ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ
ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
Με σχέδια Μίνου Αργυράκη,
Γιάννη Μόραλη,
Γιώργου Σταθόπουλου
Γεννήθηκα στην Ξάνθη μια Τρίτη 10 το βράδυ,
την 23η Οκτωβρίου του 1925, τότε που έγινε η ποτοαπαγόρευση και οι
γονείς μου σαν τρελοί χόρευαν τσάρλεστον στους δημόσιους χορούς και στις
πλατείες της πολιτείας. Σαν άνοιξα τά μάτια μου, είδα με απορία πολύ κόσμο να
περιμένει την εμφάνισή μου. Το ίδιο συνέχισα κι αργότερα ν’ απορώ, όταν με
περίμεναν κάπου να φανώ. Προσπάθησα όλον τον καιρό πού μέναμε στην Ξάνθη, να γνωρίσω
σε βάθος τους γονείς μου και να εξαφανίσω την αδερφή μου. Δεν τα κατάφερα και
τα δυό. Έτσι μετακομίσαμε στην Αθήνα το ’32 και δεν στάθηκε δυνατό να λησμονήσω
την αποτυχία μου. Άρχισα να ζω και να εκπαιδεύομαι στην πρωτεύουσα ενώ
παράλληλα σπούδαζα τον έρωτα και την ποιητική λειτουργία του καιρού μου. Μ’
επηρεάσανε βαθιά ο Ερωτόκριτος, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, το εργοστάσιο του
Φίξ, ο Χαράλαμπος του Βυζαντίου, το υγρό κλίμα της Θεσσαλονίκης, και τα άγνωστα
πρόσωπα που γνώριζα τυχαία και παρέμειναν άγνωστα σ’ όλα τα χρόνια τα κατοπινά.
Έγραψα ποιήματα και πολλά τραγούδια, και ασκήθηκα ιδιαίτερα στο να επιβάλλω τις
απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες-πράγμα που άλλωστε με ωφέλησε τα
μέγιστα σαν έγινα υπάλληλος τα τελευταία χρόνια. Απέφυγα μετά περίσσιας
βδελυγμίας ό,τι τραυμάτιζε το ερωτικό μου αίσθημα και την προσωπική μου
ευαισθησία. Γι’ αυτό κι από νωρίς, μετά τον πόλεμο ακριβώς, σταμάτησα όλα τα
μαθήματα της Μουσικής. Γύρισα τον κόσμο και ανακάλυψα ότι τα πρόσωπα που μ’
ενδιαφέρανε έπρεπε να μιλούν απαραιτήτως τα Ελληνικά-γιατί σε ξένη γλώσσα η
επικοινωνία γίνονταν οδυνηρή κι εξαφάνιζε το μισό μου πρόσωπο. Το 1972
επέστρεψα σχεδόν οριστικά στον τόπο και ίδρυσα καφενείο που το ονομάσαμε
«Πολύτροπο», ίσαμε τη μεταπολίτευση του ’74 όπου και το ‘κλεισα μια κι άρχιζε η
εποχή των γηπέδων και των μεγάλων λαϊκών εκτονώσεων. Κράτησα την ψυχραιμία μου
και δεν εχόρεψα εθνικούς και αντιστασιακούς χορούς στα γυμναστήρια και στα
γεμάτα από νέους γήπεδα. Έτσι κατάφερα να ολοκληρώσω την τραυματισμένη από την
παιδική μου ηλικία προσωπικότητα, καταλήγοντας να πουλώ «λαχεία στον ουρανό»
και προκαλώντας τον σεβασμό των νεοτέρων μου μια και παρέμεινα ένας γνήσιος
Έλληνας και Μεγάλος Ερωτικός. Μ.Χ.
Το ποιητικής υφής
αυτοβιογραφικό κείμενο του Μάνου Χατζιδάκι, που δημοσιεύεται στο οπισθόφυλλο
της ποιητικής του συλλογής, μας αποκαλύπτει με τον πλέον σαφή και
κατηγορηματικό τρόπο, το ήθος και το εύρος της καλλιέργειας της ελληνικής αυτής
προσωπικότητας του προηγούμενου αιώνα, που σημάδεψε σχεδόν όσο κανένας άλλος,
μουσικά, την χώρα. Μπορεί ο Μίκης Θεοδωράκης να γέμιζε επάξια τα στάδια και τα
γήπεδα με τις μεγαλειώδεις συναυλίες του, πολιτικά χρωματισμένες και μη, όμως,
όταν ο επαναστατικός αναβρασμός κόπαζε, και οι νέοι και οι νέες κουράζονταν από
τις πολιτικές αψιμαχίες, κομματικές διαμάχες και επαναστατικές γυμναστικές των
δρόμων και των πολυπληθών συγκεντρώσεων-τις τόσο απαραίτητες σε αυτήν την
ηλικία, και σε εκείνες τις ιστορικές περιόδους της μεταπολίτευσης, μια και
βγαίναμε από μια επτάχρονη στρατιωτική χούντα-αναζητούσαν ένα άλλο πιο θερμό
απάγκιο, λιγότερο απρόσωπο και κομματικά προσανατολισμένο, ήρεμο και γαλήνιο,
αλλά εξίσου επαναστατικό με έναν άλλο τρόπο, για να ξεδιπλώσουν τις πτυχές των
αισθημάτων τους, να εκφράσουν τα ερωτικά τους συναισθήματα, να αφεθούν στην
πολύχρωμη μαγεία των ονείρων, στα ανθισμένα λιβάδια των προσωπικών τους
ανεξερεύνητων ακόμα οραμάτων. Και ο μουσικός κόσμος που τους έδινε και μας
πρόσφερε τα εχέγγυα για την αλήθεια των αισθημάτων τους-μας, ήταν το μελωδικό
σύμπαν του Μάνου Χατζιδάκι. Αυτές οι ουράνιες μελωδίες του που σε ταξιδεύουν σ’
ένα μουσικό στερέωμα αχαρτογράφητο αλλά τόσο πραγματικό, που σε καταστούν
πολίτη ενός πλανήτη σαν και αυτόν του «Μικρού Πρίγκιπα», που σε οδηγούν να
ψηλαφίσεις τις ερωτικές σου αλήθειες
καθώς ήχοι και νότες, φωνές και μυρωδιές ανθισμένης γης σε προσκαλούν να
μετάσχεις στο πανηγύρι των εκπλήξεών τους. Σου ζητούν να ψαύσεις το κορμί του Άλλου
για να γνωρίσεις τα δικά σου χαρακτηριστικά. Θωπεύοντας το αντρικό πρόσωπο
ξεγυμνώνεσαι μπρος στα μάτια του κόσμου. Γράφει:
«Όταν
κοιτάς μια γυναίκα σ’ εξαφανίζει. Όταν κοιτάς έν’ αγόρι σ’ ανακαλύπτει».
Να ερωτευθείς πλέρια και ουσιαστικά όχι μόνο το
πρόσωπο που έχεις δίπλα σου, αλλά μέσω αυτού, την μυστική ομορφιά του κόσμου,
και του δικού σου κορμιού. Πάντοτε γυμνή και πεντάμορφη ήταν και είναι η
μουσική και ποιητική του αλήθεια, που εξακολουθεί να κυκλοφορεί ανάμεσά μας,
σαν τον Πλατωνικό Χαρμίδη, που ταξιδεύει μέσα στο διάβα των αιώνων με τα
εκατοντάδες παραλλαγμένα αινιγματικά του ονόματα, σαν την Ομορφάδα της πανούργας
Ελένης, πριν την μαραγκιάσει το λάγνο βλέμμα των αντρών. Μουσικές συνθέσεις που
ακροβατούν ανάμεσα σ’ έναν διονυσιακό εκστασιασμό και μια απολλώνια καθαρτήρια
ανάταση. Η Μουσική μετουσιώνεται σε ρυθμικό λόγο και οι λέξεις ενδύονται έναν
μουσικό ρυθμό, που συνενώνει την ανθρώπινη φωνή με τον λυρισμό της γραφής. Οι
στίχοι του Μάνου Χατζιδάκι είναι η έντυπη απεικόνιση των μουσικών του οραμάτων.
Οι λέξεις είναι νότες γραμμένες σε μια άλλη ποιητική φόρμα. Μια φόρμα που
κατόρθωσε να συμπλεύσει τους ήχους της μουσικής με εκείνες των λέξεων, και να
δημιουργήσει ένα ποιητικό σκηνικό που ενώ ανήκει στην γη, ξεδιπλώνεται προς τον
ουρανό. Κάτι, που μπορούμε να γράψουμε και για τους στίχους του ποιητή Νίκου
Γκάτσου, με άλλη φυσικά θεματική.
Η ποίηση
του Μάνου Χατζιδάκι, συγγενεύει με την ρεαλιστική εικονογραφία των Beat ποιητών, δηλαδή είναι έντονα
επίκαιρη, ανήκει στον παρόντα χρόνο, τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται, έχουν την
σκληράδα της εποχής τους, και κινούνται μέσα στο ίδιο πλαίσιο που κινείται και
ο συνθέτης ποιητής. Μόνο που ο Χατζιδάκις, ενδύει τα δικά του γυναικεία ή
αντρικά κυρίως πρόσωπα, με την μαγεία του ατομικού του ονείρου, τους εντάσσει
μέσα σε μία λυρική και ευαίσθητη ατμόσφαιρα, που τους μαλακώνει την ατομική
ρεαλιστική τους σκληράδα και παγερή ερωτική έκφραση. Όπως πράττει ο πειραιώτης
ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης, στα προσωπογραφικά πορτρέτα των «Τεσσάρων Εποχών
του». Τα αντρικά ερωτικά και ερωτεύσιμα πρόσωπα του Μάνου Χατζιδάκι, είναι οι
διάφοροι σταθμοί της ζωής του, που του πρόσφεραν τις ανάλογες θερμές εμπειρίες
για να ανακαλύψει ο ίδιος την ατομική του αυτογνωσία. Είναι πρόσωπα που
μεταφέρονται μέσα στο κάντρο της παράδοσης ενός ελληνικού περιβάλλοντος, μιας
ελληνικής αισθητικής ατμόσφαιρας, σαν ερμηνεία τρόπου ζωής, κάτι, που τα
καθιστά, απαραίτητα στοιχεία δημιουργικής αναφοράς, όπως και στον αλεξανδρινό
ποιητή Κωνσταντίνο Π. Καβάφη. Ο ποιητής και μελωδός Μάνος Χατζιδάκις, τα
εντάσσει λειτουργικά μέσα στο μουσικό του σύμπαν. Είναι η γέφυρα των ονειρικών
μουσικών φτερουγισμάτων του. Αντρικά νεανικά πρόσωπα που φέρουν το βάρος μιας
γήινης ρεαλιστικής ερωτικής παρουσίας, μιας ερωτικής ωμότητας των χρόνων τους,
ενώ ταυτόχρονα, είναι αερικά και ταξιδεύουν ανάμεσα σε μουσικές νότες και
μουσικές-ποιητικές συνθέσεις. Ο αντρικός έρωτας στον Μάνο Χατζιδάκι, δεν
υπάρχει αυτονομημένος σαν «αμαρτωλή» σκληρή επιλογή όπως στον ποιητή Ντίνο
Χριστιανόπουλο, με τις φετιχιστικές της αποχρώσεις, αλλά σαν μια ζωντανή και
ζέουσα ανάμνηση που εξαγνίζεται μέσα σε μουσικές νότες, ανθρώπινες φωνές,
ιδανικές στιγμές αισθήσεων, ονειρικά πεταρίσματα, που δεν έχουν τελειωμό. Οι
μουσικές του συνθέσεις, συνεχίζουν την ερωτική συνεύρεση μέσα στον χρόνο, είτε
το πρόσωπο αυτό είναι ο «χορευτής του Σαιντ Ιλαίρ», είτε είναι «ο Νέος από την
απέναντι μεριά», είτε είναι ο «νεαρός τραγουδοποιός Αλαίν», είτε είναι ο μικρός
«Χανς Γκρουντέριαν» που δεν καταλάβαινε την γλώσσα του,, είτε είναι η ζώσα
ανάμνηση του μεσόγειου «θερμού Αλγερινού», ή ο ήχος του «κιθαριστή των
ισπανικών φλαμέγκος» ή ο νυσταλέος «σπουδαστής της φιλοσοφίας» κλπ. Το νεαρό σώμα, γίνεται φωνή, ήχος
μουσικός, μελωδικός ρυθμός, αίνιγμα που σου ζητά να μετάσχεις όχι τόσο στην
λύση του, όσο στην φανερή μυστικότητά του.
(η
πρώτη συνάντηση)
Τον
είδα
Μου
μίλησε, του μίλησα
Και
είναι βέβαιον
Πώς
ό,τι συνέβη μεταξύ μας
Υπήρξεν
κέραιον, ακραίον
Και
ωραίον.
ΤΕΛΟΣ!
Η μουσική δημιουργία του Μάνου Χατζιδάκι, περιέχει
αυτήν την ερμηνεύσιμη ερωτική πανδαισία των πανάρχαιων ελληνικών στιγμών, την
τόσο ψηλαφιστή ανά τους αιώνες. Αυτή που διατήρησε αναγνωρίσιμη την ταυτότητα
του νεοέλληνα, τουλάχιστον μέχρι τα επίγεια χρόνια της ζωής του Χατζιδάκι. Ο
Μελωδός των Ονείρων μας, σαν Έλλην θαυματοποιός, σαν ελληνοσύριος αλχημιστής,
μας αποκαλύπτει αυτό που υπάρχουμε και πιστεύουμε ως Έλληνες. Ολόκληροι όχι
τεμαχισμένοι. Το ερωτικό Σώμα γίνεται Λόγος ύπαρξης της Τέχνης, και η Τέχνη
κρατά ζωντανό το παρόν της μνήμης. Διαρκής η ποιητική συνομιλία του Χατζιδάκι
με τον αλεξανδρινό ποιητή, όπως και με τους αρχαίους επιγραμματοποιούς. Αυτούς
τους Έλληνες εραστές του Ωραίου, που τόσο ύμνησαν είτε μέσα στα σπαράγματα των
επιγραμμάτων τους, είτε λάξευσαν πάνω στην λευκή και στιλπνή καθαρότητα των
ελληνικών μαρμάρων.
Μεταφέρω
παρακάτω, την κριτική που έγραψε για την δεύτερη έκδοση της «ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ» ο
Θάνος Σταθόπουλος και δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό «Τομές»
τχ.67/12,1980, του ποιητή και εκδότη Δημήτρη Δούκαρη. Ένα λογοτεχνικό
περιοδικό, που σημάδευσε την εποχή του, με τον πλούτο των περιεχομένων του, την
ποικιλία των συνεργατών του, τις θέσεις και τις κρίσεις του.
Ύστερα από δεκατέσσερα
χρόνια, τότε που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά η «Μυθολογία» του Μάνου Χατζιδάκι
(1966) έχουμε τη δεύτερη έκδοση της συλλογής αυτής , σ’ ένα μικρό καλαίσθητο
τόμο. Η «Μυθολογία» περιέχει ποιήματα γραμμένα από το 1946 ως και το 1965 όπου
και σταματά. Καλύπτει όλη την ποιητική παραγωγή-τουλάχιστον αυτή που θέλησε ο
ίδιος ο ποιητής να παρουσιάσει σαν αντιπροσωπευτικότερή του-δεκαεννιά χρόνων.
Αναλυτικότερα αποτελείται από τα εξής μέρη: «Υγρασία», “Ο κύκλος του CNS” “Monoprix”, «Τρείς
προσωπογραφίες», «Τρείς μπαλάντες», «Τρία ρυθμικά τραγούδια για το Ρόννυ»,
«Γυμνάσματα», «Μελισσάνθη».
Ο
Χατζιδάκις μας δίνει τη δυνατότητα να εξετάσουμε ακόμη μια πτυχή του
πολυσύνθετου ταλέντου του. Έχουμε να κάνουμε λοιπόν μ’ ένα Χατζιδάκι που
εκφράζεται μέσα από τις λέξεις και όχι από την ποίηση γιατί πιστεύω πως κι όταν
γράφει μουσική πάλι ποίηση κάνει. Κι αυτό γιατί έχω τη γνώμη πώς ο Χατζιδάκις
πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα είναι ποιητής. Τόσο ο ίδιος όσο και η μουσική
του διακατέχεται από μιάν έντονη και απροσδιόριστη ποίηση. Έτσι και με τη:
«Μυθολογία» του αποδεικνύεται περίτρανα πως η ποίηση γι αυτόν αποτελεί οργανική
υπόθεση, πηγή πολυδιάστατης έκφρασης. Με λίγα λόγια η αφετηρία είναι μία και
μέσα απ’ αυτήν ξεπηδούν πολυποίκιλες εκφράσεις. Τα ποιήματα της «Μυθολογίας»
αρχίζουν από μια νεανική ηλικία και καταλήγουν σε μία πολύ ώριμη. Μπορούμε
λοιπόν να παρατηρήσουμε την εξέλιξη του ποιητή, μέσα από τα χρόνια και τις πνευματικές
του διαδικασίες, μια και η σειρά των ποιημάτων που ακολουθείται στη συλλογή είναι
απόλυτα χρονολογική. Εκείνο που θα πρέπει να παρατηρήσουμε από την αρχή είναι
πως η «Μυθολογία» κινείται μέσα στα πλαίσια ενός μυστικού μύθου, μιάς μαγείας
και μιάς αδρής πραγματικότητας. Διαβάζοντας τα ποιήματα της συλλογής, από την
αρχή καταλαβαίνουμε πως έχουμε να κάνουμε μ’ έναν άνθρωπο μοναδικής ευαισθησίας
που ξέρει να κάνει ποίηση τα συγκεκριμένα βιώματά του και τις εμπειρίες
του-εμπειρίες καλά χαραγμένες-δίνοντας μια συγκίνηση, έναν τόνο προσωπικό, έναν
ερωτισμό, μιλώντας για πράγματα απλά, καθημερινά, για πρόσωπα και πράγματα που
βρίσκονται ανάμεσά μας και διατηρούν μια γοητεία αλλά παραμένουν άγνωστα και
ανεξερεύνητα. Δεν μένει στην επιφάνεια. Προχωρεί στο βάθος και στην ουσία των
πραγμάτων και ανακαλύπτει τις σχέσεις που διέπουν τον ανθρώπινο παράγοντα, τον
έρωτα που υπάρχει μέσα μας και καθορίζει την ανάλογη συμπεριφορά μας. Τα
πρόσωπα τίθενται παράλληλα με τα πράγματα, σε ανάλογες σχέσεις μεταξύ τους, με
τη διαφορά πώς στο τέλος εξαφανίζονται άλλες φορές φυσιολογικά κι άλλες φορές
μυστηριωδώς
Χάνς
Γκρουντέριαν
σου
είπα να ‘ρθεις μαζί μου
στην
πατρίδα μου
μα τούτη τη φορά στ’ αλήθεια δεν κατάλαβες
και
χάθηκες
(ΧΑΝΣ
ΓΚΡΟΥΝΤΕΡΙΑΝ)
Αντίθετα
τα πράγματα μένουν μέσα σε μια διάθεση αναμονής και ασκούν μια βασανιστική
ανάμνηση. Μά να, πληγώθηκε και απαιτεί
να
τον προσμένω πάντα να φανεί
να
΄ρθει ασφαλώς
σε
ώρα ισπανική
(Ο ΚΙΘΑΡΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΦΛΑΜΕΓΚΟΣ)
Υπάρχει ένας έντονος ρυθμός στη «Μυθολογία» μια
μουσικότητα, που πολλές φορές ξεπετιούνται με υπερβολή αλλά δικαιολογούνται
απόλυτα στην περίπτωση του Μάνου Χατζιδάκι. Παράδειγμα τα «τρία ρυθμικά
τραγούδια για το Ρόννυ». Έχω την εντύπωση πως στο μέρος αυτό μπαίνουν κανόνες
και τεχνική στίχου τραγουδιού, αφού άλλωστε πρόκειται και για τρία ρυθμικά
τραγούδια, διατηρούνται όμως όλα τα ποιητικά στοιχεία και δημιουργούν μια
μέθεξη , που έχοντας συνταιριαστεί κατάλληλα μεταξύ τους καταφέρνουν να δώσουν
μιάν απλότητα, έναν τρυφερό ερωτισμό και τελικά τη μυστηριώδη εξαφάνιση και τον
κίνδυνο.
Τα δύο
πρώτα μέρη της συλλογής, «Υγρασία» 1946 και «Κύκλος του C. N. S.» 1952, παρατηρεί κανείς πως
κινούνται σ’ ένα ενιαίο κλίμα. Πίκρα, βαθειά μελαγχολία, συγκίνηση μά και ένας
έντονος λυρισμός, μια συναισθηματική φόρτιση. Ο «κύκλος του CNS» βέβαια είναι ακόμη πιο σκληρός στην
πίκρα και στην μελαγχολία. Από πάνω του περιφέρεται διεσπαρμένος ο θάνατος. Και
φυσικά πρόκειται για τραγούδια. Γιατί όπως σημειώνει και ο ίδιος ο Χατζιδάκις:
«Οι στίχοι αυτοί γράφτηκαν με τη μουσική τους. Κλίμα τους είναι η υγρασία ενός
λιμανιού και θέμα ο χωρισμός. Είναι τραγούδια κι’ έτσι μονάχα ολοκληρώνουν αυτό
που θέλησαν να πουν». Τα σχέδια του Μίνου Αργυράκη στολίζουν τους περίφημους
στίχους του ποιητή και δημιουργούν εικόνες που συντελούν κατά πολύ στο τελικό
αποτέλεσμα.
Το “Monoprix” που αποτελεί το τρίτο
μέρος της «Μυθολογίας» πιστεύω πως είναι το καλύτερο και πιο δυνατό κομμάτι της
συλλογής. Παρατηρούμε μια πολύ μεγάλη εξέλιξη στη γραφή και στη φόρμα του
ποιήματος σε σχέση με την «Υγρασία» και το «Κύκλος του CNS”. Εδώ πιά η μαγεία και ο μύθος
φτάνουν στο ζενίθ. Υπάρχουν όλα τα στοιχεία εκείνα που μας μεταφέρουν σ’ ένα
διαφορετικό κλίμα όπου επικρατεί το ωραίο, ο ερωτισμός, η νεανικότητα, η
αίσθηση της τρυφερότητας, η ανάμνηση των προσώπων, ακόμη μια κοσμοπολίτικη
ατμόσφαιρα χωρίς όμως να λείπει και πάλι η βαθειά πίκρα, η συνειδητοποίηση της
απουσίας, η αφή. Όλα τα ποιήματα του “Monoprix” αναφέρονται σε πρόσωπα συγκεκριμένα.
Όπως είναι π.χ. ο «Σπουδαστής φιλόσοφος», ή «ο χορευτής του Σαίντ Ιλαίρ» και «ο
κιθαριστής των Φλαμέγκος» που παίζουν ένα ξεχωριστό ρόλο στην όλη δομή του “Monopeix”. Προωθούν την υπόθεση
του μύθου που συνταιριάζεται με τη γοητεία . Προσωπικά πιστεύω πως ποιήματα
όπως «Ο νέος από την απέναντι μεριά», “Moralite Zero”, «Ο Φίλος μου από το Δουβλίνο», «Η
Θερμότης ενός Αλγερινού», «Χανς Γκρουντέριαν» και «Μελαγχολία Ωδείου» είναι
ποιήματα που δεν γράφονται κάθε μέρα και αποτελούν επιτεύγματα. Σ’ αυτά τα
ποιήματα ο ποιητής Χατζιδάκις φανερώνει την ευαισθησία του και την τεχνική του
στο στίχο, ακόμη πώς ξέρει καλά να χειρίζεται τη γλώσσα, τις λέξεις-μέσα από
την αφαίρεση-και να κρατά μια θεματολογική σταθερότητα. Φυσικά μέσα από τα
ποιήματα του “Monoprix”
φανερώνει και το πόσο Μεγάλος Ερωτικός είναι. Ο ερωτισμός υπάρχει διάχυτος έτσι
όπως ξεπηδά μέσα από διάφορες στιγμές και καταστάσεις κι είναι αυτός πιστεύω
που δημιουργεί μια μέθη και μαγεία.
Με τις:
«τρείς προσωπογραφίες» που είναι ποιήματα άρτια κατορθώνει να δώσει την εικόνα των: Οδυσσέα Ελύτη,
Γιώργου Σεφέρη και Νίκου Γκάτσου.
Οι «τρείς
μπαλλάντες» ποιήματα λυρικά, διατηρούν μια φρεσκάδα και μιάν αγνότητα, μιλούν
απλά και περιέχουν μιάν αινιγματική διάθεση και μιάν έντονη πλοκή στο στίχο:
Εκεί
κάτω στο ποτάμι
ζεί
μια δύστυχη τρελλή
π’
αγαπούσε ένα πουλί
Το
παιδί πού δεν ακούει
της
σκοτώνει το πουλί
κι
από τότες δεν γνωρίζει
πώς
την βλέπει το ποτάμι
σαν
γυναίκα ή σαν πουλί.
(ΤΟ
ΠΟΤΑΜΙ)
Τα: «Γυμνάσματα» είναι αληθινά γυμνάσματα.
Ποιήματα-παιχνίδια του Χατζιδάκι. Παιχνίδια με τις λέξεις, με τη φόρμα, με το
περιεχόμενο ακόμα. Χαρακτηριστικό τους η ευφυϊα:
Πωλούνται
αστέρες λαμπεροί
διά
την στιγμήν γεννήσεως
θείου
βρέφους
(ΚΑΙ
ΜΙΑ ΔΙΑΦΗΜΗΣΗ).
Η
«Μυθολογία» κλείνει με το ποίημα: «Μελισσάνθη». Αρχίζει με το εισαγωγικό σχόλιο
του Μάνου Χατζιδάκι: «Μέσα στην αναρχία των πρώτων ημερών με την απελευθέρωση
του ’45 όλοι γυρέψαμε να βρούμε τη Μελισσάνθη». Με τον τρόπο αυτό μας τοποθετεί
αμέσως ιστορικά. Μας μεταφέρει τριάντα πέντε χρόνια πίσω και μ’ ένα ποίημα
ιδιαίτερων αξιώσεων προσπαθεί να μας δώσει την ατμόσφαιρα της εποχής έτσι όπως
την έζησε ο ίδιος. Λιτό ποίημα η Μελισσάνθη, αλλά πολυσύνθετο, μ΄ έναν
εσωτερικό ρυθμό και συγκινησιακά στοιχεία, καταφέρνει μέσα σε λίγους στίχους να
μιλήσει για τόσα πολλά πράγματα και να μας δώσει την εικόνα των πρώτων ημερών
της απελευθέρωσης, έτσι όπως δεν θα μπορούσαν να μας την παρουσιάσουν πολλές
σελίδες ιστορικής μελέτης. Δε λείπει φυσικά ο λυρισμός, που στην περίπτωση του
Χατζιδάκι είναι πολυδιάστατος. Στο τέλος του ποιήματος ένα δισέλιδο σχέδιο του
Μάνου Χατζιδάκι μας δίνει θεατρικά την ιδέα της «Μελισσάνθης» με την
πειραματικότητα ενός σχεδιάσματος.
Τα σχέδια
των: Μίνου Αργυράκη, Γιάννη Μόραλη και Γιώργου Σταθόπουλου που κοσμούν τη
«Μυθολογία» συμπληρώνουν την ποίηση. Όπως ακόμα και οι αυτόγραφες σημειώσεις
του Μάνου Χατζιδάκι σε ορισμένα ποιήματα.
Δεν
μπορεί φυσικά κανείς να μην αναφερθεί και στο περίφημο βιογραφικό σημείωμα του
ποιητή έτσι όπως δίνεται από τον ίδιο μια και περιέχει τόση ποίηση. Κι αυτό
μαζί, σημείωμα αποκαλυπτικό κι αληθινό, μαζί με τα ποιήματα της «Μυθολογίας»
συμπληρώνει την ευαισθησία του Δικού μας Μάνου Χατζιδάκι.
Θάνος Σταθόπουλος, περιοδικό Τομές τχ. 67/12, 1980,
Σημείωση:
η
κριτική του κυρίου Θάνου Σταθόπουλου, αφορά την δεύτερη έκδοση της «ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ»
που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Ύψιλον το 1980. Η πρώτη, δυσεύρετη πλέον έκδοση,
πραγματοποιήθηκε δεκατέσσερα χρόνια νωρίτερα, 1966, από τον εκδοτικό οίκο
Κεραμεικός, που ανήκε στις καταπληκτικές εκδόσεις Γαλαξίας, της εφημερίδας «Η
Καθημερινή» της δημοσιογράφου Ελένης Βλάχου. «Με δύο σχέδια του εικαστικού
Γιάννη Μόραλη, σελίδες 34 και 39 και αυτόγραφες σημειώσεις του Μ. Χ.» όπως
αναγράφεται στην φωτοτυπία του εξωφύλλου που βρίσκεται στην σελίδα 6 της
δεύτερης έκδοσης. Η Επιμέλεια της β΄ έκδοσης και η Μακέτα είναι του ποιητή και
εκδότη Δημήτρη Καλοκύρη. Η συλλογή έχει 96 σελίδες, διαστάσεις 11Χ18 και όταν εκδόθηκε
κόστιζε 100 δραχμές. Δύο χρόνια αργότερα, το 1982, εκδίδεται η ποιητική συλλογή
«ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ» (1968-1982) από τις εκδόσεις Άγρα του Σταύρου Πετσόπουλου,
με δύο σχέδια του Γιώργου Σταθόπουλου. Οι διαστάσεις είναι 11,5Χ17,5 έχει 88
σελίδες και κόστιζε 180 δραχμές. (οι τιμές που αναφέρω, είναι αυτές που εγώ
τότε, αγόρασα τις συλλογές από τα βιβλιοπωλεία) Έχουν ήδη εκδοθεί, το 1980 τα
περίφημα «ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ», του ποιητή και συνθέτη Μάνου Χατζιδάκι, από τις
εκδόσεις Εξάντας της Μάγδας Κοτζιά, το βιβλίο έχει 216 σελίδες, οι διαστάσεις
του είναι 14Χ 21 και κόστιζε 300 δραχμές. Ακολουθεί το βιβλίο «Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΚΑΙ
ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ» από τις καλαίσθητες εκδόσεις Ίκαρος, των αδερφών Καρύδη το 1988 που
περιέχει κείμενα του Μάνου Χατζιδάκι για πολιτικά και μη πρόσωπα, κρίσεις για
γεγονότα της εποχής του, καλλιτεχνικά συμβάντα και θέματα κοινωνικού και πνευματικού
προβληματισμού, απόψεις και θέσεις του, που μας εικονογραφούν το πολύχρωμο
πορτρέτο του. Το βιβλίο έχει 272 σελίδες, διαστάσεις 13,5Χ21, και κόστιζε 1800
παλαιές δραχμές. Τέλος, το 2007, δεκατρία χρόνια μετά το ουράνιο ταξίδι του
στον Σείριο, εκδίδονται σε έναν όμορφο τόμο, από τις εκδόσεις Άγρα,
συγκεντρωμένες και οι δύο ποιητικές του συλλογές «ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
ΔΕΥΤΕΡΗ» σελίδες 170, διαστάσεις 13Χ21. Με τον τόμο αυτόν, έχουμε θα μπορούσαμε
να γράφαμε, μια κάπως πλήρη εικόνα των γραπτών κείμενων και θέσεων του Μάνου
Χατζιδάκι που τυπώθηκαν και εκδόθηκαν αυτόνομα σε βιβλία. Γράφω μια κάπως πλήρη
εικόνα, γιατί, δεν έχουμε συγκεντρωμένες τις συνεντεύξεις που κατά την διάρκεια
της ζωής του έδωσε σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά. Δεν έχουμε-τυπωμένους
σε βιβλίο-τους εκατοντάδες σχολιασμούς του που βρίσκονται διάσπαρτοι σε
ημερήσια ή εβδομαδιαία έντυπα, τις θεωρητικές του απόψεις πάνω σε μουσικά θέματα,
κλπ. Ένας πολύπλευρος κόσμος σκέψεων, κρίσεων, ιδεών, οραμάτων, στοχασμών,
θέσεων, μουσικών ονείρων του Λαχειοπώλη του Ουράνιου Στερεώματος, που ακόμα,
δεν έχουν ταξινομηθεί και παραδοθεί στους έλληνες, και που σίγουρα, αποτελούν
μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς αυτής της χώρας.
Ο Μάνος
Χατζιδάκις είναι ο Έλληνας καλλιτέχνης, που δεν φοβήθηκε ποτέ να εκφράσει δημοσίως
την γνώμη του, δεν δίστασε να εκφέρει τις απόψεις και τις κρίσεις του, ακόμα
και σε θέματα που αφορούσαν τον «συγγενικό» πολιτικό του χώρο, που δήλωνε ο
ίδιος ότι ανήκε. Σε θέματα που αλλοίωναν την σύγχρονη ελληνική αισθητική. Την
μουσική και γλωσσική απαιδευσιά ημών των νεοελλήνων. Οι παρεμβάσεις του,
αφορούσαν κυρίως θέματα κοινωνικού και πολιτικού δημόσιου ενδιαφέροντος. Συμμετείχε
σε πορείες, αναφέρονταν σε θέματα ερωτικού προσανατολισμού των ανθρώπων,
υποστήριζε ανοιχτά την ερωτική αυτοδιάθεση των ανθρώπων, υπέγραφε διαμαρτυρίες
για την αποφυλάκιση νεαρών αναρχικών. Καυτηρίαζε με τον ευθύ του λόγο, πρόσωπα
και καταστάσεις, πρακτικές και παραλήψεις προσώπων, όσο υψηλά πολιτικά και
κοινωνικά και αν βρίσκονταν. Να θυμηθούμε την προσωνυμία «Δρακουμέλ» σε γνωστό
πολιτικό; Να θυμηθούμε ότι θεωρούσε τα «παιδιά της ΝΔ», ως παιδιά των
αναψυκτηρίων και δεν ήθελε να δώσει συναυλίες στον πολιτικό τους χώρο; Να
θυμηθούμε ότι εκπαραθυρώθηκε από το Τρίτο Πρόγραμμα που ο ίδιος δημιούργησε από
πολιτικά άτομα της γαλάζιας παράταξης; Να θυμηθούμε τον πόλεμο εναντίον του
«αυριανισμού»; Να θυμηθούμε την ησυχία που ζητούσε από τις συναυλίες του στην
Ρωμαϊκή Αγορά; Και τόσα άλλα. Ο Έλληνας Μάνος Χατζιδάκις, αυτός ο ενεργός και
δραστήριος πάντα πολίτης του κόσμου, είχε ορθό πολιτικό κριτήριο, σοφό
ένστικτο, ανοιχτό μυαλό, λαμπερή σκέψη, εκφραστική σαφήνεια, ακόμα και όταν με
το λεπτό του χιούμορ, σάρκαζε και ειρωνεύονταν, λοιδορούσε και σκιαγραφούσε με
σκοτεινά χρώματα πρόσωπα γνωστά και καταξιωμένα. Όμως, δίχως ποτέ να τα χτυπά
κάτω από τη μέση. Μάχονταν όρθιος, σαν ίσος προς ίσος, σαν ισότιμος προς ισότιμο,
και ήθελε και οι άλλοι, να πράττουν το ίδιο.
Διαβάζοντας τα δημοσιευμένα του κείμενα, τα σχόλια και
τις κρίσεις, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αναφορές του σε λογοτέχνες, ποιητές,
ζωγράφους, ανθρώπους του θεάτρου και του κινηματογράφου, του χορού, μουσικές
και καλλιτεχνικές προσωπικότητες, καθώς και σε έργα τους που είχε μελετήσει και
σταθεί με προσοχή και σεβασμό, και που μέσα στα βιβλία του, ή στα λεγόμενά του,
χρησιμοποιεί αποσπασματικά. Κάτι που μας δείχνει, την βαθειά και ουσιαστική παιδεία
που διέθεται, και την ευρύτητα γνώσεων που κατείχε, πέρα από αυτήν της
Μουσικής. Αξίζει μια ιδιαίτερη εργασία για όλα αυτά τα πρόσωπα, ελληνικά και
διεθνή, που κατά καιρούς μνημονεύει ο Μάνος Χατζιδάκις στον προφορικό του λόγο
και τα γραπτά του. Για τα έργα και τα ποιήματα των άλλων που δανείζεται και
αναδεικνύει.
Ο Μίκης Θεοδωράκης, μας σημειώνει στις αναμνήσεις του
για τον Μάνο, ότι στην εποχή του είχε την μεγαλύτερη μουσική δισκοθήκη, και γνώριζε
και άκουγε όλες τις μουσικές συνθέσεις. Την πληροφορία αυτή, μου την είχε επιβεβαιώσει
και ο Γιώργος Παπαστεφάνου, που και ο ίδιος διέθετε μια τεράστια μουσική βιβλιοθήκη
από δίσκους βινυλίου.
Αχαρτογράφητος ακόμα ο Μελωδός των Ονείρων μας. Μας σκέπει από ψηλά,
χαμογελώντας συγκαταβατικά με ένα τσιγάρο στο χέρι και με ένα μουσικό ειλητάριο
στο άλλο.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 17 Ιουνίου 2017
Συνέχεια των μικρών κειμένων και αναφορών, στον ταξιδιώτη
του ουρανού και των ευαισθησιών μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου