Σάββατο 15 Ιουνίου 2013

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ-χειρόγραφο '68

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

«Χειρόγραφο, Όκτώβριος ‘68», Διάττων, Αθήνα, 1986

     «Είναι πιο εύκολο να περάσει καμήλα από την τρύπα βελόνας παρά Έλληνας πολιτικός να καταλάβει την Ελλάδα»
                           από τις Μέρες Γ’/1937.
                                                                   

           Είναι μάλλον αρκετά δύσκολο να περιγράψεις την προσωπικότητα, τον λόγο και το πολιτικό ήθος του Γιώργου Σεφέρη. Αν και μια εκτενή προσωπογραφία του χαρακτήρα του, έχουμε όχι μόνο από τις προσωπικές πολύτομες ημερολογιακές καταθέσεις που μας κληρονόμησε, αλλά και από το ατομικό του δίτομο πολιτικό ημερολόγιο, και ακόμα, από το κλασικό και σημαντικό βιβλίο της αδερφής του «ο αδερφός μου Γιώργος Σεφέρης» της ποιήτριας Ιωάννας Τσάτσου.
 Ο Νομπελίστας ποιητής πάλευε μέχρι τέλος της ζωής του να μας αφήσει κάτι καίριο και ουσιαστικό όχι μόνο στα γράμματα, αλλά και στην πολιτική. Σαν διπλωμάτης ολκής που υπήρξε, γνώριζε εκ των έσω θα σημειώναμε, πόσο περίπλοκο και δύσκολο είναι όχι μόνο το πώς να εκφράσεις τις πολιτικές και άλλες απόψεις σου για τα κοινά αυτού του τόπου, αλλά και τι περίσκεψη και πείρα χρειάζεται, για να πάρεις μια ρεαλιστική θέση για τα κοινωνικά και πνευματικά πράγματα αυτού του τόπου. Όλες του οι ενέργειες και οι παρεμβάσεις στα κοινά, υπήρξαν τόσο αυστηρά μελετημένες και ζυγισμένες. Οι φοβεροί ενδοιασμοί που του γεννούσαν οι ελάχιστες παρεμβάσεις του, τα προσωπικά του διλήμματα, οι ατομικές του αγωνίες και τα άλλα του αδιέξοδα, μας αποκαλύπτονται την σοβαρότητα τον πόνο και την αγωνία που συναντάμε στα δημοσιευμένα γραπτά του.
Ο Παύλος Α. Ζάννας που έγραψε την εισαγωγή και τις σημειώσεις του βιβλίου γράφει τα εξής:
«Πρώτ’ απ΄ όλα ένα αίσθημα «μεγάλης αηδίας» για την πολιτική ζωή του τόπου. Και μιας ανησυχίας «για την καταπληκτική διαφορά του λαού και της συντεχνίας των αρχόντων του, σ’ όποιο κόμμα κι αν ανήκουν». «Η αποστροφή που αισθάνομαι για τους ελλαδικούς κομματικούς τρόπους είναι ανείπωτη». Η αποστροφή αυτή (του ποιητή) είναι διάχυτη και στο κείμενο του 1968.
Σε συνάρτηση με αυτό το αίσθημα τονίζονται δύο άλλες πληγές του τόπου: η ρητορεία και ο χαφιεδισμός». (σελίδα 21).
Ο επιμελητής κάνει λόγο για τα άλλα δύο βιβλία του ποιητή από όπου και αντλεί τις αναφορές του και συγκρίνει διαχρονικά τις απόψεις του, και με το τωρινό του βιβλίο, αυτά των δύο τόμων των «Δοκιμών» του και το «Χειρόγραφο Σεπτέμβριος ‘41».


«Τα λόγια σας συνήθεια της ακοής
βουϊζουν μέσα στα ξάρτια και περνάνε
μήπως πιστεύω πια στην ύπαρξή σας
μοιραίοι σύντροφοι, ανυπόστατοι ίσκιοι.
Έχασε πια το χρώμα αυτός ο κόσμος….»
  
       Σαν άτομο  υπήρξε αρκετά κλειστό, και σαν διανοούμενος μάλλον αρκετά δύσκολος.
Όπως όμως η ποίησή του, τα διάφορα κείμενά του, τα λόγια του και οι σκέψεις του, παραμένουν επίκαιρες και ίσως σύγχρονες ανάμεσα στις πνευματικές συμπληγάδες της εποχής μας.
      Στο «Χειρόγραφο ‘68» που κυκλοφόρησε από τις γνωστές εκδόσεις «Διάττων», ο ποιητής απολογείται για τη στάση του την δύσκολη πολιτικά και κοινωνικά εκείνη περίοδο, την Δικτατορία της 21ης Απριλίου. Στον Γιώργο Σεφέρη (όπως και στους περισσότερους Μικρασιάτες) δεν αρέσει η μεγαλοστομία, ο προσωπικός κομπασμός, η έπαρση της σκέψης, η επίδειξη της ατομικής του τραγικής αλήθειας. Αφού και ο ίδιος, υπήρξε από τα νιάτα του πρόσφυγας, ξεριζωμένος με βίαιο τρόπο από την γη των προγόνων του, έτσι δεν καυχιέται, δεν πολιτικολογεί αναίτια, αλλά, ούτε αναιρεί την πολιτική του θέση για τα δύσκολα εκείνα χρόνια, ο πόνος του για την άτυχη μοίρα της πατρίδας του και τις ιστορικές της καταστροφές και εσωτερικές περιπέτειες είναι βαθύς και ουσιαστικός και πολλές φορές βουβός. Ο ποιητής όμως έχει μάθει να περιμένει, να κρατά μια στωική στάση απέναντι στα πράγματα, να μην φωνασκεί προπαγανδιστικά, να μην διατυμπανίζει την ιδεολογική του φόρτιση. Όταν άλλοι, πνευματικοί ή πολιτικοί ταγοί της εποχής του, αυτού του δύσμοιρου τόπου, χρειάζονται και χρειάζονταν μιαν «αντίσταση κατά της αρχής», μια «αντιστασιακή περγαμηνή» για να ακουστεί το όνομά τους, να στερεωθεί η φήμη τους.
«είμαστε ο τόπος των αστόχαστων πολιτικών πράξεων», σημειώνει.
Ο Σεφέρης, αντίθετα παραμένει σιωπηλός και ψύχραιμος. Η διπλωματική του πείρα είναι αλάνθαστος οδηγός. Και μόνον όταν ο ίδιος συνειδητά και κάτω από πολύ περίσκεψη το αποφασίσει ότι ήρθε η σωστή στιγμή, τότε μόνο θα αποφασίσει να μιλήσει κάνοντας την γνωστή πια ιστορική του δήλωση, εναντίον της επτάχρονης δικτατορίας.
     Και ο λόγος του σεμνός, λιτός και ακριβής θα ακουστεί σαν καμπάνα στα σκοτεινά εκείνα χρόνια. Γιατί, η «αίσθηση της εσωτερικής του αρμονίας» που αγωνίζονταν να διατηρήσει καθώς και η πολιτική του διορατικότητα, είναι μια εξελικτική στάση ζωής και όχι στατική. Παρότι μια προσωπική έμφυτος δειλία και ένας προσωπικός δισταγμός αλλά και η μεγάλη και καθαρή αστική του παιδεία και νοοτροπία τον εμποδίζουν να πάρει μια γρήγορη πολιτική απόφαση.
Πρέπει εδώ να σημειώσουμε, ότι το βιβλίο του Νίκου Ορφανίδη και όχι μόνο, «Η Πολιτική διάσταση της ποίησης του Γ. Σεφέρη» εκδόσεις Αστήρ 1985, μας φανερώνει όπως δηλώνει και ο τίτλος του την πολιτική διάσταση της ποίησής του αλλά και των δοκιμιακών του καταθέσεων.   
Αγαπά την Ελλάδα με πάθος, την μακραίωνη παράδοσή της, την ιστορική της πορεία, την διαχρονική πολιτιστική της προσφορά, όπως ο αρχαίος σοφός δάσκαλος ο Σωκράτης, λάτρευε την πόλη του την Αθήνα. Γι’ αυτό, αποφεύγει να κατηγορήσει τους άμυαλους και άφρονες Συνταγματάρχες της στο εξωτερικό, όπου βρισκόταν. Διστάζει γιατί φοβάται μην βλάψει με τον τρόπο αυτό την πατρίδα του. Ο Σεφέρης είναι αγκιστρωμένος πάνω στο σώμα της Ελλάδος όπως το στρείδι πάνω στο βράχο.
     Με το «Χειρόγραφο του ’68", ο ποιητής και στοχαστής κρίνει και κρίνεται από τα πρόσωπα της εποχής του. Αρνείται τις τιμητικές διακρίσεις που του γίνονται, αλλά και τις δηλώσεις όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά γράφει, αλλά και, με έμμεσο τρόπο, διστάζει να συμπαρασταθεί στον ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσο, ο οποίος την περίοδο εκείνη βρισκόταν και πάλι υπό διωγμό και εξορία, και ήταν άρρωστος.
Γράφει στην σελίδα 45-46: 
«Λίγες μέρες προτού φύγουμε από την Αθήνα ένα πρωί ήρθε να με ιδεί μια λογοτεχνίζόμενη κυρία, γυναίκα πρώην υπουργού, την είδα μόνο μία φορά στην οικία στου Τσάτσου, και μου ανιστόρησε την τραγική κατάσταση της υγείας του Ρίτσου, του ποιητή. Μου είπε πως πρέπει να κάνει εγχείρηση, καθώς συμβουλεύουν οι γιατροί, αλλά το καθεστώς δεν επιτρέπει στη γυναίκα του να είναι παρούσα στην εγχείρηση (τώρα της επιτρέπουν να τον επισκέπτεται κάθε 15 μέρες). Αυτός δεν εννοεί να υποστεί την εγχείρηση χωρίς την συμπαράσταση της γυναίκας του. Μου ζήτησε λοιπόν να παρακαλέσω τους κρατούντες ν’ αφήσουν τη γυναίκα να συμπαρασταθεί στον άντρα της. Τον Ρίτσο δεν τον συνάντησα ποτέ, αλλά βρίσκω πως φέρθηκε τίμια απέναντι στην ιδεολογία του. Ομολογώ ότι εμπρός στο απάνθρωπο αυτό φέρσιμο των ανθρώπων του καθεστώτος, ένιωσα μέσα μου πως λύγιζα. Σκέφτηκα μόνο ότι από την αρχή δεν είχα ποτέ κανενός είδους επαφή μαζί τους και ότι αν τους πλησίαζα ποιος ξέρει τι ανταλλάγματα θα μου ζητούσαν. Αυτά της είπα. Τότε εκείνη μου είπε «αφήστε να ρωτήσω και θα σας τηλεφωνήσω. Πάντως να είστε βέβαιος ότι κανείς δεν ξέρει τη σημερινή επίσκεψή μου». Μετά δυό μέρες μου τηλεφώνησε να λησμονήσω τα όσα είπαμε.». σελίδα 46.
    Πέρα από τις όποιες πολιτικές διαφορές μπορεί να έχει κανείς με τον πολιτικό Γιώργο Σεφέρη, (και τον ρόλο ή την στάση που οφείλει να έχει ένας διανοούμενος σε κρίσιμες περιόδους της ιστορίας της πατρίδας του) δεν παύει να εκτιμά το έργο ενός πολύ σημαντικού δημιουργού και να σέβεται έναν αξιολογότατο Έλληνα ποιητή και σοβαρό κριτή του νεοελληνικού ήθους και πολιτισμού.

«Ανεξήγητο», είπες, «ανεξήγητο»
Δεν καταλαβαίνω τους ανθρώπους
Όσο και να παίζουν με τα χρώματα
Είναι όλοι τους μαύροι».

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος,

Πρώτη δημοσίευση, 
περιοδικό «Δαυλός» τεύχος 76/ Απρίλιος 1988, σελίδα 433.

Σημείωση 1. Οφείλω να αναφέρω ότι σε κάποια από τις συναντήσεις μας με τον δάσκαλο και ποιητή Γιάννη Ρίτσο στο μικρό αλλά μεγάλο σε καλοσύνη και σοφία μικρό του διαμέρισμα, τον είχα ρωτήσει ανάμεσα στα άλλα, αν η συγγραφέας αυτή, που επισκέφτηκε εκείνα τα χρόνια τον Νομπελίστα ποιητή ήταν η Πειραιώτισσα συγγραφέας Μαρία Περικλή Ράλλη. Ο ποιητής και δάσκαλος Γιάννης Ρίτσος, μου απάντησε καταφατικά, και μου μίλησε για την τότε περιπέτειά του, αλλά και την δική του αξιοπρεπή στάση που κράτησε μετά την άρνηση του Γιώργου Σεφέρη. Θυμάμαι όμως, τις απόψεις του για τον ποιητή και την μεγάλη του ανεξικακία. 
Ο Γιάννης Ρίτσος υπήρξε μια αρκετά ιδιαίτερη και τραγική περίπτωση στα γράμματά μας, που όπως και αλλού έχω δημοσιεύσει, «χαντακώθηκε» από την ίδια του την κομματική ιδεολογία. Νέος θυμάμαι ήμουν όταν την χρονιά που πήρε και δικαίως το Νόμπελ ο άλλος εθνικός μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, οι εφημερίδες έγραφαν ότι έπρεπε να δοθεί το Νόμπελ και στους δύο. Δυστυχώς και πάλι, οι τότε ιδεολογικές και πολιτικές σκοπιμότητες των πνευματικών κρατούντων επικράτησαν και ο Ρίτσος δεν είδε την δικαιωματική του βράβευση.  

Σημείωση 2. Δύο φορές είχα την τύχη να επισκεφτώ το σπίτι του ποιητή, με την συντροφιά του Κίμωνα Φράϊερ, και να γνωρίσω από κοντά την θαυμάσια και αρχοντική γυναίκα του, την Μαρώ Σεφέρη. Το δέος, ο σεβασμός αλλά και η αμηχανία που ένιωσα, έφηβος τότε, μέσα στο θρυλικό αυτό σπίτι, θα μου μείνουν αξέχαστα, και προπάντων, η βιβλιοθήκη του. Τι σοφία, και τι μυστικά έκρυβε αυτό το μικρό «φρούριο» του πνεύματος στο Παγκράτι.
Αρκετά χρόνια αργότερα επισκεπτόμενος μια καταπληκτική γιαγιούλα, ζωόφιλη και χαμογελαστή, (με τις δεκάδες γατούλες να σεργιανίζουν παντού και να μην σε αφήνουν σε ησυχία) πρόσχαρη και φιλόξενη, την αξιόλογη και γνωστή ποιήτρια Μαρία Σερβάκη, έκανα ένα προσκυνηματικό περίπατο, πέριξ της οικίας των Σεφέρηδων.

Πειραιάς 15 Ιουνίου 2013,
Ξαναδιαβάζοντας την ποίηση και τα ημερολόγια του ποιητή καθώς και το «Χειρόγραφο Όκτώβριος ‘68» με τις κατατοπιστικές σημειώσεις του Παύλου Α. Ζάννα.

                 
      

       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου