Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2016

Μήλος, νήσος εστί

Ένα ταξίδι στην Νήσο Μήλο
     Οι φίλοι των φίλων φίλτατοι φίλοι φιλαληθείας της ζωής μας και απάνεμος των προβλημάτων της. Έτσι μας δίδαξε η εμπειρία του βίου. Και ένα καλής πάστας φιλαράκι-που συνδεθήκαμε μια περίοδο της ζωής μας-είναι και ο Βασίλης Καραγάλης. Ο Βασίλης, ήταν στενός φίλος, ενός εφηβικού φίλου πειραιώτη του Βρασίδα Καραλή, και όπως συμβαίνει συνήθως στις εφηβικές παρέες, οι φίλοι των φίλων γνωρίζονται μεταξύ τους. Ο Βασίλης έμενε-τότε-κοντά στον ηλεκτρικό σταθμό του Νέου Φαλήρου, η κοντινή απόσταση της κατοικίας του από τον Πειραιά, μας δημιουργούσε τις κατάλληλες συνθήκες να βλεπόμαστε συχνά και να κάνουμε καλή παρέα. Έρχονταν στο σπίτι μου επισκεπτόμουν το δικό του, με δύο λόγια, αποτελούσαμε και οι τρείς, και μεταξύ μας, μια καλή και θερμή συντροφιά με κοινά ενδιαφέροντα και κοινούς τόπους ψυχαγωγίας και διασκέδασης. Ο χρόνος της Μοίρας που ρέει ασταμάτητα και παρασέρνει μαζί του και τις ζωές μας, έστειλε τον ένα στην Ωκεανία για επαγγελματική σταδιοδρομία, εμένα μου επεφύλαξε να σταθώ και να φροντίζω την μητέρα μου, που καθηλώθηκε στην ευνή από πολλαπλά εγκεφαλικά επεισόδια για μεγάλο χρονικό διάστημα, και τον Βασίλη-παρότι νέος σε ηλικία, και άτομο ευδιάθετο, καλόκαρδο και έξω καρδιά, να αποκτήσει σοβαρότατο πρόβλημα με την καρδιά του. Ευτυχώς ο Βασίλης, παρότι άλλαξαν οι συνθήκες του βίου του δραματικά, κατόρθωσε και συνταξιοδοτήθηκε έστω και με μικρή σύνταξη και σε νεαρή ηλικία. Ο καιρός-τότε-ανέμελα περνούσε και δεν μας φανέρωνε άμεσα αυτά που μας επιφύλασσε μετέπειτα η Μοίρα.  Και, ένα πρωινό-πριν χρόνια-ντάλα καλοκαίρι που σκάει ο τζίτζικας και λαμπυρίζει ο τόπος, και αναζητάς εναγωνίως τον παφλασμό της θάλασσας να σβήσει τους σωματικούς ερωτικούς σου κραδασμούς και την δροσιά μιας κόκκινης παγωμένης φέτας καρπουζιού στον ουρανίσκο και την γλυκάδα ενός μελωμένου σύκου στα χείλη, από αυτά τα Ελληνικά Καλοκαίρια που περιέγραψε και ο γάλλος συγγραφέας Ζαν Λακαριέρ στο γνωστό του βιβλίο, προτείνω στον Βασίλη να πάμε μια εκδρομή σε νησί του Αιγαίου, η ιδέα άρεσε στον Βασίλη, επιλέξαμε στην τύχη την νήσο Μήλο. Φυσικά, η εκδρομή μετέπειτα εμπλουτίστηκε και με επίσκεψη στην Πάρο και την Αντίπαρο.
     Την Μήλο όπως κουβεντιάζαμε κατόπιν μεταξύ μας, την φάγαμε με το μικρό κουταλάκι του γλυκού. Πανέμορφη μικρά κορασίδα,-σαν τις μικρές κορασιές του Αιγαίου πελάγους που ψαλμωδεί ο ηλιοπότης Ελύτης, καθαρές και καταγάλανες παραλίες, ωραία κάτασπρα εκκλησάκια που μοσχοβολούσαν ασβέστη και λιβάνι σαν νεραϊδονυφούλες στην μέση του πελάγους, βιγλάτορες της εσωτερικής γαλήνης και παραμυθίας, μιας παράδοσης, που προέρχεται από τα βάθη της ελληνικής εμπειρίας και ταξιδεύει μέσα στο μέλλον του τόπου τούτου. Ανοίγοντας μια μικρή παρένθεση σημειώνω ότι, είτε θρησκεύει κανείς είτε όχι, είτε είναι χλιαρός στην πίστη του είτε αδιάφορος ή ζεστός, σαν έλληνας, δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί που θα στηρίζονταν όλος αυτός ο άνυδρος συνήθως χώρος και οι κάτοικοί του, με την μακραίωνη παράδοσή που κουβαλούνε μέσα στα σπλάχνα τους, αν δεν υπήρχαν τα δεκάδες θεοτοκονύμια της Παναγίας και τα αντίστοιχα εκκλησάκια που είναι αφιερωμένα στην μνήμη της, και τα πανηγύρια που στήνουν οι νησιώτες προς τιμήν της, και των άλλων λησμονημένων αγίων της απανταχού ελληνικής γης. Η Θεία Ομορφάδα της παράδοσης ενώνεται με την ανθρώπινη λεβεντιά και αρδεύει την ελληνική γη αενάως. Η μεταφυσική της ελληνικής γης που συνεχώς ανανεώνεται με τους μικρούς αυτούς εκκλησιαστικούς εορτασμούς μνήμης, τους σπινθήρες της παράδοσης, μεταμορφώνεται σε κοινή καθημερινή ιστορική λογική του βίου πρακτική των κατοίκων. Κοινωνία χτιστών επιτευγμάτων με τις άχτιστες ελπίδες κάτω από την Σκέπη της πανάρχαιας λαϊκής Παναγιάς συνείδησης. Εύχομαι, να μην την σταματήσουν ελληνικές θεοσκότεινες δυνάμεις με τις 99 κυβερνητικές τους επιλογές.
    Οι κάτοικοι ζεστοί και φιλόξενοι, τα σπίτια μικρά και ασβεστωμένα με παρτέρια γιομάτα λουλούδια, μια πολυχρωμία λουλουδιών που σε καθήλωναν και σου ξυπνούσαν πανάρχαιες Πλατωνικές δοξασίες περί της Ομορφιάς των Όντων, δεκάδες μυστικές μυρωδιές ενός νησιωτικού χώρου, που σου υπενθύμιζαν την φθαρτή σου αθανασία. Μια εμπράγματη αθανασία διαρκούς ελπίδας μέσα στην ελληνική ιστορία που, οι εορτασμοί μνήμης και τα λαϊκά πανηγύρια διατηρούν άσβεστη. Με τον Βασίλη είχαμε την ευτυχία να μας προσκαλέσουνε σε ένα από αυτά τα μικρά πανηγύρια που πραγματοποιήθηκε στο προαύλιο μιας κάτασπρης και μυρωμένης εκκλησιάς, μιας εκκλησιάς οικοδομημένης στις ανθρώπινες διαστάσεις, που έμοιαζε με ναυτικό σκαρί που πλέει στο φουρτουνιασμένο αιγαίο πέλαγος, με τα γυαλισμένα στασίδια της, τα μπρούτζινα μανουάλια της που έσταζαν τα κεριά του ελέους των ψυχών, τα μικρά της παράθυρα που αγνάντευες το πέρας των ανθρώπινων ονείρων που ενώνονταν με τα ακρότατα όρια της μνήμης της Μηλήσιας γης, αντίκριζες τα βλέμματα των Αγίων που σε καλούσαν και σε παρακαλούσαν να ξεχάσεις για λίγο την τύρβη του βίου και να συμμετάσχεις με όλες σου τις δυνάμεις σε αυτή την μικρή απογευματινή παννυχίδα, να συνεορτάσεις με φίλους, φίλες, άγνωστους και δικούς, αγίους και καψαλισμένους της ζωής, ζωντανούς και κεκοιμημένους σε αυτό το μικρό κελάρυσμα κυκλωτικής χαράς και αισιοδοξίας, χορού και τραγουδιών, ψαλμών και εσωτερικών προσευχών, ντόπιων εδεσμάτων και διονυσιακού κρασιού, αχνιστού ψωμιού με τα ίχνη των σταυρωμένων της ζωής πάνω του και αρμυρού τυριού που σου υπενθύμιζε τις Ομηρικές αίγες που άρμεγαν οι κάτοικοι των νησιών ενώ οι τέττιγες ψιθύριζαν ύμνους Απολλώνιους. Οι νησιώτες που μας προσκάλεσαν δεν αρκέστηκαν μόνο στο να μας ταΐσουν, αλλά μας φίλεψαν και για τον δρόμο της επιστροφής, ντόπια γλυκά και αρτύσιμα, λουκούμια και μικρά με γλυκάνισο παξιμαδάκια. Η Σελάνα φώτιζε το μικρό αυτό πανηγυράκι στην μνήμη του αγίου και δέονταν μαζί μας. Στον τρούλο, ο αρχαίος των ημερών ευλογούσε την εορταστική σύναξη πιστών και απίστων. Η Παναγιά η Μηλήσια έστεργε από κοντά και βοηθούσε στο σερβίρισμα, δίνοντάς μας στα κρυφά ευχές και ευλογίες. Μια Παναγιά, που δεν ήταν μαυροφορεμένη και λυπημένη αλλά, χαρούμενη και ευδιάθετη, στοργική και φιλεύτρα, με φωνή που θύμιζε τον αχό των τραγουδιών της ίδιας της νήσου, της Μήλου που λάξευσε στα σπλάχνα της την δική της Αφροδίτη. Πρόσωπα νησιωτών χαμογελαστά, χαραγμένα από την αρμύρα του μόχθου, ροζιασμένα από τα βάσανα του βίου, αλλά, φιλόξενα και πρόσχαρα, φορώντας τα γιορτινά τους μεταλαμπάδευαν την πανηγυριώτικη χαρά τους και πρότειναν τα χέρια τους να κρατήσουν τα δικά σου σε έναν κυκλωτικό χορό ελπίδας και χαράς. Είχες την αίσθηση ότι αυτά ένιωθαν υποχρεωμένα μαζί σου που παρευρισκόσουν στην κοινή τους ευωχία, και όχι εσύ που σε προσκάλεσαν. Άγιοι έτειναν τα χέρια από τα τέμπλα και τσούγκριζαν μαζί σου, έσκυβες και μάζευες τα άλικα και βελουδένια τριαντάφυλλα που σκορπούσαν από ψηλά οι αρχάγγελοι, μια κοινή μυσταγωγία κάτω από τον Πανάγιο τρούλο της κοινής μνήμης και εμπειριών ζωής, που το λιωμένο κερί που έκαιγε φώτιζε καθαρά τον προσανατολισμό των παρευρισκομένων. Ήταν τέτοια η πλήρωση χαράς που αισθανθήκαμε, που ούτε εγώ ούτε ο Βασίλης μπορούσαμε να κοιμηθούμε το υπόλοιπο της νύχτας, μιλούσαμε, μιλούσαμε ασταμάτητα για τα πάντα, έως το λυκαυγές να αγγίξει τα βλέφαρά μας. Την επόμενη μέρα με το προσωπικό μας σακίδιο γεμάτο ικανοποίηση και καλούδια, επισκεφτήκαμε το Αρχαιολογικό Μουσείο της Μήλου στην Κεντρική Πλατεία, και το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο στην περιοχή της Πλάκας, Στον προαύλιο χώρο του Αρχαιολογικού Μουσείου δέσποζε όπως είναι φυσικό ένα γύψινο άγαλμα της αρχαίας Θεάς της Ομορφιάς, της Θεάς που το παλικαράκι από την Τροία πρόσφερε το μήλο, σε αντάλλαγμα την ερωτική αγκαλιά της Ελένης. Αυτής, που όπως λέει η πικρολεβεντομάνα Εκάβη: «οράν δε τήνδε φεύγε, μη σ’ έλθη πόθω. Αίρει γαρ ανδρών όμματ’ εξαιρεί πόλεις, πίμπρησιν οίκους, ωδ’ έχει κηλήματα». Στην μικρή αίθουσα του Μουσείου βλέπει ο επισκέπτης μια συλλογή από νεολιθικά ευρήματα και μυκηναϊκά κεραμικά που έρχονται από τα απότατα βάθη της ελληνικής ιστορίας. Άλλα αξιοσημείωτα εκθέματα, είναι η Κυρία της Φυλακωτής μια κυκλαδική θεότητα σε μινωικό στυλ, από τότε που ο ελληνικός χώρος ήταν μητριαρχικός-γιαυτό και τα περισσότερα νησιά έχουν γυναικείο όνομα-και ορισμένα εκθέματα από την γειτονική νήσο την Κίμωλο. Ο θεός της θάλασσας ο Ποσειδώνας και ο Κούρος της Μήλου βρίσκονται αν δεν λαθεύω στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Στο Λαογραφικό Μουσείο που βρίσκεται στην Πλάκα, μπορεί κανείς να θαυμάσει τις τοπικές φορεσιές και τα διάφορα αντικείμενα λαϊκής τέχνης. Η ηφαιστειογενής Μήλος πρόσφερε τα υλικά της όχι μόνο για να χτιστούν τα πανέμορφα μικρά σπίτια αλλά και το Κάστρο πάνω από το Μουσείο από την περίοδο της Ενετοκρατίας. Μέσα στο Κάστρο, βρίσκεται και η εκκλησία της Παναγιάς της Σχινιώτισσας, κυκλωμένη μέσα στα σχίνα. Συντροφιά κοντινή της Παναγιάς της Σχινιώτισσας είναι η Παναγιά Θαλασσίτρα, του 13ου αιώνα. Τα βράδια με το φεγγαρόφωτο οι δυο Παναγιές κατεβαίνουν από το εικονοστάσι τους και αρχίζουν το δικό τους λακριντί, άλλες φορές, προσκαλούν και τις Μηλίσιες μαυροφορεμένες μανάδες, τις γυναίκες των χαμένων ναυτικών και ψαράδων και ακούν τα βάσανά τους και τις θλίψες τους. Άλλοτε πάλι, τυλιγμένες τις καταγάλανες εσάρπες τους, κατηφορίζουν τα κυκλώπεια τείχη που κυκλώνουν την Ανατολική Πύλη της Πόλης και τραβάν κατά τις Χριστιανικές Κατακόμβες που υπάρχουν στο νησί. Αψιδωτές εσοχές και συμπλέγματα στοών συναποτελούν αυτόν τον λαξευμένο μέσα σε βράχους κόσμο των νεκρών. Παλαιών Νεκρών της πίστης και της ζωής, του ηφαιστείου και της χάρης της ομορφιάς. Στους χώρους αυτούς, βρέθηκε ένα χρόνο πριν την ελληνική επανάσταση, Απρίλης μήνας ήταν θαρρώ, η Αφροδίτη, αυτήν που συναντούν οι Παναγιές της Μήλου και αρχίζουν την κουβέντα για την παράδοση και την ιστορία της νήσου, κρύβοντας τα δελτάρια της μνήμης στον κόρφο τους.
Την είσοδο του Αδάμαντα φυλάγουν γυμνές και στείρες αλλά πάντα άγριες οι αρκούδες, οι ξέρες της αποφυγής. Η μικρή αμμουδιά της Λαγκάδας σου προσφέρει ησυχία και αβάσταχτη ηδονή, συναγωνίζεται την παραλία της Χιβαδολίμνης. Τσουλήθρα κάνεις για να κολυμπήσεις στο Σαρακήνικο, αλλά και στα νερά του Παπάφραγκα.
     Σε κάποιον περίπατό μας ανιχνεύσεως των μυστικών χώρων της νήσου, βρεθήκαμε σε ένα ύψωμα με τον Βασίλη, το πούλμαν που μας μετέφερε μαζί με άλλους εκδρομείς, αφού μας άφησε, θα επέστρεφε σε δύο περίπου ώρες για να μας πάρει για τον δρόμο της επιστροφής. Λέω στον Βασίλη: «Δεν πάμε να περιδιαβούμε τον χώρο;» «Και δεν πάμε;» μου απάντησε. Καθώς απολαμβάναμε τον χώρο, συναντήσαμε σε μικρή απόσταση το νεκροταφείο. Μπήκαμε μέσα στον χώρο και κοιτούσαμε τις εικόνες πάνω στους σταυρούς, τις ηλικίες και το φύλο. Δεν ξέρω πως, μου πέρασε μια σκέψη από το νου. Λέω στο Βασίλη. «Βρε Βασίλη, δεν τους ανάβουμε τα καντηλάκια των ψυχών τους;». Ο Βασίλης στην αρχή παραξενεύτηκε, και μου λέει: «Μα πως θα το κάνουμε αυτό. Δεν τους γνωρίζουμε, μας είναι άγνωστοι». Και εγώ αυθόρμητα του απαντάω: «Μα δεν πειράζει, ακριβώς επειδή και εμείς είμαστε άγνωστοι, ας τους ανταποδώσουμε την φιλοξενία. Κρίμα να είναι σβηστό το καντηλάκι τους». Και πήραμε ο καθένας από ένα κουτί σπίρτα και αφού γεμίσαμε με λάδι τα μικρά ποτηράκια, μοιράζοντας το λάδι στα περισσότερα μνήματα, κάπως σαστισμένοι ανάψαμε τα καντηλάκια μνημονεύοντας τα ονόματα που διαβάζαμε πάνω στους λευκούς σταυρούς. Κατεβήκαμε στην πόλη της Μήλου, με μια παράξενη αίσθηση να αιωρείται στην ατμόσφαιρα. Είχαμε προβεί σε μια ενέργεια, που κανείς δεν έμαθε μέχρι σήμερα. Αργότερα, όταν μιλούσαμε με τον Βασίλη, μου εξέφραζε την απορία του, λέγοντάς μου: «Ποιος θα το φανταζόταν μωρέ Γιώργο, ότι θα βρίσκονταν δυό άγνωστοι τυχαία, σε ένα νησί, σε ένα κοιμητήριο και θα άναβαν τα σβηστά καντήλια των νεκρών ντόπιων κατοίκων».
    Η ζωή συνεχίστηκε αδιάφορη τόσο προς εμάς όσο και προς τις χαρές που αποκομίσαμε όταν επισκεφτήκαμε τη νήσο Μήλο. Αυτό το πανέμορφο νησί, με τις θερμές πηγές, τους γαντζωμένους σε πολύχρωμους βράχους οικισμούς της, τις καταπληκτικές αμμουδιές της, τους μικρούς από ελαφρόπετρα λόφους της, τα ορυχεία της, τις εκκλησιές της, μα πάνω από όλα, τους φιλόξενους κατοίκους της.
Μήλος, μια ακόμα γαλανή γαλήνη
στο μέσο του πελάγους
συντροφιά με τις άλλες κυκλαδίτισσες κόρες,
στους πελαγίσιους ρυθμούς της Ομορφιάς
απλώνεις τα ιστορικά φτερά σου
Αφροδίτες των βράχων
και Παναγιές ονειρόβρεχτης πίστης αιώνων
σε προστατεύουν από το μάτι
του σαρακηνού εμπόρου.
Αρμενίζεις μέσα στο χρόνο
υφαίνοντας στον αργαλειό της Ιστορίας
νέες πολιτιστικές δόξες.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 2/10/2016
                                    

   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου