Δευτέρα 5 Ιουνίου 2017

Η ποιήτρια Μαρία Κυρτζάκη

                ΜΑΡΙΑ ΚΥΡΤΖΑΚΗ
      (Καβάλα 25/12/1948-Αθήνα 21/1/2016)
        
     Μια ποιήτρια της οδού Ερατοσθένους

Η φωτιά που σε καίει
Κ’ η μοναξιά μου που ψάχνει τις στάχτες
Λένε πως κάποτε τα μάτια γίνονται δυό αιχμές
Τα χείλη κόκκινοι τάφοι
Τα χέρια κισσοί
Τα δάχτυλα μικρές σταγόνες δροσιάς
Λένε
Πώς το κορμί είναι οι στάχτες
Το κορμί η μοναξιά
Μα εμένα τα μάτια μου δυό μικρές θάλασσες
Δίχως καράβια
Δίχως αγέρηδες να φουσκώνουν τα κύματα
Δυό μικρές θάλασσες
Πού αρνήθηκες.

        Στο προηγούμενο κείμενο στο bloc μου, στο υστερόγραφο, αναφέρθηκα εν τάχει στην καθυστερημένη είδηση του θανάτου της φιλολόγου, ποιήτριας και επιμελήτριας βιβλίων Μαρίας Κυρτζάκη από μένα, και την γνωριμία μου μαζί της.
                        Ήγγικεν γαρ η βασιλεία…
Μπέρδεψε τους δευτέρους αορίστους από μια διάλειψη του εγκεφάλου άλλαξε η ρήση του Ιησού Χριστού ο θεάνθρωπος πήδηξε απ’ το σταυρό κι άρχιζε να παίζει τάβλι με τα στρατιωτάκια.
Η Μαρία Κυρτζάκη η φιλόλογος, η ποιήτρια, η επιμελήτρια εκδόσεων, η ραδιοφωνικός παραγωγός, ήταν μια γυναίκα με προσωπικότητα, ήθος, χαρακτήρα, παιδεία. Ένα ουσιαστικά καλλιεργημένο πρόσωπο, ένας χαρακτήρας ανεξάρτητος, ελεύθερος. Ένας συνειδητός ενεργός πολίτης αυτής της χώρας. Ένα πνευματικό άτομο ιδιαίτερης στόφας που όταν την γνώριζες από κοντά σου ενέπνεε εμπιστοσύνη και σεβασμό. Η ποιήτρια Μαρία Κυρτζάκη, με όποια επαγγελματική ασχολία καταπιάνονταν έδειχνε πάντα την ίδια υπευθυνότητα, την ίδια επιμέλεια, τον ίδιο ζήλο. Την ίδια σχολαστική φροντίδα και αγάπη. Ήταν αυστηρή πρωτίστως με τον εαυτό της, συνεπής με τις ιδέες της, ξεκάθαρη στις απόψεις της, σαφής στις θέσεις της. Σχολαστική και ευσυνείδητη στις επαγγελματικές εργασίες του βίου της. Η Μαρία Κυρτζάκη, είχε μεγάλο πάθος με την γλώσσα, με τον χειρισμό της, με την σύνταξή της, με τους τρόπους λειτουργίας της μέσα σ’ ένα οποιοδήποτε κείμενο, με την επιμέλειά της, με τις αναφορές και μεταφορές της, με τους συμβολισμούς της, με την ορθογραφία της, την αποτύπωσή της.  Σε ορισμένα μας τηλεφωνήματα, με την όποια άνεση σου δίνει η αυθεντική γνωριμία σου μ’ ένα άτομο, αλλά και ίσως, εξαιτίας ενός ελεγχόμενου «θράσους», της είχα εκφράσει ορισμένες ενστάσεις μου όσον αφορά την δομή και την λειτουργία της γλώσσας που χρησιμοποιούσε, στις ποιητικές της καταθέσεις. Της σημείωνα ότι, αυτή η παγερή αυστηρότητα της γλώσσας της, αυτός ο σκληρός και απαιτητικός χειρισμός της, ο ατσαλάκωτος τόνος της, απέβαινε σε βάρος της πραγματικής ποιητικής ευαισθησίας, της πειθαρχημένης χαλαρότητας, της γλωσσικής λυγράδας, της συντακτικής ευκαμψίας που κατά την γνώμη μου, οφείλει να έχει ο ποιητικός λόγος, για να συγκινήσει όσο γίνεται περισσότερο τον αναγνώστη, να του ενεργοποιήσει ατομικές του αναμνήσεις, να του ξυπνήσει συναισθήματα, να του προσφέρει το ερεθίσματα εκείνα, για να συνεχίσει την απρόσκοπτη ανάγνωσή του. Να μην κλείσει την συλλογή πριν την τελειώσει. Να μην αισθανθεί, ότι έχει μπροστά του έναν λόγο εγκεφαλικό, αριστοτεχνικά μεν επεξεργασμένο, αλλά τόσο διανοουμενίστικο, τόσο απόμακρο από τα πραγματικά προβλήματα του ανθρώπου. Της έλεγα, ότι, οι ποιητικές λέξεις, δεν είναι πολύχρωμες πινέζες καρφωμένες στην λευκή σελίδα του ποιητικού βιβλίου. Λεκτικά σήματα που σταυρώνουν αντί να ανασταίνουν το κείμενο. Είναι μάλλον, εν κινήσει αισθήσεις,  παλαιές του βίου οσμές, χρώματα ονείρων λησμονημένων, βιώματα ζωής ανεπανάληπτα, στιγμές μοναδικές, εντελώς προσωπικές, των θλίψεων και των χαρών μας, των δυστυχιών μας και των αποτυχιών μας, διαψευσμένα οράματα, μισολησμονημένες συγκινήσεις που ενώ κατέχεις από πού πηγάζουν, δεν γνωρίζεις προς τα πού ταξιδεύουν. Η Μαρία με άκουγε, άλλοτε γελούσε με τον αχαλίνωτο ρομαντισμό μου, όπως μου έλεγε, άλλοτε με αυστηρότητα επέπληττε τον σκόρπιο χαρακτήρα μου και τα παράξενα διαβάσματά μου. Αυτά τα χαώδη ανοίγματα της ανθρώπινης γνώσης, που τόσο με θέλγουν. Μου εξέθετε τις θέσεις της για την δική της ποιητική περιπέτεια. Τις απόψεις της για το πώς οφείλουμε να χειριζόμαστε την γλώσσα και την λειτουργία της μέσα στην ζωή μας. Ποτέ όμως από όσο θυμάμαι, δεν μου κράτησε μνησικακία. Άκουγε, συμπλήρωνε τα λεγόμενά σου ή διαφωνούσε μαζί σου, αλλά δεν σε απέκλειε. Δεν σε έβαζε στο περιθώριο για τιμωρία, για γλωσσικό σωφρονισμό.
Εσύ πατρίδα μου είσαι μιά πόρνη
Με νταβατζήδες και πρεζάκηδες τελειώνεις τη δουλειά
σου
Κι ύστερα ντύνεσαι φτηνά και βγαίνεις
Είσαι μια πόρνη σαν κυρία
Προσεχτικά τους επιβήτορες διαλέγεις
Πλάγια μέσα χρησιμοποιείς
Δανείζεσαι ξένα ονόματα
Καθόλου αθώα-θύμα των ισχυρών ή κάτι τέτοιο
Την κλίση σου τη διάλεξες προσεχτικά
Όπως προσεχτικά την πόρτα μου χτυπάς
Και μεταμφιεσμένη σε ταλαίπωρο λαό
Μού απαιτείς να παραδώσω την ψυχή μου  
     Αγαπώ την ποίηση της Μαρίας Κυρτζάκη, παρά τις καθαρά υποκειμενικές ενστάσεις μου σε θέματα χειρισμού της γλώσσας της μέσα στο ποιητικό της έργο. Είναι μια γυναικεία ποιητική φωνή της γενιάς της, από τις πιο αυθεντικές, τις πιο σταράτες, τις λιγότερο δήθεν. Μια ποιητική φωνή ακέραιη, που γνωρίζει προς τα πού πορεύεται, προς τα πού στοχεύει, ποιος πρέπει να είναι ο γλωσσικός της προσδιορισμός. Ένας γυναικείος ποιητικός λόγος, που δεν έχει αμφιθυμίες,  εσωτερικές παλινδρομήσεις, λεκτικές προσκρούσεις στον σχεδιασμό της δομής του, παρά του ότι σε σημεία του, διακρίνεται η παγερή του ατμόσφαιρα. Παρά την μετάθεση του ειδικού βάρους της ποιητικής της εκφραστικής από την καθόλου ποιητική αίσθηση, και εικονοποιία, στην ορθή λειτουργία των λέξεων, στην σιδερωμένη τους ενδυματολογική φόρτιση και στην ανάδειξη περισσότερο ίσως, μόνο των δικών τους σημασιών και απαιτήσεων. Η ισχύς των λέξεων πάνω στις ποιητικές μονάδες της ποιήτριας Μαρίας Κυρτζάκη είναι τόσο έντονη, μιλώντας από την δική μου πάντα αναγνωστική επάρκεια, που συννεφιάζουν την σύνολη ποιητική αίσθηση, χλωμαίνουν κάπως την ευαισθησία και τον λυρισμό της ποιητικής εικόνας. Στερούν την αυτοτέλεια των νοηματικών προθέσεων που πρέπει να έχει το ίδιο το ποίημα και οι στόχοι του, παρά εκείνοι των λέξεων. Οι λέξεις έχουν την δυνατότητα ή την ευκαιρία να σκληραίνουν ή «ξηραίνουν» την ποιητική ατμόσφαιρα, κατά την χρήση τους. Αφαιρούν από το ποίημα και την εσωτερική αίσθηση που δημιουργεί στον αναγνώστη, αυτή η αναγκαία σκόνη που οφείλουν να έχουν οι λέξεις-όχι πάντα-για να δηλώσουν όχι τόσο την καθαρότητα της δική τους επεξεργασμένης παρουσίας, όσο εκείνη του ποιήματος. Οι ποιητικές λέξεις, διατηρώντας τις κατευθυντήριες αρχές τους και της χρήσης τους μέσα στο ποίημα, από τον δημιουργό που τις επέλεξε ή τις έπλασε, οφείλουν να αναδεικνύουν παράλληλα με την όποια σημασία τους σε μια ποιητική μονάδα, και την σημασία περισσότερο της ποιητικής μυθολογίας, χρειάζεται να είναι πιο διακριτικές στην βοήθεια που παρέχουν στην ποιητική εξιστόρηση. Στους αισθητικούς ή ψυχικούς κραδασμούς που αφήνουν πίσω τους τα ποιητικά ίχνη. Χρειάζεται ασφαλώς, να προσδιορίζουν την καταστατική τους λειτουργία ως απαραίτητου στοιχείου στην οικοδόμηση του ποιήματος, αλλά όχι ως του μόνου υλικού της οικοδόμησης αυτής. Ο τρόπος αυτός, δηλαδή ο χειρισμός του λεξιλογικού υλικού σε αντίθεση με την υπολειτουργία της ποιητικής αίσθησης, είναι μια συνειδητή επιλογή του χειρισμού της γλώσσας, που δεν την συναντάμε μόνο στην ποιητική δημιουργία της Μαρίας Κυρτζάκη, αλλά και σε εκείνη της ποιήτριας Κικής Δημουλά, που αναγάγει την θέση αυτή σε αξίωμα ή σε έναν άλλον βαθμό, στην ποίηση της ποιητικά νεότερης φωνής Μαρίας Κούρση. Μόνο που η Μαρία Κούρση, εμπλουτίζει το ποιητικό της ταξίδι με εικόνες υπερρεαλιστικής υφής, με θραυσματικές ονειρικές στιγμές, που συνεχίζουν το ταξίδι των εμπειριών της, χωρίς να αγνοούν το ποιητικό σώμα. Αντίστοιχα η ποιήτρια Κική Δημουλά την περιπέτεια αυτή των λέξεων, μας την εικονογραφεί με τόνους νοσταλγικούς, ή στοχαστικές της μνήμης ιστορίσεις. Ενώ υπάρχουν σημεία στο ποιητικό έργο της παλαιότερης ηλικιακά Κικής Δημουλά, που ο ποιητικός της λόγος καθρεπτίζεται μέσα στο ίδιο του το σώμα. Δηλαδή, μάλλον λεκτικά ναρκισσεύει, αν την κατανοώ σωστά. Οι λέξεις ενός κειμένου, σίγουρα έχουν την δική τους φυσιογνωμία, όμως θεωρώ, ότι και το ποίημα μετά την σχετική ολοκλήρωσή του πρέπει να έχει την δική του. Και όχι να δεσμεύεται από εκείνη της γλώσσας. Το ποίημα είναι όπως ένα μικρό παιδί, αν δεν κόψει τον ομφάλιο λώρο των λέξεων που το γέννησαν δεν θα κατορθώσει να ενηλικιωθεί. Το καίριο ερώτημα που θέτει η Μαρία Κυρτζάκη μέσα στο ποιητικό της έργο, όπως και άλλες σύγχρονες μας γυναικείες ποιητικές φωνές, παράλληλες με αυτήν, είναι, αν υπάρχει ποίηση, αν δημιουργείται ποίηση μόνο μέσω της γλώσσας και των διαφόρων σημασιών της ή, αν υπάρχει και πέρα από αυτήν. Από την υπέρβαση των κανόνων της γλώσσας. Κάτι που παλαιότερα μας το πρόσφερε απλόχερα ο εμπειρικός προφορικός λόγος. Ο λόγος που δεν εικονίζει τα πράγματα, αλλά είναι τα ίδια τα πράγματα. Μπορούμε δηλαδή, να αντιστρέψουμε το εύλογο ερώτημα; αν έχει την δυνατότητα ένας δημιουργός να οικοδομήσει ένα ποιητικό έργο, να σχηματίσει με την χρησιμοποίηση και άλλων υλικών, την διαδοχική σειρά εικόνων μιας ποιητικής αφήγησης είτε εν εξελίξει είτε στην ολοκλήρωσή της, πέρα από την οικοδόμηση των λέξεων. Υπάρχει άραγε δημιουργός εκτός των ορίων των γλωσσικών κωδίκων, του παραδοσιακού τρόπου συνεννόησης μεταξύ μας, ή το γλωσσικό κείμενο στην προκειμένη περίπτωση, το ποιητικό, είναι αυτό που προσφέρει, ή δανείζει την ταυτότητά του στον δημιουργό; Η προσεκτική ανάγνωση της ποίησης της Μαρίας Κυρτζάκη, μας δείχνει έναν ποιητή που δεν επαναλαμβάνονταν, ότι με άνεση κατασκεύαζε τις θεματικές εναλλαγές των εικόνων της, ότι μας δήλωνε με εμφανή τρόπο τα αποτυπώματα του εσωτερικού ρυθμού που ήθελε να έχει η γλώσσα που χρησιμοποιεί. Βιωματική και φυλετική, η ποίηση της Μαρίας Κυρτζάκη, εστιάζει το ενδιαφέρον της στην παραφορά του ερωτικού στοιχείου από την πλευρά της γυναίκας, ενώ από την άλλη, μας απεικονίζει τα πολλαπλά πρόσωπα της φθοράς στις προσωπικές ζωές των ανθρώπων ή στις μεταξύ των σχέσεις. Η γραφή της στην εξέλιξή της, έχει έναν διαστρωματικό χαρακτήρα, μια απροσχημάτιστη υφολογική πύκνωση, που ορισμένες φορές, θυμίζει λόγο περί ανθρωπίνων καταστάσεων αποφατικό. Έναν αποφατικό όμως λόγο που εκδηλώνεται περισσότερο με την ευκρίνειά του παρά με την σκοτεινότητά του. Όπως είναι ο καθαρά θεολογικός αποφατικός λόγος, ή ο ποιητικός λόγος των μυστικών ποιητών. Πάντα όμως η γλώσσα της ποιήτριας, ανεξαρτήτως του πως την χειρίζεται, είναι δραστική και κυριολεκτική. Σημαίνει την δική της μυθολογία είτε με τις φανερές συνδηλώσεις της είτε με τις υπεκφυγές της, είτε με τις αποσιωπήσεις της. Εικόνες της ποίησής της, αιφνίδιες, εικόνες αλληγορικές, εικόνες μεταφορικές, εικόνες που συμπληρώνουν τα συμφραζόμενα των λέξεων ολοκληρώνοντας το ποιητικό πρόσωπο του κειμένου, πριν προλάβουν οι λέξεις να φθαρούν και να διασπείρουν την φθορά τους μέσα στη δομή του ποιήματος. Χρήση λέξεων αρχετυπικές ή ξαναχρησιμοποιημένες, παγερές ή έχοντας μια κρούστα καλλωπισμού, επαμφοτερίζουσας σημασίας ορισμένες, επαναφέρουν στην επιφάνεια-παρά τον δυναστευτικό τους χαρακτήρα, ή μήπως εξαιτίας αυτού-τα έλκη της συνείδησής της. Σωματοποιούν την μνήμη της όχι από την πλευρά του άντρα, όπως βλέπουμε σε άντρες δημιουργούς βλέπε λχ. Το έργο του Πρόδρομου Μάρκογλου, «Ο χώρος της Ιωάννας και ο χρόνος του Ιωάννη», ή την κλασική περίπτωση της Καβαφικής ποίησης, αλλά από την πλευρά της γυναίκας, όπως και στην Κική Δημουλά. Η αντρική εικόνα στην ποίηση της Κυρτζάκη υπάρχει για να μας δηλώσει την φθορά της, την αλλοίωση του προσώπου της. Έμφυλη η ποίησή της, αλλά όχι μονοδιάστατη εννοιολογικά. Ένας ποιητικός λόγος χειραφετημένος που εκφράζει τις εμπειρίες μιας σύγχρονής μας θηλυκής συνείδησης, και που η χειραφέτησή του, μάλλον εξαρτάται, από τον βαθμό κυριαρχίας που δίνει στην γλώσσα, έναντι του ποιητικού σώματος,  και της παγερής των μαρτυρίας, έναντι της καθαρής ποιητικής αίσθησης Η γραφή της Κυρτζάκη, βουτά με συγκρατημένο λυγμό στα νερά της γυναικείας συνείδησης και χαρτογραφεί τα αισθήματά της, τα άλλοτε ελπιδοφόρα και άλλοτε διαψευσμένα που βρίσκονται μέσα στα στρείδια της γλώσσας. Τα αχαρτογράφητα νερά της συνείδησης της γλώσσας, είναι κοινά, με εκείνα της προσωπικής της συνείδησης. Δεν εξυφαίνεται διαμάχη μέσα στο έργο της, αλλά μια συνύπαρξη και αλληλοπεριχώρηση. Η γλώσσα σαν πυρήνας πολιτισμικών αναφορών και η γυναικεία συνείδηση σαν διαιώνιση της ζωής συμβαδίζουν αρμονικά. Αυτή είναι η ιδιαιτερότητα του ποιητικού λόγου της Μαρίας Κυρτζάκη, πάντα κατά την γνώμη μου μιλώντας, σε σχέση με άλλες σημαντικές γυναικείες ποιητικές φωνές της γενιάς της και όχι μόνο. Φανερός παραδείγματος χάρη είναι ο έμφυλος, γυναικείος λόγος της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ. Όμως η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, αποφεύγει τα σκληρά γρανάζια της γλώσσας, γνωρίζοντας ότι ο γυναικείος της ερωτισμός θα συνθλιβεί από αυτά, αναζητά άλλες διεξόδους. Προτιμά την αφήγηση του γυναικείου της ερωτισμού, να μας τον δώσει όχι στηριζόμενη τόσο στους δαιδάλους της γλώσσας, όσο στον απαστράπτοντα γυναικείο ερωτισμό. Τον τόσο αναγνωρίσιμο και αποδεκτό από την άλλη πλευρά. Έναν γυναικείο ερωτισμό, που δεν μπλέκεται στα δίχτυα των γλωσσικών προσδιοριστικών της περιπετειών, αλλά αυτόνομος και κυρίαρχος δηλώνει φιλάρεσκα την παρουσία του ως «Μαγδαληνή θηλαστικό» είτε την ανοδική εξέλιξη της διαδρομής του μέσα στον χρόνο της κατοπινής αφήγησης.
Επώδυνος ο λόγος της Μαρίας Κυρτζάκη, πληγώνει πρώτα την ίδια και μετά τον αναγνώστη. Κυοφορεί γυναικεία βιώματα ερώτων και ζωής, με ακριβοδίκαιο εκ των υστέρων τρόπο. Σκοπός της δεν είναι να μας κάνει μια εκ των υστέρων σαρκοβόρα αποτίμηση των σχέσεών της με το άλλο φύλο, να πάρει την εκδίκησή της μέσω της γλώσσας, αλλά να πληρώσει τα κενά που φέρει μέσα της η γυναικεία της συνείδηση, Κενά ερωτικά ή υπαρξιακά που άφησε στο πέρασμά της η αντρική παρουσία. «Σαν άνθρωπος το σώμα της το σώμα του ζητάει» σημειώνει. Μια αποκαλυπτική σε εμάς ερωτική αναζήτηση, μιας θηλυκής παρουσίας, που ψηλαφίζεται πάνω στο σώμα των λέξεων, ανιχνεύεται μέσα στα κανάλια ενός καθαρού λεκτικού κώδικα αλλά σε σημεία του αποδομητικού, της ποιητικής ατμόσφαιρας.  
     Τελικά, η κάθε μορφή στέρησης σε αυτή την πρόσκαιρη ζωή μας, είναι που δημιουργεί την Τέχνη. Μια Τέχνη που αποτελείται από «σύρματα θηλειές και αγάπες», όπως λέει η ίδια σε ποίημά της. Μια ανακούφιση μέσα στον χρόνο, που μπορεί να μην αναιρεί τα βάσανα του βίου, να αδυνατεί να εξαλείψει την καθημερινή απόγνωση σε ατομικό επίπεδο, να μην αποτρέπει την απέλπιδα διάθεση σε συλλογικό, καθώς η αμάχη κυβερνά τον κόσμο και ο κάθε μορφής πόλεμος πατήρ-αφέντης βασιλεύει, δύναται όμως να σταθεί με τα πολλά της πρόσωπα και τα ακόμα περισσότερα προσωπεία της, παρηγορητικός φανός στις ψυχές των ανθρώπων. Ή τουλάχιστον σε όσους ακόμα δεν έχουν απομαγευτεί, από τις σειρήνες των σύγχρονων καιρών.
Το πρόσωπο της νύχτας είναι το όνειρο. Το όνειρο συμπυκνώνει. Αυτό που υπήρξε κι αυτό που είναι: Ό,τι έρχεται. Το όνειρο είναι η Αληθινότητα. Το αγριεμένο και το αιφνίδιο. Πραγματικότητα ή του εξημερωμένου. Αλλά η αληθινότητα προηγείται πάντα της πραγματικότητας: Ο θρίαμβος της Νύχτας.
[Ό,τι μπορεί το φως] αλλά και το σκότος
Το ποιητικό σώμα της ποιήτριας Μαρίας Κυρτζάκη αποτελείται:
Α. Σιωπηλές Κραυγές-ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Καβάλα 1966, σ. 32
Β. Οι Λέξεις, Ίκαρος 1973, σ.64
Γ. Ο Κύκλος, Αθήνα 1976 (εκτός εμπορίου), σ. 12
Δ. Η γυναίκα με το κοπάδι, Ύψιλον 1982, σ.48
Ε. ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΓΙΑ ΤΗΝ νύχτα, Αθήνα 1986 (εκτός εμπορίου), σ. 32, με δύο σχέδια του Γιώργου Χειμωνά
ΣΤ. ημέρια νύχτα, Ύψιλον 1989, σ.62
Ζ. Σχιστή Οδός, Ύψιλον 1992, σ.56
Η. Μαύρη Θάλασσα, Καστανιώτη 2000, σ. 56
Θ. λιγοστό και να χάνεται, Καστανιώτη 2002, σ. 64
Ι. στη μέση της ασφάλτου. Ποιήματα 1973-2002, Καστανιώτη 2005 (συγκεντρωτική έκδοση), σ.360
Επίσης, μετέφρασε St. Berkoff. Και το κείμενό της Τυφώ παραστάθηκε το 1996 από το ΑΠΛΟ ΘΕΑΤΡΟ, σε σκηνοθεσία Αντώνη Αντύπα.
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ
Είναι εύκολο να σου δείξω
Το σώμα μου πώς διαθλάστηκε
Την όρασή μου πώς έμεινε κρυμμένη
Να σου απαριθμήσω τα γεγονότα
Μόνο τις λέξεις μου
Τι να σου πω για τις λέξεις
Αφού και γώ δεν ξέρω
Πώς βγαίνουν έτσι
Στραπατσαρισμένες κάθε φορά
Θαρρείς λεηλατημένες
Λειψές.
Για την ποιητική διαδρομή και εξέλιξη του έργου της ποιήτριας Μαρίας Κυρτζάκη, έχουν ασχοληθεί οι ερευνητές, οι ιστορικοί και οι μελετητές της ποιητικής γενιάς του 1970, σε βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά.
Ενδεικτικά αναφέρω:
-Δημήτρης Αλεξίου: επιμέλεια, Εισαγωγή: Αλέξης Ζήρας, Γενιά του 1970, εκδ. όμβρος 2001, σ.193-200
-Νόρα Αναγνωστάκη, Διαδρομή, Δοκίμια Κριτικής (1960-1995), εκδ. Νεφέλη 1995, σ. 209-210
-Ευριπίδης Γαραντούδης, περ. η λέξη τχ. 91/1,1990, (β/κη) «Ημέρια νύχτα», σ. 70-
-Μαίρη Γιόση, περ. Ποίηση τ. 5/Άνοιξη 1995, σ.170, το ποίημά της «ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ» είναι αφιερωμένο στην Μαρία Κυρτζάκη
-Κώστας Γουλιάμος, περ. Γράμματα και Τέχνες τχ. 12/12,1982, σ.24-25, (β/κη) «Η γυναίκα με…»
-Αλέξης Ζήρας, Γενεαλογικά. Για την ποίηση και τους ποιητές του 1970, εκδ. Ρόπτρον 1989, σ.97-100
-Αλέξης Ζήρας, Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Πατάκη 2007, σ. 1193
-Αλέξης Ζήρας, εφ. Η Κυριακάτικη Αυγή 31/1/2016, «Η Μ. Κ. και το πάθος της για το καίριο»
-Βασίλης Καλαμαράς, εφ. Ελευθεροτυπία 22/12/2005, (β/κη) «Στη μέση της ασφάλτου»
-Γιώργος Μαρκόπουλος, Εκδρομή στην άλλη γλώσσα, εκδ. Νεφέλη 1994, σ.124-129
-Γιώργος Μαρκόπουλος, περ. η λέξη τχ. 175/5,6,2003, σ.576 (Μ. Κυρτζάκη, «Οι συμπτώσεις…)
-Χριστίνα Οικονομίδου, περ. Ποίηση τ. 21/Άνοιξη-Καλοκαίρι 2003, σ.313-314, (β/κη) «Λιγοστό και να χάνεται»
-Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Η γενιά του ’70, εκδ. Κέδρος 1989, σ. 121-122, 24,95
-Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Τα Άδεια Γήπεδα. Ποιητικές κριτικές δοκιμές, εκδ. Σοκόλη 1994, σ.227-235
-Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Μονόλογοι και χειραψίες, εκδ. Αλεξάνδρεια 2003, σ.218-222
-Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, περ. Γράμματα και Τέχνες τχ. 47/9,10,1986, σ.23, (β/κη) «Περίληψη για…»
-Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, περ. Γράμματα και Τέχνες τχ. 60/1,5,1989, σ.22, (β/κη) «Η. Ν.»
-Δήμητρα Παυλάκου, εφ. Η Αυγή 24/9/2000, (β/κη) «Μαύρη Θάλασσα»
-Στέφανος Ροζάνης, περ. Ποίηση τ.16/ Φθιν. 2000, σ.276-278, (β/κη) «Μαύρη Θάλασσα»
-Γιώργος Π. Σαββίδης, Εφήμερον Σπέρμα (1973-1978), εκδ. Ερμής 1978, σ.149-153
-Έλενα Χουζούρη, περ. Γράμματα και Τέχνες τχ. 50/3,5,1987, σ.8 (β/κη) «Η. Ν»
-στα τεύχη του περιοδικού η λέξη, τα ποιήματα των καινούργιων συλλογών της
τχ, 117/9,10,1993, σ.614 «Ρυτίδα στο μέτωπο»
τχ, 156/3,4,2000, σ. 252, «ΚΥΚΛΟΣ»
τχ. 158/7,8,2000, σ. «ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ»
τχ. 172/11,12, 2000, σ. 1049, «ΕΝΔΥΜΙΩΝ»
ΔΙΚΑ ΤΗΣ
-περ. Ποίηση τ. 1/Άνοιξη 1993, σ.101-103, ποίηση, «ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ»
-περ, Ποίηση τ. 8/ Φθινόπωρο 1996, σ. 95-102, ποίηση, “No mans land” (στον Αιφνίδιο Λόγο). Η αφιέρωση είναι: «στον Αιφνίδιο λόγο στον τόπο της Διαφοράς» από την συλλογή της «λιγοστό και χάνεται»
-περ. Ποίηση τ. 10/Φθινόπωρο-Χειμώνας 1997, σ. 6-24, (ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ ΚΙΚΗΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ, ΜΕ ΤΗΝ ΜΑΡΙΑ ΚΥΡΤΖΑΚΗ)
-περ. Γράμματα και Τέχνες τχ. 51/6,8,1987, σ.25, ΕΠΙΣΤΟΛΗ της Κυρτζάκη στο περιοδικό
-περ. Γράμματα και Τέχνες τχ. 55/4,6,1988, σ.17, ποίηση «Ιχνομυθία»
Άχ νύχτα, νύχτα των ερώτων πού
κουβαλούν τα σώματα. Λυγίζουν
απ’ το βάρος του σκληρού φωτός
και σ’ απαρνούνται. Σε λησμονούν,
καλύτερα. Κι’ ύστερα στην εικόνα
σ’ ανιχνεύουν και στα σχήματα και
έξω απ’ τα σώματα πώς τάχα κα-
τοικεί ο έρωτας του κόσμου.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή, σήμερα 5/6/2017

Πειραιάς, 5 Ιουνίου 2017                      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου