Παρασκευή 3 Ιουλίου 2020

Στήν υπηρεσία του αλλότριου ταλέντου


ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΑΛΛΟΤΡΙΟΥ ΤΑΛΕΝΤΟΥ
ΚΙΜΩΝ ΦΡΑΙΕΡ
«Τα πέτρινα μάτια της Μέδουσας». Δοκίμια. Εκδ. Κέδρος-Αθήνα 1981, σ. 311.
του Θ. Δ. Φραγκόπουλου, εφημερίδα Η Καθημερινή 4-Ιουνίου 1981.
        Υπάρχουν εργασίες μεταφραστικές που προκαλούν περισσότερο από θαυμασμό: είναι εκείνες που δημιουργούν το δέος. Η μετάφραση των εβδομήκοντα, ας πούμε: ολόκληρη η Βίβλος μεταφράζεται μέσα σε κάπου τριάντα χρόνια, από έξη δωδεκάδες εξελληνισμένους ραββίνους της Αλεξάνδρειας. Πεντακόσια χρόνια αργότερα, ένας άνθρωπος ολομόναχος, θα επαναλάβει τον άθλο αυτό σε λιγότερο από είκοσι χρόνια: ο Άγιος Ιερώνυμος θα φτιάξει την Βουλγκάτα του. Και αυτό σε μιά εποχή όπου κάθε λέξη μετράει, επειδή έχουν αρχίσει κι όλας οι καυγάδες των αιρέσεων, και στα αρχικά «κόρπους» των εβδομήκοντα έχει προστεθεί και η Καινή Διαθήκη. Οτιδήποτε λοιπόν έχει να μας πει ο χαλκέντερος αυτός μεταφραστής για την τεχνική της μεταφοράς ενός κειμένου από μια γλώσσα σε άλλη, πρέπει να έχει ιδιαίτερη σημασία για όλους όσους καταγίνονται και σήμερα με τη μετάφραση. Σε μιάν από τις επιστολές του προς τον Ρουφίνο τον Μοναχό, σημειώνει πώς όλα είναι δυνατόν να μεταφραστούν από τη μια γλώσσα στην άλλη, εκτός από την ίδια την «αυτόχθονη ποιότητα της γλώσσας»  Αυτό, λέει παραμένει πάντα άπιαστο, γιατί δεν μπορεί να νοηθεί μια απόδοση σωστή της ποιότητας της γλώσσας, χωρίς τους ήχους, τον τονισμό, την φθογγή, και τους φόβους μέσα στους οποίους αυτή ενσαρκώθηκε.
     Να γιατί η μετάφραση ενός κειμένου, όπου η ποιότητα της γλώσσας παίζει τόσο μεγάλο ρόλο, όσο στην ποίηση, είναι έργο που απαιτεί μεγάλη επιδεξιωσύνη, έτσι ώστε αυτή η διαδικασία της ενσάρκωσης-της μετενσάρκωσης, θα λέγαμε-να μπορεί να επιτευχθεί σωστά. Και, επειδή αυτή την μετενσάρκωση μόνο διαισθητικά μπορεί κανείς να πλαστουργήσει, χρειάζεται ένας τεχνίτης που να κατέχει αυτή την διαίσθηση που ανιχνεύει ποιότητες όπως ο χειρουργός ανιχνεύει σαρκώματα: εκείνος ο τεχνίτης που λέγεται ποιητής. Την ποίηση, κανένας σοφός σχολάριος δεν μπορεί να την μεταφράσει’ και για τούτο, τα δύο ύψιστα παραδείγματα σωστής ποιητικής μετάφρασης μόνο ποιητής μπόρεσε να, τα προσφέρει, ο Μπωντλαίρ μεταφράζοντας Πόε και ο Στέφαν Γκεόργκε μεταφράζοντας-τι σύμπτωση!-Μπωντλαίρ.
     Αλλά ποιος ποιητής είναι εκείνος πού, στην καλύτερη περίπτωση, δεν θα θεωρήσει σαν εντελώς παρακατιανό πάρεργό του τη μετάφραση; Όταν έχεις τόσο δικά σου μεθυστικά λιβάδια να διατρέξεις, γιατί να πας να οργώσεις με μόχθο τα χωράφια των άλλων;  Ποιος έχει τόση καρτερία, και τόση έλλειψη φιλοδοξίας, ώστε να σβήσει την προσωπικότητά του στο έργο μέσα ενός αλλουνού; Η ποίηση είναι μιά εργασία εγωιστική, στο κάτω-κάτω, ενώ δεν υπάρχει τίποτα πιό αλτρουιστικό από τη δουλειά μιάς μετάφρασης: θέτεις στην υπηρεσία ενός αλλότριου ταλέντου τη δική σου διαίσθηση, τη δική σου ικανότητα, το δικό σου χρόνο και, φυσικά, το δικό σου ταλέντο. Δαπανάς έτσι το κεφάλαιό σου σε αλλότριες εξυπηρετήσεις. Και, στην καλύτερη περίπτωση, αν υποτεθεί πώς σε ένα τέτοιο έργο αφιέρωσες ολόκληρή σου την ικμάδα της ζωής, θα μνημονευθείς σε μιάν υποσημείωση στη χειρότερη, θα αποξεχαστεί η προσφορά σου εντελώς. Έτσι, οι περισσότεροι ποιητές περιθωριακά μόνο ασχολούνται με τη μετάφραση-Ρίλκε, Πάουντ, Μπονεφουά, Σεφέρης-άλλων ποιητών. Το ότι οι μεταφράσεις αυτές έχουν μιάν ιδιαίτερη μαστοριά και μιάν στίλβουσα πληρότητα, μας κάνει να νιώθουμε τι έχουμε στ’ αλήθεια στερηθεί, ακριβώς από τούτη την αποσπασματικότητά τους.
     Υπάρχει βέβαια, το παράδειγμα του Έντουαρντ Φίτζεραλντ έδωσε όλους τους ποιητικούς του χυμούς στη μετάφραση των Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ, ώστε να μην μείνει τίποτε άλλο από αυτόν τον ίδιο στην ιστορία. Σπάνιο δείγμα πνευματικού αλτρουισμού, που έφτασε στην έσχατη συνέπεια. Θα’ ταν σχεδόν και ανεπανάληπτο, αν δεν είχαμε, στη δική μας γλώσσα, ένα αντίστοιχο φαινόμενο, έναν ποιητή πού, θεληματικά, στρατεύθηκε στην μετάφραση τόσο πολύ ώστε να ξεχάσει τις προσωπικές δημιουργικές του φιλοδοξίες, να περιγράψει μέσα στην ψυχή του την ιερή έφεση για την πρωτότυπη ποιητική δημιουργία και ν’ αφιερωθεί ολόπλευρα στην μετάφραση. Και το πράγμα παίρνει διαστάσεις επικής αυταπάρνησης, όταν σκεφτεί κανείς πως ο ποιητής αυτός, δίγλωσσος από γεννησιμιού του, ήτανε κι όλας δόκιμος τεχνίτης σε μια γλώσσα με παγκόσμια ακτινοβολία, την αγγλική, και πώς εγκατέλειψε την ποιητική του σταδιοδρομία επειδή εζεύτηκε μιάν άλλη ιερότερη υποχρέωση: Να προβάλλει τα επιτεύγματα της ποίησης τούτου του τόπου στο διεθνές αγγλόφωνο κοινό. Πρόκειται για τον Κίμωνα Φράιερ, που από το 1946, με υπομονή καθαρώς μοναστηρίσια, και με μιάν επιδεξιότητα που μόνο η αφατρίαστη πραότητά του τη συναγωνίζεται, έχει επωμισθεί ακούραστα το βαρύ έργο της μετενσάρκωσης του ελληνικού ποιητικού λόγου στ’ αγγλικά.
     Ξέρουμε ποιο είναι το μεταφραστικό έργο του Κίμωνα Φράιερ. Πρώτα απ’ όλα, είναι η μετάφραση του Έπους της Οδύσσειας του Νίκου Καζαντζάκη, πού μόνο αυτή, έδωσε την προσκύρωση και τη διεθνή διάσταση στο τεράστιο τούτο έργο. Θα πρέπει να υπομνησθεί πώς, ως την κυκλοφορία της μετάφρασης αυτής, ζήτημα είναι αν υπήρχε και στην Ελλάδα, στα ελληνικά, προσιτή έκδοσή του. Η μετάφραση των 33.333 στίχων του έπους αυτού αποτελεί επίτευγμα που δεν έχει το ανάλογό του στα χρόνια μας. Η επιτυχία όμως του μεταφραστικού άθλου φανερώνεται στις απανωτές εκδόσεις του, στις επαινετικότατες κριτικές του και, κυρίως, στο ότι δεν έχει επιχειρηθεί, ακόμα η επανάληψη τούτου του άθλου από άλλους μεταφραστές σε άλλη γλώσσα. Και όμως, τέσσερα χρόνια ήτανε αρκετά για τον Φράιερ να τον φέρει εις πέρας.
     Αλλά η μεταφραστική προσφορά του Φράιερ στην ελληνική ποίηση αρχίζει μόλις με την «Οδύσσεια», γιατί αμέσως μετά έχουμε τη μετάφραση του ουσιαστικού CORPUS της ελληνικής ποίησης από τον χαλκέντερο τούτο εργάτη του πνεύματος: τον ογκώδη τόμο «Η Ελληνική Ποίηση, από τον Καβάφη ως τον Ελύτη» όπου, με αξιοθαύμαστη αμεροληψία, παρουσιάζονται τα επιτεύγματα τεσσάρων γενεών Ελλήνων ποιητών. Απλή σύγκριση των μεταφράσεων που επιχειρήθηκαν από τον Φράιερ, με εκείνες των ίδιων ποιημάτων που φιλοτεχνήθηκαν από άλλους μεταφραστές, κάνει να φανεί η ποιοτική υπεροχή του Φράιερ σαν μεταφραστή ποίησης.
      Τον πρώτο τόμο αυτής της ογκώδους μεταφραστικής δουλειάς ακολουθεί τώρα δεύτερος. Και, παράλληλα με αυτόν, εκδίδονται, σε ταχύτατη διαδοχική σειρά, μεταφράσεις του Σινόπουλου, του Αναγνωστάκη, Καρούζου, της Βακαλό και άλλων. Ταυτόχρονα, σε περιοδικά ποίησης αγγλόφωνα, όπου η συνεργασία του Φράιερ είναι περιζήτητη, δημοσιεύονται ποιήματα νεώτερων και νεώτατων Ελλήνων ποιητών σε μετάφρασή του- Αγγελάκη Ρούκ, Ησαϊα, Πούλιος, Κοντός-πράγμα που αποδείχνει την άγρυπνη παρακολούθηση, από μέρους του Φράιερ, της τρέχουσας παραγωγής της ποίησης στον τόπο μας, που και αυτό, δεν είναι άθλος λιγότερο θαυμαστός από οποιονδήποτε άλλο, με την υπεραφθονία τούτης της παραγωγής.
      Η πλούσια εμπειρία από την τριβή με την διεθνή και την ελληνική ποίηση του Φράιερ, με την τριπλή ιδιότητα του αποτιμητή, του πρωτοδημιουργού και του μεταφραστή, συμπυκνώθηκε ως τώρα με πλείστα κείμενα εισαγωγής των μεταφράσεών του. Υπόδειγμα ευσυνειδησίας και σαφήνειας παραμένουν οι εισαγωγές του στη μετάφραση της «Οδύσσειας» του Καζαντζάκη, της «Ασκητικής» του, και της «Ελληνικής Ποίησης», για να μην αναφέρουμε το κείμενο της εισαγωγής του «Τοπίο Θανάτου», της συλλογής του Τάκη Σινόπουλου. Αλλά οι εισαγωγές αυτές, με όλη τους την σοφία, την πραότητα και τη σαφήνεια, δεν έπαυαν να έχουν έναν χαρακτήρα επικαιρικό, ή τουλάχιστον στενεμένο από τα όρια που προσδιόριζαν τη λειτουργικότητά τους.
     Τώρα, ο Κίμων Φράιερ προσφέρει έναν τόμο δοκιμίων πάνω στην ποίηση, με τον τίτλο «Τα πέτρινα Μάτια της Μέδουσας». Πρόκειται για μιά συλλογή από μελετήματα, που γράφηκαν στα αγγλικά, κύρια γλώσσα έκφρασης για αυτόν και που μεταγλωττίσθηκαν από μιά σειρά από φίλους του, αρχινώντας από τον ίδιο το Νίκο Καζαντζάκη- ελάχιστη, πρέπει κανείς να πει, αλλά συγκινητική ανταπόδοση, του ποιητή της «Οδύσσεια» προς τον μεταφραστή του!- και καταλήγοντας στους Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Νέλλη Ανδρικοπούλου, Νάσο Βαγενά, Αντώνη Δεκαβάλλε, Τζένη Μαστοράκη, Θωμά Στραβέλη, Νίκο Φωκά, Αλίκη Χωλς και Ντίνο Χριστιανόπουλο. Τα πιό εκτεταμένα από τα δοκίμια αυτά είναι αφιερωμένα στο μεταφραστικό πρόβλημα, αλλά αξιόλογη, και εξ ίσου εκτεταμένη, είναι μιά πολύ ενδιαφέρουσα εργασία για ένα συνθετικό ποίημα του Ιρλανδού ποιητή Γέητς, που ο Φράιερ επεξηγεί, σχολιάζει και υπομνηματίζει με αξιοζήλευτη πληρότητα. Ανάμεσα στα επί μέρους ποιήματα του Γέητς που αποτελούν το σύνολο τούτο είναι και τα κλασικά «Αρμενίζοντας για το Βυζάντιο» και «Βυζάντιο» (το πρώτο, όπως είναι γνωστό, είναι από τα λίγα ποιήματα που έχει μεταφράσει στη γλώσσα μας ο Σεφέρης). Για όσους ενδιαφέρονται να δουν τι σημαίνει «ανάλυση» ενός ποιήματος, και μάλιστα ενός ποιήματος πολύ δύσκολου, τραχύτατα συμβολικού, απρόσιτα περίπλοκου, θα ήθελα να παραπέμψω στο κείμενο τούτο, του Φράιερ. Σημειώνουμε και τις ποιητικότατες μεταφράσεις των στίχων του Γέητς από τον ποιητή Αντώνη Δεκαβάλλε.
     Η δομή του τόμου τον παρουσιάζει διαιρημένο σε τρείς ομοταξίες δοκιμίων: α) Αλληγορίες και Σύμβολα, β) Άγγλοι και Αμερικανοί συγγραφείς και (γ) Άρς Ποέτικα. Στην πρώτη ομάδα, που την αποτελούν τα δοκίμια «Τα Πέτρινα Μάτια της Μέδουσας» και «Ο Δρόμος της Κνωσσού» επιχειρείται μιά προσπέλαση του νοήματος και της υφής της ίδιας της ποίησης, ως υλικό και ως λειτουργία, με τη βοήθεια συμβόλων παρμένων από την ελληνική μυθολογία ή την ελληνική τοπογραφία. Σημειώνουμε πώς το δοκίμιο για τον δρόμο της Κνωσσού είναι εκείνο που έχει μεταφραστεί από τον Νίκο Καζαντζάκη.
     Με μέσα λιτά και κυρίως με διάλεκτο απόλυτα κατανοητή, αναλύονται πολλά από τα πιό περίπλοκα φαινόμενα και γνωρίσματα της ποιητικής λειτουργίας. Και, παρ’ όλο που δεν χαλαρώνει ούτε μιά στιγμή η πυκνότητα του ύφους του κειμένου, η διατύπωση παραμένει λαγαρή, απλή, ευπρόσιτη και με μιά κουβεντιαστή σχεδόν χάρη. Θερμά θα ήθελα να συστήσω σε Έλληνες δοκιμιογράφους να εγκύψουν στον τόσο ήρεμο και εύληπτο τρόπο δοκιμιακής γραφής, τόσο αντίθετο με τον βαρύγδουπο, δογματικό, άχαρο και νεφοσκέπαστο τρόπο με τον οποίο οι ίδιοι συνηθίζου να εκφράζονται στα δικά τους δοκίμια. Παρακολουθώντας την ανέλιξη του μύθου του Περσέα κάτω από την συμβολιστική οπτική που τον κάνει αρχέτυπο, του κάθε ποιητή και του κάθε οραματιστή τούτου του κόσμου, ή βηματίζοντας με αργόστροφα χορευτικά βήματα τον δρόμο προς τον κόσμο του Μίνωα στην Κρήτη κάτω από την ίδια οπτική, για την ανακάλυψη του αρχέτυπου που δίνει τη λύση σε βασανιστικά διλήμματα θολών λαβύρινθων, νιώθουμε να μας περιβάλλει ένας δημιουργικός άνεμος μυθοπλασίας και μυθοερευνητικής, πού,- ξεφεύγοντας από κάθε ρηχή αλληγορία-φτάνει στον έναγνο δημιουργικό συμβολισμό.
     Τα δοκίμια για τους Άγγλους και Αμερικανούς συγγραφείς είναι και τα περισσότερα του τόμου (εφτά σε σύνολο από δώδεκα). Έχουν άνιση έκταση και καμιά φορά επικαλυπτόμενο περιεχόμενο, αλλά μας δίνουν τις προτιμήσεις και (γιατί όχι) τα παιδευτικά τροφεία του Φράιερ: Έλιοτ, ο αδικοχαμένος Χάρτ Κραίην, Τζέημς Τζόϋς, Γέητς, Πάουντ, Ώντεν, Μπάρκερ και μερικοί άλλοι νεώτεροι, έχουν για κοινό παρανομαστή τους την ανικανοποίητη, την έμμονη αναζήτηση ενός οχήματος εκφραστικού που η ίδια η επιτηδειότητά τους το έχει από τα πρίν ναρκοθετημένο.
       «Σ’ όλες τις περιπτώσεις», παρατηρεί ο Φράιερ, «η εποχή τους τους ανάγκασε να σπαταλήσουν ένα μεγάλο ποσοστό από τη δημιουργική τους ενεργητικότητα στο να κατασκευάσουν κάποια συστήματα με τον κριτικό τους στοχασμό».
       Τρία άλλα δοκίμια είναι βραχύτερα: Τα «Ποιητές και Πολιτική», το «Πώς διαβάζεται ένα Ποίημα» και το «Πώς γράφτηκε ένα ποίημα». Ακολουθεί ένα δοκίμιο κάπως μεγαλύτερο για το ποιητικό θέατρο του Ουαλλού ποιητή Ντίλλαν Τόμας «Κάτω από το Γαλατόδασος». Αλλά το μεγαλύτερο όπως είπαμε και πιό πάνω, μελέτημα αυτής της σειράς είναι αφιερωμένο στο βιβλίο του Γέητς “A VISION” και αποτελεί άριστο βοήθημα για την κατανόηση ενός συχνά παρουσιαζόμενου σαν σκοτεινού και γριφώδους ποιητή, σε μιάν από τις πιό αποκρυφιστικές φάσεις της δημιουργικότητάς του. Συνδυασμένη με την αστρολογία, τις σεληνιακές φάσεις, την αυτόματη γραφή, το πνευματιστικό «τραπεζάκι», τα οράματα και τους εφιάλτες του Γέητς, η σειρά τούτη των ποιημάτων του έχει κάτι το μεθυστικό και αποτρεπτικό μαζί, που μόνο ύστερα από την βοήθεια ενός επαΐοντος μπορεί να γίνει ευληπτότερο. Το δοκίμιο αυτό ακολουθείται και από ένα άλλο πάνω στο ίδιο θέμα με τίτλο «Η Ακεραιότητα της Ζωής».
     Ωστόσο, για τον Έλληνα αναγνώστη καίρια σημασία έχουν τα μελετήματα που περιέχονται στην τρίτη ομάδα, και που απασχολούνται κυρίως με τη μετάφραση του ελληνικού ποιητικού λόγου στα αγγλικά, και με το θέμα της μετάφρασης του ποιήματος από τη μιά γλώσσα στην άλλη, γενικότερα.
     Τόσο στην εισαγωγή του, στην «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη, όσο και στην «Ασκητική» του, καθώς και στην Ανθολογία των Ελλήνων ποιητών, ο Κίμων Φράιερ έχει γράψει πολλές σελίδες για το γενικό θέμα της μεταγλώττισης του ποιητικού λόγου. Δεν είναι ανάγκη να μεταφέρουμε τις απόψεις του εδώ. Αρκεί να σημειώσουμε πώς με απόλυτη ειλικρίνεια και χωρίς ίχνος υπεροψίας ο Κίμων Φράιερ αποκαλύπτει όλα τα μυστικά της τεχνικής της μετάφρασης όλο το εργασιακό του υλικό, όλη του την τεχνική εμπειρία: ξεκινώντας από τις δυσκολίες που κάνουν τη μετάφραση ενός ποιήματος ένα επικινδυνοδέστατο και πολυπλοκότατο εγχείρημα, καταλήγει στο συμπέρασμα πώς, μ’ όλο που πρόκειται για κάτι πολύ δύσκολο, εν τούτοις, στο όνομα της διεθνούς επικοινωνίας είναι κάτι που οφείλουμε να το επιχειρήσουμε. Αλλά για να πετύχει καλά, χρειάζεται μιά ανάλογη προπαίδεια, μιά εξοικείωση με τον οπλισμό του τεχνουργού, μιά επάρκεια στη δεξιότητα. Πολλές φορές, και με θαυμασμό, στάθηκα μπρός στις γραμμές αυτού του δοκιμίου, πού τις θεωρώ σαν απαραίτητη προπαίδεια για οποιονδήποτε επιχειρεί να κάνει μιά μεταγλώττιση ποιητικού κειμένου από μιά γλώσσα στην άλλη. Το δεύτερο (από τα τρία) δοκίμιο της τρίτης τούτης ενότητας, ασχολείται με τον συγκριτικό έλεγχο των μεταφράσεων του Καβάφη, από διάφορους μεταφραστές, στα Αγγλικά. Με δεινότητα εξασκημένου φιλόλογου, ο Κίμων Φράιερ ασκεί τον έλεγχό του, με μετροέπεια, πραότητα αλλά και αδέκαστη διάθεση, επισημαίνοντας τις διαφορές και τις ελλείψεις, τα προτερήματα και τα ελαττώματα, κάθε μιάς από τις μεταφραστικές δοκιμές, αφού πρώτα προσφέρει μιά σειρά από πολύ εύστοχες παρατηρήσεις για τα μεταφραστικά προβλήματα του Καβάφη, και για την ιδιοτυπία της προσωδίας του, που αποτελεί αναπόσπαστο, και επομένως διασώσιμο, στοιχείο της ποίησής του.
     Είχαμε την τύχη να έχουμε μερικούς πολύ καλούς και άξιους φίλους που προσπάθησαν να σπάσουν τον ασφυκτικό κλοιό της ελληνικής μοναξιάς μέσα σε ένα γλωσσικό «γκέττο» που αποτελεί η ελαχιστομορφία της πληθυσμιακής μας δύναμης. Ο Μπγιέρνε Κνιές, ο Ροζέ Μιλλιέξ, ο Μιραμπέλ, ο Λάρρυ Ντάρρελ.
       Σε συστηματικότητα, αφοσίωση και αγάπη για τον τόπο και  τις πολιτισμικές του αξίες, όμως, ο Κίμων Φράιερ βρίσκεται πολύ μπροστά, στην πρώτη γραμμή.
     Σε καιρούς επιστράτευσης, βλέπουμε καμιά φορά, πετυχημένους γιατρούς να κλείνουνε τις προσοδοφόρες κλινικές τους, να ντύνονται τη στολή του στρατιωτικού γιατρού και να υπηρετούνε σε ορεινά χειρουργεία πρώτης γραμμής, μέσα στον κίνδυνο και στην κακουχία. Κάπως έτσι, εθελοντικά επιστρατευμένο, θέλω να βλέπω τον ποιητή Κίμων Φράιερ, μέσα στην αποστολή του σαν μεταφραστή. Είναι ένα προϊόν αφοσίωσης, μιά πράξη εθελοθυσίας. Και όταν έρχεται αυτός, ο τεχνικός της μετάφρασης, ο κριτικός της ανακάλυψης της ποιότητας μέσα στα δικά μας ποιήματα, να μας πει, σε μιά ξενάγηση του άδυτου του εργοστασίου του, τα μυστικά της τέχνης του, της επιτυχίας του, και της μαστοριάς του, έχουμε και μείς, αν όχι τίποτα άλλο, να του δώσουμε την προσοχή μας. Δεν μιλάω για την ευγνωμοσύνη μας, γιατί αυτό, με τα σημερινά δεδομένα της ηθικής μας, θα ήτανε, ίσως, πολύ…
Θ. Δ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ.
Συμπληρωματικά για τον Κίμωνα Φράιερ:
Α) Π. Δ. Μαστροδημήτρης, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ, έκτη έκδοση εκδόσει Δόμος-Αθήνα 1996, σελ. 294, «Και στις ΗΠΑ το ενδιαφέρον για τη νεοελληνική λογοτεχνία αυξάνεται κατά τα τελευταία χρόνια. Μεγάλη δραστηριότητα στον μεταφραστικό κυρίως τομέα παρουσίασε ο Kimon Friar…..», σ. 500 και σημείωση 1, 505, 516, 545, 601
Β) Δημ. Γρ. Τσάκωνας, ΙΣΤΟΡΙΑ ΡΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ & Πολιτικής Κοινωνίας. Κριτική τοποθέτηση Παναγιώτη Κανελλόπουλου, έκδοση β΄, επηυξημένη, εκδ. Σώφρων-Αθήνα 1992, τόμος όγδοος, σελ. 287-288. Και τόμος 7ος, σελίδες, 256, 257, 282, 283, 306, 307, 314, 317, 319, 320, 493. Και τόμος 6ος, σελίδες 77,118,187, 246, 257, 266, 285, 286. Και τόμος 5ος, σελίδες 377, 381, 479.
Γ) Γιώργος Στεφανάκης, ΕΠΑΝΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ, εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας-Αθήνα 1987, σ. 187. (αναφορά για μετάφραση του Τριαντάφυλλου Πίττα από τον Κ. Φ.)
Δ) Αλέξανδρος Αργυρίου, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, και η πρόσληψή της όταν η δημοκρατία δοκιμάζεται, υπονομεύεται και καταλύεται (1964-1974 και μέχρι τις ημέρες μας), τόμος Ζ΄, εκδ. Καστανιώτη-Αθήνα 2007, σελίδες 118, 122, 125, 140, 141, 142, 178, 180, 221, 316, 317, 381, 417. Και τόμος Η΄, σελίδες 4,18,178.
Ε) Ηλίας Κ. Ζιώγας. Λήμμα στην ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, τόμος 12ος, εκδ. Χάρη Πάτση-Αθήνα χ.χ. σ. 586-587.  
Ελάχιστα:
Μεταφέρω ολόκληρη την εμπεριστατωμένη και εμβριθή κριτική ανάλυση του βιβλίου «Τα πέτρινα μάτια της Μέδουσας» από τον κριτικό, ποιητή και πεζογράφο  Θεόφιλο Δ. Φραγκόπουλο,(Αθήνα 1923-1998), που μικρό απόσπασμά της είχα δημοσιεύσει σε προηγούμενο σημείωμα για τον Κίμωνα Φράιερ. Η δημοσιευμένη-εδώ και σαράντα κοντά χρόνια-αναλυτική αυτή παρουσίαση του σπονδυλωτού έργου του Φράιερ στην πολιτική πρωινή εφημερίδα Η Καθημερινή της 4/6/1981 θεωρώ ότι ακόμα και σήμερα, αποτελεί μοντέλο κριτικής παρουσίασης μιας δοκιμιακής και μεταφραστικής εργασίας-και μάλιστα με διπλή θεματολογία και στόχο. Εννοώ ότι ασχολείται και διαπραγματεύεται με θέματα και προβληματισμούς που αφορούν τόσο το μεγάλο παραδοσιακό πεδίο της αγγλοσαξονικής ποίησης και παράδοσης που ενδιαφέρθηκε ο Φράιερ, όσο και με έλληνες ποιητές και έργα. Την αντιγράφω χωρίς να διορθώνω την ορθογραφία του κειμένου της εποχής αλλά και ούτε την ελληνική απόδοση και γραφή των ξενόγλωσσων ονομάτων, όπως μεταφραστής Θεόφιλος Δ. Φραγκόπουλος μας τα καταγράφει.
     Ο Θεόφιλος Δ. Φραγκόπουλος, υπήρξε ένα πολυσχιδές και ενδιαφέρον άτομο. Ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, κριτικός λογοτεχνίας, θεατρικός κριτικός, δοκιμιογράφος. Ένας λογοτέχνης που με ότι καταπιάστηκε, το περάτωσε με μεγάλη ευσυνειδησία, αγάπη και υπευθυνότητα. Υπήρξε όχι μόνο ένα επαγγελματικά δραστήριο άτομο στον ατομικό του βίο, αλλά και ένα ανήσυχο κοινωνικά πρόσωπο που τις ανησυχίες του αυτές τις κατέθετε ευθαρσώς και με παρρησία στα σκόρπια διάφορα γραπτά που δημοσίευε. Την γραφή του δεν την διακρίνει μόνο μια καλλιέπεια αλλά και μια μειλιχιότητα. Η σκέψη του αν και πολλές φορές κάπως σαρκαστική και δηκτική, δεν ξεφεύγει από τους κανόνες του καλού γούστου. Ο λόγος του είναι επιμελημένος, πράος, βαθύς και οξύς, χωρίς να είναι ανατρεπτικός ή κατεδαφιστικός. Όπως ο ίδιος πολλές φορές τονίζει και αναφέρει, σαν μαθητής του Γιώργου Σεφέρη-το ξεδίπλωμα της σκέψης και των συμπερασμάτων του, προέρχεται από την μεγάλη δεξαμενή του δοκιμιακού λόγου του Γιώργου Σεφέρη και κατ’ επέκταση από τον δοκιμιακό λόγο του ποιητή Τόμας Στερν Έλιοτ. Ανήκει δηλαδή στην αγγλοσαξονική σχολή σκέψης και δοκιμιακού λόγου-γραφής. Που την διακρίνει η ευστοχία, η ελεγχόμενη λακωνικότητα, η ευθυβολία, η αναλυτική επάρκεια και επεξεργασία του θέματος, μεγάλο εφόδιο παραπλήσιων γνώσεων και κατάρτισης, η μεθοδικότητα. Κάτι που συναντάμε και στον δοκιμιακό λόγο και ανάλυση των κειμένων του Κίμωνα Φράιερ. Σαν ποιητής επίσης, ο Φραγκόπουλος, μας έδωσε εξαίρετες ποιητικές συλλογές. Παρουσιάστηκε στην ελληνική ποίηση το 1953 με τον γενικό τίτλο «Ποιήματα», ενώ δύο χρόνια μετά, το1955κυκλοφόρησε η συλλογή του «Ποιήματα» ΙΙ. Έκτοτε, δεν έπαψε να εκδίδει κατά διαστήματα συλλογές του. Ο Φραγκόπουλος όμως, αυτός ο τραπεζικός υπάλληλος και νομικός, διευθυντής του Εθνικού Οργανισμού Τουρισμού, όπως μας πληροφορεί το επαρκές λήμμα του Λογοτεχνικού Λεξικού των εκδόσεων Πατάκη υπογεγραμμένο από τον Μιχάλη Γ. Μερακλή, σ. 2313, δεν ασχολήθηκε μόνο με τον ποιητικό λόγο αλλά έγραψε και  κυκλοφόρησε και πεζά κείμενα, ένα παιδικό βιβλίο, καθώς και θεατρικά έργα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το θεατρικό του έργο για την αρχαία φιλόσοφο και μαθηματικό «ΥΠΑΤΙΑ». Σε προγενέστερα σημειώματα για την αρχαία φιλόσοφο (αναφέρθηκα στο θεατρικό αυτό έργο). Ένας άλλος όχι ευκαταφρόνητος τομέας των καλλιτεχνικών του ενδιαφερόντων είναι και οι μεταφράσεις του ξένων λογοτεχνών. Βλέπε τον αμερικανό πεζογράφο Τζακ Λόντον, τον Σάλλοου Μπέλωου, τον γερμανό Γκύντερ Γκράς και αρκετούς άλλους. Ο Φραγκόπουλος, έχει επίσης μεταφράσει ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη στα αγγλικά, όπως και δικά του ποιήματα επίσης, έχουν κυκλοφορήσει σε διάφορες γλώσσες. Ένα ελάχιστο δείγμα της ποίησής του, είναι η σύνθεσή του «Ο Επαναστατημένος Χριστός»: «Οι συνοικίες συχνά επαναστατούνε./ Θυμωμένες μανάδες χτυπάνε τα στεγνά στήθια τους/ και τα παλικάρια ανάβουν τσιγάρο/ ή παρακολουθούν αυτούς που παίζουν τρίλιζα/ με τ’ όπλο ανάμεσα στα δυό τους πόδια/ σε μια γωνιά του οδοφράγματος……». Ο ποιητικός του λόγος δεν είναι μόνο επαναστατικός αλλά και αντισυμβατικός. Ένας συνδυασμός χριστιανικής και ιδεολογικής επαναστατικότητας. Κοινωνική ποίηση όπως κοινωνικού προβληματισμού με «πολιτικές» προεκτάσεις είναι και πολλά δοκίμιά του και κριτικές του που έχουν δημοσιευτεί σε πάρα πολλά περιοδικά. Όπως το κοινωνιολογικό «Εποπτεία», η «Ευθύνη», το «Διαβάζω», οι «Εποχές», «Τα Φιλολογικά Χρονικά», οι «Τομές» στην «Νέα Εστία», την «Συνέχεια» και σε πολλά άλλα. Όπως ακόμα και στις εφημερίδες Καθημερινή, Μεσημβρινή κ. ά.
Ο Θεόφιλος Δ. Φραγκόπουλος, τιμήθηκε το 1958 με κρατικό βραβείο θεατρικού έργου. Το 1977 με το βραβείο δοκιμίου του Ιδρύματος Ουράνη και με το Α΄ κρατικό βραβείο δοκιμίου-κριτικής το 1979.
Εύχομαι στ μέλλον να κατορθώσω να καταγράψω δείγμα του κριτικού του λόγου, που μας φανερώνει την εικόνα της κριτικής στην χώρα μας τα προηγούμενα χρόνια.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 3/7/2020 
Παρασκευή, 3 Ιουλίου 2020

ΥΓ. Η φιλόλογος και συγγραφέας κυρία Μορφία Μάλλη, είχε την καλοσύνη να μου αποστείλει το εξαιρετικό ανθολόγιο μελέτημά της, 
«ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΟΥΛΙΟ» Κριτικά κείμενα. Ανθολόγηση- Εισαγωγή-Επιμέλεια: ΜΟΡΦΙΑ ΜΑΛΛΗ, εκδόσεις ΑΙΓΑΙΟΝ-Λευκωσία 2020, σελίδες 386. 
Την διεύθυνση της Σειράς: Λογοτεχνική κριτική, που εντάσσεται και το παρόν ανθολόγιο έχει ο καθηγητής Θεοδόσης Πυλαρινός. Ο τόμος είναι αφιερωμένος στην μνήμη του Σάββα Παύλου. Η Μορφία Μάλλη έχει ασχοληθεί και σε παλαιότερες ερευνητικές εργασίες της, με την ποίηση και την περίπτωση μιας εμβληματικής ποιητικής μορφής της Γενιάς του 1970 όπως είναι ο ποιητής Λευτέρης Πούλιος. Του οποίου η ποιητική φωνή, είναι σε πολλά της σημεία ξεχωριστή και διαφορετική από τις άλλες των ομοτέχνων του της γενιάς του. Η Φωνή του, έχει ένα ποιητικό στίγμα που δεν προσομοιάζει ή προέρχεται από την αμερικάνικη γενιά των Beat ποιητών αλλά, και από έναν πνευματικό χώρο διάσπαρτο μέσα στην ελληνική κοινωνία που αποκαλούμε «παραψυχολογία», εννοώ δηλαδή βασίζεται σε αρχέγονες του ανθρώπου θρησκευτικές και της πίστης του παραδόσεις, που πρυτάνευσαν την περίοδο του μεσοπολέμου στον ευρωπαϊκό χώρο, και τον αμερικάνικο και πολλές τους ροές υπόγειες ή φανερές έφτασαν μέχρι τις νεότερες γενιές, μετά αυτήν του 1970. Με τον τόμο αυτό, η Μορφία Μάλλη-όπως και οι άλλοι τόμοι της σειράς-μας προσφέρουν όχι απλά μια  επαρκή εικόνα της ποιητικής διαδρομής του ποιητή Λευτέρη Πούλιου αλλά, και μια πανοραμική εικόνα σχεδόν πλήρη των κειμένων και των βιβλιοκρισιών που έχουν γραφτεί για τον ποιητή και την ποίησή του. Ανθολόγια-μελέτες σαν και αυτά, επιτελούν έναν διπλό οραματικό σκοπό. Από την μία μας ενημερώνουν και μας επαναγνωρίζουν παλαιότερες ελληνικές ποιητικές φωνές, στην δεδομένη περίπτωση ποιητών της Γενιάς του 1970, και αφετέρου με την συγκέντρωση σε έναν τόμο του διάσπαρτου αυτού κριτικογραφίας υλικού, τόσο σε πρόσωπα όσο και σε κρίσεις, κάνουμε ένα ευχάριστο ταξίδι στην δοκιμιακή και βιβλιοκριτική δημοσιευμένη γραφή της παλαιότερης αλλά και νεότερης γενιάς των λογοτεχνών που ασχολήθηκαν ή εξακολουθούν να ασχολούνται με τον κριτικό λόγο. Διαβάζουμε ονόματα γνωστά ή περισσότερο γνωστά μας, μέσω των δημοσιεύσεών τους επανερχόμαστε στην ποιητική διαδρομή μέσα στον χρόνο του αναφερόμενου ποιητή, αναγνωρίζουμε έντυπα και περιοδικά, αναπολούμε χρονολογίες. Το ανθολόγιο διακρίνεται για την επιστημονική του εγκυρότητα και επιμέλεια, την ισορροπία των αναφορών-αναδημοσιεύσεών του, την δίκαιη κατανομή ενός τόσο ογκώδους και διάσπαρτου υλικού, με δυό λόγια, είναι ένα πλήρες μελέτημα πάνω στην περίπτωση και την ποίηση του Λευτέρη Πούλιου, ενός ποιητή, που δεν άφησε αδιάφορους η φωνή του, ούτε τις νεότερες γενιές των ελλήνων ποιητών. Ίσως, με τα ανθολόγια αυτά να περατώνεται όχι ο φυσικός αλλά ο ποιητικός-καλλιτεχνικός κύκλος των ποιητών της γενιάς του 1970. Μιας γενιάς, που εξακολουθεί ακόμα να δημιουργεί και ίσως, να έμεινε στην λογοτεχνική και καλλιτεχνική ελληνική επιφάνεια ισόχρονα με εκείνη της γενιάς του 1930.
Ευχαριστώ διπλά την φιλόλογο και δοκιμιογράφο Μορφία Μάλλη, και για την αποστολή του πονήματός της και για το ότι με συμπεριέλαβε και εμένα στις σελίδες της, όπως επίσης, οφείλουμε να ευχαριστήσουμε και τα ΕΛΤΑ, που τα τελευταία χρόνια επιδείχνουν μια πρωτόγνωρη εξυπηρέτηση και γρηγοράδα.
Ο τόμος περιέχει:
Χρονολόγιο του Λευτέρη Πούλιου. Εισαγωγή: Η κριτική αποτίμηση της ποίησης του Λευτέρη Πούλιου, Μέρος Πρώτο: Σφαιρική θεώρηση της ποίησης του Λευτέρη Πούλιου. Μέρος Δεύτερο: Κριτικές αποτιμήσεις ανά ποιητική συλλογή. Μέρος Τρίτο: Μεταφρασμένες ξενόγλωσσες κριτικές από (τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα ιταλικά). Επίμετρο: Ανθολόγιο ποιημάτων Λευτέρη Πούλιου. Όπως για άλλη μία φορά διαπιστώνουμε, κάθε τόμος της εξαίρετης αυτής σειράς έχει την ξεχωριστή και ιδιαίτερη ταυτότητά του, που οφείλεται τόσο στον διευθυντή της σειράς όσο και στον ή στην ανθολόγο και επιμελητή/τρια.
Θα το απολαύσουμε και θα το χαρούμε αναγνωστικά, καλοκαιριάτικα, σαν μια μεγάλη, γευστική και δροσερή, γλυκιά φέτα καρπούζι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου