Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ

ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΕΡΙΝΩΝ ΟΜΟΙΩΜΑΤΩΝ


Νάσος Βαγενάς,
«Στέφανος», εκδόσεις, Κέδρος Ᾱθήνα 2004, σελίδες 56.

     Ο τίτλος του νέου ποιητικού βιβλίου του Νάσου Βαγενά δεν ανακαλεί μόνο τις αρχαίες ποιητικές αναφορές του
(«Στέφανος» του Μελέαγρου, 1ος αιώνας προ Χριστού, «Στέφανος» του Φιλίππου του Θεσσαλονικέως, 1ος αιώνας μετά χριστού) ή ανάλογες τιτλοφορούμενες ποιητικές συλλογές της εποχής μας («Στέφανος» του Σίμωνος Μενάρδου, 1924), αλλά προσδιορίζει καθοριστικά και το περιεχόμενό του.
Μετά τον συγκρατημένο ελεγειακό τόνο της συλλογής του «Σκοτεινές μπαλάντες» (2001), ο Βαγενάς μας ξαφνιάζει με την νέα του συλλογή, η οποία έχει μάλλον τα μορφικά στοιχεία ενός ποιητικού θεατρικού παιχνιδιού.
Ένα ποιητικό παιχνίδι παρωδίας και παρασημαντικής ανωνυμίας μέσα σε μια ατμόσφαιρα σαρκαστικού μυστηρίου. Ο Βαγενάς δανειζόμενος την ποιητική τυπολογία του αρχαίου επιτύμβιου επιγράμματος σμιλεύει, σατιρίζοντας αιχμηρά αλλά με αρκετή δόση μελαγχολίας, τον βίο και το ποιητικό πέρασμα σύγχρονων ομοτέχνων του.
     Φωτογραφίζει υπαινικτικά, -αποκαθηλώνοντας τους- τους ποιητικούς χαρακτήρες, χαρτογραφεί ματαιόδοξες συμπεριφορές και ρηχούς ποιητικούς εστετισμούς, υπονομεύει εγωτικές ιδιοφυίες, καυτηριάζει αμφίβολες μεταμοντέρνες συμπεριφορές, ιδιοτελείς προοδευτισμούς με έμφορτες προκαταλήψεις, σκιαγραφεί κανονάρχες της ποίησης με παραναγνωστικές περγαμηνές, αλλά ταυτοχρόνως αυτοσαρκάζεται, αυτοπαρωδείται, και αυτοϋπονομεύεται και ο ίδιος, μέσα στη σύνολη σκηνοθετική παρωδία του ποιητικού αυτού παιχνιδιού.
     Στα τριάντα τέσσερα παιχνιώδη επιγράμματά του ο Πάτροκλος Γιατράς-συγκεφαλαιωτική προσωπίδα του Νάσου Βαγενά-σποραδικά και περιοδικά φανερώνεται αλλά και συγκαλύπτεται κάτω από τις επώνυμες θεμελιακές θέσεις του Βαγενά, και τις μεταμορφώνει στις κατά καιρούς ποιητικές μάσκες του.
Έρχεται πλέον να μας αποκαλύψει απροσχημάτιστα και να μας καταθέσει την οντολογική του θεώρηση σε ό,τι αφορά την ποιητική δημιουργία και τους δημιουργούς της.
      Το ύφος του είναι χιουμοριστικό, θυμίζει βαρναλικούς ποιητικούς τόνους, η διάθεσή του καρυωτακική, υπόγεια αρδεύει τη συλλογή. Χρησιμοποιώντας λέξεις ποικίλων χρωματικών διαθλάσεων, που ηχητικά φωσφορίζουν μέσα στον επιγραμματικό λόγο και προσδιορίζουν με εωσφορική πρόκληση τα ποιητικά προσωπεία, ο ποιητής αρχιτεκτονεί το προσωπικό του Μουσείο κέρινων ομοιωμάτων:

                           ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΖΑΖΗΣ

Το μνήμα-βαθυστόλιστο-είμαι του άφθαρτου
ιερουργού των «Εφυμνίων της Αβύσσου».
Του εκτός σχολών και υπεράνω εποχών
ανατροπέα κάθε τεχνοτροπίας.
Έζησε ευτυχής. Όμως εκεί κάτω
μονάχος περιφέρεται, βαρύς, γιατί οι νεκροί
αποστρέφονται τους αθανάτους.

Ο Βαγενάς πλάθει με αφαιρετική πυκνότητα το κενοτάφιο εν ζωή ποιητών (χρησιμοποιώντας γι’ αυτούς πλασματικά ονόματα) και των νεκρών φιλοδοξιών τους. Μέσα από μια πολλαπλότητα κριτικών ερμηνευτικών σημασιών. Η εκφραστική του λιτότητα πρυτανεύει όχι ως έλλειψη, αλλά ως πληρότητα νοηματική και καθοδηγητική της σύνολης ποιητικής του δημιουργίας.
Σκιαγραφεί τα ασηπτικά και χαριτωμένα παγερά πρόσωπα ουτιδανών μεγεθών, ανυποψίαστων παραδοσιοκρατών, σηματοδοτώντας τόσο το άδηλο ήθος τους όσο και το ύψος της πνευματικής τους «δημιουργίας». Ο παιχνιώδης χειρισμός του ποιητικού υλικού, η προσαρμοστική σαρκαστικότητα των λέξεων, τα δάνεια στοιχεία της σάτιρας που τροφοδοτούν την παρωδιακή τεχνική, αναδεικνύουν την ψευδαίσθηση της εφήμερης υστεροφημίας τους, την ποιητική τους πτωχεία, την τυποποιημένη ευρηματικότητα της σκέψης εκείνων των στιχοπλόκων, που αυτομυθοποιητικοί μηχανισμοί τους αναγορεύουν σε είδωλα:

                              ΤΡΥΦΩΝ ΔΕΪΜΕΖΗΣ

Εκείνον που πλήθη ανθρώπων επευφήμησαν
σε αίθουσες κλιματιζόμενες, ή κατά μόνας,
που «εστιχούργησε μια υπέργεια μουσική
με τις ουράνιες χορδές της ανθρώπινης μοίρας»,
που «ανελήφθη ήδη εν υψίστοις» (Νεζερίτης),
το κενοτάφιο τούτο μνημονεύει.


     Ο λόγος του Βαγενά είναι δυναστευτικά ρυθμικός.
Υπάρχει ένας εσωτερικός ρυθμός που δομεί τα ποιήματα. Οι εικόνες του εντυπωσιακά αποκαλυπτικές μας δηλώνουν το εύρος της γνωστικής του επάρκειας. Τα ποιητικά του προσωπεία λάμπουν μέσα στην αινιγματική τους παρωνυμία, τα κουδουνιστά τους ονόματα προκαλούν θυμηδία και χαρμολυπική διάθεση στον αναγνώστη. Μια αμφιθυμική πρόθεση όσον αφορά την ποιητική δημιουργία μπολιάζει τον ποιητικό λόγο. Η σύζευξη της παρωδιακής τεχνικής με την σατιρική πρόθεση είναι αρμονικά δοσμένη.
     Ο Πάτροκλος Γιατράς σκηνοθετώντας (αλλά και υποδυόμενος) το ποιητικό αυτό παιχνίδι θεατρικής υφής, συνειδητοποιεί και τη δική του ατομική ποιητική ματαιότητα.
Ο Γιατράς γνωρίζει ότι ο πνευματικός δημιουργός δεν μπορεί παρά να είναι ένας σχολιαστής της ποιητικής ιστορίας, ένας πρακτικογράφος, και όχι ο θεμελιωτής και συνδημιουργός των ιστορικών γεγονότων:

Ενθάδε εσάπη το-ταλαίπωρο άλλωστε-
σώμα του σκώπτη Πάτροκλου Γιατρά  
(το πνεύμα του διασώζεται, υποθέτω, σε αυτούς
       τους στίχους) .
Έγραψε επιτύμβια για ομοτέχνους
-συνθέσεις μιας ορισμένης αναζήτησης.
Διαβάτη, θα ένιωσες, πιστεύω, ότι οι θλιβερές
σελίδες του, που βρίσκονται ανοιχτές εμπρός σου,
δεν είναι χωρίς κάποια χρησιμότητα.


     Γι’ αυτό και συνήθως ο όποιος ποιητής αρέσκεται σε αταβιστικές αναμνήσεις περασμένων θριάμβων και αμφίβολων προσδοκιών.
Ο Βαγενάς αφουγκράζεται την απέλπιδα προσπάθεια αρκετών μοντέρνων ομοτέχνων του να αρπαχτούν από τα επιπλέοντα ναυάγια του ποιητικού παρελθόντος για να διασωθούν μέσα στον ποιητικό χρόνο. Δεν τους καταδικάζει, δεν τους απορρίπτει με σκληρό τρόπο, δεν σνομπάρει, ως επαΐων, τους φτωχούς συγγενείς, όπως θα έπραττε ο Εμμανουήλ Ροΐδης, αλλά τους σαρκάζει, τους παρωδεί, τους αφήνει εκτεθειμένους στα ίδια τους τα μάταια οράματα, σε μια συνομιλία νεκρών ποιητικών ψυχών. Ταυτοχρόνως όμως κατανοεί και ο ίδιος ότι η μοίρα κοινή, ότι ανήκει και ο ίδιος σε αυτήν την κατηγορία της φερέλπιδης αισιοδοξίας. Μόνο η ατομική του στάση αλλάζει. Εκείνο που τον διαφοροποιεί είναι το χιουμοριστικό του βλέμμα, η παρωδιακή θεώρηση της ποιητικής πραγματικότητας, που φτάνει ως την αυτοπαρωδία και τον αυτοσαρκασμό.


Μπαίνοντας στον Αχέροντα
βραχήκαν τα χειρόγραφα.
Μου πήραν την περούκα τα νερά.
Έμεινα δίχως λύρα.


     Ο Βαγενάς δεν ιχνομυθεί απλώς τα πρόσωπα, αλλά τα υποβάλλει σε μια ποιητική βιοψία.
     Τα επιτύμβιά του ηχούν στον ποιητικό χρόνο σαν σήματα ενός στιλπνού δημιουργικού μεγαλείου. Μιας τέχνης που μετατρέπεται σε ζώσα ιστορική πράξη μέσω της τεχνικής της λεπτής αυτοαναφοράς και υπονομεύει παραμυθιακά όχι τόσο τα πρόσωπα, έρμαια μιας εφήμερης ψευδαίσθησης, όσο αυτό καθαυτό το γεγονός του βιολογικού μας θανάτου. Με τον τρόπο αυτό η εφιαλτική του υπόμνηση μέσω της γλώσσας εξαγνίζεται, μεταλλάσσεται η φοβερή του μορφή.
Η ποιητική αυτομεμψία του Βαγενά αυτονομεί τον δημιουργό και τις όποιες ατομικές του αστοχίες, από το δημιούργημά του.
      Η ποίηση-δημιουργία μένει καθαρή σχεδία μέσα στον χρόνο. Ο Βαγενάς με στρατευμένη ποιητική αξιοπρέπεια μας υπενθυμίζει την ρήση του Κωνσταντίνου Καβάφη:
«Και πάλι μες την Τέχνη ξεκουράζομαι από την δούλεψή της».
     Και ίσως ο Πάτροκλος Γιατράς ολοκληρώνει και συγκεφαλαιώνει τα ποιητικά του ταξίδια (μια και οι ποιητικοί του πειραματισμοί είναι τόσο εύστοχοι) προσφέροντας τον στέφανο της μεταθανάτιας δόξας όχι στον όποιο τεχνίτη και τις κρίσεις του, αλλά στην ίδια την τέχνη της ποίησης.


Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό,
«Ο Πολίτης» τεύχος 131/Μάρτιος 2005, σελίδες 58-59.

Πειραιάς 6 Ιουλίου 2013.

Σημείωση: Είναι κρίμα που το ως άνω περιοδικό σταμάτησε την έκδοσή του.
Όπως αντίστοιχα και άλλα παρόμοιου είδους και ύλης αξιόλογα έντυπα. Τον αγόραζα από χρόνια τον Πολίτη, όπως και το Αντί, και τον Σχολιαστή, αλλά και το Ιδεοδρόμιο και το Αμφί .
Περιοδικά που μαζί με το Διαβάζω, την Νέα Εστία, την Λέξη, κ.λ.π. ήταν τεράστια η συμβολή τους στα Ελληνικά Γράμματα στην εποχή τους-μας.
Είναι κρίμα που το αναγνωστικό κοινό, τα βιβλιοπωλεία, οι εκδότες και το Υπουργείο Πολιτισμού, δεν κατόρθωσε να κρατήσει εν ζωή τα δεκάδες αυτά πολιτιστικά περιοδικά.
Αντίθετα ανθούν τα άλλα τα κουτσομπολίστικα.            

      
           



      



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου