Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

ΜΗΝΑΣ ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ- ΚΑΡΠΑΘΟΣ

ΜΗΝΑΣ ΑΛ. ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ

«Λαϊκοί ποιητές της Καρπάθου»,-τρία παραδείγματα-, Αθήνα 1997.

Στην μητέρα μου Βάσω Χ. Μπαλούρδου


Υπάρχει σχέση και ποια είναι αυτή, μεταξύ της λόγιας και της λαϊκής λογοτεχνίας; Η έννοια του πολιτισμικού δυϊσμού έτσι όπως μας τον δίδαξε ο Μαρσέλ Μως, μας παραπέμπει στην ύπαρξη ενός και του αυτού κοινωνικού σχηματισμού διακριτών παραδόσεων μιας χώρας; Ή μήπως το χάσμα μεταξύ της λόγιας και της λαϊκής παράδοσης είναι αγεφύρωτο παρότι ανήκουν και οι δύο στον αυτό πολιτισμικό χώρο;
Οι λαϊκοί ραψωδοί που κατονομάζονται στο Αρχαίο Έπος, προετοιμάζουν τον λόγιο καλλιτέχνη που θα συμπεριλάβει μέσα στο έργο του και τη δική τους δημιουργία, τον δικό τους κόσμο, ή μήπως ο πρώτος «λόγιος» δημιουργός ο Όμηρος, θα δημιουργήσει έναν νέο κόσμο για το αναγνωστικό κοινό του. Είναι συμπληρωματικές οι απαντήσεις τους πέρα από την κοινή τους θεματολογία ή όχι.
Ο ποιητικός λόγος του Θεόφραστου, ή του Λόγγου, εκφράζει τα ίδια κοινωνικά στρώματα με τον ποιητικό λόγο του Πινδάρου ή ενός τραγωδού ή κωμωδού; Ή μήπως διακρίνουμε μια ποιητική και κατ’ επέκταση πολιτισμική διχοτομία.
Τα λαϊκά συναξάρια των βίων των διαφόρων αγίων, ή τα λαϊκά μυθιστορήματα, είναι μια αντιπρόταση ζωής στην λόγια Βυζαντινή ή κατοπινή κουλτούρα; Ή μήπως εκφράζουν το ίδιο πολιτισμικό και κοινωνικό μόρφωμα;
Το ερώτημα μάλλον παραμένει ανοικτό. Εκτός και αν η εσωτερική πορεία του Ελληνικού λόγου που ενώνει τον Αδαμάντιο Κοραή-κυριότερο εκπρόσωπο του γηγενούς Διαφωτισμού, και τις απορριπτικές θέσεις του για την λαϊκή λογοτεχνία- με τον σημαντικότερο εκπρόσωπο της γενιάς του 1930 τον Νομπελίστα ποιητή Γιώργο Σεφέρη και τις καταφατικές του απόψεις, μας οδηγεί όχι σε μια πολιτισμική αμφισημία, αλλά, μια πνευματική «ταυτοτική» αντιστοιχία του Ελληνικού πολιτισμού μέσα από τις ιδιαίτερες τοπικές πολιτισμικές διαφοροποιήσεις των διαφόρων πληθυσμιακών στρωμάτων του Ελληνικού χώρου κατά την διάρκεια της ιστορικής του διαδρομής
Τις πρώτες απόπειρες ανάγνωσης και προσέγγισης του λαϊκού λόγου από του λόγιους, θα λέγαμε από τους φορείς της επίσημης εθνικής εξουσίας και πνευματικής ιδεολογίας, τις εντοπίζουμε την περίοδο του Ρομαντισμού στα Ιόνια νησιά, και κατόπιν την περίοδο της Ελληνικής ηθογραφίας.
Ο Λαϊκός λόγος επιδιώκει να συγκεφαλαιώσει μέσα από μια άλλοτε συγκεκριμένη και άλλοτε όχι μυθοποιητική θεματολογία τον κόσμο και τα προβλήματα του λαϊκού καλλιτέχνη που δεν είναι παρά ο κόσμος και τα προβλήματα του λαού του, ή τουλάχιστον ορισμένων κοινωνικών στρωμάτων του.
Το ιδεολογικό του οπλοστάσιο συμπεριλαμβάνει μια ευρύτατη κλίμακα αξιών και προτάσεων, από τις πιο ρηξικέλευθες μέχρι τις πιο συντηρητικές. Στην «ισοπεδωτική πρόταση» μιας ατομοκεντρικής πολιτιστικής αστικής έκφρασης της επίσημης λόγιας εξουσίας αντιπροτείνει τη συλλογικότητα, της προφορικής μνημονικής παράδοσης. Η πρόταση ζωής που αναβρύζει από τα Δημοτικά μας τραγούδια, βρίσκεται στον αντίποδα μιας κονσερβοποιημένης υπερπροσφοράς δήθεν πνευματικής, του σύγχρονου καταναλωτικού μεγαλοαστικού αλλά και μεγαλοεργατικού παραπολιτισμού.
Και την πηγαία και αυθόρμητη πρόταση πολιτισμού που εκφράζουν τρεις ριμαδόροι λαϊκοί από την Κάρπαθο, εξετάζει ο καθηγητής και συγγραφέας Μηνάς Αλεξιάδης στο παρόν βιβλίο του.
Ο κύριος Μηνάς Αλεξιάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Πολυσπούδαστος, με αρκετά βιβλία στο ενεργητικό του και πάμπολλες δημοσιεύσεις, που αναφέρονται στον λαϊκό μας πολιτισμό και παράδοση.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρεις ενότητες, συμπληρώνεται από βιβλιογραφικό οδηγό σχετικό με τον λαϊκό πολιτισμό της Καρπάθου και κλείνει με ένα γενικό ευρετήριο προσώπων και πραγμάτων, επίσης, συνοδεύεται από μία δισέλιδη αναφορά για τον ίδιο τον μελετητή και το έργο του.
Το βιβλίο διακοσμούν ακόμα φωτογραφίες Καρπάθιων ποιητών καθώς και του νησιωτικού χώρου.
Στις 64 σελίδες του βιβλίου ο μελετητής ανατυπώνει προσθετικά δύο παλαιότερα άρθρα του και έναν πρόλογο για τρεις λαϊκούς ποιητές από το χωριό Μενετές Καρπάθου. Τον Βάσο Γεραπετρίτη, τον Νικόλα Οθείτη, και τον Αριστείδη Παπουτσάκη.
Ο συγγραφέας δεν αξιολογεί, δεν αναλύει, δεν συγκρίνει το έργο των ερασιτεχνών στιχουργών, απλά, καταγράφει και δειγματοληπτικά μας παρουσιάζει αποσπάσματα από το έργο τους. Ένα έργο σε δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα.
Τα ομοιοκατάληκτα αυτά δίστιχα ξεχωρίζουν για την απλότητά τους, το ανεπιτήδευτο ύφος τους, τη ρυθμικότητά τους, και την παιγνιώδη ορισμένες φορές ζωντάνια τους.
Όπως επίσης αυτά τα τρίτου λαϊκού ποιητάρη του κυρ Αριστείδη για τον έντονο διδακτισμό τους, τον προπαγανδιστικό εθνικισμό τους και τον συντηρητισμό τους. Στον τελευταίο μάλιστα λαϊκό ποιητάρη ο τόνος του πατριωτικού του οίστρου, θολώνει την όποια ζωηρότητα και θυμοσοφική του διάθεση. Το ποιητικό αυτό είδος, όπως αναφέρει ο μελετητής κυκλοφορεί σε χειρόγραφα, καταχωρείται σε τοπικές εφημερίδες, ή δημοσιεύεται αυτοτελώς σε βιβλία.
Τα θέματά τους αναφέρονται σε προβλήματα της τοπικής κοινωνίας, στην ιστορική πορεία και εξέλιξη του χώρου, στα διάφορα κοινωνικά ζητήματα που κατά καιρούς τους απασχολούν, σε εορταστικές εκδηλώσεις, και σε, διάφορα γεγονότα τοπικής ή πανελλήνιας εμβέλειας και ενδιαφέροντος.
Ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να ανακαλύψει το άλλο πρόσωπο –πέρα από αυτό των περιηγητών- της Καρπάθου, να πληροφορηθεί ιστορικά γεγονότα της νεότερης ιστορίας του νησιού, να διαβάσει αυτοβιογραφικές ρύμες, να παρακολουθήσει την πορεία προσωπικών αναμνήσεων, ενθυμήματα απλών, καθημερινών ανθρώπων που παρουσιάζονται μέσα από το αποσπασματικό αυτό έργο των λαϊκών ποιητών.
Η γλώσσα των δίστιχων αυτών είναι απλή, καθημερινή, οικεία στα αυτιά μας, χωρίς πολλούς τοπικούς ιδιωματισμούς και περίτεχνες εκφράσεις.
Η τεχνική της αφήγησης πάντοτε ίδια, ακολουθεί μια τυπική στερεότυπη μορφή, καθώς εκφράζει τους καημούς και τους πόθους, τις αγωνίες και τα βάσανα των απλών νησιωτών.
Τα δεκαπεντασύλλαβα αυτά δύστυχα, είναι στίχοι πολιτισμικής αυτοαναγνώρισης ενός λαού που αρνείται την φτώχεια του να την κάνει μίζερο θέαμα.
Ενός λαού, που στο παρελθόν τουλάχιστον, κατόρθωνε να μας μιλήσει για την αβίαστη υπερηφάνειά του, την αυθεντική αρχοντιά του, τα ηρωικά του κατορθώματα, τον δημιουργικό του μύθο, την πηγαία και αληθινή δημιουργικότητά του, την συλλογική και ατομική του ευαισθησία, και ασφαλώς το ήθος του.
Και αυτό θαυμάζουμε στα κείμενα που παραθέτει ο συγγραφέας και καθηγητής Μηνάς Αλεξιάδης.
Όχι την μυθογραφία ενός λαού που κάποτε γεννούσε ήρωες, συνομιλούσε με Θεούς, και έτρεφε Ποιητές.
Αντικρίζουμε την μαρτυρία ανθρώπων, που ακόμα αντιστέκονται στον πολιτισμικό εκφυλισμό και την συστηματική πολιτισμική ισοπέδωση.
Έχοντας διδαχθεί από την ιστορία και την παράδοση αυτού του τόπου, ότι, όπου πραγματικά υπάρχει ετερότητα προσώπων, ποικιλομορφία ταυτοτήτων, εκεί ανθεί και η δημιουργία τόσο η λαϊκή όσο και η λόγια.
Απαλλαγμένη από τα ψευτίδια της όποιας εθνικής εξουσίας ακόμα και αυτής της πατρίδας που γέννησε την ποικιλόμορφη αυτή πρόταση παράδοσης.


Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα,
«Η Φωνή του Πειραιώς»,  Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 1997.

Σημείωση: Οφείλω να επισημάνω εδώ, ότι αυτή η τοπική εφημερίδα του Πειραιά, η οποία ήταν ιδιοκτησία της οικογένειας του Παύλου Πέτσα, ήταν η σημαντικότερη κατά την γνώμη μου, και μάλλον και όχι μόνον, εφημερίδα του Πειραιά.
Ο Παύλος Πέτσας, ένας καλοκάγαθος οικογενειάρχης, αλλά όχι καλός διαχειριστής των οικονομικών και άλλων θεμάτων της εφημερίδας, ήταν -σαν εκδότης εννοώ εφόσον ζει και βασιλεύει ο άνθρωπος, ανοιχτός σε κάθε είδους δημοσίευμα που αφορούσε τόσο την πολιτιστική και πνευματική κοινωνία του Πειραιά, όσο και των άλλων όμορων Δήμων.
Η Φωνή υπήρξε μια εφημερίδα με μακρά προϊστορία, από τις σελίδες της πέρασαν σημαντικά πρόσωπα του πνευματικού χώρου της Ελλάδας, και στις σελίδες της δημοσιεύτηκαν σπουδαία άρθρα, και συναντά κανείς χρήσιμες πληροφορίες ιδιαίτερα για τον Πειραιά.
Είναι κρίμα που έκλεισε, όπως επίσης και το γεγονός ότι πριν από το Μνημόνιο, και την γενική πτώχευση της Ελλάδας της επίσημης και με την διεθνή βούλα, οι τότε Δημοτικές αρχές του Πειραιά δεν έκαναν τίποτα για να την σώσουν.
Θα πει όμως κάποιος, εδώ έκλεισαν όλα τα Θέατρα του Πειραιά, έκλεισαν οι Χειμερινοί και Καλοκαιρινοί Κινηματογράφοι, και εσύ μιλάς για μια εφημερίδα;
Να γιατί ξαναγράφω ότι ο Πειραιάς και οι κάτοικοί του, και αρκετά πρόσωπα των πολιτιστικών φορέων του, οδήγησαν στην απαξίωση αυτής της δύσμοιρης πόλης και τον επακόλουθο μαρασμό της.
Ο Πειραιάς είχε αρχίσει να πτωχαίνει πριν την καθολική πτώχευση της Ελλάδος. Και υπήρχαν άτομα, όπως και εγώ, που το επεσήμαναν και χτυπούσαν τις καμπάνες, αλλά κανείς δεν ενδιαφερόταν, παρά μόνο πως θα προβληθούν και θα φανούν τα ίδια γερασμένα και χιλιοφθαρμένα πρόσωπα.
Κάποτε ο ιστορικός του μέλλοντος, ελπίζω, έχοντας ξεπεράσει τις δεσμεύσεις του παρόντος χρόνου, θα αναφερθεί και στις προσωπικές πρακτικές και ιδιοτέλειες ατόμων που οδήγησαν σε μαρασμό και απαξίωση το πρώτο κάποτε Λιμάνι της χώρας.


Πειραιάς 30 Ιουλίου 2013.

Καύσων, Καύσων, Καύσων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου