Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΕΛΩΔΙΑ ΣΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ

                      ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2017
     Δεν γνωρίζω αν οι σύγχρονοι έλληνες και ελληνίδες και οι οικογένειές τους, αισθάνονται κάτι από την παλαιά μυσταγωγία που νιώθαμε εμείς οι παλαιότεροι-σαν παιδιά-την περίοδο αυτή. Οι θρησκευτικές και εθιμικές πρακτικές των παλαιότερων ελλήνων έχουν αλλάξει, το ίδιο και οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Ήθη και έθιμα, παραδόσεις και οικογενειακές συνήθειες, ατομικές πρακτικές και συλλογικές συμπεριφορές έντονα κοινωνικά χρωματισμένες που προέρχονταν από τα βάθη της ελληνικής ιστορίας και παράδοσης, θρησκευτικές ενσαρκώσεις βιωμάτων ζωής ζώσας, έχουν χαθεί ή έχουν αλλοιωθεί δραματικά καταλυτικά και αμετάκλητα. Παραμένει κυρίως, το φολκλορικό τους κουκούλι, η από τηλεοπτική παρότρυνση θεαματικών μαζικών φιλανθρωπικών ενεργειών, ιλουστρασιόν κινήσεων χριστιανικής συμπαράστασης, που καλύπτουν μόνο τις ψυχολογικές ανάγκες όλων μας, πιστών και απίστων, ημεδαπών και αλλοδαπών στην καλπάζουσα των ημερών καταναλωτική μας αγοραστική μανία και μαζική αποδοχή καλών πράξεων όπως το επιβάλει το πνεύμα των ημερών και ο δέκατος τρίτος μισθός. Άτομα φιλάνθρωπα πάντα χαμογελαστά, καλοντυμένα και περιποιημένα, με το κομοδινή μαλλί ή περμανάντ,  που συνωστίζονται μπροστά στις κάμερες για να τους δουν οι διπλανοί τους και να περάσουν το μήνυμα το πόσο χαρούμενα νιώθουν με τις ενέργειες αυτές που ταιριάζουν απόλυτα με την χριστιανική μας παράδοση. Οι πόλεις στολίζονται με γιρλάντες και χρωματιστά λαμπιόνια, έλατα κόβονται για να αποτελέσουν το χριστουγεννιάτικο ντεκόρ δίπλα στο τζάκι, κινέζικα πολύχρωμα φωτάκια αγοράζονται για να τυλίξουν μαζί με γιρλάντες το σπίτι, η εθνική μας κυβέρνηση μοιράζει επιδόματα αλληλεγγύης σε ευπαθείς ομάδες, οι χορωδίες προετοιμάζονται για να ψάλλουν τα κάλαντα στην πολιτική ηγεσία, οι θρησκευτικοί ηγέτες ανοίγουν εκκλησιαστικούς τσελεμεντέδες για να δανειστούν στοιχεία για τον χριστουγεννιάτικο λόγο τους προς τον πιστό απανταχού της γης λαό, οι εφημερίδες είναι φορτωμένες με γιορτινά φυλλάδια και ογκώδη περιοδικά με προϊόντα που ξεσηκώνουν την αγοραστική σου μανία,  και ο τιμημένος, άχ! αυτός ο τιμημένος και εν πλήρη αδιαφορία λαός, αγοράζει τον Καζαμία της επομένης χρονιάς και τον Αστρολόγο του τελευταίου μήνα για να μάθει πως θα πάνε τα πράγματα της ζωής του την επομένη χρονιά, στον ερωτικό, οικονομικό και επαγγελματικό τομέα. Τώρα που οι τρείς μάγοι της ανατολής έχασαν τον δρόμο τους και τραβούν για άλλους γαλαξίες. Ο δε στρουμπουλός-σαν κρασοκανάτας γέροντας-άγιος Βασίλης, ξεσκονίζει την ερμίνα του, βάφει τις μπότες του και ετοιμάζεται για τα μπάνια του στην Λαπωνία, μια και φοβάται ότι θα λιώσουν οι πάγοι και δεν θα μπορεί να ταξιδεύει πλέον εύκολα. Τα νεαρά κοριτσόπουλα φορούν το κόκκινο σκουφάκι με τα κέρατα του τάρανδου στην κεφαλή τους-ίσως γιατί ασυναίσθητα διαισθάνονται τι τα περιμένει μετά τον γάμο τους-τραγουδώντας τα Χριστουγεννιάτικα τραγούδια των ελλήνων τραγουδιστών. Τα νεαρά ζοχαδιασμένα ελληνόπουλα-μια και δεν τους έκατσε η γκόμενα, ή έχασε η ομάδα τους-τραγουδούν τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια του Τζωρτζ Μάικλ, σε άπταιστα αγγλοελληνικά παρακαλώ, σκυφτά και κυρτά πάνω στις ταμπλέτες τους, στέλνοντας  χριστουγεννιάτικα μηνύματα στο κινητό τους, παροτρύνοντας τα τυχερά φιλικά τους και συγγενικά πρόσωπα που θα περάσουν τις άγιες και φιλάνθρωπες αυτές ημέρες που γεννήθηκε ο χριστούλης, στο εξωτερικό, ιδιαίτερα σε μεγάλες και πλούσιες δυτικοευρωπαϊκές πρωτεύουσες, να μην λησμονήσουν να επισκεφτούν και τα καζίνα τους για να δοκιμάσουν την τύχη τους. Οι υπόλοιποι, που θα μείνουν εκτός των καταναλωτικών τειχών της εσπερίας λόγω οικονομικής κρίσης και ισχνού κυβερνητικού βοηθήματος, με τα ρούχα σε προσφορά και τα ηλεκτρονικά μαραφέτια, τα παπούτσια και τα διάφορα παιχνίδια που αγόρασαν την καταραμένη black Friday,-τι καταναλωτική επιδρομή και αυτή, ούτε οι σειρήνες του πολέμου να ηχούσαν πανηγυρικά-κλείνουν τραπέζι στις νέες πίστες, έτσι για να τιμήσουν τους παλαιούς βυζαντινούς ψάλτες, που λίαν πρωίαν θα σηκωθούν για να ψάλλουν τα τροπάρια του Ρωμανού του Μελωδού.
     Η σημερινή ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων δεν θυμίζει σχεδόν τίποτα από αυτήν των παλαιότερων χρόνων. Που οι οικογενειακές εστίες μύριζαν φοινίκια και μελομακάρονα που έφτιαχναν μόνες τους οι γυναίκες στο σπίτι. Και που το γιορτινό τραπέζι ήταν μια μικρή πνευματική και γευστική παννυχίδα. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο στολίζονταν με την απαραίτητη συμβολική φάτνη στην βάση του, τον σταυρό στην κορυφή του και το βαμβάκι χιόνι που σκέπαζε τα μικρά παιχνίδια και τις πολύχρωμες μπάλες. Τα τζάμια των παραθύρων ήταν γεμάτα χρυσόσκονη και μικρές ζωγραφιές με αγγελάκια. Τα παιδιά νήστευαν για να κοινωνήσουν, και έτσι η λαιμαργία μας για γλυκά ήταν μεγαλύτερη, που φυλάσσονταν σε μέρος δροσερό, αλλά ευωδίαζαν τα άτιμα. Τα τσουρέκια κοτσίδα μοσχομύριζαν και τα καρύδια που τα στόλιζαν ήταν σκέτη γλύκα. Γενική πάστρα έκανε η νοικοκυρά στο σπίτι. Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι στολίζονταν με δαντελωτό τραπεζομάντηλο και λευκές με σχέδια κεντημένες πετσέτες. Το καλό σερβίτσιο είχε πλυθεί και στεγνωμένο ανέμενε να στρωθεί στο οικογενειακό τραπέζι. Όσοι άντεχαν σηκωνόντουσαν κατά τις πέντε το πρωί και αγουροξυπνημένοι πήγαιναν στην εκκλησία να απολαύσουν τις καταπληκτικές βυζαντινές ψαλμωδίες και να σιγομουρμουρίσουν τα εξαίσια κοντάκια και τους άλλους ύμνους. Με το χαρτζιλίκι που οι μικροί μπόμπιρες είχαν μαζέψει από τα κάλαντα που είχαν τραγουδήσει στην γειτονιά και τους διάφορους συγγενείς, κρατώντας το μεταλλικό τριγωνικό καμπανάκι, αγόραζαν μικρά δώρα για τα συγγενικά τους πρόσωπα και τους ίδιους.
     Η μυσταγωγία των Χριστουγέννων δεν προέρχονταν από το καταναλωτικό ξεφάντωμα των ημερών, αλλά από την αναμονή της εορτής, τις διάφορες προετοιμασίες για αυτήν και την συμμετοχή στα εκκλησιαστικά και εθιμικά δρώμενα. Η Βυζαντινή χριστουγεννιάτικη μελουργία που ακούγονταν μέσα στις εκκλησίες και από τα μικρά ραδιόφωνα, η συμμετοχή μας σε αυτή έστω και αν δεν κατανοούσαμε το βάθος των λόγων των ύμνων, το μυστήριο της ενσάρκωσης που αναγιγνώσκονταν με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια και συνοδευτικά διάφορα μουσικά μέλη, μας μέθαγε με αγαλλίαση και γέμιζε τις παιδικές ψυχές μας με χαρά και ικανοποίηση. Η υποδειγματική μουσική απόδοση των ύμνων πολλών ψαλτών χωρίς μικρόφωνο, ο καθαρός λόγος των ιερέων, οι ρυθμικοί αναβαθμοί που σιγοψιθύριζαν από κάτω οι παρευρισκόμενοι, τα δοξαστικά άσματα, το λιβάνι που σκέπαζε το χώρο και τους ανθρώπους, τα πρόσωπα της θείας χαράς που σε κοίταζαν με χαροποιό διάθεση από το τέμπλο, τους τείχους και τις βυζαντινές εικόνες, και που, με τον τρόπο τους, σε ευχαριστούσαν εκείνα για την χαρά που τους έδωσες παρευρισκόμενος στην θεία λειτουργία της ημέρας αυτής, και όχι εσύ, ήταν νομίζω κάτι το ανεπανάληπτο. Ή τουλάχιστον έτσι φάνταζε στα δικά μας μάτια και παιδική φαντασία, που τροφοδότησε τις μεταγενέστερες του βίου μας μνήμες. Ίσως με έναν άλλον τρόπο, τον δικό τους, να ζουν και οι σημερινοί άνθρωποι, ίσως όχι, όμως αυτή η καταναλωτική μανία που προέρχεται από όλους και αγγίζει όλους μας, σίγουρα σκιάζει και το πνεύμα και την πνευματική ανάταση των ημερών.
Η  ειδωλολατρική αυτή κατανάλωση των ημερών προς τα πάντα, ο άκριτος μιμητισμός της ασυλλόγιστης διασκέδασης δεν οφείλεται ασφαλώς ούτε στους καλικάντζαρους ούτε στην αλλαγή των οικονομικών συνθηκών της ζωής μας, οφείλεται μάλλον στην αδιαφορία μας απέναντι στα ουσιαστικά της ζωής. Το καταναλωτικό παρόν πρυτανεύει όλων των άλλων ενεργειών μας και επιλογών μας.
 Ή αυτοί είναι οι νέοι καιροί που ζούμε, ή εμείς μεγαλώσαμε και η σύγχρονη ιστορία καλπάζει χωρίς εμάς και τις όποιες αξίες μας. Το μόνο που μπορεί κανείς να βεβαιώσει είναι ότι, οι παλαιότερες γενιές στηρίζονταν σε άλλες πνευματικές και υλικές βάσεις.
     Μέσα σε αυτό το πνεύμα των ημερών, ξαναδιαβάζω τους ύμνους του Ρωμανού του Μελωδού, και μέσα στις σελίδες ενός τόμου του, βρήκα φατνίζεται ένα μικρό άρθρο του κυρίου Τάκη Γεωργίου,  με τίτλο Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΕΛΩΔΙΑ ΣΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ που δημοσιεύτηκε στον ετήσιο τόμο του περιοδικού ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ, τόμος 32/1975, σελίδες 297-298. Αγαπώντας την βυζαντινή και την δημοτική μουσική μεταφέρω το μικρό αυτό άρθρο που μου άρεσε. Ο κύριος Τάκης Γεωργίου φαίνεται να είναι γνώστης του θέματος, όσον αφορά την Βυζαντινή μουσική και ψαλμωδία γιατί και στον τόμο του περιοδικού 36 το 1979, σ.392-, ασχολείται και πάλι με την Βυζαντινή μελουργία.
Ακούγοντας Χριστουγεννιάτικα Ορατόρια στο ραδιόφωνο από το Τρίτο Πρόγραμμα που ίδρυσε ο Μελωδός των Ονείρων μας Μάνος Χατζιδάκις, αντιγράφω το κείμενο.
Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΕΛΩΔΙΑ ΣΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ
     Τα στοιχεία που μαρτυρούν για το πνευματικό επίπεδο, την εθνολογική ενότητα και το «ήθος» του ελληνικού λαού, βρίσκουν την φυσιολογικώτερη έκφανσή τους στη γλαφυρότητα του χώρου της λαογραφίας.
     Χαρακτηριστικά δείγματα από την πεμπτουσία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς της Μεσαιωνικής Ελλάδας συναντά κανείς σε κάποιες λαϊκές ζωγραφικές παραστάσεις, στην πυκνότητα ενός δημοτικού ποιητικού στίχου, ή στην αδρότητα μιας εκκλησιαστικής ή «κοσμικής» μελωδίας. Πολλές από αυτές τις παραδοσιακές μελωδίες όπως τραγουδιώνται ομαδικά, μας θυμίζουν τα χορικά της αρχαίας τραγωδίας, όπως και την από χορού εκτέλεση των βυζαντινών εκκλησιαστικών ύμνων.
     Μέσα στο περιβάλλον του Βυζαντινού πολιτισμού, η ίδια αυτή μορφή της ομόφωνης μουσικής εκτελέσεως μεταφυτεύεται στο έφορο έδαφος της λαογραφίας και, διατηρώντας ακέραια τα πανάρχαια μουσικά κεκτημένα, γίνεται κι αυτή παράδοση. Μια παράδοση που δεν αρκείται απλώς στη διατήρηση της ομοφωνίας κατά την εκτέλεση των λαϊκών μελωδημάτων, αλλά γίνεται και φορεύς πλήθους μουσικών «συστατικών» της βυζαντινής εκκλησιαστικής μελουργίας.
      Ένα αξιόλογο ποσοστό από τα βυζαντινά αυτά μουσικά στοιχεία διατηρείται μέχρι σήμερα σε μερικές από τις μελωδίες των ελληνικών καλάντων. Με τα ευχετικά και εγκωμιαστικά αυτά τραγούδια-τα «αγυρτικά»των Βυζαντινών
-, την παραμονή των Χριστουγέννων, του Αγίου Βασιλείου, των Θεοφανείων ή των Βαϊων, οι δροσερές φωνές των παιδιών μας πληροφορούν «εν χορώ» για τα το εορταζόμενο θρησκευτικό γεγονός, χωρίς οι μικροί τραγουδιστές να υποπτεύωνται ότι και πριν από είκοσι και πλέον αιώνες, στην ίδια αυτή χώρα, άλλα παιδιά γύριζαν και τότε από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας την ε ι ρ ε σ ι ώ ν η. (1)
     Μια από τις μελωδικές μορφές των ελληνικών καλάντων απαντάται στο βυζαντινό Κοντάκιο των Χριστουγέννων «Η Παρθένος σήμερον». Το μελικό διάγραμμα που αποτελεί την εναρκτήρια μουσική πρόταση αυτού του ύμνου του «Μελωδού» Ρωμανού (Στ΄ αιων.) (2) συμπίπτει απολύτως με μια από τις παλαιότερες μελωδίες των χριστουγεννιάτικων καλάντων, που τραγουδιέται μέχρι σήμερα σε πολλές περιοχές της Ελλάδος. «Καλήν εσπέραν άρχοντες…»
Ένα επιπλέον ιστορικού χαρακτήρος, στοιχείο που μπορεί να να θεωρηθή ως μαρτυρία για την παλαιότατη προέλευση αυτών των καλάντων, είναι ότι αυτά τραγουδιώνται στην ελληνική επαρχία όχι μόνο τα Χριστούγεννα, αλλά και τα Θεοφάνεια: Η εκ περιτροπής χρησιμοποίηση των λέξεων «Γέννησιν» και «Βάπτισιν» αφορά ενδεχομένως στα ιστορικά δεδομένα ότι οι δύο μεγάλες αυτές δεσποτικές εορτές συνεορτάζοντο στην αρχαία Εκκλησία στις 8 Ιανουαρίου (3)
     Στα κάλαντα των Θεοφανείων απαντάται και μια δεύτερη βυζαντινή μελωδία, χρονολογικώς μεταγενέστερη από την πρώτη-όπως μαρτυρούν τα μορφολογικά της στοιχεία. Εδώ το μελωδικό διάγραμμα συγκροτείται από «συστατικά» που απαντώνται συγχρόνως σε δυό ή τρείς ομοειδείς Ήχους της εκκλησιαστικής μουσικής μας παραδόσεως-ομοειδείς υπό την έννοια ότι εντάσσονται σε κοινή μείζονος χαρακτήρος, μουσική κλίμακα. «Σήμερα τα Φώτα κι ο φωτισμός…».
Στο ίδιο τεχνολογικό πλαίσιο που τοποθετείται η παραπάνω μελωδία, εντάσσεται και η ακόλουθη-χριστουγεννιάτικη αυτή τη φορά. «Χριστούγεννα, πρωτούγεννα…»
     Το μελωδικό υλικό που διατηρείται στη μουσική μας λαογραφία, εκπροσωπεί μια από τις ποικίλες φάσεις από τις οποίες πέρασε η Ελληνική Μουσική κατά τη μακραίωνη ιστορική πορεία της. Το υλικό αυτό συναποτελούν, επομένως, μουσικά στοιχεία πανάρχαιας κατασκευής, που έπειτα από επεξεργασία και διακλάδωση χιλιετηρίδων- ασίγαστη φωνή της αιώνιας Ελλάδας-εξακολουθούν να ζουν στα βάθη της ελληνικής ψυχής, στα κύτταρα της φυλής μας.
Τάκης Γεωργίου, περιοδικό Φιλολογική Πρωτοχρονιά τόμος 32/1975, σ.297-298.
1.Ειρεσιώνη-σύμβολο της ευφορίας-ήταν αφιερωμένη στην Αθηνά, τον Απόλλωνα και τις Ώρες.
2.Η μελωδική μορφή του Κοντακίου του Ρωμανού εμφανίζει σημεία μορφολογικής επαφής με τον ύμνο (του Αμβρόσιου Μεδιολάνων) της Λατινικής Εκκλησίας “Te Deum Landamus” (4ος αιώνας)
3.βλέπε Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια έκδοση Αθανάσιου Μαρτίνου τόμος Στ στήλες 360-363, λήμμα Ιωάννη Φουντούλη.
--
     Αρχετυπικές μορφές τα πρόσωπα των Χριστουγέννων, ο Χριστός, η Μαριάμ, ο Ιωσήφ, οι τρείς Μάγοι, οι Άγγελοι, ο Ηρώδης, αλλά και οι βοσκοί, τα ζώα στην φάτνη, έχουν όλα την ίδια βαρύνουσα σημασία μέσα στις συνειδήσεις και τις ψυχές των πιστών. Παράλληλα την ίδια σημασία είχε μέσα στις λαϊκές συνειδήσεις και ο Άγιος Βασίλειος ο Έλληνας, καθώς και η Βάπτιση του Ιησού από τον πρόδρομο Ιωάννη στον Ιορδάνη ποταμό. Απλοί άνθρωποι και λαϊκοί ραψωδοί, εκκλησιαστικοί συγγραφείς με προεξάρχοντα τον Ρωμανό τον Μελωδό, σύγχρονοι και παλαιότεροι ποιητές, επώνυμοι καλλιτέχνες απεικόνισαν την θεία γέννηση με ποικίλους τρόπους μέσα στα έργα τους. Συγγραφείς, ποιητές, εικαστικοί, λαϊκοί ζωγράφοι, μουσικοί, αρχιτέκτονες, μικρού και μεγάλου διαμετρήματος δημιουργοί εμπνεύστηκαν από τις σκηνές της θείας γέννησης. Τα επεισόδια της χαρμόσυνης αυτής τελετουργίας επηρέασαν περισσότερο τους καλλιτέχνες του δυτικού καθολικού κόσμου σε σχέση με τους δημιουργούς και τους καλλιτέχνες της ανατολικής ορθόδοξης επικράτειας που το θεολογικό βάρος έπεσε περισσότερο στα δρώμενα και τα πρόσωπα της Μεγάλης Εβδομάδας. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τα πρόσωπα παρέμειναν ζωντανά στις ψυχές των ανθρώπων και σημάδεψαν και εξακολουθούν να σημαδεύουν θετικά και ελπιδοφόρα τις ψυχές των πιστών ανθρώπων εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια. Η Τέχνη, σε όλες της τις μορφές και τις εκφάνσεις έπαιξε εποικοδομητικό ρόλο στην διατήρηση της πίστης των ανθρώπων. Η Χριστιανική Τέχνη διατηρεί την αυθεντικότητα της πίστης χωρίς απαγορευτικά όρια. Από τον Διονύσιο τον εκ Φουρνά μέχρι τους σύγχρονους αγιορείτες αγιογράφους και από τους λαϊκούς ανώνυμους υμνωδούς έως τον κυρ Φώτη Κόντογλου η γραμμή της παράδοσης είναι ενιαία μέχρι των ημερών μας.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, 18/12/2017.               

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

ΟΥΡΑΝΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟ

ΦΕΡΕΫΝΤΟΥΝ ΦΑΡΙΑΝΤ

Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟ
Πρόλογος: Γιάννης Ρίτσος
Εκδόσεις «ΓΝΩΣΗ» Άνοιξη 1995, Ξένη Ποίηση 15,
σ. 56, δρχ. 1560
Στην 8η σελίδα σχέδιο του Γιάννη Ρίτσου από το προσωπικό αρχείο του Φερ. Φεριάντ. Τα καλλιγραφικά ποιήματα είναι του Πέρση καλλιγράφου Hamid Esteghamati (Χαμίντ Εστεγάματι).
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΦΑΡΙΑΝΤ
    Πριν από λίγο καιρό, ο Πέρσης ποιητής Φερεϋντούν Φαριάντ, μου έφερε την τελευταία του ποιητική συλλογή (ανέκδοτη ακόμη), με τον τίτλο «Ουρανός χωρίς διαβατήριο», μεταφρασμένη απ’ τον ίδιον στα ελληνικά. Έμεινα έκπληκτος. Κάτω απ’ την αδέξια μετάφραση διέκρινα ένα εξαιρετικό ταλέντο. Μια ποίηση πυκνή, επιγραμματική, που, ασφαλώς, έχει δεχτεί την επίδραση της μεγάλης αρχαίας περσικής ποίησης, αλλά ταυτόχρονα, και την επίδραση των σύγχρονων αισθητικών ρευμάτων.
     Κύριο γνώρισμα αυτών των ποιημάτων είναι η απλότητα, η ακρίβεια, η καθαρότητα, χωρίς περιττά στολίδια, χωρίς διακοσμητικά στοιχεία κι εύκολους λυρισμούς. Ωστόσο, μέσα σ’ αυτή την απλότητα, ξαφνικά παρεμβαίνει ένας στίχος παράδοξος, ένας στίχος εντελώς απροσδόκητος-κι αυτός ακριβώς ο στίχος δίνει μια νέα διάσταση σε όλο το ποίημα, φωτίζει μ’ ένα νέο φωτισμό κάθε λέξη του ποιήματος, μεγεθύνοντας την αισθητική του σημασία και αξία. Μια ποίηση αληθινά αξιοθαύμαστη.
                                     Γιάννης Ρίτσος
Αθήνα, Σεπτέμβρης 1989
1
Φύτεψα λέξεις στο χαρτί.
Φύτρωσε ένα δέντρο με πλατιά φύλλα.
2
Τρία δέντρα, δύο άσπρα κουνέλια,
 μια άδεια καρέκλα.
Εγώ λείπω.
4
Φυλακισμένα ποιήματα χρόνια και χρόνια.
Οι λέξεις αιωρούνται σαν ανεκπλήρωτες επιθυμίες.
Περιμένουν.
5
Καλύπτω τις τρύπες
με φεγγάρι, με ποιήματα
ή με τα φιλιά σου.
6
Περνώντας από μια νύχτα στην άλλη
έχασα τη λάμπα μου.
7
Σκοτωμένοι, σκοτωμένοι, κι άλλοι κι άλλοι.
Ουρανός πώς να βγάλει τα μαύρα του-
8
Η μοναξιά μ’ έφερε κοντά στα πουλιά.
Μ’ έμαθε να πετάω.
10
Πόλεμοι, χρόνια, σκοτωμένοι.
Περισσότερο γερνάνε οι μητέρες.
11
Τα δέντρα στον ουρανό.
Ο ήλιος στη γη.
Ασκούμαι στην ποίηση.
13
Στον μαυροπίνακα της νύχτας
μ’ ένα κομμάτι κιμωλία γράψε:
φως, φως, φως.
Ποιητής είσαι.
15
Ρολόι του ηλιοτρόπιου
στο χέρι του καλοκαιριού.
Δώδεκα η ώρα μεσημέρι
των πουλιών.
16
Μάταιο γαλάζιο,
μάταιη αναμονή,
πολλές πέτρες.
Τα φιλιά μας γεράσανε.
17
Αποταμίευσε το φως,
έχεις μπροστά σου πολλούς δρόμους,
πολλές νύχτες.
18
Κοιτάζομαι στον καθρέφτη.
Εσένα βλέπω.
Εσύ με βλέπεις;
19
Εγώ γράφω.
Η μικρή αδελφή μου
κεντάει πεταλούδες
στα περιθώρια του ποιήματός μου.
22
Ερειπωμένος κόσμος,
καμένη ιστορία,
αρχεία πεταμένα στους δρόμους
χωρίς άλογο, χωρίς τροχό, χωρίς σημαία.
Κι ένα κοτσύφι
μάταια προσπαθεί
να θυμηθεί το τραγούδι του.
23
Επαναστάσεις, πόλεμοι, πραξικοπήματα,
και πάλι, και πάλι, και πάλι.
Κι ένας τυφλός ζητιάνος
μ’ ένα κλουβί πουλιού στο χέρι
περνάει χτυπώντας το ραβδί του
στο σκοτεινό δρόμο.
24
Του φεγγαριού το καναρίνι
στο κλουβί της βροχής.
25
Τα φιλιά που μού ‘δωσες χτές βράδυ
τα φύτεψα στη γη.
Ένα μεγάλο δέντρο φύτρωσε.
Ανεβαίνω στην κορφή του.
Φτάνω κάπου, που δεν ξέρεις
ούτε εσύ ούτε εγώ.
26
Εγώ και το άγαλμα
δανειζόμαστε τα φτερά του σπουργιτιού
και στον ουρανό του ανεξήγητου
πετάμε.
27
Μαραμένα λουλούδια στο βάζο
Αδιάβαστα βιβλία.
Μισοτελειωμένα ποιήματα.
Έριξαν τα κλειδιά στο πηγάδι.
28
Σκοτάδι.
Σηκώνομαι απ’ την πέτρα,
κόβω απ’ τη λεύκα ένα φύλλο
και σκουπίζω τους καθρέπτες μου.
29
Ξέρεις;
Αυτός που δίνει σήμα
στα καράβια
δεν είναι ο φάρος
αλλά ο φαροφύλακας.
30
Ούτε φεγγάρι ούτε άστρο ούτε τριζόνι.
Κλείσιμο δίχως τοίχους.
Με την αιχμή του μολυβιού μου
ανοίγω μια τρύπα στη νύχτα.
Εκτινάζεται φως.
31
Τη γλώσσα της ποίησης την έμαθα
απ’ τ’ άστρα, απ’ τα πουλιά, απ’ τα φύλλα
κι απ’ τους πλανόδιους τροχιστές.
33
Ο ήλιος φεγγοβολάει σαν πάντα
σκληρός κι αδιάφορος.
Σήμερα σκοτώσαν δώδεκα παλικάρια.
Δώδεκα μαυροφορεμένα χελιδόνια
κάθισαν στα όρθια ντουφέκια τους.
34
Μιλάω στο δέντρο.
Το δέντρο δίνει το μήνυμά του στον ουρανό.
Ο ουρανός γίνεται πιο γαλάζιος.
36
Έρημα σπίτια,
έρημοι δρόμοι,
πολλά πηγάδια,
Εγώ
έπεσα στον ουρανό.
38
Όλα τα δέντρα δικά σας.
Δώστε μου μόνο ένα φύλλο
να βάλω στο πέτο μου
ή στο ποίημά μου.
40
Σε κάθε παύση σκοτεινή,
ανάμεσα στις λέξεις σου,
βάζεις ένα άστρο.
41
Παρέα μου και χαρά μου
τα πρόσωπα, τ’ αστέρια
και τ’ ανοιχτά παράθυρα.
43
Τα κλειδιά,
που είχε η μητέρα κρεμασμένα στη ζώνη της,
ήξεραν τα μυστικά των παιδικών μας χρόνων
και τα κρυφά περάσματα της νύχτας.
44
Αυτό το φως το μυστικό,
το κρυμμένο στις λέξεις,
ένα φεγγάρι στο πηγάδι.
47
Η Παλαιστίνη πολεμάει με πέτρες.
Φωνάζει με πέτρες.
Με πέτρες χτίζει τα όνειρά της
και τα τραγούδια της.
48
Ένας κοκκινολαίμης
άφησε στο παράθυρό μου
τη μικρή φλογέρα του
και χωρίς καμίαν εξήγηση
έφυγε.
49
Το τραγούδι των καναρινιών
σπάζει το κλουβί,
ανοίγει ένα παράθυρο μέσα μου.
Από κει κοιτάζω
τον γαλάζιο ουρανό
και τα μάτια σου.
50
Να μην τελειώσεις το ποίημα.
Όχι.
Ν’ αρχίσεις το αστέρι.
51
Ξένος του γαλάζιου.
Ξένος των νερών.
Στη γη πεσμένα
πέντε μήλα.
Πού να πάω;
52
Κυρά πανάρχαιη Ελλάδα,
κρύψε με κάτω
απ’ τη γαλάζια ποδιά σου.
54
Το παρελθόν
πολύ νωρίς το ξεχάσαμε,
για τούτο χάσαμε
και το παρόν.
Τρία λευκά πουλιά
φτερούγισαν αβέβαια
στο μέλλον.
55
Το φεγγάρι
μια παλιά πληγή
στο στήθος
του πατρικού ουρανού.
57
Μόνος μπροστά στη θάλασσα.
Ένα κύμα μού έφερε
ένα μπουκάλι σφραγισμένο.
Το ανοίγω: Τα φιλιά σου.
58
Δυο πορτοκάλια κι ένα σπαθί.
Καταιγίδα στη στέγη.
Στο κρεβάτι
απόν το σώμα σου.
59
Μέσα στη νύχτα
μια άλλη νύχτα
μ’ ένα φεγγάρι σκοτωμένο
στα γόνατά της.
60
Η μητέρα πέθανε.
Ο πατέρας πέθανε.
Οι ποιητές εξορίστηκαν.
Δε βγαίνουν τα φύλλα των δέντρων,
δε βγαίνουν οι σημαίες,
δε βγαίνει ο ήλιος.
Κι ακόμη περιμένουμε.
61
Τα χρόνια περνούν.
Ο ήλιος, με τον ίδιο ρυθμό,
ανοιγοκλείνει τα παράθυρα.
Παιδιά γεννιούνται.
Οι μέρες κυκλοφορούν με τρίκυκλα.
Γερνάμε.
63
Μάταια προσπαθώ να σκεφτώ ένα αστέρι.
Κλειδωμένες πόρτες. Κλειδωμένοι τοίχοι.
Σ’ έναν τοίχο καρφώνω το ποίημα.
Δεν φωτίζει.
65
Σωπαίνω.
Οι λέξεις μέσα μου αναδύονται.
Ένα χάρτινο πουλί στο τραπέζι
τραγουδάει.
69
Τις λέξεις τις κάνω δικές μου-
ένας κόσμος κλεισμένος κι απέραντος,
σύννεφα, δέντρα, περιστέρια
και αβαρή κλειδιά.
73
Πάνω σ’ έναν πανσέ
έγραψα τ’ όνομά σου.
Μια πεταλούδα κάθισε στα χείλη μου.
74
Καθένας με τα όπλα του
πολεμάει το σκοτάδι.
Εσύ με το ντουφέκι σου,
το άστρο με τις αχτίνες του
κι εγώ με το ποίημα.
75
Ο ρήτορας
μιλούσε σε μιαν αίθουσα
γεμάτη καπνούς.
Όλοι άκουγαν.
Ένα παιδί, πλάι στη μητέρα του,
κοιτούσε απ’ το παράθυρο
έναν γαλάζιο χαρταετό.
77
Πικρή ξενιτιά.
Ούτε γράμμα, ούτε χτύπημα της πόρτας.
Τίποτα.
Ένα σπουργίτι
κάθισε στο παράθυρό μου
μ’ έναν στίχο της Σαπφώς
στο ράμφος του.
78
Τις νύχτες με πανσέληνο
τ’ αγάλματα
κατεβαίνουν απ’ τα βάθρα τους
και πίσω απ’ τα κυπαρίσσια
κάνουν έρωτα.
79
Όλα μου τα ταξίδια εσύ.
Όλες μου οι θάλασσες εσύ.
Όλα μου τα ναυάγια εσύ.
Όταν σε συλλογιέμαι
ένας άνεμος με παίρνει
μαζί με το κρεβάτι μου
χωρίς πυξίδα, χωρίς τιμόνι, χωρίς πανί.
80
Εγώ κοιμάμαι.
Οι λέξεις αγρυπνούν.
Σχηματίζουν στον ύπνο μου
πουλιά και δέντρα.
Ξυπνώ.
Ούτε πουλί ούτε δέντρο.
81
Πατρίδα μου είναι
ένας ουρανός χωρίς διαβατήριο,
χωρίς πύλη.
Μπαίνω απ’ τον αέρα.
     Αθήνα 1988-89
     Τα ποιήματα του πέρση ποιητή Φερεϋντούν Φαριάντ-Ραχιμί γεννημένου στο Χοραμσάρ της Περσίας στις 16 Δεκεμβρίου 1949, τα γνώρισε κατά κάποιον τρόπο θα μπορούσαμε να γράφαμε στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό της ποίησης, ο δάσκαλος ποιητής της Ρωμιοσύνης Γιάννης Ρίτσος, που προλογίζει και την έκδοση. 
Ο πέρσης ποιητής και συγγραφέας παιδικών βιβλίων Φερεϋντούν Φαριάντ που έχει ταξιδέψει στην χώρα μας και έχει κάνει σπουδές στο πανεπιστήμιο Αθηνών, αγαπώντας την χώρα μας και τον πολιτισμό της, εξέδωσε στην Περσία το 1990 μια πολυσέλιδη ανθολογία της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου με τον τίτλο «Το Ημερολόγιο Εξορίας». Για την μετάφρασή του αυτή που ο ίδιος επιμελήθηκε με μεράκι και αγάπη τιμήθηκε το 1991 με το Βραβείο της Εταιρείας Ελλήνων Μεταφραστών Λογοτεχνίας. Εκτός από το ποιητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου, ο Φαριάντ έχει μεταφράσει στα περσικά και ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη, του Νικηφόρου Βρεττάκου, του Τάκη Σινόπουλου, του Τάσου Λειβαδίτη και άλλων ελλήνων δημιουργών.
     Τα μικρά αυτά ποιήματα της παρούσας συλλογής είναι εμπνευσμένα από την παραμονή του Πέρση ποιητή στην Ελλάδα και τα οποία μετέφρασε ο ίδιος στα ελληνικά με επιτυχία. Μια μετάφραση μπορούμε να σημειώσουμε αρκετά ικανοποιητική και ποιητικά λειτουργική, για έναν νέο πρωτοπόρο ποιητή που ανήκει σε μια διαφορετική πολιτιστική παράδοση από την δική μας και κατ’ επέκταση του δυτικού ευρωπαϊκού πολιτισμού. Και μάλιστα, αν αναλογιστούμε τις μεγάλες και πολυσύνθετες ποιητικές φόρμες του έλληνα μέντορά του κατά κάποιον τρόπο, του δικού μας Γιάννη Ρίτσου.
     Την ποίηση του πέρση ποιητή Φερεϋντούν Φαριάντ την διακρίνει μια καθαρότητα, μια αμεσότητα σαν και αυτήν που έχει συνήθως ο ποιητικός λόγος της άπω ανατολής. Είναι μια ποίηση πυκνή, συγκροτημένη γύρω από έναν πυκνό πυρήνα προσωπικής εξομολόγησης, χωρίς τίποτα το διανοουμενίστικο ή το φιλολογικά περιττό, που στηρίζεται κατά κύριο λόγο σε εικόνες παρμένες από το άμεσο και οικείο φυσικό περιβάλλον. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, στον ουράνιο θόλο και την αστρική μαγεία και συμπαντική μαγγανεία που εκπέμπει στις συνειδήσεις των ανθρώπων των χωρών των περιοχών αυτών από τα πανάρχαια χρόνια, που παρατηρούσαν τον αστρικό κόσμο και ερμήνευαν τις συνθήκες και τα όνειρα της ζωής τους. Οι Πέρσες φημίζονταν ως άριστοι αστρονόμοι και αστρολόγοι.
Το ύφος του ποιητή είναι άμεσο και χωρίς σκιές, όπως μας δείχνουν τα μικρά ολιγόστιχα αυτά ποιήματα, ή θα μπορούσαμε να γράφαμε αυτές οι ποιητικές στιγμές, που εμφορούνται από την προφορική γλώσσα. Ο ποιητής εξομολογείται με πυκνό και συνοπτικό λόγο την αίσθηση που αφήνουν μέσα στην συνείδησή του οι φυσικές εικόνες του νύκτιου τοπίου και οι οποίες τον βοηθούν να σπονδυλώσει μια απλή και ουσιαστική φιλοσοφία ζωής. Ή ορμώμενος από διάφορες εικόνες και ξαφνικές εκπλήξεις της όρασής του, οικοδομεί την φιλοσοφία της ζωής του. Η ποίησή του δεν είναι μια ποίηση αριστοκρατική, της ανώτερης τάξης της εποχής του, ή πάλι μια ποίηση που μας περιγράφει στιγμές καθημερινές απλών ανθρώπων των μεγάλων πόλεων, αλλά είναι μια ποίηση που στηρίζεται στα αισθήματα και τα συναισθήματα που γεννά η ύπαιθρος χώρα στα άτομα της υπαίθρου. Ο Φαριάντ, δεν επεξεργάζεται την ποιητική του γλώσσα, ούτε την μεταλλάσσει ώστε να αποκτήσει μια τεχνητή καλλιέπεια για να μας γίνει αρεστή. Η ομορφιά της ποιητικής γλώσσας του πέρση ποιητή βρίσκεται στην πηγαία δήλωση των αισθημάτων που κουβαλά μέσα της και μας γίνονται φανερά μέσω των ωραίων εικόνων της, των μικρών και ξαφνικών στιγμιότυπών της. Σαν να αστράφτουν μικρά φλας μιας φωτογραφικής μηχανής που μας φωτίζουν τον έξω αλλά και με τον μέσα χώρο του ποιητή. Ο κόσμος των ιδεών δεν συναντάται ούτε καν στο περιθώριο της ποίησης του πέρση δημιουργού, τίποτα το σκοτεινό δεν διακρίνουμε στην ποίηση αυτή, τίποτα το παράτολμο, το ακραίο, το ιδιάζον, το ακαταλαβίστικο, το ιδιότροπο που να μας κάνει λόγο για τον κόσμο της ανατολής. Ο Φαριάντ γράφει μέσα σ' ένα συνεχές παραδείσιο περιβάλλον, που η φύση συστενάζει με μια παθητική ένταση που δημιουργεί στον ποιητή και όχι μόνο μια διαρκή ποιητική ευφορία. Μια πνευματική αγαλλίαση και ανακούφιση ενός εσωτερικού λυρισμού που δεν αφήνει την ποιητική αίσθηση να εξατμιστεί. Τίποτα το θρηνώδες δεν συναντάμε στην ποίηση αυτή παρά την βαθιά και ουσιαστική μελαγχολική διάθεση που αποπνέουν ορισμένες από τις ολιγόστιχες αυτές ποιητικές εκλάμψεις. Τα ποιήματα, ακόμα και αυτά που έχουν σαν θέμα τους την πολιτική, όπως αυτό που αναφέρεται στην Παλαιστίνη και τον διαρκή αγώνα των παλαιστινίων για μόνιμη πατρίδα, κουβαλούν μέσα στον πυρήνα τους μια  ισορροπημένη διαμάχη μεταξύ της κοσμικής και της μυστικής πλευράς της φύσης. Αντανακλούν αυτήν την λεπτή χαρά της ζωής και της εσωτερικής του ανθρώπου μόνωσης. Το ίδιο θα μπορούσαμε να εκφράσουμε και για τα ποιήματα εκείνα που φέρουν το βάρος μιας ερωτικής ατμόσφαιρας. Το γυναικείο πρόσωπο δεν δηλώνεται φανερά, αλλά το ίχνος της επιθυμίας του αφήνει τα σημάδια του μέσα στην συνείδηση του άντρα που ονειρεύεται και ποθεί. Αυτή η παθητική-εσωτερική ένταση που ανέφερα παραπάνω είναι που διακρίνει τα ποιήματα του πέρση δημιουργού. Μικρές φωτεινές πινελιές ποιητικής αίσθησης που συναπαρτίζουν ένα ποιητικό παραδείσιο σύμπαν που μας μαγεύει όχι με τον εξωτισμό των εικόνων του που προέρχεται από μια χώρα που γέννησε και εξακολουθεί να γεννά παραμύθια, αλλά από την σπουδαιότητα της πνευματικής γαλήνης που εμπεριέχει.  Μια ποίηση που η ίδια της η ουσία είναι ευυπόληπτη.
     Με την μικρή αυτή ανθολόγηση των ποιημάτων του πέρση ποιητή Φερεϋντουν Φαριάντ, θέλησα να δείξω τα κοινά σημεία της ποιητικής αίσθησης που συναντάμε στο έργο ενός σύγχρονου πέρση ποιητή με βαθιά και μακραίωνη πολιτιστική παράδοση, και την δική μας παράδοσης μέσω της ελληνικής γλώσσας. Ο κόσμος της ανατολής και τα όνειρα που αυτός γεννά στον δυτικό άνθρωπο, πάντοτε ήταν παρόν στην ελληνική ιστορική πραγματικότητα. Οι μεθυστικές νύχτες που μας αφηγείται η Ελληνίδα ποιήτρια Σαπφώ, έρχονται να συναντήσουν τον κόσμο των περσικών νυχτών μιας παραμυθένιας ατμόσφαιρας. Η Σελάνα φωτίζει εξίσου και μεθά τόσο τους πέρσες μάγους όσο και τους έλληνες μάντεις. Ο ποιητικός λόγος στήνει τα δίχτυα του από όπου ανεβαίνουν όλες οι ευαίσθητες υπάρξεις του κόσμου προς τον ουρανό. Είναι η κλίμακα που ενώνει το σπήλαιο με τον παράδεισο.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 15 Δεκεμβρίου 2017.
Καθώς ο κόσμος μας στροβιλίζεται γύρω από χιλιάδες κοινωνικές και θρησκευτικές παραδοξότητες.
Οι Χαλδαϊκοί Χρησμοί της Φάτνης.               

      
  
        
      
 
        


Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

η ταινία Νίκος Καζαντζάκης

                   Η ταινία Νίκος Καζαντζάκης
          Μιλώντας για τον Ρώσικο λαό ο εθνογράφος Hanusch, είχε γράψει: «Ο λαός αυτός έχει το μεγάλο προνόμιο πώς δεν ξόδεψε με λόγια την ψυχή του»
Η κρίση αυτή για τον Ρώσικο λαό αναφέρεται από τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό στο άρθρο του «Η ΡΩΣΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ: ΜΙΑ ΑΠΗΧΗΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ», βλέπε Άγγελος Σικελιανός, ΠΕΖΟΣ ΛΟΓΟΣ, (1945-1951) τόμος Ε΄, εκδόσεις Ίκαρος 1985, σελίδα 100, σε φιλολογική επιμέλεια Γιώργου Π. Σαββίδη.
     Η ρήση αυτή του παλαιού εθνογράφου, θεωρώ ότι ταιριάζει για κάθε λαό-πέρα από τον Ρώσικο-και ισχύει για κάθε ιστορική του ανθρώπου εποχή, μια και ο ανθρώπινος πολιτισμός, τουλάχιστον έτσι όπως τον αναγνωρίζουμε και τον σπουδάζουμε κάθε έθνος ή κράτος ξεχωριστά, βασίζεται στην προφορική και κυρίως γραπτή παράδοσή του. Μια γραπτή παράδοση-ο Λόγος Σαρξ Εγένετο-που ενσαρκώνει μέσα στην ιστορία την κοινή των ανθρώπων μνήμη. Ιστορικοποιεί την κοινή μεταφυσική τους συνείδηση, το κοινό της κοινωνίας όραμα, την απόλυτη ευκταία δικαιοσύνη. Η ανθρώπινη γραφή είναι η επαληθευμένη μέσα στην ιστορία προφητεία της φαντασιακής μας κοινής γλώσσας. Ο γραπτός κοινός μας των παθών ή των ονείρων, των αστοχιών ή οραμάτων, των προφητειών ή των πράξεων μας αναγνωρίσιμος λόγος, προέρχεται από την ανάγκη του ανθρώπου να αποτυπώσει την προσωπική του τρέλα ή μελαγχολία μέσα στον χρόνο. Δηλαδή, την δυσκολία να προσαρμοστεί μέσα στο φυσικό εχθρικό ή μη περιβάλλον που από καθαρή και συμπτωματική τύχη (ή κατ’ άλλους από θεϊκό σχέδιο) έτυχε να ζήσει και να μεγαλουργήσει, να δραστηριοποιηθεί και να οικοδομήσει έργα επιστημονικών μεγαλείων και πολιτισμικών αναφορών. Δυσκολία να ερμηνεύσει τις αρχές και τους κανόνες ενός σύμπαντος που δεν προφταίνει στο πολύ μικρό χρονικό όριο της ζωής του να κατανοήσει. Μπορεί ο Μέγας Ωρολογοποιός-αν υπάρχει-να γνωρίζει το πώς λειτουργεί το συμπαντικό αυτό ρολόι του χρόνου, ο άνθρωπος όμως μόνο ερωτήματα μπορεί να θέσει για το πώς και το γιατί μέσω της κοινής προσωπικής του γλώσσας, και αν σταθεί τυχερός να υποψιαστεί τις ενδεχόμενες πρόσκαιρες απαντήσεις. Αλλά, τα ουσιαστικά και καίρια αυτά διαχρονικά πανανθρώπινα ανοιχτά επαναλαμβανόμενα ερωτήματα μέσα στην ιστορία του πολιτισμού τα έθεσαν ή τα θέτουν είτε οι μεγαλοφυΐες είτε οι σαλοί. Μια και, nullum magnum ingenium fuit sine mixture dementine. Και σίγουρα με τους δύο αυτούς ίσως ταυτόσημους ορισμένες φορές όρους, ενοούμαι τους ποιητές-προφήτες που κατά καιρούς εμφανίστηκαν μέσα στην παγκόσμια ιστορία. Σε αυτούς, μπορούμε να κατατάξουμε τόσο τον ρώσο συγγραφέα Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι όσο και τον έλληνα Νίκο Καζαντζάκη, παρά τις όποιες ενδεχόμενες ενστάσεις μπορούμε να έχουμε για το έργο τους.
«Είσαι κατσίκα, έλεγα συχνά στην ψυχή μου και μάχουμουν να γελάσω, για να μην αρχίσω το θρήνο’ είσαι κατσίκα, κακόμοιρη ψυχή μου’ πεινάς κι αντί να φας κρέας και ψωμί και να πιεις κρασί, παίρνεις μια κόλλα άσπρο χαρτί και γράφεις κρέας, ψωμί, κρασί. Και τρως το χαρτί».
Αυτά μεταξύ πολλών άλλων γράφει ο «τραχύς, λιγομίλητος, λαϊκό σκληρό τσόφλι» Νίκος Καζαντζάκης στην Αναφορά του στον Γκρέκο. Και αν ο φιλόσοφος και θεολόγος Χρίστος Γιανναράς σε κείμενό του έχει γράψει ότι: «είμαστε όλοι εγγονοί του Ντοστογιέφσκι» αν θυμάμαι σωστά, το ίδιο θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ίσως και για τον δικό μας Νίκο Καζαντζάκη. Τον συγγραφέα που του άρεσε να μας θυμίζει τα λόγια ενός αγαπημένου του μυστικού:
«-Εγώ, του αποκρίθηκα(εννοεί τον φίλο του ποιητή Άγγελο Σικελιανό) θυμίζοντάς του ένα λόγο αγαπημένου μυστικού, εγώ ηγούμαι στεφανούσθαι νικώντων άλλων. Το πνεύμα δε λέγεται Εγώ’ λέγεται: Όλοι εμείς».     Διαβάζω τον τελευταίο καιρό το έργο του ρώσου συγγραφέα Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι ιδιαίτερα «Το Ημερολόγιό του», παράλληλα με αυτό του έλληνα Νίκου Καζαντζάκη,-ιδιαίτερα την «Αναφορά στον Γκρέκο»-και αναζητώ σημεία σύγκλισης ύφους, προβληματικής και επεξεργασίας της θεματολογικής τους ύλης, περιεχομένων των μυθιστορηματικών τους συνθέσεων, κοινή διαπραγμάτευση των μεγάλων και πανάρχαιων θεολογικών ερωτημάτων, κοινών οντολογικών στοχασμών, συγκλίνουσας ανθρωπολογίας και μυθιστορηματικής χριστολογίας και τυπολογίας εσωτερικής ταυτότητας ως παγκόσμιου συμβόλου αναφοράς. Αντιμετώπισης του ανθρώπου-μέσα στο έργο τους-ως θεοειδή μονάδα, έμψυχη αγωνιστική παρουσία μέσα στην κονίστρα της φύσης και της κοινωνίας. Αντιμετώπιση της ανθρώπινης παρουσίας μέσα στο έργο τους σαν κηρυγματική πρόκληση μιας θείας της ζωής ιερουργίας, που η ανθρωπότητα σαν σύνολο και ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά οφείλει να ενσωματώσει την αμαρτωλή και αδύναμη έλλογη φύση του στην «ξένην ενθέωσιν». Πλατωνικές επιρροές όσον αφορά την ανθρώπινη ψυχή και τον τελεολογικό της στόχο και σκοπό. Χριστοκεντρικές σωτηριολογικές αναφορές που οικοδομούν τους χαρακτήρες των ηρώων τους. Σύμβολα προερχόμενα από τον κόσμο της παλαιάς διαθήκης ή ρήσεις από την εκκλησιαστική γραμματεία. Παράλληλοι δρόμοι κοινών μεταφυσικών εμπειριών και ίσως, αισθητικών θεωριών. Πολιτικών αναφορών και σχολιασμών, παρόμοιας μυθιστορηματικής τεχνικής και ξεδιπλώματος των μικρών εμβόλιμων αφηγήσεών τους μέσα στο κυρίως θέμα. Με δυο λόγια, το ιδιαίτερο προσωπικό τους βλέμμα, τον καθοριστικό εκείνον τρόπο με τον οποίον παρατηρούν και ερμηνεύουν την εποχή τους και τα ιστορικά γεγονότα της, τους ανθρώπους της. Ένας σλάβος παράλληλα με έναν κρητικό, και το κυριότερο ίσως, τι ζητούν ή περιμένουν από τους συγχρόνους τους, τι πρεσβεύουν για αυτούς, τι επιδιώκουν να τους «διδάξουν» με το συγγραφικό τους έργο και που θα ήθελαν να τους οδηγήσουν μεταφυσικά. Καθημερινούς συνανθρώπους τους που πιστεύουν και ελπίζουν σ’ αυτούς σαν ήρωες ή αθάνατες ψυχές ή τους απορρίπτουν ως λιγόψυχους και μικρούς. 
Η βαθιά πίστη του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και η εξίσου βαθιά πίστη απιστίας του Νίκου Καζαντζάκη, συναντώνται μέσα στην ευρωπαϊκή "ειδωλολατρική" σκέψη της εποχής τους. Και οι δύο θεμελιώνουν την σταυρωμένη αγωνία της ανθρώπινης ψυχής. Και οι δύο ο καθένας με τον τρόπο του και τις ελεγχόμενες ή βασανιστικές του αμφιβολίες προσπαθούν να φέρουν την πνευματική αρμονία στην κλονισμένη εποχή που ζουν πριν και μετά τον μεγάλο πόλεμο. Ο Θεός που πιστεύουν και που προσπαθούν να τον ξαναναστήσουν μέσα στις ψυχές και στις συνειδήσεις των απλών ανθρώπων, στηρίζεται είτε στην άκρα ταπείνωση του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και την πλήρη άφεση στα χέρια του οικουμενικού ιδεότυπου που είναι ο Χριστός, είτε οικοδομείται το πρόσωπό του από τον διαρκή καθημερινό αγώνα του ανθρώπου, και όσο διασώζεται μέσα στην ζωή και την κοινωνία η καθαρότητα του δικού του προσώπου τόσο φωτίζεται και το πρόσωπο Εκείνου, θα επανέλθει εν δόξης μέσα στις ψυχές και τις κοινωνίες των ανθρώπων όχι όμως στον ίδιο ιστορικό περίγυρο. Η περιπέτεια του Μωυσή μας αποκάλυψε κάποτε την αφετηρία της εξουσίας της Παρουσίας του, στους καιρούς μας, οι ποιητές-προφήτες μας εξιστορούν ή μας εξιστόρησαν την περατότητα της ενσάρκωσής του. Η πίστη ή απιστία της ανθρώπινης ψυχής που είναι οι δύο όψεις της αυτής αναζήτησης της στήλης φωτός, βιώνει το εδώ και το τώρα της ανθρώπινης ύπαρξης και όχι το χθες και το αύριο της ανθρώπινης εσχατολογίας.
     Παρακολούθησα σε μεσημεριανή προβολή σε γνωστό πολυκινηματογράφο την κινηματογραφική ταινία «Νίκος Καζαντζάκης» του γνωστού έλληνα σκηνοθέτη κυρίου Γιάννη Σμαραγδή. Δυστυχώς ήταν ότι χειρότερο είχα δει τα τελευταία χρόνια στις κινηματογραφικές αίθουσες. Κακή ταινία, κακές ερμηνείες, παραποίηση της Καζαντζακικής φιλοσοφίας και κοσμοθεωρίας. Ένας Καζαντζάκης κομπλεξικός, χωρίς ταυτότητα, μια διχασμένη προσωπικότητα με φοβερά ανοιχτά παιδικά τραύματα. Ένας ανασφαλής χαρακτήρας φοβισμένος σαν άτομο, άτολμος και δειλός, αφελής και χειραγωγούμενος, που δυναστεύονταν από τα παιδικά του χρόνια από έναν Κρητικό δυνάστη πατέρα-αφέντη, τυραννικό και σκληρό, απάνθρωπο και βίαιο, πολεμιστή χωριάταρο, έναν βάναυσο έλληνα Γιαχβέ της Κρητικής γης. Σίγουρα το άτομο Νίκος Καζαντζάκης είχε και αντιμετώπισε προβλήματα στην ζωή του που μετέφερε μέσα στα έργα του, όμως δεν νομίζω ότι ήταν τόσο, μα τόσο προβληματικό άτομο. Ένα Ι5 άτομο της ζωής, που η μόνη του σωτηρία ήταν η συγγραφική του περιπέτεια. Ένα πρόσωπο που χρειάζονταν διαρκή ψυχιατρική παρακολούθηση. Εκτός και αν εμείς όλοι οι αναγνώστες του, δεν τον κατανοήσαμε σωστά, δεν καταλάβαμε τι κρύβονταν πίσω από αυτή την μεγάλη συγγραφική πηγή που πότισε εδώ και αρκετές δεκαετίες την ελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία. Η μικρή αναγνωστική μου επάρκεια από την ανάγνωση των έργων του, τα μελετήματα που έχω διαβάσει, τις ερωτήσεις που είχα κάνει στον μεταφραστή του Κίμωνα Φράϊερ, τις ελάχιστες ερωτήσεις στην δεύτερη γυναίκα του Ελένη Σαμίου, μου έδωσαν την εντύπωση ότι είχα να κάνω με ένα άτομο ηθικό και ακέραιο, έναν έλληνα που αγαπούσε υπερβολικά την πατρική του γη, που αναζητούσε το άπιαστο και το οραματικό. Έναν δον κιχώτη που δεν έκρυβε μέσα στην ψυχή του ίχνος της ταυτότητας του σάντσο πάντσα.
Ο σκηνοθέτης κύριος Γιάννης Σμαραγδής, που μας έχει δώσει αρκετές ποιοτικές και εμπορικές ταινίες βιογραφώντας πρόσωπα της τέχνης και της ελληνικής ιστορίας, στάθηκε κατά κύριο λόγο στο άτομο Νίκο Καζαντζάκη. Φώτισε υπερβολικά και μάλλον άκριτα τον βίο του στηριζόμενος στα βάναυσα και καθοριστικά κακοτράχαλα παιδικά του χρόνια, της οικογενειακής του ζωής. Όμως ο συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης δεν ήταν μόνο αυτό. Στο έργο  μας παρουσιάζεται σαν ένας ονειροπαρμένος, άβολος χαρακτήρας που δεν γνώριζε που πατά και που βρίσκεται. Οι σχέσεις του με τις γυναίκες δόθηκαν αψυχολόγητα και μάλλον με λανθασμένο τρόπο. Η δε δεύτερη σύζυγός του Ελένη Σαμίου-Καζαντζάκη, δεν ήταν παρά ένας καρικατουρίστικος ρόλος μιας θεραπαινίδας γραμματέως, που έχοντας τελειώσει την Ντιντάκτα γνώριζε καλά και με επιμέλεια δαχτυλογραφούσε τον κύριο συγγραφέα που αγωνίζονταν να ανάψει την πίπα του ως όφειλε η εικόνα του διανοούμενου της εποχής του. Και τι απότομα ξεσπάσματα ήταν αυτά του ψηλόλιγνου νεαρού ανέραστου κατά βάθος ερωτύλου Καζαντζάκη. Τι ψεύτικο αντρικό πάθος, τι ξεγύμνωμα αντρικού χαρακτήρα από την μικρή εβραιοπούλα. Ούτε σαν μελιστάλαχτο ρομάντζο δεν μπορούσε να σταθεί στις μέρες μας. Οι χειρονομίες των ηθοποιών ιδιαίτερα όταν ήταν κοντινά τα πλάνα, έδειχναν την χαλαρότητα της σκηνοθετικής καθοδήγησης. Αψυχολόγητοι χαρακτήρες, δίχως ιστορικό ή μεταφυσικό στίγμα. Ο ρόλος της συζύγου του ήταν τόσο υποτονικός, τόσο σε στιγμές αδιάφορος, που αναρωτιόσουν και τώρα τι θέλει αυτή η γυναίκα σε αυτό το πλάνο, να πει τι, να μας δείξει τι; Ο δε ποιητής Άγγελος Σικελιανός, μπορεί ο ίδιος ο Καζαντζάκης να τον ψέγει με τον τρόπο του ως θεατρίνο λόγω του στόμφου του, όμως δεν είναι αυτός ο Σικελιανός. Το όλο του παρουσιαστικό θύμιζε ας με συγχωρέσουν οι κινηματογραφόφιλοι και μη, κάτι μεταξύ βαμμένου «τρανς» και «ζόμπι» της ημέρας. Απαράδεκτος ρόλος και παρουσίαση όχι μόνο για τον σημαντικότερο ίσως λυρικό ποιητή του μεσοπολέμου, της Μήτηρ Θεού, και άλλων ποιητικών του συνθέσεων, της αναβίωσης των Δελφικών Εορτών μαζί με την Εύα Πάλμερ Σικελιανού, αλλά και της προφητικής επιστολής το «ανοιχτό υπόμνημα στη μεγαλειότητά του» που έστειλε στον τότε Βασιλέα Κωνσταντίνο, ενστερνιζόμενος τον ρόλο του ποιητή-προφήτη, καθώς και άλλων του πεζών κειμένων. Η δε σκηνή που του κουβαλούν τον νεκρό για να τον αναστήσει, ούτε σκηνή με μανάβη να ήταν. Ο δε Ζορμπάς, ήταν τόσο υπερβολικά πομπώδης που κατά κάποιον τρόπο αυτοκαταργούνταν. Παρότι ο γνωστός και αγαπητός ηθοποιός προσπάθησε να δώσει μια άλλη πιο χαρούμενη και ξένοιαστη νότα μέσα στην άσκοπη περιδιάβαση ενός Καζαντζάκη που δεν ήξερες τι ήθελε να μας δηλώσει κάθε στιγμή. Η παρουσία του κυρίου Στέφανου Ληναίου στις τελευταίες του στιγμές του Νίκου Καζαντζάκη, ήταν στιγμές κάπως ξεκάρφωτες μέσα στο χρόνο της εξέλιξης της Καζαντζακικής περιπέτειας. Ορισμένα ωραία πλάνα και εικόνες, δεν αναιρούσαν την σύνολη αρνητική ατμόσφαιρα που άφηνε η ταινία. 
Δεν γνωρίζω αν ο Καζαντζάκης ήταν «νευροπαθής», όπως έχουν γράψει για τον λόρδο Μπάυρον, τον Βάγκνερ, τον Ουγκώ και άλλους μεγάλους της παγκόσμιας τέχνης,-που συνδέουν την τρέλα με την μεγαλοφυΐα, ή ένας κρητικός που δεν κατόρθωσε στην ζωή του να λυτρωθεί από την βαναυσότητα και σκληρή συμπεριφορά του πατέρα του, ενός πατέρα που τον ευνούχισε στην κυριολεξία-αντίθετα από τον ευνουχισμό που συνήθως γνωρίζουμε και προέρχεται από την μητέρα-αλλά η εικόνα που μας δίνει ο σκηνοθέτης είναι τόσο χαλαρή και ασχεδίαστη, που αντί να μας προβληματίσει μας απωθεί. Μια σκηνοθεσία που δεν είχε ούτε αρχή, ούτε μέση, ούτε τέλος στην Καζαντζακική προβληματική του βίου του. Πολύ κακό για το τίποτα.
     Οι σκέψεις αυτές είναι καθαρά προσωπικές και μπορεί γιαυτό να είναι λανθασμένες καθώς ενέχουν το στοιχείο της αναγνωστικής κριτικής του έργου του Νίκου Καζαντζάκη. Της κριτικής του έργου του κυρίως και περισσότερο, παρά της ίδιας του της ζωής. Γνωρίζω πάντως ότι δεν μιλούσε στην σύντροφό του στον ενικό, προσπάθησε μέσω της τέχνης του λόγου να απελευθερωθεί από τα ατομικά του αδιέξοδα, ήταν μεταφυσικά άστεγος με βαθιά όμως πίστη στην ανθρώπινη ψυχή, φιλοδόξησε να «δημιουργήσει» μια νέα θρησκεία, σεβάστηκε τα ιερά σύμβολα της χριστιανικής ορθόδοξης θρησκείας και παράδοσης, ζούσε ασκητικά, κράτησε μέχρι τέλος της ζωής του τον ρόλο του αναμορφωτή δημιουργού, είταν μάλλον ανεξίκακος, και άνθρωπος ταγμένος στην υπηρεσία της τέχνης και του πολιτισμού όπως φαίνεται από το πολύπλευρο έργο του. Πρωτότυπα μυθιστορήματα, μεταφράσεις σημαντικών ευρωπαϊκών έργων, ιστορίες ξένης λογοτεχνίας, παιδικά διηγήματα, θεατρικά έργα, ποιητικό έπος, και μια ογκώδη επιστολογραφία προς τους πάντες.
     Ο Νίκος Καζαντζάκης σαν συγγραφέας, έζησε μάλλον μέσα σε μια ατμόσφαιρα υπερβατική, σε μια μεταφυσική σφαίρα συνεχούς αναζήτησης και πρόβαλε την ανθρώπινη αυτή ανάγκη για μια ελπιδοφόρα ενοποιώ αρχή στην σφαίρα της προσωπικής του αναζήτησης. Δεν φοβήθηκε την λεκτική και συγγραφική κοινοτοπία και κουραστική επανάληψη που συναντάμε μέσα στο έργο του. Δεν φοβήθηκε ούτε την ηδονή της επανάληψης των ερωτημάτων του που συναντάμε μέσα στο έργο του. Το φορτίο του λόγου με αυτό της σιωπής είναι όχι μόνο δυσανάλογο στο έργο του Καζαντζάκη αλλά και αρνητικά ετεροβαρές. Ο συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης με το έργο του περισσότερο δημιούργησε μια θεολογική πυραμίδα για έναν κόσμο που πιστεύει και πρεσβεύει σε έναν Θεό, πατέρα παντοκράτορα και σε έναν κόσμο πιστών που ο ίδιος ο Θεός του είναι η μεταρσιωμένη μορφή της πίστης του. Ο Καζαντζάκης μάλλον λειτουργεί ως αρχαίος Γνωστικός με αυτήν την κάθετη διαφοροποίηση μεταξύ σώματος και ψυχής, φέρει σπέρματα δυαρχίας της εθνικής και μεσογειακής θρησκευτικής παράδοσης.Η μη αποδοχή του σώματος σαν ύλη με την δική της αυτεξουσιότητα και ελευθερία τον οδήγησε σε αυτόν τον βασανιστικό δια βίου ατομικό διχασμό. Αντίθετα ο Ντοστογιέφσκι, αφέθηκε στα χέρια του Χριστού και βρήκε τον στόχο της ύπαρξής του. Η Εν Χριστώ Ζωή μου του Νικόλαου Καβάσιλα που μετέφερε μέσα στα μυθιστορήματα του ο Καζαντζάκης για να επαναφέρει στην κοινωνική και πολιτισμική επικαιρότητα το θεολογικό ταξίδι του Χριστού, δεν ευδοκίμησε. Η αγωνία παρέμεινε αγωνία χωρίς λύτρωση. Ο σύγχρονος κόσμος των ιδεών και των ιδεολογιών που έζησε ο Νίκος Καζαντζάκης, είχε ήδη αρχίσει να υπερασπίζεται τον εαυτό του από τις σκοτεινές εκείνες δυνάμεις που τον επιβουλεύονταν με άλλα μέσα. Πέρα από τις αξίες και τους κανόνες της θρησκείας και της μεταφυσικής. Ο Κόσμος δεν ιερουργούσε με τα ίδια σύμβολα πλέον που είχε διδαχθεί ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Ο Λόγος ως πολύμορφη βία μέσα στην σύγχρονη ιστορία είχε εγκαθιδρύσει το δικό του βασίλειο. Φυσικός αυτουργός στην σύγχρονη σκηνή του κόσμου ήταν πλέον ο ίδιος ο παλαιός κριτής με ανανεωμένη χλαμύδα σωτηρίας. Η παλαιά ασυμφιλίωτη διαμάχη μεταξύ του καλού και του κακού όπως πρωτοειπώθηκε ή πρωτοακούστηκε από τους Χαλδαίους μάγους, είχε επιτευχθεί. Η σύγχρονη ανθρώπινη γλώσσα και ότι μαζί της κουβαλάει είχε πετύχει το στόχο της. Το καλό και το κακό ήταν πλέον οι δύο όψεις του αυτού νομίσματος στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Κάτω από αυτό το σκεπτικό η τέχνη και η λογοτεχνία ειδικότερα ήταν πλέον άχρηστη. Δεν μπορούσε να συνεχίζει να εκφράζει την παμπάλαια ασυμφιλίωτη διαμάχη, δεν γίνονταν πιστευτή. Της απόμεινε ο ρόλος της εικονογράφου των καλών παλαιών στιγμών. Η δε θρησκεία είχε εισέλθει πανηγυρικά στον νέο ιστορικό της ειδωλολατρικό κύκλο της στείρας τυπολατρίας και της ακοινώνητης πίστης.
Αυτό δεν ζούμε στους καιρούς μας;
ΥΓ. Μέσα στην αίθουσα με τα ελάχιστα άτομα που παρακολουθούσαμε την ταινία, υπήρχαν και τέσσερα νεαρής ηλικίας άτομα, που σε όλη την διάρκεια της προβολής έπαιζαν με το κινητό τους. Ενώ καθώς περιμέναμε να κόψουμε το εισιτήριο, έβλεπες μανάδες και οικογένειες να έχουν φορτωμένα καροτσάκια με ποπ κορν και πατατάκια, αναψυκτικά και κόκα κόλες, έτοιμες να εισβάλουν στις αίθουσες μετά των παιδιών τους για να παρακολουθήσουν τις ταινίες της αρεσκείας τους.
Ο Κινηματογράφος για τις μάζες;
Καλά ειδωλολατρικά-όχι Εθνικά-Χριστούγεννα συμπατριώτες μου Χριστιανοί Ορθόδοξοι Έλληνες.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, 10 Δεκεμβρίου 2017