Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ-ΤΑ καθ' εαυτόν

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ

Ορθόδοξος   μηδενισμός!

«Τα καθ’ εαυτόν», εκδόσεις Ίκαρος, 1995.

Η ανάγνωση ενός κειμένου είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση. Ενέχει μέσα της το στοιχείο της αθέλητης παρανόησης και ανεπίγνωστης διαστρέβλωσης. Το κείμενο επιδέχεται τόσες ερμηνείες, όσες και οι αναγνώσεις του. Αν ξεπεράσει τη δοκιμασία αυτή, «κερδίζει» τον ιστορικό χρόνο. Αν πάλι όχι, δεν σημαίνει ότι δεν συνέβαλε –στον ορισμένο χώρο και χρόνο-στην ανάπτυξη και καλλιέργεια του πολιτισμικού γίγνεσθαι.
Η αποδοχή ή η απόρριψη ενός έργου στηρίζεται σε τόσες λεπτές πολιτισμικές ισορροπίες που είναι αρκετά δύσκολο ενίοτε η εντόπισή τους.
Το ίδιο συμβαίνει και με τους διαφόρους δημιουργούς. Πολλοί αγνοήθηκαν από την εποχή τους, άλλοι αναγνωρίσθηκαν μετέπειτα, άλλους τους σκέπασε η λήθη.
«Μικρός είναι ο χρόνος που ζει ο καθένας, μικρή δε και η γωνίτσα της γης στην οποία ζει, ελάχιστη δε και η πιο μεγάλη μεταθανάτιας φήμης…», έγραφε εδώ και αιώνες ο ρωμαίος Μάρκος Αυρήλιος, στο δικό του έργο. Ένας από τους δημόσιους άντρες που με θάρρος και τόλμη αυτοβιογραφήθηκαν.
Με πιο σπαρακτικό τρόπο, το ίδιο έπραξε αργότερα και ένα σημαντικό πρόσωπο του Δυτικού Κόσμου, ο ιερός Αυγουστίνος.
Έκτοτε η βιβλιογραφία αυτοβιογραφικών κειμένων είναι ογκώδης.
Η αφορμή για την συγγραφή εξομολογητικών κειμένων διαφέρει από άτομο σε άτομο. Το εγχείρημα αρκετά επισφαλές, έστω και αν είναι ειλικρινής η πρόθεση του γράφοντος. Δεν είναι εφικτό πάντοτε να «περιαυτολογήσουμε την αναπηρία μας», σελίδα 62.
Αρχή πλάνης νου κενοδοξία, εφ ης κινούμενος ο νους, εν λέξεσι και νοήμασι περιγράφειν πειράται η ανθρώπινη ψυχή. Για να παραφράσω τον λόγο του Νείλου του Σιναϊτη.
Η όποια πρόσκαιρη νίκη επί της Φύσης, του ανθρώπου-πέρα από αυτόν της αναπαραγωγής- επιτυγχάνεται μέσω της Τέχνης. Και η πιο ανάξια φιλολογική αδολεσχία κεντρίζει με ευστοχία τα δύο ουσιαστικά παγερά και αμείλικτα προσωπεία της. Του Θεού και του Θανάτου.
Την ατραπό αυτή επέλεξε ο Χρήστος Γιανναράς, εδώ και χρόνια για να ιχνομυθήσει την εύτρωτη γυμνητεία της προσωπικότητάς του.
Ο συγγραφέας είναι ένας σημαντικός δάσκαλος, για όσους επιθυμούν να μελετήσουν την εκκλησιαστική γραμματεία. Γι’ αυτούς που επιδέχονται την Ορθόδοξη μυθολογούσα μαρτυρία και εμπειρία, ως την μόνη ενοποιό δύναμη του Ελληνισμού. Φώτισε με τον δικό του τρόπο την παράδοση και την απεγκλώβισε από τις ψυχαναγκαστικές νευρώσεις της πίστης, και, την σχολαστική ομφαλοσκοπία ολιγόνοων εκπροσώπων της.
Καταφεύγοντας όμως σε αρκετά κείμενά του σε μια συναισθηματική μάλλον ερμηνευτική απλοποίηση έντονα προσωποκεντρική «εκφυλίζει» την σκέψη του σ’ έναν ορθόδοξο ιδανισμό, και μια μυστικίζουσα έκσταση.
Έναν θεολογημένο ίσως μηδενισμό επ’ ελπίδι μιας ορθόδοξης εσχατολογίας.
Ο παρεμβατισμός αυτός του φορτισμένου με λυρισμό συναισθήματος, πάνω στην ερμηνευτική προσέγγιση προβλημάτων της Ελληνικής αυτοσυνειδησίας,  αποκλείει μάλλον, κάθε άλλη άποψη ως συνειδησιακά υπανάπτυκτη.
Ορισμένα επίσης κείμενά του αποπνέουν έναν Ορθόδοξο μεγαλοϊδεατισμό. Μια, ευδιάκριτη φετιχοποίηση της Ορθόδοξης παράδοσης και του αντίστοιχου γλωσσικού κώδικα και τελετουργικού που την εκφράζει.
Ο ίδιος μετατρέπεται σε διανοούμενο με τα διακριτικά ενός Ορθόδοξου αρχιερέα, αρκετά οξυδερκή και προορατικό, που, σαν γνήσιος ορθοδοξοφύλακας  επιδιώκει να «ξεματιάσει» από την Δυτική αλλοτρίωση τους δεισιδαίμονες ορθοδοξαμύντορες της πίστης των προγόνων τους. Γίνεται ένας Εγκυκλοπαιδιστής της εκκλησιαστικής παράδοσης επιβάλλοντας ή θέλοντας να επιβληθεί ανεπίγνωστα ίσως, η ιδιαιτεροποιημένη στο έπακρο πεφωτισμένη θεολογικότητά του. Γι’ αυτό και τα κείμενά του ανακυκλώνουν παλαιούς του προβληματισμούς χωρίς πάντα να προάγουν την απτή, σαφή και καθορισμένη παραβολική γραφή των Ευαγγελικών αναγνωσμάτων.
Στην αντίπερα όχθη, οι διάφοροι ομφαλοψυχίτες επικριτές του, χωρίς να διαθέτουν το δικό του εύρος παιδείας και εκκλησιαστικής καλλιέργειας, θεωρώντας φέουδό τους την Εθνική παράδοση και τα κείμενά της, (οι διάφοροι βλαχοτουρκομπαρόκ αναλυτές) χρησιμοποιώντας έναν κρυπτοαυταρχισμό που συνίσταται στην απόρριψη των επιχειρημάτων του με βάση το ποιόν της πίστης του γράφοντος και όχι την ποιότητα των γραφομένων του, τον απορρίπτουν συλλήβδην.
Φοβάμαι όμως, με όλο τον σεβασμό στον Χρήστο Γιανναρά-τον καθηγητή και συγγραφέα-ότι δεν κατανόησε, ότι άλλο πράγμα η γραφή της παράδοσης-των κειμένων της, των διαφόρων τελετουργικών της, ή της κοινής εκκλησιαστικής εμπειρίας και πορείας ενός Έθνους, και άλλο πράγμα η πίστη στην γραπτή αυτή παράδοση.
Η πίστη και η εμπιστοσύνη στην γραπτή παράδοση ενός Έθνους είναι όχι μόνο μια υποκειμενική υπόθεση (που διδάσκεται από τους θεσμούς εξουσίας), αλλά, και διαπλάθεται μέσα στις συνειδήσεις  από συγκεκριμένες πολιτισμικές και ιδεολογικές συνιστώσες που απορρέουν από την εκάστοτε κρατική ή εθνική ιδεολογία και σκοπιμότητα. Και, αν και άκρως εμπειρική αλλά και ταυτοχρόνως πολυπρισματική, επιδέχεται τόσες ερμηνείες όσοι είναι και οι πιστεύοντες σε αυτήν την εκδοχή ερμηνευτές της.  Αυτό, φυσικά, δεν αναιρεί τον ενοποιητικό της ρόλο και την σημασία της. Αλλά μάλλον, τροφοδοτεί τον κοινωνικό κορμό των όμορων θρησκευτικών σχέσεων με εμπειρίες αποδεχτές, κοινά αποδεχτά και επάλληλα βιώματα, και θρησκευτικές και κοινωνικές πρακτικές  που δεν εγκιβωτίζουν τον ουσιαστικό της ρόλο, σε θρησκευτικές μόνο τελετουργίες διοικητικών πρακτικών, εθνικές προδιαγραφές επιβεβαίωσης της τιμής του εθνικού σώματος, κρατικές επιταγές διαφοροποίησης από τα άλλα γειτονικά κράτη, ή ανώφελους ψευδαισθητοποιητικούς μηχανισμούς εσχατολογικής προσδοκίας.
Η όποια πίστη ή απιστία των ανθρώπων είναι ιερή-σε μια γενική έννοια του όρου. Αποιεροποιείται όμως όταν επιδιώκει να υποκαταστήσει την τρομερή, τραγική τυχαιότητα της ίδιας της ζωής.
Το ρίγος της σωματικής αίσθησης των διαφορετικών εμπειριών του άλλου, είναι μάλλον, εκείνο που μας έλκει κοντά του, και όχι η όποια μεταφυσική προστακτική του ή η ορθόδοξη εσχατολογική του δικαίωση.
Έτσι είναι δύσκολο να κατανοήσουμε τους δαιδαλώδεις φιλοσοφικούς μαιάνδρους του συγγραφέα. Γνωρίζουμε εκ των προτέρων, ότι ο θεολογικός ορθόδοξος Μινώταυρός του θα μας κατασπαράξει.
Αν αληθεύουν οι σκέψεις αυτές, διακρίνουμε τον ίδιο λεκτικό ιοβολομαρασμό και στο νέο του βιβλίο.
Μια, διχασμένη γραφή ανάμεσα στην λυρική εξομολόγηση και στην ανίατα βαρετή κοινοτοπία και γνώμη για τους επικριτές του.
Ο στοχαστής και συγγραφέας μοιάζει «ευνουχισμένος» από την ίδια του την γραφή. Επιδιώκει να εξαγνισθεί ερμηνεύοντας ο ίδιος τα σημαντικότερα προβλήματα που θέτουν τα βιβλία του αντιπαλεύοντας τον χρόνο. Εφόσον αγνοήθηκαν όπως πιστεύει ο ίδιος από τους συγχρόνους του, και απορρίφτηκαν από τον όμορο θρησκευτικό του χώρο, προσπαθεί να δικαιώσει ο ίδιος τον εαυτό του και το έργο του.
Απελπισμένα επιδιώκει να παραβιάσει τις κλειστές όπως νομίζει πόρτες της εφήμερης αθανασίας, που οι άλλοι δεν του ανοίγουν.
Διακατεχόμενος έντονα από το συναίσθημα ότι όλα του τα γραπτά και ο συγγραφικός του κόπος πρόκειται να χαθούν, αντί να κρατήσει την στωική ασφάλεια που ταιριάζει σε διανοούμενο στοχαστή, καταφεύγει ανεπίγνωστα σε μια πικρή και ταραγμένη «αγραφία».
Γιατί τι άλλο είναι από καταστροφή του ίδιου του έργου ο τρόπος αυτός του συγγραφέα;
Η απαρηγόρητη αφή του κάθε ανθρωπίνου πλάσματος  πάνω στην γη, η πλούσια σε μνήμες, βιώματα και εμπειρίες, αδιέξοδα, προδοσίες και επιτυχίες, αυτό το άπιαστο τραγικό όνειρο που λέγεται ζωή και που βιώνετε καθημερινά και αμετάκλητα χωρίς δυνατότητα επιστροφής σε πρωταρχικές πηγές μεταφυσικής δικαίωσης, δεν ιχνογραφείται εύκολα για τους μελλοντικούς ή ακόμα και τους σημερινούς τους όποιους τωρινούς μελετητές και αναγνώστες, μάλλον χάνεται –τουλάχιστον η πρώτη αυτή ικμάδα- μαζί με τον γράφοντα.
Εκείνο που διακρίνουμε είναι, η αντανάκλαση της ψηλάφησης αυτής του Κόσμου μέσα από τα σκοτεινά και κάθε φορά ανεξερεύνητα ρουμάνια της Τέχνης. Η καλλιέπεια της γλώσσας και το στιβαρό και καθαρό ύφος της γραφής δεν αναιρεί την μη ικανοποιητική κοινοποίηση της ουσίας των συναισθημάτων μας στο σύντομο αυτό και τυχαίο πέρασμά μας από αυτόν τον πλανήτη.
Τι άλλο από μια δραματική φάρσα είναι η Ζωή;
Και δυστυχώς, ο τόσο διαφημιζόμενος και αγαπητός στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης στοχαστής και συγγραφέας, στα τελευταία του βιβλία διακατέχεται από μια ακατάσχετη μοιρολατρία. Σαν μια γυναίκα που σκούζει επειδή έριξαν στην αυλή της νερά, και, δεν κατάφερε ξανά να απολαύσει την άσπρη αθωότητα της αυλής της.
Παρότι οι εφημερίδες δημοσιεύουν τα κείμενά του με ευχαρίστηση, τα βιβλία του μεταφράζονται σε αρκετές Ευρωπαϊκές γλώσσες, και ορισμένα από αυτά έχουν κάνει αρκετές επανεκδόσεις, ο συγγραφέας καταφέρεται εναντίον των επικριτών του επιλεκτικά.
Μήπως όμως το άκαιρο αυτό παράπονο φανερώνει μια συγγραφική απληστία;
Ποιος άλλος θεολόγος-στοχαστής της γενιάς του, λαϊκός ή κληρικός είναι τόσο πολυδιαφημιζόμενος στον χώρο του;
Ο ανοιχτών οριζόντων Στέλιος Ράμφος; Ο γεννηθείς στον Πειραιά Ιωάννης Ρωμανίδης με την αξιόλογη μελέτη του περί "Ρωμιοσύνης"; Ο ιερέας και ψυχίατρος Πειραιώτης Φιλόθεος Φάρος; Ο ιστορικός και καθηγητής πατήρ Γεώργιος Μεταλληνός; Ο καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου; Ο παιχνιδιάρης και τρελούτσικος Κώστας Ζουράρης; με τα ακατανόητα πολλές φορές σε εμάς τους αμύητους γνωστικά και ιστορικά του άλματα.
Και, μια και μιλάμε για την παράδοση του Έθνους των Ελλήνων γιατί δεν αναφερόμαστε τόσο συχνά στον ιστορικό και σεμνό διανοητή Νίκο Σβορώνο. Την Θεσσαλονικιά συγγραφέα και λαογράφο Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος. Τον σημαντικό παρατηρητή της λαϊκής μας παράδοσης Κίτσο Μακρή. Την γυναίκα που διέσωσε με πολύ κόπο τους λαϊκούς μας χορούς, την Δώρα Στράτου. Την θεματοφύλακα της Μουσικής παράδοσης την λαϊκή ιέρεια Δόμνα Σαμίου. Τον γνωστό και σημαντικό λαογράφο Γεώργιο Μέγα. Τον πατέρα της Ελληνικής λαογραφίας Νικόλαο Πολίτη. Την Έρση Χατζημιχάλη …, και τόσους άλλους άγνωστους και αφανείς ήρωες της Ελληνικής αυτοσυνειδησίας.
Ευτυχώς η Ελληνική παράδοση δεν είναι μόνο ο στρατηγός Μακρυγιάννης (και τα «οράματα και θάματά του»), ο Μικρασιάτης σπουδαίος συγγραφέας και αγιογράφος Φώτης Κόντογλου, ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και η μεγαλόπνοος διηγηματική του γραφή, ο ξεχασμένος πλέον Γεώργιος Βερίτης, ο νηπτικός Μάξιμος ο Ομολογητής, ή ο εκ Θεσσαλονίκης άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
Είναι και αυτοί, αλλά όχι μόνο αυτοί.
Υπάρχουν εκατοντάδες ανώνυμοι ορθόδοξοι και μη Έλληνες που θυσιάστηκαν γι’ αυτήν την χώρα. Είτε αποκαλούσαν τον εαυτό τους Έλληνες, είτε Ρωμιούς.
Ελλάδα ή Ρωμιοσύνη; Ή μήπως όλα αυτά και ακόμα κάτι που περισσεύει στο κοινό ταμείο του Ελληνικού πολιτισμού;
Και ενώ ο αναγνώστης μαγεύεται από τον αδιαμφισβήτητο εξομολογητικό λυρισμό κειμένων όπως αυτών των σελίδων 132, 116, 58, και άλλων σελίδων, απορεί πως ένας ενθουσιώδης θαυμαστής του Ζαν Πωλ Σαρτρ,(του πατέρα του υπαρξιστικού κινήματος) όπως ο ίδιος σημειώνει στην σελίδα 104, δεν διδάχτηκε τίποτα από την στάση του Σάρτρ απέναντι σε κάθε μορφής Εξουσίας. Και ας μην μας διαφεύγει ότι ο Σαρτρ αρνήθηκε να παραλάβει το Νομπέλ που του απονεμήθηκε.
Με λύπη ακόμα διαπιστώνει κανείς τον συγγραφέα Χρήστο Γιανναρά, να στιγματίζει επιλεκτικά εκείνους που του στάθηκαν εμπόδιο στην Πανεπιστημιακή του καριέρα. Και ενώ στηλιτεύει δικαιολογημένα ίσως, ορισμένους από το Πάντειο Πανεπιστήμιο, δεν αναφέρει καν, τα ονόματα των δύο  Θεολόγων Καθηγητών των Θεολογικών σχολών που, η μία μεσούσης της Δικτατορίας, απέρριψαν την εισαγωγή του ως Καθηγητή σε αυτές.
Ίσως γιατί ενδόμυχα, επιδιώκει μια τρίτη αναμέτρηση; Γι’ αυτό δεν τους στιγματίζει;
Αν τον κατανόησα επίσης σωστά, στην σελίδα 105 μιλά για τα Μαρξιστικά απόνερα, και, αναφέρεται στους Χάμπερμας, Ντεριντά, Αλτουσέρ, Λιοτάρ και άλλους. Ακόμα κρίνει αρνητικά και το Πανεπιστήμιο της Γενεύης που τον προσκάλεσε να διδάξει.
Όμως ηχεί παράξενα, πως ενώ αρνείται τον Πολιτισμό των κουτόφραγκων, ταυτοχρόνως σπουδάζει, ζει, και εργάζεται σε χώρους και χώρες των οποίων την παράδοση απορρίπτει και μιλά απαξιωτικά.
Η εξομολογητική αυτή γραφή του Χρήστου Γιανναρά, προδίδει μάλλον μια τρομακτική ανασφάλεια.
Στην σελίδα 90, γράφει ακόμα:
«Όσοι Έλληνες διανοούμενοι βρέθηκαν στο Παρίσι από την εποχή ακόμα του Αδαμάντιου Κοραή και του Ιωάννη Ψυχάρη, ως την γενιά του Σβορώνου, του Καστοριάδη, του Αξελού, του Πουλαντζά, του Ξενάκη πάσχιζαν για την ταχύτερη δυνατή εξομοίωσή τους με τους Γάλλους ομολόγους τους, λογάριαζαν επιτυχία τον πιθηκισμό και την μίμηση της επιχώριας διανόησης και των προβληματισμών της».
Αν τέτοιοι γενικόλογοι αφορισμοί-για μεγάλους ογκόλιθους και διεθνώς αναγνωρισμένους Έλληνες στοχαστές-που, και άλλοτε έχει διατυπώσει ο συγγραφέας εκφράζονται από διανοητές του εύρους και του κύρους του Χρήστου Γιανναρά, που, πιστέψαμε ότι θέλησαν να μας απαλλάξουν από τους κατά καιρούς Χομείνήδες της Ορθόδοξης καθ’ ημάς Ανατολής, τότε, τι να περιμένουμε από τους διαφόρους Βυζαντινονοσούντες ραβδούχους, βυθοκόρους της Ορθόδοξης Εθνικής μας παράδοσης;

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, 
«Εξόρμηση», Κυριακή 22 Οκτωβρίου 1995, σελίδα 18.

Πειραιάς 7 Ιουλίου 2013.
Σημείωση: Άραγε ποια πλευρά του κακού εαυτού μας οδήγησε στην σημερινή μας πτώχευση και εξαχρείωση και εξαγρίωση, εκτός από την οικονομική μας εξαθλίωση;
Θεωρώ, ότι το λάθος της Ορθόδοξης γενικά παράδοσης, με ότι αυτή διαχρονικά εκφράζει και επιδιώκει, είναι ότι έμαθε τους Έλληνες να επαναπαύονται μέσα σε ένα ραχάτ τρόπο ζωής και συμπεριφοράς, σε μια ιστορική απραξία, και ενώ οι άλλοι Ευρωπαϊκοί λαοί προόδευαν  εμείς τυρβάζαμε περί ανέμων ορθοδόξων και υδάτων αρχαιοελληνικών.
Και έτσι, κατεβήκαμε μόνοι μας από το τρένο της ιστορικής εξέλιξης και προόδου.
Μπήκαμε μόνοι μας στο χρονοντούλαπο της διεθνούς ιστορίας για να χρησιμοποιήσω έναν παλαιότερο όρο που τόσο ήταν της μοδός.
Και, μια και οι Θεοί ή ο Θεός της Ελλάδος μας τελείωσε, δεν μένει παρά να σταθούμε μόνοι στα πόδια μας και ορφανοί και ξυπόλητοι να τρέξουμε, και η Ιστορία βοηθός.







    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου