύρο πλέκω,

χαλασιά μου!

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ. Ανθολογεί ο ΠΑΝΟΣ Ν. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥΝΗΣ. Εκδόσεις Τάσος Πιτσιλός, Αθήνα 1990, σελ.133-134.

                Φάνης Μούλιος, Λίγο πρίν τη στροφή, Διηγήματα. Εκδ. Ελληνικά Γράμματα

     Ίσως το «εμβόλιο» της λαϊκής-αγροτικής παράδοσης, πού ανιχνεύεται συχνά στο έργο του κ. Μούλιου, συμβάλλει στο να έχει ο λόγος του μιάν ηδύτητα, υγραινόμενη πάντα και από τη στοχαστικότητα ενός βαθύτερου ουμανισμού (γεννήθηκε στη Θεσπρωτία και μεγάλωσε στον Πειραιά, αλλά δεν ξέκοψε ποτέ οριστικά από το χώρο της ηπειρωτικής ενδοχώρας, απ’ τον οποίο κάθε τόσο δέχεται ερεθίσματα και αντλεί θέματα’ το μυθιστόρημά του «Η φαμίλια των Λιστινών» είναι ένα εξόχως χαρακτηριστικό παράδειγμα).

     Το βασικό αυτό γνώρισμα ύφους (αλλά και περιεχομένου), γαλβανισμένο και με δοστογιεφσκικής υφής ριπές και  ακαριαίες διεισδύσεις, και σταθερά εξάλλου συνοδευόμενο (σε διακριτική ωστόσο δόση) από ένα συνήθως πικρό χιούμορ, ξαναβρίσκω και στο νέο βιβλίο του κ. Μούλιου.

    Μπορώ να δώσω ένα δείγμα αυτής της δοστογιεφσκικής ενίοτε, όπως τη χαρακτήρισα, ψυχολογίας των προσώπων του, πού τα χαρακτήριζε και μια ψυχική ρευστότητα ή και αστάθεια στον αγώνα (ή την αγωνία τους) να επιβιώσουν. Σ’ ένα διήγημα ο ήρωάς του μονολογεί: «Μπορούσα τώρα στα τριάντα χρόνια μου να ξέρω καλά τόσο ρομαντικό κι επομένως ουτοπικό είναι να ονειρεύεσαι για να ονειρεύεσαι, επειδή πάνω από σένα ανοίγεται ένας γαλάζιος ουρανός έτοιμος να δεχθεί κάθε επιθυμία σου Κι όταν μάλιστα τίποτε δε σού υπόσχεται το παραμικρό, εκτός από παγίδες και απογοητεύσεις». Κι ένας άλλος, σε άλλο διήγημα, ο οποίος πάσχει από μιά βασανιστική δερματίτιδα, αποφασίζει εν τέλει να καταφύγει σε ειδικό γιατρό, «επειδή δε γίνεται τίποτε αν κοιτάς ψηλά μόνο και μόνο γιατί υπάρχει ένας καταγάλανος ουρανός πού, ενώ σου υπόσχεται τα πάντα, δεν σου δίνει τίποτε». Εντούτοις σ’ ένα τρίτο διήγημα ο άνθρωπος που θα επιχειρήσει μιά δραματική, μοιραία, αποφασισμένη πτήση, νοητά, σ’ αυτό τον απαξιωμένο, σε άλλες στιγμές, ως χώρο του απατηλού κενού, ουρανό: «Απογειώθηκε και ανέβαινε, όλο ανέβαινε, απολαμβάνοντας τώρα τη δική του πραγματικότητα, έστω και ηττημένη».

      Έτσι κι αλλιώς και οι τρείς, όπως και οι άλλοι (οι περισσότεροι έστω) των διηγημάτων είναι άνθρωποι πληγμένοι, θύματα μιάς βαθύτερης ευαισθησίας, εκτεθειμένοι στη βαναυσότητα της ζωής. Άνθρωποι που αναζητούν κάποιον για να σου μιλήσουν, να μεταδώσουν λίγο από το αδιέξοδό τους, έτοιμοι να δακρύσουν με την ευερεθιστότητα (νοσηρή την κρίνουν οι άλλοι) πού έχουν αποκτήσει: ένας τέταρτος «πού και πού, τη νύχτα, κοιτούσε το φεγγάρι πού  χανόταν πίσω από τα σύννεφα και του ερχόταν να κλάψει». Εύλογα κάποιοι αγγίζουν τα όρια της παραφροσύνης ή και της άκρας επιθετικότητας’ πάντως η τελευταία περίπτωση είναι εξαιρετικά σπάνια. Συνήθως στο σκοτεινό τοπίο πέφτει ένα μελιχρό φώς τελικά, από τα σωθικά των ανθρώπων αυτών βγαλμένο, ως αντανάκλαση της βιωμένης οδύνης, πού όμως δεν τους κάνει κακούς, μολονότι γνωρίζουν ότι αδικαίωτοι θα μείνουν ως το τέλος. Στο προτελευταίο κείμενο («Ο πατέρας μου»’ σε ικανόν αριθμό διηγημάτων, όπως κι εδώ, εκ παραλλήλου, η πιό τρυφερή και σταθερή παρουσία, αυτή της μητέρας), ενώ γίνεται το ξόδι του πατέρα, ο γιός, πού είναι κι αυτός πού αφηγείται, ρίχνει μιά ματιά προς το σπίτι, βλέπει ένα χελιδόνι να περνάει πάνω από αυτόν. Και συνεχίζει: «Όσο έβλεπα το άσπρο της κοιλιάς του, ένιωθα καλύτερα. Η άνοιξη ήταν εδώ και χωρίς τους γέρους μου, πού βαραίνουν όμως μέσα μου, κι άς μην το λέω. Κι άς ξέρω πώς δεν ενδιαφέρει κανέναν. Μόνο που ξεχνάμε πώς ένας ένας είμαστε όλοι και το παραδεχόμαστε στην ανάγκη. Έτσι είναι ο κόσμος. Κι αν γράφω τώρα για τον πατέρα μου, είναι πώς, μαζί του χάνεται μιά γενιά-σημείο αναφοράς. Ηρωική και αντιηρωική μαζί. Ονειρεύτηκε, πάλεψε, ηττήθηκε, αλλά δε χάθηκε. Στάθηκε στα πόδια της με δουλειές του ποδαριού, αγωνίστηκε και διώχθηκε για να ‘χει κάτι, χωρίς να θέλει ν’ αποδείξει ότι ήταν κάποια, επειδή ήταν κάποια. Και προπάντων δε στάθηκε εμπόδιο σε κανέναν. Εμείς να δούμε τώρα».

     Αυτός ο ηδύς, επιμένω, λόγος-ακόμα και εξαιτίας της ανεπιτήδευτης ατημελησίας του, ως απόδειξης του άμεσου αναβρύσματός του από ψυχικό βάθος-είναι που ιλαρύνει, γλυκαίνει παράξενα τα συνήθως πικρά ή μελαγχολικά πού ο κ. Μούλιος έχει να διηγηθεί, και αποτελεί την  αυθεντική του ταυτότητα.

 Μιχάλης Μερακλής: Φάνης Μούλιος:  Λίγο πρίν τη στροφή, Ελληνικά Γράμματα, περιοδικό Η Λέξη τχ. 176/ 7,8, 2003, 731-732, (διηγ.).

Φάνης Μούλιος, Πράσινο-Γκρίζο,  Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος.

     Υπάρχουν μελέτες για τους τρόπους που χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντι στον έρωτα ή το θάνατο, ανάλογα με τις εποχές. Και βέβαια τα δύο αυτά θέματα είναι από τα αγαπημένα της λογοτεχνίας. Το «ανάλογα με τις εποχές» μπορεί κάποιοι και να το αμφισβητούν, γιατί ζητήματα τόσο θεμελιακά έχουν αμετάβλητες μέσα στο χρόνο  και στους ανθρώπους σταθερές . Το πιο σωστό πάντως είναι να δεχτούμε ότι δίπλα σ’ αυτά που πράγματι δεν αλλάζουν υπάρχουν και οι επηρεαζόμενες από καιρούς και τόπους μεταβλητές.

     Σκέφτηκα λοιπόν διαβάζοντας το ολιγοσέλιδο βιβλίο του Μούλιου-μιά νουβέλα θα το έλεγα-ότι, άσχετα προς το πώς το είδε και ο ίδιος, αποτελεί αυτό ένα «σκαρίφημα» της σύγχρονης ερωτικής συμπεριφοράς, μέσα από την περιπέτεια του ήρωά του, τύπου δυσπροσάρμοστου στα σημερινά δεδομένα, εξαιτίας ενός υποκείμενου ευαίσθητου ψυχισμού, ο οποίος του δυσκολεύει εξαιρετικά τη ζωή.

     Σκαρίφημα, όμως, δοσμένο από έναν έμπειρο, αναγνωρισμένου κύρους συγγραφέα, που έλαβε τίμια το 1989 το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος. Μέσα από όσα συμβαίνουν γύρω, στα οποία εμπλέκεται εκών άκων και ο άνθρωπός του, διαφαίνονται οι όροι που επηρεάζουν τον έρωτα σήμερα, όπου χιλιάδες νέοι άνθρωποι  περιφέρονται άνεργοι και κατ’ επέκταση άεργοι, σε μια περιπλάνηση από μπαρ σε μπαρ, περιήγηση στο κενό ενός μικρόκοσμου, η οποία είναι και μιά μικρογραφία ή σύντμηση της περιήγησης στον μεγάλο κάτω από τον ήλιο κόσμο. Τι να σημαίνει τάχα στο βάθος ο ξέφρενος τουρισμός των ημερών μας; Κι αν επιστρέφουν πολλοί εντυπωσιασμένοι απ’ ό,τι δημιούργησε η φύση και το παρελθόν, εντούτοις κυκλοφορούν, όπως θα έλεγε ο άνθρωπος της νουβέλας, σε μια σύγχρονη «βιομηχανία περιττωμάτων». Πηγαίνει κι αυτός στην ίδια μοιραία χαρά των καφέ και των μπαρ, μολονότι έχει τη συνείδηση ότι οι πιο πολλοί από τους θαμώνες «προσπαθούν να βρούν τον εαυτό τους μέσα από ανοησίες, το ξενύχτι και το χασίσι». Κάνουν πότε πότε και σχέδια , όμως φρούδα, έξω από κάθε χειροπιαστό ρεαλισμό. Αλλά και η ποθητή δουλειά (ο τύπος είναι υπάλληλος σε Τράπεζα) δεν απαλλάσσει την τυποποιημένη ρουτίνα  της από την πλήξη και τη μοναξιά.

     Ο άνθρωπος ερωτεύτηκε μιά γυναίκα, για την οποία τώρα πιά ξέρει ότι το χρήμα (απ’ το κορμί της) και η ομορφιά της έδινε τη σιγουριά «να κάνει το κέφι της μ’ όποιον , όπως και όποτε ήθελε». Ο αστυνομικός πού τον ανέκρινε (γιατί θεωρήθηκε προς στιγμήν ύποπτος για τη δολοφονία της), έχοντας τελικά ξεδιαλύνει την υπόθεση, θα του πεί: «Διαπιστώνω πώς δεν ξέρετε σχεδόν τίποτε για ένα πρόσωπο πού, όπως ισχυρίζεστε, αγαπήσατε με πάθος». Κι όμως δεν ήταν ένας απλός ισχυρισμός. Καθετί δικό της του φαινόταν «σχεδόν ιερό», ενώ «δεν ήταν σε θέση να ξέρει τίποτε παραπάνω απ’ το κορμί της». Η ίδια έτσι το ήθελε, «τον εμπόδιζε να μπεί στην ψυχή της».

      Ίσως αυτό να είναι κι ένα απ’ τα βαθύτερα δράματα της σύγχρονης ερωτικής ζωής: η έκλειψη της ψυχής στα σώματα του έρωτα και ο πόνος εκείνων που την αναζητούν  μέσα σ’ αυτά ή που δεν πρόλαβαν κάν να τη γνωρίσουν.

Μιχάλης Μερακλής, Πράσινο-Γκρίζο. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος,  περιοδικό Η Λέξη, τχ. 202/10,12, 2009, σελ. 596-597.

            Ένα ρεαλιστικό ψυχογράφημα μιάς εποχής

     ΦΑΝΗ ΜΟΥΛΙΟΥ: Οι κληρονόμοι, Αθήνα, Επικαιρότητα 1988, σελ. 122

        Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο Εμφύλιος που ακολούθησε τη φρίκη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν όχι μόνο το φοβερότερο χτύπημα που δέχθηκε η Ελλάδα, αλλά στην ουσία η πραγματική τραγωδία της. Οι χαίνουσες πληγές στο κάτισχνο σώμα της άρχισαν να αιμορραγούν πάλι πρίν προλάβουν να επουλωθούν. Και ο πόνος τους ήταν οδυνηρότερος αφού προέρχονταν από αδερφικά χέρια. Αιτία του πολιτικού χάους που δημιουργήθηκε με την εισβολή των νικητών στην εξουσία, μετά την αποχώρηση του θνήσκοντος ναζιστικού τέρατος. Η συμπεριφορά προς τους αντίθετης πολιτικής τοποθέτησης αγωνιστές στάθηκε αφορμή για μύριες επιμέρους μικρές τραγωδίες, το ίδιο ωστόσο εφιαλτικές με τη γενικότερη πού σπάραξε ολόκληρη την Ελλάδα δίνοντας έτσι το στίγμα και την ταυτότητα μιας θλιβερής εποχής, ο απόηχος της οποίας φτάνει αδικαίωτος και αλύτρωτος μέχρι τις μέρες μας.

      Διαβρωμένες συνειδήσεις, χαφιεδισμός, αλληλοσπαραγμός, απάνθρωπα βασανιστήρια, θύτες και θύματα στην ίδια πυρά, άχρηστες, βάρβαρες θυσίες, σφαγιές, μαρτύρια και φυλακίσεις δημιούργησαν μια σπαραγμένη Ελλάδα, πού όχι μόνο στο πέρασμα του χρόνου δεν κατάφερε να ξεπεράσει την «εθνική της ασθένεια», αλλά αντίθετα έμελλε να την ξαναβιώσει σ’ όλη της τη φρίκη και εφιαλτική μεγαλοπρέπεια το 1967, στ’ όνομα μιας άχρηστης και βάρβαρης πολιτικής σκοπιμότητας.

     Ο Φάνης Μούλιος είναι ένας ενσυνείδητος, σοβαρός συγγραφέας που είχε καταθέσει τα διαπιστευτήριά του στον λογοτεχνικό χώρο από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση σ’ αυτόν με τα διηγήματα «Τραγούδια γι’ αγάπη» που κυκλοφόρησε το 1970. Έκτοτε και ως τα σήμερα είναι μια ζωντανή παρουσία που επιβεβαιώνει την αρχική θετική εντύπωση. Το διαπιστώνουμε στο τελευταίο του μυθιστόρημα που φιλοδοξεί να καλύψει την παραπάνω σκοτεινή εποχή. Οι ήρωές του προέρχονται από το προηγούμενο  πετυχημένο μυθιστόρημα του συγγραφέα. «Η φαμίλια των Λιστινών» 1984, που κέρδισε και το Πρώτο Βραβείο Πεζογραφίας του Δήμου Αθηναίων το ’86, λόγω ακριβώς της ποιότητάς του. «Η φαμίλια των Λιστινών» είναι ένα εντυπωσιακό πορτρέτο που εκθέτει με δυνατές, αδρές γραμμές την περίοδο των μεγάλοτσιφλικάδων και την μοιραία εξαιτίας του ιστορικού προτσές πτώση τους μέσα από το οδοιπορικό αυτής της οικογένειας, που έδρα τους ήταν το χωριό Πέτροβο της Ηπείρου.

     «Οι Κληρονόμοι» ωστόσο διαθέτουν τη δική τους αυτοτέλεια. Έχοντας εξαντλήσει το προηγούμενο ιστορικοκοινωνικοπολιτικό τους στίγμα, κατέρχονται τώρα στην άγρια κι αδελφοκτόνα αρένα του Εμφύλιου Πολέμου για να ζωντανέψουν μέσα από την οδυνηρή τους περιπέτεια-περιπέτεια που ξεπερνά την ατομική τους περίπτωση και γίνεται η ντροπή και η θλιβερή πορεία μιας γενιάς που δεινοπάθησε απ’ τις αρχές του 1946 ως το δραματικό τέλος της το 1950-την ατμόσφαιρα και το κλίμα της εποχής εκείνης.

      Κατοχή. Νίκαια. Η μάνα. Τα δυό παιδιά, το αγόρι και το κορίτσι. Ο Παύλος Καζάς, ο κυνηγημένος, η «όρθια» συνείδηση και το όραμα για ένα καλύτερο αύριο του ατόμου, αλλά κι ενός λαού ίσως, και κυρίως ο Παππούς, ένα περήφανο στητό κυπαρίσσι’ και γύρω τους «τα όργανα του νόμου», «οι μυστικοί βοηθοί τους, οι χαφιέδες, τα απελπισμένα πρόσωπα των ανθρώπων που βγαίνουν από τα ερείπια, οι λυπημένοι συνοικιακοί δρόμοι, οι πληγωμένοι απ’ τα βήματα των κατακτητών τοίχοι, τα λαβωμένα, ακρωτηριασμένα κτίρια, η κατάθλιψη, η συγκρατημένη απελπισία και η σκοτεινή αβεβαιότητα ενός αμφίβολου μέλλοντος. Αλλά και οι δίκες  βέβαια, ο εξευτελισμός της ανθρώπινης υπόστασης από τους κρατούντες, οι φυλακές, οι ανακρίσεις, οι επαίσχυντες δηλώσεις μετανοίας, η ντροπή της εξουσίας…

     Τα πρόσωπα και η εποχή προβάλλουν ανάγλυφα κάτω από την ψύχραιμη γραφίδα του Φάνη Μούλιου, χωρίς κραυγαλέα σχήματα και πομπώδεις ρητορισμούς. Παραμένουν αυστηρά μέσα στο ρεαλιστικό ψυχογραφικό τους σχήμα’ και είναι περισσότερο πάσχοντα πρόσωπα, θύματα μιας συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής της οποίας και είναι υπεύθυνα, παρά κομιστές μιας ιδεολογίας. Είναι, πιστεύω, και το κύριο προσόν του βιβλίου του Φάνη Μούλιου. Μ’ ένα λόγο κρουστό και σίγουρο που αποφεύγει την ωραιοποίηση, ο συγγραφέας καταφέρνει να συλλάβει τον παλμό και την ατμόσφαιρα της ταραγμένης εκείνης εποχής, να τοποθετήσει τον αναγνώστη του μέσα στα δρώμενα και παράλληλα να διατηρήσει την κατάλληλη απόσταση που επιτρέπει με νηφαλιότητα σχεδόν την αντικειμενική θεώρηση.

     Μετά τις «Μέρες Οργής» του Πέτρου Χάρη, «Οι Κληρονόμοι» του Φάνη Μούλιου είναι ίσως το μοναδικό βιβλίο που αποκαλύπτει με θάρρος και τιμιότητα το δράμα του Εμφύλιου Πολέμου. Μέσα απ’ το οποίο ο συγγραφέας κατορθώνει να βγάλει και ορισμένα καυτά ερωτήματα-προβλήματα: Μέχρι πιο βαθμό μπορεί να ασελγήσει ο Εξουσιαστής; Πού σταματούν τα όριά του; Το υπαρξιακό βάθος των ερωτήσεων διαφοροποιεί έτσι το βιβλίο του Φάνη Μούλιου, από ανάλογα του είδους, δίνοντάς του μια πανανθρώπινη διάσταση.

 ΜΑΚΗΣ  ΠΑΝΩΡΙΟΣ, περιοδικό Διαβάζω τχ. 202/9-11-1988, σελ. 74-75. Στις σελίδες των «Επιλογών». (Αφιέρωμα στον Ζωρζ  Σιμενόν)

                Ξοδεμένη  κληρονομιά

Φάνης Μούλιος: Οι κληρονόμοι. Μυθιστόρημα. εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1988, σ.σ. 115

     Η απορία και το πρόβλημα δεν είναι τόσο γιατί η επιτροπή απονομής των κρατικών λογοτεχνικών βραβείων απένειμε το βραβείο μυθιστορήματος σ’ ένα τόσο κραυγαλέο μέτριο βιβλίο όπως οι Κληρονόμοι του Φάνη Μούλιου. Στο κάτω-κάτω, γούστα είναι αυτά και ακόμα και μετριότερα βιβλία μπορεί να βρει υποστηρικτές. Αλλά πρέπει να μην προκαλέσει έκπληξη και να μην προβληματίσει το γεγονός ότι βραβεύτηκε ως καλύτερο μυθιστόρημα του 1998 ένα βιβλίο, του οποίου η θεματική είναι απελπιστικά ξεπερασμένη με το «ψαχνό» άπειρες φορές αναμασημένο.

     Ο Φάνης Μούλιος μας μιλάει στους Κληρονόμους για την Αντίσταση, τον Εμφύλιο και την κρατική τρομοκρατία της Κεντροδεξιάς στη μετεμφυλιακή περίοδο’ για το μαρτύριο μιας φτωχής ηπειρωτικής οικογένειας, που πληρώνει «εσαεί» τη στράτευση του πατέρα υπέρ της υπόθεσης των νικημένων. Χρειάζεται άραγε να πούμε ότι ούτε το θέμα ούτε η οπτική του παρουσιάζουν πρωτοτυπία, ότι αυτή η ετεροχρονισμένη μαρτυρολογία και μαρτυριολογία αποτέλεσαν το κύριο μοτίβο της λεγόμενης «προοδευτικής λογοτεχνίας» μετά το 1974, ώσπου να επέλθει ο κορεσμός, αν όχι η καχυποψία του κοινού, που άρχισε ν’ αναρωτιέται πόσο πραγματικά προοδευτική είναι και τι εξυπηρετεί αυτή η επίμονη παραβίαση ανοιχτών θυρών, αυτή η εμμονή σε αλήθειες τυποποιημένες και, από μιά στιγμή κι έπειτα, κρατικοποιημένες;

     Εκείνο όμως που πράγματι χρειάζεται να τονίσουμε, αφού και αφελείς και καλοθελητές υπάρχουν γύρω μας, είναι ότι, αν το βιβλίο του Μούλιου αποτελεί αναχρονισμό, δεν είναι επειδή εμπνέεται από γεγονότα και καταστάσεις περασμένων εποχών. Ο λογοτέχνης νομιμοποιείται ν’ αντλήσει το θέμα του ακόμα και από την προϊστορία. Ο Γουίλλιαμ Γκόλντινγκ έγραψε ένα θαυμάσιο βιβλίο που λέγεται και αυτό Οι κληρονόμοι και εκτυλίσσεται στην εποχή του…. ανθρώπου του Νεάντερνταλ. Αλλά η οπτική και ο προβληματισμός του ανήκουν στη δική του, τη σημερινή εποχή. Η Αντίσταση, ο Εμφύλιος και ό,τι ακολούθησε δεν έχουν στερέψει ως πηγές έμπνευσης, ούτε θα ήταν ευχάριστο αν στέρευαν. Αλλά μας ενδιαφέρει άμεσα αν η λογοτεχνία μπορεί ν’ ανακαλύψει σ’ αυτές κάτι καινούργιο, κάτι αθέατο ή κάτι αδιάφορο τότε, πού όμως έχει ιδιαίτερη σημασία για μας σήμερα, ή αν επιδίδεται στην αναπαραγωγή ιστορικών κλισέ και εύκολων επιμυθίων.

     Ο Μούλιος γράφει όπως θα έγραφε (και θα δικαιολογούνταν να γράψει) κάποιος στη δεκαετία του ’50, όταν η αλήθεια της Αριστεράς ήταν απαγορευμένη, όταν το δίκιο της είχε κηρυχθεί ένοχο και το χυμένο αίμα της έμενε άκλαυτο. Βέβαια, ο συγγραφέας ανήκει στη γενιά που σφραγίστηκε από το κλίμα εκείνης της εποχής και δεν φταίει ο ίδιος αν η ανώμαλη πραγματικότητα που υπήρχε στην Ελλάδα ως το 1974 τον εμπόδισε να καταθέσει έγκαιρα τη μαρτυρία του. Αλλά, ακόμα και αν ξεχάσουμε προς στιγμήν ότι η βαρύτητα και η αξία ενός βιβλίου είναι μεγέθη άσχετα με την ανθρώπινη κατανόηση για τα εμπόδια που συνάντησε ο συγγραφέας του, από το 1974 ως σήμερα κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, πολλές αλήθειες ξεθώριασαν ή έγιναν πιο σχετικές, μια ορισμένη θεματολογία γέρασε και κανένας δεν μπορεί να μας ζητήσει να κρίνουμε τους «Κληρονόμους» του Μούλιου όπως θα τους κρίναμε πριν από τριάντα χρόνια.

Ακόμα και με τα μέτρα της «προοδευτικής λογοτεχνίας», ο μανιχαϊσμός που διαπνέει το βιβλίο του Μούλιου είναι ενοχλητικά πρωτόγονος. Σε λίγα μυθιστορήματα αυτού του είδους ο χωρισμός του κόσμου σε καλούς και κακούς είναι τόσο απόλυτος, ώστε ν’ αφορά ακόμα και τη φυσική εμφάνιση των χαρακτήρων. Να πώς περιγράφεται ο θετικός ήρωας, ο αριστερός Παύλος Καζάς.

     «Ήταν όμορφος. Μελαχρινός, με σπαστά μαύρα μαλλιά, ολόισια μύτη και ζωγραφιστά φρύδια. Ψηλός, έδειχνε πολλές φορές λυπημένος, σαν να τον βάραινε κάτι. Αλλά το τετράγωνο πηγούνι του μου ‘λεγε πώς ήταν δυνατός» (σ.47). Και να τώρα η εικόνα του αρνητικού ήρωα, του δεξιού θείου Μανόλη: «Κοντός, χωρίς μαλλιά άφηνε να φαίνονται κάτω από το μαύρο μουστάκι του πέντε σάπια δόντια…» (σ.33).

     Απέναντι σε δύο τέτοια πορτραίτα, ποιος θα δίσταζε έστω και ένα δευτερόλεπτο να διαλέξει πού θα χαρίσει τη συμπάθειά του; Ποιός Θωμάς θα τολμούσε να ζητήσει αποδείξεις για τη «θετικότητα» ή την «αρνητικότητα» δύο τέτοιων μορφών; Όταν ο αφηγητής, ένα παιδί ούτε δέκα χρόνων, μας λέει για το θείο Μανόλη ότι «Καλυμμένος πίσω απ’ τα πλούτη του και τις, δήθεν, πατριωτικές του ιδέες, χάρη στις οποίες καταμάδησε με τον πιο απάνθρωπο τρόπο τους πάντες και τα πάντα…» (σ. 33), πόσοι θα είχαν το κουράγιο να τον ρωτήσουν πότε πρόλαβε να τα γνωρίσει όλα αυτά; Και πόσοι θα είχαν το ακόμα μεγαλύτερο κουράγιο να υπαινιχτούν ότι απλώς παπαγαλίζει όσα άκουσε από τον πατέρα του, επομένως είναι ακατάλληλος  ως αφηγητής (δηλαδή ο συγγραφέας είναι ακατάλληλος ως συγγραφέας) και ένας πατέρας που μαθαίνει στο παιδί του να παπαγαλίζει δεν μπορεί να είναι και τόσο θετικός ήρωας;

     Προς το τέλος του βιβλίου ο Παύλος Καζάς, σακατεμένος  και παραιτημένος πια, λέει στο γιο του: «Όσο για μένα, ένα μόνο σου λέω. Κανένας αγώνας δεν πάει χαμένος. Και θα ‘ρθει καιρός που θα το δεις, θα το δείτε όλοι σας» (σ. 108). Ένας ήρωας ως το τέλος, δηλαδή. Σίγουρα υπήρξαν και τέτοιο και δεν θα πάψουν ποτέ να γεννούν τον σεβασμό και τον θαυμασμό μας. Αλλά, τουλάχιστον από τη σημερινή σκοπιά, πόσο πιο ανθρώπινη, πόσο πιο πειστική, πόσο πιο ανησυχητική στη σύνθετη αλήθεια της (και γι’ αυτό πόσο πιο ενδιαφέρουσα λογοτεχνικά) είναι η περίπτωση της οικογένειας του βομβιστή Μιχάλη Παυλή, με τον πατέρα Παυλή, αδάμαστο αριστερό(αλλά και τυραννικό πατριάρχη) να λυγίζει τελικά, εκεί γύρω στο 1960 για να ζήσει την οικογένειά του και να καταλήγει θιασώτης του Παπαδόπουλου;

     Ακόμα και ένας μεγάλος συγγραφέας πολύ δύσκολα θα μπορούσε να γράψει καλή λογοτεχνία, αν του επέβαλαν ένα τόσο στενό θεματικό πλαίσιο, μια τόσο επίπεδη οπτική. Αλλά σίγουρα θα έδινε κάτι πιο εκλεπτυσμένο, πιο φινιρισμένο από αυτό πού δίνει ο Μούλιος, κάτι που να μη χλευάζει από μόνο του την ανακήρυξή του σε καλύτερο μυθιστόρημα της χρονιάς.

    Το τέχνασμα της πολυπρόσωπης αφήγησης, που εφαρμόζει ο συγγραφέας, αποτυγχάνει ολωσδιόλου και ο Μούλιος δείχνει να μην καταλαβαίνει καν τη λειτουργία του. Όχι μόνο το ύφος και το λεκτικό των αφηγητών είναι ολόιδιο, αλλά καθένας τους περιγράφει σκέψεις και πράξεις των άλλων που είναι αδύνατο να τις ξέρει. Έτσι, το στοιχείο της σύνθεσης ή συμπαράθεσης επιμέρους πληροφοριών και απόψεων, της σχετικοποίησης αλήθειας (πού είναι και ο σκοπός της πολυπρόσωπης αφήγησης), απουσιάζει, και εκείνο που μένει τελικά είναι ο παντογνώστης αφηγητής, με τη μια και αδιαίρετη Αλήθεια του.

     Σχήματα λόγου όπως: «Η Αντιγόνη δε θα μπορούσε να πει σ’ άλλη περίπτωση πώς νιώθει κανείς όταν πορεύεται για τον Άδη, αλλά τώρα έπαιρνε μια γεύση απ’ αυτή την πορεία» (σ. 86), «Η Αντιγόνη αποδείχθηκε τελικά ένας σπουδαίος τιμονιέρης, πάνω σ’ ένα μικρό πλοίο με σακατεμένα πλευρά κι έναν ανήμπορο καπετάνιο» (σ. 93), «ένιωθα τη νύχτα να ‘ρχεται με το δροσερό πρόσωπο μιας γυναίκας, που άφηνε πίσω της την αχλή μιάς λιπόθυμης μέρας» (σ. 108), μας γυρίζουν στη σχολική αντίληψη περί καλολογικών στοιχείων. Δύσκολα θα μπορούσα να φανταστώ κάποιον να υπερασπίζει σοβαρά τη λογοτεχνική αξία τους.

      Ο συγγραφέας δίνει ολοένα την εντύπωση ότι ντρέπεται για τις λέξεις που χρησιμοποιεί, ότι δεν πιστεύει στην ακρίβεια, τη δύναμη, την ευπρέπεια ή την ομορφιά τους. Γι’ αυτό τις βάζει σε εισαγωγικά, σαν ν’ αποποιείται την ευθύνη γι’ αυτές: «με προτεταμένα τα «γκρα» (σ. 13), «ποντάροντας» στο τελευταίο χαρτί» (σ. 79), «θα μπορούσα να σου πάρω αυτό το «πεντόλιρο»… αν το άφηνες «αμανάτι»» (σ. 91) «με το «γραμμένο» πρόσωπό της» (σ.96). «Όλα εκει… είχαν τη δικιά τους «πατίνα»» (σ. 106) κλπ. κλπ. Αλλά ο συγγραφέας που δεν πιστεύει στη γλώσσα του δεν μπορεί να πιστεύει ούτε σ’ αυτά που  γράφει…

     Οι κληρονόμοι του Φάνη Μούλιου είναι ακραίο δείγμα ενός τύπου λογοτεχνίας που έχει χαρακτήρα πολιτικοϊστορικού φολκλόρ. Αυτή η λογοτεχνία, πού ταλαιπώρησε πολύ τα γράμματά μας τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με οποιοδήποτε σύγχρονο προβληματισμό. Αλλά ο προβληματισμός προϋποθέτει βέβαια προβληματισμένους. Το ότι σήμερα εξακολουθούν να γράφονται τέτοια βιβλία δεν έχει ίσως ιδιαίτερη σημασία’ το ότι όμως βραβεύονται κιόλας είναι πολύ ενδεικτικό για τον βαθμό και το επίπεδο του προβληματισμού μας

.
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ, εφημερίδα Ελευθεροτυπία 1/11/1989. Τώρα στο «Ημεδαπή εξορία» Κείμενα για την Ελληνική Λογοτεχνία 1986-1991, εκδόσεις
Opera, 1991, σελ. 75-79.

          ΦΑΝΗΣ  ΜΟΥΛΙΟΣ, «Ο Ορφέας δεν είναι πια εδώ», εκδόσεις Γκοβόστη 1997.

      Σε καιρούς έντονης αφιλίας και αποξένωσης, χαίρεται κανείς όταν διαβάζει καλά λογοτεχνικά κείμενα, ελληνικά ή ξένα. Γαληνεύει καθώς αντιλαμβάνεται ότι η ευαισθησία του κειμένου-δυστυχώς-είναι περισσότερη από αυτήν που βιώνει καθημερινά με αρκετό άγχος. Και ένα τέτοιου είδους κείμενο είναι το καινούργιο βιβλίο του Πειραιώτη συγγραφέα και νομικού Φάνη Μούλιου. Όπως και στο προηγούμενο, έτσι και στο παρόν σαν «συμπαθητικός παραμυθάς» ιχνογραφεί τις σχέσεις των ανθρώπων στην επαρχία στην μετά τον πόλεμο εποχή. Ο Λέλος, η Ρένα, ο Ορφέας, ο Πελοπίδας, οι κεκοιμημένοι και οι ζωντανοί, η ιστορία και η πραγματικότητα, το όνειρο και η ιστορική μνήμη, απεικονίζονται σε μια ενιαία τοιχογραφία καθημερινών καταστάσεων. Η δε τεχνική της αφήγησης μέσα στην αφήγηση προκαλεί θετικά συναισθήματα. Η ιστορία του τόπου συμπλέκεται με την καθημερινότητα των ανθρώπων, και η ευτυχία τους, η πρόσκαιρη έστω, συνυφαίνεται με την τραγωδία. Το άδοξο τέλος του Ορφέα προσφέρει την ελεήμονα λύση στις σχέσεις των ηρώων παρά οποιοδήποτε «ευτυχισμένο τέλος». Με τον τρόπο αυτόν ο κρυμμένος θησαυρός των εμπειριών της ζωής των ηρώων, σπονδυλώνει το κείμενο της απεικόνισής του. Και από το νέο βιβλίο του συγγραφέα δεν λείπουν οι ιστορικές αναφορές του παρελθόντος, όχι μόνο για να κρατήσουν άσβεστη την μνήμη των νεότερων αλλά και να σηματοδοτήσουν με ιδανικά και αξίες τη ζωή τους. Ο Πειραιώτης μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος στα μέχρι τώρα έργα του αποφεύγει τα γλωσσικά πυροτεχνήματα. Τον λόγο του διακρίνει μια λειότητα και μια αποσταγματική πληρότητα. Αν και επίπεδος, χωρίς μεγάλες ανατάσεις, χωρίς χρωματικές ή μουσικές λεκτικές αποχρώσεις είναι «ποιητικός» αποφεύγοντας τις νοηματικές ασυνέπειες και τις δαιδαλώδεις στοχαστικές ανιχνεύσεις.  Περισσότερο υποβλητικός παρά περιγραφικός, ο Φάνης Μούλιος, θωπεύει με την ακέραια, ομοιότονη γραφή του, τη ζωή κάτω από το διακριτικό βάρος μιας μνημονικής σκοπιμότητας και ιστορικής αναγκαιότητας κρατώντας πάντα στην επικαιρότητα τα υπαρξιακά και κοινωνικά προβλήματα των ανθρώπων. Το ύφος του λιτό, ψιθυριστό ορισμένες φορές αιχμαλωτίζεται από την εξέλιξη των γεγονότων. Η αφηγηματική του πειθώ συγκρατημένη και κάπως μελαγχολική, ο συγγραφέας δεν επιτονίζει τις σχέσεις των ηρώων του, αλλά τις κρυσταλλώνει στην αχλή μιας ποιητικής ατμόσφαιρας, μέσα στην ρευστότητα μιας κάπως «πένθιμης» ευαισθησίας. Η ανθρωπιά και η τρυφερότητά του δεν του επιτρέπουν να υποδουλωθεί σε εφήμερες μανιέρες ή να ωθήσει τη γραφή του σε πρόσκαιρα φιλολογικά τεχνάσματα που θα τέρψουν τα ένστικτα του επιπόλαιου αναγνώστη. Η έκβαση έρχεται αβίαστα, το πρόβλημα της ζωής γίνεται και πρόβλημα της γραφής, που εξακολουθεί να μας απασχολεί και μετά την λύση του. Αυτό που ερεθίζει τον συγγραφέα δεν είναι ίσως τα όποια θεμιτά ή αθέμιτα αδιέξοδα της ζωής, αλλά η ίδια η ζωή, η θέρμη της ζωής, η μνήμη σε όλες τις λαϊκές συνήθως ρεαλιστικές της παραστάσεις στην μετά τον πόλεμο εποχή. Και ιδιαίτερα η ζωή της επαρχίας.  Διακρίνουμε ένα ισχυρό ποιητικό ένστικτο που κατευθύνει μέσα από υπεκφυγές και αποσιωπήσεις αρκετές φορές, σε μια υποβλητική ανακλητική διάθεση. Μια εσωτερική διάθεση που συμπληρώνει την ίδια την ζωή που οριοθετεί θα γράφαμε το φόντο της. «Οι ήρωες του Μούλιου υπάρχουν, είτε για να ανακαλύπτουν την παρουσία της ποίησης στη ζωή, είτε για να την εναποθέτουν σ’ αυτήν όταν απουσιάζει». Σημειώνει σε σημείωμά του ο καθηγητής και ιστορικός της λογοτεχνίας Μιχάλης Μερακλής. Εκείνο που θα γράφαμε χωρίς δισταγμούς είναι ότι εκείνο που ξεχωρίζει μάλλον περισσότερο στη σύγχρονη λογοτεχνία, είναι ένας υπερβολικός απομυθοποιητικός της ζωής τόνος. Τα πάντα απογυμνώνονται και από ιεροποιούνται στο όνομα μιας αλήθειας και σκυλεύονται υπέρ μιας ελευθερίας όχι και τόσο προσπελάσιμης, που δεν φωταγωγεί τις εμπειρίες της ζωής αλλά, υπερτονίζει τα άλογα πάθη ,αποφεύγοντας να αφουγκραστεί την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Γιαυτό παράγει ηθική και όχι ήθος. Τα αισθήματα βρίσκονται σε μια αόριστη αναστολή χωρίς να είμαστε βέβαιοι, σωστότερα να μας ενδιαφέρει η έκπτωση αυτή της ζωής και των ανθρώπων. Η σοφία που πηγάζει από ένα ποιητικό πάθος για την ζωή, από μια ποιητική ενατένιση της ομορφιάς έπαψε να απασχολεί πλέον τους σύγχρονους συγγραφείς. Η ηθική της συμπάθειας που διακρίνει τους λεγόμενους κλασικούς, αντικαταστάθηκε από την ηθική της αλογίας, του μοντέρνου ατομικισμού και της άσκοπης μεταμοντέρνας επίδειξης βίας σε όλες της τις μορφές. Ακόμα και η λογοτεχνία, καταφεύγει στην εύκολη και επιφανειακή αφομοίωση των μέσων της ζωής παραμελώντας την ίδια την ζωή.  Στις μέρες μας συνήθως, η λογοτεχνία είναι η λογοτεχνία των περιοδικών και των εντύπων παρά του βιβλίου, διαβάζεται για να γεμίσει τον χρόνο των αργόσχολων, να γεμίσει το χρόνο της επιστροφής από την δουλειά μέσα στα μέσα μαζικής μεταφοράς και όχι για να προβληματίσει ή να αλλάξει συνειδήσεις, ή να θέσει νέους της ζωής προβληματισμούς. Η «έντυπη» δηλαδή γραφή ίσως είναι άχρηστη μπροστά στην εισβολή της εικόνας. Μιας εικόνας που πληροφορεί και εντυπωσιάζει χωρίς να δημιουργεί την επικίνδυνη επαναστατικότητα που προκαλεί μια σωστή ανάγνωση ενός γραπτού σοβαρού και ουσιαστικού έργου. Οι σημερινοί άνθρωποι όχι μόνο κάνουν την ζωή τους ειδησεογραφικό θέαμα και κουτσομπολίστικη τηλεοπτική εκπομπή, αλλά το κυριότερο, και βαθύτερα τραγικό, ότι αγνοούν και πώς να πεθάνουν. Διότι η μνήμη, μάλλον πλέον, μόνο με την γραφή καλλιεργείται. Σε έναν τέτοιον  κόσμο τόσο η ίδια η ζωή όσο και η λειτουργικότητα της γραφής είναι αδιέξοδες.  Και ενώ στους παλαιότερους συγγραφείς το αληθεύειν της ζωής τροφοδοτούσε το είναι της γραφής, σήμερα τόσο η ζωή όσο και η γραφή ψευτίζουν κάτω από το βάρος μιας αμετάκλητης αντιηρωικής βιαιότητας. Την συγγραφική αυτή σκόπελο της σημερινής πραγματικότητας ο συγγραφέας Φάνης Μούλιος, αποφεύγει με επιτυχία. Η ποιητική ρευστότητα που υγραίνει την αφηγηματική του τέχνη είναι κάτι που σπανίζει στις μέρες μας. Ο καταναλωτικός ντετερμινισμός των ηρώων της σύγχρονης κοινωνίας διαβρώνεται από μια «ψυχική αιτιότητα» που εισάγει στα έργα του ο δημιουργός. Οι ήρωές του εμπιστεύονται με πάθος ο ένας τον άλλον, υπολογίζουν στη συμπαράστασή του άλλου, απαιτούν από τον άλλον τόση ευαισθησία όση απαιτούν από τον ίδιο τους τον εαυτό. Η καθησυχασμένη συνείδηση του αναγνώστη καρπίζει καθώς συμμετέχει στις αντιξοότητες των σχέσεων των διαφόρων προσώπων και διαποτίζεται από μια ευαισθησία διαφορετική από αυτήν που του αντιπροτείνει η σύγχρονη ζωή. Ο συγγραφέας εκθέτει αναγκάζοντας τον αναγνώστη να εκτεθεί. Η γραφή του Πειραιώτη μυθιστοριογράφου αναζητά την τελειότητα μέσα από ποιητικούς δρόμους ευαισθησίας και μας προτείνει ένα όραμα ανθρώπινων σχέσεων που κατορθώνει να μετασχηματίσει το πραγματικό και επιτρέπει την κατάκτηση του πραγματικού πέρα από τα φαινόμενα.  Πέρα από την παγερή αμορφία του «έχειν» της ίδιας της ζωής, σ’ ένα «είναι» όλο φαντασία και ποίηση, δηλαδή μια ζωή έμψυχη, όπως την προτείνει η Τέχνη, η μόνη έμψυχος αθανασία του παρόντος βίου μας.

ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΜΠΑΛΟΥΡΔΟΣ, εφημερίδα, «Η Φωνή του Πειραιώς» αριθμός 15.368/ Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 1997, σελίδα 5,6. (Πειραιάς Κυριακή, 20 Οκτωβρίου 2013).

                ΦΑΝΗΣ  ΜΟΥΛΙΟΣ

     Ηπειρώτικη είναι η καταγωγή και του συναδέλφου Φάνη Μούλιου (1937-) που γεννήθηκε στη Λίστα Θεσπρωτίας. Ο Μούλιος, δικηγόρος στον Πειραιά από το 1965, περνά στην περιοχή της πεζογραφία μας ορμητικός, ρεαλιστικός, σύγχρονος, για να διαγράψει μια αξιοσημείωτη τροχιά που συνεχίζεται και που την παρουσία του υπογραμμίζει μια ευαισθησία και μια συνέπεια ύφους και ήθους, άξιες απ’ όλους μας να προσεχθούν.

     Ο Μούλιος πρωτοπαρουσιάζεται στα γράμματα το 1953 από τις στήλες του περιοδικού «Πειραϊκή Έρευνα», που εκδίδει τότε ο ποιητής Στέλιος Γεράνης. Το πρώτο του όμως πεζογραφικό έργο σε ιδιαίτερο βιβλίο (συλλογή από διηγήματα), τα «Τραγούδια γι’ αγάπη», τυπώνει μόλις το 1970.

     Τα «Τραγούδια γι’ αγάπη», που προλογίζει ο Παύλος Κωνσταντινίδης και που υπόσχονται ένα ελπιδοφόρο μέλλον, τα διαδέχεται το 1972 η δεύτερη από επτά νέα διηγήματά του συλλογή «Μορφές» και αμέσως μετά, το 1975, μια Τρίτη, το «Μπούμεραγκ». Εδώ ο συγγραφέας, όπως γράφει και ο κριτικός του Στ. Γεράνης, ξεχωρίζει «για την απλότητα της γραφής του και την παραστατική του δύναμη των εικόνων της σύγχρονης ζωής».

     Το «Μπούμεραγκ»-που είναι, μπορούμε να πούμε το καλύτερο απ’ όσα μέχρι τότε μας είχε προσφέρει ο Μούλιος-αποδείχνει ότι ο συγγραφέας κατέχει τον τρόπο να αφηγείται άνετα, να χειρίζεται τον πεζό λόγο με δεξιοτεχνία και να μεταδίνει τη συγκίνηση μ’ ένα τρόπο ξεχωριστό, αποκλειστικά δικό του.

Μετά από το «Μπούμεραγκ» ο Μούλιος μας δίνει μια άλλη συλλογή από πεζογραφήματά του, την «Ενδοσκόπηση», που είναι ταυτόχρονα ένα πρωτότυπο δοκίμιο-όπως λέει ο ίδιος-πάνω στην πόλη. Και ακολουθούν τα διηγήματά του «Χωρίς πρόσωπο» (1977), μια πεζογραφική τριλογία πάνω στην οντολογία της σύγχρονης κοινωνίας (Αποξένωση- Αθλιότητα- Αναζήτηση), πικροί καρποί όλοι της πρόσφατης κοινωνικής του εμπειρίας, η νουβέλα «Το πορτραίτο του κ. Αντουάν» (1979) και λίγο πριν μας δώσει τα πεζογραφήματά του «Οι Ευδαίμονες»-που το 1983 επαινέθηκαν από την «Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών»- μας ξαφνιάζει με τη συλλογή ποιημάτων του «Μετά τη Βροχή» (1981), όπου ο διηγηματογράφος Μούλιος δοκιμάζει τις δυνάμεις του και στην περιοχή της ποίησης.

     Τα ποιήματά του, μικρά σε έκταση και ελεύθερα, μεστά όμως από νοήματα και πλούσια σε προσωπικές εμπειρίες του ποιητή, αγγίζουν με λίγες γραμμές αξιοπρόσεχτους στόχους που άλλοι, στη θέση του, δεν θα μπορούσαν να προσεγγίσουν γράφοντας σελίδες ολόκληρες. Ωστόσο ο Μούλιος είναι πρώτα απ’ όλα πεζογράφος και σαν τέτοιος έχει ήδη καθιερωθεί στη συνείδηση όλων μας. Συνεχίζει λοιπόν, την προσφορά του στον πεζό λόγο πρώτα με το έξοχο μυθιστόρημά του «Η Φαμίλια των Λιστινών» (1984)-πού, όπως είναι φυσικό, αποσπά το βραβείο πεζογραφίας του Δήμου Αθηναίων, το 1986-και έπειτα με το μυθιστόρημα του «Οι κληρονόμοι» (1989) που  αναφέρεται στις συνέπειες του εμφύλιου και το οποίο, εκτός από τις εγκωμιαστικές κριτικές, που απέσπασε, σημείωσε και εκδοτική επιτυχία, με δύο εκδόσεις.

Με τον Φάνη Μούλιο ολοκληρώνεται η σειρά των λογοτεχνών-δικηγόρων του Συλλόγου μας……………

……Αν η αξία της συμβολής στον πνευματικό-λογοτεχνικό χώρο μιας ομάδας δημιουργών δεν εξαρτάται από το πλήθος των ανθρώπων που καλλιεργούν την ποίηση και γενικότερα τη λογοτεχνία, αλλά από την έκταση, την ποιότητα και το βάρος του έργου που μας δίνουν οι πνευματικοί αυτοί δημιουργοί, τότε αδίσταχτα μπορούμε να πούμε ότι η προσφορά των δικηγόρων-λογοτεχνών του Πειραιά, δεν είναι απλώς ανάλογη προς τον περιορισμένο αριθμό τους αλλά κάτι περισσότερο: Σημαντική.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ-  ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ

ΦΑΝΗΣ  ΜΟΥΛΙΟΣ, 

                  ΕΠΙ ΣΚΟΠΟΝ.

             Στον ηθοποιό και συγγραφέα Μάκη Πανώριο

     Όπου να’ ναι, σε δέκα το πολύ είκοσι λεπτά, με στήνουν στον τοίχο. Δεν ξέρω αν θα ‘χω το θάρρος ν’ αντικρίσω τους ακούσιους δολοφόνους μου μ’ ανοιχτά μάτια. Ίσως αυτό να ‘ναι προτιμότερο, αν θέλετε ηρωϊκότερο έτσι μιας και στην ουσία το μαντήλι, στα μάτια είναι εμπαιγμός. Σου χρυσώνουν το χάπι. Κι εγώ ποτέ μου δεν θα ‘θελα να με περνούν για ηλίθιο γιατί, εκτός των άλλων, τ’ αποτέλεσμα θα ‘ναι το ίδιο. Θα γείρω δεξιά η αριστερά κατά πως θα με πάρει ο θάνατος, κι αναλόγως ποιό ποδάρι θ’ αντέξει γερότερα το ακυβέρνητο κορμί μου. Σκέφτομαι ακόμα πως μ’  ανοιχτά μάτια και με βλέμμα καρφωτό και ίσιο κατά των εκτελεστών μου, ίσως τους λυγίσω κι αστοχήσουν κι αναβληθεί η εκτέλεσή μου και μέχρι το επόμενο στήσιμο ποιός ξέρει κάτι μπορεί να μεσολαβήσει και να τη σκαπουλάρω.

-Όχι, θα τους πω να μου  δέσουν τα μάτια και τώρα που το σκέφτομαι το βρίσκω πιο έξυπνο. Με δεμένα τα μάτια γίνεσαι ακόμα πιο ανυπεράσπιστος, μοιάζεις τυφλός. Αυτό σημαίνει πως μειώνεις το απόσπασμα κι έμμεσα αυτούς που σ’ εκτελούν. Σκοτώνουν εκτός των άλλων έναν τυφλό. Σε τυφλώνουν επίτηδες γιατί είναι δειλοί. Και πρέπει να είναι δειλοί γιατί εγώ δεν τους έκανα τίποτα, δεν τους πείραξα, ιδιαίτερα αυτούς που μ’ εκτελούν. Διότι απλώς είχα το θάρρος να είμαι ελεύθερος. Να θέλω να είμαι ελεύθερος. Ν’ αποθέσω την ύπαρξή μου σε μια μόνο λεξούλα: «Ελευθερία» τί κι αν αυτό τους πείραζε;

     Όμως δεν ήταν έτσι. Λάθος κατάλαβα ή μάλλον έπρεπε να κατάλαβα λάθος. Κι αυτό είναι έγκλημα, ίσως απ’ τα πιο μεγάλα. Το μεγαλύτερο.

Άρα αυτό που μου ταιριάζει είναι ο τοίχος.

-Προχώρα φίλε κι ακίνητος.

-Άσπα, φύγε από μπρός μου. Δεν είναι ώρα γι’ αστεία. Αισθάνομαι την παρουσία σου καφτή σαν την ανάσα σου. Είσαι μόλις είκοσι χρόνων και τα στήθια σου σκίζουν, λίγο θέλουν να σκίσουν το μακό φανελάκι σου με την επιγραφή UNIVERSITY  COLUMBIA. Επί τέλους κατάλαβε τη θέση μου. Δεν παίζουν τώρα. Δεν είναι ώρα. Μου μεγαλώνεις το μαρτύριο… Είσαι πειρασμός, θα με κάνεις να φωνάξω:

-Σταθείτε. Υπογράφω. Είμαι ανόητος. Δεν κατάλαβα καλά. «Η άγαν ελευθερία ούκ έοικε ελευθερία» κύριε ανακριτά. Τώρα το νιώθω, είχατε δίκιο. Άς είναι καλή η Άσπα που με γλύτωσε. Μα τέλος πάντων πως δε σκεφτήκαμε νωρίτερα την Άσπα. Θα ‘χαν όλα τακτοποιθεί…

-Επί σκοπόν. Άρμ. Γεμίσατε, απασφαλίσατε. Πύρ.

-Άσπα φεύγεις, σε χάνω. Πρέπει κι εγώ να το ‘θελα. Ελευθερία αγάπη μου, μόλις που νιώθω την παρουσία σου. Εδώ σιμά στην καρδιά μου. Μια κηλίδα αίματος κι ύστερα τίποτα.

                            «Ενδοσκόπηση»

      Ο ΚΥΡΙΟΣ  ΑΙΜΙΛΙΟΣ

Ο Αιμίλιος ήταν ένας ανήσυχος άνθρωπος. Κάθε τόσο κοιτούσε το ρολόϊ του ή περιέφερε το βλέμμα του φοβισμένα, ιδίως κατά την ώρα της εξόδου του απ’ το κτίριο που εργαζόταν. Έχωνε τότε τα χέρια του στις τσέπες του πανωφοριού του, το χειμώνα, ή έβαζε στο κεφάλι το ψαθάκι του, το καλοκαίρι, και μετά κατέβαινε βιαστικά τα σκαλάκια της εισόδου, ως να ήταν δυνατό κάποιος να τον χτυπήσει στον ώμο με νόημα, εντελώς προστακτικά. Τρέχοντας σχεδόν και σ’ ελάχιστο χρόνο έβγαινε απ’ την πόλη, περπατούσε το χωματόδρομο κι έφτανε ανάμεσα από άγρια γη σ’ ένα πλίνθινο σπίτι. Άνοιγε την πόρτα, έλεγχε το γύρω χώρο μ’ έντρομη προσοχή κι έπειτα χανόταν εντός του κα δεν έβγαινε παρά το πρωί της άλλης μέρας,, επειδή έπρεπε να βρίσκεται έγκαιρα στη δουλειά του. ………………………………………………………………………………….

                                  «Οι ευδαίμονες»

           ΕΡΓΟ ΥΠΟΔΟΜΗΣ

Ο πρόεδρος ντελάλησε:

Χωριανοί ανασκουμπωθείτε.

Ο δρόμος πρέπει να γίνει.

Είναι θέμα ζωής.

Ένα χρόνο σκάψαμε,

στρώσαμε χαλίκι,

ύστερα πίσσα και άμμο, κι άμα τελειώσαμε

το χωριό μας άδειασε.

                        «Μετά τη βροχή»

ΜΟΣΧΟΥ Ι. ΚΕΦΑΛΑ, ΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ-ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ (Μελέτημα και ανθολόγιο). Έκδοση ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ. Πρόλογος Παναγ. Παπανικολάου πρόεδρος ΔΣΠ. Πειραιάς 1990, σελίδες, 17, 49-52 και 97-100.

     Η ΒΡΑΒΕΥΣΗ ΤΟΥ Κ. ΦΑΝΗ ΜΟΥΛΙΟΥ

Η «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΕΓΗ» αμέσως μετά την αναγγελία της απονομής του κρατικού βραβείου μυθιστορήματος 1989, έστειλε στον συμπολίτη λογοτέχνη κ. Φάνη Μούλιο, που διακρίνεται επίσης για τη σεμνότητα και το ήθος του, θερμό συγχαρητήριο τηλεγράφημα, υπογραμμίζοντας συγχρόνως ότι η βράβευσή του τιμά όχι μόνο τον ίδιο αλλά-γενικότερα-και τον πνευματικό κόσμο του Πειραιά. Και είναι χαρακτηριστικοί του πνευματικού ήθους του, οι λόγοι του, στην τιμητική εκδήλωση που οργάνωσε το ΠΟΠ-ΚΕ-ΔΗΠ στο Δημοτικό Θέατρο «Ένα βραβείο-είπε εκείνο το βράδυ ο κ. Μούλιος-πέρα από την υποκειμενική αξία που έχει για το συγγραφέα δεν παύει να αντανακλά το άθροισμα μιας συλλογικής πνευματικής ζωής. Δεν είναι κανείς αυτός που είναι, αλλά που γίνεται κιόλας-και γίνεται στο χώρο που ζει κι ανδρώνεται. Και μ’ αυτή την έννοια ομολογώ χάριτες στον Πνευματικό Πειραιά. Απ’ την άλλη μεριά, θέλω να πιστεύω ότι στο μικρό μου έργο σώζονται και προβάλλονται ανθρώπινες αξίες. Αυτές οι αξίες που η απουσία τους καθιστά τη ζωή ενστικτώδη κι ανόητη. Αν κανείς ήθελε να επισημάνει κάτι στους χαλεπούς καιρούς μας και να διαμαρτυρηθεί γι’ αυτό, είναι ο παραμερισμός αυτών των αξιών, κάτω από το ένδυμα και την επισημότητα της αμφίβολης ευημερίας μας».

Περιοδικό ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ  ΣΤΕΓΗ, τεύχη 49-50-51/7, 1989-3, 1990, σελίδες 156—157. Στις σελίδες των «Χρονικών».

      Με το σημείωμα αυτό στην μνήμη και την παρουσία του Φάνη Μούλιου, ασφαλώς δεν εξάντλησα όλες τις ενδεχόμενες κριτικές και τα σημειώματα που αφορούν το έργο του. Παλαιότερα ο δικηγόρος και συγγραφέας μου είχε δείξει έναν φάκελο με κριτικές και σημειώματα που φύλαγε και αφορούσαν τα βιβλία του, καθώς και προσωπικές επιστολές που του είχαν στείλει άντρες και γυναίκες λογοτέχνες, ιδιαίτερα μετά την βράβευσή του. Προσπάθησα να δώσω ένα γενικό περίγραμμα άμεσων και έμμεσων πληροφοριών για την συγγραφική του παρουσία. Επέλεξα από τις δύο κριτικές που έχω δημοσιεύσει για το έργο του να αντιγράψω την μία. Επίσης, τον Φάνη Μούλιο, συμπεριλαμβάνω και σε σελίδες των βιβλίων μου «Πειραϊκό Πανόραμα»-Πνευματικό και Καλλιτεχνικό Χρονολόγιο του Πειραϊκού χώρου 1784-2005, Πρόλογος Νάσος Βαγενάς-Μιχάλης Γ. Μερακλής, εκδόσεις Τσαμαντάκη, Πειραιάς 2006, καθώς και στην «Βιβλιογραφία για τον Πειραιά» από τις ίδιες εκδόσεις, Πειραιάς 2010. Οφείλουμε να μνημονεύσουμε ότι, σε βιβλία του τελευταίου ιστορικού του Πειραιά Γιάννη Ε. Χατζημανωλάκη αναφέρεται το όνομα του δικηγόρου και συγγραφέα Φάνη Μούλιου. Βλέπε ενδεικτικά: «Το χρονικό μιας πολιτείας» Πειραιάς 1835- 2005, εκδόσεις Πειραιάς 2005, σ. 156, (αναφέρεται το όνομά του στο κεφάλαιο «Το πέρασμα από τον 20ο στον 21ο αιώνα», και «Πειραιάς-Με βλέμμα στον Πολιτισμό» έκδοση Ωδείου Τερψιθέας-Πειραιάς 2018, στην ενότητα «Πνευματικές παρουσίες στα μεταπολεμικά χρόνια» σελ. 42: «και ο Φάνης Μούλιος (1937-) που τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος για το σύνολο του έργου του που διακρίνεται για την αλήθεια και την ανθρωπιά του».

Πρίν κλείσουμε, να συμπληρώσουμε ότι στο σύγχρονο πειραϊκό περιοδικό που εξέδιδε την δεκαετία του 1990 ο Νίκος Χρ. Κουκολιάς, την «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ», τριμηνιαία έκδοση μορφωτικής και κοινωνικής έρευνας, σε αρκετά τεύχη του συναντάμε την παρουσία του Φάνη Μούλιου. Βλέπε ενδεικτικά τα τεύχη: Έτος Δ΄, Νούμερο 12/3, 1993, σ. 40-41, «ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΡΑΝΗΣ», κείμενο για την απώλεια του πειραιώτη ποιητή. 3/2/1993. Νούμερο 13/6,1993, σ. 43-45, «Η ουρά της γάτας», καλογραμμένο σύγχρονο διήγημα. Και, Νούμερο 15/12, 1993, σ. 38-39, το διήγημα «Στα καρνάγια» που είναι αφιερωμένο στην «Λίλα». κ. ά.   

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, 24 Μαρτίου 2021

Εύθυμο υστερόγραφο: «Ελευθερία ή Θάνατος» ανέκραξαν οι ήρωες του 1821. Πανδημία ή Μητσοτάκης κράζουν οι έγκλειστοι σύγχρονοι έλληνες.

Δευτέρα 2 Μαρτίου 2020

Η συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας Άλκη Ζέη


               ΑΛΚΗ ΖΕΗ
    Έφυγε πλήρης ημερών (1923-2020) η σημαντικότερη «γιαγιά» της παιδικής λογοτεχνίας. Την θυμάμαι να μιλά σε παιδιά του δημοτικού εξηγώντας τους σε απλή καθημερινή γλώσσα, ύφος ζεστό και οικείο, αναγνωρίσιμο απλό λεξιλόγιο για τους παιδικούς της ήρωες και ηρωίδες. Τα όνειρα και τις φιλοδοξίες που είχαν οι νεανικοί της χαρακτήρες που σπονδύλωναν τις ιστορίες της. Τα μηνύματα αγάπης και ανθρωπισμού που μετέφεραν μέσα τους τα διηγήματά της, οι εφηβικές της τρυφερές ιστορίες. Η αμεσότητα της ήταν εκπληκτική. Ο λόγος της μητρικός και ταυτόχρονα πολιτικά χρωματισμένος. Ένας λόγος απλός, ήρεμος, ‘χαμογελαστός’, όπως και η ίδια. Συγκλονιστικός και με δόσεις σασπένς που εξίταραν την φαντασία των παιδιών, που συνήθως έμεναν μαγεμένα και με ανοιχτό στόμα γεμάτα απορία και έκπληξη. Ξετύλιγε τις προσωπικές της εμπειρίες και αναμνήσεις όπως μια σοφή γιαγιά ξεπλέκει το μαλλί γύρω από την ρόκα και ταυτόχρονα αφηγείται περασμένες των νιάτων της στιγμές. Στιγμιότυπα περασμένα αλλά όχι λησμονημένα. Η σκέψη της ήταν καθαρή, γάργαρη, συνήθιζε να απλοποιεί τα γεγονότα που εξιστορούσε, χωρίς όμως να αλλοιώνει τον πυρήνα των ιστορικών γεγονότων, για να γίνουν κατανοητά από τους μικρούς αναγνώστες και ακροατές της. Η αφήγησή της είχε ιδεολογικό χρωματισμό, ένα δίχτυ γεγονότων που είχαν σχέση όχι μόνο με την ατομική της ιστορία ή αυτή της οικογένειάς της αλλά με την συλλογική ιστορία της ελλάδας εκείνες τις εποχές. Κεντά ψηφίδα την ψηφίδα τα χτυπήματα της μοίρας, τους πολιτικούς οραματισμούς, τις ιδεολογικές αψιμαχίες και ενστάσεις, μιας ιστορικής εποχής που σημάδεψε καταλυτικά τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων και την δική της. Μέσα από έναν αυτοβιογραφικό λόγο, μια αμεσότητα που της ήταν γνωστή αναδείκνυε με ήρεμη διάθεση,-γυρνώντας μπρος πίσω την ταχύτητα της μνήμης τις κοινωνικές διαστάσεις της Ιστορίας και ιδιαίτερα της κομματικής. Οι σπουδές της πάνω στην κινηματογραφική τέχνη της πρόσφεραν την δυνατότητα να αφηγείται τις ιστορίες της σαν να μας εξιστορούσε το σενάριο μιας κινηματογραφικής ταινίας. Ο λόγος της χωρίς να χάνει τα εχέγγυα του ήταν γυναικείος, ήταν μια καθαρή ιδιαίτερη γυναικεία ματιά πάνω στα ιστορικά διαδραματισθέντα και καθημερινά αντίστοιχα συμβάντα που είχαν άμεση σχέση με την τρέχουσα ιστορία που την ζούσε και εκείνη σαν ιδεολογική κατάκτηση και πολιτικό οραματισμό. Είναι η πρώτη ελληνίδα συγγραφέας παιδικών βιβλίων που διαμόρφωσε τους χαρακτήρες των ηρώων της και ηρωίδων της, κάτω από μια ξεκάθαρη πολιτική ομπρέλα και ιδεολογική πλατφόρμα. Οι ήρωές της έχουν συγκεκριμένο πολιτικό προσανατολισμό, κινούνται μέσα σε ένα ευρύτερο ιδεολογικό κλίμα επιτυχίας εκπλήρωσης των στόχων ή αποτυχίας που ζει ολόκληρη η Ελλάδα εκείνες τις δύστοκες περιόδους. Η επίσημη εκδοχή της Ιστορίας αποτυπώνεται πάνω στην ταυτότητα των ηρωίδων της. Οι αφηγήσεις της είναι κάπως ευθύγραμμες, με ελεγχόμενα εξωτερικά ερεθίσματα, που δεν μπορούν να ανατρέψουν την κεντρική νοηματική σειρά των γεγονότων και την ερμηνεία τους. Με ομαλότητα ξεστρατίζει και ο λόγο της, σε αυτά τα σχεδιασμένα και υπολογισμένα κινηματογραφικά φλας μπακ των αναμνήσεών της, σε δεκάδες στιγμές που έζησε κατά την διάρκεια της εξορίας της, μακριά από την Ελλάδα που έζησε σαν πολιτικός πρόσφυγας. Οι ιδιαίτερες της οικογένειάς της εξιστορήσεις και αναμνήσεις δεν έχουν ιστορικά χάσματα, κενά, αντίθετα, διαθέτουν συνέχεια και συνοχή. Συμπλέκονται αρμονικά με τις ιστορικές σύγχρονες της δεκαετίες, κρίσιμες περιόδους της ελληνικής ιστορίας. Οι ήρωές της πχ. του μυθιστορήματός της Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, καθρεφτίζουν μεγάλο εύρος των πολιτικών γεγονότων, κοινωνικών καταστάσεων, ιδεολογικών ανατροπών και ζυμώσεων, ενός ιστορικού αιματοβαμμένου αιώνα και εποχής, που ονομάστηκε «εποχή των επαναστάσεων. Την γραφή της Άλκης Ζέη διαπνέει μια αγωνιστική πνοή ελευθερίας. Ένας άνεμος γυναικείας ανεξαρτησίας πλημμυρίζει τις αφηγήσεις της. Μια αντιστασιακή πρόθεση πολιτικής ερμηνείας των ιστορικών γεγονότων, που μας δίνονται με μια αίσθηση προορισμού της εθνικής μοίρας. Η εθνική τραγωδία της ελλάδας είναι ο κεντρικός αιμοδότης της προσωπικής μοίρας των ελλήνων και ξεχωριστά των πολιτικών ελλήνων προσφύγων.
Παραθέτω μια ενδεικτική κριτικογραφία για τα βιβλία της έτσι όπως τα συνέλεξα μέσα στον χρόνο της ανάγνωσης του έργου της, ιδιαίτερα μετά την εκτίναξη της συγγραφική της προβολή με την έκδοση του μυθιστορήματός της «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα». Που ήρθε να σταθεί αναγνωστικά δίπλα στην άλλη συγγραφική κατάθεση του Χρόνη Μίσιου. «καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς». Δύο βιβλία που μας αφηγούνται με τραγικό τρόπο τις διαψεύσεις των πολιτικών οραμάτων και ιδεολογικών βεβαιοτήτων των ανθρώπων-αγωνιστών εκείνης της εποχής.    

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
• Γεωργία Καρρά: συνέντευξη, φωτογραφίες: Αλεξάνδρα Κλάϊν, εφ. Δημοσιογράφος. Περιοδικό της Κυριακής 12/8/1990, σ. 9,  Τα βάθη μιας ζωής. Ο κόσμος μου, ο χάρτινος
• Δημήτρης Γκιώνης, εφ. Ελευθεροτυπία 13/2/1995, σ.22,  Άλκη Ζέη «Τα παιδιά, η ελπίδα που έχω για το μέλλον». Δημοσιεύεται εκτός από την συνέντευξη και Προδημοσίευση από το βιβλίο της «Η μωβ ομπρέλα»
•Πόλυ Κρημνιώτη, εφημ. Η Κυριακάτικη Αυγή 6/4/1997, σ.34, Α. Ζ. Δεν γράφω για διέξοδο, γράφω όταν έχω κατι να πω.
•Δέσποινα Κονταράκη, εφημ. Απογευματινή της Κυριακής 23/9/2001, 35, Α. Ζ. Καλές οι ζωγραφιές, μέτρια τα κείμενα στο παιδικό βιβλίο
•Η Κυριακάτικη Αυγή 5/10/2003, σ.20. Άλκη Ζέη μια συζήτηση με την Πόλυ Κρημνιώτη.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ
• Άλκη Ζέη, περ. Αντί τχ. 367/26-2-1988, Ήτανε μοναδική στο να δίνει χωρίς να περιμένει ανταπόδωση…(για την Νανά Καλλιανέση)
• Μικέλα Χαρτουλάρη: επιμέλεια, εφ. ΤΑ ΝΕΑ 4/9/1993, σ.35 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ πολιτικής φαντασίας. Άλκη Ζέη, ΣΠΑΝΙΟΛΙΚΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ
• Άλκη Ζέη, εφημ. Ελευθεροτυπία Σάββατο 2/10/1993, Ένας πολίτης ψηφίζει…
-Τι περιμένετε από την κυβέρνηση της 11ης Οκτωβρίου και τι σύνθημα θα προτείνατε για αυτή την προεκλογική περίοδο (σύνθημα με την έννοια του μηνύματος που πιστεύετε ότι θα έπρεπε να κυριαρχεί αυτή την περίοδο).
«Θα ‘θελα η κυβέρνηση που θα έπαιρνε την εξουσία ως 10 του Οκτώβρη να έβαζε σαν πρώτο στόχο της το παιδί. Έτσι, μετά δεκαοχτώ χρόνια θα είχαμε τους πρώτους σωστούς πολίτες, και μια πολιτεία με σωστούς πολίτες σίγουρα θα αποκτούσε και τους σωστούς κυβερνήτες. Βέβαια, για κάτι τέτοιο χρειάζεται θάρρος και υπομονή, γιατί τ’ αποτελέσματα δεν είναι άμεσα. Πάντως, εάν έφτιαχνα μια αφίσα για την προεκλογική εκστρατεία, θα έβαζα τη φωτογραφία ενός παιδιού που να κρατάει ένα βιβλίο και θα έγραφα από κάτω: Επαναφέρουμε τη βασιλεία. Τη βασιλεία του παιδιού και του βιβλίου.
•Άλκη Ζέη, εφημ. Ελευθεροτυπία 30/10/1995, Ο Πέτρος, ο δικός μας. Ένα κείμενο της Α. Ζ. για τον Μίμη Δεσποτίδη σε προδημοσίευση από το περιοδικό «Η λέξη»
• στο λογοτεχνικό περιοδικό «η λέξη»
-τχ.121/5,6,1994, σ.248-, ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΤΗ ΧΙΟ
-τχ. 138/3,4,1997, σ. 192-, ΕΝΑ «ΑΞΕΧΑΣΤΟ» ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
-τχ. 149-150/1,4,1999, σ. 21-, ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΟΣ
-τχ. 157/5,6,2000, σ.326-, Η ΘΕΙΤΣΑ
-τχ. 161/1,2,2001, σ.3-, Η ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ-Αυτοβιογραφικές σελίδες
-τχ. 169/5,6,2002, σ. ΤΟ ΚΑΠΛΑΝΙ ΤΗΣ ΣΑΜΟΥ
-τχ. 171/9,10,2002, σ. 832-, ΑΧ, ΑΥΤΟΣ Ο ΤΑΫΡΩΦ
ΕΡΓΑ
Α. Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, εκδ. Κέδρος 1987, σ. 348, δρχ. 900

-Μαριάνα Δήτσα, περ. Ο Πολίτης τχ.81-82/7,8,1987, σ.108,
 Ένα σημείωμα βιαστικό και συγκινημένο
«Ήδη από τον φλύαρο τίτλο μου καταλαβαίνει ο αναγνώστης ότι δεν πρόκειται να βρει παρακάτω μια κριτική ανάλυση του μυθιστορήματος της Άλκης   Ζέη που μόλις κυκλοφόρησε, αν και η αριστοτεχνική του σύνθεση προσφέρεται πλουσιοπάροχα σε εφαρμογή διαφόρων μεθόδων ανάγνωσης μυθιστορημάτων.»
-Βίκτωρ Ιβάνοβιτς, περ. Ο Παρατηρητής τχ. 8/10, 1988, σ. 139-142,
Η αυτοκριτική της Αριστεράς
«Εάν η αποστολή αυτού που στη γαλλική παράδοση έχει καθιερωθεί ως feuilleton Litteraire είναι να καταγράψει μια πρώτη αξιολόγηση ενός έργου που ανήκει στη λογοτεχνική επικαιρότητα, σκιαγραφώντας με λίγες, πλην σαφείς γραμμές τις όσο το δυνατόν αμεσώτερες εντυπώσεις και αντιδράσεις του κριτικού ως αναγνώστη, φοβούμαι ότι οι σελίδες που ακολουθούν δύσκολα θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις ως άνω προδιαγραφές. Το μυθιστόρημα της Άλκης Ζέη το διάβασα με (μεγάλο μάλιστα)ενδιαφέρον, αλλά οι αντιδράσεις που μου προκάλεσε υπήρξαν και παραμένουν διφορούμενες συνεπώς ούτε άμεσες δύνανται να είναι οι εντυπώσεις μου, ούτε μονοδιάστατα σαφής ή γνώμη που θα εκφέρω.
     Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα εντάσσεται στη φιλολογία της «αυτοκριτικής της Αριστεράς», δηλαδή σε μια θεματική σειρά που στην Ελλάδα είχε εγκαινιάσει η «ποίηση της ήττας» στις αρχές της δεκαετίας του ’60 λίγο αργότερα, η θεματολογία αυτή βρήκε απήχηση και στον αφηγηματικό λόγο, σε ορισμένα μυθιστορήματα (Επί εσχάτη προδοσία, Η καγκελόπορτα κ. ά.) που τώρα, μεσολαβούσης μιας εικοσαετίας,, η μνήμη ή μάλλον η λήθη μου τα απλουστεύει και έτσι τα εξιδανικεύει…»  
-Αιμιλία Καραλή, περ. Επιστημονική Σκέψη τχ. 37/1,2,1988, σ. 82-84,
Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα
Γράφει η φιλόλογος μεταξύ άλλων:
«…Μια τέτοια, όμως σκέψη μπορεί να γεννήσει ή ν’ απαντήσει ακόμα σε πολλά ερωτηματικά που ολοένα πληθαίνουν και θα πληθαίνουν όσο γίνεται πιο επιτακτική η ανάγκη να διερευνηθεί πιο βαθιά και πιο ουσιαστικά εκείνη η περίοδος. Γιατί στην ουσία μπαίνει και μ’ αυτό το βιβλίο ένα πρόβλημα σημαντικό. Ποια είναι η σχέση του ανθρώπου με την ιστορία; Ποια είναι η ‘ευθύνη’ του απέναντι στα γεγονότα, τα οποία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δημιουργεί;
     Ένα πρώτο ερώτημα που γεννιέται και μετά την πολύ μεγάλη κυκλοφορία του βιβλίου, είναι το γιατί μια σειρά από λογοτεχνικά βιβλία (μα και άλλα έργα τέχνης, κινηματογραφικά, θεατρικά κ. ά.) που πραγματεύονται τέτοια θέματα, βγαίνουν, κι έχουν μεγάλη διάδοση, ακριβώς σήμερα.
    Ο T. S. Eliot κάποτε είχε γράψει πως ‘Μια λογοτεχνική ιστορική εργασία είναι πολύ περισσότερο ντοκουμέντο της δικής της εποχής, παρά της εποχής που περιγράφει».
Νομίζω, πως χρειάζεται να δούμε ακριβώς εκείνα τα σημεία της ‘δικής μας εποχής’ που οδηγούν στην λογοτεχνία-ή άλλου είδους καλλιτεχνική ακόμα και πολιτική-επιστημονική και ερμηνεία ‘εκείνης της εποχής’. Δεν είναι το θέμα μιας ‘ωρίμανσης’ της ιστορικής ματιάς, γιατί δεν είναι το πέρασμα του χρόνου που αναγκαστικά τη διαμορφώνει. Τείνουν σήμερα να ολοκληρώσουν τον κύκλο τους προκειμένου να περάσουν σε νέο στάδιο εξέλιξης, μια σειρά από ζητήματα, εκτιμήσεις ακόμα και φάσεις του κινήματος. Απ’ την άποψη, λοιπόν, και την ανάγκη να οδηγηθούν οι γενικότερες εξελίξεις σε μια κατεύθυνση ευνοϊκή υπέρ των λαϊκών μαζών, της αριστεράς, δημιουργείται σαν ώριμος καρπός όχι μόνο μια πολιτική κίνηση και φιλολογία, αλλά και μια τάση στην τέχνη που μέσα απ’ το παρελθόν του κινήματος βάζει σημαντικά ερωτήματα για το σήμερα. Τέτοια, όπως: Το πώς διαμορφώνεται το ιστορικό υποκείμενο και πως διαμορφώνει το περιβάλλον του. Η σχέση του με την ιστορία του  κινήματος, η συμμετοχή του στην πρωτοπορία των πολιτικών αγώνων, η ανάπτυξη ή η αλλοτρίωσή του, η αναγκαιότητα, οι δρόμοι, τ’ αποτελέσματα της στράτευσης ή της αποστράτευσής του. Μια τέτοια, όμως, τάση μπορεί να κλείνει μέσα της τον ‘κίνδυνο’ της φυγής προς τα πίσω, της αδυναμίας να συλλάβει το σήμερα. Να ‘οικτίρει’ και να ισοπεδώνει το παρελθόν, να υποκύπτει σε αρνητικές πλευρές του χθες και να γενικεύει με μηδενικό παρανομαστή για το αύριο.
     Το βιβλίο της Άλκης Ζέη θίγει με ειλικρίνεια τέτοια ζητήματα και με τέτοιο τρόπο, που μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά όχι σ’ έναν απλό καλλιτεχνικό στοχασμό, μα σ’ έναν ευρύτερο κοινωνικό-πολιτικό. Είναι βιβλίο ‘χρήσιμο’ για το σήμερα ακόμα κι όταν έχει κάποιος σοβαρές επιφυλάξεις και αντιρρήσεις για τις πολιτικές εκτιμήσεις της ηρωίδας της.». Και παρακάτω:
«Μ’ αυτό της το έργο η Α. Ζέη αποδεικνύει τη μεγάλη λογοτεχνική της αξία. Το ‘εύρημά της’ το παρελθόν να εξελίσσεται σε στυλ κινηματογραφικού έργου, στη θέση της ταινίας που οι ήρωές της συμμετείχαν σαν κομπάρσοι, βοηθά στο ζωντανό παραστατικό ξεδίπλωμα της ιστορικής πλοκής. Το σταμάτημα του μοτέρ της κινηματογραφικής μηχανής λήψης σημαίνει ξαναγύρισμα στην πραγματικότητα. Τα γεγονότα που έζησε είναι ζωντανά και πρέπει να μείνουν ζωντανά στην ταινία, τη δραματοποιημένη, οπτικοποιημένη ιστορική και καλλιτεχνική μνήμη. Οι μορφές, οι έννοιες, οι λέξεις δένονται καθώς περνούν απ’ την «ταινία» στην πραγματικότητα, σαν να είναι το πιο λογικό πράγμα να βγαίνουν έξω απ’ το σελυλόιντ στην ζωή. Το σπάσιμο του χρόνου οργανώνεται με απλή, ομαλή πλοκή. Κάθε νέα σκηνή δεν είναι ένα ξάφνιασμα, αλλά μια διαλεκτική αντιφατική συνέχεια. Τα γεγονότα, φορτισμένα από μόνα τους είναι εκείνα που δημιουργούν τις απορίες, τις εντάσεις, τις κορυφώσεις, τις απογοητεύσεις. Η Άλκης Ζέη ξεκινά απ’ την προσωπική ματιά της ηρωίδας της και γενικεύει. Εκφράζει τη ματιά μιας μερίδας αγωνιστών που πέρασαν μέσα από θύελλες με εφόδια την πίστη τους σε μια άλλη κοινωνία…».     
-Τάκης Μενδράκος, εφ. Η Αυγή της Κυριακής ;, Η ιστορική μνήμη και η ανθρώπινη περιπέτεια
-Νίκος Παπαχρήστος, περ. Σφενδόνη τχ. 2/1988, σ.48, κορυδαλλοί σφαζόμενοι μειλιχίως…
Κώστας Σταματίου, εφ. Τα Νέα 5/9/1987, Ρέκβιεμ για μια γενιά
-Σπύρος Τσακνιάς, ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ. Κριτικά κείμενα 1985-1988-Πεζογραφία, εκδ. Σοκόλη 1990, σ. 61-65.
Η κριτική αυτή του Σπύρου Τσακνιά είχε δημοσιευτεί για πρώτη φορά στο λογοτεχνικό περιοδικό «Η Λέξη» τχ. 68/ 10, 1987, στις σελίδες «η κρίση του βιβλίου»
«Η γενιά της Κατοχής, της Αντίστασης, του Εμφυλίου, δεν έχει εξαντλήσει ακόμη τα βιωματικά και μνημονικά της αποθέματα. Και, απ’ ό,τι φαίνεται, το αναγνωστικό κοινό δεν έχει μπουχτίσει ακόμη με τις ιστορίες και τους μύθους της ή με τις διαψεύσεις και τις απομυθοποιήσεις της. Νεότεροι άνθρωποι, που διαμορφώθηκαν κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες, δυσφορούν κάποτε με ό,τι θεωρούν αφύσικη μακροβιότητα της αντιστασιακής και εμφυλιοπολεμικής εμπειρίας και, οι πιο ανυπόμονοι απ’ αυτούς, σπεύδουν να υπογράψουν τη ληξιαρχική πράξη θανάτου της. Ωστόσο, βιβλία όπως του Χρόνη Μίσσιου και της Άλκης Ζέη, με την ταχύτητα διάδοσή τους και την ευρύτατη αποδοχή τους, που δεν πρέπει να αποδοθούν σε κομματικούς ή εμπορικούς μηχανισμούς προωθήσεως, επιβάλλουν περίσκεψη και προβληματισμό όσον αφορά τη βιωσιμότητα αυτού πλέγματος καταστάσεων, συγκινήσεων, βιωμάτων, τραυμάτων και συντριμμένων οραμάτων, που συνοπτικά αποκαλούμε «πολιτική εμπειρία» της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Στον προβληματισμό αυτό πρέπει ενδεχομένως να ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι η αυθόρμητη έκρηξη ενδιαφέροντος του αναγνωστικού κοινού για βιβλία σαν αυτά που προανέφερα, σημειώνεται σε μιαν εποχή κατά την οποία η ιδεολογική και πολιτική ακτινοβολία της Αριστεράς βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα της μεταπολεμικής ιστορίας της. Η διερεύνηση των αιτιών του φαινομένου-αν οι διαπιστώσεις ισχύουν-ανήκει περισσότερο στην κοινωνιο- πολιτισμική και πολιτική ανάλυση και λιγότερο στη λογοτεχνική κριτική. Η τελευταία, σε ό,τι αφορά την Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, έχει να αντιμετωπίσει μιαν άλλη κατηγορία προβλημάτων. Το πρόσφατο βιβλίο της Άλκης Ζέη, ακριβώς γιατί ερεθίζει το ενδιαφέρον και τη συμπά-θεια του αναγνώστη, επαναφέρει με βροντώδη τρόπο το παμπάλαιο πρόβλημα των σχέσεων «ζωής» και «τέχνης» μέσα στο μυθιστόρημα-ένα πρόβλημα τόσο παλιό όσο και το είδος. Κι ακόμη, ένα πρόβλημα που ενώ δεν απουσιάζει από άλλα είδη έντεχνου λόγου ή άλλες μορφές τέχνης-με εξαίρεση τη μουσική- εμφανίζεται με περισσότερη συχνότητα και ιδιαίτερη οξύτητα σε σχέση με το μυθιστόρημα, ιδιαίτερα το ρεαλιστικό….». Και,
«Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα είναι μια μεγάλη λίμνη που αντανακλά ένα μεγάλο και ενδιαφέρον κομμάτι ζωής-για να χρησιμοποιήσω την περιβόητη παρομοίωση του Henry James. Γεγονότα καθοριστικά για τη μοίρα ενός λαού σε μιαν κατεξοχήν κρίσιμη περίοδο της ιστορίας του, ή, πιο συγκεκριμένα, για την πορεία ενός ευρύτατου επαναστατικού κινήματος που σφράγισε αυτή την εποχή, παρελαύνουν μέσα στις σελίδες της όχι με τη μορφή μιας απρόσωπης εξιστόρησης, αλλά μέσα από τα παθήματα και τις περιπέτειες των μυθιστορηματικών προσώπων. Η Άλκη Ζέη, είναι προφανές, δεν ακολουθεί ένα επινοημένο ή προκατασκευασμένο μυθιστορηματικό σχέδιο’ καθώς διαβάζει κανείς το βιβλίο της, έχει την αίσθηση πως ακολούθησε αντίστροφη πορεία: προσπαθεί να δαμάσει και να μορφοποιήσει ένα απέραντο βιωματικό υλικό….».
-Κώστας Τσαούσης, εφ. Έθνος 15/7/1987
Κανείς τους από αυτή τη γενιά δεν πρόλαβε…
    « Ότι και να γραφεί για κείνα τα χρόνια και όπως να γραφεί θα ‘ναι λίγο, γιατί η περίοδος 1940-1974 είναι μια τεράστια  αλάνα όπου όλα τα «παιχνίδια» έχουνε παιχτεί, των ιδεολογιών, της πολιτικής και του πολέμου, κι ανάμεσά τους ο καθημερινός ανθρωπάκος που γίνεται ήρωας και κουρέλι…
    Αλλά αυτό το μυθιστόρημα-ιστορία-ρομάντσο-θρίλερ δεν μοιάζει με τα άλλα που έχουμε διαβάσει’ ο «μύθος» κυκλοφορεί μέσα στον αγώνα της Κατοχής, στην Απελευθέρωση, στο Δεκέμβρη του ’44, στον Εμφύλιο, στα εκτελεστικά αποσπάσματα των Ελλήνων για τους Έλληνες, στη δικτατορία του ’67, μα περισσότερο μιλάει για τους χτύπους της καρδιάς των απλών ανθρώπων που κανένας ποτέ δεν λογάριασε.
     Κομμάτια
    Γιατί η «αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», η προπολεμική Δάφνη, η Ελένη της Αντίστασης, αποτελεί εικόνα του πληγωμένου ανθρώπου κάθε εποχής, στον οποίον απαγορεύουν το δικαίωμα να ερωτεύεται, να ονειρεύεται, να μιλάει για τις ιδέες και τα αισθήματά του όπως διαφοροποιούνται από τον καιρό και την αλήθεια που συνεχώς αποκαλύπτεται –ο κομματικός καθοδηγητής Αχιλλέας που θαύμασε και αγάπησε η Δάφνη, ο καπετάνιος του  Εμφύλιου Αχιλλέας, ο φυγάδας στην Τασκένδη, ο πρώτος εραστής και σύζυγός της, αποτελεί την άλλη εικόνα, του αγνού ιδεολόγου, αλλά ξεροκέφαλου ανθρώπου κάθε εποχής.
     Κομματιασμένες οι υπάρξεις στην Αθήνα, στη Ρωσία, στη Ρώμη, στο Παρίσι και τα κομμάτια τους συνδέει η συγγραφέας έξυπνα, με κέντρο το γύρισμα μιας ταινίας στο Παρίσι: κομπάρσοι οι «ήρωες» της και παίζοντας το «ρόλο» της η Δάφνη- Ελένη, μέσα στο κουπέ ενός τρένου, καθώς θέλει το σενάριο, με συντροφιά παλιούς συντρόφους, αναθυμιέται άλλους ρόλους που έπαιξαν αυτή και οι συναγωνιστές της στις δεκαετίες ως και την 21η Απριλίου 1967 (τίτλος του έργου, «Το τρένο της φρίκης»).
     Μικρές αφηγήσεις-σταθμοί της μακριάς βιοτικής πορείας της γυναίκας που έτυχε να ανήκει σε μια γενιά από τα μέλη της οποίας κανείς δεν πρόλαβε ποτέ οποιαδήποτε από τις επιδιώξεις του να πραγματοποιήσει.
     Η αφήγηση είναι συναρπαστική, το βιβλίο δεν το αφήνεις από τα χέρια σου, γιατί η Άλκη Ζέη έχει καταφέρει, στο πρώτο της αυτό μυθιστόρημα έξω από την παιδική λογοτεχνία, στην οποία έχει αναδειχθεί, να «ανάβει» το ενδιαφέρον από σελίδα σε σελίδα και από επεισόδιο σε επεισόδιο, που είναι «καρέ» κινηματογραφικά κι όλα μαζί μια περιπέτεια που φέρνει αγωνία, πόνο για τα παθήματα των ανθρώπων της και συγκίνηση, πολλή συγκίνηση από τις συναντήσεις, τους αποχωρισμούς και τις απώλειες…
       Είναι και πολιτικό δοκίμιο αυτό το μυθιστόρημα: η ραχοκοκαλιά του είναι πολιτική και από την πολιτική «ταλαιπωρούνται» οι «ήρωές» του, από τη διατροφή και τις επαγγελματικές κλίσεις τους ως τον έρωτα’ κυρίως  όμως, αποτελεί πολιτικό δοκίμιο για τα κομματικά γεγονότα στην Τασκένδη, όπου δεινοπάθησαν και ο σοσιαλισμός και οι ανθρώπινες σχέσεις, δηλαδή η ανθρωπιά…
     Μόνο στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου υπάρχουν μερικές συμπτώσεις κάπως απίθανες (βιαζόταν η συγγραφέας να δώσει «λύσεις» στις παλιές σχέσεις και συναντήσεις;): η συνάντηση της Λάουρας και του Φράνκο με τη Δάφνη-Ελένη στην Ύδρα και η «ταυτότητα» της γκαρσονιέρας της δεκαετίας του ’40 με κείνης λίγο πριν από τον Απρίλη του ’67…(ατυχήματα στην τεχνική του μύθου…)
     (Τα άλλα βιβλία της Άλκης Ζέη, όλα παιδικής λογοτεχνίας, εκτός από τη συλλογή διηγημάτων «Αρβυλάκια και γόβες», «Το Καπλάνι της Βιτρίνας», «Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου», «Κοντά στις ράγες», «Ο Θείος Πλάτων», «Μια Κυριακή του Απρίλη», «Τα παπούτσια του Αννίβα». Όλα έχουν κάνει πολλές εκδόσεις, μέχρι 32η, και έχουν μεταφραστεί σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες και ακόμη στα εσθονικά και ιαπωνικά)».
Β. Η μωβ ομπρέλα, εκδ. Κέδρος 1995
-Ελένη Σαραντίτη, εφημ. Ελευθεροτυπία 3/5/1994, Το ακριβό παιχνίδι των ονείρων
-Πέγκυ Κουνενάκη, εφημ. Η Καθημερινή 5/2/1995, σ.36 Η «μωβ ομπρέλα» προστατεύει τις αναμνήσεις μιας ζωής
-Μικέλα Χαρτουλάρη: ρεπορτάζ, εφημ. Τα Νέα 22/2/1995, Πέταγμα στην ελευθερία
-Στρατής Μπουρνάζος, εφημ. Η ΕΠΟΧΗ 26/2/1995, Η «Μωβ ομπρέλα» το καινούργιο βιβλίο της Α. Ζ.
-Ν. Χατζ., εφημ. Ελευθεροτυπία 22/2/1995, Πετώντας με μια «Μωβ Ομπρέλα»
-Μάνος Κοντολέων, εφημ. Η Αυγή 28/10/1995, Το παρελθόν έχει μωβ χρώμα
Γ. Νεανική Φωνή, πέντε διηγήματα με ζωγραφική της Μαριλίτσας Βλαχάκη, σ. 77, εκδ. Καστανιώτη1996, δρχ. 4000.
-Ελένη Σαραντίτη, εφ. Ελευθεροτυπία 30/4/1997,
Τα καλά πράγματα δεν παλιώνουν
     «…Τέλη του 1943, στα γραφεία της Νεανικής Φωνής, εμφανίστηκε μια μέρα ένα όμορφο κι αγέλαστο κορίτσι. Λεγόταν Άλκη Ζέη κι ερχόταν να προσφέρει συνεργασία… Το κορίτσι είχε ένα ύφος αγγελιοφόρου που δεν ζητάει να ταυτιστεί με το μήνυμά του. Έπαιρνε μιαν απόσταση, τόσο από μας όσο και από το διήγημα που κατέθετε. Μ’ άλλα λόγια, αγνοούσε επιδεικτικά αυτό που πολύ αργότερα μάθαμε ν’ αποκαλούμε δημόσιες σχέσεις. Δεν ξέρω τι μπορεί να έκρυβε αυτή αράγιστη επιφάνεια», γράφει χαρακτηριστικά προλογίζοντας τη συλλογή ο Κωστής Σκαλιόρας. Στην καρδιά της Κατοχής, αγέλαστη η Άλκη Ζέη, αγέλαστη κι η Αθήνα και τα διηγήματα της νεαρής συγγραφέως δάκρυα μιάς ψυχής που η περηφάνια δεν άφηνε να κυλήσουν. Ο λόγος συγκρατημένος και διακριτικός. Κι εντούτοις πίσω από τις αράδες σπαρταρά, ιδέστε (στο διήγημα «Μάνα»): «Να μας χάριζαν κάτι απόψε! Κάτι τιποτένιο, ένα κλαδάκι, λίγο έλατο, ένα ξυλάκι, μια πέτρα ακόμα…» λαχταρά η κοπελίτσα της βυθισμένης στο πένθος οικογένειας. Είναι Χριστούγεννα, και η χαρά της ζωής πώς να φυλακιστεί, πώς να λησμονηθεί η ελπίδα; Έτσι, έφτανε ένα κλαδάκι, ή μια πέτρα γυαλιστερή για να παραμεριστεί, έστω και για λίγο, ο θάνατος του αδελφού και η Κατοχή που γονάτιζε τη χώρα. Ένα ξυλάκι για τα όνειρά της. Ολιγόλογο, δίχως εκρήξεις, είναι γραμμένο σαν ένα ανομολόγητο μυστικό. Και  παρά το πένθος που βουλιάζει το σπιτικό, το κορίτσι αρπάζεται με βουλιμία από τη ζωή.».
-Μικέλα Χαρτουλάρη: Επιμέλεια, εφημ. Τα Νέα 21/9/1996, σ. 34-, Στο φως ύστερα από 53 χρόνια. Προδημοσίευση. Νεανικά χτυποκάρδια για «Τρεις αδελφές»
-περιοδικό «Διαβάζω» αρ. 377/9, 1997, σ. 74-75.
Στην σελίδα «λιλιπούτεια» υπάρχει σύντομη συνέντευξη της Α.Ζ. (δύο ερωτήσεις από την σύνταξη του περιοδικού), με την ευκαιρία της έκδοσης του βιβλίου της «Νεανική φωνή».
ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποιο ήταν το κίνητρο να δημοσιεύετε τα διηγήματά σας μετά από 50 περίπου χρόνια; Θεωρείτε τα διηγήματα αυτά δείγματα της νεανικής σας γραφής; Σήμερα, σας αντιπροσωπεύουν;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Σε μια συνέντευξη που μου έκαναν  ο Θανάσης Νιάρχος κι ο Αντώνης Φωστιέρης στην εκπομπή τους στο ραδιόφωνο, με ρώτησαν πότε δημοσιεύτηκε κάτι δικό μου για πρώτη φορά. Τότε ανέφερα το περιοδικό «Νεανική Φωνή», που είχε δημοσιεύσει τα πρώτα μου διηγήματα το μακρινό 1944. Είχα ξεχάσει τη συνέντευξη, όταν σε λίγες μέρες μου τηλεφώνησε ο Θανάσης πως ο άλλος Θανάσης-Καστανιώτης-σκέφτεται να εκδώσει αυτά τα διηγήματά μου. Έμεινα κυριολεκτικά άναυδη. Πενήντα τόσα χρόνια κάπου είχα καταχωνιασμένα μαζί με άλλα ενθύμια, τα τεύχη της «Νεανικής Φωνής». Ποτέ δεν μου είχε περάσει από το μυαλό να εκδώσω τα πρώτα μου ψελλίσματα. Έφερα χίλιες αντιρρήσεις μα από τον Θανάση Νιάρχο δεν γλιτώνεις εύκολα. Τελικά με κατάφερε, αλλά έβαλα έναν όρο Να γράψει ο Κώστας Σκαλιώρας ένα πρόλογο. Ο Κωστής ήταν νεαρούλης του παρέδωσα με τρόμο το πρώτο μου διήγημα. Είχα την ελπίδα πως δεν θα δεχότανε. Αλλά δέχτηκε από αγάπη σε μένα και από κάποια συμπάθεια φαίνεται στα διηγήματα. Έγραψε έναν τόσο ωραίο πρόλογο τοποθετώντας τα στη σωστή τους διάσταση που θα ήταν κρίμα να μη δημοσιευτεί. Κι η εκλογή της ζωγράφου Μαριλίτσας Βλαχάκη να συμπαρασταθεί με τη ζωγραφική της με έπεισαν να μην αφήσω άλλα πενήντα χρόνια στο συρτάρι τη νεανική μου φωνή.
Αυτά τα διηγήματα αντιπροσωπεύουν το κορίτσι που πρωτόγραψε και μοιάζουν σαν φωτογραφίες μου της εποχής εκείνης Δεν τα αρνούμαι μ’ όλες τους τις ατέλειες.
Δ. Η Αλίκη στη Χώρα των Μαρμάρων, Εικόνογράφηση: Σοφία Ζαραμπούκα, σ. 40, δρχ.2000, εκδ. Κέδρος 1997
-Λένα Παπαδημητρίου, εφημ. Το Βήμα 30/3/1997,
Ο περίπατος της Αλίκης
     «Αυτή τη φορά η Αλίκη δεν παίζει κρίκετ-με σκαντζόχοιρους για μπαλάκια και ερωδιούς για στέκες-παρέα με τον Βασιλιά και τη Βασίλισσα της Κούπας. Δεν κολυμπάει στη λίμνη των δακρύων της. Ούτε απολαμβάνει το τσάι της με τον Καπελά και τον Μαρτιάτικο Λαγό. Ίσως γιατί «Η Αλίκη στη Χώρα των Μαρμάρων», όπως την έπλασε η ιστορική μνήμη και η πάντα επίκαιρα- ευάερη φαντασία της Άλκης Ζέη, δεν αναζητεί τα θαύματα σε άλλες χώρες. Ζει σε αυτόν εδώ τον τόπο-στην οδό Φαίδρας, στο Θησείο, με φόντο τις αρμπαρόρριζες και την Αρχαία Αγορά-, πιάνει ψιλή κουβέντα με την Ακρόπολη και θυμώνει κάθε τόσο με το θράσος αυτού του Τόμας Μπρους Ελγιν: «Τι καλά που θα ήτανε, έλεγε με το νου του, αν το σπίτι που έχτιζε στη Σκωτία είχε για κολόνες τις ίδιες τις κολόνες του Παρθενώνα». Αυτή η Αλίκη δεν επιστρατεύει θαύματα με τραπουλόχαρτα αλλά με ζωοφόρους.
     Και δεν είναι τυχαίο ότι η συγγραφέας αφιερώνει το καινούργιο παραμύθι της «στη Μελίνα». Οι λιλιπούτειοι αναγνώστες καλούνται να γνωρίσουν το όραμα της επιστροφής των Ελγινείων-κι όμως «δεν τα λένε Ελγίνεια», φωνάζει έξαλλη η Αλίκη, «αλλά μάρμαρα του Παρθενώνα»»-, να επισκεφτούν την “Duveen Gallery του Βρετανικού Μουσείου, όπου φυλάσσεται η μοναχική Καρυάτιδα, να αναρωτηθούν πως έγινε και αυτή ταξίδεψε πριν από πολλά-πολλά χρόνια από την Ελλάδα στη Γηραιά Αλβιώνα. Όλα ξεκινούν χάρη στον «θείο Άγγελο», έναν παθιασμένο αρχαιολόγο που «είναι τρελός με τα μάρμαρα: από την Ακρόπολη μέχρι το νεροχύτη της γιαγιάς, που δεν την αφήνει να τον γκρεμίσει και να βάλει έναν μοντέρνο μεταλλικό».
     Η Αλίκη αποχαιρετά τις αρμπαρόρριζες της γιαγιάς για να ακολουθήσει τον θείο στο Λονδίνο, εκεί όπου βρέχει «βέβαια», τα ταξί είναι μαύρα και ο οδηγός κάθεται δεξιά. Είναι η μοναδική ευκαιρία της να δει από κοντά και αυτά τα περίφημα Ελγίνεια. Όταν φθάνουν στο Βρετανικό Μουσείο, ο θείος Άγγελος ούτε που της δίνει μια στάλα χρόνο να χαζέψει τις άλλες πτέρυγες με τα αιγυπτιακά και τα ρωμαϊκά. Εκείνος κρατάει μανιωδώς τις σημειώσεις του, εκείνη όμως μένει να χαζεύει ένα τριανταφυλλί μπουφάν «Ποκαχόντας», πιο ζηλευτό αλήθεια για ένα κοριτσάκι της-αδηφάγα καταναλώσιμης-δεκαετίας του ’90 από τις ακέφαλες Δήμητρες και τις Περσεφόνες.
     Όσο για τη δεύτερη επίσκεψή της στο Μουσείο, θα γίνει με αφορμή ένα πανομοιότυπο τριανταφυλλί μπουφάν. Ένα πρωί η Αλίκη χάνεται στους λονδρέζικους δρόμους αναζητώντας ένα Εγγλεζάκι με αμφίεση «Ποκαχόντας» και βρίσκεται ξαφνικά στην είσοδο του Βρετανικού Μουσείου. Μόνο που αυτή τη φορά ο Λιούις Κάρολ κάνει πιο αισθητή την παρουσία του. Ένας «τρισέγγονος και βάλε» του Γάτου του Τσέσαϊρ (στη «Χώρα των Θαυμάτων» ο Γάτος φέρει ένα χαμόγελο από το ένα αφτί στο άλλο) κάνει ανενόχλητος τη βόλτα του σαν πτέρυγα με τα Ελγίνεια. Η ηρωϊδα απομένει-ακόμη και αυτή-μαρμαρωμένη όταν «στη θέση του κεφαλιού του Λαπίθη φάνηκε ένα γατίσιο αυτί που κουνιόταν στον αέρα». Ο καινούργιος κόκκινος τριχωτός φίλος της σπεύδει να την πληροφορήσει για τις αριστοκρατικές καταβολές του: εις εκ των επίσης τετράποδων προγόνων του «ήταν ο γάτος του λόρδου Έλγιν, του σπουδαίου αυτού ανθρώπου που με κίνδυνο της ζωής του έσωσε τα μάρμαρα και τα έφερε στην Αγγλία».
     «Η Αλίκη στη Χώρα των Μαρμάρων», όμως, ως εκκολαπτόμενη Μελίνα της παιδικής φαντασίας, θα τον ενημερώσει πλήρως για τον βίο και την πολιτεία του αληθινού λόρδου Έλγιν. Και ο αδαής Γάτος του Τσέσαϊρ –ο οποίος έχει και κάμποσο ελληνικό αίμα-θα ακούσει όλη την ιστορία με τον Τζιοβάνι Μπατίστα Λουιζιέρι που ανέλαβε να κάνει σχέδια και εκμαγεία μνημείων της Ακρόπολης για λογαριασμό του βρετανού λόρδου. Θα μάθει και για τα πριόνια που, χρατς-χρουτς, κατακερμάτισαν τα αρχαία μάρμαρα, που χώρισαν «τα κεφάλια από τα σώματα, χέρια-πόδια από τους κορμούς» και ύστερα τα φόρτωσαν στο καράβι του Έλγιν. Μάλιστα η Αλίκη δεν θα παραλείψει να του πει για το ταξίδι του «Μέντορα» και την τρικυμία που τον έσπρωξε-μαζί με τα πανέμορφα αγάλματα-στον πάτο της θάλασσας. Ούτε και για τους γενναίους καλύμνιους δύτες που αγωνίστηκαν-για τέσσερα ολόκληρα χρόνια-να φέρουν ξανά στην επιφάνεια.
     Τα «Ελγίνεια» περιέρχονται στην κυριότητα του βρετανικού κράτους και η Αλίκη με τον-για πρακτικούς λόγους-ελληνόφωνο Γάτο μένουν να διαπραγματεύονται την επιστροφή τους. Εδώ παρεμβαίνουν τα δύο μπουκαλάκια με την ετικέτα «Πιές με»: το ένα, ως γνωστόν, σε κάνει τοσοδούλη, το άλλο σε μεγεθύνει. Δεν μπορούν να δώσουν και λίγο από το μαγικό φάρμακο στα μάρμαρα, αναρωτιέται η  Αλίκη. Ίσως αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος να τα επιστρέψουν στην Ακρόπολη, εκεί όπου τα φιλοτέχνησε ο Φειδίας, «κι άσε το θείο Άγγελο να τραβιέται με καθηγητές και άλλους τρανούς». Το θαυματουργό όμως υγρό είναι πολύ λίγο-«το πολύ να φτάσει για άλλο ένα κέρατο και για κανένα αυτί αλόγου», αποφαίνεται ο ρεαλιστής Γάτος.
     Η «Αλίκη» της Άλκης Ζέη δεν φέρνει πίσω τα Ελγίνεια. Όταν βρεθεί όμως πίσω στο ξενοδοχείο, κάτω από τα πουπουλένια σκεπάσματά της, δεν θα δει όνειρα μόνο με Μεγάλους Άσπρους Κούνελους και κοκκινοτρίχηδες Γάτους, αλλά και με τον Λαπίθη, την Καρυάτιδα και τις αδελφές της, τον Διόνυσο και τον Κένταυρο.».  
-Ελένη Σαραντίτη, εφημ. Ελευθεροτυπία 30/7/1997, Αντίσταση στη φθορά
Ε. Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της, εκδ. Κέδρος 2002
-Ελισάβετ Κοτζιά, εφημ. Η Καθημερινή 22/12/2002, Πεζογραφία ορόσημο
-Μαρίζα Ντεκάστρο, Το Βήμα της Κυριακής 5/1/2003, σ.13, Επιστροφή στη ζωή. Η δύσκολη εφηβεία ενός κοριτσιού στην Κυψέλη του σήμερα
ΣΤ. Ο ψεύτης παππούς, εκδ. Κέδρος
-Κώστας Σάρρος, περιοδικό Έψιλον τχ. 852/12-8-2007, σ. 76, Ένας ψεύτης αληθινός
Ζ. ΣΠΑΝΙΟΛΙΚΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ και άλλες ιστορίες εκδ. Καστανιώτη 2010, γ΄ έκδοση, σ.141, τιμή 9,5 ευρώ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
• Ανωνύμως, εφημ. Τα Νέα 28/5/1994, Βραβείο των… παιδιών στην Α. Ζ. Η επιτροπή την τίμησε για τον «Κεραμιδοτρέχαλο»
«Η Άλκη Ζέη είναι η μεγάλη νικήτρια του κρατικού βραβείου Παιδικής Λογοτεχνίας για το 1992. Η διάκρισή της, που ανακοινώθηκε χθες, υπογραμμίζει και αυτή το πνεύμα της ανανέωσης και αναβάθμισης των κρατικών βραβείων που επικράτησε με τις καινούργιες κριτικές επιτροπές του ΥΠΠΟ…».
•Κώστας Ακριβός: εισαγωγή, επιλογή κειμένων. Να μαθαίνω γράμματα. Το σχολείο στη Νεοελληνική Λογοτεχνία, εκδ. Μεταίχμιο 2003, σ. 553-554, 581.
Στην ενότητα «7η ΩΡΑ: «ΞΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ» ΣΧΟΛΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ», δημοσιεύονται 15 αποσπάσματα ποιητών και συγγραφέων. Στον αριθμό 9 δημοσιεύεται το απόσπασμα της Άλκης Ζέη: «Η Θάλασσα στα ρώσικα είναι ουδετέρου γένους, στα ιταλικά αρσενικού….», από το μυθιστόρημα Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα.
Αλέξανδρος Αργυρίου: Εισαγωγή, στον Α΄ τόμο Η ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ. Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67, εκδ. Σοκόλη 1988, σ. 78-79.
Γράφει ο ιστορικός Αλέξανδρος Αργυρίου:
«Το Σεπτέμβριο του 1947 στην περιοδική έκδοση Θεμέλιο 2 θα εμφανιστούν πέντε νέοι πεζογράφοι, από τους οποίους μόνο δύο, και πολύ αργότερα (1981), θα παρουσιάσουν σε τόμο, παλιά τους όμως εργασία…» Και συνεχίζει παρακάτω:
«Επίσης και επειδή νομίζω ότι δεν πρέπει να απουσιάζει (για ουσιαστικούς αλλά και ποιοτικούς λόγους) από μια ιστορία/ αναφορά της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας η Άλκη Ζέη, (που η μακρά απουσία της από την Ελλάδα είχε και τις μοιραίες συνέπειες μιας καθυστερημένης εμφάνισής της) η οποία είχε πρωτοπαρουσιαστεί από το περιοδικό Νεανική Φωνή με τα διηγήματα «Ο Πάβουρας» (Μάρτιος 1944), «Ο κατρέφτης» (τεύχος 7, Ιούνιος 1944) και «Οι τρείς αδελφές» (τεύχ. 9-10 Σεπτέμβριος 1944). Κυρίως το τελευταίο παρουσιάζει μια πρώιμη ωριμότητα και μια δημιουργική αφομοίωση της Κάθρ. Μάνσφιλντ, του Τσέχοφ και της Μέλπως Αξιώτη.».
Αλέξανδρος Αργυρίου, περ. Διαβάζω τχ. 58/15-12-1982, σ. 42. Το τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού είναι αφιερωμένο στην «Αντίσταση και Λογοτεχνία». Στο κείμενο που υπογράφει ο Αργυρίου: «Σύντομες αναφορές σε περιοδικά της Κατοχής» αναφέρει και την συγγραφέα Α. Ζ. Γράφει:
«Ένα επίσης περιοδικό νέων υπήρξε και η «Νεανική Φωνή», που έβγαινε το 1944…, Ανάμεσα στους συνεργάτες του περιοδικού οι: Μάριος Πλωρίτης, Παντελής Μυλωνογιάννης, Αλέξης Σολωμός, Σταύρος Βαβούρης, Roger Milliex, Ε. Κακναβάτος και Δ. Παπαδίτσας με ένα οξύ τους μανιφέστο, η Άλκη Ζέη, ο Μ. Αναγνωστάκης, ο Γιάννης Δάλλας, ο Τάσος Λιγνάδης και ο Γ. Β. Ιωαννίδης.».
    Αναγνωρίζουμε δίπλα στο όνομα της διηγηματογράφου Άλκης Ζέη, τον γιατρό και ποιητή από την Θεσσαλονίκη Μανώλη Αναγνωστάκη, τον ποιητή και φιλόλογο Σταύρο Βαβούρη, τους θεατράνθρωπους Τάσο Λιγνάδη και Αλέξη Σολωμό, αλλά και τους Πειραιώτες Μάριο Πλωρίτη, Έκτωρ Κακναβάτο και τον ποιητή Δημήτρη Παπαδίτσα που κατοικούσε στην Νίκαια.
• Ιωάννης Ν. Βασιλαράκης, Γλώσσα και Πράξη της Παιδικής Λογοτεχνίας, εκδ. Gutenberg 1992, σ. 172-183
Στο Δεύτερο Μέρος-ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΚΕΙΜΕΝΩΝ. Ο μελετητής κρίνει τα έργα 11 ελλήνων και ελληνίδων συγγραφέων. Ο αριθμός 6 είναι για τα έργα της Άλκης Ζέη, «Οι βαρετές Κυριακές», «ο Ίκαρος και η προπαίδεια»
•Αλέξανδρος Κοτζιάς, Αφηγηματικά. ΚΡΙΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ Β΄, εκδ. Κέδρος 1984, σ. 131-136
(Ο τόμος του μυθιστοριογράφου, κριτικού και μεταφραστή Αλέξανδρου Κοτζιά, χωρίζεται σε τρείς ενότητες: Α΄ ΟΙ ΑΝΙΟΝΤΕΣ. Β΄ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΙ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ. Γ΄ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΠΟΙΗΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥΣ. Στην τρίτη ενότητα ο Αλέξανδρος Κοτζιάς μεταφέρει δύο κριτικά του σημειώματα που είχε δημοσιεύσει σε αθηναϊκές εφημερίδες για έργα της Άλκης Ζέη. Α) «Το Καπλάνι της βιτρίνας», 1963, εφημ. Μεσημβρινή 26/6/1964, σ. 131-132. Β΄ «Αρβυλάκια και γόβες», 1975, εφημ. Η Καθημερινή 19/10/1975, σ.132-136.)
«…Και ενώ ένας από τους κύριους στόχους της νουβέλας είναι να στιγματιστεί η επιστράτευση και χρησιμοποίηση παιδιών από τη δικτατορία, ο κατ’ εξοχήν στόχος της νουβέλας είναι η επιστράτευση και χρησιμοποίηση παιδιών από την παράταξη της «προόδου». Αλλά αξίζει να γραφεί έστω και ένα μικρό σημείωμα για τις τέτοιες τερατώδεις και πληκτικές αφέλειες του μαύρου- άσπρου; Αξίζει, διότι: α) Η συγγραφέας έχει ταλέντο και υπάρχουν σελίδες της με πράγματι πηγαία δροσιά’ τι κρίμα να πνίγονται σε τόση ήρα, β) Η συγγραφέας από χρόνια είναι εγκατεστημένη στη Μόσχα, απ’ όπου έστειλε και το κείμενό της’ τουτέστιν, έχουμε εν προκειμένω ένα αυθεντικό δείγμα του περιλάλητου σοσιαλιστικού ρεαλισμού προς μελέτη και συναγωγή των κατάλληλων συμπερασμάτων….». Και για το δεύτερο βιβλίο της: «…Εύκολα θ’ αντιληφθεί ο αναγνώστης, αν αναλογιστεί τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η Ζέη, την προσήλωσή της στον ιμπρεσιονισμό αφού η τεχνοτροπία αυτή ήταν ακόμα στα χρόνια της Κατοχής, κατά τα οποία ωρίμασε, η επικρατέστερη καινοτομία στην πεζογραφία μας χάρη στα μυθιστορήματα και τις νουβέλες του Κοσμά Πολίτη και στις μεταφράσεις του Βάσου Δασκαλάκη. Στην ίδια αφετηρία της εποχής εκείνης πρέπει, νομίζω, να αποδοθεί και η κάποια πλησμονή συναισθήματος, πού, αν και συγκρατημένα εκδηλώνεται, ωστόσο, έχει ως αποτέλεσμα να ανάγονται ανεπαίσθητα αλλά εντέλει αποφασιστικά οι τόσο διαφοροποιημένες καταστάσεις τόσων διαφορετικών ανθρώπων, που πολλά είδαν στη ζωή τους και έπαθαν, στο πάντοτε νεανικό επίπεδο της συγγραφέως.
     Εκείνο πάντως που δεν εξηγείται καθόλου εύκολα είναι η ζωντάνια και η επάρκεια του γλωσσικού οργάνου της Ζέη. Μολονότι χρόνια και χρόνια έμεινε ξεκομμένη από τη βρυσομάνα της γλώσσας της, στο κεφάλαιο αυτό έχει πολλά να διδάξει σε πολλούς ομότεχνούς της.».
Αλέξανδρος Κοτζιάς, ΑΛΗΘΟΜΑΝΕΣ ΧΑΛΚΕΙΟΝ. Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΕΝΟΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΥ. Δοκίμια. Φιλολογική Επιμέλεια: Μαρία Ρώτα, εκδ. Κέδρος 2004, σ. 73, 143. (αναφορά στους «Μεταπολεμικούς Πεζογράφους» και στο κεφάλαιο «Τότε που ο Δημήτρης Χατζής πάλευε «με τους ξένους ήχους»»).
•Δημοσθένης Κούρτοβικ, Έλληνες Μεταπολεμικοί Συγγραφείς. ΕΝΑΣ ΚΡΙΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ, εκδ. Πατάκη 1995, σ. 91-92.
«Άλκη Ζέη 1925-, Πεζογράφος. Γεννήθηκε στην Αθήνα όπου σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου και στη Δραματική Σχολή του Ωδείου…. Λόγω της μακρόχρονης παραμονής της στη Σοβιετική Ένωση, η Άλκη Ζέη άργησε να βγάλει το πρώτο βιβλίο της, που υπήρξε το νεανικό μυθιστόρημα Το καπλάνι της βιτρίνας (1966). Τόσο αυτό όσο και το επόμενο μυθιστόρημά της, ο Μεγάλος περίπατος του Πέτρου (1971), που επίσης ανήκει στη νεανική λογοτεχνία, γνώρισαν μεγάλη επιτυχία και μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Έτσι, η Άλκη Ζέη καθιερώθηκε διεθνώς ως σημαντική συγγραφέας για νέους και τιμήθηκε επανειλημμένα με γνωστά βραβεία. Αλλά το 1987 αιφνιδίασε μ’ ένα μυθιστόρημα διαφορετικού τύπου και προσανατολισμού, που προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα…. Αυτό το βιβλίο είναι ουσιαστικά το πρώτο ελληνικό μυθιστόρημα που αμφισβητεί εκ των ένδον την κομματική μυθολογία της κομμουνιστικής Αριστεράς και αντιπαραθέτει το προσωπικό ήθος στην «επαναστατική ηθική». Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την δεσπόζουσα θέση της κομμουνιστικής ορθοδοξίας στον χώρο της ελληνικής Αριστεράς την εποχή που πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο, εξηγεί γιατί η κριτική της συγγραφέως ξάφνιασε και ερέθισε, παρόλο που σήμερα δεν φαίνεται ιδιαίτερα ριζοσπαστική (η ηρωίδα δεν φτάνει ως τη ρήξη με το Κόμμα και δεν παύει να θεωρεί δυστύχημα την ήττα της Αριστεράς στον Εμφύλιο). Αν όμως η κριτική της Ζέη στο ελληνικό κομουνιστικό κίνημα έχει κυρίως ιστορική αξία, η βαθύτερη σύγκρουση του ανθρώπινου υποκειμένου με την ιστορία, όπως εκφράζεται στις σελίδες της Αρραβωνιαστικιάς του Αχιλλέα, δίνει σ’ αυτό το έργο διαχρονικότερη βαρύτητα…».     
• Αλέκος Κουτσούκαλης, Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, τ.3ος, εκδ. Ιωλκός, σ. 250-251
«Η Άλκη Ζέη γεννήθηκε το 1925. Είναι σύζυγος του σκηνοθέτη Γιώργου Σεβαστίκογλου. Είναι ίσως η μόνη συγγραφέας που ασχολήθηκε με τη πολιτική προσφυγιά στη Σοβιετική Ένωση στο μυθιστόρημά της «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», που είχε θετική απήχηση στους λογοτεχνικούς κύκλους. Δίνει με αδρές εικόνες, με καθάρια γλώσσα, με αγάπη και ανθρωπιά τη ζωή, τα προβλήματα, τις ανησυχίες των Ελλήνων Πολιτικών Προσφύγων στην Τασκένδη, τις επιτυχίες τους και τη νοσταλγία τους για την πατρίδα. Παράλληλα τονίζει και τις αδυναμίες τους, τις εσωτερικές συγκρούσεις τους, τις ιδεολογικές τους διαφορές. Δεν τους εξιδανικεύει, δίνει τη ζωή και τις δραστηριότητες τους με αντικειμενικότητα, αδιαφορώντας αν μερικές αλήθειες πικραίνουν ή πονέσουν….».
• Μιχάλης Μερακλής, εφ. Κυριακάτικος Ριζοσπάστης 9/4/1995, σ.3, στα ΟΜΟΚΕΝΤΡΑ
Χαιρετισμός στην Άλκη Ζέη
Το παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης υποδέχτηκε τιμητικά, μετά τον Καμπανέλλη, και την Άλκη Ζέη, στην οποία ο υποφαινόμενος απηύθηνε τον παρακάτω χαιρετισμό.
«Αγαπητή κυρία Άλκη Ζέη, οι εκπαιδευτικοί, που θέλουν να είναι και παιδαγωγοί, κυριολεκτικά παιδεύονται να συνταιριάσουν δύο στοιχεία που, ενώ είναι εξίσου αναγκαία στη ζωή των ατόμων και προπάντων, των κοινωνιών, είναι-ή θεωρούνται ότι είναι-αταίριαστα’ εννοώ τα στοιχεία του αγαθού και του ωραίου ή, πιο τετριμμένα στοιχεία της ηθικής και της αισθητικής.
     Οι αρχαίοι Έλληνες, που ήσαν πιο απλοί από εμάς-η απλότητα πολλές φορές έχει κι ένα βάθος, που δεν το έχουν οι περίπλοκοι άνθρωποι και οι διαλογισμοί τους-δεν έστηναν κανένα σινικό τείχος ανάμεσα στην αισθητική και την ηθική, αν κρίνουμε και από το γεγονός, ότι η αρχαία λέξη «καλός» σήμαινε ωραίος και η λέξη «αγαθός» καλός, αλλά με τέτοιο τρόπο, ώστε: αφενός ο καλός να σημαίνει (στους Αρχαίους πάντα) εν μέρει ΚΑΙ αγαθός, αφετέρου ο αγαθός να σημαίνει εν μέρει ΚΑΙ ωραίος. Δηλαδή η μια λέξη, νοηματικά, εισέδυε μέσα στην άλλη. Και αξίζει να σημειώσω ακόμα, ότι η ωραιότητα του καλού αποδιδόταν στο γεγονός της ευχαρίστησης (της ηδονής), όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, που αυτό (δηλαδή το ηθικό καλό) προκαλούσε’ η θέα του αγαθού ήταν και μια αισθητική απόλαυση: «καλόν μεν ουν εστίν ο αν, αγαθόν ον, ηδύ η, ότι αγαθόν». «Το ωραίον-στους αρχαίους-είναι η εξωτερική ακτινοβολία των άλλων αξιών, η ιδανικότης αυτών», σχολιάζει ο Ιωάννης Συκουτρής.
     Ο δύσκολος Αριστοτέλης είναι εδώ, όπως βλέπουμε, σαφής. Σήμερα οι θεωρίες, προπάντων αυτές που αναφέρονται σε ζητήματα αισθητικής αλλά και παιδαγωγικής, έχουν γίνει περιπλοκές. Μπερδεύεται κανείς να τις παρακολουθεί. Και έχει τη διάθεση, αφήνοντας στην άκρη τις θεωρίες, να καταφεύγει σε λύσεις πρακτικές: να διαβάζει ένα βιβλίο και να λέει πως του άρεσε ή όχι. Και, αν ανακαλύπτει στο βιβλίο και μηνύματα, όπως λέμε, να το δηλώνει καθαρά και απλά. Να μην αναθεωρεί την αισθητική χαρά που του προξένησε, γιατί ανακάλυψε και ιδεολογικά μηνύματα. Δεν είναι τα μηνύματα, που κάνουν ένα λογοτεχνικό έργο ωραίο ή όχι. Απλώς ένα ωραίο λογοτεχνικό έργο μπορεί να περιέχει και τέτοια μηνύματα ή να μην περιέχει. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση παραμένει ωραίο. Ο παιδαγωγός εύλογα προτιμάει την πρώτη περίπτωση: το ωραίο έργο που περιέχει μηνύματα.
     Σ’ αυτή την περίπτωση ανήκει και το δικό σας έργο. Γράφετε βιβλία που αρέσουν στα παιδιά και τους νέους (αρέσουν μάλιστα πάρα πολύ, αν κρίνουμε και από τις μεγάλες κυκλοφορίες τους). Και περιέχουν και μηνύματα. Ήταν λοιπόν εύλογο να σας προσκαλέσουμε να έλθετε, να μιλήσουμε για σας και, κυρίως, να μιλήσετε σε εμάς. Και σας ευχαριστούμε, γιατί δεχτήκατε την πρόσκληση».
• Αλεξάνδρα Κ. Μπουφέα, ΤΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ, εκδ. Σοκόλη 2006, σ. 166-168, 532.
Η φιλόλογος και συγγραφέας Αλεξάνδρα Κ. Μπουφέα στην οσάνω εργασία της, και στην αποδελτίωση και κριτική παρουσίαση του μηνιαίου περιοδικού νέων «ΝΕΑΝΙΚΗ ΦΩΝΗ» Οκτώβρης 1943-Σεπτέμβρης 1944, στο κεφάλαιο 3 Πεζά και Αφηγηματικά Κείμενα, κάνει λόγο γι 5 διηγήματα που δημοσίευσε η δεκαενιάχρονη τότε Άλκη Ζέη στο περιοδικό. Γράφει:
«Ξεχωρίζει βέβαια η περίπτωση της Α. Ζέη, η οποία εισβάλλει εντυπωσιακά στο λογοτεχνικό χώρο μέσα απ’ τις σελίδες της Ν.Φ. Αν και μόλις 19 χρονών, το  ταλέντο της εντυπωσίασε τους ιθύνοντες του περιοδικού, οι οποίοι της εμπιστεύτηκαν αρκετές σελίδες παρότι δεν ανήκει στο φιλικό κύκλο του. Έχουν προηγηθεί δημοσιεύσεις της σε μαθητικά περιοδικά, τόσο όμως η ίδια στη συνομιλία που είχαμε (27.3.1992) όσο και οι ιστορικοί της λογοτεχνίας θεωρούν αυτά τα διηγήματα το λογοτεχνικό της βάπτισμα. Το «Κοντά στις ράγες» (4, 77-78) μάλιστα αποτέλεσε το πρόπλασμα του ομώνυμου παιδικού μυθιστορήματος που εκδόθηκε το 1977. Και τα πέντε ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα διηγήματα της Ν.Φ. για το ύφος και την άνεση της γραφής. Εδώ υπάρχουν εν σπέρματι όλες οι αρετές του μεταγενέστερου έργου της, η ευκρίνεια, η ευαισθησία, η τρυφερότητα, η σφαιρική διαγραφή των χαρακτήρων, το πάθος για την ομορφιά και την ηθική τελειότητα.», σ. 167. Και παρακάτω:
«Σε παρόμοιο κλίμα κινείται και η «Μάννα» της Άλκης Ζέη (3, 57-58) με φόντο τα Χριστούγεννα της Κατοχή, όπου τα παιδιά μάταια περιμένουν τα δώρα τους. Χαρακτηριστική η αμφισημία της λέξης «μάννα», που είναι όχι μόνο η μητέρα αλλά και το «σκληρό μέρος του τοπίου». Τέλος, η Αλεξάνδρα Κ. Μπουφέα, ολοκληρώνοντας την εξέταση του κύκλου των διηγημάτων και της θεματολογίας του στο περιοδικό Ν. Φ., σημειώνει στην σελίδα 168;
«Σε πολλά διηγήματα οι ήρωες είναι νέοι, με τους οποίους συχνά οι συγγραφείς ταυτίζονται ή προσπαθούν να σκιαγραφήσουν και να αποδώσουν κατά τα πρότυπα των εφηβικών μυθιστορημάτων του Κ. Πολίτη. Δεν λείπουν επίσης τα παραμυθιακά στοιχεία και σύμβολα, που κατεξοχήν θέλγουν τους εφήβους. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της γραφής είναι το «Κοντά στις ράγες» (4, 77-78) και ο «Πάβουρας» (5, 104-106) της Α. Ζέη, όπου οι ερωτήσεις των παιδιών μένουν αναπάντητες να βασανίζουν τους αναγνώστες. Ενδεικτικό στοιχείο της τάσης απόρριψης του παραδοσιακού διηγήματος είναι και το ότι γενικά οι συγγραφείς αποφεύγουν το αναμενόμενο τέλος που εκμαιεύει ο αναγνώστης εκ των προτέρων. Συνήθως δεν δίνεται οριστική, τελεσίδικη λύση. Αυτή μένει αμφίσημη κατά το δοκούν.».    
• Εριφύλη Σαμουηλίδου-Βλάχου, περιοδικό Αντί τχ.71/14-5-1977,σ.47
Παρουσιάζει τέσσερα βιβλία της Άλκης Ζέης
(«Το Καπλάνι της Βιτρίνας», «Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου», «Ο Θείος Πλάτων», «Αρβυλάκια και γόβες»)
     Η Άλκη Ζέη είναι ένα φαινόμενο της σύγχρονης λογοτεχνίας μας που έρχεται από τον κόσμο των πολιτικών προσφύγων. Τοποθετημένη στα αριστερά, γράφει μ’ ένα πηγαίο ταλέντο και δημιουργεί μια μαγική και τόσο άμεση επαφή με τον αναγνώστη, που έρχεται να διαψεύσει την σκουριασμένη άλλωστε, άποψη περί στρατευμένης τέχνης. Η Άλκη Ζέη την αλήθεια της ιδεολογίας της την παίρνει σα δεδομένη κι έτσι είναι απαλλαγμένη από το κόμπλεξ, θα λέγαμε, της προπαγάνδας’ ίσως αυτό να ‘ναι το ένα μυστικό της γοητείας της. Το άλλο είναι αναμφισβήτητα το ύφος’ η Άλκη Ζέη κατορθώνει ένα τόσο τρυφερό ύφος να μη γίνεται γλυκερό, να κόβεται όταν πρέπει με το μαχαίρι και πάλι να μένει τρυφερό και αυστηρό συνάμα. Μια ευφυΐα δεν λείπει, κι είναι ό,τι αποζητάνε οι σύγχρονοι αρκετά λογικοκρατούμενοι μικροί αναγνώστες, που δεν δέχονται ή άδολη τρυφερότητα να πέφτει στην προσποίηση, την υπερβολή, κι επομένως σε κάποια υποτίμηση της νοημοσύνης τους.
     Η στροφή της στο παρελθόν, η κυριαρχία της μνήμης πάνω σε λεπτομέρειες ξεχασμένες, πού ωστόσο, σαν τη “Madeleine” του Προύστ, ζωντανεύουν ολόκληρους κόσμους της παιδικής ηλικίας χρονικά και της μακρινής πατρίδας τοπικά, είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό που κάνει το έργο της ν’ ανήκει στον κύκλο τον πανάρχαιο του «νόστου».
     Και τα τέσσερα βιβλία της η συγγραφεύς τα έγραψε μακριά από την Ελλάδα έζησε εξόριστη στη Ρωσία από το 1954, αυτοεξόριστη στη Γαλλία αργότερα. Τα δύο πρώτα μυθιστορήματά της, «Το Καπλάνι της Βιτρίνας» (1) και ο «Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου» (2), μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και βραβεύτηκαν με το αμερικάνικο βραβείο Mildred L. Batchelder. Το 1975 τυπώνεται το τρίτο παιδικό μυθιστόρημα «Ο Θείος Πλάτων». Και τα τρία, ενώ δίνουν μια ατμόσφαιρα ονειρική και παραμυθένια στην ομορφιά της, αναφέρονται σε μια συγκεκριμένη εποχή της ελληνικής πραγματικότητας: η μεταξική δικτατορία είναι ο φόντος του πρώτου, η κατοχή του δεύτερου και η ζωή στην ξενιτειά-στη Ρωσία-του τρίτου.
     Εκείνο που θέλουμε να τονίσουμε είναι πώς τα βιβλία αυτά ευχάριστα διαβάζονται κι απ’ τους μεγάλους στα δύο πρώτα ο ώριμος αναγνώστης θα βρεί την παιδική κι εφηβική του ηλικία και στο τρίτο θα γνωρίσει τα προβλήματα και τη ζωή των προσφύγων: Καθώς αργεί η πραγματοποίηση του επαναπατρισμού τα προβλήματα συσσωρεύονται, δημιουργούνται νέοι δεσμοί, γεννιούνται παιδιά, όπως οι ήρωες στο βιβλίο «Ο Θείος Πλάτων», που δεν καταλαβαίνουν γιατί, ενώ περνούν παραμυθένιες διακοπές σε χιονισμένα τοπία, σε ντάτσες κρυμμένες στις σημύδες, η μητέρα κρυώνει κι αποζητά τον ήλιο, τη θάλασσα, τον θείο Πλάτωνα… Και γιατί τέλος πάντων πρέπει κάποτε να γυρίσουν στην Ελλάδα.
     Αυτό το δράμα της προσφυγιάς θίγεται καίρια στη συλλογή διηγημάτων της Ζέη «Αρβυλάκια και γόβες», εκδ. Κέδρος 1975. Περιέχει τέσσερα διηγήματα που γράφτηκαν το 1964 στη Μόσχα. Η ίδια γράφει σε εισαγωγικό σημείωμα: «Όλα τα χρόνια της ξενητειάς μου, διάβαζα ελληνικές εφημερίδες-και τις μικρές αγγελίες ακόμα-για να μη μείνω έξω από την καθημερινή ζωή».
     Το διήγημα «Ένα σταμνί στο παράθυρο» μας αποκαλύπτει ανθρώπινα δράματα που δεν υποπτευόμαστε. Νοσταλγία για την πατρίδα, αλλά και αναγκαστικό δέσιμο με την εκεί πραγματικότητα, αγώνας για επιστροφή κι ύστερα τα δράματα που αποκαλύπτονται όταν σμίγουν οι άνθρωποι μετά από είκοσι χρόνια. Η γραφή είναι μοντέρνα , με δύο πλάνα που μπλέκονται, αισθητική πού ανταποκρίνεται  στην πλεγμένη ζωή του ήρωα.
     Γύρω από το πρόβλημα του νόστου στρέφεται και το διήγημα «στο Μαρούσι», όπου ο ήρωας συντρίβεται όχι όταν μαθαίνει πως η γυναίκα του παντρεύτηκε, αλλά όταν βεβαιώνεται πως η δυναμική κι απόλυτη Μαρία του της κατοχής «βολεύτηκε». «… Μια κοπέλα κι ένας νέος στέκονταν από πάνω του. –Να σας συνοδέψουμε; Πού μένετε;- ρωτά η κοπέλα. Ο Κώστας θέλει ν’ απαντήσει μά, ξαφνικά, σα να χάθηκαν από το μυαλό του όλα αυτά τα δεκαπέντε χρόνια, σαν να μην έχει μάθει ποτέ του μήτε μια λέξη ρούσικη… κοιτάζει ήρεμα τα δυό νέα παιδιά και λέει: -Στο Μαρούσι».
     Το διήγημα «Αρβυλάκια και γόβες»-πού χαρίζει τον τίτλο στη συλλογή-μας δίνει μια αλλοτριωμένη ηρωίδα της μεταπολεμικής Ελλάδας, που η μνήμη την επιστρέφει ξαφνικά στα γεμάτα από στερήσεις αλλά και ιδανικά χρόνια της κατοχής. Στο τελευταίο διήγημα «Τα λιονταράκια μας δεν τρώνε γάτες», η Ζέη μας δίνει ψυχογραφικά τους ήρωες πού θ’ αποτελέσουν αργότερα τη βάση για «Τον Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου». Το διήγημα αυτό θυμίζει εκείνα «τα αθηναϊκά» που έγραφε με άχαρη διάθεση ο Αλ. Παπαδιαμάντης’ η άπιστη σύζυγος, ο προδομένος και δειλός πατέρας, τα παιδιά τα γεμάτα απόγνωση και διάθεση φυγής.
     Τα τέσσερα αυτά διηγήματα πλουτίζουν πραγματικά την όχι και τόσο φτωχή σύγχρονη διηγηματογραφία μας. Η Άλκη Ζέη μπορεί να μην έχει τους συνθετότερους χαρακτήρες του Δ. Χατζή, τον πυρετό του Μ. Χάκκα, τη φιλοσοφική διάθεση του Γ. Ιωάννου ή την τεχνική σύνθεση του Αντ. Σαμαράκη, έχει όμως ένα ύφος τρυφερό κι άμεσο, μια γνήσια χαρούμενη φωνή. Αν σκεφτούμε πόση νοσηρότητα κυριαρχεί σε πολλά έργα της σύγχρονης λογοτεχνίας μας, πώς πολλοί προοδευτικοί συγγραφείς βάζουν αισιόδοξες κι αγωνιστικές νότες στο τέλος του βιβλίου τους για να είναι εντάξει με την ιδεολογία τους, καταλαβαίνουμε πόση αξία έχει αυτή η γνήσια χαρούμενη φωνή.
     Η Άλκη Ζέη φαίνεται πώς πραγματικά «έκλεισε μέσα στην ψυχή της την Ελλάδα». Στο εισαγωγικό σημείωμα των διηγημάτων της γράφει: «Τα διηγήματα αυτά τα έστελνα ένα-ένα από τη Μόσχα στην «Επιθεώρηση Τέχνης» και ανυπομονούσα να τα δω δημοσιευμένα. Δεν σκέφτηκα ποτέ να τα μεταφράσω στα ρώσικα. Δημοσιεύτηκαν στην Ελλάδα, κι αυτό μου έφτανε».
Σημειώσεις
-------
(1)Εκδ. Θεμέλιο 1963, Β΄ εκδ. Κέδρος 1974
(2)Α΄ έκδ. Κέδρος 1971, Β΄ έκδ. 1974.
•Χάρης Σακελλαρίου, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ, Από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, γ΄ έκδοση βελτιωμένη και συμπληρωμένη, εκδ. Φιλιππότη 1985, σ. 212, 216, 218, 290, 315, 460, 468.
«Τα σχετικά με τους «κινδύνους» από το πολιτικοποιημένο παιδικό βιβλίο γράφτηκαν με αφορμή την αναφορά στο βιβλίο της Άλκης Ζέη «Το καπλάνι της βιτρίνας». Αλλά οι αιτιάσεις κατά του βιβλίου αυτού και όλων των σχετικών, σύμφωνα  με όσα πιο πάνω εκθέσαμε, δεν ευσταθούν. Η μόνη απαίτηση, αλλά και περιορισμός, είναι πάντα και παραμένει το θέμα της ποιότητας, αλλά αυτό αφορά κάθε πνευματικό δημιούργημα, πολιτικοποιημένο ή όχι», σ, 216. Και σ. 218, «Οι πόλεμοι και οι δικτατορίες κι οι κατατρεγμοί των πνευματικών ανθρώπων, που τις ακολούθησαν, δεν επέτρεψαν να βρει τη συνέχειά της τούτη η καταβολή του Π. Πικρού, παρά μόνο τα τελευταία χρόνια, με τα μυθιστορήματα της Άλκης Ζέη (1925-) «Το καπλάνι της βιτρίνας» (1966), «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου» (1971) και «Κοντά στις ράγες» (1977). Οπωσδήποτε το πιο καλό από τα τρία είναι το πρώτο, μα σε όλα τους υπάρχει μια παιδική αντίληψη του κόσμου, καταστάσεις που μπορεί άνετα να πλησιάσει και να βιώσει το παιδί. Κάπου-κάπου όμως, στ’ όνομα της απελευθέρωσης του παιδιού, περνάει μες στα βιβλία της και κείμενα σαν κι αυτό:…». 
•Ω., περ. Νέα Εστία έτος ΞΘ, τόμος 137ος, τχ. 1629/15-5-1995, Εκδήλωση στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για την  Άλκη Ζέη, σ. 685-686.
«Προσκεκλημένη του Παιδαγωγικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών στις 4 Απριλίου 1995 στο Αμφιθέατρο της Ιατρικής Σχολής ήταν η Άλκη Ζέη. Την εκδήλωση που τίμησε τη συγγραφέα και το έργο της, οργάνωσε το Παιδαγωγικό Τμήμα στο πλαίσιο της πρότασης του Υπουργείου Πολιτισμού που την  ενίσχυσε και οικονομικώς. Προλόγισε ο Πρόεδρος του Παιδαγωγικού τμήματος καθηγητής κ. Μιχάλης Μερακλής. Για την συγγραφέα και το έργο της μίλησε η καθηγήτρια της Παιδικής Λογοτεχνίας στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου. Η κ. Ζέη, τονίστηκε στην εισήγηση, ανήκει στους λογοτέχνες που όταν υπερβούν ένα βαθμό πνευματικότητας καθίστανται δάσκαλοι. Το έργο της που χαρακτηρίζει ο ρεαλισμός και παράλληλα η μυθοπλασία, συνδυάζει το λογοτεχνικό μύθο με την πραγματικότητα. Είναι φανερό ότι στα μυθιστορήματά της συμπλέκονται η αυτοβιογραφία με την ιστορία, το αφηγηματικό εγώ ταυτίζεται με την ιστορία, ενώ παράλληλα και ενώ γίνεται χρήση διαφόρων αφηγηματικών τρόπων, η υπόθεση θεωρείται πάντα από την οπτική του παιδιού, πράγμα που καθιστά το κείμενο ιδιαίτερα προσιτό και αγαπητό. «Για να γράψεις για παιδιά πρέπει να ξεχάσεις πως είσαι συγγραφέας», ισχυρίζεται η Άλκη Ζέη, η οποία δεν θα μπορούσε να περιγράψει τίποτε που δεν εβίωσε. Σύμφυτη με την επιλογή των θεμάτων της είναι και η γλώσσα που χρησιμοποιεί, στην οποία τα παιδιά αναγνωρίζουν θετικούς συμβολισμούς…».
Βασίλης Δ. Αναγνωστόπουλος, Β(άλτερ) Π(ούχνερ), Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Πατάκη 2007, σ. 770-771.
Αναφέρονται μεταξύ άλλων στο λήμμα:
«Η γραφή της διακρίνεται για τη βαθιά γνώση του εσωτερικού κόσμου του παιδιού, τη σύγχρονη θεματική, τη ζωντάνια και την αμεσότητα του λόγου. Το έργο της Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα διαπλοκής γυναικείας γραφής και πολιτικής λογοτεχνίας. Από τις πιο σημαντικές παρουσίες στη σύγχρονη ελληνική παιδική λογοτεχνία, η οποία έχει διαβαστεί και έχει αγαπηθεί όχι μόνο από παιδιά αλλά και από ενήλικες…».
• Το λογοτεχνικό περιοδικό «η λέξη» στο οποίο ήταν συνεργάτης η Άλκης Ζέη, στο τεύχος 161/1,2, 2001, σ3-18, έχει μικρό Αφιέρωμα στην αγαπημένη συγγραφέα της παιδικής λογοτεχνίας Α.Ζ..
Α) Άλκη Ζέη, Η ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ. Αυτοβιογραφικές σελίδες, σ. 3-9
Β) Μάριος Πλωρίτης, ΑΛΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ, σ. 10-13
Γ) Μάρη Θεοδοσοπούλου, ΕΣΤΙΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΤΙΚΙΑ, σ. 14-18.
    Τέλος, να κλείσουμε αυτό το μικρό βιβλιογραφικό οδοιπορικό στην αγαπημένη συγγραφέα Άλκη Ζέη που έφυγε από κοντά μας πλήρης ημερών πριν λίγες μέρες, (15/12/1923 ή 1925- 27 Φεβρουαρίου 2020),-ρίχνοντας την αυλαία του θανάτου σε μια σειρά ελλήνων και ελληνίδων δημιουργών και καλλιτεχνών που μας άφησαν πριν λίγες μέρες, να σημειώσουμε τα εξής ακόμα κείμενα: α) εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 29/2/-1/3/2020, σ. 61, Δημήτρης Δουλγερίδης,  ΕΙΣ ΜΝΗΜΗ. Άλκη Ζέη (1923-2020) Η ζωή που έγινε αφήγημα.
 β) εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 1/3/2020, σ. Α32/56, Γρηγόρης Μπέκος, Ο τελευταίος μεγάλος περίπατος της Άλκης Ζέη.
γ) εφημερίδα Φιλελεύθερος, Κυριακή 29/2/-Καθαρά Δευτέρα 2/3/2020, σ. 38-39, Αγγελική Κώττη, Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ «ΓΙΑΓΙΑ» ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ. Στο δισέλιδο αφιέρωμα της εφημερίδας δημοσιεύεται κατάλογος των Βιβλίων της καθώς και τις δηλώσεις πολιτικών για τον θάνατό της.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 2 Μαρτίου 2020

ΥΓ. Κοιμήθηκε ο πρώην μητροπολίτης Πειραιώς Καλλίνικος. Ήταν ο δεύτερος μητροπολίτης της πόλης μας. Οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε ότι παρότι ήταν ένα άτομο με πολύ συντηρητικές αρχές και θέσεις, (εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από εκκλησιαστικούς κύκλους εντός του χώρου του, για προσωπικό του θέμα) επιτέλεσε κατά την διάρκεια της μητροπολιτικής του διοίκησης, σημαντικό κοινωνικό έργο. Ίδρυσε παιδικούς σταθμούς και σχολεία της μητρόπολης, η μητρόπολη του Πειραιά απόκτησε δικό της ραδιοφωνικό σταθμό, εκκλησιαστική εφημερίδα. Ήταν ο πρώτος εκκλησιαστικός σταθμός στην Ελλάδα. Φρόντιζε εκατοντάδες αναξιοπαθούντες δημότες. Στο μητροπολιτικό διοικητικό του ενεργητικό, να προσθέσουμε την φιλανθρωπική του περίθαλψη και σε άτομα της τρίτης ηλικίας. Σε παλαιότερους χρόνους, μαζί με σημαντικό λογοτέχνη του Πειραιά που τον επισκεφτήκαμε, προσπάθησα να είμαι ευγενικός και προσεκτικός στην συνομιλία μας, με διακριτικότητα του εξέφρασα τις πολιτικές και κοινωνικές μου ενστάσεις σε θέματα της πόλης. Στην μνήμη του όμως, οφείλω να ομολογήσω ότι ήταν ένας συζητητής που άκουγε τον συνομιλητή του, δεν είχε τουπέ, δεν σε απέρριπτε. Διατηρούσε τις απόψεις του όμως δέχονταν κάτι που θα του έλεγες αν αυτό ήταν μέσα στα εκκλησιαστικά στεγανά που διακονούσε, και θεωρούσε ότι θα βοηθούσε τους δημότες. Ο πειραιώτης συγγραφέας που συνομιλούσε μαζί του, μου έλεγε και εκείνος, σε συζητήσεις μας, ότι ο κυρός πλέον μητροπολίτης Καλλίνικος Καρούσος άκουγε τους συνομιλητές του, ζητούσε την άποψή τους. Και αυτό ήταν υπέρ του. Συνέγραψε δεκάδες μικρά βιβλία τα οποία κινούνται μέσα σε ένα πλαίσιο κατηχητικής διδαχής. Ασφαλώς οι Πειραιώτες θα τον θυμούνται,-μια και η γενιά μου-κάτω από την δική του εκκλησιαστική διοίκηση ανδρώθηκε-όχι για τις ακραίες πολιτικές και κοινωνικές θέσεις που διατύπωνε κατά καιρούς, ή ίσως για τα δεκάδες μικρά του βιβλία μιας «άλλης εποχής», αλλά για την σημαντική του φιλανθρωπία. Και αυτή δεν ήταν αμελητέα για την Πόλη μας. Σε περιόδους που οι πολιτικές δυνάμεις της πόλης και οι δημαρχιακές αρχές περί άλλων τύρβαζαν. Ας είναι η πειραϊκή του μνήμη ανθηρή στους μελλοντικούς πιστούς της πειραϊκής μητρόπολης.