Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

Η ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ

Νάσος Βαγενάς
Η ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ
Δεύτερη έκδοση επαυξημένη
Εκδόσεις Μικρή Άρκτος, Παρασκευάς Καρασούλος 2015, σελίδες 126, 12 Ευρώ
Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ’ έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για νάν το ζήσουμ’ όλοι.
     Συμπληρώνονται σήμερα 30 Οκτωβρίου 2016, εκατόν είκοσι χρόνια από την γέννηση του «άδοξου ποιητή» Κώστα Καρυωτάκη(30/10/1896-21/7/1928), ενός ποιητή που το έργο του, άμεσα ή έμμεσα επηρέασε όχι μόνο τους ποιητές της γενιάς του, αλλά και τις μεταγενέστερες ποιητικές γενιές μέχρι των ημερών μας. Ο αυτόχειρας ποιητής της Πρέβεζας, τόσο κατά την διάρκεια του ποιητικού και συγγραφικού του βίου όσο και μετά την αυτοκτονία του, έγινε σημείο αντιλεγόμενο-φανερό ή κρυφό-τόσο για τους διανοούμενους της αριστερής διανόησης όσο και τους διανοούμενους της αστικής τάξης. Από την χρονιά που ο ποιητής και κριτικός Τέλλος Άγρας έγραψε την καθοριστική για τα λογοτεχνικά μας πράγματα μελέτη του για τον «μελαγχολικό πιερότο», εκατοντάδες είναι οι αναφορές στο έργο του-ποιητικό και πεζό-στην δημοσιοϋπαλληλική του ιδιότητα, και φυσικά, στον θάνατό του, οι κριτικές αναφορές είναι συνεχείς στις ποιητικές του καταθέσεις, αυτού του σημαντικού ποιητή του μεσοπολέμου που «η καρδιά του σα να εγέρασε», τόσο νωρίς, όπως γράφει σε ποίημά του αφιερωμένο «σε παλαιό συμφοιτητή» του. Καρυωτακικές λέξεις, επίθετα ή ουσιαστικά, ποιητικές εικόνες, απαισιόδοξη ατμόσφαιρα, πεισιθάνατες ενδόμυχες σκέψεις του, αισθητικές του μεταφραστικές καταθέσεις, στιχουργικά του αποσπάσματα, ποιητική ρυθμολογία, ακολουθήθηκαν από τους μεταγενέστερους που αγάπησαν μέχρι παραχάραξης το έργο του, ο προσανατολισμός του ποιητικού του  βλέμματος προς μια σχεδόν πάντα ειρωνική ματιά της κοινωνίας και των ανθρώπων της,-μια αναμφισβήτητα πολιτική ματιά των συμβάντων της εποχής του-υιοθετήθηκε από πάμπολλους δημιουργούς, μια ειρωνική ματιά που φέρνει στο νου μας την Καβαφική ειρωνεία με την οποία ο Αλεξανδρινός μέσα από τα ιστορικά του προσωπεία, σχολιάζει τα πρόσωπα και τις ιστορικές καταστάσεις της εποχής του και όχι μόνο. Η οξύτατη ειρωνική του ματιά, αυτή η τόσο προσωπική Καρυωτακική σάτιρα είναι που μας κάνει ακόμα και σήμερα να θαυμάζουμε το ποιητικό του πέρασμα. Τα ιδιαίτερα στοιχεία του ποιητικού του λόγου, καθώς και άλλες τεχνικές της Καρυωτακικής γραφής, είναι που  έθελγαν και εξακολουθούν να μπολιάζουν τους κατοπινούς ποιητές, παρά την προσωπική τους αμηχανία απέναντι στην αυτοκτονία του. Αρκετά είναι και τα ποιήματα που αφιερώθηκαν στον ποιητή, οι περισσότερες ποιητικές ανθολογίες συμπεριλαμβάνουν ποιήματά του, και οι ιστορίες της ελληνικής λογοτεχνίας και τα βιογραφικά λεξικά δημοσιεύουν λήμματα επαινετικά.
     Ο ομότιμος πλέον καθηγητής πανεπιστημίου κύριος Νάσος Βαγενάς, ο κριτικός, ο συγγραφέας, ο μεταφραστής, ο επιμελητής εκδόσεων και ποιητής Νάσος Βαγενάς, συγκέντρωσε στο παρόν βιβλίο του τις επιφυλλίδες που είχε δημοσιεύσει στην εφημερίδα «Το Βήμα», και αφορούσαν το ζήτημα της Καρυωτακικής ποιητικής παραμόρφωσης, από άλλους ομοτέχνους του κριτικούς ή πανεπιστημιακούς των ημερών μας. 
Το σπονδυλωτό αυτό μελέτημα, είχε εκδοθεί για πρώτη φορά από τις εκδόσεις «Ίνδικτος» το 2005, η νέα επαυξημένη έκδοση, περιλαμβάνει και δύο νέες μελέτες του κριτικού: «Ο Καρυωτάκης και ο δεκαπεντασύλλαβος» και «Ο Τάκης Παπατσώνης και η πρωτοποριακότητα», που συμπληρωματικά τεκμηριώνουν την τεχνοτροπία της Καρυωτακικής ποιητικής και μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα τα προσωδιακά συμφραζόμενα άλλων ποιητών της εποχής του Κώστα Καρυωτάκη.
Το βιβλίο συμπεριλαμβάνει τα εξής κεφάλαια:
Τους Προλόγους της πρώτης και της δεύτερης έκδοσης
Η ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ
Περί των κριτικών αναθεωρήσεων
Παράπλευρες κριτικές απώλειες
Η αριστεροποίηση του Καρυωτάκη
Ο Καρυωτάκης «πρωτοποριακός»
Πολιτική και μη πολιτική ποίηση
Μια άλλη ανάγνωση του Καρυωτάκη
Μια άλλη ανάγνωση του Σεφέρη
Ο Καρυωτάκης και η γενιά του ‘30
Ο ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ ΚΑΙ Ο ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΣΥΛΛΑΒΟΣ
Ο Τ. Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ ΚΑΙ Η ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΟΤΗΤΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Ο Κ. Θ. Δημαράς και η γενιά του ‘30
Η παρανάγνωση του Καβάφη
Ευρετήριο προσώπων
     Αυτά είναι τα κεφάλαια που ακολουθούν την σειρά των επιφυλλίδων που δημοσιεύτηκαν από τις αρχές του 2004, και συμπληρώνονται με τις δύο νέες επιβοηθητικές και επεξηγηματικές μελέτες που αφορούν το εξεταζόμενο θέμα.
     Ο ποιητής και θεωρητικός της λογοτεχνίας Νάσος Βαγενάς, μας έχει δώσει σημαντικές μελέτες μέχρι σήμερα για πρόσωπα και θέματα που αφορούν την ελληνική λογοτεχνία και όχι μόνο. Οι μελέτες του είναι χρήσιμες, όχι μόνον στο στενό πανεπιστημιακό κύκλο των ειδικών, ή τους φοιτητές, αλλά και σε όλους εκείνους που θητεύουν και αγαπούν τον θεωρητικό και τον ποιητικό λόγο, και αναζητούν επεξηγηματικές μελέτες και βοηθητικές ερμηνείες στο ξεκλείδωμα των «κρυφών πλευρών» ενός συγγραφέα ή ενός έργου που οφείλουμε να το εντάξουμε κατά την ανάγνωσή του, τόσο στην εποχή του όσο και στο καλλιτεχνικό άμεσο ή έμμεσο ελληνικό και ξένο πνευματικό περιβάλλον. Οι κριτικές του μελέτες είναι παράλληλες και ισάξιες με την ποιητική του δημιουργία, που χαίρει εκτιμήσεως για τον υψηλό βαθμό ποιότητά της στον πνευματικό χώρο. Οι δύο αυτές ιδιότητες του Νάσου Βαγενά, μας προϊδεάζουν για την σημαντικότητα και την επιστημονική υφή του λόγου του-εδώ αναφέρομαι στον κριτικό του λόγο-και μας παρέχουν τα ασφαλή εχέγγυα της αναγνωστικής περιπέτειας και της επιστημονικής-και όχι ιδιοσυγκρασιακής- τεκμηρίωσης στην εξέταση των διαφόρων διαχρονικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο ειδικός αλλά και ο μη ειδικός αναγνώστης στην ανάγνωση ενός ποιητικού-στη δεδομένη περίπτωση-έργου, και στο μεγαλύτερο φωτισμό του ποιητικού βαδίσματος του ίδιου του δημιουργού.
      Το Σαιξπηρικό απόσπασμα: O, call me not to justify the wrong, με το οποίο ο κριτικός αρχινά την παράθεση των επιχειρημάτων του στην συνεξέταση του Καρυωτακικού έργου με εκείνη του Σεφέρη και άλλων της γενιάς του, μας υποδηλώνει τον οργανωμένο και μεθοδικό τρόπο με τον οποίο ξετυλίγει τις σκέψεις του και παραθέτει στοιχειοθετώντας τα επιχειρήματά του.
     Θεωρώντας ότι ο ουσιαστικός ποιητικός λόγος είναι πρωτίστως ένας οντολογικός λόγος, με την έννοια ότι μέσα στην σύνολη κατάθεσή του από τον ποιητή ή την ποιήτρια, μας αφηγείται ή μας κρυσταλλώνει ερωτήματα περί των βασικών αποριών του ανθρώπου τόσο για τους τρόπους προσαρμογής μας μέσα σε ένα δεδομένο ιστορικό κοινωνικό περιβάλλον, όσο και μέσα στο ευρύτερο αντίστοιχο φυσικό, και κατόπιν επέρχεται η τεχνική και μορφική ή άλλου είδους επεξηγηματική για τους μεταγενέστερους διαμερισματοποίηση του, και ακολουθώντας τον βηματισμό του δοκιμιογράφου παραθέτω τις απόψεις του όπως κατατίθενται στο σπονδυλωτό αλλά ενιαίας οργανικής κριτικής εικόνας και τεκμηρίωσης μελέτημά του.
     Στο κεφάλαιο «περί των κριτικών αναθεωρήσεων» ο Νάσος Βαγενάς μας λέει πολύ εύστοχα ότι:
«Υπάρχουν δύο είδη αναθεωρήσεων στη λογοτεχνική κριτική. Αυτές που υπαγορεύονται περισσότερο από τη φύση των κρινόμενων κειμένων και εκείνες που καθοδηγούνται κυρίως από τη φύση των κρινόντων τα κείμενα».
Ένας ορθός διαχωρισμός, πέρα από τις ιδιαίτερες αποχρώσεις που ενδεχομένως μας παρουσιάζονται κατά την διάρκεια της έρευνας. Η πρώτη περίπτωση κατά τον Βαγενά είναι η αφαλέστερη οδός στον φωτισμό νέων προσεγγίσεων στην ανάγνωση ενός έργου, και στην ανάδειξη νέων του χαρακτηριστικών που θα μας βοηθήσουν στην σωστότερη κατανόησή του. Στην δεύτερη περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με το ποιόν την ιδιοσυστασία του ατόμου, την πνευματική του επάρκεια, τον βαθμό εντιμότητας που πλησιάζει το εξεταζόμενο κείμενο, τον προσδιορισμό ή την καθοδήγηση του βλέμματός του από ιδεολογίες ή κομματικές σκοπιμότητες, με δύο λόγια όλα εκείνα τα επισφαλή δεδομένα με τα οποία συνηθίζεται όχι κακοπροαίρετα να αναλύεται ένα έργο στον τόπο μας. Άλλοι ρέπουν προς τον ψυχολογισμό, άλλοι είναι εγκλωβισμένοι στην ιδεολογική τους κολυμπήθρα, άλλοι παραπαίουν μεταξύ αισθητικής και οντολογικής εκδοχής, άλλοι μεταξύ ιστορικής ανάλυσης και καλλιτεχνικής προοδευτικότητας. Όπως και να το δει κανείς το ερμηνευτικό διακύβευμα είναι κατά κάποιον τρόπο επισφαλές, αλλά ακολουθείται από τους μεταγενέστερους. Η αναθεώρηση ενός έργου είναι πολύ παρακινδυνευμένη υπόθεση, χρειάζεται να έχει πολλά και ποικίλα πνευματικά εφόδια ο αναθεωρητής κριτικός στο σακίδιο του, και αυτό, χωρίς να είμαι και το κατάλληλο πρόσωπο, το διαθέτουν ελάχιστοι στην ελληνική κριτική επικράτεια, που το παιχνίδι παίζεται-χωρίς να το απορρίπτω-σε καθαρά δημοσιογραφικό πεδίο. Εκεί που συναντά κανείς δυσκολίες, είναι όταν προσπαθεί να θέσει μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ του ίδιου του συγγραφέα σαν άτομο και του έργου του. Εδώ συναντώνται και οι περισσότερες παρανοήσεις. Παρακάτω ο Νάσος Βαγενάς μας μιλά για την επίκριση της Σεφερικής ποίησης ως εθνοκεντρικής ή ελληνοκεντρικής. Εκείνο που έχω να πω, είναι, ότι η δική μου γενιά-γενιά του 1980-που πολιτικά βρίσκονταν σιμά στην αριστερή ιδεολογία και εξαιτίας της απαλλαγής μας από ένα εφτάχρονο δικτατορικό καθεστώς, άκουγε από τους μεγαλύτερους με περηφάνια ότι ο Σεφερικός λόγος είναι ένας ελληνικός πλέριος λόγος, με έντονη την ατμόσφαιρα της αγάπης προς την πατρίδα και τον διαχρονικό πολιτισμό και δεν ενοχλούνταν καθόλου, τουναντίον μάλιστα χαίρονταν γι' αυτό, και πλησιάζαμε τα ποιήματά του με μεγαλύτερη ευχαρίστηση και διάθεση, και φυσικά, μελετούσαμε τις Δοκιμές του. Θεωρούσαμε ακραίες και ίσως και ανεδαφικές τις απόψεις των αριστερών διανοούμενων και εκεί τελείωνε το θέμα. Συμπληρωματικά αναφέρω ότι, αυτή η γενικευμένη άποψη περί «επαρχιωτικού ελληνοκεντρισμού» που ακούγονταν παλαιότερα, μας πείσμωνε και μας έκανε να ψάχνουμε να βρούμε στοιχεία Ελληνοκεντρικά στο έργο καθαρά κομμουνιστών ποιητών όπως ήταν ο Γιάννης Ρίτσος ή ο Κώστας Βάρναλης από τον ποιητικό χώρο, ή ο Δημήτρης Χατζής από τον πεζογραφικό, για να περιοριστώ ενδεικτικά σε τρία γνωστά μας ονόματα. Αλλά ποτέ δεν δια νοηθήκαμε να επαναξιολογήσουμε καθιερωμένα ποιητικά μεγέθη επειδή τους ονόμαζαν ελληνοκεντρικούς, απλά γελάγαμε και απολαμβάναμε τον ποιητικό τους λόγο και ευχαριστιόμασταν τις παραδοσιακές εθνικές τους ή θρησκευτικές τους απόψεις. Εννοώ από την μια τον Κωνσταντίνο Καβάφη και από την άλλη τον Νίκο Εγγονόπουλο, που και η εικαστική του δημιουργία μπορεί να την αποκαλέσει κανείς εθνοκεντρική, για να μην μιλήσουμε για τον κυρ Φώτη Κόντογλου.
      Στο κεφάλαιο «Παράπλευρες κριτικές απώλειες», ο Βαγενάς κάνει λόγο για έναν «αναθεωρητισμό του συρμού» που πρυτανεύει εδώ και χρόνια στους παροικούντες στα χαρακώματα της κριτικής και ο οποίος δυναστεύει και τις μετέπειτα προσεγγίσεις του εξεταζόμενου θέματος, αγνοώντας τον πατριωτικό ή αν θέλετε τον εθνικό τόνο της Καρυωτακικής ποιητικής φωνής έτσι όπως αυτός διαγράφεται σε πολλά ποιήματά του που φαίνεται ότι μάλλον δεν λαμβάνονται και τόσο σοβαρά υπόψη από τους αναθεωρητές της ποίησής μας. Πάρα πολλά ποιήματα του Καρυωτάκη έχουν μια ελληνοπρέπεια-είναι ελληνοκεντρικά, που πολλές φορές ξενίζουν, αλλά δεν είναι επαρκής αιτία για να τον εντάξουμε στους συντηρητικούς εθνοκεντρικούς δημιουργούς. Μάλλον εκτός από την αντισεφερική διάθεση πολλών αριστερών κριτικών, ίσως αυτός ο διαχωρισμός να προέρχεται και από τον στεγανό διαχωρισμό που κάνει ο ιστορικός Δημήτριος Τσάκωνας στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του, συνεπικουρούμενος ασφαλώς και από τις απόψεις του άλλου ιστορικού του Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά, του οποίου οι επανεκδόσεις της δικής του ιστορίας, φανερώνουν και τον υψηλό βαθμό εκτίμησης των κρίσεων του, αν και παράλληλα στις μέρες μας, η ιστορία της λογοτεχνίας του Αλέξανδρου Αργυρίου συμπληρώνει αρκετά συγγραφικά κενά. Θέλω να πω ότι, αυτοί που στέκονται αρνητικά απέναντι στον ποιητικό λόγο του Γιώργου Σεφέρη χρησιμοποιούν δύο μέτρα και δύο σταθμά για να κρίνουν και εντάξουν και άλλες ποιητικές φωνές σε μια αντιρρητική θεωρία περί έθνους και περί παράδοσης. Πάντως τουλάχιστον ο Καβαφικός ελληνοκεντρισμός θέλγει αβίαστα και διαβάζεται με πάθος. Όσον αφορά τον Γιώργο Σεφέρη, φοβάμαι ότι οι έλληνες δεν θέλουν να ακούν έναν σιγαλόφωνο ποιητή να τους μιλά για τις ιστορικές τους καταστροφές, προτιμούν τον μελοποιημένο λόγο που ακούγεται από τις ντουντούκες των δρόμων. Σε αυτό το πνεύμα εντάσσεται και η άρνηση κάθε θετικού, εποικοδομητικού και μοντέρνου στοιχείου εισήγαγε στα γράμματά μας, η περιβόητη ποιητική, πεζογραφική και κριτική γενιά του 1930, μια γενιά που τις οφείλει πολλά και ενδιαφέροντα η κατοπινή ελληνική λογοτεχνική παραγωγή, πέρα ασφαλώς από τις ατομικές εμπάθειες αρκετών δημιουργών, ή τον παραγκωνισμό άλλων προγενέστερων τους συγγραφέων, κάτι που συναντάται στο διάβα της πορείας των γραμμάτων μάλλον διεθνώς, αλλά ιδιαίτερα σε μικρές κοινωνίες όπως είναι η ελληνική και που η ελληνική γλώσσα δεν μιλιέται παγκοσμίως.
     Στο κεφάλαιο «Η Αριστεροποίηση του Καρυωτάκη», ο κριτικός Νάσος Βαγενάς χωρίς να αλλάζει κριτική θέση «επιτίθεται» θα γράφαμε επί προσωπικού σε έναν από τους επικριτές της σεφερικής ποίησης και του μεταβαπτισμού του Κώστα Καρυωτάκη «σε ελλείπουσα κριτική συνείδηση της Αριστεράς», όπως υποστηρίζει ο κριτικός και μυθιστοριογράφος Κώστας Βούλγαρης στις δικές του επαναξιολογικές, παρεμβάσεις για τον Καρυωτάκη. Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται μνεία σε πρόσωπα που ασχολήθηκαν από την πλευρά της αριστεράς με τον ποιητή του Μεσοπολέμου, όπως οι: Αιμίλιος Χουρμούζιος, Τάσος Βουρνάς, Μανώλης Λαμπρίδης και άλλοι, που κατά κάποιον τρόπο διαφοροποιούνται από τους ορθόδοξους «σοβιετολόγους» κριτικούς, όπως ήταν ο Μ. Παπαϊωάννου, ο Μάρκος Αυγέρης, ο Γιάννης Κορδάτος και άλλοι. Για την μη αναθεωρητική κομμουνιστική αριστερά, ο Κώστας Καρωτάκης και το έργο του, ανήκουν στους συγγραφείς της αστικής παρακμής, αυτούς που εκφράζουν το σάπιο αστικό και εκμεταλλευτικό σύστημα. Τρέχα γύρευε που λέει και ο δημοκρατικός λαός. Η αριστερά από την δική της πλευρά αναζητούσε και εκείνη ένα χαμένο ιδεολογικό ή και ταξικό κέντρο αναφοράς για να μπορέσει να εδραιώσει το δικό της αξιολογικό μοντέλο κριτικής σκέψης και ανάλυσης. Δυστυχώς για αυτήν μάλλον, οι ιστορικές συνθήκες και οι πνευματικές εξελίξεις και περιστάσεις την διέψευσαν, παρά τις καλές προθέσεις αρκετών αριστερών δημιουργών. Βραχυκυκλώθηκαν μέσα στις μονοσήμαντες ερμηνευτικές τους προθέσεις. Προσπαθούν να εντάξουν και την λογοτεχνία μέσα στα μανιχαϊκά δίχτυα με τα οποία συλλήβδην τσουβαλιάζουν και την κοινωνία και ερμηνεύουν το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα, παραγνωρίζουν τον ανθρώπινο ανεξέλεγκτο παράγοντα, και την ελευθερία της πνευματικής δημιουργίας. Ο Κώστας Καρυωτάκης είναι ένας προοδευτικός ποιητής όπως είναι και ο Γιάννης Ρίτσος. Μόνο που ο ένας είναι ένας οντολογικός και κοινωνικός εκφραστής της γενιάς του και των προσωπικών του αδιεξόδων, ενώ ο άλλος είναι ένας καθαρά πολιτικός και σε πολλά του σημεία κομματικός ποιητής, χωρίς να αγνοούμε και τα άλλα επίπεδα της ποιητικής του δημιουργίας. Ο ένας παλεύει με την σάτιρα και την ειρωνεία ο άλλος με το σφυρί και το δρεπάνι του ποιητικού του ελέγχου. Φωνές ισάξιες και ίσως και συμπληρωματικές στον οντολογικό τους πυρήνα ποιητικής έκφρασης. Στο κεφάλαιο αυτό ο Βαγενάς διαφοροποιείται και από την άποψη του κριτικού και συγγραφέα Δημήτρη Τζιόβα που πρώτος εικονογράφησε τον Καρυωτάκη σαν προοδευτικό και πρωτοποριακό, σαν ένα δημιουργό που ανήκει στο κίνημα της avant-garde. Σημειώνει ο Νάσος Βαγενάς:
«Θα αποτελούσε υποτίμηση της νοημοσύνης όσων διαθέτουν επαρκή γνώση της ποίησης και της ιστορίας της νεοελληνικής ποίησης να προσπαθούσε να εξηγήσει κανείς γιατί ο Καρυωτάκης δεν είναι ποιητής πρωτοποριακός ή μοντερνιστής. Πιο ενδιαφέρον θα ήταν να επιχειρούσε να προσδιορίσει τους λόγους για τους οποίους η ποίηση του Καρυωτάκη δεν μπορεί να διαβαστεί ως ποίηση της Αριστεράς-καλύτερα για τους οποίους δεν είναι ποίηση πολιτική, αν με τον όρο πολιτική ποίηση εννοούμε κάτι πιο συγκεκριμένο από ένα ανοικονόμητο ιδεολογικό νεφέλωμα» Και συνεχίζει «Θα ήταν ενδιαφέρον όχι μόνο γιατί η ιδέα ενός αριστερού ποιητή Καρυωτάκη έχει, γενικότερα, μεγάλη απήχηση στις μέρες μας, αλλά και γιατί η κίνηση προς μια πολιτική ποίηση που βλέπουμε να οργανώνεται σήμερα φαίνεται να έχει σηματοδότη της έναν αριστεροποιημένο Καρυωτάκη".
     Στο κεφάλαιο «Πολιτική και μη πολιτική ποίηση» εύστοχα ο Βαγενάς αφού αναφέρεται στο σύνολο των ποιητικών καταθέσεων του Καρυωτάκη και το οντολογικό ποιόν που τα περισσότερα από αυτά έχουν με την έννοια ότι «κατόρθωσε να μεταπλάσει την προσωπική του περίπτωση σε εναργή μεταφορά της ανθρώπινης μοίρας…» μια καθαρή και ορθή επισήμανση, για το τι οφείλουμε να ζητήσουμε από το έργο του Καρυωτάκη και όχι τι θα επιθυμούσαμε να συναντήσουμε σε αυτό. Ενώ εστιάζει το ενδιαφέρον του και σε συγκεκριμένα ποιήματά του που θεωρούνται κατεξοχήν πολιτικά. Γράφει: «Διότι, αν όλα είναι πολιτικά, τίποτε δεν είναι πολιτικό. Ο Καρυωτάκης δεν είναι πολιτικός ποιητής, όπως τον χαρακτηρίζει η κυρίαρχη κριτική αντίληψη σήμερα, για τον λόγο ότι τα ποιήματά του που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πολιτικά είναι ποσοτικώς-σε σύγκριση με τα μη πολιτικά ποιήματά του-τόσο λίγα, ώστε να μην μπορούν να αιτιολογήσουν αυτόν τον χαρακτηρισμό, Αλλά και ποιοτικώς δεν είναι-αναλογικά-ανώτερα, ώστε να μπορούν να υπερκεράσουν την αίσθηση που μας δίνουν τα μη πολιτικά ποιήματά του, τα οποία βρίσκονται στους αντίποδες της πολιτικής ποίησης». Ο συγγραφέας θεωρεί μόνο πέντε ποιήματα του Καρυωτάκη ότι εντάσσονται στον ορισμό της πολιτικής ποίησης. Και τελειώνει την επιφυλλίδα του αναφέροντας τα κάτωθι: «Στα τέσσερα ή πέντε ποιήματα του «πολιτικού κύκλου» του Καρυωτάκη μπορούμε βέβαια να βρούμε πολιτικές ιδέες. Για να μην ανακαλύψουμε όμως σε αυτές πράγματα που δεν υπάρχουν, θα πρέπει να διαβάσουμε χωρίς να χειραγωγούμαστε από τις πολιτικές μας επιθυμίες».
Αυτό που αναφέρει ο κριτικός είναι ένα μεγάλο θέμα, δηλαδή κατά πόσο είναι δυνατόν να απεγκλωβιστούμε από τις κοινωνικές, πνευματικές, πολιτικές, ιδεολογικές, κομματικές επιδράσεις και επιρροές που έχουμε δεχτεί στην ζωή και στις μελέτες μας, ώστε να μπορούμε με ξεκάθαρο μάτι να ερμηνεύουμε τα πράγματα. Είναι δύσκολο αν όχι ακατόρθωτο να μιλάμε για την περιβόητη «αποστασιοποίηση» από το κείμενο για να θυμηθώ και έναν Μπρεχτικό ορισμό για την τέχνη του Θεάτρου. Ούτε ο αναγνώστης, ούτε περισσότερο ο κριτικός είναι ένα «άγραφο χαρτί» που πάνω του σαν σε παρθενογένεση θα ερμηνεύσει τον άλφα ή βήτα συγγραφέα ή το έργο του. Το πρόβλημα μάλλον εστιάζεται στον βαθμό της ιδιοσυγκρασιακής ερμηνείας ώστε να μην υπερβαίνει ορισμένα παραδεδεγμένα όρια, ή την ξεκάθαρη δήλωση του κριτικού, ότι εξετάζει το έργο από αυτήν και μόνο την σκοπιά ή θεωρεί ότι έχει τα επαρκή στοιχεία που του χρησιμεύουν με αυτό που αναζητά.
     Στο κεφάλαιο «Μια άλλη ανάγνωση του Καρυωτάκη», ο Βαγενάς και πολύ ορθά, εξετάζει την πολιτική φύση της Καρυωτακικής ποίησης με τον τρόπο που οι διάφοροι κριτικοί-κυρίως αυτοί που ανήκουν στον χώρο της αριστεράς-εξετάζουν και αποφαίνονται για τον συντηρητισμό της ποίησης του Γιώργου Σεφέρη. Τα επιχειρήματα που παραθέτει μας φανερώνουν έναν Καρυωτάκη συντηρητικό, κάθε άλλο παρά προοδευτικό, αντιβενιζελικό στον πολιτικό του βίο, ίσως και προσκείμενος προς τον θεσμό της μοναρχίας, και με ψήγματα σκέψης αντισημιτισμού. Παραθέτοντας μάλιστα από τον ευρωπαϊκό και αμερικάνικο χώρο, τις ανάλογες ξένες περιπτώσεις που στο έργο τους συναντάμε παρόμοια ατμόσφαιρα, του Έζρα Πάουντ και του Τόμας Στερν Έλιοτ. Και κλείνει το κεφάλαιο με παράθεση όπως αναφέρει στοιχείων και όχι ερμηνείας των, με τις κρίσεις του Γιάννη Παπακώστα για ορισμένες απόψεις του Καρυωτάκη όπως φαίνονται στο κείμενό του «Κάθαρσις», «Φυγή IV», όπου θυμίζουν κατά κάποιο τρόπο την θεωρία περί Γ΄ Ελληνικού Πολιτισμού, που υποστήριζε το περιοδικό «Νέον Κράτος» κλπ.
     Το επόμενο κεφάλαιο «Μια άλλη ανάγνωση του Σεφέρη» κάνει κάτι έξυπνο, σαν τις μαθηματικές αποδείξεις που κάναμε στο σχολείο για να επαληθεύσουμε αν οι πράξεις μας ήταν σωστές. Διαβάζει την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη με τον τρόπο που οι πολιτικώς ορθοί κριτικοί διαβάζουν τον Καρυωτάκη. Οι συλλογισμοί του είναι εύστοχοι και έχουν θεωρητική βάση, καθώς στηρίζονται σε μια βαθειά και σταθερή γνώση της Σεφερικής ποίησης και του ποιούν της. Εν κατακλείδι αναφέρει τα εξής:
«Η κριτική συνεξέταση του Καρυωτάκη με τον Σεφέρη διεξάγεται σήμερα με όρους που ελάχιστη σχέση έχουν με τη λογοτεχνική κριτική. Διότι αγνοεί το πραγματικό ζητούμενό της που είναι η εξιχνίαση ενός διπλού καρυωτακικού παράδοξου. Η ποίηση του Καρυωτάκη είναι η ποίηση των συναισθημάτων μιας μεμονωμένης ανθρώπινης περίπτωσης, που κατορθώνει να αρθεί σε ένα οντολογικό επίπεδο χωρίς τη βοήθεια της διασύνδεσής της με μια συλλογική εμπειρία, όπως συμβαίνει με την ποίηση του Σεφέρη. Ακόμη: είναι η ποίηση μιας εκφραστικής που κατορθώνει να δώσει μιαν αίσθηση ποιητικού εκσυγχρονισμού παραπλήσια με τη μοντερνιστική εις πείσμα της παραδοσιακής τεχνοτροπίας της. Πως συμβαίνουν αυτά, είναι ένα αξιοθαύμαστο μυστήριο. Πιστεύω ότι στην εξιχνίαση αυτού του σύνθετου μυστηρίου θα πρέπει κυρίως να στρέψουν την προσοχή τους όσοι κριτικοί του Καρυωτάκη αισθάνονται ότι η λογοτεχνική κριτική του έργου του είναι κάτι περισσότερο από τη διατύπωση αντισεφερικών αισθημάτων».
     Για το επόμενο κεφάλαιο «Ο Καρυωτάκης και η γενιά του ‘30», θεωρώ ότι δεν έχουμε να προσθέσουμε τίποτα, μια και η παρανόηση και η ελλιπής ενημέρωση από αρκετούς κριτικούς έχει οδηγήσει σε μια στρέβλωση των απόψεων και των θέσεων που οι συγγραφείς της γενιάς αυτής εκφράζουν. Πολύ σωστά επισημαίνει ο Βαγενάς, τις θετικές απόψεις που εκφέρονται για το Καρυωτακικό έργο στα τεύχη του περιοδικού «Νέα Γράμματα», ένα κατεξοχήν λογοτεχνικό περιοδικό που απηχούσε τις απόψεις της γενιάς αυτής και ήταν ο καθρέπτης των απόψεών τους. Και για άλλη μια φορά επισημαίνει, ότι η κριτική μελέτη του Τέλλου Άγρα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό στα 1935 θεωρείται και είναι το σημαντικότερο ιστορικά κείμενο για τον ποιητή.Το κείμενο το βρίσκει κανείς και στα «Άπαντα» του Τέλλου Άγρα που επιμελήθηκε ο Κώστας Στεργιόπουλος.
     Στο κεφάλαιο «Ο Καρυωτάκης και ο δεκαπεντασύλλαβος», ο συγγραφέας του βιβλίου εξετάζει συμπληρωματικά την μετρική ρυθμολογία της Καρυωτακικής ποίησης, η οποία εντάσσεται στην παραδοσιακή ποίηση, μια που τα περισσότερα ποιήματα του Καρυωτάκη υιοθετούν είτε τον δεκαπεντασύλλαβο είτε τον ενδεκασύλλαβο, κάτι σύνηθες στους ποιητές της εποχής του.
     Τέλος, ξεχωριστώ ενδιαφέρον παρουσιάζει και το κεφάλαιο «Ο Τ. Κ. Παπατσώνης και η πρωτοποριακότητα»-Οι περιπέτειες της πρόσληψης ενός αιρετικού.
Ένα κατατοπιστικό κείμενο που βοηθά και αυτό, στην κατανόηση της ποίησης του Καρυωτάκη μια και διευκρινίζει θέματα της ποιητικής μετρικής. Γράφει ο Βαγενάς:
«Ο Καρυωτάκης παραμένει ένας ποιητής της προμοντερνιστικής εποχής. Διότι λείπει από αυτόν το στοιχείο που ανέφερα: η υπέρβαση του έμμετρου στίχου και αρκετά απ’ όσα συνεπάγεται αυτή».
      Η σπονδυλωτή αυτή εργασία του κριτικού και ποιητή Νάσου Βαγενά, πετυχαίνει το στόχο της με ξεκάθαρο τρόπο, αν εξαιρέσουμε τους οξείς προσωπικούς χαρακτηρισμούς, που πολλοί προέρχονται από τον χώρο της ψυχανάλυσης, γιατί είναι γραμμένη με εύληπτο τρόπο, ακόμα και για τον πιο αμύητο και αδιάφορο για τέτοιου είδους ειδικά ζητήματα, χρησιμοποιεί μια λαγαρή και σαφή γλώσσα, έστω και αν αναφέρεται σε πολύ ειδικά θέματα, είναι ξεκάθαρος ως προς τις προθέσεις του, δεν παλινδρομεί, παραθέτει τα απαραίτητα στοιχεία για να οικοδομήσει τις απόψεις του, μας δείχνει τα σημεία της παρανάγνωσης του Καρυωτακικού έργου απαντώντας σε ήδη δημοσιευμένες μελέτες κριτικών, μας ξεκαθαρίζει τα λάθη της αριστερής κριτικής σκέψης όσον αφορά την αποδοχή του Καρυωτακικού έργου, αναφέρει και πολύ ορθά, ότι οι θιασώτες της Καρυωτακικής ποίησης είναι οι εντονότεροι επικριτές της Σεφερικής ποίησης, και το λάθος αυτό τους οδηγεί στο να χρησιμοποιούν δύο μέτρα και δύο σταθμά στην προβολή απόψεων των δύο ποιητών, μας κάνει λόγω για την θετική άποψη που διατύπωσε η γενιά του 1930 για τον Καρυωτάκη, και μας ξεκαθαρίζει θέματα που αφορούν την Καρυωτακική μετρική, επιπροσθετικά μιλώντας και για την ποίηση του Τάκη Παπατσώνη. Τα κείμενα ευτυχώς δεν φορτώνονται με παραπομπές που θα κούραζαν τον αναγνώστη, ή θα τον αποπροσανατόλιζαν.
     Τέλος, για άλλη μια φορά εκφράζοντας την γνώμη μου σαν απλός αναγνώστης του ποιητικού λόγου, σημειώνω ότι η ίδια η ποίηση του Κώστα Καρυωτάκη είναι αυτή που θα μας μιλήσει και θα μας συντροφεύσει στους ποιητικούς περιπάτους μας, αυτούς τους μοναχικούς αναζωογονητικούς ποιητικούς περιπάτους, που τόσο έχουμε ανάγκη στις μέρες μας, μέρες ποιητικής και κοινωνικής και πολιτικής ανομβρίας.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 30/10/2016
Υ.Γ. Και μια ερώτηση από έναν αφελή φορολογούμενο. Καλά αυτή η πρώτη φορά αριστερή κυβέρνησή μας, έχει αφήσει και κανέναν δεξιό-συντηρητικό πολιτικό ή στέλεχος που να μην του προτείνει να την βοηθήσει, ή να του προσφέρει θέση για να παραμείνει στην εξουσία; Και αν δεν κάνω λάθος, αυτός ο συγκεκριμένος βουλευτής και πολιτικός, ο «στρατηγός άνεμος, η γράδα κλπ» δεν είναι που όταν έγινε για μία ημέρα πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων διόρισε την κόρη του σε δημόσια θέση, ως διοικητικό υπάλληλο της Βουλής αν δεν κάνω λάθος;                  
    





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου