Δευτέρα 12 Ιουνίου 2017

Μάνου Χατζιδάκι Εγκώμιο

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
Manos Hadjidakis
(Ξάνθη 23 Οκτωβρίου 1925-Αθήνα 15 Ιουνίου 1994)
Ο Μεγάλος Ερωτικός της Ελλάδας

ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΑ
Φοβήθηκα τη μνήμη
Και την σκότωσα
Όμως εκείνη έζησε
Τραυματισμένη
Δύσμορφη
Τυραννική
Και μού θυμίζει επίμονα
Κάθε φορά που γράφω
Πώς είμ’ εγώ
Κι όχι ένας άλλος

          Του οφείλουμε πολλά. Όλοι μας.  Διαχρονικά. Εμείς οι Έλληνες
Του οφείλουμε όσοι είχαν την τιμή και την χαρά να τον γνωρίσουν από κοντά και όσοι όχι.
Του οφείλουμε όσοι συνεργάστηκαν μαζί του μουσικά και όσοι όχι.
Του οφείλουμε όσοι τον έζησαν στο ΤΡΙΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ και όσοι όχι.
Του οφείλουμε όσοι ευεργετήθηκαν από την γνωριμία τους μαζί του και όσοι όχι.
Του οφείλουμε όσοι αναδείχθηκαν από αυτόν και όσοι όχι.
Του οφείλουμε όσοι λάτρεψαν τα μουσικά του όνειρα και όσοι όχι.
Του οφείλουμε όσοι συμμετείχαμε στις συναυλίες του και όσοι όχι.
Του οφείλουμε όσοι μας μελοποίησε κείμενά μας και όσοι όχι.
Του οφείλουμε όσοι είναι παθιασμένοι με την μουσική και όσοι όχι.
Του οφείλουμε όσοι αγαπούν την τέχνη του θεάτρου και όσοι όχι.
Του οφείλουμε όσοι ενδιαφέρονται για τον κινηματογράφο και όσοι όχι.
Του οφείλουμε όσοι αυθεντικά υπηρετούν τον πολιτισμό και όσοι όχι.
Του οφείλουμε όσοι  ουσιαστικά αγαπούν αυτήν την πατρίδα και όσοι όχι.
Του οφείλουμε όσοι είμαστε ομοφυλόφιλοι και όσοι όχι.
Του οφείλουμε όσοι είμαστε ετεροφυλόφιλοι οικογενειάρχες και όσοι όχι.
Του οφείλουμε όσοι διαβάζαμε το περιοδικό του ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ και όσοι όχι.
Του οφείλουμε όσοι είμαστε πολιτικοποιημένοι πολίτες αυτής της χώρας και όσοι όχι.
Του οφείλουμε όσοι είμαστε ελεύθεροι, ανεξάρτητοι, συνειδητοποιημένοι δημοκράτες πολίτες και όσοι όχι.
Του οφείλουμε όσοι είμαστε ονειροπόλοι και όσοι ρεαλιστές
Του οφείλουμε όσοι είναι διανοούμενοι και όσοι όχι.
Του οφείλουμε όσοι είναι αστοί ή ανήκουν σε διάφορες μειονότητες και όσοι όχι.
Του οφείλουμε όσοι είμαστε Πειραιώτες και όσοι όχι.
Θα του οφείλουν, οι μελλοντικές γενιές των Ελλήνων.
Εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες, οφείλουμε πολλά στον δάσκαλο του γένους μας, τον συνθέτη και ποιητή Μάνο Χατζιδάκι.

      Αυτές οι 24 εντολές-οφειλές, είναι η πολιτιστική παρακαταθήκη των σύγχρονων Ελλήνων,-αντρών και γυναικών- που, μέσα από την καθαρότητα των αισθημάτων τους, τον πλούτο της ψυχικής τους ευαισθησίας, την αυθεντικότητα των ερωτικών τους βιωμάτων, την αλήθεια των εμπειριών τους, την πολιτική κριτική τους σκέψη και κρίση, τα όνειρά τους που δεν τα πάγωσε ο χρόνος, είναι που αφήνουν στις τωρινές και επερχόμενες γενιές, τους φυσικούς απογόνους τους, οι έλληνες και ελληνίδες που ηλικιακά απέρχονται.
               Ι.
           στον Οδυσσέα Ελύτη
Ό,τι χάραζε σε στίχους
Τά ‘παιρνε η θάλασσα που ‘χε στα χέρια του
Ό,τι ζωγράφιζαν τα χείλια του
Τά ‘σβηνε ο ουρανός που ‘χε στα μάτια του
Κ’ έτσι δεν μπόρεσε να δεί
Αν έπρεπε να παραμείνει Αττικός
Ή Αιγαιοπελαγίτης  
     Ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Ποιητής της Πολιτικής και ο Μουσικός των ονειρικών ρυθμών της ζωής μας, είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονούς μας μύθους. Ένας οικουμενικός-ελληνικός μύθος της ελληνικής πολιτιστικής περιπέτειας. Είναι το μουσικό αηδόνι, που του δόθηκε το θείο χάρισμα να ταξιδεύει μέσα στον ελληνικό χρόνο, μεταφέροντας τα γονιμοποιά του μέλη σε μας, μοναδικά και ανεπανάληπτα, ονειρικά και δημιουργικά. Ο ποιητής που συνομιλούσε ισάξια και ισότιμα με την Σαπφώ και τον Αριστοφάνη, τον Ρωμανό τον Μελωδό και τον Μάρκο Βαμβακάρη, την Μυρτιώτισσα και τον Κωνσταντίνο Καβάφη, την Ραλού Μάνου και την Φλέρυ Νταντωνάκη, τον Νίκο Καζαντζάκη και την Νανά Μούσχουρη, τον Χορτάτση και τον Αλέκο Σακελλάριο, τον Νίκο Γκάτσο και την Μελίνα Μερκούρη, τον Κάρολο Κουν και την Μελισσάνθη, τον Γιώργο Μούτσιο και την Αρλέτα, τον Γιώργο Μαρίνο και τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον Γιάννη Ρίτσο και τόσους άλλους δημιουργούς και εκτελεστές. Και ακόμα, τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και τον Τέννεση Ουίλιαμς, τον Νίνο Ρότα και τον Φεντερίκο Φελίνι. Πρόγονος των Ωραίων Ελλήνων και Απόγονος Μαζί.
Ο Μάνος Χατζιδάκις, είναι τα όνειρα που δεν προδώσαμε, τα οράματα που δεν διαψεύσαμε, η αθωότητα που δεν αμαυρώσαμε, η πολιτική μας συνείδηση που δεν αλλοιώσαμε, η ελευθερία που δεν ψευτίσαμε. Η αισθητική μιας διαχρονικής ελληνικής παράδοσης. Είναι ο αντρισμός που δεν θηλυκοποιήσαμε. Το ελληνικό ήθος που δεν απεμπολήσαμε. Ο Ροκ του Μέλλοντός μας Έλληνας. Το αρμυρό δάκρυ του Ηνίοχου μιας Ελλάδας που χάνεται στα βάθη του ιστορικού της μέλλοντος.
      Όλη η Ελλάδα για τον Μίκη, μας γνωστοποιεί το διαφημιστικό σποτ που παίζεται αυτό το διάστημα στην τηλεόραση, για την επερχόμενη συναυλία 19/6/2017, που προετοιμάζεται στο Καλλιμάρμαρο, για να τιμηθεί ένας άλλος μουσικός μύθος της χώρας, ο Μίκης Θεοδωράκης.
Το 2004, οι εκδόσεις Ιανός, και ειδικότερα ο μικρός-Ιανός εκδίδει ένα μικρό όμορφο βιβλιαράκι. Το, Μίκης Θεοδωράκης, «Μάνου Χατζιδάκι-εγκώμιον», Ιανός 2004, φωτογραφίες: Τάκης Πανανίδης, σελίδες 56, διαστάσεις 9,5Χ17, τιμή 6,6 ευρώ. Το καλαίσθητο αυτό βιβλίο, περιέχει δύο κείμενα-προσωπική μαρτυρία μνήμης του μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη για τον Μάνο Χατζιδάκι, που δημοσιεύτηκαν στον ημερήσιο τύπο. Το πρώτο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΉ» 18/3/1999, πέντε χρόνια αφότου έφυγε για τον ουρανό ο Μελωδός των Ονείρων μας, και το άλλο, στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» 15/6/2003, τέσσερα χρόνια μετά. Το κείμενο στην εφημερίδα «Το Βήμα», προηγείται εκείνου της «Καθημερινής».
                  ΙΙ
                   στο Γιώργο Σεφέρη
Από τη Μικρασία μετά την καταστροφή, ένας αστός
ξεκίνησε με μια βαλίτσα αναμνήσεων στο χέρι, γύρισε
χώρες μακρινές και πολιτείες άγνωστες, μάζεψε ακρι-
βό υλικό και συνταγές, μέτρα, ρυθμούς και χρώματα,
και τέλος γύρισε στη χώρα του, έχτισε με τα χέρια του
σπίτι σημερινό κ’ ελληνικό, εμπήκε μέσα, κλείδωσε
και από τότε πιά κανείς δεν τον συνάντησε στην αγορά
Πρώτο κείμενο
     Η πρώτη μας συνάντηση με το Μάνο Χατζιδάκι έγινε την Άνοιξη του 1945. Ήμασταν και οι δύο εν τη γενέσει μας συνθέτες, με κοινά πρότυπα τα αριστουργήματα της συμφωνικής μουσικής.
     Η Ελλάδα ήταν τότε μια κατεστραμμένη χώρα και, το πιο σοβαρό, με αβέβαιο μέλλον. Μπορεί οι Γερμανοί να είχαν φύγει και ο λαός να ζούσε τη χαρά της απελευθέρωσης, όμως όλοι ή σχεδόν όλοι γνωρίζαμε ότι η ευτυχία μας ήταν προσωρινή και ότι καινούργιες συμφορές ήταν μπροστά μας.
     Η πρώτη μας συνύπαρξη με το Μάνο έγινε στις κουίντες του θεάτρου «Βρετάνιας». Αυτός είχε γράψει τη μουσική για «Το καλοκαίρι θα θερίσουμε» του Αλέξη Δαμιανού κι εγώ διηύθυνα τη μικρή χορωδία από Επονίτες. Κάπου κάπου τον αντικαθιστούσα στο αρμόνιο. Ο θίασος των Ενωμένων Καλλιτεχνών ήταν ο επίσημος θίασος της Αριστεράς, του ΕΑΜ, κι αυτό από μόνο του έδειχνε το ιδεολογικό στρατόπεδο στο οποίο ανήκαμε και οι δύο. Άλλωστε αυτό ήταν κάτι το αυτονόητο για το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής νεολαίας και ιδιαίτερα της σκεπτόμενης. Τότε ο Μάνος έκανε τα πρώτα του βήματα προς τη δημοσιότητα, προς τη φήμη, για να φτάσει συντομότερα από κάθε άλλον στην κορυφή.
     Όταν αρχίσαμε να επισκεπτόμαστε ο ένας το σπίτι του άλλου, αυτός να έρχεται στη Σμύρνης 39, στη Νέα Σμύρνη, κι εγώ στη Μάνου 3, στο Παγκράτι, και φυσικά να παίζουμε ο ένας στον άλλο τις συνθέσεις μας στο πιάνο. Ακολουθούσε συζήτηση, στην αρχή για τη μουσική με κατάληξη στην πολιτική. Η διαφορά μας τότε ήταν ότι εγώ ήμουν οργανωμένος και γι’ αυτό θα έλεγα φανατισμένος. Δεν ήθελα να δω την πραγματικότητα που μου ανέλυε με την τετράγωνη λογική του ο Μάνος, όμως αυτές οι διαφωνίες μας, αντί να μας απομακρύνουν, μας έφερναν πιο κοντά: εγώ τον εκτιμούσα ακόμα πιο πολύ γιατί συμφωνούσα στο βάθος με την ορθότητα και την εντιμότητα της σκέψης του, εκείνος πάλι έβλεπε ότι ήμουν πιασμένος στο δόκανο ενός «πρέπει» που με οδηγούσε πέρα από τη λογική… Όταν βρέθηκα το 1947 εξόριστος στην Ικαρία, μου έγραψε: «Έχω τύψεις που εσύ είσαι εκεί κι εγώ έμεινα εδώ…».
     Ο Μάνος ήταν ένας συμφωνιστής… Θυμάμαι σαν και τώρα τα καυτά μεσημέρια του θέρους του 1946, μόνοι μας στα τελευταία καθίσματα του λεωφορείου που ανέβαινε τη Συγγρού. Κάθε μεσημέρι η μητέρα μου μας έκανε το τραπέζι και μετά πηγαίναμε για τις δουλειές ή τις σπουδές μας στην Αθήνα. Ο Μάνος μου μιλούσε ασταμάτητα για τα συμφωνικά έργα που είχε στο μυαλό του και για τους πιο απίθανους συνδυασμούς οργάνων που χρησιμοποιούσε π.χ. τρία τρομπόνια και δύο άρπες για το ένα, ορχήστρα πνευστών με σόλο τσέλο για το άλλο… και ούτω καθ’ εξής.
     Στο μεταξύ όμως η ζωή γινόταν όλο και πιο δύσκολη…. Εκείνος άρχισε να δουλεύει στου “Fix” (εργοστάσιο πάγου) κι εγώ εφημεριδοπώλης, για το μεροκάματο. Η αλήθεια είναι ότι ο δικός μου πατέρας μου εξασφάλιζε το καθημερινό πιάτο, όμως δεν ήθελα να τον επιβαρύνω με τα έξοδα των σπουδών μου, ενώ ο Μάνος ήταν ο ίδιος πατέρας, γιος και αδερφός. Έπρεπε αυτός να δουλέψει για να ζήσει τη μικρή του οικογένεια. Ένα βαρύ καθήκον που έμελλε να τον κυνηγά για πολλά χρόνια και τελικά θα τον απομάκρυνε από τη μεγάλη του αγάπη, τη συμφωνική μουσική.
Μονάχα στην τελευταία περίοδο της ζωής του με την ίδρυση της Ορχήστρας των Χρωμάτων θα μπορέσει να αφεθεί ολοκληρωτικά στο  μεγάλο του πάθος διευθύνοντας συμφωνικά έργα.
     Μήπως όμως δεν είχε μια από τις καλύτερες δισκοθήκες στον κόσμο; Χιλιάδες δίσκοι, κυρίως «κλασικοί». Και το σπουδαιότερο: τους άκουγε όλους! Έτσι μπορώ να πω ότι κανείς στην Ελλάδα δε γνώριζε καλύτερα τη μουσική του 20ου αιώνα (πέραν των κλασικών, εννοείται), τους σύγχρονους ερμηνευτές, τις φημισμένες ορχήστρες, τις μουσικές σχολές και όλες τις ιδιαιτερότητες της σύγχρονης μουσικής.
     Μετά τον εμφύλιο ο Χατζιδάκις ήταν ήδη γνωστός κυρίως από τις μουσικές που έγραψε για το θέατρο. Όταν ξεκινούσε με τον Κάρολο Κουν, με τον «Ματωμένο γάμο» του Λόρκα, στα 1948, δεν μπόρεσα να αντισταθώ και πήγαμε με τη Μυρτώ στην πρεμιέρα. Ήμουν παράνομος και κινδύνευα την ίδια τη ζωή μου. Καθίσαμε στα πίσω καθίσματα για να κρύβομαι και μαγεμένος από τη θεσπέσια μουσική του, του έστειλα ένα μικρό σημείωμα που το είχε φυλάξει και μου το έδειχνε συχνά με μεγάλη πάντα συγκίνηση. Υποθέτω τόσο για τα καλά μου λόγια όσο και γιατί γνώριζε τους κινδύνους που αψήφησα για να είμαι κοντά του σ’ εκείνη την ξεχωριστή για κείνον στιγμή.
     Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί σήμερα την ιδιαιτερότητα εκείνων των καιρών. Πόσο ο θάνατος σεργιανούσε στις γειτονιές της Αθήνας και πόσο διακινδύνευες αν τύχαινε να βοηθήσεις κάποιον… μελλοθάνατο. Και ο Μάνος ήταν από τους λίγους που στην περίπτωσή μου δε φοβήθηκε τις συνέπειες. Μου άνοιξε το μικρό του σπίτι στο Παγκράτι και με έκρυβε συστηματικά. Πόσο όμορφες ήταν εκείνες οι μέρες που ο θάνατος καιροφυλακτούσε, όμως εμείς-ίσως γι’ αυτό-παίζαμε αμέτρητες ώρες στο πιάνο τις συνθέσεις μας, ανταλλάσσαμε απόψεις και όνειρα, επιθυμίες και σχέδια, αδιαφορώντας αν μια στιγμή αργότερα όλα θα είχαν τελειώσει…
     Είχαμε συνθέσει και οι δύο «παιδικά τραγούδια». Γιατί «παιδικά»; Ίσως γιατί οι στίχοι έβγαιναν από σχολικά βιβλία με τους εθνικούς μας ποιητές. Ίσως γιατί το ύφος ήταν απλό, διάφανο, άμεσο για να τραγουδηθεί από παιδιά και μεγάλους…. Πόσες και πόσες μελωδίες από τις «παιδικές» μας συνθέσεις δεν έγιναν αργότερα γνωστά τραγούδια… Ο Μάνος τα χρησιμοποίησε στο θέατρο. Εγώ… στις όπερες! Γραμμένα όλα στα είκοσί μας χρόνια ήταν, θα λέγαμε, η μουσική μας ταυτότητα. Πράγματι τα ακούσματά μας ήταν ακόμα λίγα και οι ξένες επιρροές λιγότερες, έτσι μέσα σ’ αυτά τα έργα ήμασταν «εμείς»… Κάποτε αποφασίσαμε να τα πάμε στο Υπουργείο Παιδείας. Υπήρχαν πολλοί φίλοι που μας προέτρεπαν. «Αυτά θα πρέπει να τα μάθουν τα ελληνόπουλα», μας έλεγαν.
     Πόσο όμως ντροπιαστήκαμε όταν διαπιστώσαμε ότι δεν υπήρχε κατάλληλη διεύθυνση, υπάλληλοι, αρμόδιοι… Όλοι μας κοίταζαν έκπληκτοι. Οι περισσότεροι θα μας θεώρησαν ψώνια… «Ακούς εκεί παιδικά τραγούδια!...». Τέλος τ’ αφήσαμε σε κάποιο γραφείο, όπου οι υπάλληλοι τα έθαψαν κάτω από σωρούς εγγράφων. Όμως σε πείσμα τους εκείνα κατάφεραν να επιζήσουν με άλλο τρόπο, να γίνουν γνωστά και να αγαπηθούν από τους Έλληνες.
      Για να δώσω ένα πρόχειρο παράδειγμα, θυμάμαι πως ο Οδυσσέας Ελύτης είχε ενθουσιαστεί με κάποιο τραγούδι που έγραψα επάνω σε ποίηση Βαλαωρίτη στα 1938… Έτσι αργότερα έβαλε νέους, δικούς του στίχους και έγινε το τραγούδι «Ανάμεσα Σύρο και Τζιά». Ο Μάνος χρησιμοποίησε τις μελωδίες από τα δικά του «παιδικά» στη «Μικρή λευκή αχιβάδα» (κι από κει στο «Καλοκαίρι θα θερίσουμε» ή το ανάποδο), στο «Ματωμένο γάμο», στα τραγούδια για τον Μπρέχτ και ποιος ξέρει σε πόσα άλλα γνωστά τραγούδια.
Ήμασταν, λοιπόν, βασικά μελωδιστές με κοινή φιλοδοξία να συνθέσουμε συμφωνικά έργα. Και το τραγούδι; Το ελαφρό τραγούδι που δέσποζε τότε δεν παρουσίαζε για μας το παραμικρό ενδιαφέρον σαν αντικείμενο σοβαρής μουσικής ενασχόλησης. Όσο για το λαϊκό, θυμάμαι από το 1946 ο Μάνος μας έπαιζε σε πιάνο τις διασκευές του πάνω σε τραγούδια του Μητσάκη και άλλων. Ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο απέδιδε πιανιστικά τις πενιές των μπουζουκιών με τις επαναλαμβανόμενες νότες έγινε σχολή… Όμως για μας, τους ορκισμένους συμφωνιστές, η μεταγραφή λαϊκών μελωδιών στο «ευρωπαϊζον» πιάνο δεν πήγαινε πέρα από το στοιχείο της γραφικότητας. Το ίδιο και με τις «Έξι λαϊκές ζωγραφιές». Και όμως ένα μυστηριώδες κύμα μιας κρυφής γοητείας μας κατακυρίευε σιγά σιγά. Γιατί αλήθεια τόσο μεγάλη και βαθιά συγκίνηση για πράγματα τόσο απλά; Τι ήταν αλήθεια τα έργα αυτά μπροστά σε έναν Στραβίνσκι, έναν Μπάρτοκ, έναν Σοστακόβιτς, για να μας συγκινούν και να μας καθηλώνουν;
     Στο σημείο αυτό χώρισαν οι δρόμοι μας με το Μάνο, για να ξανασμίξουν λίγα χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του ’60.
     Νομίζω ότι ο Μάνος βρήκε τότε, στη δεκαετία του ’50, το δρόμο του που αργότερα θα γινόταν και δικός μου δρόμος. Το θέατρο, το ελληνικό χορόδραμα και αργότερα ο κινηματογράφος τον βοήθησαν να λυτρωθεί από τις φαντασιώσεις των προτύπων της ευρωπαϊκής μουσικής και να ακολουθήσει ένα δρόμο μοναδικό, προσωπικό, πρωτότυπο και βαθιά ελληνικό. Ο «Καραγκιόζης» ήταν ένα καθαρό αριστούργημα γεμάτο μελωδικές ιδέες, η μια πιο φωτεινή απ’ την άλλη και ρυθμικές παραλλαγές γεμάτες πρωτοτυπία και λάμψη. Η πρώτη γραφή του για πιάνο ήταν για μένα και η πιο γνήσια και αποκαλυπτική. Όταν ακολούθησε η ενορχήστρωση, τότε άρχισαν και τα προβλήματα που παραμένουν άλυτα έως σήμερα. Πώς μπορείς να ενορχηστρώσεις ένα καθαρά ελληνικό έργο χωρίς να προδώσεις το βαθύτερο χαρακτήρα του;
     Στο μεταξύ η δική μου αγωνία συνεχιζόταν παίρνοντας όλο και πιο δραματική μορφή για μένα. Με το ένα μάτι στη Δύση και με το άλλο στην Ελλάδα… Τι να κάνω; Πώς να το κάνω; Πώς να το συνδυάσω, πώς να παντρέψω αυτούς τους δύο κόσμους;
     Όταν άκουσε ο Χατζιδάκις τη δική μου «Ελληνική αποκριά» (1953, Ελληνικό Χορόδραμα), τον είδα με μεγάλη μου ανακούφιση να συμφωνεί. Άλλωστε το έπαιζε συχνά με την Ορχήστρα των Χρωμάτων και είχε κάνει απόπειρες να ολοκληρώσει μια ηχοληψία όπως ο ίδιος την ήθελε: με τελειότητα. Τι ήταν εντέλει το έργο αυτό; Νομίζω μια πρόταση για ενορχήστρωση ενός καθαρά ελληνικού υλικού…
      Ευτύχησα να είμαι μαζί του στην Όπερα της Ρώμης στα 1953, όταν ο Ανδρέας Παρίδης διηύθυνε με τους Ιταλούς μουσικούς τον «Καραγκιόζη» και την «Ελληνική αποκριά». Βγαίναμε και οι δύο για πρώτη φορά στην εμβληματική Ευρώπη των μεγάλων συμφωνιών! Την επομένη εγώ θα πήγαινα στο Παρίσι να δαμάσω επιτέλους τα φαντάσματα της συμφωνικής μουσικής που με βασάνιζαν, ο Μάνος θα γύριζε στην Ελλάδα ακολουθώντας έναν δρόμο που ο ίδιος  είχε στρώσει και που θα είχε ως αποτέλεσμα την κατάκτηση μιας κορυφής που ήταν ίσως η πιο ψηλή για όλους μας: το ελληνικό τραγούδι.
     Συνθέτοντας συνεχώς συμφωνικά έργα βυθιζόμουν όλο και πιο πολύ σ’ έναν μουσικό κόσμο που στο βάθος με απομάκρυνε από την Ελλάδα. Ίσως γι’ αυτό δε χαιρόμουν πια με τις όποιες επιτυχίες μου, γιατί η αναγνώριση προερχόταν από ένα κοινό που δε με αφορούσε.
     Όταν πήγα και είδα τη «Στέλλα», θυμάμαι ότι μέθυσα κυριολεκτικά με τις μελωδίες του Χατζιδάκι. Πήγα και ξαναπήγα έως ότου μάθω καλά για να τις παίζω στο πιάνο. Πόσο τυχερός είναι, έλεγα μέσα μου, που μπορεί να εκφράζεται 100% ελληνικά, χωρίς φιοριτούρες, πολύπλοκες κατασκευές και σκοτεινές συγχορδίες. Πόσο ήμουν δυστυχισμένος σε εκείνη την πρώτη διεθνή αναγνώριση, ιδιαίτερα μετά την «Αντιγόνη» στο Κόβεντ Γκάρντεν. Χαιρετώντας από τη σκηνή το αριστοκρατικό κοινό της πρεμιέρας, αποφάσισα ακριβώς εκείνη τη στιγμή να το βάλω στα πόδια και να γυρίσω στη φυσική μου κοίτη, στην πατρίδα μου.
     Λες και μάντεψε τη σκέψη μου ο Γιάννης Ρίτσος μου έστειλε τότε τον «Επιτάφιο» (1958). Ευθύς μόλις έγραψα τα τραγούδια, τα έστειλα-πού αλλού-στο Χατζιδάκι. Όταν τον συνάντησα τον άλλο χρόνο στο σπίτι του στο Παγκράτι, έβγαλε και μου έδειξε τους μαγικούς δίσκους Fidelity, με τα πρώτα του τραγούδια. Πόσο ήταν πλήρης, ευτυχής, ολοκληρωμένος. Κι εγώ πόσο τον ζήλεψα εκείνη τη στιγμή: ένα κοινό εφηβικό μας όνειρο, να πάει η μουσική μας παντού, εκείνος το πραγματοποιούσε. Τότε τον ρώτησα: «Πήρες τον Επιτάφιο», Μάνο; Τι γνώμη έχεις;» Δεν τόλμησα να τον ρωτήσω αν μπορεί να ηχογραφηθεί… όμως εκείνος φαίνεται ότι έβλεπε στο πρόσωπό μου τη συνέχιση του κοινού μας ονείρου, του συμφωνιστή:
     «Εσύ γράφεις συμφωνικά έργα και πας πολύ καλά. Κατάφερες αυτό που και οι δύο επιθυμούσαμε τόσο». (Ωστόσο εγώ τα έβλεπα ανάποδα, πίστευα πως εκείνος τα είχε καταφέρει καλύτερα). «Τώρα παίζεται στην Επίδαυρο η μουσική σου για τις «Φοίνισσες». ΄Εχεις παραγγελίες, μπαλέτα, γίνεσαι γνωστός στην Ευρώπη. Ναι, γνωρίζω τον «Επιτάφιο», όμως πρέπει να σου πω ειλικρινά ότι δεν είναι αντάξιός σου…»
     Βαθιά γοητευμένος δεν είπα λέξη. Ο Μάνος μας είχε καλέσει με τη Μυρτώ σε γεύμα στην Πλάκα. Έλαμπε. Ο κόσμος τον αναγνώριζε. Τον θαύμαζε. Τον αγαπούσε. Το φαινόμενο Χατζιδάκι δέσποζε ήδη στο κέντρο του εθνικού μας στερεώματος.
     Τον επόμενο χρόνο εν τούτοις ο Μάνος ηχογράφησε πρώτος τα τραγούδια του «Επιταφίου», κάνοντας έτσι τις πορείες μας παράλληλες. Το πόσο ήταν όχι μόνο παράλληλες αλλά και παρόμοιες το δείχνει η κοινή μας αγάπη τόσο για το τραγούδι όσο και για τη συμφωνική μουσική. Εγώ την έδειξα με συμφωνικές συνθέσεις, ενώ ο Μάνος με τη διεύθυνση συμφωνικών έργων.
     Άλλωστε μήπως δεν υπήρξε διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας, της Λυρικής Σκηνής, του Γ΄ Προγράμματος και δεν είχε σειρά άλλων δραστηριοτήτων που έδειχναν τα πραγματικά του ενδιαφέροντα; Μήπως η πνευματική του καλλιέργεια, τα φιλοσοφικά του ενδιαφέροντα, οι κοινωνικές του ευαισθησίες δεν εκδηλώνονταν κάθε τόσο, με την έκδοση λχ. του «Τέταρτου», καθώς και με τις καίριες παρεμβάσεις που συχνά έβαζαν στα γεγονότα τη σφραγίδα της προσωπικότητάς του; Μιας προσωπικότητας που του έδινε την πολυτέλεια να δηλώνει προσωπικός φίλος του Καραμανλή και παράλληλα να υποστηρίζει θέσεις πέραν ακόμα των επίσημων απόψεων της Αριστεράς.
     Ο Χατζιδάκις ήταν «διαφορετικός» και ήταν περήφανος γι’ αυτό και είχε τη μεγάλη δύναμη να το δείχνει σε πολύ δύσκολους καιρούς, γιατί το θεωρούσε πράξη ελευθερίας και ολοκλήρωσης. Θα έλεγα ότι ήταν διαφορετικός παντού και σε όλα. Το εκπληκτικό ήταν ότι το γνώριζε πριν ακόμα το υποψιαστούν οι άλλοι. Ήταν οικείος, πάντα μέχρι του σημείου που εκείνος ήθελε, ήταν εκείνος που σε κάθε περίπτωση έθετε τους «κανόνες του παιχνιδιού» και είχε μια «μεγαλοπρέπεια», θα έλεγε κανείς, και ένα κύρος που μπροστά του δεν υπήρχε δεύτερη γνώμη. Γιατί ο Χατζιδάκις δεν έγινε μεγάλος. Γεννήθηκε μεγάλος! Και ακόμα είχε το προσόν να επιβάλει στους άλλους αυτήν την πραγματικότητα. Όταν μιλούσε, διατύπωνε τόσο άρτια, με τόσο άψογα ελληνικά και τόσο τέλεια τεκμηριωμένα, οτιδήποτε έθιγε, που σε έπειθε χωρίς δεύτερη σκέψη. Ήταν μια αυθεντία. Μια μοναδική περίπτωση ανθρώπου που σε καθήλωνε μονάχα με ένα βλέμμα.
     Εμένα προσωπικά, πέραν όλων των άλλων, με γοήτευε. Ναι, ήταν ένας γόης. Ως άνθρωπος, ως διανοούμενος και ως συνθέτης. Και νομίζω ότι αυτή η γοητεία αποτελεί την πεμπτουσία της μουσικής του που αναστατώνει τις αισθήσεις και τη σκέψη μας. Τον κάνει απολύτως οικείο και παράλληλα τόσο διαφορετικό-τόσο πιο σημαντικό-από όλους εμάς. Ένα δώρο των θεών στη χώρα μας, που με μικρούς συνδυασμούς ήχων τόσο προσωπικών, δηλαδή με τις μαγικές του μελωδίες, φτάνει στα βάθη της εθνικής συλλογικής μας ευαισθησίας, ρουφάει το μεδούλι της και μας το δωρίζει με αθάνατα έργα που θα φωτίζουν πάντα τους ανθρώπους, Έλληνες και αλλοδαπούς.
          Πρώτη δημοσίευση εφημερίδα «Το Βήμα» 15 Ιουνίου 2003. Δεύτερη δημοσίευση, στο μικρό καλαίσθητο βιβλίο, Μίκης Θεοδωράκης, Μάνου Χατζιδάκι-εγκώμιον, εκδόσεις μικρός Ιανός 2004, σελίδες 9-33.
                       ΙΙΙ
                         στο Νίκο Γκάτσο
Η γη καθώς τον γέννησε
Τον στόλισε
Πράσινα φύλλα της ιτιάς
Του έλατου και της ελιάς
Μά η σκέψη του τον βύθισε
Στής πολιτείας την άσφαλτο
Κ’ έγινε πέτρα αρχαϊκή
Στη μνήμη των εφήβων
     Αυτό είναι το κείμενο-προσωπική εξομολόγηση, ενός άλλου ελληνικού μύθου της εποχής μας, του Μίκη Θεοδωράκη, για τον μουσικό σύντροφο, και γενναιόδωρο αγωνιστή των εφηβικών και κατοπινών του χρόνων Μάνο Χατζιδάκι. Ενός αστείρευτης ευαισθησίας έλληνα, όπως μας το αποκαλύπτουν οι εκατοντάδες μουσικές του συνθέσεις, ενός πραγματικά ασυμβίβαστου ενεργού πολίτη αυτής της χώρας, όπως μας το δηλώνουν οι κοινωνικές και πολιτικές παρεμβάσεις του, μέχρι το τέλος της επίγειας παρουσίας του, ενός δραστήριου κοσμοπολίτη, όπως μας δείχνουν τα σχόλια και τα κείμενα που δημοσίευσε είτε στο περιοδικό που ο ίδιος εξέδωσε, είτε οι ραδιοφωνικοί του σχολιασμοί, ενός σεμνού ατόμου όπως μας φανέρωσαν οι τελευταίες του ατομικές επιθυμίες πριν την εκδημία του. Ενός αυθεντικού Έλληνα πολύστροφου δημιουργού, ουσιαστικά «αναρχικού», ενός λαχειοπώλη του ουρανού, που μας άφησε παρακαταθήκη ένα πνευματικό και καλλιτεχνικό έργο, διεθνούς ακτινοβολίας. Ο Μελωδός των Ονείρων μας, διεύρυνε τα πολιτιστικά σύνορα της Ελλάδας, με τις θεσπέσιες συνθέσεις του, τα αξεπέραστα τραγούδια του, τις σωστές φωνητικές επιλογές των εκτελέσεών τους, τις μουσικές του επενδύσεις είτε για το θέατρο, το χορόδραμα, τον κινηματογράφο. Οι συναυλίες του, που με επιλεκτική σοβαρότητα πραγματοποιούσε, ήταν μια ιερή μυσταγωγία. Επαλήθευαν την ρήση του αγωνιστή έλληνα Μίκη Θεοδωράκη, ότι ο Μάνος Χατζιδάκις, «Γεννήθηκε μεγάλος».    Αυτός ο χρησμένος των Θεών έλληνας, δάσκαλος-δημιουργός, διέδωσε όχι μόνο την ελληνική μουσική, αλλά τον ελληνικό πολιτισμό στα πέρατα της οικουμένης.
Δυό πνευματικοί Διόσκουροι του ελληνικού πνεύματος, που με τις αγωνιστικές τους πολιτικές παρεμβάσεις, τις κοινωνικές τους παραινέσεις και την δημόσια εικόνα τους, οικοδόμησαν το σύγχρονο πολιτιστικό πρόσωπο της Ελλάδας.
ΕΙΚΟΝΑ ΑΤΕΛΗΣ ΝΕΟΥ ΑΝΔΡΟΣ
                     στον Γιάννη Τσαρούχη
Στεφανωμένος εραστής
ή θερμαστής
δεν είναι νοητός
σαφώς
χωρίς σημαία ελληνική
και δίχως φώς.      

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 12 Ιουνίου 2017

Τα ποιήματα που παρεμβάλλονται μέσα στα κείμενα, είναι του ποιητή και συνθέτη Μάνου Χατζιδάκι, από την ποιητική του συλλογή, «ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ»  εκδόσεις Άγρα 2007

ΥΓ. Όπως έχω διαβάσει παλαιότερα, σε σχετική έρευνα από αρμόδιους, οι διαφορετικές εκτελέσεις και επανεκτελέσεις παγκοσμίως της τόσο παρεξηγημένης σύνθεσής του «Τα παιδιά του Πειραιά», υπερβαίνουν τις 130. Θα άξιζε ο Δήμος μας, να συγκεντρώσει αυτό το διάσπαρτο διεθνώς υλικό που τον αφορά. Το τραγούδι αυτό, η μελωδία αυτή, ύμνησε τον Πειραιά και εξακολουθεί να τον υμνεί, στα πέρατα της οικουμένης. Και, έχω επίσης εδώ και χρόνια γράψει σε κείμενά που δημοσιεύτηκαν στον ημερήσιο πειραϊκό τύπο, τα εξής: Οφείλουμε εμείς οι Πειραιώτες να ζητήσουμε από την πολιτική δημοτική μας αρχή, να στήσει μια προτομή του Μάνου Χατζιδάκι στην πόλη μας, όπως και της Μελίνας Μερκούρη. Να δοθεί το όνομά τους σε κεντρικό δρόμο της πόλης μας. Είναι το ελάχιστο, έστω και καθυστερημένα, που μπορούμε να κάνουμε σαν μικρή ανταπόδοση στη μνήμη τους.
Και μια μικρή παράκληση, αν επιτέλους κάποιος αρμόδιος του Πειραιά, διαβάσει αυτήν την μικρή έκκληση, να στηθούν οι προτομές τους σε κεντρικό σημείο της πόλης μας, να γίνει με τέτοιον τεχνικά τρόπο, ώστε, να μην βρεθούν πάλι κάτι παράξενοι τύποι και καταστρέψουν ή κλέψουν τις προτομές, όπως έγινε με εκείνη του μουσικοσυνθέτη και δάσκαλου του Μάνου Χατζιδάκι, Μενέλαου Παλλάντιου, έμπροσθεν της Ιωνιδείου Σχολής. Ή την προτομή του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου που βρίσκονταν στην οδό Καραϊσκου, εκεί που ήταν το σπίτι του παλαιότερα. Και αυτήν την προτομή την έκλεψαν. Γιατί, πολιτισμός, δεν είναι μόνο οι συναυλίες και οι θεατρικές παραστάσεις στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, αλλά, η διατήρηση εμπράκτως της μνήμης και του έργου των προγενεστέρων πειραιωτών και μη, που τίμησαν αυτήν την Πόλη. Θέλω να πιστεύω, ότι και αυτές οι ενέργειες εμπίπτουν μέσα στα σύγχρονα ανθρώπινα δικαιώματα των δημοτών και φορολογούμενων πολιτών αυτής της χώρας, και όχι μόνο οι πρακτικές και οι παραβατικές ενέργειες εκείνων που κατέστρεψαν τις προτομές και ορισμένα αγάλματα, και έκλεψαν ακόμα και παγκάκια των στάσεων των λεωφορείων της πόλης μας.      
     
    



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου