Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020

Η Ποίηση είναι αυτοσκοπός του Λευτέρη Πούλιου


ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΟΥΛΙΟΣ
Η ποίηση είναι αυτοσκοπός
Περιοδικό Το Τέταρτο τχ. 15/7, 1986, σ. 75.
Με τον ποιητή μίλησαν ο Κώστας Κωτούλας και ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου.
     Η ποίηση με ταλαιπώρησε πολύ γιατί ότι  έγραφα  το έζησα έντονα. Πρίν αναγκαστώ τελείως να τα εγκαταλείψω τελείως, μετείχα σε διάφορες εκδηλώσεις: απαγγελίες, ομαδικές εκδόσεις’ εμφανίστηκα στην τηλεόραση, έδωσα μιά συνέντευξη στα «Νέα». Από τη γενιά μου καλές προσπάθειες κάνουν ο Κοντός, ο Στεριάδης, η Νανά Ησαϊα, η Αγγελάκη, ο Δενέγρης, ο Ποταμίτης. Όμως, απ’ όλα αυτά δεν θα μείνει τίποτε. Ο Σινόπουλος, ο Σαχτούρης, ο Αναγνωστάκης άφησαν κάτι’ από τους επόμενους θα χαθούν όλα. Δεν βρέθηκε κάποιος βασικός εκφραστής της γενιάς αυτής. Δεν υπάρχει νέα ποίηση κάτω από τα σαράντα πέντε. Ο πιο μοντέρνος ποιητής εξακολουθεί να παραμένει ο Γκίνσμπεργκ. Άλλωστε, ένα καλό ποιητικό βιβλίο μένει για πάντα. Τα ξένα συγκροτήματα, για παράδειγμα, σήμερα μελοποιούν Μαγιακόφσκι.
    Ο διαχωρισμός μου από τους υπόλοιπους οφείλεται σε τρείς κυρίως κριτικούς. Τον Σαββίδη, τον Μαρωνίτη και τον Σινόπουλο. Σήμερα, διαβάζω Καβάφη και κάπου-κάπου τον Σεφέρη. Δεν μου αρέσει ο Ελύτης ούτε ο Ρίτσος. Από τους ξένους προτιμώ τον Φρανσουά Βιγιόν. Γλώσσες δεν ξέρω. Για να διαβάσει κανείς στο  πρωτότυπο παγκόσμια ποίηση χρειάζεται να ξέρει πολλές γλώσσες. Η μετάφραση είναι ένα μέσον’ βοηθάει: φέρνει πιό κοντά. Ο Πάουντ, ο Νερούντα και ο Γκίνσμπεργκ μου άνοιξαν το δρόμο. Αν δεν τους διάβαζα, μπορεί να μην έγραφα.
     Από τότε που άρχισα να γράφω, ξεκίνησε και η σχιζοφρένεια. Είναι δύο πράγματα που σχετίζονται μεταξύ τους. Την εποχή εκείνη δεν το καταλάβαινα και, πολύ περισσότερο, δεν το περίμενα. Έχω κάνει όρκο να μην ξαναπιάσω μολύβι στα χέρια μου. Όταν γράφω, μπαίνω σε ένα χώρο υπερβατικό: βλέπω οράματα, ακούω φωνές, βλέπω τον κόσμο μετασχηματισμένο’ μυστήρια περίεργα συμβαίνουν.
     Μέχρι και τον περασμένο Οκτώβριο είχα γράψει γύρω στα δέκα νέα ποιήματα. Ήταν η εποχή πού, ταυτοχρόνως, είχα σταματήσει να παίρνω τα χάπια. Έπαθα υποτροπή. Έβλεπα παντού στίχους γραμμένους με το γραφικό μου χαρακτήρα. Αργότερα, είδα και ξαναείδα εκείνα τα ποιήματα κι αποφάσισα να τα πετάξω.
     Ό,τι ήταν να πω έχει ήδη γραφτεί’ από εδώ και στο εξής θα ήταν σαν ένα παιχνίδι με τον εαυτό μου. Όσα ήθελα να πω τα είπα. Και τα είπα με λύσσα και μανία.
     Στην τελευταία συγκεντρωτική έκδοση έχω απολείψει πολλά ποιήματα που δεν λειτουργούσαν. Σχεδόν όλα του πρώτου βιβλίου-μου φαίνονται πρωτόλεια. Δεν μπορώ να αποτιμήσω αυτά που έγραψα. Δεν είναι προϊόντα του συνειδητού. Τα ποιήματα γράφονται με έμπνευση. Βέβαια, το αρχικό γράψιμο είναι μόνον η πρώτη ύλη’ μετά, το δουλεύω ξανά και ξανά-πάνω από δέκα φορές. Θέλω να δω τον τρόπο που λειτουργεί το θέμα, αν οι λέξεις είναι αρμονικές, τί θα πετάξω και τί θα κρατήσω. Όμως, χωρίς την έμπνευση δεν μπορεί να γίνει τίποτε. Η ποίηση είναι ένας σπινθήρας που ανάβει κι ύστερα σβήνει. Αν δεν υπάρχει πάλι αυτό το ράβε-ξήλωνε δεν μπορεί να βγει οτιδήποτε καλό.
     Γράφει εκείνος που θέλει να ξεφύγει, εκείνος πού το ‘χει ανάγκη. Η ποίηση δεν είναι επάγγελμα ούτε χρησιμεύει συγκεκριμένα σε κάτι. Μαθαίνει κανείς μαθηματικά για να ωφεληθεί. Δεν διαβάζει ποίηση για τους ίδιους λόγους. Αλλά και το διάβασμα είναι επικίνδυνο’ σε κάνει αλαφροΐσκιωτο. Ύστερα, κι εκείνος που διαβάζει πρέπει να έχει ταλέντο. Είναι λίγοι αυτοί που διαβάζουν πραγματικά.
     Η ποίηση δεν πρέπει να είναι δούλα σε οποιαδήποτε σκοπιμότητα. Δεν μπορεί να αποτελεί συμπλήρωμα του πολιτικού λόγου ή οποιουδήποτε άλλου σκοπού. Η ποίηση είναι αυτοσκοπός. Όταν φορτώνεται με ξένα μηνύματα (θρησκεία, προπαγάνδα) χάνεται. Άλλωστε, όταν προσαρμόζεται στις μάζες χάνει το βάθος της. Έτσι κι αλλιώς δεν απευθύνεται στους πολλούς. Όταν οι Λαμπράκηδες διάβαζαν την Άρνηση του Σεφέρη, έκαναν μιά πολιτική πράξη, δεν προσχωρούσαν στην ποίηση.
     Βέβαια, τα δημοτικά τραγούδια είναι θαυμάσια πράγματα και σκοπός τους είναι να τραγουδιούνται, όπως των ομηρικών επών να απαγγέλλονται’ έτσι το απαιτούσε η εποχή τους’ μετά ήρθαν τα χρόνια, πού τη θέση του ποιητή- τραγουδιστή κατέλαβαν η μοναξιά και η ανάγκη της επικοινωνίας.
    Ο κόσμος διαβάζει πάντα ποίηση. Αλλά ο πολύς κόσμος δεν πρέπει να διαβάζει. Είναι ανώφελο όταν δεν καταλαβαίνεις. Χρειάζεται να διαβάζεις με την ψυχή. Η ποίηση απευθύνεται σε μιάν ελίτ, όχι κοινωνική ούτε μορφωτική: σε μιά αριστοκρατία της φύσης. Για να διαβάσεις πρέπει να ‘σαι απλός σαν περιστέρι. Όσο πιό πολλά ξέρεις, τόσο περισσότερο σου διαφεύγει το ποίημα. Ο Κανελλόπουλος γνωρίζει τόσα πράγματα, τα σονέτα του, όμως, δεν αξίζουν τίποτε. Μόνο ο Πάουντ κατάφερε να γράψει απλά, ενώ, αντίθετα, στον Σεφέρη η προσπάθεια του να φανεί απλός είναι ορατή.
     Υπάρχει μιά γενική κρίση σήμερα’ δεν έχουμε ποίηση (κάποτε, από τη γενιά μου, μου άρεσε η Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ), μυθιστόρημα, κινηματογράφο, τίποτε’ όσο για τα δικά μου, βγαίνω σπανίως έξω, δεν έχω φίλους. Αυτό έγινε τα τελευταία χρόνια. Το ‘φεραν έτσι τα πράγματα. Ακούω Χάυντν και νέγρικα μπλούζ’ κάποτε μου άρεσε ο  Ντύλαν’ σήμερα, μου φαίνεται πώς πήγε με τους παπάδες και τους καλόγηρους. Βέβαια, κι εγώ θεωρώ τον εαυτό μου άνθρωπο της θρησκείας’ με άλλο Θεό όμως κι άλλο Ευαγγέλιο: όπως ο Καζαντζάκης στην Ασκητική και ο Έρμαν Έσσε στο Ντέμιαν. Διαβάζω θρησκευτικά κείμενα για να δω πώς έβλεπαν τον κόσμο τότε οι άνθρωποι. Δεν μου αρέσει όμως αυτό που γίνεται στην Πολωνία. Ο Μπερντιάεφ γράφει ότι η θρησκεία προσαρμόζεται στο μέσο άνθρωπο για να διατηρηθεί. Υποκύπτει, δηλαδή, ηθελημένα σ’ ένα συμβατικό κοσμομορφισμό και ανθρωπομορφισμό του Θεού.
     Υπάρχει ένας αόρατος κόσμος με τον οποίο ήρθα σε επαφή μέσω της ασθενείας μου. Κράτησε γύρω στα τρία λεπτά. Ό,τι έγινε το αντιλήφθηκα από μιά αίσθηση πού δουλεύει μόνο σε στιγμές τρέλας. Αν αυτά τα πράγματα έρχονται από το υποσυνείδητο, ο άνθρωπος είναι ένα είδος Θεού. Όπως τα ψάρια μες στο νερό: αν συμβεί κάτι στον έξω κόσμο, θα το καταλάβουν μόνο όσα βρίσκονται κοντά στη στεριά.
     Κάποιο πρωινό πήγα στην Πάρνηθα με την αδερφή μου’ επί δεκαπέντε ημέρες πρίν, ζούσα σ’ έναν κόσμο εκπληκτικής ομορφιάς. Ταυτόχρονα, πονούσε το κεφάλι μου’ ακόμη κι ίσκιος ενός ανθρώπου με ενοχλούσε. Ανέβηκα στο βουνό για να ξεκουραστώ. Απομακρύνθηκα από την αδερφή μου. Με πονούσε όλο μου το κορμί. Σήκωσα πέτρες από κάτω κι άρχισα να χτυπώ πόδια, κεφάλι και χέρια. Με ξαλάφρωνε. Τότε, άκουσα ξαφνικά έντονη μουσική κι αμέσως μετά μιά τρομακτική βροντή. Εδώ ήταν και το τέρμα. Έφτασα σε μιά κορυφή του εαυτού μου. Έβλεπα τα δάχτυλά μου να πετάγονται σαν λουκάνικα. Μόλις χύθηκε το αίμα συνήλθα. Όταν σταμάτησε κι η αιμορραγία ανακουφίστηκα.
      Ουδέποτε ξαναβρέθηκα στην ίδια κατάσταση. Νομίζω ότι τέτοια πράγματα συμβαίνουν σε ανθρώπους με μιάν ορισμένη ευαισθησία και κλίση προς την ποίηση.
     Το πρώτο βιβλίο που διάβασα ήταν μιά μετάφραση του Μπάυρον. Άρχισα να γράφω από δεκαπέντε χρονών. Η πεζογραφία δεν με τραβάει. Δεν μπορώ να ξαναδιαβάσω πεζό Μπορώ να διαβάζω συνέχεια, ξανά και ξανά, τα ίδια ποιήματα.
     Μου αρέσει ο ρεαλισμός του Καβάφη γιατί δεν δείχνει την παραμικρή τεχνική προσπάθεια. Ο Νερούντα έχει γράψει καλά ερωτικά ποιήματα. Αν ξανατύπωνα τις συλλογές μου, δεν θα αφαιρούσα ποιήματα’ πιθανόν να ξαναδούλευα ορισμένα. Άν και, όταν ένα παλιό γνωστό ποίημα εμφανίζεται ξανά σε άλλη μορφή, είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτό από όσους ήδη το ξέρουν.
--
Σημείωση:
Στην σελίδα75 του περιοδικού «Το Τέταρτο», αριθμός τεύχους 15/ Ιούλιος 1986, που δημοσιεύεται η συνέντευξη του εμβληματικού ποιητή της γενιάς του 1970 Λευτέρη Πούλιου, του γνωστού μας περιοδικού που την διεύθυνση είχε ο μουσικοσυνθέτης και «ποιητής» Μάνος Χατζιδάκις, με υπεύθυνο ύλης τον συγγραφέα και μεταφραστή Τάκη Θεοδωρόπουλο, μέσα σε σκούρο θαλασσί πλαίσιο με κεφαλαία γράμματα αναγράφεται η λέξη ΑΠΟΥΣΙΟΛΟΓΙΟ ακριβώς από κάτω δημοσιεύεται φωτογραφία του ποιητή και μετά την φωτογραφία το όνομα Λευτέρης Πούλιος με κεφαλαία γράμματα. Το πολιτιστικής ύλης περιοδικό που εμπνεύστηκε ο Μελωδός των Ονείρων μας, τυπώνονταν από το εκδοτικό συγκρότημα του τραπεζίτη κυρίου Γιώργου Κωσκωτά, την περίοδο της δεύτερης κυβερνητικής τετραετίας της κυβέρνησης της Αλλαγής του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου. Με το ολιγόζωο πολιτιστικό αυτό περιοδικό συνεργάζονταν γνωστοί έλληνες συγγραφείς και ποιητές. Στις σελίδες του, εκτός από τις ενδιαφέρουσες κατά διαστήματα συνεντεύξεις του, δημοσιεύονταν κριτικές βιβλίων, παρουσιάσεις νέων εκδόσεων, προδημοσιεύσεις έργων. Στο κάτω μέρος του φύλλου αναγράφονταν ο αριθμός της σελίδας και δίπλα ο μήνας και η χρονιά. Στην αρχή της συνομιλίας-εξομολόγησης του ποιητή, δίνονται οι εξής πληροφορίες: «Ο Λευτέρης Πούλιος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1944. Ποιητικά του βιβλία: Ποίηση (1969). Ποίηση  2 (1973). Ο Γυμνός Ομιλητής (1977). Αλληγορικό Σχολείο (1978) και Ενάντια.
     Θεωρώ ότι η προσωπική εξομολόγηση του έλληνα μπητ ποιητή της γενιάς του 1970 Λευτέρη Πούλιου τα λέει όλα από μόνη της. Έχει τα κεντρικά εκείνα στοιχεία αναφοράς σε όποιον θέλει να ασχοληθεί με την ζωή και το έργο του. Είναι μια εκ βαθέων της ζωής του «αυτοβιογραφία» ποιητική και κοινωνική. Μας αποκαλύπτει την προσωπική του περιπέτεια και διαδρομή, παράλληλα με τις ποιητικές του ανησυχίες, προβληματισμούς, διαβάσματα, θέσεις για έλληνες και ευρωπαίους-αμερικανούς δημιουργούς και έργα που στάθηκε ιδιαίτερα, αγάπησε, μελέτησε και μετέφερε στις ποιητικές του συλλογές. Ξέχωρα του αμερικανού ποιητή Άλεν Γκίνσμπερκ. Ο Λευτέρης Πούλιος είναι ο πιο «ακραίος» μπητ ποιητής της γενιάς του.
     Η σχέση της Ποίησης, ακριβέστερα του ποιητικού ταλέντου ενός καλλιτέχνη, από όλο το φάσμα των μορφών της τέχνης, με τον χώρο της αντιψυχιατρικής (αναφέρομαι στον αμερικανό αντιψυχίατρο Τόμας Τζαζ, τον Κούπερ και άλλους, που μελέτες και βιβλία τους είχαν μεταφραστεί στα ελληνικά στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης στην χώρα μας και διαβάζονταν με μεγάλο ενδιαφέρον) με τα άτομα που αποκαλούμε «οριακές προσωπικότητες», έχει καταγραφεί, διερευνηθεί, εξεταστεί από την περίοδο του μεσοπολέμου στον ευρωπαϊκό χώρο και την αμερικάνικη ήπειρο. Οι γάλλοι ονομάζουν τους καλλιτέχνες αυτούς «οι μεγάλοι νευροπαθείς». Είναι τα ελάχιστα άτομα από τον χώρο της καλλιτεχνίας πού φέρουν μέσα τους την θεική μανία. Την «προφητική ικανότητα» των λόγων και των καλλιτεχνικών έργων και εκδηλώσεων, που οι ρίζες τους φτάνουν πίσω στην αρχαία ελλάδα και τους αρχαίους πολιτισμούς. Φυσικά κάτω από διαφορετικές αιτίες, ατομικές περιπτώσεις και εκδηλώσεις, κοινωνικές και ιστορικές αναφορές, συμβάντα και αίτια, όποτε η σύζευξη αυτή εκδηλώνεται. Επιστημονικότερη και εγκυρότερη σύγχρονη τεκμηρίωση, εξήγηση και διαχείρηση του φαινομένου, μας έδωσε στα βιβλία και τις μελέτες του ο γάλλος φιλόσοφος Μισέλ Φουκώ. Οι παλαιές εκδόσεις της Ιωάννας Χατζηνικολή, έχουν μεταφράσει και κυκλοφορήσει για το ελληνικό κοινό και τους αρμόδιους επιστήμονες, βιβλία με το ανάλογο περιεχόμενο. Δηλαδή για τις περιπτώσεις εκείνων των ατόμων που αποκαλούμε «οριακές προσωπικότητες» και για την καλλιτεχνική τους ευφυΐα και ταλέντο. Την σχέση της καλλιτεχνικής δημιουργίας με καλλιτέχνες «νευροπαθείς». Να θυμηθούμε τον ζωγράφο Κώστα Παρθένη, τον πεζογράφο Γεώργιο Βιζυηνό, τον ζωγράφο Βίνσεντ Βαν Γκόγκ και άλλων ελλήνων και ευρωπαίων «ιδανικών δημιουργών». (Ανοίγοντας μια σύντομη παρένθεση, να υπενθυμίσουμε μια κοινωνική ατομική ενέργεια ενός ήρωος του 1821, που όταν διαβάστηκε προκάλεσε παράξενες αντιδράσεις και εντυπώσεις. Όσοι έχουν διαβάσει τα «Οράματα και Θάματα» του στρατηγού Μακρυγιάννη, θα θυμούνται πως γράφει ότι όχι μόνο βάραγε τους υποτακτικούς του, όχι μόνο δημοσίως συνομιλούσε με τον Θεό και τους αγίους αλλά, και τις πάνω από 2000 μετάνοιες στις οποίες προέβαινε καθημερινώς, εξαιτίας της βαθειάς του πίστης. Πράγμα που για κάποιους ή κάποιες που αντιμετωπίζουν σωματικά προβλήματα με την μέση τους, όχι μόνο ξαφνιάστηκαν για αυτήν του την υπερβολή αλλά, θεωρείται και απίθανο,  εξωπραγματικό, υπερβολικό στο να μπορεί ένα υγειές έστω γυμνασμένο σώμα, να κάνει περί τις 3000 μετάνοιες ημερησίως. Γιαυτό και δημοσιεύτηκαν αρνητικά σχόλια όταν κυκλοφόρησαν τα προσωπικά αυτά απομνημονεύματα του στρατηγού Μακρυγιάννη. Τουλάχιστον θεωρήθηκε μυθομανής. Και από κάποιους «σαλός»). Κλείνοντας την παρένθεση και επανερχόμενος στην περίπτωση του έλληνα ποιητή, οι προσωπικές εξομολογήσεις του, τα λεγόμενα του ίδιου του Λευτέρη Πούλιου, δηλώνουν την ιδιαιτερότητα της περίπτωσής του, της διαδρομής του βίου του, σαν άτομο,  σαν χαρακτήρα σαν καλλιτέχνη, ποιητή. Ο ποιητής αυτός βλέπει και ερμηνεύει την ζωή μέσα από τον φακό της ποιητικής αιτίας και αναφοράς, φιλτράρει τις εξωτερικές παραστάσεις και εικόνες, συμβολισμούς  με «το ιδιαίτερο» της συνείδησής του βλέμμα. Και αυτή η «ιδιάζουσα» περίπτωση του έλληνα ποιητή, διατηρείται ζωντανή ακόμα και σήμερα αν δεν κάνω λάθος, παρά τις τόσο αξιόλογες και ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές που μας έχει προσφέρει. Ο ποιητικός του λόγος είναι κοφτός και απόλυτος παρά τον εσωτερικό του λυρισμό και ρομαντικό νοτισμό. Θυμίζει τον προφορικό λόγο των μικρών παιδιών που εντελώς αθώα και με ακατέργαστη ακόμα συνείδηση, αποφαίνονται για το τι τους αρέσει και τι όχι με μεγάλη ευκολία, αμεσότητα, αυθεντικότητα, ειλικρίνεια. Τα διαβάσματά του επίσης είναι συγκεκριμένα (ιδιαίτερα στον χώρο της ποίησης) προέρχονται από έναν ξεχωριστό κλάδο γνώσεων, όχι κατ’ ανάγκη ποιητικό, από το πανανθρώπινο πεδίο της θρησκευτικής εμπειρίας, του θρησκευτικού «μυστικισμού», του ορθόδοξου ρεύματος και παράδοσης. Από φανερούς ποταμούς θρησκευτικής αναφοράς που ήσαν της «μόδας» τις δεκαετίες του 1960, 1970 και έπειτα στην ελλάδα. Παράλληλα και από τον γνωστικό χώρο της «παραψυχολογίας», ένα πεδίο αναφορών και σύγχρονων προκλήσεων, ένας τομέας πληροφοριών και συμβολισμών αρκετά διαδεδομένος-κυρίως-στα πρώτα χρόνια μετά την μεταπολίτευση, με εκδόσεις βιβλίων και περιοδικών, εκδηλώσεις κοινωνικές παραψυχολογικών φαινομένων, που έλκυαν τους έλληνες νεολαίους εκείνη την περίοδο ταυτόχρονα με την συμμετοχή τους σε πολιτικές και αντιφασιστικές εκδηλώσεις, στην προσπάθεια εδραίωσης των δειλών αλλά αποφασιστικών βημάτων της τρίτης ελληνικής δημοκρατίας μας. Άρχισαν να εκδίδονται βιβλία που το περιεχόμενό τους μας μιλούσε για την ύπαρξη εξωγήινων πολιτισμών. Για αρχαία μνημεία και αρχιτεκτονήματα πολιτισμών της νοτίου αμερικής, επιτεύγματα που κατασκευάστηκαν από όντα που κατέβηκαν από το διάστημα. Μυθιστορήματα αποκρυφιστικά όπως το περιλάλητο «Τρίτο Μάτι» του Λόψα Ράμπα, (διαβάζονταν κάποτε απνευστί), το δίτομο έργο της «ιστορίας της μαγείας», βιβλία και άρθρα του Κάρλ Σαγκάν, του Ισαάκ Ασίμωφ, του Πήτερ Κολόζιμο, το ογκώδες βιβλίο «Συνάντηση με αξιοσημείωτους ανθρώπους» του Κουτζίρεφ, τα βιβλία και οι διδαχές λαϊκής φιλοσοφίας και αυτογνωσίας του ινδού φιλοσόφου Κρισναμούρτι (του ανθρώπου που αρνήθηκε να γίνει Θεός σε μια νέα θρησκεία και να λατρεύεται), τα ποιητικά βιβλία του Λιβανέζου ποιητή και ζωγράφου Χαλίλ Γκιμπράλ (Ο προφήτης, Ο Κήπος του Προφήτη κ.ά) και πρωτόγνωροι για τους νέους της εποχής τίτλοι βιβλίων που δεν προέρχονταν από τις επίσημες οδούς της Επιστήμης, της Θρησκείας, της Τέχνης, της Ψυχολογίας. Υπήρχε η μόδα. της τέχνη της τράπουλας «Ταρώ», βιβλίων για την Αστρολογία. Βιβλία και περιοδικά για τις Πύλες του ανεξήγητου, του ασυνείδητου, αλλά και τα «Τετράδια Αντιψυχιατρικής». Διαβάζονταν πολύ από τους διανοούμενους και τους ποιητές αυτών των γενεών τα βιβλία του Κάρλ Γιουγκ, της Σοφίας Άντζακα. Λατρεύονταν τα βιβλία του γερμανού νομπελίστα στιλίστα πεζογράφου Χέρμαν Έσσε. Τίτλοι όπως ο «Σιντάρτα» (ένα ινδικό παραμύθι, που ήταν η ζωή του Βούδα), «Ντέμιαν», «Νάρκισσος και Χρυσόστομος», «Ταξίδια της Ανατολής», «Κνούλπ», το θρυλικό «Ο Λύκος της Στέππας» μια σειρά πεζών του που είχαν μεταφραστεί στα ελληνικά από την δεκαετία του 1960 (εξαιρετικές οι μεταφράσεις του Μένη Κουμανταρέα, της Παξινού και άλλων ελλήνων μεταφραστών, στις σειρές των εκδόσεων «Γαλαξίας» της εφημερίδας «Η Καθημερινή» της δημοσιογράφου Ελένης Βλάχου), επανήλθαν στην λογοτεχνική επικαιρότητα και λατρεύτηκαν. Ο γερμανός πεζογράφος Χέρμαν Έσσε, υπήρξε για την ευρωπαϊκή γενιά της αμφισβήτησης, για την αμερικανική ποιητική γενιά των Beat, και την δυτική διανόηση, ένα είδος «γκουρού» της κοινωνικής και ατομικής τους απελευθέρωσης. Άφησε τα συγγραφικά του ίχνη στα έργα των ελλήνων δημιουργών της ποιητικής και πεζογραφικής γενιάς για αρκετές δεκαετίες,  παράλληλα με το ποιητικό σύμπαν του γάλλου συμβολιστή Αρθούρου Ρεμπώ, τα έργα του αμερικανού ποιητή και διηγηματογράφου Έντγκαρ Άλλαν Πόε, τον μεταφυσικό και μυστικό οραματισμό της ποίησης του άγγλου ποιητή Ουίλλιαμ Μπλέηκ. Εκδόθηκαν βιβλία με θέμα τους την «Θιβετιανή Βίβλο των νεκρών» την «Αιγυπτιακή», τα «Ελευσίνια Μυστήρια», «Τα Δελφικά» και τα πανάρχαια θρησκευτικά και μυστικά ιερά κείμενα αρχαίων πολιτισμών και παραδόσεων. Το βιβλίο του Λάο Τσε, «Ταό τε Κινγκ» βρίσκονταν στην ημερήσια αναγνωστική ζήτηση εκείνες τις περιόδους. Γέφυρες ζωής και πίστης, δοξασιών και παραδόσεων που είχαν αφήσει βαθειά τα ίχνη τους στην δυτική γραμματεία, τα αποτυπώματά τους πάνω στα σύγχρονα καλλιτεχνικά δημιουργήματα του δυτικού πολιτισμού. Αντίστοιχα με τα Ομηρικά Έπη και τα προαιώνια διδάγματα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, της λυρικής ποίησης, του θεάτρου. Των μυστικών απορροών της θρησκείας του Θεού Διονύσου. Του Άδωνη. Οι γενιές των νέων ποιητών και ποιητριών των ελλήνων, άρχισαν να έχουν προσβάσεις και να δείχνουν αναγνωστικό και προσωπικό ενδιαφέρον για κείμενα και εθιμικές αξίες πέρα από την επίσημη κρατική εκδοχή της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας και την παράδοσή της. Το αξιακό σύστημα ιστορικών αναφορών της. Στην σύνολη ποιητική επισκόπηση και παρουσία, στο έργο το ποιητικό, το πεζογραφικό, το στοχαστικό και φιλοσοφίας ζωής των ελλήνων ποιητών της γενιάς του 1970, αναγνωρίζουμε ψήγματα επιρροών, περιπλανήσεις διαβασμάτων τους, από το σύντομο ή σταθερό πέρασμά τους από τους νέους ορίζοντες αναγνώσεων και ενδιαφερόντων, στα μετά την μεταπολίτευση χρόνια. Κόσμοι της ανατολής, εξωτικοί, γεμάτοι μυστήριο που ήσαν απαγορευμένοι και αποκλεισμένοι από το εκπαιδευτικό και πολιτιστικό συντηρητικό πλαίσιο αξιών της επτάχρονης δικτατορίας του «ελλάς ελλήνων χριστιανών». Μια περισσότερο εμφανή περίπτωση ποιητή της γενιάς του 1970 που η ποίησή του μας δηλώνει πολλά, είναι το έργο του ποιητή Γιάννη Υφαντή και όχι μόνο. Σίγουρα από τους 95 περίπου έλληνες ποιητές και ποιήτριες, άντρες και γυναίκες δημιουργούς που ανήκουν σε αυτήν την γενιά και περιλαμβάνει ο Κατάλογος Ονομάτων και έργων τους, που συντάχθηκε από τον πανεπιστημιακό και δοκιμιογράφο Ευριπίδη Γαραντούδη, (για να μην μνημονεύσουμε τις μελέτες για την γενιά του 1970 του Αλέξη Ζήρα, του Κώστα Παπαγεωργίου και νεότερων) δεν ανήκουν στην πλειοψηφία τους σε αυτό της «παραψυχολογίας» και «θρησκευτικού μυστικισμού» ρεύμα στην χώρα μας, ούτε είχαν διαβάσει Νικολάι Μπερντιάγεφ, Βλαδιμήρ Λόσκυ, Λέων Σεστώβ, πατ. Γεώργιο Φλωρόφσκι ή άλλους γνωστούς ρώσους διανοούμενους της διασποράς θεολόγους που επανερμήνευαν με σύγχρονο λόγο και σχολιασμό την ορθόδοξη γραμματεία, τα εκκλησιαστικά γράμματα και την νηπτική θεολογία ( βλέπε Φιλοκαλία). Ορισμένες νεανικές ποιητικές φωνές δέχονταν επιδράσεις από τις μεταφυσικές θεωρίες, ανατολικές θρησκείες και δοξασίες και άλλες υπόγειες ροές και απορροές, εκροές λόγων, συμβολισμών, ιδεών, απόψεων, εικόνων. Χρειάζεται ειδική μελέτη και ανίχνευση για να εντοπίσουμε τα σημάδια αυτά. Ένα μεγάλο πληθυσμιακά μέρος των ποιητών της γενιάς αυτής, επίσης, ενστερνίζονταν την μαρξιστική ιδεολογία ή τις μεταγενέστερες εκδοχές και ερμηνείες του μαρξισμού και του κομμουνισμού. Όσον αφορά τώρα, τα της τέχνης της Ποιήσεως, ένα άλλο όχι  και τόσο μικρό πληθυσμιακά ποσοστό των ποιητών και των ποιητριών αυτών, οι φωνές τους, στρέφονταν στους συγγραφικούς κανόνες και θεωρητικά μοντέλα έκφρασης και ποιητικής σύγχρονης γραφής και απόδοσης, που προέρχονταν από τον νομπελίστα μας ποιητή Γιώργο Σεφέρη και τις «Δοκιμές» του, και κατ’ επέκταση από τον άγγλο νομπελίστα ποιητή Τόμας Στερν Έλιοτ και τις δοκιμιακές επιταγές του. Χωρίς να αγνοούμε το κάπως πολύπλοκο και κομμάτι «σοφιστικέ» έργο του ποιητή Έζρα Πάουντ, μα και του γάλλου Στέφαν Μαλλαρμέ.
Η ελληνική γενιά του 1970 με τους πολιτικούς της οραματισμούς και επαναστατικές της φιλοδοξίες, ανακάλυψε, γοητεύτηκε, επηρεάστηκε, ακολούθησε τους καλλιτεχνικούς βηματισμούς, τους ποιητικούς και πεζογραφικούς δρόμους της ποιητικής αμερικανικής γενιάς των Μπητ, (που ορισμένοι ήσαν σχεδόν συνομίληκοι με την αντίστοιχη ελληνική γενιά). Ιδιαίτερη βαρύτητα είχε και έπαιξε η δράση και παρουσία, το ποιητικό έργο του Άλλεν Γκίνσμπεργκ και του «Ουρλιαχτού» του, του κοινωνικά εξτρίμ Ουίλλιαμ Μπάροουζ, του Κόρσο, του Ουίλλιαμ Κάρλος Ουίλλιαμς, του Κάμμινγκ, του Φερλιγκέτι και πολλών άλλων αμερικανών αυτής της γενιάς των Beat, δημιουργών που είχαν γαλουχηθεί με το αμερικάνικο καταναλωτικό όνειρο και του έθνους τους πολιτική «υπεροψία».   Ποιητών της αμφισβήτησης, της εναντίωσης στον πόλεμο του βιετνάμ, της μη στράτευσής τους, των κοινωνικών «ελευθεριοτήτων» όπως ο ποιητής και συγγραφέας Τσάρλ Μπουκόφσκι. Οι νέοι, αγαπούσαν και ακολουθούσαν την κολασμένη ποιητική φωνή του Σαρλ Μπωντλαίρ, ενώ άρχισαν να δοκιμάζουν ψυχεδελικές ουσίες. Οι  νέοι σε ηλικία έλληνες ποιητές και ποιήτριες, ζυμώθηκαν με τα πνευματικά και καλλιτεχνικά αυτά νάματα και συμπεριφορές, κοινωνικές στάσεις, απορρίψεις κατεστημένων συμπεριφορών των μεγαλύτερων γενεών, δημόσιες ακραίες ή λιγότερο ακραίες εκδηλώσεις της ευρωπαϊκής και αμερικάνικης νεολαίας, των κολεγιόπαιδων που ακολουθούσαν τους δρόμους των επιθυμιών και των σωμάτων τους, των ερωτικών τους διαθέσεων και επιλογών. Μουσικά φεστιβάλ όπως του Γούστοουνγκ, (αυτά τα υπαίθρια μουσικά πανηγύρια και χορευτικά ξεφαντώματα), μουσικές και τραγούδια των αμερικανών μπαλαντοποιών όπως υπήρξε ο Μπόμπ Ντύλαν, το συγκρότημα των Σάιμον και Καρφάγκερ, (τα τότε έντυπα και περιοδικά έγραφαν ότι ήσαν οι δύο νέοι μουσικοί και τραγουδιστές πολύ στενοί φίλοι), ο αμερικανοκύπριος Κάτ Στήβενς, που ασπάσθηκε τον μουσουλμανισμό, η ειρηνήστρια Τζόαν Μπαέζ και μια σειρά άλλων ποιητών-στιχουργών-Ροκ καλλιτεχνών, όπως η Πάτυ Σμιθ, που έγραφαν την δική τους ειρηνοποιό και αντιπολεμική ιστορία τα χρόνια εκείνα στις χώρες τους. Το συγκρότημα των Μπήτλις με τον πάντα ατίθασο Τζών Λένον, οι θρυλικοί Ντόρς και ο «άγιος» Τζιμ Μόρισσον, το συγκρότημα των Ρολν Στόουν, οι Χου, οι Πινκ Φλόιντ, το συγκρότημα των Κάρπεντερς και πολλά άλλα αγαπήθηκαν και επέδρασαν στις κοινωνικές συνειδήσεις της ποιητικής γενιάς του 1970. Ο σύγχρονος γαλλικός κινηματογράφος (και ο Ζακ Λυκ Γκοντάρ) μα και οι ταινίες του σουηδού Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Το θέατρο του Παραλόγου, ο Ευγένιος Ιονέσκο και ο Σάμιουελ Μπέκετ, η νέγρικη Τζαζ και η Ποπ Άρτ, ο Άντυ Γουώρχολ και οι ζωγράφοι των δρόμων, των γκράφιτι. Τα σύγχρονα, μοντέρνα κινήματα και ρεύματα της Ποίησης, της Πεζογραφίας. Νέες τεχνοτροπίες έκφρασης, διατύπωσης, αποτύπωσης του ποιητικού λόγου. Παραλλαγμένες ποιητικές παραφυάδες του μεσοπολεμικού υπερρεαλιστικού κινήματος, των ντανταϊστών και πειραματιστών, των απορριπτικών των πάντων φουτουριστών, (με την εξύμνηση της ισχύς και της δύναμης της μηχανής) και άλλων ενδιάμεσων ποιητικών πειραματικών ή μη εκδηλώσεων που προέρχονταν από τον ωκεανό της τέχνης του παραδοσιακού ρομαντισμού και λυρισμού. Που για αιώνες ήταν οικείος στις ανθρώπινες μνήμες και ποιητικές συνειδήσεις. Οι παλαιοί δρόμοι της ποίησης ανακαλύπτονταν ξανά μέσα από άλλα σύγχρονα τούνελ έκφρασης και γλώσσας. Ο μοντέρνος λόγος της ποίησης κουβαλούσε και μετέφερε μέσα του τις ευτυχισμένες και δικαιωμένες στιγμές της Ρομαντικής εποχής, των Συμβολιστών. Ο άγγλος λόρδος Βύρων, ο ποιητής Μπάιρον με τον «Κάιν», τον «Κουρσάρο» και με άλλες του ποιητικές συνθέσεις, ήταν παρών στις ποιητικές συνειδήσεις των νέων ίσως περισσότερο, από την προσφορά του στον αγώνα της ελληνικής εθνικής μας ανεξαρτησίας. Όπως και Ράινερ Μαρία Ρίλκε, με το μικρό αλλά θαυματουργό βιβλίο του «Γράμμα σε έναν νέο ποιητή». Με τις παραπάνω γνωστές σε πολλούς πληροφορίες θέλω να δηλώσω ότι αυτή ήταν η πνευματική ατμόσφαιρα, το καλλιτεχνικό κλίμα, το πεδίο αναγνωσμάτων και κοινωνικών και πολιτικών ερεθισμάτων των ελλήνων ποιητών και ποιητριών της γενιάς του 1970 αλλά και της αμέσως επόμενης ποιητικής γενιάς, του 1980. Πολλαπλά προσοδοφόρο έδαφος ωρίμανσης των ελλήνων και ελληνίδων δημιουργών. Από τις γυναικείες φωνές της δυτικής παράδοσης που αγαπήθηκαν από τους έλληνες ποιητές να μνημονεύσουμε την ποιητική φωνή της Σύλβιας Πλάθ και φυσικά, τον φυσιοκρατικό ρομαντικό, το ποιητικό σύμπαν της Έμιλυ Ντίκινσον. Από τον πνευματικό χώρο της ρώσικης ανατολής ο φουτουριστής ποιητής Βλαδιμήρ Μαγιακόφσκι, μεταφράστηκε και αγαπήθηκε επίσης από το ελληνικό φιλότεχνο κοινό. Ο θεολόγος συγγραφέας Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ο μετρ της πεζογραφίας Λέων Τολστόι, ο του θεάτρου μαϊστορας Άντον Τσέχωφ, η ποιητική φωνή της Άννας Αχμάτοβα, βλέπουμε να αρδεύουν τον ποιητικό λειμώνα της γενιάς των Μπήτ ποιητών. Χωρίς να λησμονούμε τις παλαιότερες χρονικά φωνές του Χέντερλιν με τον «Υπερίωνα» και την στροφή προς τις κλασικές αρχαιοελληνικές αξίες, τον Νύκτιο γερμανό Νοβάλις και τους Ύμνους του. Τον ιρλανδό Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς και το μυστικό «Όραμά» του, τον αδικοχαμένο νεαρό Τζων Κήτς και άλλους ποιητικούς δρόμους. Γιαυτό, δεν θα ήταν μάλλον άδικο αν αναγνωρίζαμε σε αυτήν την γενιά, την πλέον σύγχρονη ιστορικά πολιτικοποιημένη ελληνική γενιά, την ποιητική γενιά του 1970 ότι διεύρυνε με το έργο της, τις μεταφράσεις της, τα θεωρητικά της κείμενα, τον ποιητικό της λόγο, τα ποιητικά των ονείρων της σύνορα, και κατ’ επέκταση, τα σύνορα της ελληνικής ποίησης γενικότερα μέσα στην ιστορική της διαδρομή. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι αυτή η ποιητική γενιά εφοδίασε τις νεότερές της φωνές με πολλά ποιητικά εφόδια και κλειδιά ερμηνειών της τέχνης. Έδωσε την δυνατότητα έστω χωρίς συνειδητά να το επιδιώξει, στις επόμενες γενιές της ποίησης (1980/1990/2000) να δουν με άλλο μάτι τον ποιητικό λόγο, να επαναπροσεγγίσουν θέματα και ζητήματα της ποιητικής μας παράδοσης, να χαράξουν νέους δρόμους συντομότερους οι νέοι ποιητές. Δρομολόγησαν τις εξελίξεις για να επαναπροσδιορίσουμε την φωνή του Κωστή Παλαμά, του Άγγελου Σικελιανού, του Γιώργου Σεφέρη, του Γιάννη Ρίτσου, του Κώστα Καρυωτάκη και αρκετών άλλων παλαιότερων γενεών ελλήνων ποιητών. Καθαρευουσιάνων, του Αλεξανδρινού (Κωνσταντίνου Π. Καβάφη) που διατηρήθηκε η φωνή του ατόφια μέσα στο έργο τους. Μπολιάστηκε η συγγραφική τους περιπέτεια με την ποίηση του Διονυσίου Σολωμού, του άγνωστου ως προς την φυσική του εικόνα Ανδρέα Κάλβου. Στην πεζογραφία κυριάρχησε η μορφή και το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, χωρίς να παραγνωρίζεται η μοναχική αναζήτηση του Νίκου Καζαντζάκη, και μία από τις φωνές της μικρασιάτικης ρωμιοσύνης ο κυρ Φώτης Κόντογλου. Αναφέρω μία, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε τον Στρατή Δούκα, τον Στράτη Μυριβήλη, τον Ηλία Βενέζη, την Διδώ Σωτηρίου και πολλούς άλλους λογοτέχνες και ποιητές του ξεριζωμένου ελληνισμού. Η γενιά του 1970 επανέφερε στην επιφάνεια τον Τζούλιο Καϊμη  (βλέπε Μισέλ Φάις). Διατήρησε και διατηρεί στο συγγραφικό και αναγνωστικό ενδιαφέρον την πρόζα της Βιρτζίνιας Γουλφ. Άνοιξε τα ερωτικά σύνορα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης (βλέπε περίπτωση Ανδρέα Αγγελάκη). Πλείστες από τις φωνές της επεξεργάστηκαν και διαπραγματεύτηκαν εκ νέου τους αρχαίους μύθους, τις αρχαίες θεατρικές οικογένειες της ελληνικής τραγωδίας. (βλέπε Σταύρο Βαβούρη (δεν ανήκει σε αυτήν την γενιά) και πολλοί άλλοι). Έμπασαν μέσα στον ποιητικό τους λόγο την τέχνη και ίσως και τεχνική του κινηματογράφου, της φωτογραφίας κλπ. Τα πνευματικά, καλλιτεχνικά, συγγραφικά και μεταφραστικά ενδιαφέροντα, οι εμπειρίες της ποιητικής γενιάς του 1970 στάθηκαν οι ράγες για τις επόμενες ποιητικές νεότερές της γενιές. Και αυτό οφείλουμε να της το αναγνωρίσουμε. Μόνο τα λογοτεχνικά περιοδικά και έντυπα που εξέδωσαν οι λογοτέχνες και ποιητές της να ξεφυλλίσει κανείς, θα διαπιστώσει το εύρος των ενδιαφερόντων της. Τις πολυποίκιλες συνεχείς μεταφράσεις των γυναικών ποιητριών-έστω και για επαγγελματικούς βιοποριστικούς λόγους να διαβάσουμε, (βλέπε πχ. τις μεταφράσεις της Μαρίας Λαϊνά, της Τζένης Μαστοράκη, της Νανάς Ησαϊα, της Λύντια Στεφάνου, της Νατάσας Χατζηδάκι, της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, για να μείνω σε γυναικείες μόνο φωνές) θα εκπλαγούμε από την μεγάλη γκάμα και την ποικιλία των διαβασμάτων τους. Για να μην μακρηγορήσουμε άλλο, σχολιάζοντας επαινετικά την σχέση της ποίησης με τις εικαστικές τέχνες που διατήρησαν ζωντανή οι περισσότεροι και περισσότερες από τις φωνές της γενιάς του 1970. Τώρα που και αυτή η γενιά δεν είναι μόνο η γενιά του 1970 αλλά και των 70 όπως εύστοχα είπε ο ποιητής Αντώνης Φωστιέρης, μπορούμε δικαιωματικά να σχολιάσουμε τι της οφείλουμε. Με τα θετικά της και τα αρνητικά της. Μα η οφειλή είναι παρούσα.
      Μέσα σε αυτό το ολάνθιστο της ελληνικής ποίησης λιβάδι ένα ιδιαίτερο, ξεχωριστό σίγουρα «ταλαιπωρημένο στην ιδιωτική του ζωή» ποιητικό άνθος, είναι και το ποιητικό λουλούδι που ονομάζεται Λευτέρης Πούλιος. Το κριτικό ανθολόγιο της ποίησής του που κυκλοφόρησε μόλις πρόσφατα και συντάχθηκε και επιμελήθηκε η φιλόλογος και κριτικός Μορφιά Μάλλη-που και άλλοτε έχει σταθεί ερευνητικά στο έργο του-μας δηλώνει όχι μόνο ότι η φωνή του Πούλιου αλλά και ο ίδιος σαν άτομο, διατηρήθηκε για πάνω από μισό αιώνα στην ποιητική και καλλιτεχνική επιφάνεια της χώρας μας. Παρ’ ότι μονήρης ο ίδιος, και ίσως και κομμάτι «μονόχνοτος» παρά του ότι κρατήθηκε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, η καλώς εννοούμενη ελληνική ποιητική δημοσιότητα της εποχής μας, δεν τον λησμόνησε ούτε στάθηκε αδιάφορη απέναντι στο έργο του.
Ο Λευτέρης Πούλιος δεν κατέχει την «ιδιότητα» του ποιητή επειδή έγραψε και δημοσίευσε ποιήματα αλλά γιατί έζησε και ζει με τον τρόπο του σαν ποιητής. Δημιούργησε ένα ποιητικό κλίμα και μέσα σε αυτό πορεύτηκε σε όλη του την ζωή. Παρόμοιες περιπτώσεις –φυσικά με τις σχετικές κοινωνικές και πνευματικές προσθαφαιρέσεις και ατομικές ιδιαιτερότητες-βλέπουμε και στην περίπτωση του ποιητή Νίκου Καρούζου, του ποιητή Μίλτου Σαχτούρη, του Οδυσσέα Ελύτη και ορισμένων άλλων, που ο βιοπορισμός τους, δεν στάθηκε και ανασταλτικός παράγοντας στην ποιητική τους δημιουργία και εξέλιξη. Αν, λέω αν, το πνευματικό και των διαβασμάτων του πεδίο ίσως είναι κάπως μάλλον περιορισμένο, οι ποιητικές του συλλογές είναι ανοιχτές σε ένα σύννεφο ελευθερίας και ατίθασης γραφής που θαυμάζεις, απολαμβάνεις με μεγάλη ευχαρίστηση. Η φωνή του είναι επαναστατική ακόμα και αν ο ίδιος είναι κλειστός σε ένα δωμάτιο με του μυαλού του τα φαντάσματα. Ίσως ακόμα και σήμερα η περίπτωση του ποιητή Λευτέρη Πούλιου, να παραμένει ένα ποιητικό αίνιγμα των δημιουργών της γενιάς του 1970. Μια «ιδιάζουσα» ιδιαίτερη περίπτωση ποιητή που δεν βολεύτηκε ούτε μέσα στην θερμή αποδοχής αγκαλιά των συνομηλίκων ομότεχνών του. Το ποιητικό του όραμα γλιστρά ακόμα και από τις κλασικές ποιητικές ράγες της γενιάς του. Ο λόγος του είναι ένας απειλητικός φουρτουνιασμένος σίφουνας αθωότητας και αντίστασης. Ίσως να αξίζει μια παράλληλη ματιά εξέτασης μεταξύ της αναρχικής πολιτικής φωνής του Μιχάλη Κατσαρού και της «σαλής» επαναστατικότητας του μοντέρνου προδιαγραφών λόγου του Πούλιου. Εκπέμπει μια ποιητική γοητεία που δεν ερμηνεύεται σε όλες της τις παραμέτρους. Μια αναπόδραστη ποιητική συνθήκη ελευθερίας και ανεξαρτησίας που μοναδική ποιητική του οικογένεια παρουσιάζεται να είναι στο ότι δεν ανήκει σε καμία μια ποιητική οικογένεια. Αρνείται έστω και έμμεσα κάθε ποιητική συνθήκη. Ο ίδιος σαν ποιητής, μάλλον αισθάνεται σαν μια ανασφαλή, άβολη ποιητική παρουσία που αποδέχτηκε την «παραβατικότητα» της ίδιας του της γραφής. Όπως συμφιλιώθηκε αρμονικά με το αρνητικό ίζημα του μυαλού του. Μιάς ποιητικής γραφής πατρίδας-γλώσσας άγνωστης για τους πολλούς, ασυμφιλίωτης με το πλήθος των αναγνωστών της. Αχρείαστη στις συνθήκες ζωής των ακολούθων της. Μια ποιητική φωνή που κουβαλά μέσα της το αινιγματικό «δαιμονικό» ήθος μιας πανάρχαιας ανθρώπινης εμπειρίας. Ο Λευτέρης Πούλιος υπάρχει σαν ένας βαθμοφόρος των ονείρων του. Των αποκλειστικά δικών του και μόνον οραμάτων. Σαν ποιητής και σαν σωματική οντότητα. Κατόρθωσε να διατηρήσει την μελαγχολική και σκοτεινή του ιδιωτικότητα και σε μικρές δόσεις να την ενσταλάξει μέσα στα ποιήματά του. Είναι τραγικός γιατί είναι αδιάφορος απέναντι στην τραγικότητα. Υπαρξιακός γιατί είναι απαθής. Αυθεντικός γιατί είναι αυτοπεριφρονητικός. Ένα «παράξενο» ποιητικό ζώο που συμβολίζει το σύμβολο της ατομικής του κλεψύδρας του βίου που του έλαχε από την μοίρα να ζήσει, να εκπληρώσει. Ένας άθεος με τυμπανοκρουσίες θεότητας μέσα του. Ένα τραύμα που μεταμορφώθηκε σε ποιητική πεταλούδα. Μόνο που τις πεταλούδες, όταν προσπαθείς να τις αγγίξεις, καταστρέφεται το χνούδι ανεξαρτησίας και ελευθερίας τους που έχουν τα φτερά τους και δεν μπορούν πια να πετάξουν ελεύθερες. Αυτός είναι ο ποιητής Λευτέρης Πούλιος, ένα άγριο της τρέλας δόντι στο σαγόνι ενός λευκού προβάτου.
      Γράφοντας το κείμενο αυτό για τον Πούλιο, είχα επίσης υπόψη μου και τις εξής ακόμα προσωπικές του συνεντεύξεις:
Α) στο περιοδικό «Ο Ταχυδρόμος» τχ. 16/20-4-1989,  στον Μισέλ Φάις. «Ο χρόνος μ’ έχει διώξει από τις ωραίες ηδονές…» σ. 144-148.
Β) στην εφημερίδα «Η Αυγή της Κυριακής» 21/3/2004, σ. 29 στον Κ. Β. «Είμαι πολίτης του κόσμου».
 Γ) στην Μικέλα Χαρτουλάρη, στην εφημερίδα «Τα Νέα» Μεγάλη Τετάρτη 15/4/1998, σ. 45. «Δεν ήρθε ακόμα η εποχή μου». και
Δ) στο περιοδικό «Κ» της εφημερίδας «Η Καθημερινή» τχ. 300/ 1-3-2009, σ. 6. «Δεν υπάρχει τίποτα που να έχει απομείνει γερό. Και προσκυνούμε το αδειανό, το τιποτένιο…».
Να σημειώσουμε σαν υστερόγραφο ότι στην σύναξη αντιγραφή και παράθεση κριτικών κειμένων για την ποίηση του Λευτέρη Πούλιου που οργάνωσε, ανθολόγησε και επιμελήθηκε η φιλόλογος Μορφία Μάλλη, συμπεριλαμβανομένης και της εμπεριστατωμένης εισαγωγής της, «ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΟΥΛΙΟ» Κριτικά κείμενα, εκδόσεις Αιγαίον-Λευκωσία 2020, δεν συμπεριλαμβάνονται συνεντεύξεις του ποιητή, γιατί ούτε η μεθοδολογία και η οργάνωση του υλικού θα το επέτρεπε αλλά και το κυριότερο, θα αύξανε τις σελίδες του τόμου και θα το καθιστούσε τόσο οικονομικά μάλλον ασύμφορο όσο και θα είχαμε ένα «τσιμεντόλιθο» δοκιμιακών επιστημονικών προδιαγραφών ερευνητικό έργο αλλά δύσκολο στην ανάγνωσή του. Σε αυτήν την περίπτωση εντάσσεται και η μη αναφορά του ποιητή σε εκπαιδευτικά βιβλία και αντίστοιχα σχολικά βοηθήματα, (αυτός ο τομέας είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο, βλέπε ενδεικτικά να αναφέρω μόνο την ανάλυση της φιλολόγου και δοκιμιογράφου κυρίας Ανθούλας Δανιήλ, στο εκπαιδευτικό περιοδικό «Επιστήμη και Παιδαγωγία» τεύχος 2/Μάιος-Αύγουστος 2002, σ. 166-168,όπου κάτω από τον γενικό τίτλο «Τρία ποιήματα για την Κύπρο» συνεξετάζεται και το ποίημα του Λευτέρη Πούλιου, «Καλοκαίρι του ‘78» (Κ. Ν. Λ. Γ΄ Λυκείου, σελ. 128). Στις ίδιες δυσκολίες θα ενέπιπτε και η ανθολόγηση ποιημάτων του στα λογοτεχνικά περιοδικά ή σε ανθολογίες ή αποσπασμάτων ποιημάτων του σε συνθετότερες εργασίες.  Θέλω για άλλη μια φορά να τονίσω, ότι εργασίες σαν και αυτές της σειράς «Λογοτεχνική Κριτική» που μας έρχονται από την Κύπρο κάτω από την επίβλεψη του καθηγητή και κριτικού Θεοδόση Πυλαρινού, την παρούσα της γενιάς του 1970, που επιμελήθηκε η Μορφιά Μάλλη, βοηθά πολλαπλά τον σύγχρονο αναγνώστη της ελληνικής ποίησης. Από την μία έχουμε την ποιητική διαδρομή και ποιητικό ταξίδι ενός ποιητή, με τα απαραίτητα χρονικά και βιογραφικά στοιχεία και πληροφορίες και από την άλλη ένα πανόραμα κριτικών θέσεων και απόψεων για το έργο του ποιητή. Συνολική επισκόπηση και επί μέρους κριτικές αναφορές και σχολιασμοί. Αυτό μας δίνει την δυνατότητα να έχουμε συγκεντρωμένο σε έναν τόμο, το μεγαλύτερο υλικό για τον ποιητή, (αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας και να μην γκρινιάζουμε από καλώς εννοούμενη ιδιοτέλεια, δεν μπορεί κανείς μελετητής ή μελετήτρια να συγκεντρώσει από μόνος του/της όλο το σκόρπιο και άτακτο υλικό που έχει δημοσιευτεί για έναν ποιητή ή λογοτέχνη. Η οργάνωση του αρχείου ενός ποιητή είναι πρωτίστως δική του υπευθυνότητα και υποχρέωση), ώστε ο αναγνώστης να έχει την βάση κριτικών δεδομένων αν θελήσει να ενδιαφερθεί για το έργο του, (είναι αυτό που λένε «στρωμένη δουλειά») και από την άλλη, εξίσου σημαντικό, μας γνωρίζει τις φίλιες κριτικές ή όχι φωνές των συναδέλφων του που ασχολήθηκαν μαζί του. Πληροφορούμαστε την κυκλοφορία των περιοδικών και των εντύπων που εκδίδονταν στην εποχή τους, τους συνεργάτες τους και τις χρονολογίες των δημοσιευμάτων τους. Με τον τρόπο αυτόν έχουμε και μια έμμεση ανθολόγηση των δημοσιευμάτων και των υπολοίπων. Πέρα από αυτήν του συγκεκριμένου ποιητής, που είναι η γενεσιουργός αιτία σύναξης του υλικού. Αυτή είναι η γνώμη μου χωρίς δώσεις ευχαριστιακής ανταπόδοσης για την παρούσα εργασία.
 Από όσα πληροφορούμε από το οπισθόφυλλο του τόμου, ο παρών τόμος δεν είναι η μόνη εργασία για ποιητή της γενιάς του 1970. Έχουν προηγηθεί αυτή για τον Νάσο Βαγενά, για τον Γιώργο Μαρκόπουλο, για τον Αντώνη Φωστιέρη και μάλλον και για τον Κώστα Γ. Παπαγεωργίου. (για τον τελευταίο όπως και για τους άλλους δύο τα αντιγράφω με επιφύλαξη γιατί δεν έχω τους τόμους). Όπως και νάχει, θα άξιζε και ένας τόμος να αφιερωθεί σε μια κριτική φωνή των ελλήνων δημιουργών της Γενιάς του 1970. Με πιάνει βαθειά μελαγχολία και μόνο να σκεφτώ να συγκεντρωθεί ο ιλιγγιώδης μόχθος και κόπος του κυρίου Αλέξη Ζήρα που βρίσκεται διάσπαρτος σε εκατοντάδες έντυπα και περιοδικά. Ακόμα και σαν επιλογή σε κάνει να ανησυχείς όπως οι «λοιμωξιολόγοι» ερευνητές μας.   
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος.
Πειραιάς 8 Ιουλίου 2020.
Τετάρτη με ένα μελτεμάκι δροσερό και «φουρτουνάτο»

Κυριακή 5 Ιουλίου 2020

Η ποιητική συλλογή ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΙ ΔΡΟΜΟΙ της Καίτης Χιωτέλλη


Η ποιήτρια και μεταφράστρια Καίτη Χιωτέλλη
(Αθήνα 5/10/1928-Αθήνα, Τετάρτη 1/7/2020)

     Τα μικρά μελτεμάκια των αρχών του Ιουλίου ανακουφίζουν έστω και κατ’ ελάχιστον την υψηλή θερμοκρασία του Καλοκαιριού. Μίνι καύσων αποφάνθηκαν οι μαθηματικοί-μετεωρολόγοι που μπήκαν στις τηλεοπτικές ζωές μας δυναμικά, παράλληλα με τους φοβερούς και τρομερούς λοιμωξιολόγους που «στήνονται» μέσω skype μπροστά στο ανεξέλγκτο βήμα των ακόμα πιο μπαμπούλων και τρομολάγνων δημοσιογράφων που, μόνο έξω από τα νεκροταφεία δεν έχουν πάει ακόμα να μετρούν τα φέρετρα και να παίρνουν συνεντεύξεις, να ρωτούν τους φετινούς νεκρούς αν είναι ευχαριστημένοι από τα μέτρα προστασίας των κυβερνόντων, στο «μητσοτακιστάν» και πάσης ελλάδος. «Μην φοβάστε», είπαν, η θερμοκρασία θα επανέλθει στους κανονικούς της βαθμούς την επόμενη εβδομάδα. Ο αρχαίος Θεός Αίολος φαίνεται έδειξε το ενδιαφέρον του θέλησε να μας δροσίσει νωρίς, φέτος. Εμάς που δεν θα κάνουμε διακοπές, (το συνηθίσαμε πλέον) εσάς που δεν μπορείτε να απομακρυνθείτε από την ασφυκτική θερμοκρασία του κλεινού άστεως εξαιτίας οικονομικών δυσκολιών. Στους έλληνες και τις ελληνίδες που έχασαν την δουλειά τους εξαιτίας της πανδημίας του ιού και των «τηλεοπτικών διαγγελμάτων» έκτακτης κρίσης ζωής. Των ημεδαπών και αλλοδαπών που εργάζονται νυχθημερόν σ’ αυτήν την εχθρική πόλη, πρωτεύουσα, χώρα. Μέσα σε σκοτεινά και ανήλιαγα γραφεία, ασφυκτικά περιβάλλοντα, σε υπαίθριους χώρους, κάτω από τις πύρινες ακτίνες του παντοκράτορος ζωοδότη ήλιου. Της τεράστιας πυρακτωμένης κηλίδας του δικού μας γαλαξία που μας ζωογονεί, τροφοδοτώντας μας ζωή. Το πανάρχαιο φωτεινό τόπι της δικαιοσύνης, που σαν σβούρα γυρίζει γύρω του φλερτάροντάς τον ο δικός μας υγρός πλανήτης, η γη μας που ακόμα δεν κατορθώσαμε να μπουσουλάμε πάνω της, σεβαστικά, και κάνουμε ότι είναι δυνατόν για να την καταστρέψουμε. Στο εδώ, τυχαίο, στιγμιότυπο της ανθρώπινης μίνι ζωής μας.  Αυτή την θερινή σεζόν που όλα είναι διαφορετικά στην χώρα μας, στην ευρώπη, παγκοσμίως. Αχνοφωτίζει το μέλλον πάνω στις κορυφογραμμές των οριζόντων της ιοβολούσας ιστορίας του ανθρώπου.
      Με τις παλίρροιες δροσιάς της Ποίησης προσπαθούσα ο ταλαίπωρος να βοηθήσω την ψυχή μου να ξαστερώσει από την μαυρίλα των γύρω μου ερεθισμάτων, όταν ακούστηκε ξαφνικά να κτυπά το τηλέφωνο. Μια άγνωστή μου φωνή από το πουθενά, μια γυναικεία φωνή, με πληροφόρησε για την απώλεια της ποιήτριας και μεταφράστριας, καθηγήτριας Καίτης Χιωτέλλη. Η χριστιανή ορθόδοξη ποιήτρια Καίτη Χιωτέλλη, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 5 Οκτωβρίου του 1928 και ταξίδεψε για την ουράνιο Ιερουσαλήμ της πίστης της, την περασμένη Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020. Η εξόδιος ακολουθία της θα ψαλλεί την Δευτέρα.
     Οι παλαιότερες γενιές των ελλήνων και ελληνίδων, και αναφέρομαι στα μετά το 1974, της μεταπολίτευσης χρόνια, θυμούνται το όνομα της ποιήτριας καθώς το συναντούσαν συχνά ή σποραδικά σε παιδικά περιοδικά που συνηθίζονταν να μοιράζονται στα δημόσια σχολεία, θρησκευτικού χριστιανικού περιεχομένου περιοδικά, όπως ήταν «Η Ζωή του παιδιού», «Προς την Νίκη» και άλλα. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία επίσης, γνώριζαν, την παρουσία της και από την συμβολή της στην έκδοση εκπαιδευτικών βιβλίων για τις τάξεις του Δημοτικού του μαθήματος των θρησκευτικών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
     Η Καίτη Χιωτέλλη μετά το πέρας της εκπαίδευσής της από το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, αποφοίτησε από το Φαρμακευτικό Τμήμα της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην διάρκεια της πάντα ενδιαφέρουσας σταδιοδρομίας της φοίτησε στη μεταπτυχιακή σχολή του Οικονομικού Ινστιτούτου του στο Bossey της Ελβετίας και αποφοίτησε με το Certificat της Θεολογικής σχολής του Πανεπιστημίου της Γενεύης. Συνέχισε τις σπουδές της στη Facutite des Lettres του Πανεπιστημίου της Γενεύης στους κλάδους Γαλλική Φιλολογία, Φιλοσοφία και Νεοελληνική Λογοτεχνία. Στα μετέπειτα χρόνια εργάστηκε σαν γραμματέας στο γραφείο του εκπροσώπου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 συνεργάστηκε και πάλι στην έκδοση του διδακτικού βιβλίου των θρησκευτικών της Α΄ Γυμνασίου, με συγγραφή κείμενων και μετάφραση πατερικών κειμένων. Δίδαξε σε κύκλους της ΧΕΝ ελληνική λογοτεχνία και ζητήματα που έχουν να κάνουν με αναλύσεις έργων ελλήνων λογοτεχνών. Βλέπε σχετικά με την ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, τα ιστορικά ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη, η Γενιά του 1930 κλπ. Την δεκαετία 1980-1990 δίδαξε στο ΚΕΜΕΔΙ και στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο στην Κέρκυρα Θεωρία και Πράξη της Μετάφρασης από τα Γαλλικά στα Ελληνικά σε κείμενα δημοσιογραφικά, λογοτεχνικά, επιστημονικά σε μεταπτυχιακούς σπουδαστές. Η διδακτική και «βιοποριστική» όπως συνήθιζε να γράφει η ίδια, σε βιογραφικά της σημειώματα, πορεία της ποιήτριας και μεταφράστριας Καίτης Χιωτέλλη δεν περιορίστηκε σε αυτές μόνο της διδασκαλικές της δραστηριότητες. Η πνευματική της πορεία αρχινά ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1940, όταν για πάνω από μια δεκαετία 1949-1961, την βλέπουμε να συνεργάζεται με το τότε γνωστό θρησκευτικό περιοδικό «Ακτίνες», ένα περιοδικό πρωτοπόρο στην εποχή του, που απηχούσε τις θέσεις και τις αξίες των χριστιανών επιστημόνων, της νέας «φουρνιάς» των θεολόγων και άλλων πανεπιστημιακών ειδικοτήτων, που εξέφραζαν τους σύγχρονους καιρούς της ορθόδοξης αναζήτησης που ανέτειλαν, με την άνθηση της πατερικής γραμματείας, την επιστροφή στις ορθόδοξες ρίζες της παράδοσης, στο ρεύμα του μοναχισμού, στο άνοιγμα της ορθόδοξης ελληνικής εκκλησίας στα νέα ρεύματα της ευρωπαικής διανόησης και άλλων ευρωπαικών θεολογικών δογμάτων. Την αναζήτηση και εύρεση κοινών διαδρόμων συνάντησης της Επιστήμης και της Τεχνολογίας, των σύγχρονων επιτευγμάτων της θύραθεν ζωής και παιδείας του ανθρώπου με την παραδοσιακή Θεολογία του κοινοτισμού και του μυστικισμού, των νηπτικών αξιών της καθ’ ημάς ορθόδοξης ανατολής. Την διερεύνηση κοινών σημείων συμπόρευσης και αναφοράς τόσο με την εξόριστη στην δύση ορθόδοξη θεολογία και παράδοση όσο και με τα σημαντικά εσωτερικά ρυάκια δημιουργίας και ερμηνείας της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης από την Προτεσταντική παράδοση και διδασκαλία. Η άρση του αναθέματος από τον Πάπα Παύλο- Ιωάννη τον Στ΄ και τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα είχε συμβάλει στην προσέγγιση επίσης της Καθολικής Εκκλησίας με αυτήν της Ανατολής. Θρησκευτικές και Εκκλησιαστικές αγκυλώσεις αιώνων σταδιακά είχαν αρχίσει να υποχωρούν και να ανατέλλουν νέοι ορίζοντες συνύπαρξης των ανθρώπων της Ανατολής και της Δύσης. Ο Δυτικός κοσμοπολιτισμός και τα ταξίδια, οι σπουδές ελλήνων θεολόγων στο εξωτερικό, η συνεργασία τους με ευρωπαίους θεολόγους, ερευνητές και επιστήμονες, στάθηκαν επικουρικά βοηθήματα στην προσπάθεια αναγέννησης της ελλαδικής εκκλησίας και παράδοσης. Οι νέοι καιροί υπερνικούσαν τις δογματικές και «βαλκάνιες» ή «χωριάτικες» αγκυλώσεις της ελληνικής κοινωνίας. Και , είναι ενδιαφέρον στο ότι, στην προσπάθεια αναγέννησης της ορθόδοξης γραμματείας και παράδοσης, στο δύσκολο και αντίξοο αυτόν καθημερινό αγώνα, δεν συνέβαλαν μόνο έλληνες-άντρες επιστήμονες, καθηγητές και θεολόγοι αλλά και ελληνίδες, γυναίκες σε μια εποχή που η γυναίκα ακόμα δεν είχε δικαίωμα ψήφου όχι μόνο στην χώρα μας. Συναντάμε λοιπόν, μια διπλή άνθηση τόσο στον χώρο της θρησκείας-εκκλησίας και ορθόδοξης γραμματείας όσο και εκείνης της ελληνικής λογοτεχνίας και ποίησης. Η Καλλιρόη Παρρέν και οι άλλες ελληνίδες πρωτοπόρες της εποχής τους, είχαν βάλει τις βάσεις για την απελευθέρωση της ελληνίδας γυναίκας. Η παλαιότερη Ναξιώτισσα Ευανθία Καϊρη, θα αισθάνονταν υπερήφανη για τις κοινωνικές και πνευματικές εξελίξεις.
Όμως, η συνεργασία της Καίτης Χιωτέλλη, δεν σταμάτησε μόνο σε αυτά τα δύο θρησκευτικά περιοδικά. Την βλέπουμε να δημοσιεύει ποιήματα, διηγηήματα, άρθρα, μικρές μελέτες, να παρουσιάζει νέες εκδόσεις βιβλίων, να γράφει κριτικές για κινηματογραφικά και θεατρικά έργα, να σχολιάζει πνευματικές και καλλιτεχνικές κινήσεις της εποχής της, του χώρου της που με θερμή πίστη διακονεί. Συναντάμε το όνομά της όπως προανέφερα στο περιοδικό «Ακτίνες», στην «Ζωή του Παιδιού», στον «Κόσμο της Ελληνίδας», να ανήκει στην συντακτική επιτροπή του περιοδικού «Σκαπάνη»,  στο περιοδικό «Σύνορο», να συνεργάζεται με το γαλλικό περιοδικό “Contacts”, την γαλλική εφημερίδα “Le Vie Protestante”, να δίνει συνεργασίες της στο περιοδικό «Νέοι Ορίζοντες», στο περιοδικό «Καθ’ Οδόν», στον τόμο 1/1966 του «Χριστιανικού Συμποσίου». Συνεργάζεται με το σύγχρονο των ημερών μας ορθόδοξης παιδείας και ύλης περιοδικό «Η Σύναξη» βλέπε ενδεικτικά τεύχη 1, 11, 25, 32, 36 και σε άλλα τεύχη.
 Όμως, η πνευματική και συγγραφική της παρουσία, δεν σταματάει μόνο σε αυτές της τις δημοσιεύσεις και στην συμμετοχή στην συγγραφή θρησκευτικών συγγραμμάτων για την δημοτική και γυμνασιακή εκπαίδευση. Ήδη από την δεκαετία του 1950 και μετά συμμετέχει στην συγγραφή και επιμέλεια βιβλίων για μικρά παιδιά βλέπε την «Κόκκινη Κλωστή Δεμένη» το 1950, τον βιβλίο «Ο Καλός φίλος» πέντε χρόνια μετά, το 1955, στην έκδοση «Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα» των εκδόσεων «Δαμασκός» την ίδια χρονιά, που δημοσιεύει με το ψευδώνυμο Χαρά Κρίσπου. Χρησιμοποιεί επίσης σε κείμενά της και ένα δεύτερο ψευδώνυμο, το Δάφνη Καστρίτη. Ενώ σε νεαρή ακόμα ηλικία, τον Οκτώβρη του 1961, εκδίδει την πρώτη της ποιητική συλλογή. «ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΙ ΔΡΟΜΟΙ». Μια συλλογή 94 σελίδων που περιλαμβάνει 54 έντιτλα παραδοσιακής φόρμας ποιήματα, ποιήματα θρησκευτικής πνοής και κοινωνικής ατμόσφαιρας, ποιήματα παραδοσιακά μεν που πέρα από την απλότητά τους, αφήνουν μια αίσθηση πίκρας αλλά και εσωτερικής της ορθόδοξης πίστης της ελπιδοφορία. Μια χαρμολυπική όχι έντονη διάθεση, μια ελεγχόμενη τρυφερότητα γυναικείας ευαισθησίας και χαμηλής τονικής ρυθμολογίας. Ποιήματα σίγουρα μιας άλλης εποχής και κοινωνικού κλίματος που δεν παύουν όμως, με την χαμηλή φωνή τους, την καθημερινή γλώσσα της, το εύληπτο και προσβάσημο στον καθένα μας λεξιλόγιό της, την μητρική και γυναικεία της φροντίδα και θέρμη, την περιορισμένη αλλά όχι δογματική θεματογραφία της, την τυπική της καλολογία και επιμέλεια, αλλά προπάντων την εσωτερική της αληθινή πίστη, που, δεν βασίζεται σε ας το επαναλάβουμε πηδαλιούχες απαγορεύσεις, αυτές τις ανίερες και ανιαρές ιερεμιάδες ποιητικούς ή κηρυγματικούς αμανέδες που προέρχονται ακόμα και στις μέρες μας, από χείλη που δεν έκαναν ένα ένσημο στην ζωή τους για να αντιληφθούν τι σημαίνει ζωή, πόνος, αρρώστια, αδιέξοδο. Έλληνες αρχομανείς και «καλοπερασάκηδες». Τα σημειώνω αυτά, για να τονίσω ότι, παρά την παραδοσιακή φόρμα των ποιημάτων της Καίτης Χιωτέλλη, ανεξάρτητα από την παλαιού καιρού θεματολογία της και χαμηλόφωνο προβληματισμό της φωνής της, ο ποιητικός λόγος της ποιήτριας Καίτης Χιωτέλλη διαθέτει μια θρησκευτική αυθεντικότητα, «ένα βάρος έντασης»  ποιητικής όπως σημειώνει στο βιβλίο του «Τα Ελληνορθόδοξα Γράμματα» ο Νίκος Β. Τυπάλδος,  μια ποίηση «χωρίς κραυγαλέους τόνους παίρνει αφορμή από καθημερινές στιγμές της ζωής ή από το περιδιάβασμα στην Φύση, και μας δίνει πίνακες όπου κυριαρχεί γνήσια θρησκευτική διάθεση. Ποίηση με λυρική πειθώ, με πίκρα σιγαληνή, παραπονετική, ελπιδόφόρα όμως στο βάθος», βλέπε σελίδες 171-173.  Πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω, ότι ο θρησκευτικός ποιητικός λόγος, δεν οφείλει να κραυγάζει το σύμβολο της πίστης του, να κραυγάζει σαν «μουεζίνης» από ποιητικού άμβωνος τα πρόσωπα του χριστιανικού θείου δράματος. Τα σύμβολα και τα πρόσωπα της Παλιάς και Καινής Διαθήκης, που συναπαρτίζουν τους αναβαθμούς πίστης και βιώματος της ορθόδοξης παράδοσης,  δεν είναι ηθοποιοί ώστε να χρειάζονται την θρησκευτική μαρκίζα για να μας γίνουν γνωστά ή να μας τα υπενθυμίζουν οι διαπρύσιοι κήρυκές τους, οι ορθοφρονούντες της πίστης της ατομικής τους αλήθειας. Ο ποιητικός λόγος είναι το ηχείο ή ένα από τα ηχεία του ανθρώπινου λόγου και πολιτισμού που μας υπενθυμίζει την βιωμένη παράδοση των ανθρώπων, των λαών, δηλαδή τους λυγμούς και τους πόνους της ζωής τους. Και όχι ένα άλλο σκληρότερο και απαιτητικότερο καθαρτικό των αστοχιών των σωμάτων ή των ψυχών μας. Γιαυτό κατά την ταπεινή μου κρίση θεωρώ ότι ο ποιητικός λόγος της Καίτης Χιωτέλλη, κουβαλά μέσα της τον λόγο και την αυθεντικότητα της δικής της εκκλησιαστικής αλήθειας. Το ζυμάρι των προσωπικών της βιωμάτων. Τον της πίστης της ορθόδοξο οραματισμό που δεν χρειάζεται πολλές κηρυγματικές από άμβωνος απαγορευτικές φιοριτούρες για να γίνει πιστευτό. Μπορεί να μην φτάνει η φωνή της στους υπαρξιακούς τόνους που φτάνει η φωνή της πειραιώτισσας Όλγας Βότσης, μπορεί να μην έχει το κοινωνικό εύρος και υπαρξιακό της φωνής της θεσσαλονικιάς Ζωής Καρέλλη, μπορεί να μην διαθέτει αυτήν την λυγράδα των λέξεων της Μελισσάνθης, ή αυτήν την πυρετώδη έξαψη της θρησκευτικότητας της Μελισσάνθης, τους παλαμικούς χτύπους που αναγνωρίζουμε στην ποίησή της, όμως η ποίηση της Χιωτέλλη, είναι πηγαία και αληθινή. Μικροί κραδασμοί πόνου και θλίψης, ψιχάλες νοσταλγίας και παρηγοριάς, ελεγείες για πένθιμες καταστάσεις και ανοιξιάτικες ημέρες ζωής, και όλα αυτά και άλλες εικόνες, μέσα στο κουκούλι της ορθόδοξης πίστης της. Που για τους αυθεντικούς δηλαδή τους «αμαρτωλούς» πιστούς δημιουργούς, δεν είναι παρά το εκμαγείο της ελπίδας τους όπως ο καθένας και η κάθε μία το αισθάνεται μέσα του και το ζει και το βιώνει με τους γύρω του. Σε έναν Κόσμο, που δεν έμαθε ακόμα να συνυπάρχει με τον Άλλον
«….Σαν αρχινάς να κρούης τις καμπάνες των εσπερινών
Ακούω το μήνυμα μιάς ήμερης θλίψης.
Την ώρα που εσύ βιάζεσαι να φύγης, να βρεθής
στην αποθέωση του δειλινού σου φωτοστέφανου
στην ακατάλυτη αλυσίδα που σε δένει
σε μιάν αιωνιότητα.».
Από το ποίημα «Η ΜΕΡΑ Η ΑΠΙΑΣΤΗ». σ. 66
     Η ποιήτρια, γνωρίζει τα όριά της, διαισθάνεται την αδυναμία της τον αδιέξοδο και ατελέσφορο ρόλο της μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι.
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
«Είμαι μια μικρή αποτυχημένη
Επανάσταση
ασήμαντη στην ιστορία.
Όσες δυνάμεις μου γλυτώσανε
στην άνιση αναμέτρηση
μπήκανε σε τιμητική
αποστρατεία.
Έχω μονάχα πιά νεκρούς
στην ιστορία μου.
Άλλο όνομα δεν μούδωσαν
ούτε χρονολογία.
Αιτία της αποτυχίας μου
των άταφων νεκρών μου
η ανία.

Είμαι μια θλιβερή
χαμένη επανάσταση
χωρίς καμμιά συνέχεια
στην ιστορία.
Χωρίς ελπίδα να με πούν ποτέ
εκείνο που στ’ αλήθεια ήμουνα:
μια διαμαρτυρία.».
     Αν αυτό, δεν είναι πολιτική ποίηση, τότε τι είναι, οι κραυγαλέες μαρξισιτκές ιαχές και τα κομματικά τσιτάτα επανάστασης επί χάρτου μιας διαψευσμένης ελπίδας; Τα εθνικιστικά φορέματα μιας ανιστόρητης καλλιτεχνίας;. Η ποίηση της Καίτη Χιωτέλλη αν την δούμε στην εποχή της, αν την διαβάσουμε μέσα στο κλίμα και την κοινωνική και θρησκευτική συντηρητική ατμόσφαιρα που την κυοφόρησε, θα αντιληφθούμε την σημασία της και τον ποιητικό της σκοπό. Υπάρχουν ποιητικές της μονάδες που είναι επίκαιρες της εποχής της όπως το ποίημα «ΦΥΓΗ» υπάρχουν ποιήματα για εκκλησιαστικές εορτές, υπάρχουν οι σύγχρονες ποιητικές Δεήσεις, οι Προσευχές της, οι της ψυχής της περιπέτειες που λυγμικά αποτυπώνονται χωρίς δυνατές φωνές δίχως της πίστης και ελπιδοφορίας της υψηλά τραντάγματα. Το ταραγμένο βλέμμα της με το οποίο βλέπει τον Κόσμο και τα προβλήματά του, είναι νηφάλιο, ήρεμο, σχεδόν ατάραχο. Είναι η προσωπική της «ΕΝΑΤΗ ΩΡΑ». «Οι Ώρες του ζόφου που κούρνιασαν/ -σύννεφα οργισμένα-στις κορφές./ «Ίνατί με εγκατέλειπες;».
     Η πρώτη αυτή συλλογή της ποιήτριας Καίτης Χιωτέλη, όπως αναγράφεται στον κολοφώνα του βιβλίου «Η ΠΟΙΗΤΙΚΉ ΣΥΛΛΟΓΉ «ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΙ ΔΡΟΜΟΙ» ΤΗΣ ΚΑΙΤΗΣ ΧΙΩΤΕΛΛΗΣ ΜΕ ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΑΛΕΚΟΥ ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΗ ΤΟΥ 1961 ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΜΕΛΕΙΑ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ «ΔΙΦΡΟΣ»».
Έκτοτε, και για πάνω από 50 χρόνια, η ποιήτρια θα «σωπάσει» εκδοτικά ποιητικά. Μέχρι το 2018 όπως βρήκα σε πληροφορία στο διαδίκτυο, σε επιμέλεια του θεολόγου και εκδότη κυρίου Δημήτρη Μαυρόπουλου θα κυκλοφορήσει την δεύτερη συλλογή της με τίτλο «ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ» από τις εκδόσεις «Εν Πλώ».
Όμως η συγγραφική περιπέτεια της ποιήτριας Καίτης Χιωτέλλη, δεν σταματά μόνο στην ποίηση. Το συγγραφικό της έργο περιλαμβάνει μελέτες πάνω στον γάλλο συγγραφέα Robert Pinget. Συνεργασία σε μετάφραση από τα γαλλικά του Λεξικού της Βιβλικής Θεολογίας. Μετάφραση του έργου του γάλλου Oscar Cullman, «Η προσευχή στην Καινή Διαθήκη» από τις εκδόσεις «Άρτος Ζωής». Το βιβλίο της Elisabeth Behr Siegel, «Το λειτούργημα της γυναίκας στην Εκκλησία». Μεταφράσεις βιβλίων για μικρά παιδιά για τις εκδόσεις «Ακρίτας». Επιμέλεια και αναστήλωση των ποιητικών έργων του πειραιώτη ορθόδοξου ποιητή Ελευθέριου Μάϊνα από τις εκδόσεις «Δόμος». Η ίδια πάλι, επιμελήθηκε και διασκεύασε «Τα Χριστουγεννιάτικα διηγήματα» του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη για τις εκδόσεις «Άγκυρα». Αναστήλωσε γλωσσικά και επιμελήθηκε την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη στην έκδοση της «Βιβλικής Εταιρείας». Ακόμα, συμμετείχε στον αφιερωματικό τόμο στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη των εκδόσεων του «Ελληνικού Λογοτεχνικού Ιστορικού Αρχείου». Στον αφιερωματικό τόμο για τον ποιητή, μεταφραστή και εκδότη, στοχαστή Λαρισαίο Κώστα Τσιρόπουλο, «Χαιρετισμός στον Κώστα Ε. Τσιρόπουλο» από τις εκδόσεις “Manifesto”.  Και πολλές άλλες δημοσιεύσεις και μεταφράσεις.
     Η Καίτη Χιωτέλλη, που έφυγε πριν λίγες μέρες από κοντά μας, και που αύριο η αττική γη θα σκεπάσει το σώμα της, αυτό το σώμα και το πνεύμα, τη ψυχή και καλλιτεχνική φύση, την ορθόδοξη γυναικεία φυσιογνωμία που έζησε στον επίγειο χρόνο της κοντά έναν αιώνα, ανήκει πλέον στην χορεία των σύγχρονων ελληνικών φωνών της ποίησης της χριστιανικής ορθόδοξης παράδοσης, όπου συγκαταλέγονται μια πλειάδα σύγχρονων ελλήνων και ελληνίδων δημιουργών που διακόνησαν με αληθινή πίστη, ευαισθησία, μεράκι, χριστιανική αυταπάρνηση, πόθο για τα χριστιανικά γράμματα, πηγαιότητα ζωής, την ελληνική ποιητική και πεζογραφική γραμματεία. Φωνές όπως μας φανερώνουν οι ελάχιστες θρησκευτικές ανθολογίες που κυκλοφορούν, οι οποίες διασώζουν ένα άλλο μεγάλο κομμάτι της ποιητικής μας παράδοσης που ανθίσταται ακόμα στην οξειδωμένη εσωτερική περί πίστεως και παράδοσης αναφορά και επίκληση, και ταυτόχρονα, στην δυτική και δυτικοφερμένη  αντιαναγεννησιακή- αντιουμανιστική αντίληψη της παγκοσμιοποίησης, και των θέσεών της περί κατάργησης των συνόρων, της λησμονιάς της εθνικής ιστορίας και παράδοσης κάθε κράτους, και των θέσεων περί μιας γενικής θρησκευτικής θολούρας και σηματοδότησης στο όνομα του καταναλωτικού homo economicus,  ακοινώνητου προσώπου. Που αντάλλαξε τα της τέχνης και κοινότητας εκκλησιαστικά περιβάλλοντα με τα διαφημιστικά της τηλεόρασης στούντιο, και την θύραθεν ποίηση, εκκλησιαστική και μη, με τη εξύμνηση της κοινωνικής μας αλαλίας, και των ταξιδιωτικών θρησκευτικών και ποιητικών τουριστικών περιπάτων.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Κυριακή 5 Ιουλίου 2020
ΥΓ. Και ας μου επιτραπεί ένα πικρίας σχόλιο της επικαιρότητας. Άκουσα προχθές στο ραδιόφωνο των «Παραπολιτικών» την κυρία Παγώνη σε συνέντευξή της σε πρωινή εκπομπή, να ζητά από τους έλληνες και τις ελληνίδες που ταξιδεύουν και πάνε διακοπές, αν δούνε νέους ανθρώπους να συνωστίζονται και να μαζεύονται στις παραλίες και τις παμπς να τους καταγγείλουνε, Αν την κατανόησα σωστά.. Αν λοιπόν άκουσα σωστά και δεν παρανόησα τα λεγόμενά της στο ραδιόφωνο, τότε κυρία, αγαπητή κυρία Παγώνη μας ζητάτε να γίνουμε καρφιά. Εντάξει, για το καλό της υγείας όλων μας! Μπράβο, παράλληλα όμως, να «καρφώνουν» και τους ιατρούς που δεν κόβουν αποδείξεις, τους γιατρούς που παίρνουν φακελάκι, τους γιατρούς που ενδεχομένως «λαδώθηκαν» από το σκάνδαλο της μεγάλης φαρμακευτικής εταιρείας. Όχι δύο μέτρα και δύο σταθμά, αν δεν κάνω λάθος. Γιατί και οι αγαπητοί μας γιατροί είναι και αυτοί άνθρωποι θνητοί σαν και εμάς, και έχουν ανάγκες, έχουν πάθη, αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες στην δουλειά τους, στην οικογένειά τους. Όμως άλλο αυτό και άλλο να στοχοποιείται συνεχώς εμάς τους απλούς έλληνες και ελληνίδες που στο κάτω-κάτω φορολογούμαστε για την ιατροφαρμακευτική μας ασφάλεια. Ενώ αν υπάρχει αλισβερίσι γιατρών, φαρμακοποιών να γίνεται ότι και με την ευγενή κάστα των δημοσιογράφων που ποτέ δεν μιλούν για τα δικά τους «σκανδαλάκια» οικονομικά και άλλες δοσοληψίες . Εκτός αν κάνω λάθος, ή κατάλαβα λάθος τα λεγόμενα της κυρίας Παγ. Πάντως, προσπαθήστε να κλείσετε ραντεβού σε δημόσιο νοσοκομείο και θα σας πω πόσο χρόνο χρειάζεται και ποια εποχή του χρόνου θα σου κλείσουν ραντεβού. Αν είσαι τυχερός και τα ραντεβού δεν μετατίθενται για το επόμενο μιλένιουμ! Και πάλι, χωρίς να μηδενίζω την προσφορά του δημόσιου συστήματος υγείας. Αλλά να, είμαστε λίγοι, είμαστε έλληνες και γνωριζόμαστε από παράδοση. Και κάτι λίγα έστω και ανορθόγραφα κολλυβογράμματα γνωρίζουμε ημείς.
Καλό καλοκαίρι. Γιατί για φθινόπωρο και χειμώνα, χλωμό το βλέπω.

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2020

Στήν υπηρεσία του αλλότριου ταλέντου


ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΑΛΛΟΤΡΙΟΥ ΤΑΛΕΝΤΟΥ
ΚΙΜΩΝ ΦΡΑΙΕΡ
«Τα πέτρινα μάτια της Μέδουσας». Δοκίμια. Εκδ. Κέδρος-Αθήνα 1981, σ. 311.
του Θ. Δ. Φραγκόπουλου, εφημερίδα Η Καθημερινή 4-Ιουνίου 1981.
        Υπάρχουν εργασίες μεταφραστικές που προκαλούν περισσότερο από θαυμασμό: είναι εκείνες που δημιουργούν το δέος. Η μετάφραση των εβδομήκοντα, ας πούμε: ολόκληρη η Βίβλος μεταφράζεται μέσα σε κάπου τριάντα χρόνια, από έξη δωδεκάδες εξελληνισμένους ραββίνους της Αλεξάνδρειας. Πεντακόσια χρόνια αργότερα, ένας άνθρωπος ολομόναχος, θα επαναλάβει τον άθλο αυτό σε λιγότερο από είκοσι χρόνια: ο Άγιος Ιερώνυμος θα φτιάξει την Βουλγκάτα του. Και αυτό σε μιά εποχή όπου κάθε λέξη μετράει, επειδή έχουν αρχίσει κι όλας οι καυγάδες των αιρέσεων, και στα αρχικά «κόρπους» των εβδομήκοντα έχει προστεθεί και η Καινή Διαθήκη. Οτιδήποτε λοιπόν έχει να μας πει ο χαλκέντερος αυτός μεταφραστής για την τεχνική της μεταφοράς ενός κειμένου από μια γλώσσα σε άλλη, πρέπει να έχει ιδιαίτερη σημασία για όλους όσους καταγίνονται και σήμερα με τη μετάφραση. Σε μιάν από τις επιστολές του προς τον Ρουφίνο τον Μοναχό, σημειώνει πώς όλα είναι δυνατόν να μεταφραστούν από τη μια γλώσσα στην άλλη, εκτός από την ίδια την «αυτόχθονη ποιότητα της γλώσσας»  Αυτό, λέει παραμένει πάντα άπιαστο, γιατί δεν μπορεί να νοηθεί μια απόδοση σωστή της ποιότητας της γλώσσας, χωρίς τους ήχους, τον τονισμό, την φθογγή, και τους φόβους μέσα στους οποίους αυτή ενσαρκώθηκε.
     Να γιατί η μετάφραση ενός κειμένου, όπου η ποιότητα της γλώσσας παίζει τόσο μεγάλο ρόλο, όσο στην ποίηση, είναι έργο που απαιτεί μεγάλη επιδεξιωσύνη, έτσι ώστε αυτή η διαδικασία της ενσάρκωσης-της μετενσάρκωσης, θα λέγαμε-να μπορεί να επιτευχθεί σωστά. Και, επειδή αυτή την μετενσάρκωση μόνο διαισθητικά μπορεί κανείς να πλαστουργήσει, χρειάζεται ένας τεχνίτης που να κατέχει αυτή την διαίσθηση που ανιχνεύει ποιότητες όπως ο χειρουργός ανιχνεύει σαρκώματα: εκείνος ο τεχνίτης που λέγεται ποιητής. Την ποίηση, κανένας σοφός σχολάριος δεν μπορεί να την μεταφράσει’ και για τούτο, τα δύο ύψιστα παραδείγματα σωστής ποιητικής μετάφρασης μόνο ποιητής μπόρεσε να, τα προσφέρει, ο Μπωντλαίρ μεταφράζοντας Πόε και ο Στέφαν Γκεόργκε μεταφράζοντας-τι σύμπτωση!-Μπωντλαίρ.
     Αλλά ποιος ποιητής είναι εκείνος πού, στην καλύτερη περίπτωση, δεν θα θεωρήσει σαν εντελώς παρακατιανό πάρεργό του τη μετάφραση; Όταν έχεις τόσο δικά σου μεθυστικά λιβάδια να διατρέξεις, γιατί να πας να οργώσεις με μόχθο τα χωράφια των άλλων;  Ποιος έχει τόση καρτερία, και τόση έλλειψη φιλοδοξίας, ώστε να σβήσει την προσωπικότητά του στο έργο μέσα ενός αλλουνού; Η ποίηση είναι μιά εργασία εγωιστική, στο κάτω-κάτω, ενώ δεν υπάρχει τίποτα πιό αλτρουιστικό από τη δουλειά μιάς μετάφρασης: θέτεις στην υπηρεσία ενός αλλότριου ταλέντου τη δική σου διαίσθηση, τη δική σου ικανότητα, το δικό σου χρόνο και, φυσικά, το δικό σου ταλέντο. Δαπανάς έτσι το κεφάλαιό σου σε αλλότριες εξυπηρετήσεις. Και, στην καλύτερη περίπτωση, αν υποτεθεί πώς σε ένα τέτοιο έργο αφιέρωσες ολόκληρή σου την ικμάδα της ζωής, θα μνημονευθείς σε μιάν υποσημείωση στη χειρότερη, θα αποξεχαστεί η προσφορά σου εντελώς. Έτσι, οι περισσότεροι ποιητές περιθωριακά μόνο ασχολούνται με τη μετάφραση-Ρίλκε, Πάουντ, Μπονεφουά, Σεφέρης-άλλων ποιητών. Το ότι οι μεταφράσεις αυτές έχουν μιάν ιδιαίτερη μαστοριά και μιάν στίλβουσα πληρότητα, μας κάνει να νιώθουμε τι έχουμε στ’ αλήθεια στερηθεί, ακριβώς από τούτη την αποσπασματικότητά τους.
     Υπάρχει βέβαια, το παράδειγμα του Έντουαρντ Φίτζεραλντ έδωσε όλους τους ποιητικούς του χυμούς στη μετάφραση των Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ, ώστε να μην μείνει τίποτε άλλο από αυτόν τον ίδιο στην ιστορία. Σπάνιο δείγμα πνευματικού αλτρουισμού, που έφτασε στην έσχατη συνέπεια. Θα’ ταν σχεδόν και ανεπανάληπτο, αν δεν είχαμε, στη δική μας γλώσσα, ένα αντίστοιχο φαινόμενο, έναν ποιητή πού, θεληματικά, στρατεύθηκε στην μετάφραση τόσο πολύ ώστε να ξεχάσει τις προσωπικές δημιουργικές του φιλοδοξίες, να περιγράψει μέσα στην ψυχή του την ιερή έφεση για την πρωτότυπη ποιητική δημιουργία και ν’ αφιερωθεί ολόπλευρα στην μετάφραση. Και το πράγμα παίρνει διαστάσεις επικής αυταπάρνησης, όταν σκεφτεί κανείς πως ο ποιητής αυτός, δίγλωσσος από γεννησιμιού του, ήτανε κι όλας δόκιμος τεχνίτης σε μια γλώσσα με παγκόσμια ακτινοβολία, την αγγλική, και πώς εγκατέλειψε την ποιητική του σταδιοδρομία επειδή εζεύτηκε μιάν άλλη ιερότερη υποχρέωση: Να προβάλλει τα επιτεύγματα της ποίησης τούτου του τόπου στο διεθνές αγγλόφωνο κοινό. Πρόκειται για τον Κίμωνα Φράιερ, που από το 1946, με υπομονή καθαρώς μοναστηρίσια, και με μιάν επιδεξιότητα που μόνο η αφατρίαστη πραότητά του τη συναγωνίζεται, έχει επωμισθεί ακούραστα το βαρύ έργο της μετενσάρκωσης του ελληνικού ποιητικού λόγου στ’ αγγλικά.
     Ξέρουμε ποιο είναι το μεταφραστικό έργο του Κίμωνα Φράιερ. Πρώτα απ’ όλα, είναι η μετάφραση του Έπους της Οδύσσειας του Νίκου Καζαντζάκη, πού μόνο αυτή, έδωσε την προσκύρωση και τη διεθνή διάσταση στο τεράστιο τούτο έργο. Θα πρέπει να υπομνησθεί πώς, ως την κυκλοφορία της μετάφρασης αυτής, ζήτημα είναι αν υπήρχε και στην Ελλάδα, στα ελληνικά, προσιτή έκδοσή του. Η μετάφραση των 33.333 στίχων του έπους αυτού αποτελεί επίτευγμα που δεν έχει το ανάλογό του στα χρόνια μας. Η επιτυχία όμως του μεταφραστικού άθλου φανερώνεται στις απανωτές εκδόσεις του, στις επαινετικότατες κριτικές του και, κυρίως, στο ότι δεν έχει επιχειρηθεί, ακόμα η επανάληψη τούτου του άθλου από άλλους μεταφραστές σε άλλη γλώσσα. Και όμως, τέσσερα χρόνια ήτανε αρκετά για τον Φράιερ να τον φέρει εις πέρας.
     Αλλά η μεταφραστική προσφορά του Φράιερ στην ελληνική ποίηση αρχίζει μόλις με την «Οδύσσεια», γιατί αμέσως μετά έχουμε τη μετάφραση του ουσιαστικού CORPUS της ελληνικής ποίησης από τον χαλκέντερο τούτο εργάτη του πνεύματος: τον ογκώδη τόμο «Η Ελληνική Ποίηση, από τον Καβάφη ως τον Ελύτη» όπου, με αξιοθαύμαστη αμεροληψία, παρουσιάζονται τα επιτεύγματα τεσσάρων γενεών Ελλήνων ποιητών. Απλή σύγκριση των μεταφράσεων που επιχειρήθηκαν από τον Φράιερ, με εκείνες των ίδιων ποιημάτων που φιλοτεχνήθηκαν από άλλους μεταφραστές, κάνει να φανεί η ποιοτική υπεροχή του Φράιερ σαν μεταφραστή ποίησης.
      Τον πρώτο τόμο αυτής της ογκώδους μεταφραστικής δουλειάς ακολουθεί τώρα δεύτερος. Και, παράλληλα με αυτόν, εκδίδονται, σε ταχύτατη διαδοχική σειρά, μεταφράσεις του Σινόπουλου, του Αναγνωστάκη, Καρούζου, της Βακαλό και άλλων. Ταυτόχρονα, σε περιοδικά ποίησης αγγλόφωνα, όπου η συνεργασία του Φράιερ είναι περιζήτητη, δημοσιεύονται ποιήματα νεώτερων και νεώτατων Ελλήνων ποιητών σε μετάφρασή του- Αγγελάκη Ρούκ, Ησαϊα, Πούλιος, Κοντός-πράγμα που αποδείχνει την άγρυπνη παρακολούθηση, από μέρους του Φράιερ, της τρέχουσας παραγωγής της ποίησης στον τόπο μας, που και αυτό, δεν είναι άθλος λιγότερο θαυμαστός από οποιονδήποτε άλλο, με την υπεραφθονία τούτης της παραγωγής.
      Η πλούσια εμπειρία από την τριβή με την διεθνή και την ελληνική ποίηση του Φράιερ, με την τριπλή ιδιότητα του αποτιμητή, του πρωτοδημιουργού και του μεταφραστή, συμπυκνώθηκε ως τώρα με πλείστα κείμενα εισαγωγής των μεταφράσεών του. Υπόδειγμα ευσυνειδησίας και σαφήνειας παραμένουν οι εισαγωγές του στη μετάφραση της «Οδύσσειας» του Καζαντζάκη, της «Ασκητικής» του, και της «Ελληνικής Ποίησης», για να μην αναφέρουμε το κείμενο της εισαγωγής του «Τοπίο Θανάτου», της συλλογής του Τάκη Σινόπουλου. Αλλά οι εισαγωγές αυτές, με όλη τους την σοφία, την πραότητα και τη σαφήνεια, δεν έπαυαν να έχουν έναν χαρακτήρα επικαιρικό, ή τουλάχιστον στενεμένο από τα όρια που προσδιόριζαν τη λειτουργικότητά τους.
     Τώρα, ο Κίμων Φράιερ προσφέρει έναν τόμο δοκιμίων πάνω στην ποίηση, με τον τίτλο «Τα πέτρινα Μάτια της Μέδουσας». Πρόκειται για μιά συλλογή από μελετήματα, που γράφηκαν στα αγγλικά, κύρια γλώσσα έκφρασης για αυτόν και που μεταγλωττίσθηκαν από μιά σειρά από φίλους του, αρχινώντας από τον ίδιο το Νίκο Καζαντζάκη- ελάχιστη, πρέπει κανείς να πει, αλλά συγκινητική ανταπόδοση, του ποιητή της «Οδύσσεια» προς τον μεταφραστή του!- και καταλήγοντας στους Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Νέλλη Ανδρικοπούλου, Νάσο Βαγενά, Αντώνη Δεκαβάλλε, Τζένη Μαστοράκη, Θωμά Στραβέλη, Νίκο Φωκά, Αλίκη Χωλς και Ντίνο Χριστιανόπουλο. Τα πιό εκτεταμένα από τα δοκίμια αυτά είναι αφιερωμένα στο μεταφραστικό πρόβλημα, αλλά αξιόλογη, και εξ ίσου εκτεταμένη, είναι μιά πολύ ενδιαφέρουσα εργασία για ένα συνθετικό ποίημα του Ιρλανδού ποιητή Γέητς, που ο Φράιερ επεξηγεί, σχολιάζει και υπομνηματίζει με αξιοζήλευτη πληρότητα. Ανάμεσα στα επί μέρους ποιήματα του Γέητς που αποτελούν το σύνολο τούτο είναι και τα κλασικά «Αρμενίζοντας για το Βυζάντιο» και «Βυζάντιο» (το πρώτο, όπως είναι γνωστό, είναι από τα λίγα ποιήματα που έχει μεταφράσει στη γλώσσα μας ο Σεφέρης). Για όσους ενδιαφέρονται να δουν τι σημαίνει «ανάλυση» ενός ποιήματος, και μάλιστα ενός ποιήματος πολύ δύσκολου, τραχύτατα συμβολικού, απρόσιτα περίπλοκου, θα ήθελα να παραπέμψω στο κείμενο τούτο, του Φράιερ. Σημειώνουμε και τις ποιητικότατες μεταφράσεις των στίχων του Γέητς από τον ποιητή Αντώνη Δεκαβάλλε.
     Η δομή του τόμου τον παρουσιάζει διαιρημένο σε τρείς ομοταξίες δοκιμίων: α) Αλληγορίες και Σύμβολα, β) Άγγλοι και Αμερικανοί συγγραφείς και (γ) Άρς Ποέτικα. Στην πρώτη ομάδα, που την αποτελούν τα δοκίμια «Τα Πέτρινα Μάτια της Μέδουσας» και «Ο Δρόμος της Κνωσσού» επιχειρείται μιά προσπέλαση του νοήματος και της υφής της ίδιας της ποίησης, ως υλικό και ως λειτουργία, με τη βοήθεια συμβόλων παρμένων από την ελληνική μυθολογία ή την ελληνική τοπογραφία. Σημειώνουμε πώς το δοκίμιο για τον δρόμο της Κνωσσού είναι εκείνο που έχει μεταφραστεί από τον Νίκο Καζαντζάκη.
     Με μέσα λιτά και κυρίως με διάλεκτο απόλυτα κατανοητή, αναλύονται πολλά από τα πιό περίπλοκα φαινόμενα και γνωρίσματα της ποιητικής λειτουργίας. Και, παρ’ όλο που δεν χαλαρώνει ούτε μιά στιγμή η πυκνότητα του ύφους του κειμένου, η διατύπωση παραμένει λαγαρή, απλή, ευπρόσιτη και με μιά κουβεντιαστή σχεδόν χάρη. Θερμά θα ήθελα να συστήσω σε Έλληνες δοκιμιογράφους να εγκύψουν στον τόσο ήρεμο και εύληπτο τρόπο δοκιμιακής γραφής, τόσο αντίθετο με τον βαρύγδουπο, δογματικό, άχαρο και νεφοσκέπαστο τρόπο με τον οποίο οι ίδιοι συνηθίζου να εκφράζονται στα δικά τους δοκίμια. Παρακολουθώντας την ανέλιξη του μύθου του Περσέα κάτω από την συμβολιστική οπτική που τον κάνει αρχέτυπο, του κάθε ποιητή και του κάθε οραματιστή τούτου του κόσμου, ή βηματίζοντας με αργόστροφα χορευτικά βήματα τον δρόμο προς τον κόσμο του Μίνωα στην Κρήτη κάτω από την ίδια οπτική, για την ανακάλυψη του αρχέτυπου που δίνει τη λύση σε βασανιστικά διλήμματα θολών λαβύρινθων, νιώθουμε να μας περιβάλλει ένας δημιουργικός άνεμος μυθοπλασίας και μυθοερευνητικής, πού,- ξεφεύγοντας από κάθε ρηχή αλληγορία-φτάνει στον έναγνο δημιουργικό συμβολισμό.
     Τα δοκίμια για τους Άγγλους και Αμερικανούς συγγραφείς είναι και τα περισσότερα του τόμου (εφτά σε σύνολο από δώδεκα). Έχουν άνιση έκταση και καμιά φορά επικαλυπτόμενο περιεχόμενο, αλλά μας δίνουν τις προτιμήσεις και (γιατί όχι) τα παιδευτικά τροφεία του Φράιερ: Έλιοτ, ο αδικοχαμένος Χάρτ Κραίην, Τζέημς Τζόϋς, Γέητς, Πάουντ, Ώντεν, Μπάρκερ και μερικοί άλλοι νεώτεροι, έχουν για κοινό παρανομαστή τους την ανικανοποίητη, την έμμονη αναζήτηση ενός οχήματος εκφραστικού που η ίδια η επιτηδειότητά τους το έχει από τα πρίν ναρκοθετημένο.
       «Σ’ όλες τις περιπτώσεις», παρατηρεί ο Φράιερ, «η εποχή τους τους ανάγκασε να σπαταλήσουν ένα μεγάλο ποσοστό από τη δημιουργική τους ενεργητικότητα στο να κατασκευάσουν κάποια συστήματα με τον κριτικό τους στοχασμό».
       Τρία άλλα δοκίμια είναι βραχύτερα: Τα «Ποιητές και Πολιτική», το «Πώς διαβάζεται ένα Ποίημα» και το «Πώς γράφτηκε ένα ποίημα». Ακολουθεί ένα δοκίμιο κάπως μεγαλύτερο για το ποιητικό θέατρο του Ουαλλού ποιητή Ντίλλαν Τόμας «Κάτω από το Γαλατόδασος». Αλλά το μεγαλύτερο όπως είπαμε και πιό πάνω, μελέτημα αυτής της σειράς είναι αφιερωμένο στο βιβλίο του Γέητς “A VISION” και αποτελεί άριστο βοήθημα για την κατανόηση ενός συχνά παρουσιαζόμενου σαν σκοτεινού και γριφώδους ποιητή, σε μιάν από τις πιό αποκρυφιστικές φάσεις της δημιουργικότητάς του. Συνδυασμένη με την αστρολογία, τις σεληνιακές φάσεις, την αυτόματη γραφή, το πνευματιστικό «τραπεζάκι», τα οράματα και τους εφιάλτες του Γέητς, η σειρά τούτη των ποιημάτων του έχει κάτι το μεθυστικό και αποτρεπτικό μαζί, που μόνο ύστερα από την βοήθεια ενός επαΐοντος μπορεί να γίνει ευληπτότερο. Το δοκίμιο αυτό ακολουθείται και από ένα άλλο πάνω στο ίδιο θέμα με τίτλο «Η Ακεραιότητα της Ζωής».
     Ωστόσο, για τον Έλληνα αναγνώστη καίρια σημασία έχουν τα μελετήματα που περιέχονται στην τρίτη ομάδα, και που απασχολούνται κυρίως με τη μετάφραση του ελληνικού ποιητικού λόγου στα αγγλικά, και με το θέμα της μετάφρασης του ποιήματος από τη μιά γλώσσα στην άλλη, γενικότερα.
     Τόσο στην εισαγωγή του, στην «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη, όσο και στην «Ασκητική» του, καθώς και στην Ανθολογία των Ελλήνων ποιητών, ο Κίμων Φράιερ έχει γράψει πολλές σελίδες για το γενικό θέμα της μεταγλώττισης του ποιητικού λόγου. Δεν είναι ανάγκη να μεταφέρουμε τις απόψεις του εδώ. Αρκεί να σημειώσουμε πώς με απόλυτη ειλικρίνεια και χωρίς ίχνος υπεροψίας ο Κίμων Φράιερ αποκαλύπτει όλα τα μυστικά της τεχνικής της μετάφρασης όλο το εργασιακό του υλικό, όλη του την τεχνική εμπειρία: ξεκινώντας από τις δυσκολίες που κάνουν τη μετάφραση ενός ποιήματος ένα επικινδυνοδέστατο και πολυπλοκότατο εγχείρημα, καταλήγει στο συμπέρασμα πώς, μ’ όλο που πρόκειται για κάτι πολύ δύσκολο, εν τούτοις, στο όνομα της διεθνούς επικοινωνίας είναι κάτι που οφείλουμε να το επιχειρήσουμε. Αλλά για να πετύχει καλά, χρειάζεται μιά ανάλογη προπαίδεια, μιά εξοικείωση με τον οπλισμό του τεχνουργού, μιά επάρκεια στη δεξιότητα. Πολλές φορές, και με θαυμασμό, στάθηκα μπρός στις γραμμές αυτού του δοκιμίου, πού τις θεωρώ σαν απαραίτητη προπαίδεια για οποιονδήποτε επιχειρεί να κάνει μιά μεταγλώττιση ποιητικού κειμένου από μιά γλώσσα στην άλλη. Το δεύτερο (από τα τρία) δοκίμιο της τρίτης τούτης ενότητας, ασχολείται με τον συγκριτικό έλεγχο των μεταφράσεων του Καβάφη, από διάφορους μεταφραστές, στα Αγγλικά. Με δεινότητα εξασκημένου φιλόλογου, ο Κίμων Φράιερ ασκεί τον έλεγχό του, με μετροέπεια, πραότητα αλλά και αδέκαστη διάθεση, επισημαίνοντας τις διαφορές και τις ελλείψεις, τα προτερήματα και τα ελαττώματα, κάθε μιάς από τις μεταφραστικές δοκιμές, αφού πρώτα προσφέρει μιά σειρά από πολύ εύστοχες παρατηρήσεις για τα μεταφραστικά προβλήματα του Καβάφη, και για την ιδιοτυπία της προσωδίας του, που αποτελεί αναπόσπαστο, και επομένως διασώσιμο, στοιχείο της ποίησής του.
     Είχαμε την τύχη να έχουμε μερικούς πολύ καλούς και άξιους φίλους που προσπάθησαν να σπάσουν τον ασφυκτικό κλοιό της ελληνικής μοναξιάς μέσα σε ένα γλωσσικό «γκέττο» που αποτελεί η ελαχιστομορφία της πληθυσμιακής μας δύναμης. Ο Μπγιέρνε Κνιές, ο Ροζέ Μιλλιέξ, ο Μιραμπέλ, ο Λάρρυ Ντάρρελ.
       Σε συστηματικότητα, αφοσίωση και αγάπη για τον τόπο και  τις πολιτισμικές του αξίες, όμως, ο Κίμων Φράιερ βρίσκεται πολύ μπροστά, στην πρώτη γραμμή.
     Σε καιρούς επιστράτευσης, βλέπουμε καμιά φορά, πετυχημένους γιατρούς να κλείνουνε τις προσοδοφόρες κλινικές τους, να ντύνονται τη στολή του στρατιωτικού γιατρού και να υπηρετούνε σε ορεινά χειρουργεία πρώτης γραμμής, μέσα στον κίνδυνο και στην κακουχία. Κάπως έτσι, εθελοντικά επιστρατευμένο, θέλω να βλέπω τον ποιητή Κίμων Φράιερ, μέσα στην αποστολή του σαν μεταφραστή. Είναι ένα προϊόν αφοσίωσης, μιά πράξη εθελοθυσίας. Και όταν έρχεται αυτός, ο τεχνικός της μετάφρασης, ο κριτικός της ανακάλυψης της ποιότητας μέσα στα δικά μας ποιήματα, να μας πει, σε μιά ξενάγηση του άδυτου του εργοστασίου του, τα μυστικά της τέχνης του, της επιτυχίας του, και της μαστοριάς του, έχουμε και μείς, αν όχι τίποτα άλλο, να του δώσουμε την προσοχή μας. Δεν μιλάω για την ευγνωμοσύνη μας, γιατί αυτό, με τα σημερινά δεδομένα της ηθικής μας, θα ήτανε, ίσως, πολύ…
Θ. Δ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ.
Συμπληρωματικά για τον Κίμωνα Φράιερ:
Α) Π. Δ. Μαστροδημήτρης, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ, έκτη έκδοση εκδόσει Δόμος-Αθήνα 1996, σελ. 294, «Και στις ΗΠΑ το ενδιαφέρον για τη νεοελληνική λογοτεχνία αυξάνεται κατά τα τελευταία χρόνια. Μεγάλη δραστηριότητα στον μεταφραστικό κυρίως τομέα παρουσίασε ο Kimon Friar…..», σ. 500 και σημείωση 1, 505, 516, 545, 601
Β) Δημ. Γρ. Τσάκωνας, ΙΣΤΟΡΙΑ ΡΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ & Πολιτικής Κοινωνίας. Κριτική τοποθέτηση Παναγιώτη Κανελλόπουλου, έκδοση β΄, επηυξημένη, εκδ. Σώφρων-Αθήνα 1992, τόμος όγδοος, σελ. 287-288. Και τόμος 7ος, σελίδες, 256, 257, 282, 283, 306, 307, 314, 317, 319, 320, 493. Και τόμος 6ος, σελίδες 77,118,187, 246, 257, 266, 285, 286. Και τόμος 5ος, σελίδες 377, 381, 479.
Γ) Γιώργος Στεφανάκης, ΕΠΑΝΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ, εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας-Αθήνα 1987, σ. 187. (αναφορά για μετάφραση του Τριαντάφυλλου Πίττα από τον Κ. Φ.)
Δ) Αλέξανδρος Αργυρίου, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, και η πρόσληψή της όταν η δημοκρατία δοκιμάζεται, υπονομεύεται και καταλύεται (1964-1974 και μέχρι τις ημέρες μας), τόμος Ζ΄, εκδ. Καστανιώτη-Αθήνα 2007, σελίδες 118, 122, 125, 140, 141, 142, 178, 180, 221, 316, 317, 381, 417. Και τόμος Η΄, σελίδες 4,18,178.
Ε) Ηλίας Κ. Ζιώγας. Λήμμα στην ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, τόμος 12ος, εκδ. Χάρη Πάτση-Αθήνα χ.χ. σ. 586-587.  
Ελάχιστα:
Μεταφέρω ολόκληρη την εμπεριστατωμένη και εμβριθή κριτική ανάλυση του βιβλίου «Τα πέτρινα μάτια της Μέδουσας» από τον κριτικό, ποιητή και πεζογράφο  Θεόφιλο Δ. Φραγκόπουλο,(Αθήνα 1923-1998), που μικρό απόσπασμά της είχα δημοσιεύσει σε προηγούμενο σημείωμα για τον Κίμωνα Φράιερ. Η δημοσιευμένη-εδώ και σαράντα κοντά χρόνια-αναλυτική αυτή παρουσίαση του σπονδυλωτού έργου του Φράιερ στην πολιτική πρωινή εφημερίδα Η Καθημερινή της 4/6/1981 θεωρώ ότι ακόμα και σήμερα, αποτελεί μοντέλο κριτικής παρουσίασης μιας δοκιμιακής και μεταφραστικής εργασίας-και μάλιστα με διπλή θεματολογία και στόχο. Εννοώ ότι ασχολείται και διαπραγματεύεται με θέματα και προβληματισμούς που αφορούν τόσο το μεγάλο παραδοσιακό πεδίο της αγγλοσαξονικής ποίησης και παράδοσης που ενδιαφέρθηκε ο Φράιερ, όσο και με έλληνες ποιητές και έργα. Την αντιγράφω χωρίς να διορθώνω την ορθογραφία του κειμένου της εποχής αλλά και ούτε την ελληνική απόδοση και γραφή των ξενόγλωσσων ονομάτων, όπως μεταφραστής Θεόφιλος Δ. Φραγκόπουλος μας τα καταγράφει.
     Ο Θεόφιλος Δ. Φραγκόπουλος, υπήρξε ένα πολυσχιδές και ενδιαφέρον άτομο. Ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, κριτικός λογοτεχνίας, θεατρικός κριτικός, δοκιμιογράφος. Ένας λογοτέχνης που με ότι καταπιάστηκε, το περάτωσε με μεγάλη ευσυνειδησία, αγάπη και υπευθυνότητα. Υπήρξε όχι μόνο ένα επαγγελματικά δραστήριο άτομο στον ατομικό του βίο, αλλά και ένα ανήσυχο κοινωνικά πρόσωπο που τις ανησυχίες του αυτές τις κατέθετε ευθαρσώς και με παρρησία στα σκόρπια διάφορα γραπτά που δημοσίευε. Την γραφή του δεν την διακρίνει μόνο μια καλλιέπεια αλλά και μια μειλιχιότητα. Η σκέψη του αν και πολλές φορές κάπως σαρκαστική και δηκτική, δεν ξεφεύγει από τους κανόνες του καλού γούστου. Ο λόγος του είναι επιμελημένος, πράος, βαθύς και οξύς, χωρίς να είναι ανατρεπτικός ή κατεδαφιστικός. Όπως ο ίδιος πολλές φορές τονίζει και αναφέρει, σαν μαθητής του Γιώργου Σεφέρη-το ξεδίπλωμα της σκέψης και των συμπερασμάτων του, προέρχεται από την μεγάλη δεξαμενή του δοκιμιακού λόγου του Γιώργου Σεφέρη και κατ’ επέκταση από τον δοκιμιακό λόγο του ποιητή Τόμας Στερν Έλιοτ. Ανήκει δηλαδή στην αγγλοσαξονική σχολή σκέψης και δοκιμιακού λόγου-γραφής. Που την διακρίνει η ευστοχία, η ελεγχόμενη λακωνικότητα, η ευθυβολία, η αναλυτική επάρκεια και επεξεργασία του θέματος, μεγάλο εφόδιο παραπλήσιων γνώσεων και κατάρτισης, η μεθοδικότητα. Κάτι που συναντάμε και στον δοκιμιακό λόγο και ανάλυση των κειμένων του Κίμωνα Φράιερ. Σαν ποιητής επίσης, ο Φραγκόπουλος, μας έδωσε εξαίρετες ποιητικές συλλογές. Παρουσιάστηκε στην ελληνική ποίηση το 1953 με τον γενικό τίτλο «Ποιήματα», ενώ δύο χρόνια μετά, το1955κυκλοφόρησε η συλλογή του «Ποιήματα» ΙΙ. Έκτοτε, δεν έπαψε να εκδίδει κατά διαστήματα συλλογές του. Ο Φραγκόπουλος όμως, αυτός ο τραπεζικός υπάλληλος και νομικός, διευθυντής του Εθνικού Οργανισμού Τουρισμού, όπως μας πληροφορεί το επαρκές λήμμα του Λογοτεχνικού Λεξικού των εκδόσεων Πατάκη υπογεγραμμένο από τον Μιχάλη Γ. Μερακλή, σ. 2313, δεν ασχολήθηκε μόνο με τον ποιητικό λόγο αλλά έγραψε και  κυκλοφόρησε και πεζά κείμενα, ένα παιδικό βιβλίο, καθώς και θεατρικά έργα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το θεατρικό του έργο για την αρχαία φιλόσοφο και μαθηματικό «ΥΠΑΤΙΑ». Σε προγενέστερα σημειώματα για την αρχαία φιλόσοφο (αναφέρθηκα στο θεατρικό αυτό έργο). Ένας άλλος όχι ευκαταφρόνητος τομέας των καλλιτεχνικών του ενδιαφερόντων είναι και οι μεταφράσεις του ξένων λογοτεχνών. Βλέπε τον αμερικανό πεζογράφο Τζακ Λόντον, τον Σάλλοου Μπέλωου, τον γερμανό Γκύντερ Γκράς και αρκετούς άλλους. Ο Φραγκόπουλος, έχει επίσης μεταφράσει ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη στα αγγλικά, όπως και δικά του ποιήματα επίσης, έχουν κυκλοφορήσει σε διάφορες γλώσσες. Ένα ελάχιστο δείγμα της ποίησής του, είναι η σύνθεσή του «Ο Επαναστατημένος Χριστός»: «Οι συνοικίες συχνά επαναστατούνε./ Θυμωμένες μανάδες χτυπάνε τα στεγνά στήθια τους/ και τα παλικάρια ανάβουν τσιγάρο/ ή παρακολουθούν αυτούς που παίζουν τρίλιζα/ με τ’ όπλο ανάμεσα στα δυό τους πόδια/ σε μια γωνιά του οδοφράγματος……». Ο ποιητικός του λόγος δεν είναι μόνο επαναστατικός αλλά και αντισυμβατικός. Ένας συνδυασμός χριστιανικής και ιδεολογικής επαναστατικότητας. Κοινωνική ποίηση όπως κοινωνικού προβληματισμού με «πολιτικές» προεκτάσεις είναι και πολλά δοκίμιά του και κριτικές του που έχουν δημοσιευτεί σε πάρα πολλά περιοδικά. Όπως το κοινωνιολογικό «Εποπτεία», η «Ευθύνη», το «Διαβάζω», οι «Εποχές», «Τα Φιλολογικά Χρονικά», οι «Τομές» στην «Νέα Εστία», την «Συνέχεια» και σε πολλά άλλα. Όπως ακόμα και στις εφημερίδες Καθημερινή, Μεσημβρινή κ. ά.
Ο Θεόφιλος Δ. Φραγκόπουλος, τιμήθηκε το 1958 με κρατικό βραβείο θεατρικού έργου. Το 1977 με το βραβείο δοκιμίου του Ιδρύματος Ουράνη και με το Α΄ κρατικό βραβείο δοκιμίου-κριτικής το 1979.
Εύχομαι στ μέλλον να κατορθώσω να καταγράψω δείγμα του κριτικού του λόγου, που μας φανερώνει την εικόνα της κριτικής στην χώρα μας τα προηγούμενα χρόνια.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 3/7/2020 
Παρασκευή, 3 Ιουλίου 2020

ΥΓ. Η φιλόλογος και συγγραφέας κυρία Μορφία Μάλλη, είχε την καλοσύνη να μου αποστείλει το εξαιρετικό ανθολόγιο μελέτημά της, 
«ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΟΥΛΙΟ» Κριτικά κείμενα. Ανθολόγηση- Εισαγωγή-Επιμέλεια: ΜΟΡΦΙΑ ΜΑΛΛΗ, εκδόσεις ΑΙΓΑΙΟΝ-Λευκωσία 2020, σελίδες 386. 
Την διεύθυνση της Σειράς: Λογοτεχνική κριτική, που εντάσσεται και το παρόν ανθολόγιο έχει ο καθηγητής Θεοδόσης Πυλαρινός. Ο τόμος είναι αφιερωμένος στην μνήμη του Σάββα Παύλου. Η Μορφία Μάλλη έχει ασχοληθεί και σε παλαιότερες ερευνητικές εργασίες της, με την ποίηση και την περίπτωση μιας εμβληματικής ποιητικής μορφής της Γενιάς του 1970 όπως είναι ο ποιητής Λευτέρης Πούλιος. Του οποίου η ποιητική φωνή, είναι σε πολλά της σημεία ξεχωριστή και διαφορετική από τις άλλες των ομοτέχνων του της γενιάς του. Η Φωνή του, έχει ένα ποιητικό στίγμα που δεν προσομοιάζει ή προέρχεται από την αμερικάνικη γενιά των Beat ποιητών αλλά, και από έναν πνευματικό χώρο διάσπαρτο μέσα στην ελληνική κοινωνία που αποκαλούμε «παραψυχολογία», εννοώ δηλαδή βασίζεται σε αρχέγονες του ανθρώπου θρησκευτικές και της πίστης του παραδόσεις, που πρυτάνευσαν την περίοδο του μεσοπολέμου στον ευρωπαϊκό χώρο, και τον αμερικάνικο και πολλές τους ροές υπόγειες ή φανερές έφτασαν μέχρι τις νεότερες γενιές, μετά αυτήν του 1970. Με τον τόμο αυτό, η Μορφία Μάλλη-όπως και οι άλλοι τόμοι της σειράς-μας προσφέρουν όχι απλά μια  επαρκή εικόνα της ποιητικής διαδρομής του ποιητή Λευτέρη Πούλιου αλλά, και μια πανοραμική εικόνα σχεδόν πλήρη των κειμένων και των βιβλιοκρισιών που έχουν γραφτεί για τον ποιητή και την ποίησή του. Ανθολόγια-μελέτες σαν και αυτά, επιτελούν έναν διπλό οραματικό σκοπό. Από την μία μας ενημερώνουν και μας επαναγνωρίζουν παλαιότερες ελληνικές ποιητικές φωνές, στην δεδομένη περίπτωση ποιητών της Γενιάς του 1970, και αφετέρου με την συγκέντρωση σε έναν τόμο του διάσπαρτου αυτού κριτικογραφίας υλικού, τόσο σε πρόσωπα όσο και σε κρίσεις, κάνουμε ένα ευχάριστο ταξίδι στην δοκιμιακή και βιβλιοκριτική δημοσιευμένη γραφή της παλαιότερης αλλά και νεότερης γενιάς των λογοτεχνών που ασχολήθηκαν ή εξακολουθούν να ασχολούνται με τον κριτικό λόγο. Διαβάζουμε ονόματα γνωστά ή περισσότερο γνωστά μας, μέσω των δημοσιεύσεών τους επανερχόμαστε στην ποιητική διαδρομή μέσα στον χρόνο του αναφερόμενου ποιητή, αναγνωρίζουμε έντυπα και περιοδικά, αναπολούμε χρονολογίες. Το ανθολόγιο διακρίνεται για την επιστημονική του εγκυρότητα και επιμέλεια, την ισορροπία των αναφορών-αναδημοσιεύσεών του, την δίκαιη κατανομή ενός τόσο ογκώδους και διάσπαρτου υλικού, με δυό λόγια, είναι ένα πλήρες μελέτημα πάνω στην περίπτωση και την ποίηση του Λευτέρη Πούλιου, ενός ποιητή, που δεν άφησε αδιάφορους η φωνή του, ούτε τις νεότερες γενιές των ελλήνων ποιητών. Ίσως, με τα ανθολόγια αυτά να περατώνεται όχι ο φυσικός αλλά ο ποιητικός-καλλιτεχνικός κύκλος των ποιητών της γενιάς του 1970. Μιας γενιάς, που εξακολουθεί ακόμα να δημιουργεί και ίσως, να έμεινε στην λογοτεχνική και καλλιτεχνική ελληνική επιφάνεια ισόχρονα με εκείνη της γενιάς του 1930.
Ευχαριστώ διπλά την φιλόλογο και δοκιμιογράφο Μορφία Μάλλη, και για την αποστολή του πονήματός της και για το ότι με συμπεριέλαβε και εμένα στις σελίδες της, όπως επίσης, οφείλουμε να ευχαριστήσουμε και τα ΕΛΤΑ, που τα τελευταία χρόνια επιδείχνουν μια πρωτόγνωρη εξυπηρέτηση και γρηγοράδα.
Ο τόμος περιέχει:
Χρονολόγιο του Λευτέρη Πούλιου. Εισαγωγή: Η κριτική αποτίμηση της ποίησης του Λευτέρη Πούλιου, Μέρος Πρώτο: Σφαιρική θεώρηση της ποίησης του Λευτέρη Πούλιου. Μέρος Δεύτερο: Κριτικές αποτιμήσεις ανά ποιητική συλλογή. Μέρος Τρίτο: Μεταφρασμένες ξενόγλωσσες κριτικές από (τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα ιταλικά). Επίμετρο: Ανθολόγιο ποιημάτων Λευτέρη Πούλιου. Όπως για άλλη μία φορά διαπιστώνουμε, κάθε τόμος της εξαίρετης αυτής σειράς έχει την ξεχωριστή και ιδιαίτερη ταυτότητά του, που οφείλεται τόσο στον διευθυντή της σειράς όσο και στον ή στην ανθολόγο και επιμελητή/τρια.
Θα το απολαύσουμε και θα το χαρούμε αναγνωστικά, καλοκαιριάτικα, σαν μια μεγάλη, γευστική και δροσερή, γλυκιά φέτα καρπούζι.