Μνήμη πειραιώτη συγγραφέα
Φάνη Μούλιου
(Λίστα Θεσπρωτίας
13/6/1937-;/9/2020)
Φίλος παλιός και καλός του Πειραιά, ο Δημήτρης Κρασονικολάκης, με πληροφόρησε για την απώλεια του πειραιώτη συγγραφέα και δικηγόρου Φάνη Μούλιου. Η πόλη του Πειραιά έχασε έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους πεζογράφους και διηγηματογράφους της. Είχε τιμηθεί με το Α΄ κρατικό βραβείο μυθιστορήματος το 1989 για το μυθιστόρημά του «Οι Κληρονόμοι», (Η ποιήτρια Κική Δημουλά έλαβε το Α΄ βραβείο για την ποιητική της συλλογή «Χαίρε Ποτέ», η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, με το βραβείο κριτικής και δοκιμίου για την μελέτη της, «Οι πραγματείες περί ζωγραφικής Αλμπέρτι και Λεονάρντο». Ενώ το βραβείο χρονικού και μαρτυρίας ο Χρήστος Σαμουηλίδης, για το έργο του «Το χρονικό του Καρς»), και από τον Δήμο Αθηναίων. Ο Φάνης Μούλιος δεν ήταν απλά ένας σύγχρονος βραβευμένος πειραιώτης πεζογράφος της εποχής μας, ήταν και ένα εξαίρετο άτομο. Σοβαρός και παράλληλα εύθυμος χαρακτήρας, προσηνής και πρόσχαρος. Η γνωριμία μας είχε γίνει προς τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Γνώριζα τα βιβλία του και παρακολουθούσα τα δημοσιεύματά του στον περιοδικό τύπο. Στα μεταγενέστερα πειραϊκά χρόνια, δημοσίευσα δύο κριτικές σε έντυπα του πειραιά, για τα διηγήματά του και την ποίησή του. Ο Φάνης Μούλιος ασχολήθηκε με επιτυχία τόσο με την πεζογραφία, το διήγημα, όσο και την ποίηση, (βλέπε τις ποιητικές του συλλογές, «Οι σχοινοβάτες» και «Μικρές εικόνες» 2009 και 2006 που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος. Αλλά και τα διηγήματα «Πράσινο-γκρίζο» 2009, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο). Σύντομα σχόλιά του και μικρά του μελετήματα, ποιήματα, βρίσκονται διάσπαρτα σε εφημερίδες του πειραιά και στο περιοδικό «Δικηγορική Επικαιρότητα» που εκδίδει ο Δ.Σ.Π. Κατοικούσε στην περιοχή της Νίκαιας. Δικηγορούσε για χρόνια στον Πειραιά, το Γραφείο του βρίσκονταν στο μικρό στενάκι στο πλάι του ιερού ναού του Αγίου Κωνσταντίνου στο κέντρο της Πόλης, όπου συνήθιζε να δέχεται και να συνομιλεί με φίλους του και δικηγόρους συγγραφείς του Πειραιά. Είχε πάντα έναν καλό λόγο να σου πει,-παρά την εύλογη πικρία του για πρόσωπα της πόλης που αδιαφορούσαν για το έργο του- ένα χαμόγελο να σου χαρίσει, επεδίωκε μια συζήτηση μαζί σου για την ελληνική λογοτεχνία, σε ρωτούσε για τα νέα σου διαβάσματα, αν πρόσεξες το καινούργιο μυθιστόρημα του τάδε ή αν διάβασες την κριτική του δείνα για το βιβλίο του άλλου. Ενδιαφέρονταν με διακριτικότητα για τα πολιτιστικά τεκταινόμενα της πόλης του Πειραιά. Ορισμένες φορές, έδειχνε την δυσαρέσκειά του ή ακριβέστερα την πικρία του για μια αρνητική κριτική που γράφτηκε για βιβλίο του. Έλεγε ότι δεν τον κατάλαβαν σαν συγγραφέα, δεν ερεύνησαν όσο όφειλαν, τις βαθύτερες πτυχές της σκέψης του, τον πόνο και την αγωνία που εκφράζει η γραφή του. Αγνοούν ότι οι ήρωές του είναι τραυματισμένα από την εποχή τους και την ελληνική πολιτική ιστορία άτομα. Κουβαλούν βιώματα δικά τους και της γενιάς τους. Υπάρξεις σακατεμένες από τα διχαστικά πάθη και μίση του πολέμου, του εμφύλιου σπαραγμού, των ακροτήτων των νικητών στην ελληνική επαρχία. Οι Ήρωες του Φάνη Μούλιου δεν είναι εύθυμοι, χαρούμενοι, πώς θα μπορούσαν να ήταν άλλωστε μετά από όσα υπέφεραν. Είναι οι Έλληνες μιας ηττημένης γενιάς που έζησαν στο «πετσί» τους την φρίκη και τον εφιάλτη του εμφύλιου σπαραγμού και τις επιπτώσεις του στα κατοπινά χρόνια. Είναι αλήθεια, ότι είναι κάπως μονοκόμματοι, απόλυτοι, πέραν του δέοντος «φανατισμένοι», αλλά μήπως έτσι δεν ήσαν και συμπεριφέρονταν στις δημόσιες εκδηλώσεις τους και τις αποφάσεις τους οι γενιές αυτές των ελλήνων μετά τον τερματισμό του εμφύλιου σπαραγμού; Μήπως, με τον ίδιο απόλυτο τρόπο σκέψης δεν εκδηλώνουν τις πολιτικές τους συμπεριφορές και θέσεις ακόμα και σήμερα οι Έλληνες που έζησαν την περίοδο αυτή και ανήκαν στους προδομένους της Ιστορίας; Τα βιβλία του Φάνη Μούλιου εκφράζουν μιαν εποχή, τις βιωμένες σκληρά καταστάσεις της και όχι την ωραιοποίησή της ή την εξιδανίκευσή της, και των ανθρώπων της, είτε από την μία πλευρά είτε από την άλλη. Ο πόλεμος και η κατοχή και ο εμφύλιος σπαραγμός που επακολούθησε, δεν γέννησε τάγματα αγγέλων, αλλά σκληροπυρηνικών χαρακτήρων. Η απολυτότητά τους και ο μονόπαντος τρόπος σκέψης και χαρακτήρας συμπεριφορών τους ήταν η εσωτερική της ψυχής και της ζωής τους ασφάλειας, στα κατοπινά πέτρινα χρόνια. Ο ενδόμυχος φόβος και η ταραγμένη τους ζωή του έκανε απόλυτους, φανατισμένους, σκληρούς, ακόμα και στα ίδια τα μέλη των οικογενειών τους. Πόσο μάλλον, απέναντι στους ιδεολογικούς τους αντιπάλους και εχθρούς όπως τους αποκαλούσαν και αποκαλούν ακόμα και στις μέρες μας. Όμως η Ιστορία των ανθρώπινων αγώνων για ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη, ισονομία και ανεξαρτησία δεν είναι στάσιμη, είναι μικρά αργά σταθερά βήματα προς το μέλλον αλλά δυστυχώς και με αρκετά πισωγυρίσματα και ακόμα πιο τραγικές ιστορικές και πολιτικές επιλογές. Και τα σκοτεινά αποτελέσματα δεν τα «πληρώνουν» οι θεωρητικοί ιδεολόγοι ή επαναστάτες της στιγμής αλλά, το σύνολο του Λαού. Εμείς δηλαδή οι απλοί καθημερινοί ανώνυμοι άνθρωποι και πολίτες, πέρα από παρατάξεις και κομματικές προτιμήσεις και ιδεολογικές συμπάθειες. Όταν ένιωθε άνετα μαζί σου και σε εκτιμούσε, σε προσκαλούσε να πιείτε έναν καφέ στην Πλατεία Κοραή. Σου μιλούσε για τα βιβλία που αγαπούσε, τα διαβάσματά του. Ο πνευματικός Πειραιάς στο σύνολό του, και όχι στις επιμέρους του περιπτώσεις, θεωρώ ότι ενώ τον γνώριζε και εκτιμούσε την παρουσία του, μάλλον δεν ασχολήθηκε όσο του άξιζε, με το έργο του. Θεωρούσαν δύσκολη και πολύ μοντέρνα την γραφή του, για τα αναγνωστικά δεδομένα και ενδιαφέροντα του πνευματικού Πειραιά. Των ατόμων που «διαφέντευαν» τα πράγματα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν τον θεωρούσαν επίλεκτο μέλος της μικρής μας σύγχρονης καλλιτεχνικής κοινωνίας. Ο ίδιος ακολουθούσε μάλλον, μια κάπως «μοναχική» διαδρομή, κάπως απόμακρη από τα λογοτεχνικά δρώμενα της Πόλης μας. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μετείχε στα πνευματικά κοινά ενεργά. Ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της «Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών του Πειραιά». Ο Φάνης Μούλιος, να το επαναλάβουμε, είναι μια από τις αξιολογότερες πένες της Πόλης μας. Που την τίμησε εν ζωή με την παρουσία του και το έργο του.
Και εδώ να διευκρινίσουμε κάτι, δεν είναι απαραίτητο να αρέσουν όλα τα γραπτά ενός συγγραφέα στους βιβλιοκριτικούς και ιστορικούς της ελληνικής γραμματείας, στους επίσημους σχολιαστές της, σημασία έχει να είναι ακριβοδίκαιοι και να μην μεροληπτούν εσκεμμένα. Να μην ξεχωρίζουν τα πρόβατα από τα ερίφια της λογοτεχνίας, με γνώμονα σκοπιμότητες πέρα ορισμένων αποδεκτών κανόνων από όλους μας, εντός των ορίων ερμηνείας ενός λογοτεχνικού κειμένου. Και από την άλλη, ούτε ένας δημιουργός γράφει πάντα καλά έργα. Η πορεία των δημιουργών ακολουθεί ένα ιστόγραμμα συγγραφικών τους διακυμάνσεων. Επιτυχιών και αποτυχιών. Το συνολικό αποτέλεσμα και η προσφορά είναι νομίζω που μετράει. Υπάρχουν περιπτώσεις ελλήνων συγγραφέων που αγαπήθηκαν από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, διαβάστηκαν με πάθος τα βιβλία τους, ενώ απορρίφθηκαν ή σχολιάστηκαν αρνητικά από τους ειδικούς και κριτικούς. Υπάρχουν δηλαδή θεωρώ, δύο επίπεδα πλησιάσματος ενός έργου. Το «χαμηλό» επίπεδο ημών των αναγνωστών και των πνευματικών μας «ορέξεων» και υπάρχει και το «υψηλό» επίπεδο των επαϊόντων, βιβλιοκριτικών, πανεπιστημιακών και άλλων διπλωματούχων κριτικών που υιοθετούν τα «δικά τους» κριτήρια ανάγνωσης και αποδοχής. Ενώ τις τελευταίες δεκαετίες στην χώρα μας, αλλά και στο εξωτερικό-υπάρχει και το ενδιάμεσο επίπεδο της δημοσιογραφικής ή τηλεοπτικής κριτικής και βιβλιοκριτικής. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, που μπορεί να μην είναι εντελώς λανθασμένο, αντιγράφω ανάμεσα στις άλλες αξιολογήσεις για τον συγγραφέα Φάνη Μούλιο, και την αρνητική-απορριπτική κριτική του κυρίου Δημοσθένη Κούρτοβικ (ενός αξιόλογου και πολυγραφότατου κριτικού), που στεναχώρησε τον Μούλιο. Εξάλλου, οι επανεκδόσεις των βιβλίων του Φάνη Μούλιου, οι εξαντλήσεις των έργων του από τους εκδοτικούς οίκους που εξέδωσαν τα έργα του (Γκοβόστης, Επικαιρότητα, Ζαχαρόπουλος, Δωδώνη, Πύλη, Γνώση), τι άλλο μας φανερώνουν από του ότι τα διηγήματά του, τα μυθιστορήματα και τα ποιήματά του, αγαπήθηκαν από τους αναγνώστες, έγιναν πρώτα στις προτιμήσεις των διαβασμάτων τους, τα πρότειναν σε άλλους, τα διέδωσαν, πέρα από τις θετικές ή αρνητικές κρίσεις για αυτά των επίσημων ή μη βιβλιοκριτικών. Το σώμα των ανώνυμων αναγνωστών είναι μάλλον αυτό που καταξιώνει και δικαιώνει έναν συγγραφέα. Τους αναγνώστες που δεν θα γνωρίσει ποτέ, δεν θα συνομιλήσει μαζί τους,-ενώ εκείνοι μπορούν να συνομιλούν διαρκώς μαζί του, διαβάζοντας τα έργα του.
ΜΟΥΛΙΟΣ ΦΑΝΗΣ του Χρυσοστόμου,
Λίστα-Θεσπρωτίας, 1937.
Ποίηση
Μετά τη βροχή. Δωδώνη, 1980
Πεζό
Τραγούδια γι’ αγάπη. Δωδώνη, 1970
Μορφές. Δωδώνη, 1972
Μπούμεραγκ. Δωδώνη, 1973
Ενδοσκόπηση. Πύλη, 1976
Χωρίς πρόσωπο. Πύλη, 1978
Το πορτραίτο του Κου Αντουάν. Πύλη 1978
Οι ευδαίμονες. Γνώση, 1982
Η φαμίλια των Λιστινών. Επικαιρότητα, 1985
Οι κληρονόμοι. Επικαιρότητα, 1988
Υγρασία στη ζάχαρη. Γκοβόστης, 1990
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ,
εκδ. Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών, με την φροντίδα των εκδόσεων «Λωτός», Αθήνα
χ.χ., σελ. 167. (πρόεδρος ΕΕΛ Γιώργος Καρανικόλας)
Μούλιος Φάνης
(Λίστα
Θεσπρωτίας 1938): Πεζογράφος. Μεγάλωσε στον Πειραιά. Σπούδασε στη Νομική Σχολή
του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε ως δικηγόρος. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε με τη συλλογή
διηγημάτων Τραγούδια γι’ αγάπη (1970). Καλλιέργησε κυρίως τον πεζό λόγο
(διήγημα, μυθιστόρημα, νουβέλα), αλλά έχει δώσει και κάποιες ποιητικές
συλλογές. Άρθρα και λογοτεχνικές του συνεργασίες έχουν δημοσιευθεί σε
εφημερίδες και περιοδικά.
Άλλα έργα: Μορφές (1972), Μπούμεραγκ (1975),
Ενδοσκόπηση (1976), Χωρίς πρόσωπο: Αποξένωση-Αθλιότητα-Αναζήτηση (1977), Οι
Ειδαίμονες (1982), Ο κυματοθραύστης (1991), Μηχανορραφείον «Τά μάτια σου»
(1994), Λίγο πρίν την στροφή (2003) (διήγ.). Το πορτραίτο του κ. Αντουάν
(1979), Υγρασία στη ζάχαρη (1990) (νουβ.), Η φαμίλια των Λιστινών (1984), Οι
κληρονόμοι (1988), Ο Ορφέας δεν είναι πιά εδώ (1998) )μυθιστ.), Μετά τη βροχή
(1981), Η πίκρα της πέτρας (2001) (π. μ.) κ. ά.
Η πεζογραφία του κινείται σε δύο βασικούς
θεματικούς άξονες, τη μυθοπλαστική αφήγηση γεγονότων γύρω από τις εθνικές
περιπέτειες του πολέμου και του Εμφυλίου κυρίως στην ελληνική επαρχία και την
ψυχολογική διερεύνηση του ατόμου, με έμφαση στη ζωή στη σύγχρονη μεγαλούπολη
την αλλοτρίωση, την αποξένωση, το φόβο και τη μοναξιά. Γραφή που εγγράφεται
στον χώρο του ρεαλισμού και όπου οι ιστορικές συνθήκες, τα κοινωνικά ήθη και η
ψυχογράφηση των ηρώων αποδίδονται με αληθοφάνεια. Η κριτική έχει επισημάνει στο
έργο του επιδράσεις της πεζογραφίας του Δημήτρη Χατζή.
Τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο μυθιστορήματος
του Δήμου Αθηναίων (1986), το Βραβείο της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (1983)
και το Κρατικό Βραβείο μυθιστορήματος (1989).
Βιβλιογραφία:
Άγγελος Φουριώτης εφ. Ακρόπολις
10.4.1977 (ββ. Ενδοσκόπηση). Αλέξης Ζήρας, εφ. Η Καθημερινή 1.3.1978 (ββ. Χωρίς
πρόσωπο). Ευγενία Ζωγράφου, εφ. Ο Ριζοσπάστης 21.5.1980 (ββ. Το πορτραίτο του
κ. Αντουάν). Δημήτρης Σταμέλος, εφ. Ελευθεροτυπία 24.7.1980 (ββ. Το ίδιο). Άγγελος
Φουριώτης, εφ. Ακρόπολις 5.8.1980 (ββ. Το ίδιο). [Ανυπόγραφο], περιοδικό Αντί
(3.5.1985) (ββ. Η φαμίλια των Λιστινών). [Ανυπόγραφο], εφ. Ακρόπολις 11.5.1985
(ββ. Το ίδιο). [Ανυπόγραφο], εφ. Έθνος 5.6.1985, (ββ. Το ίδιο). Ε. Παππά, περ.
Γυναίκα(24.7.1985) (ββ. Το ίδιο). Γ. Χ. εφ. Η Αυγή 25.8.1985 (ββ. Το ίδιο). Κώστας
Ι. Τσαούσης, εφ. Έθνος 11.5.1985 (Οι κληρονόμοι). Νίκος Ντόκας, εφ.
Ελευθεροτυπία 13.5.1990 (ββ. Η φαμίλια των Λιστινών). Κώστας Ι. Τσαούσης, εφ.
Έθνος 13.2.1991 (ββ. Υγρασία στη ζάχαρη). Μάρυ Θεοδοσοπούλου, εφ. Η Εποχή
3.3.1991 (ββ. Το ίδιο). Ευγενία Ζωγράφου, εφ. Ο Ριζοσπάστης 17.12.1992 (ββ. Ο
κυματοθραύστης). Δημήτρης Σταμέλος, εφ. Ελευθεροτυπία 27.7.1994 (ββ.
Μηχανορραφείον «Τα μάτια σου»). Κώστας Ι. Τσαούσης, εφ. Έθνος 20.8.1994 (ββ. Το
ίδιο). Στάθης Μάρας, εφ. Ο Ριζοσπάστης 1.9.1994 (ββ. Το ίδιο). Ε. Ζωγράφου, εφ.
Ο Ριζοσπάστης 20.4.2000 (ββ. Η φαμίλια των Λιστινών). Θ. Κούγκουλος, εφ. Η Αυγή
11.11. 2001, «Ο Δημήτρης Χατζής και η
λογοτεχνική στροφή στα θύματα του Εμφυλίου».
ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΚΟΥΖΕΛΗ, Λεξικό
Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα-Έργα-Ρεύματα-Όροι. Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα
2007, σελίδα 1472.
ΦΑΝΗΣ ΜΟΥΛΙΟΣ
Ο Φάνης Μούλιος γεννήθηκε στη Λίστα Θεσπρωτίας. Μεγάλωσε
όμως στη Νίκαια και τον Πειραιά. Σπούδασε και ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου
στον Πειραιά. Παρουσιάστηκε στα γράμματα με τα διηγήματα «Τραγούδια γι’ αγάπη»
(1970). Ακολούθησαν: «Μορφές» (1972). «Μπούμεραγκ», νουβέλλα (1975),
«Ενδοσκόπηση», δοκίμια (1976). «Χωρίς πρόσωπο», πεζογραφική τριλογία (1977).
«Το πορτραίτο του κ. Αντουάν», νουβέλα (1979).
Η πεζογραφική
όμως δικαίωση του Μούλιου θαρθεί με τα μυθιστορήματα «Φαμίλια των Λιστινών» και
«Οι Κληρονόμοι» (1988). Είναι βιωματικές αλήθειες της ζωής και της νεότερης
πολιτικής και κοινωνικής μας ιστορίας. Δίνει με αδρές γραμμές μια πολυτάραχη
και αγωνιστική πορεία της ζωής: Κατοχή. Εθνική Αντίσταση, μεταβαρκιζιανή
περίοδο, εξορίες και φυλακές, εμφύλιος πόλεμος κλπ.
Μέσα σε όλες αυτές
τις αντιξοότητες και τις αποτυχίες, ο συγγραφέας δεν χάνει το ηθικό του, δεν
απογοητεύεται, δεν θρηνολογεί. Φέρνει μηνύματα αισιοδοξίας και ατενίζει με
σιγουριά ένα ολόφωτο και ευτυχισμένο μέλλον. Είναι λάτρης της αλήθειας και αυτή την αλήθεια μας δίνει με
ωραίες περιγραφές και αφηγήσεις. Έχει κάνει βίωμά του το αρχαίο απόφθεγμα: «Η
ομορφιά της ζωής είναι η αλήθεια της ζωής», καθώς και τη ρήση του μεγάλου
άγγλου Σέλλεϋ: «Η αισιοδοξία είναι το μυστικό της αιώνιας νιότης».
ΑΛΕΚΟΥ ΚΟΥΤΣΟΥΚΑΛΗ, Ιστορία της Ελληνικής
Λογοτεχνίας. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Από ιστορικοϋλιστική σκοπιά.
Εκδόσεις Ιωλκός, Αθήνα 1989. Τόμος 3ος, σελ.126-127.
ΜΟΥΛΙΟΣ ΦΑΝΗΣ
Ο Φ. Μούλιος γεννήθηκε στη Λίστα Θεσπρωτίας. Μεγάλωσε όμως
στη Νίκαια του Πειραιά. Είναι δικηγόρος. Κατά κύριο λόγο πεζογράφος, έγραψε
διηγήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα.
Απ’ αυτά οι
«Ευδαίμονες» τιμήθηκαν με Έπαινο της ΕΕΛ και η «ΦΑΜΙΛΙΑ ΤΩΝ ΛΙΣΤΙΝΩΝ» με πρώτο
βραβείο μυθιστορήματος απ’ το Δήμο της Αθήνας (1986). Θεωρείται απ’ τους
σημαντικότερους σύγχρονους πεζογράφους μας. Δημοσίευσε και ποιήματα.
ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ
Άργησα να σου
γράψω.
Παιδεύομαι να
ξεγελάσω
τη μάνα μου. Ξέρεις
τις δυσκολίες
με τις γριές.
«Τρία παιδιά
χορέψανε
στα στήθια μου»
της λέω
και τη χάνω απ’ το
πρωί.
Κι ύστερα, πώς να
στο πω;
Άλλο το μίσος της
αυγής
κι άλλο της νύχτας
τ’ αναφιλητό.
ΕΙΔΩΛΑ
Τα κοιμητήρια των Θεών
πέσανε πάνω στη σκαπάνη.
-Σηκωθείτε, φεύγουμε, είπαν
οι κοιμισμένοι.
Οι έρπουσες ιδέες δεν αστειεύονται.
ΕΦΕΥΡΕΣΗ
Ζωγράφισε στο
κέντρο των κυλίνδρων
ανθρώπινο κεφάλι
κι εξαρτήματα
με χέρια και
πόδια.
Ύστερα έβαλε μπρος
τη μηχανή
και τον πανικό
του.
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑΣ
Ο Διαχειριστής
μας, φωνάζει
Ε, εσείς του
ισογείου.
Σταματήστε πια τη
μουσική.
Εμποδίζετε τους
λυγμούς του τετάρτου
ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ
Κάθε φορά που τον
δέρνουν
τα βάζει με το
Χριστό
«Άντε και συ του
λέει.
Γιατί να στρέψεις
και
την άλλη σου
παρειά;
Έτσι που τα
‘κάνεις τώρα
πάλι ΣΤΑΥΡΟΣ θα
γινόσουνα.
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ
Άσπρο γνέθω,
μαύρο πλέκω,
χαλασιά μου!
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ. Ανθολογεί ο ΠΑΝΟΣ Ν. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥΝΗΣ. Εκδόσεις Τάσος Πιτσιλός,
Αθήνα 1990, σελ.133-134.
Φάνης Μούλιος, Λίγο πρίν τη
στροφή, Διηγήματα. Εκδ. Ελληνικά Γράμματα
Ίσως το «εμβόλιο» της λαϊκής-αγροτικής παράδοσης, πού
ανιχνεύεται συχνά στο έργο του κ. Μούλιου, συμβάλλει στο να έχει ο λόγος του
μιάν ηδύτητα, υγραινόμενη πάντα και από τη στοχαστικότητα ενός βαθύτερου
ουμανισμού (γεννήθηκε στη Θεσπρωτία και μεγάλωσε στον Πειραιά, αλλά δεν ξέκοψε
ποτέ οριστικά από το χώρο της ηπειρωτικής ενδοχώρας, απ’ τον οποίο κάθε τόσο
δέχεται ερεθίσματα και αντλεί θέματα’ το μυθιστόρημά του «Η φαμίλια των
Λιστινών» είναι ένα εξόχως χαρακτηριστικό παράδειγμα).
Το βασικό αυτό
γνώρισμα ύφους (αλλά και περιεχομένου), γαλβανισμένο και με δοστογιεφσκικής
υφής ριπές και ακαριαίες διεισδύσεις,
και σταθερά εξάλλου συνοδευόμενο (σε διακριτική ωστόσο δόση) από ένα συνήθως
πικρό χιούμορ, ξαναβρίσκω και στο νέο βιβλίο του κ. Μούλιου.
Μπορώ να δώσω ένα
δείγμα αυτής της δοστογιεφσκικής ενίοτε, όπως τη χαρακτήρισα, ψυχολογίας των
προσώπων του, πού τα χαρακτήριζε και μια ψυχική ρευστότητα ή και αστάθεια στον
αγώνα (ή την αγωνία τους) να επιβιώσουν. Σ’ ένα διήγημα ο ήρωάς του μονολογεί: «Μπορούσα τώρα στα τριάντα χρόνια μου να
ξέρω καλά τόσο ρομαντικό κι επομένως ουτοπικό είναι να ονειρεύεσαι για να
ονειρεύεσαι, επειδή πάνω από σένα ανοίγεται ένας γαλάζιος ουρανός έτοιμος να
δεχθεί κάθε επιθυμία σου Κι όταν μάλιστα τίποτε δε σού υπόσχεται το παραμικρό,
εκτός από παγίδες και απογοητεύσεις». Κι ένας άλλος, σε άλλο διήγημα, ο
οποίος πάσχει από μιά βασανιστική δερματίτιδα, αποφασίζει εν τέλει να καταφύγει
σε ειδικό γιατρό, «επειδή δε γίνεται
τίποτε αν κοιτάς ψηλά μόνο και μόνο γιατί υπάρχει ένας καταγάλανος ουρανός πού,
ενώ σου υπόσχεται τα πάντα, δεν σου δίνει τίποτε». Εντούτοις σ’ ένα τρίτο
διήγημα ο άνθρωπος που θα επιχειρήσει μιά δραματική, μοιραία, αποφασισμένη πτήση,
νοητά, σ’ αυτό τον απαξιωμένο, σε άλλες στιγμές, ως χώρο του απατηλού κενού,
ουρανό: «Απογειώθηκε και ανέβαινε, όλο
ανέβαινε, απολαμβάνοντας τώρα τη δική του πραγματικότητα, έστω και ηττημένη».
Έτσι κι αλλιώς
και οι τρείς, όπως και οι άλλοι (οι περισσότεροι έστω) των διηγημάτων είναι
άνθρωποι πληγμένοι, θύματα μιάς βαθύτερης ευαισθησίας, εκτεθειμένοι στη
βαναυσότητα της ζωής. Άνθρωποι που αναζητούν κάποιον για να σου μιλήσουν, να
μεταδώσουν λίγο από το αδιέξοδό τους, έτοιμοι να δακρύσουν με την ευερεθιστότητα
(νοσηρή την κρίνουν οι άλλοι) πού έχουν αποκτήσει: ένας τέταρτος «πού και πού, τη νύχτα, κοιτούσε το φεγγάρι
πού χανόταν πίσω από τα σύννεφα και του
ερχόταν να κλάψει». Εύλογα κάποιοι αγγίζουν τα όρια της παραφροσύνης ή και
της άκρας επιθετικότητας’ πάντως η τελευταία περίπτωση είναι εξαιρετικά σπάνια.
Συνήθως στο σκοτεινό τοπίο πέφτει ένα μελιχρό φώς τελικά, από τα σωθικά των
ανθρώπων αυτών βγαλμένο, ως αντανάκλαση της βιωμένης οδύνης, πού όμως δεν τους
κάνει κακούς, μολονότι γνωρίζουν ότι αδικαίωτοι θα μείνουν ως το τέλος. Στο
προτελευταίο κείμενο («Ο πατέρας μου»’ σε ικανόν αριθμό διηγημάτων, όπως κι
εδώ, εκ παραλλήλου, η πιό τρυφερή και σταθερή παρουσία, αυτή της μητέρας), ενώ
γίνεται το ξόδι του πατέρα, ο γιός, πού είναι κι αυτός πού αφηγείται, ρίχνει
μιά ματιά προς το σπίτι, βλέπει ένα χελιδόνι να περνάει πάνω από αυτόν. Και
συνεχίζει: «Όσο έβλεπα το άσπρο της
κοιλιάς του, ένιωθα καλύτερα. Η άνοιξη ήταν εδώ και χωρίς τους γέρους μου, πού
βαραίνουν όμως μέσα μου, κι άς μην το λέω. Κι άς ξέρω πώς δεν ενδιαφέρει
κανέναν. Μόνο που ξεχνάμε πώς ένας ένας είμαστε όλοι και το παραδεχόμαστε στην
ανάγκη. Έτσι είναι ο κόσμος. Κι αν γράφω τώρα για τον πατέρα μου, είναι πώς,
μαζί του χάνεται μιά γενιά-σημείο αναφοράς. Ηρωική και αντιηρωική μαζί. Ονειρεύτηκε,
πάλεψε, ηττήθηκε, αλλά δε χάθηκε. Στάθηκε στα πόδια της με δουλειές του
ποδαριού, αγωνίστηκε και διώχθηκε για να ‘χει κάτι, χωρίς να θέλει ν’ αποδείξει
ότι ήταν κάποια, επειδή ήταν κάποια. Και προπάντων δε στάθηκε εμπόδιο σε
κανέναν. Εμείς να δούμε τώρα».
Αυτός ο ηδύς,
επιμένω, λόγος-ακόμα και εξαιτίας της ανεπιτήδευτης ατημελησίας του, ως
απόδειξης του άμεσου αναβρύσματός του από ψυχικό βάθος-είναι που ιλαρύνει,
γλυκαίνει παράξενα τα συνήθως πικρά ή μελαγχολικά πού ο κ. Μούλιος έχει να
διηγηθεί, και αποτελεί την αυθεντική του
ταυτότητα.
Μιχάλης Μερακλής: Φάνης Μούλιος: Λίγο πρίν τη στροφή, Ελληνικά Γράμματα, περιοδικό Η Λέξη τχ.
176/ 7,8, 2003, 731-732, (διηγ.).
Φάνης
Μούλιος, Πράσινο-Γκρίζο, Σ. Ι.
Ζαχαρόπουλος.
Υπάρχουν μελέτες για τους τρόπους που χαρακτηρίζουν
τη συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντι στον έρωτα ή το θάνατο, ανάλογα με τις
εποχές. Και βέβαια τα δύο αυτά θέματα είναι από τα αγαπημένα της λογοτεχνίας.
Το «ανάλογα με τις εποχές» μπορεί κάποιοι και να το αμφισβητούν, γιατί ζητήματα
τόσο θεμελιακά έχουν αμετάβλητες μέσα στο χρόνο
και στους ανθρώπους σταθερές . Το πιο σωστό πάντως είναι να δεχτούμε ότι
δίπλα σ’ αυτά που πράγματι δεν αλλάζουν υπάρχουν και οι επηρεαζόμενες από
καιρούς και τόπους μεταβλητές.
Σκέφτηκα λοιπόν διαβάζοντας το ολιγοσέλιδο
βιβλίο του Μούλιου-μιά νουβέλα θα το έλεγα-ότι, άσχετα προς το πώς το είδε και
ο ίδιος, αποτελεί αυτό ένα «σκαρίφημα» της σύγχρονης ερωτικής συμπεριφοράς,
μέσα από την περιπέτεια του ήρωά του, τύπου δυσπροσάρμοστου στα σημερινά
δεδομένα, εξαιτίας ενός υποκείμενου ευαίσθητου ψυχισμού, ο οποίος του
δυσκολεύει εξαιρετικά τη ζωή.
Σκαρίφημα, όμως, δοσμένο από έναν έμπειρο,
αναγνωρισμένου κύρους συγγραφέα, που έλαβε τίμια το 1989 το κρατικό βραβείο
μυθιστορήματος. Μέσα από όσα συμβαίνουν γύρω, στα οποία εμπλέκεται εκών άκων
και ο άνθρωπός του, διαφαίνονται οι όροι που επηρεάζουν τον έρωτα σήμερα, όπου
χιλιάδες νέοι άνθρωποι περιφέρονται
άνεργοι και κατ’ επέκταση άεργοι, σε μια περιπλάνηση από μπαρ σε μπαρ, περιήγηση
στο κενό ενός μικρόκοσμου, η οποία είναι και μιά μικρογραφία ή σύντμηση της
περιήγησης στον μεγάλο κάτω από τον ήλιο κόσμο. Τι να σημαίνει τάχα στο βάθος ο
ξέφρενος τουρισμός των ημερών μας; Κι αν επιστρέφουν πολλοί εντυπωσιασμένοι απ’
ό,τι δημιούργησε η φύση και το παρελθόν, εντούτοις κυκλοφορούν, όπως θα έλεγε ο
άνθρωπος της νουβέλας, σε μια σύγχρονη «βιομηχανία περιττωμάτων». Πηγαίνει κι
αυτός στην ίδια μοιραία χαρά των καφέ και των μπαρ, μολονότι έχει τη συνείδηση
ότι οι πιο πολλοί από τους θαμώνες «προσπαθούν να βρούν τον εαυτό τους μέσα από
ανοησίες, το ξενύχτι και το χασίσι». Κάνουν πότε πότε και σχέδια , όμως φρούδα,
έξω από κάθε χειροπιαστό ρεαλισμό. Αλλά και η ποθητή δουλειά (ο τύπος είναι
υπάλληλος σε Τράπεζα) δεν απαλλάσσει την τυποποιημένη ρουτίνα της από την πλήξη και τη μοναξιά.
Ο άνθρωπος ερωτεύτηκε μιά γυναίκα, για την
οποία τώρα πιά ξέρει ότι το χρήμα (απ’ το κορμί της) και η ομορφιά της έδινε τη
σιγουριά «να κάνει το κέφι της μ’ όποιον , όπως και όποτε ήθελε». Ο αστυνομικός
πού τον ανέκρινε (γιατί θεωρήθηκε προς στιγμήν ύποπτος για τη δολοφονία της),
έχοντας τελικά ξεδιαλύνει την υπόθεση, θα του πεί: «Διαπιστώνω πώς δεν ξέρετε
σχεδόν τίποτε για ένα πρόσωπο πού, όπως ισχυρίζεστε, αγαπήσατε με πάθος». Κι
όμως δεν ήταν ένας απλός ισχυρισμός. Καθετί δικό της του φαινόταν «σχεδόν
ιερό», ενώ «δεν ήταν σε θέση να ξέρει τίποτε παραπάνω απ’ το κορμί της». Η ίδια
έτσι το ήθελε, «τον εμπόδιζε να μπεί στην ψυχή της».
Ίσως αυτό να είναι κι ένα απ’ τα βαθύτερα
δράματα της σύγχρονης ερωτικής ζωής: η έκλειψη της ψυχής στα σώματα του έρωτα
και ο πόνος εκείνων που την αναζητούν
μέσα σ’ αυτά ή που δεν πρόλαβαν κάν να τη γνωρίσουν.
Μιχάλης Μερακλής,
Πράσινο-Γκρίζο. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, περιοδικό
Η Λέξη, τχ. 202/10,12, 2009, σελ. 596-597.
Ένα ρεαλιστικό
ψυχογράφημα μιάς εποχής
ΦΑΝΗ ΜΟΥΛΙΟΥ: Οι κληρονόμοι, Αθήνα,
Επικαιρότητα 1988, σελ. 122
Δεν υπάρχει καμιά
αμφιβολία ότι ο Εμφύλιος που ακολούθησε τη φρίκη του Δεύτερου Παγκοσμίου
Πολέμου, ήταν όχι μόνο το φοβερότερο χτύπημα που δέχθηκε η Ελλάδα, αλλά στην
ουσία η πραγματική τραγωδία της. Οι χαίνουσες πληγές στο κάτισχνο σώμα της
άρχισαν να αιμορραγούν πάλι πρίν προλάβουν να επουλωθούν. Και ο πόνος τους ήταν
οδυνηρότερος αφού προέρχονταν από αδερφικά χέρια. Αιτία του πολιτικού χάους που
δημιουργήθηκε με την εισβολή των νικητών στην εξουσία, μετά την αποχώρηση του
θνήσκοντος ναζιστικού τέρατος. Η συμπεριφορά προς τους αντίθετης πολιτικής
τοποθέτησης αγωνιστές στάθηκε αφορμή για μύριες επιμέρους μικρές τραγωδίες, το
ίδιο ωστόσο εφιαλτικές με τη γενικότερη πού σπάραξε ολόκληρη την Ελλάδα
δίνοντας έτσι το στίγμα και την ταυτότητα μιας θλιβερής εποχής, ο απόηχος της
οποίας φτάνει αδικαίωτος και αλύτρωτος μέχρι τις μέρες μας.
Διαβρωμένες συνειδήσεις, χαφιεδισμός,
αλληλοσπαραγμός, απάνθρωπα βασανιστήρια, θύτες και θύματα στην ίδια πυρά,
άχρηστες, βάρβαρες θυσίες, σφαγιές, μαρτύρια και φυλακίσεις δημιούργησαν μια
σπαραγμένη Ελλάδα, πού όχι μόνο στο πέρασμα του χρόνου δεν κατάφερε να
ξεπεράσει την «εθνική της ασθένεια», αλλά αντίθετα έμελλε να την ξαναβιώσει σ’
όλη της τη φρίκη και εφιαλτική μεγαλοπρέπεια το 1967, στ’ όνομα μιας άχρηστης
και βάρβαρης πολιτικής σκοπιμότητας.
Ο Φάνης Μούλιος είναι ένας ενσυνείδητος,
σοβαρός συγγραφέας που είχε καταθέσει τα διαπιστευτήριά του στον λογοτεχνικό
χώρο από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση σ’ αυτόν με τα διηγήματα «Τραγούδια γι’
αγάπη» που κυκλοφόρησε το 1970. Έκτοτε και ως τα σήμερα είναι μια ζωντανή
παρουσία που επιβεβαιώνει την αρχική θετική εντύπωση. Το διαπιστώνουμε στο
τελευταίο του μυθιστόρημα που φιλοδοξεί να καλύψει την παραπάνω σκοτεινή εποχή.
Οι ήρωές του προέρχονται από το προηγούμενο
πετυχημένο μυθιστόρημα του συγγραφέα. «Η φαμίλια των Λιστινών» 1984, που
κέρδισε και το Πρώτο Βραβείο Πεζογραφίας του Δήμου Αθηναίων το ’86, λόγω ακριβώς
της ποιότητάς του. «Η φαμίλια των Λιστινών» είναι ένα εντυπωσιακό πορτρέτο που
εκθέτει με δυνατές, αδρές γραμμές την περίοδο των μεγάλοτσιφλικάδων και την
μοιραία εξαιτίας του ιστορικού προτσές πτώση τους μέσα από το οδοιπορικό αυτής
της οικογένειας, που έδρα τους ήταν το χωριό Πέτροβο της Ηπείρου.
«Οι Κληρονόμοι» ωστόσο διαθέτουν τη δική
τους αυτοτέλεια. Έχοντας εξαντλήσει το προηγούμενο ιστορικοκοινωνικοπολιτικό
τους στίγμα, κατέρχονται τώρα στην άγρια κι αδελφοκτόνα αρένα του Εμφύλιου
Πολέμου για να ζωντανέψουν μέσα από την οδυνηρή τους περιπέτεια-περιπέτεια που
ξεπερνά την ατομική τους περίπτωση και γίνεται η ντροπή και η θλιβερή πορεία
μιας γενιάς που δεινοπάθησε απ’ τις αρχές του 1946 ως το δραματικό τέλος της το
1950-την ατμόσφαιρα και το κλίμα της εποχής εκείνης.
Κατοχή. Νίκαια. Η μάνα. Τα δυό παιδιά, το
αγόρι και το κορίτσι. Ο Παύλος Καζάς, ο κυνηγημένος, η «όρθια» συνείδηση και το
όραμα για ένα καλύτερο αύριο του ατόμου, αλλά κι ενός λαού ίσως, και κυρίως ο
Παππούς, ένα περήφανο στητό κυπαρίσσι’ και γύρω τους «τα όργανα του νόμου», «οι
μυστικοί βοηθοί τους, οι χαφιέδες, τα απελπισμένα πρόσωπα των ανθρώπων που
βγαίνουν από τα ερείπια, οι λυπημένοι συνοικιακοί δρόμοι, οι πληγωμένοι απ’ τα
βήματα των κατακτητών τοίχοι, τα λαβωμένα, ακρωτηριασμένα κτίρια, η κατάθλιψη,
η συγκρατημένη απελπισία και η σκοτεινή αβεβαιότητα ενός αμφίβολου μέλλοντος.
Αλλά και οι δίκες βέβαια, ο εξευτελισμός
της ανθρώπινης υπόστασης από τους κρατούντες, οι φυλακές, οι ανακρίσεις, οι
επαίσχυντες δηλώσεις μετανοίας, η ντροπή της εξουσίας…
Τα πρόσωπα και η εποχή προβάλλουν ανάγλυφα
κάτω από την ψύχραιμη γραφίδα του Φάνη Μούλιου, χωρίς κραυγαλέα σχήματα και
πομπώδεις ρητορισμούς. Παραμένουν αυστηρά μέσα στο ρεαλιστικό ψυχογραφικό τους
σχήμα’ και είναι περισσότερο πάσχοντα πρόσωπα, θύματα μιας συγκεκριμένης
ιστορικής στιγμής της οποίας και είναι υπεύθυνα, παρά κομιστές μιας ιδεολογίας.
Είναι, πιστεύω, και το κύριο προσόν του βιβλίου του Φάνη Μούλιου. Μ’ ένα λόγο
κρουστό και σίγουρο που αποφεύγει την ωραιοποίηση, ο συγγραφέας καταφέρνει να
συλλάβει τον παλμό και την ατμόσφαιρα της ταραγμένης εκείνης εποχής, να
τοποθετήσει τον αναγνώστη του μέσα στα δρώμενα και παράλληλα να διατηρήσει την
κατάλληλη απόσταση που επιτρέπει με νηφαλιότητα σχεδόν την αντικειμενική
θεώρηση.
Μετά τις «Μέρες Οργής» του Πέτρου Χάρη,
«Οι Κληρονόμοι» του Φάνη Μούλιου είναι ίσως το μοναδικό βιβλίο που αποκαλύπτει
με θάρρος και τιμιότητα το δράμα του Εμφύλιου Πολέμου. Μέσα απ’ το οποίο ο συγγραφέας
κατορθώνει να βγάλει και ορισμένα καυτά ερωτήματα-προβλήματα: Μέχρι πιο βαθμό
μπορεί να ασελγήσει ο Εξουσιαστής; Πού σταματούν τα όριά του; Το υπαρξιακό
βάθος των ερωτήσεων διαφοροποιεί έτσι το βιβλίο του Φάνη Μούλιου, από ανάλογα
του είδους, δίνοντάς του μια πανανθρώπινη διάσταση.
ΜΑΚΗΣ ΠΑΝΩΡΙΟΣ, περιοδικό Διαβάζω τχ.
202/9-11-1988, σελ. 74-75. Στις σελίδες των «Επιλογών». (Αφιέρωμα στον
Ζωρζ Σιμενόν)
Ξοδεμένη κληρονομιά
Φάνης Μούλιος: Οι κληρονόμοι.
Μυθιστόρημα. εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1988, σ.σ. 115
Η απορία και το πρόβλημα δεν είναι τόσο
γιατί η επιτροπή απονομής των κρατικών λογοτεχνικών βραβείων απένειμε το
βραβείο μυθιστορήματος σ’ ένα τόσο κραυγαλέο μέτριο βιβλίο όπως οι Κληρονόμοι του Φάνη Μούλιου. Στο
κάτω-κάτω, γούστα είναι αυτά και ακόμα και μετριότερα βιβλία μπορεί να βρει
υποστηρικτές. Αλλά πρέπει να μην προκαλέσει έκπληξη και να μην προβληματίσει το
γεγονός ότι βραβεύτηκε ως καλύτερο μυθιστόρημα του 1998 ένα βιβλίο, του οποίου
η θεματική είναι απελπιστικά ξεπερασμένη με το «ψαχνό» άπειρες φορές
αναμασημένο.
Ο Φάνης Μούλιος μας μιλάει στους
Κληρονόμους για την Αντίσταση, τον Εμφύλιο και την κρατική τρομοκρατία της
Κεντροδεξιάς στη μετεμφυλιακή περίοδο’ για το μαρτύριο μιας φτωχής ηπειρωτικής
οικογένειας, που πληρώνει «εσαεί» τη στράτευση του πατέρα υπέρ της υπόθεσης των
νικημένων. Χρειάζεται άραγε να πούμε ότι ούτε το θέμα ούτε η οπτική του
παρουσιάζουν πρωτοτυπία, ότι αυτή η ετεροχρονισμένη μαρτυρολογία και
μαρτυριολογία αποτέλεσαν το κύριο μοτίβο της λεγόμενης «προοδευτικής
λογοτεχνίας» μετά το 1974, ώσπου να επέλθει ο κορεσμός, αν όχι η καχυποψία του
κοινού, που άρχισε ν’ αναρωτιέται πόσο πραγματικά προοδευτική είναι και τι εξυπηρετεί
αυτή η επίμονη παραβίαση ανοιχτών θυρών, αυτή η εμμονή σε αλήθειες
τυποποιημένες και, από μιά στιγμή κι έπειτα, κρατικοποιημένες;
Εκείνο όμως που πράγματι χρειάζεται να
τονίσουμε, αφού και αφελείς και καλοθελητές υπάρχουν γύρω μας, είναι ότι, αν το
βιβλίο του Μούλιου αποτελεί αναχρονισμό, δεν είναι επειδή εμπνέεται από
γεγονότα και καταστάσεις περασμένων εποχών. Ο λογοτέχνης νομιμοποιείται ν’
αντλήσει το θέμα του ακόμα και από την προϊστορία. Ο Γουίλλιαμ Γκόλντινγκ
έγραψε ένα θαυμάσιο βιβλίο που λέγεται και αυτό Οι κληρονόμοι και εκτυλίσσεται στην εποχή του…. ανθρώπου του Νεάντερνταλ.
Αλλά η οπτική και ο προβληματισμός του ανήκουν στη δική του, τη σημερινή εποχή.
Η Αντίσταση, ο Εμφύλιος και ό,τι ακολούθησε δεν έχουν στερέψει ως πηγές
έμπνευσης, ούτε θα ήταν ευχάριστο αν στέρευαν. Αλλά μας ενδιαφέρει άμεσα αν η
λογοτεχνία μπορεί ν’ ανακαλύψει σ’ αυτές κάτι καινούργιο, κάτι αθέατο ή κάτι
αδιάφορο τότε, πού όμως έχει ιδιαίτερη σημασία για μας σήμερα, ή αν επιδίδεται
στην αναπαραγωγή ιστορικών κλισέ και εύκολων επιμυθίων.
Ο Μούλιος γράφει όπως θα έγραφε (και θα
δικαιολογούνταν να γράψει) κάποιος στη δεκαετία του ’50, όταν η αλήθεια της
Αριστεράς ήταν απαγορευμένη, όταν το δίκιο της είχε κηρυχθεί ένοχο και το
χυμένο αίμα της έμενε άκλαυτο. Βέβαια, ο συγγραφέας ανήκει στη γενιά που
σφραγίστηκε από το κλίμα εκείνης της εποχής και δεν φταίει ο ίδιος αν η ανώμαλη
πραγματικότητα που υπήρχε στην Ελλάδα ως το 1974 τον εμπόδισε να καταθέσει
έγκαιρα τη μαρτυρία του. Αλλά, ακόμα και αν ξεχάσουμε προς στιγμήν ότι η
βαρύτητα και η αξία ενός βιβλίου είναι μεγέθη άσχετα με την ανθρώπινη κατανόηση
για τα εμπόδια που συνάντησε ο συγγραφέας του, από το 1974 ως σήμερα κύλησε
πολύ νερό στο αυλάκι, πολλές αλήθειες ξεθώριασαν ή έγιναν πιο σχετικές, μια
ορισμένη θεματολογία γέρασε και κανένας δεν μπορεί να μας ζητήσει να κρίνουμε
τους «Κληρονόμους» του Μούλιου όπως θα τους κρίναμε πριν από τριάντα χρόνια.
Ακόμα
και με τα μέτρα της «προοδευτικής λογοτεχνίας», ο μανιχαϊσμός που διαπνέει το
βιβλίο του Μούλιου είναι ενοχλητικά πρωτόγονος. Σε λίγα μυθιστορήματα αυτού του
είδους ο χωρισμός του κόσμου σε καλούς και κακούς είναι τόσο απόλυτος, ώστε ν’
αφορά ακόμα και τη φυσική εμφάνιση των χαρακτήρων. Να πώς περιγράφεται ο
θετικός ήρωας, ο αριστερός Παύλος Καζάς.
«Ήταν όμορφος. Μελαχρινός, με σπαστά μαύρα
μαλλιά, ολόισια μύτη και ζωγραφιστά φρύδια. Ψηλός, έδειχνε πολλές φορές
λυπημένος, σαν να τον βάραινε κάτι. Αλλά το τετράγωνο πηγούνι του μου ‘λεγε πώς
ήταν δυνατός» (σ.47). Και να τώρα η εικόνα του αρνητικού ήρωα, του δεξιού θείου
Μανόλη: «Κοντός, χωρίς μαλλιά άφηνε να φαίνονται κάτω από το μαύρο μουστάκι του
πέντε σάπια δόντια…» (σ.33).
Απέναντι σε δύο τέτοια πορτραίτα, ποιος θα
δίσταζε έστω και ένα δευτερόλεπτο να διαλέξει πού θα χαρίσει τη συμπάθειά του;
Ποιός Θωμάς θα τολμούσε να ζητήσει αποδείξεις για τη «θετικότητα» ή την
«αρνητικότητα» δύο τέτοιων μορφών; Όταν ο αφηγητής, ένα παιδί ούτε δέκα χρόνων,
μας λέει για το θείο Μανόλη ότι «Καλυμμένος πίσω απ’ τα πλούτη του και τις,
δήθεν, πατριωτικές του ιδέες, χάρη στις οποίες καταμάδησε με τον πιο απάνθρωπο
τρόπο τους πάντες και τα πάντα…» (σ. 33), πόσοι θα είχαν το κουράγιο να τον
ρωτήσουν πότε πρόλαβε να τα γνωρίσει όλα αυτά; Και πόσοι θα είχαν το ακόμα
μεγαλύτερο κουράγιο να υπαινιχτούν ότι απλώς παπαγαλίζει όσα άκουσε από τον
πατέρα του, επομένως είναι ακατάλληλος ως
αφηγητής (δηλαδή ο συγγραφέας είναι ακατάλληλος ως συγγραφέας) και ένας πατέρας
που μαθαίνει στο παιδί του να παπαγαλίζει δεν μπορεί να είναι και τόσο θετικός
ήρωας;
Προς το τέλος του βιβλίου ο Παύλος Καζάς,
σακατεμένος και παραιτημένος πια, λέει
στο γιο του: «Όσο για μένα, ένα μόνο σου λέω. Κανένας αγώνας δεν πάει χαμένος.
Και θα ‘ρθει καιρός που θα το δεις, θα το δείτε όλοι σας» (σ. 108). Ένας ήρωας
ως το τέλος, δηλαδή. Σίγουρα υπήρξαν και τέτοιο και δεν θα πάψουν ποτέ να
γεννούν τον σεβασμό και τον θαυμασμό μας. Αλλά, τουλάχιστον από τη σημερινή
σκοπιά, πόσο πιο ανθρώπινη, πόσο πιο πειστική, πόσο πιο ανησυχητική στη σύνθετη
αλήθεια της (και γι’ αυτό πόσο πιο ενδιαφέρουσα λογοτεχνικά) είναι η περίπτωση
της οικογένειας του βομβιστή Μιχάλη Παυλή, με τον πατέρα Παυλή, αδάμαστο
αριστερό(αλλά και τυραννικό πατριάρχη) να λυγίζει τελικά, εκεί γύρω στο 1960
για να ζήσει την οικογένειά του και να καταλήγει θιασώτης του Παπαδόπουλου;
Ακόμα και ένας μεγάλος συγγραφέας πολύ
δύσκολα θα μπορούσε να γράψει καλή λογοτεχνία, αν του επέβαλαν ένα τόσο στενό
θεματικό πλαίσιο, μια τόσο επίπεδη οπτική. Αλλά σίγουρα θα έδινε κάτι πιο
εκλεπτυσμένο, πιο φινιρισμένο από αυτό πού δίνει ο Μούλιος, κάτι που να μη
χλευάζει από μόνο του την ανακήρυξή του σε καλύτερο μυθιστόρημα της χρονιάς.
Το τέχνασμα της πολυπρόσωπης αφήγησης, που
εφαρμόζει ο συγγραφέας, αποτυγχάνει ολωσδιόλου και ο Μούλιος δείχνει να μην
καταλαβαίνει καν τη λειτουργία του. Όχι μόνο το ύφος και το λεκτικό των
αφηγητών είναι ολόιδιο, αλλά καθένας τους περιγράφει σκέψεις και πράξεις των
άλλων που είναι αδύνατο να τις ξέρει. Έτσι, το στοιχείο της σύνθεσης ή
συμπαράθεσης επιμέρους πληροφοριών και απόψεων, της σχετικοποίησης αλήθειας
(πού είναι και ο σκοπός της πολυπρόσωπης αφήγησης), απουσιάζει, και εκείνο που
μένει τελικά είναι ο παντογνώστης αφηγητής, με τη μια και αδιαίρετη Αλήθεια
του.
Σχήματα λόγου όπως: «Η Αντιγόνη δε θα
μπορούσε να πει σ’ άλλη περίπτωση πώς νιώθει κανείς όταν πορεύεται για τον Άδη,
αλλά τώρα έπαιρνε μια γεύση απ’ αυτή την πορεία» (σ. 86), «Η Αντιγόνη
αποδείχθηκε τελικά ένας σπουδαίος τιμονιέρης, πάνω σ’ ένα μικρό πλοίο με
σακατεμένα πλευρά κι έναν ανήμπορο καπετάνιο» (σ. 93), «ένιωθα τη νύχτα να
‘ρχεται με το δροσερό πρόσωπο μιας γυναίκας, που άφηνε πίσω της την αχλή μιάς
λιπόθυμης μέρας» (σ. 108), μας γυρίζουν στη σχολική αντίληψη περί καλολογικών
στοιχείων. Δύσκολα θα μπορούσα να φανταστώ κάποιον να υπερασπίζει σοβαρά τη
λογοτεχνική αξία τους.
Ο συγγραφέας δίνει ολοένα την εντύπωση
ότι ντρέπεται για τις λέξεις που χρησιμοποιεί, ότι δεν πιστεύει στην ακρίβεια,
τη δύναμη, την ευπρέπεια ή την ομορφιά τους. Γι’ αυτό τις βάζει σε εισαγωγικά,
σαν ν’ αποποιείται την ευθύνη γι’ αυτές: «με προτεταμένα τα «γκρα» (σ. 13),
«ποντάροντας» στο τελευταίο χαρτί» (σ. 79), «θα μπορούσα να σου πάρω αυτό το
«πεντόλιρο»… αν το άφηνες «αμανάτι»» (σ. 91) «με το «γραμμένο» πρόσωπό της»
(σ.96). «Όλα εκει… είχαν τη δικιά τους «πατίνα»» (σ. 106) κλπ. κλπ. Αλλά ο
συγγραφέας που δεν πιστεύει στη γλώσσα του δεν μπορεί να πιστεύει ούτε σ’ αυτά
που γράφει…
Οι κληρονόμοι του Φάνη Μούλιου είναι ακραίο δείγμα ενός τύπου λογοτεχνίας που έχει χαρακτήρα πολιτικοϊστορικού φολκλόρ. Αυτή η λογοτεχνία, πού ταλαιπώρησε πολύ τα γράμματά μας τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με οποιοδήποτε σύγχρονο προβληματισμό. Αλλά ο προβληματισμός προϋποθέτει βέβαια προβληματισμένους. Το ότι σήμερα εξακολουθούν να γράφονται τέτοια βιβλία δεν έχει ίσως ιδιαίτερη σημασία’ το ότι όμως βραβεύονται κιόλας είναι πολύ ενδεικτικό για τον βαθμό και το επίπεδο του προβληματισμού μας
.
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ, εφημερίδα
Ελευθεροτυπία 1/11/1989. Τώρα στο «Ημεδαπή εξορία» Κείμενα για την Ελληνική
Λογοτεχνία 1986-1991, εκδόσεις Opera, 1991, σελ. 75-79.
ΦΑΝΗΣ ΜΟΥΛΙΟΣ, «Ο Ορφέας δεν είναι πια εδώ»,
εκδόσεις Γκοβόστη 1997.
Σε καιρούς έντονης αφιλίας και αποξένωσης, χαίρεται κανείς όταν διαβάζει καλά λογοτεχνικά κείμενα, ελληνικά ή ξένα. Γαληνεύει καθώς αντιλαμβάνεται ότι η ευαισθησία του κειμένου-δυστυχώς-είναι περισσότερη από αυτήν που βιώνει καθημερινά με αρκετό άγχος. Και ένα τέτοιου είδους κείμενο είναι το καινούργιο βιβλίο του Πειραιώτη συγγραφέα και νομικού Φάνη Μούλιου. Όπως και στο προηγούμενο, έτσι και στο παρόν σαν «συμπαθητικός παραμυθάς» ιχνογραφεί τις σχέσεις των ανθρώπων στην επαρχία στην μετά τον πόλεμο εποχή. Ο Λέλος, η Ρένα, ο Ορφέας, ο Πελοπίδας, οι κεκοιμημένοι και οι ζωντανοί, η ιστορία και η πραγματικότητα, το όνειρο και η ιστορική μνήμη, απεικονίζονται σε μια ενιαία τοιχογραφία καθημερινών καταστάσεων. Η δε τεχνική της αφήγησης μέσα στην αφήγηση προκαλεί θετικά συναισθήματα. Η ιστορία του τόπου συμπλέκεται με την καθημερινότητα των ανθρώπων, και η ευτυχία τους, η πρόσκαιρη έστω, συνυφαίνεται με την τραγωδία. Το άδοξο τέλος του Ορφέα προσφέρει την ελεήμονα λύση στις σχέσεις των ηρώων παρά οποιοδήποτε «ευτυχισμένο τέλος». Με τον τρόπο αυτόν ο κρυμμένος θησαυρός των εμπειριών της ζωής των ηρώων, σπονδυλώνει το κείμενο της απεικόνισής του. Και από το νέο βιβλίο του συγγραφέα δεν λείπουν οι ιστορικές αναφορές του παρελθόντος, όχι μόνο για να κρατήσουν άσβεστη την μνήμη των νεότερων αλλά και να σηματοδοτήσουν με ιδανικά και αξίες τη ζωή τους. Ο Πειραιώτης μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος στα μέχρι τώρα έργα του αποφεύγει τα γλωσσικά πυροτεχνήματα. Τον λόγο του διακρίνει μια λειότητα και μια αποσταγματική πληρότητα. Αν και επίπεδος, χωρίς μεγάλες ανατάσεις, χωρίς χρωματικές ή μουσικές λεκτικές αποχρώσεις είναι «ποιητικός» αποφεύγοντας τις νοηματικές ασυνέπειες και τις δαιδαλώδεις στοχαστικές ανιχνεύσεις. Περισσότερο υποβλητικός παρά περιγραφικός, ο Φάνης Μούλιος, θωπεύει με την ακέραια, ομοιότονη γραφή του, τη ζωή κάτω από το διακριτικό βάρος μιας μνημονικής σκοπιμότητας και ιστορικής αναγκαιότητας κρατώντας πάντα στην επικαιρότητα τα υπαρξιακά και κοινωνικά προβλήματα των ανθρώπων. Το ύφος του λιτό, ψιθυριστό ορισμένες φορές αιχμαλωτίζεται από την εξέλιξη των γεγονότων. Η αφηγηματική του πειθώ συγκρατημένη και κάπως μελαγχολική, ο συγγραφέας δεν επιτονίζει τις σχέσεις των ηρώων του, αλλά τις κρυσταλλώνει στην αχλή μιας ποιητικής ατμόσφαιρας, μέσα στην ρευστότητα μιας κάπως «πένθιμης» ευαισθησίας. Η ανθρωπιά και η τρυφερότητά του δεν του επιτρέπουν να υποδουλωθεί σε εφήμερες μανιέρες ή να ωθήσει τη γραφή του σε πρόσκαιρα φιλολογικά τεχνάσματα που θα τέρψουν τα ένστικτα του επιπόλαιου αναγνώστη. Η έκβαση έρχεται αβίαστα, το πρόβλημα της ζωής γίνεται και πρόβλημα της γραφής, που εξακολουθεί να μας απασχολεί και μετά την λύση του. Αυτό που ερεθίζει τον συγγραφέα δεν είναι ίσως τα όποια θεμιτά ή αθέμιτα αδιέξοδα της ζωής, αλλά η ίδια η ζωή, η θέρμη της ζωής, η μνήμη σε όλες τις λαϊκές συνήθως ρεαλιστικές της παραστάσεις στην μετά τον πόλεμο εποχή. Και ιδιαίτερα η ζωή της επαρχίας. Διακρίνουμε ένα ισχυρό ποιητικό ένστικτο που κατευθύνει μέσα από υπεκφυγές και αποσιωπήσεις αρκετές φορές, σε μια υποβλητική ανακλητική διάθεση. Μια εσωτερική διάθεση που συμπληρώνει την ίδια την ζωή που οριοθετεί θα γράφαμε το φόντο της. «Οι ήρωες του Μούλιου υπάρχουν, είτε για να ανακαλύπτουν την παρουσία της ποίησης στη ζωή, είτε για να την εναποθέτουν σ’ αυτήν όταν απουσιάζει». Σημειώνει σε σημείωμά του ο καθηγητής και ιστορικός της λογοτεχνίας Μιχάλης Μερακλής. Εκείνο που θα γράφαμε χωρίς δισταγμούς είναι ότι εκείνο που ξεχωρίζει μάλλον περισσότερο στη σύγχρονη λογοτεχνία, είναι ένας υπερβολικός απομυθοποιητικός της ζωής τόνος. Τα πάντα απογυμνώνονται και από ιεροποιούνται στο όνομα μιας αλήθειας και σκυλεύονται υπέρ μιας ελευθερίας όχι και τόσο προσπελάσιμης, που δεν φωταγωγεί τις εμπειρίες της ζωής αλλά, υπερτονίζει τα άλογα πάθη ,αποφεύγοντας να αφουγκραστεί την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Γιαυτό παράγει ηθική και όχι ήθος. Τα αισθήματα βρίσκονται σε μια αόριστη αναστολή χωρίς να είμαστε βέβαιοι, σωστότερα να μας ενδιαφέρει η έκπτωση αυτή της ζωής και των ανθρώπων. Η σοφία που πηγάζει από ένα ποιητικό πάθος για την ζωή, από μια ποιητική ενατένιση της ομορφιάς έπαψε να απασχολεί πλέον τους σύγχρονους συγγραφείς. Η ηθική της συμπάθειας που διακρίνει τους λεγόμενους κλασικούς, αντικαταστάθηκε από την ηθική της αλογίας, του μοντέρνου ατομικισμού και της άσκοπης μεταμοντέρνας επίδειξης βίας σε όλες της τις μορφές. Ακόμα και η λογοτεχνία, καταφεύγει στην εύκολη και επιφανειακή αφομοίωση των μέσων της ζωής παραμελώντας την ίδια την ζωή. Στις μέρες μας συνήθως, η λογοτεχνία είναι η λογοτεχνία των περιοδικών και των εντύπων παρά του βιβλίου, διαβάζεται για να γεμίσει τον χρόνο των αργόσχολων, να γεμίσει το χρόνο της επιστροφής από την δουλειά μέσα στα μέσα μαζικής μεταφοράς και όχι για να προβληματίσει ή να αλλάξει συνειδήσεις, ή να θέσει νέους της ζωής προβληματισμούς. Η «έντυπη» δηλαδή γραφή ίσως είναι άχρηστη μπροστά στην εισβολή της εικόνας. Μιας εικόνας που πληροφορεί και εντυπωσιάζει χωρίς να δημιουργεί την επικίνδυνη επαναστατικότητα που προκαλεί μια σωστή ανάγνωση ενός γραπτού σοβαρού και ουσιαστικού έργου. Οι σημερινοί άνθρωποι όχι μόνο κάνουν την ζωή τους ειδησεογραφικό θέαμα και κουτσομπολίστικη τηλεοπτική εκπομπή, αλλά το κυριότερο, και βαθύτερα τραγικό, ότι αγνοούν και πώς να πεθάνουν. Διότι η μνήμη, μάλλον πλέον, μόνο με την γραφή καλλιεργείται. Σε έναν τέτοιον κόσμο τόσο η ίδια η ζωή όσο και η λειτουργικότητα της γραφής είναι αδιέξοδες. Και ενώ στους παλαιότερους συγγραφείς το αληθεύειν της ζωής τροφοδοτούσε το είναι της γραφής, σήμερα τόσο η ζωή όσο και η γραφή ψευτίζουν κάτω από το βάρος μιας αμετάκλητης αντιηρωικής βιαιότητας. Την συγγραφική αυτή σκόπελο της σημερινής πραγματικότητας ο συγγραφέας Φάνης Μούλιος, αποφεύγει με επιτυχία. Η ποιητική ρευστότητα που υγραίνει την αφηγηματική του τέχνη είναι κάτι που σπανίζει στις μέρες μας. Ο καταναλωτικός ντετερμινισμός των ηρώων της σύγχρονης κοινωνίας διαβρώνεται από μια «ψυχική αιτιότητα» που εισάγει στα έργα του ο δημιουργός. Οι ήρωές του εμπιστεύονται με πάθος ο ένας τον άλλον, υπολογίζουν στη συμπαράστασή του άλλου, απαιτούν από τον άλλον τόση ευαισθησία όση απαιτούν από τον ίδιο τους τον εαυτό. Η καθησυχασμένη συνείδηση του αναγνώστη καρπίζει καθώς συμμετέχει στις αντιξοότητες των σχέσεων των διαφόρων προσώπων και διαποτίζεται από μια ευαισθησία διαφορετική από αυτήν που του αντιπροτείνει η σύγχρονη ζωή. Ο συγγραφέας εκθέτει αναγκάζοντας τον αναγνώστη να εκτεθεί. Η γραφή του Πειραιώτη μυθιστοριογράφου αναζητά την τελειότητα μέσα από ποιητικούς δρόμους ευαισθησίας και μας προτείνει ένα όραμα ανθρώπινων σχέσεων που κατορθώνει να μετασχηματίσει το πραγματικό και επιτρέπει την κατάκτηση του πραγματικού πέρα από τα φαινόμενα. Πέρα από την παγερή αμορφία του «έχειν» της ίδιας της ζωής, σ’ ένα «είναι» όλο φαντασία και ποίηση, δηλαδή μια ζωή έμψυχη, όπως την προτείνει η Τέχνη, η μόνη έμψυχος αθανασία του παρόντος βίου μας.
ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΜΠΑΛΟΥΡΔΟΣ,
εφημερίδα, «Η Φωνή του Πειραιώς» αριθμός 15.368/ Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 1997,
σελίδα 5,6. (Πειραιάς Κυριακή, 20 Οκτωβρίου 2013).
ΦΑΝΗΣ ΜΟΥΛΙΟΣ
Ηπειρώτικη είναι η καταγωγή και του συναδέλφου Φάνη Μούλιου (1937-) που γεννήθηκε στη Λίστα Θεσπρωτίας. Ο Μούλιος, δικηγόρος στον Πειραιά από το 1965, περνά στην περιοχή της πεζογραφία μας ορμητικός, ρεαλιστικός, σύγχρονος, για να διαγράψει μια αξιοσημείωτη τροχιά που συνεχίζεται και που την παρουσία του υπογραμμίζει μια ευαισθησία και μια συνέπεια ύφους και ήθους, άξιες απ’ όλους μας να προσεχθούν.
Ο Μούλιος πρωτοπαρουσιάζεται στα γράμματα το 1953 από τις στήλες του περιοδικού «Πειραϊκή Έρευνα», που εκδίδει τότε ο ποιητής Στέλιος Γεράνης. Το πρώτο του όμως πεζογραφικό έργο σε ιδιαίτερο βιβλίο (συλλογή από διηγήματα), τα «Τραγούδια γι’ αγάπη», τυπώνει μόλις το 1970.
Τα «Τραγούδια γι’ αγάπη», που προλογίζει ο Παύλος Κωνσταντινίδης και που υπόσχονται ένα ελπιδοφόρο μέλλον, τα διαδέχεται το 1972 η δεύτερη από επτά νέα διηγήματά του συλλογή «Μορφές» και αμέσως μετά, το 1975, μια Τρίτη, το «Μπούμεραγκ». Εδώ ο συγγραφέας, όπως γράφει και ο κριτικός του Στ. Γεράνης, ξεχωρίζει «για την απλότητα της γραφής του και την παραστατική του δύναμη των εικόνων της σύγχρονης ζωής».
Το «Μπούμεραγκ»-που είναι, μπορούμε να πούμε το καλύτερο απ’ όσα μέχρι τότε μας είχε προσφέρει ο Μούλιος-αποδείχνει ότι ο συγγραφέας κατέχει τον τρόπο να αφηγείται άνετα, να χειρίζεται τον πεζό λόγο με δεξιοτεχνία και να μεταδίνει τη συγκίνηση μ’ ένα τρόπο ξεχωριστό, αποκλειστικά δικό του.
Μετά από το «Μπούμεραγκ» ο Μούλιος μας δίνει μια άλλη συλλογή από πεζογραφήματά του, την «Ενδοσκόπηση», που είναι ταυτόχρονα ένα πρωτότυπο δοκίμιο-όπως λέει ο ίδιος-πάνω στην πόλη. Και ακολουθούν τα διηγήματά του «Χωρίς πρόσωπο» (1977), μια πεζογραφική τριλογία πάνω στην οντολογία της σύγχρονης κοινωνίας (Αποξένωση- Αθλιότητα- Αναζήτηση), πικροί καρποί όλοι της πρόσφατης κοινωνικής του εμπειρίας, η νουβέλα «Το πορτραίτο του κ. Αντουάν» (1979) και λίγο πριν μας δώσει τα πεζογραφήματά του «Οι Ευδαίμονες»-που το 1983 επαινέθηκαν από την «Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών»- μας ξαφνιάζει με τη συλλογή ποιημάτων του «Μετά τη Βροχή» (1981), όπου ο διηγηματογράφος Μούλιος δοκιμάζει τις δυνάμεις του και στην περιοχή της ποίησης.
Τα ποιήματά του, μικρά σε έκταση και ελεύθερα, μεστά όμως από νοήματα και πλούσια σε προσωπικές εμπειρίες του ποιητή, αγγίζουν με λίγες γραμμές αξιοπρόσεχτους στόχους που άλλοι, στη θέση του, δεν θα μπορούσαν να προσεγγίσουν γράφοντας σελίδες ολόκληρες. Ωστόσο ο Μούλιος είναι πρώτα απ’ όλα πεζογράφος και σαν τέτοιος έχει ήδη καθιερωθεί στη συνείδηση όλων μας. Συνεχίζει λοιπόν, την προσφορά του στον πεζό λόγο πρώτα με το έξοχο μυθιστόρημά του «Η Φαμίλια των Λιστινών» (1984)-πού, όπως είναι φυσικό, αποσπά το βραβείο πεζογραφίας του Δήμου Αθηναίων, το 1986-και έπειτα με το μυθιστόρημα του «Οι κληρονόμοι» (1989) που αναφέρεται στις συνέπειες του εμφύλιου και το οποίο, εκτός από τις εγκωμιαστικές κριτικές, που απέσπασε, σημείωσε και εκδοτική επιτυχία, με δύο εκδόσεις.
Με τον Φάνη Μούλιο ολοκληρώνεται η σειρά των λογοτεχνών-δικηγόρων του Συλλόγου μας……………
……Αν η αξία της συμβολής στον πνευματικό-λογοτεχνικό χώρο μιας ομάδας δημιουργών δεν εξαρτάται από το πλήθος των ανθρώπων που καλλιεργούν την ποίηση και γενικότερα τη λογοτεχνία, αλλά από την έκταση, την ποιότητα και το βάρος του έργου που μας δίνουν οι πνευματικοί αυτοί δημιουργοί, τότε αδίσταχτα μπορούμε να πούμε ότι η προσφορά των δικηγόρων-λογοτεχνών του Πειραιά, δεν είναι απλώς ανάλογη προς τον περιορισμένο αριθμό τους αλλά κάτι περισσότερο: Σημαντική.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ- ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ
ΦΑΝΗΣ ΜΟΥΛΙΟΣ,
ΕΠΙ ΣΚΟΠΟΝ.
Στον ηθοποιό και συγγραφέα Μάκη
Πανώριο
Όπου να’ ναι, σε δέκα το πολύ είκοσι λεπτά, με στήνουν στον τοίχο. Δεν ξέρω αν θα ‘χω το θάρρος ν’ αντικρίσω τους ακούσιους δολοφόνους μου μ’ ανοιχτά μάτια. Ίσως αυτό να ‘ναι προτιμότερο, αν θέλετε ηρωϊκότερο έτσι μιας και στην ουσία το μαντήλι, στα μάτια είναι εμπαιγμός. Σου χρυσώνουν το χάπι. Κι εγώ ποτέ μου δεν θα ‘θελα να με περνούν για ηλίθιο γιατί, εκτός των άλλων, τ’ αποτέλεσμα θα ‘ναι το ίδιο. Θα γείρω δεξιά η αριστερά κατά πως θα με πάρει ο θάνατος, κι αναλόγως ποιό ποδάρι θ’ αντέξει γερότερα το ακυβέρνητο κορμί μου. Σκέφτομαι ακόμα πως μ’ ανοιχτά μάτια και με βλέμμα καρφωτό και ίσιο κατά των εκτελεστών μου, ίσως τους λυγίσω κι αστοχήσουν κι αναβληθεί η εκτέλεσή μου και μέχρι το επόμενο στήσιμο ποιός ξέρει κάτι μπορεί να μεσολαβήσει και να τη σκαπουλάρω.
-Όχι, θα τους πω να μου δέσουν τα μάτια και τώρα που το σκέφτομαι το βρίσκω πιο έξυπνο. Με δεμένα τα μάτια γίνεσαι ακόμα πιο ανυπεράσπιστος, μοιάζεις τυφλός. Αυτό σημαίνει πως μειώνεις το απόσπασμα κι έμμεσα αυτούς που σ’ εκτελούν. Σκοτώνουν εκτός των άλλων έναν τυφλό. Σε τυφλώνουν επίτηδες γιατί είναι δειλοί. Και πρέπει να είναι δειλοί γιατί εγώ δεν τους έκανα τίποτα, δεν τους πείραξα, ιδιαίτερα αυτούς που μ’ εκτελούν. Διότι απλώς είχα το θάρρος να είμαι ελεύθερος. Να θέλω να είμαι ελεύθερος. Ν’ αποθέσω την ύπαρξή μου σε μια μόνο λεξούλα: «Ελευθερία» τί κι αν αυτό τους πείραζε;
Όμως δεν ήταν έτσι. Λάθος κατάλαβα ή μάλλον έπρεπε να κατάλαβα λάθος. Κι αυτό είναι έγκλημα, ίσως απ’ τα πιο μεγάλα. Το μεγαλύτερο.
Άρα αυτό που μου ταιριάζει είναι ο τοίχος.
-Προχώρα φίλε κι ακίνητος.
-Άσπα, φύγε από μπρός μου. Δεν είναι ώρα γι’ αστεία. Αισθάνομαι την παρουσία σου καφτή σαν την ανάσα σου. Είσαι μόλις είκοσι χρόνων και τα στήθια σου σκίζουν, λίγο θέλουν να σκίσουν το μακό φανελάκι σου με την επιγραφή UNIVERSITY COLUMBIA. Επί τέλους κατάλαβε τη θέση μου. Δεν παίζουν τώρα. Δεν είναι ώρα. Μου μεγαλώνεις το μαρτύριο… Είσαι πειρασμός, θα με κάνεις να φωνάξω:
-Σταθείτε. Υπογράφω. Είμαι ανόητος. Δεν κατάλαβα καλά. «Η άγαν ελευθερία ούκ έοικε ελευθερία» κύριε ανακριτά. Τώρα το νιώθω, είχατε δίκιο. Άς είναι καλή η Άσπα που με γλύτωσε. Μα τέλος πάντων πως δε σκεφτήκαμε νωρίτερα την Άσπα. Θα ‘χαν όλα τακτοποιθεί…
-Επί σκοπόν. Άρμ. Γεμίσατε, απασφαλίσατε. Πύρ.
-Άσπα φεύγεις, σε χάνω. Πρέπει κι εγώ να το ‘θελα. Ελευθερία αγάπη μου, μόλις που νιώθω την παρουσία σου. Εδώ σιμά στην καρδιά μου. Μια κηλίδα αίματος κι ύστερα τίποτα.
«Ενδοσκόπηση»
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΑΙΜΙΛΙΟΣ
Ο Αιμίλιος ήταν ένας ανήσυχος άνθρωπος. Κάθε τόσο κοιτούσε το ρολόϊ του ή περιέφερε το βλέμμα του φοβισμένα, ιδίως κατά την ώρα της εξόδου του απ’ το κτίριο που εργαζόταν. Έχωνε τότε τα χέρια του στις τσέπες του πανωφοριού του, το χειμώνα, ή έβαζε στο κεφάλι το ψαθάκι του, το καλοκαίρι, και μετά κατέβαινε βιαστικά τα σκαλάκια της εισόδου, ως να ήταν δυνατό κάποιος να τον χτυπήσει στον ώμο με νόημα, εντελώς προστακτικά. Τρέχοντας σχεδόν και σ’ ελάχιστο χρόνο έβγαινε απ’ την πόλη, περπατούσε το χωματόδρομο κι έφτανε ανάμεσα από άγρια γη σ’ ένα πλίνθινο σπίτι. Άνοιγε την πόρτα, έλεγχε το γύρω χώρο μ’ έντρομη προσοχή κι έπειτα χανόταν εντός του κα δεν έβγαινε παρά το πρωί της άλλης μέρας,, επειδή έπρεπε να βρίσκεται έγκαιρα στη δουλειά του. ………………………………………………………………………………….
«Οι ευδαίμονες»
ΕΡΓΟ ΥΠΟΔΟΜΗΣ
Ο πρόεδρος ντελάλησε:
Χωριανοί
ανασκουμπωθείτε.
Ο δρόμος πρέπει να
γίνει.
Είναι θέμα ζωής.
Ένα χρόνο σκάψαμε,
στρώσαμε χαλίκι,
ύστερα πίσσα και άμμο,
κι άμα τελειώσαμε
το χωριό μας άδειασε.
«Μετά τη βροχή»
ΜΟΣΧΟΥ Ι. ΚΕΦΑΛΑ, ΟΙ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ-ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ (Μελέτημα και ανθολόγιο). Έκδοση ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ
ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ. Πρόλογος Παναγ. Παπανικολάου πρόεδρος ΔΣΠ. Πειραιάς 1990,
σελίδες, 17, 49-52 και 97-100.
Η ΒΡΑΒΕΥΣΗ ΤΟΥ Κ. ΦΑΝΗ ΜΟΥΛΙΟΥ
Η «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΕΓΗ» αμέσως μετά την αναγγελία της απονομής του κρατικού βραβείου μυθιστορήματος 1989, έστειλε στον συμπολίτη λογοτέχνη κ. Φάνη Μούλιο, που διακρίνεται επίσης για τη σεμνότητα και το ήθος του, θερμό συγχαρητήριο τηλεγράφημα, υπογραμμίζοντας συγχρόνως ότι η βράβευσή του τιμά όχι μόνο τον ίδιο αλλά-γενικότερα-και τον πνευματικό κόσμο του Πειραιά. Και είναι χαρακτηριστικοί του πνευματικού ήθους του, οι λόγοι του, στην τιμητική εκδήλωση που οργάνωσε το ΠΟΠ-ΚΕ-ΔΗΠ στο Δημοτικό Θέατρο «Ένα βραβείο-είπε εκείνο το βράδυ ο κ. Μούλιος-πέρα από την υποκειμενική αξία που έχει για το συγγραφέα δεν παύει να αντανακλά το άθροισμα μιας συλλογικής πνευματικής ζωής. Δεν είναι κανείς αυτός που είναι, αλλά που γίνεται κιόλας-και γίνεται στο χώρο που ζει κι ανδρώνεται. Και μ’ αυτή την έννοια ομολογώ χάριτες στον Πνευματικό Πειραιά. Απ’ την άλλη μεριά, θέλω να πιστεύω ότι στο μικρό μου έργο σώζονται και προβάλλονται ανθρώπινες αξίες. Αυτές οι αξίες που η απουσία τους καθιστά τη ζωή ενστικτώδη κι ανόητη. Αν κανείς ήθελε να επισημάνει κάτι στους χαλεπούς καιρούς μας και να διαμαρτυρηθεί γι’ αυτό, είναι ο παραμερισμός αυτών των αξιών, κάτω από το ένδυμα και την επισημότητα της αμφίβολης ευημερίας μας».
Περιοδικό
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΕΓΗ, τεύχη 49-50-51/7,
1989-3, 1990, σελίδες 156—157. Στις σελίδες των «Χρονικών».
Με το σημείωμα αυτό στην μνήμη και την παρουσία του Φάνη Μούλιου, ασφαλώς δεν εξάντλησα όλες τις ενδεχόμενες κριτικές και τα σημειώματα που αφορούν το έργο του. Παλαιότερα ο δικηγόρος και συγγραφέας μου είχε δείξει έναν φάκελο με κριτικές και σημειώματα που φύλαγε και αφορούσαν τα βιβλία του, καθώς και προσωπικές επιστολές που του είχαν στείλει άντρες και γυναίκες λογοτέχνες, ιδιαίτερα μετά την βράβευσή του. Προσπάθησα να δώσω ένα γενικό περίγραμμα άμεσων και έμμεσων πληροφοριών για την συγγραφική του παρουσία. Επέλεξα από τις δύο κριτικές που έχω δημοσιεύσει για το έργο του να αντιγράψω την μία. Επίσης, τον Φάνη Μούλιο, συμπεριλαμβάνω και σε σελίδες των βιβλίων μου «Πειραϊκό Πανόραμα»-Πνευματικό και Καλλιτεχνικό Χρονολόγιο του Πειραϊκού χώρου 1784-2005, Πρόλογος Νάσος Βαγενάς-Μιχάλης Γ. Μερακλής, εκδόσεις Τσαμαντάκη, Πειραιάς 2006, καθώς και στην «Βιβλιογραφία για τον Πειραιά» από τις ίδιες εκδόσεις, Πειραιάς 2010. Οφείλουμε να μνημονεύσουμε ότι, σε βιβλία του τελευταίου ιστορικού του Πειραιά Γιάννη Ε. Χατζημανωλάκη αναφέρεται το όνομα του δικηγόρου και συγγραφέα Φάνη Μούλιου. Βλέπε ενδεικτικά: «Το χρονικό μιας πολιτείας» Πειραιάς 1835- 2005, εκδόσεις Πειραιάς 2005, σ. 156, (αναφέρεται το όνομά του στο κεφάλαιο «Το πέρασμα από τον 20ο στον 21ο αιώνα», και «Πειραιάς-Με βλέμμα στον Πολιτισμό» έκδοση Ωδείου Τερψιθέας-Πειραιάς 2018, στην ενότητα «Πνευματικές παρουσίες στα μεταπολεμικά χρόνια» σελ. 42: «και ο Φάνης Μούλιος (1937-) που τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος για το σύνολο του έργου του που διακρίνεται για την αλήθεια και την ανθρωπιά του».
Πρίν κλείσουμε, να συμπληρώσουμε ότι στο σύγχρονο πειραϊκό περιοδικό που εξέδιδε την δεκαετία του 1990 ο Νίκος Χρ. Κουκολιάς, την «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ», τριμηνιαία έκδοση μορφωτικής και κοινωνικής έρευνας, σε αρκετά τεύχη του συναντάμε την παρουσία του Φάνη Μούλιου. Βλέπε ενδεικτικά τα τεύχη: Έτος Δ΄, Νούμερο 12/3, 1993, σ. 40-41, «ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΡΑΝΗΣ», κείμενο για την απώλεια του πειραιώτη ποιητή. 3/2/1993. Νούμερο 13/6,1993, σ. 43-45, «Η ουρά της γάτας», καλογραμμένο σύγχρονο διήγημα. Και, Νούμερο 15/12, 1993, σ. 38-39, το διήγημα «Στα καρνάγια» που είναι αφιερωμένο στην «Λίλα». κ. ά.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 24 Μαρτίου 2021
Εύθυμο υστερόγραφο: «Ελευθερία ή Θάνατος» ανέκραξαν οι ήρωες του 1821. Πανδημία ή Μητσοτάκης κράζουν οι έγκλειστοι σύγχρονοι έλληνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου