Κορφολογώντας τον Κήπο των
Αισθήσεων
«Ξενοσπαρμένα
ονείρατα μεσ’ στα όνειρά μου»
Κωστής Παλαμάς
Ο ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ
‘Ω αγόρι του ιλαρού σχολείου των εφτά χρόνων,
με το ψηλό κορμί σαν ίσκιος όλων είσουν,
με την πρωτάκουστη λαλιά, σαν κολυμπήθρα
νερού είσουν αγιασμένου, πού το παίρναμ’ όλοι
με φόβο και με πόθο΄ τα βιβλία με σένα
τα λησμονούσαμε, γελούσαμε μαζί σου
τ’ άψυχα τα διαβάσματα, και του δασκάλου
ξερρίζωνες το φλόμο μεσ’ από το νού μας,
κ’ έσπερνες μεσ’ στα σπλάχνα μας βαθιά το σπόρο
του χρυσού δέντρου που θαμπώνει και μαγεύει,
κ’ είναι το παραμύθι΄ κ’ οι βασιλοπούλες
πρωτόφεγγαν ταιράκια με τους αντρειωμένους
στο σπίτι τ’ ακατοίκητο του στοχασμού μας΄
και μας πρασίνιζε της φαντασίας τον κάμπο
άλλος Απρίλης, ο άϊ Γιώργης, καβαλλάρης,
του δράκοντα φονιάς, και λυτρωτής της κόρης΄
κ’ η λευκή γη στο χέρι σου, βούλλα σά να είταν
του Σολομώντα, δε σημείωνε ψηφία,
το μαγικό χάραζε κόμπο της πεντάλφας,
και στο χέρι σου μέσα σάλευε κι ο δείχτης
σαν ανθισμένος θύρσος του ξανθού Διονύσου,
και μεσ’ στο πολυσάλευτο παιδομελίσσι
είχαμ’ εμείς το βούϊσμα, κ’ εσύ το μέλι,
κ’ έκανες προσευχή την προσοχή! Ώ αγόρι,
σύντροφ’ εσύ των χρόνων των πρωτανθισμένων,
ξεχωριστέ κι αξέχαστε κι άξιε της μνήμης,
όπου ακόμα κι αν βρίσκεσαι, όπου παραδέρνεις,
το δρόμο σου κι αν έφραξαν οι δυό γυναίκες
που τάραξαν το νου του παιδιού της Αλκμήνης,
όποια κι από τις δυό κι αν πήρες το κατόπι,
σαν κρίνος κι αν ανθής, ή δείχνεσαι σαν πύργος,
σαν ψίχαλο κι αν είσαι παραπεταμένο
ή καμάρι της χώρας ή στα ξένα ξένος,
είτε στο γρίφο της ζωής είτε στου τάφου,
ό,τι κι όπου κι αν είσαι, δέξου το, αδερφέ μου,
το μακρινό μου το φιλί σα θεία χάρη!
Κωστής Παλαμάς
(ά)
Γυμνό παιδί πιτσιρικάς τους κάμπους
Δρασκελώντας, φαράγγια, λόφους, ροτσερές
ξιβούνια και καψότοπους. Στεγνά ποτάμια
έγκλειστα, «λαξίθκια μου σφαλιστικά»
με την ψυχή στις ξόβεργες.
--
Και ο παππούς μισόκατσε στην άκρη
στο ποτάμι, μισάνοιξε την πέτσινή του
βούρκα και σύρε, πρόσταξε, να δείς
τις βέργες, κίνησα κι όπως ξεμάκραινα
τον είδα πού μασούλαγε το λιγοστό
ψωμί και το σκληρό χαλλούμι.
--
Μικρό παιδί πιτσιρικάς μές στα περβόλια τ’ άνυδρα.
--
«Όρη, βουνά μοναξικά» και το σχολειό
μια κόλαση, πώς ζήσαμε, πώς μεγαλώσαμε
μές τόσο φόβο μ’ εκείνες τις χαραματιές
χαράς πρωί της Κύπρου κι έστεκες
χακί κοντοπαντέλονο και αλατζά
πουκάμισο κάτι στις τσέπες φούσκωνε.
Έχω πουλιά μου κάνεις, φύγαμε
σε μια πλαγιά καθήσαμε στο τρυφερό
χορτάρι. Δεν είχε πιο γλυκό φαϊ
στη μυρισμένη μέρα…
μά το φρικτόν
μυστήριον
οπού μας παραστέκει…
στη
ζώστρα του βουνού κατάκρυα βρύση
σκύβω
να πιώ κι είδα μορφή δεν είχα
καταλάβει
πώς μεγάλωσα, ομόρφηνα
τον
κτύπον ένιωσα βαθιά μές στην ψυχή μου.
Άνοιξε
πόρτα κι άκουσα δεντρά μεμυρισμένα
πανθαύμαστα,
πανέμνοστα, δενδρώνες
της
αγάπης. Και νόστιμοι κελαηδισμοί
ρυθμίζαν
τον αέρα…
--
….ακλούθησα την αυλακιά και φτάνοντας
ως τον στροφό σταμάτησα. Λαμψάνες, φύκοι
ξισταριές, ερίανθοι, παλλούρες, να βρέξει
Θέ μου ο Θεός να πλημμυρίσει πάλι
στην πλάση δάση μπορετά κανίσκια της ημέρας…
--
Μερσινερή, λαμψανερή, λοξή χαράδρα
Απότομη, κατεβασιά με καϋσιές, τρεχάλα
κατεβήκαμε. Σε μια ποταμοδιάβαση
τα ρούχα μας πετάξαμε, στο ρέμα πέσαμε
γυμνοί με χάδια πρωτογνώριστα
μές στα τρεχούμενα νερά θόλωνε
το μυαλό μας ώσπου ακούστηκε
η βραχνή σφυρίχτρα του τουρκόπουλου.
--
(Θωρώ
πουπάνω κι άκουσα μελίσσι
να
βουϊζει. Δικλώ πουκάτω, τι να δώ;
το
μάτι του κολύμπου).
--
Την άλλη μέρα κρύφτηκα και η ντροπή
με πέθαινε, αν είν’ αυτός να μας το πείς
έχεις τη νύχτα σύνορο, αλλιώς ταχιά πρωί
μέσα στο λάκκο θα βρεθείς με τα νερόφιδα
διάλεξε τι προτιμάς προτίμησα, αυτός είναι
τον έδειξα πού κοίταζε εκλιπαρώντας
λύτρωση τον πήρανε και φύγανε (τον πιο
καλό μου φίλο!) και ο λυγμός του
μ’ έπνιγε ως τα βαθιά χαράματα.
--
Πέρασε χρόνος δίσεχτος ως που σε βρήκα
μόνο. Στο δίστρατο σ’ αντίκρυσα χαμήλωναν
τα μάτια μ’ ενοχή και σιγανά ψιθύρισα
αν είμαι φταίχτης φτύσε με κι αν είμαι
ψεύτης σώσε με και γύρω οι βάτοι βούιζαν
η ζέστη κατακόρυφη κι εσύ δεν γύρισες
την πλάτη, έσκυψες, κι έλα μου είπες
ντροπαλά με το γνωστό σου ύφος
φίλα με. Ό,τι θα μείνει είναι η φλόγα
της ψυχής και των σωμάτων η έξαψη.
--
Σε φίλησα με φίλησες κι ο κάμπος γύρω
γύριζε και τα βουνά βουϊζαν.
--
Πρώτη πηγή τρεχούμενη αυτή η πρώτη μνήμη.
Μιχάλης Πιερής
ΕΝΑΣ ΔΟΚΙΜΟΣ ΣΤΗ ΓΕΦΥΡΑ
ΕΝ
ΩΡΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
Στο ημερολόγιο γράψαμε: «Κυκλών και καταιγίς»
Εστείλαμε το S.O.S. μακριά σε άλλα καράβια,
κι εγώ κοιτάζοντας χλωμός τον άγριον Ινδικό
πολύ αμφιβάλω αν φτάσουμε μια μέρα στη Μπατάβια.
--
Μά δε λυπάμαι μια σταλιάν-Εμείς οι ναυτικοί
έχουμε, λένε, την ψυχή στο διάολο πουλημένη.
Μια μάνα μόνο σκέφτομαι στυγνή και σκυθρωπή,
πού χρόνια τώρα και καιρούς το γιό της περιμένει.
--
Το ξέρω πώς η θέση μας είναι άσχημη πολύ.
Η θάλασσα τη γέφυρα με κύματα γεμίζει
κι εγώ λυπάμαι μοναχά πού δεν μπορώ να πώ
σε κάποιον, κάτι που πολύ φριχτά με βασανίζει.
--
Θεέ μου! Είμαι μοναχά δεκαεννιά χρονών,
κι έχω σε μέρη μακρινά πολλές φορές γυρίσει.
Θεέ μου! Έχω μια άκακη, μια παιδική καρδιά,
αλλά πολύ έχω πλανηθεί, κι έχω πολύ αμαρτήσει.
--
Συχώρεσέ με… Κάποτες οπού ‘χα πιεί πολύ
και δεν εκαταλάβαινα το τι έκανα, στο Αλγέρι,
για μιάν μικρήν Αράπισσα, που εχόρευε γυμνή,
επέταξα κατάστηθα σε κάποιον το μαχαίρι.
--
Συχώρεσέ με… Μια βραδιά θολή στο Σάντα Φέ,
καθώς κάποια με κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά της,
ετράβηξα απ’ την κάλτσα της μια δέσμη από λεφτά
πού όλη τη μέρα εμάζευεν απ’ την αισχρήν δουλειά
της.
--
Κι ακόμα, Κύριε…
ντρέπομαι να το συλλογιστώ,
(μά ήτανε τόσο κόκκινα κι υγρά τα ωραία του χείλια
και κάποια κάπου ολόλυζε κιθάρα ισπανική…)
κοιμήθηκα μ’ έναν μικρόν εβραίο στη Σεβίλλια.
--
Κύριε…. ετούτο το κορμί το τόσο αμαρτωλό
σε λίγο στις υδάτινες ειρκτές νεκρό θα πέσει…
Μά τέσσερα όμως σκέφτομαι γαλόνια εγώ χρυσά
κι ένα θλιμμένο δόκιμο, που δε θα τά φορέσει…
Νίκος Καββαδίας
ΣΑΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΓΑΝΥΜΗΔΗΣ
Περαστικός σε αρχοντικό περβόλι είδα πάνω σε μια βρύση αρχαιότροπο
ανάγλυφο νεώτερου καλλιτέχνη που έδειχνε το ερωτικό σύμπλεγμα Σάτυρου και
Γανυμήδη. Ήταν ηλιοβασίλεμα κ’ ένας φθινοπωρινός άνεμος εσώριαζε τριγύρω
μαδημένα των δέντρων τα χρυσοκίτρινα ξερόφυλλα. Η πλανερή ομορφιά της φύσης, η
μαγευτική ώρα και η μυθολογική παράσταση , βοηθούσαν τη στοχαστική μου διάθεση,
και, σαν να καταργούσαν τους αιώνες, έδιναν ζωή στα πλάσματα της φαντασίας, και
μ’ έκαμαν, λησμονώντας πως βρισκόμουν σε ξένο τόπο, να ονειρευτώ με ανοιχτά
μάτια την σκηνήν εκείνη, σαν να την αντίκρυζα σε κάποιο δάσος Αρκαδικό.
Στο έρημο περβόλι, μαγεμένο
κι’ αργότρεμο, το στερνό φως σταλάζει,
φυσάει το αγέρι μοσκοβολισμένο
και τα ξερά δεντρόφυλλα τινάζει…
--
Σε άψυχη πέτρα τεχνοσκαλισμένο
το ερωτόθυμο ταίρι αναγαλλιάζει…
Σάτυρος τραγοπόδης αγκαλιάζει
τον Γανυμήδη πλάγι του γυρμένο…
--
Διπλός πόθος τους έχει συνεπάρει
κ’ η Ασκήμια με κρυφή λαχτάρα σμίγει
την Ομορφιά που δεν είχε γνωρίσει.
--
Της ηδονής τον βόγγο σαν να πνίγει
και σαν να λέει του αρχαίου μύθου τη χάρη
κελαϊδεί με γλυκό σκοπό μια βρύση…
(Παρίσι 1925)
Μαρίνος Σιγούρος
ΠΡΩΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Ο Ρόννυ είναι ένα παιδί
Της πολιτείας τι κλειδί
Ο Ρόννυ ποτέ δεν πάει να κοιμηθεί
Εργάζεται απ’ το πρωί
Μεθάει τον κόσμο να κινά
Τον τρέφει και τον προσπερνά
Τον αγκαλιάζει, τον χτυπά
Τον χρωματίζει με μπογιά
Και τον πληγώνει με σουγιά
Ο Ρόννυ ποτέ του δε μιλά
Δεν έχει φίλους, ερωμένους ή εραστές
Ο Ρόννυ ακούει και σιωπά
Ίσως δεν ξέρει ν’ απαντά
Ο Ρόννυ κάποτε όταν χαθεί
Η Πόλη μας θα βυθιστεί
Τότες θα κλαίμε μα η βροχή
Θα ‘χει του Ρόννυ την ψυχή
Μάνος Χατζιδάκις
ΞΑΝΘΟΝ ΓΕΝΟΣ
Πεινάω την παρουσία σου,
τα στάχυα των μαλλιών σου
άρτος ερωτικός πάλι να γίνουν,
τρελός σαν τότες να φιλάω τις παλάμες σου
και τη γλυκειά μελένια πέτρα στο παράξενο
σου δαχτυλίδι του παράμεσου….
Αλέξανδρος
Μπάρας
Ο ΣΩΜΑΤΙΚΟΣ ΠΟΝΟΣ
Μια αληθινή ανθρώπινη σχέση
πάνω στην άγονη όχθη της ζωής
εκμεταλλεύεται πάντα
τον κρυμμένο φόβο
τον μεγάλο πόνο
την αναμονή του θανάτου.
Σε αγαπώ θα πεί
γίνομαι βαθύ νερό
ενεργώ πάνω σου
φυλακίζοντάς σε
μέσα στην ερειπωμένη αλήθεια μου.
Ο δισταγμός μου
σε διχάζει και σε διαπερνά
μ’ ένα ρεύμα αγνότητας
που δεν ξέρει την ενοχή και την τύψη.
Ματθαίος Μουντές
ΜΑΣΚΕΣ
Για να ‘μαι ευχάριστος σε όλους,
-κι ακόμα και στον εαυτό μου-
έκρυψα πάντοτες με μάσκες
που αρέσουνε το πρόσωπό μου.
--
κι άλλαξα τόσες στη ζωή μου,
που τώρα πιά να μην μπορώ
τ’ αληθινό το πρόσωπό μου
να πω ποιο είναι μήτ’ εγώ!
--
Έτσι, ο θάνατος σα θα ‘ρθει,
δε θα ‘ναι η στέρηση μεγάλη:
θ’ αφήσω μιάν ανυπαρξία
για να περάσω σε μιάν άλλη….
Κώστας Ουράνης
ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΙΑ
Ας είν’ καλά η απλοχωριά
των νέων
που αράζουνε τα κουρασμένα
αερόστατα των ονείρων μας
να ξεκουραστούμε
να απαλλαχθούμε το έρμα
ν’ αλλάξουμε τα τρύπια
αλεξιχάλαζα μας
Ας είν’ καλά η μακαρία
αιωνιότητα των νέων
που αποπληρώνουν τον ιδρώτα τους
από τη δρόσο τν βουνών
που συνάζονται στα πεδινά
και μπορείς να σκύψεις
να καθρεφτιστείς
να νίψεις τη θωριά σου
να την απαλλάξεις
από τα φτερουγίσματα
των φροντίδων
και των αγχών
το ξέφρενο ποδοβολητό
Ας είν’ καλά η ανέξοδη
γενναιόδωρη των νέων
που ξέρει να σπαταλά
όπως ο ουρανός θρέφει τα πουλιά του
χωρίς να γίνεται φτωχότερος ωστόσο
μήτε τα κελαηδίσματα τ’ αλεξήλια
καταιγιστικά.
Κωνσταντίνος
Μπούρας
Σημειώσεις:
α) Διατήρησα την ορθογραφία των κειμένων
β) Η ρήση του Κωστή Παλαμά, είναι από τον πρώτο
στίχο ποιήματός του, σελίδα 17, επίσης,
το ποίημά του «Ο ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ», σελίδα 62, είναι από την συλλογή του «Η ΑΣΑΛΕΥΤΗ
ΖΩΗ». Κωστής Παλαμάς, «ΆΠΑΝΤΑ», τόμος 3, εκδόσεις Μπίρης χ.χ.4η
έκδοση.
γ) Το ποίημα του Κύπριου ποιητή Μιχάλη Πιερή,
συμπεριλαμβάνεται στην ποιητική του συλλογή «ΑΦΗΓΗΣΗ», εκδόσεις Ιστός 2002,
σελίδα 43, και ανήκει στην δεύτερη ενότητά του «Παρελθόν μές στο παρόν» (α΄)
δ) Το ποίημα του πειραιώτη ποιητή Νίκου Καββαδία,
είναι από τη συλλογή του «ΜΑΡΑΜΠΟΥ», εκδόσεις Άγρα 1996, σελίδα 14.
ε) Το ποίημα του επτανήσιου ποιητή Μαρίνου Σιγούρου,
το ερανίστηκα από το βιβλίο Μαρίνου Σιγούρου, «ΕΚΛΕΚΤΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ
(1901-1952)»-Διηγήματα, Ποιήματα, Μεταφράσεις, Αθήνα 1952, σελίδα 189
στ) Το πρώτο τραγούδι για τον Ρόννυ, είναι από τον
Μελωδό τον Ονείρων μας, Μάνο Χατζιδάκι και τα «ΤΡΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΡΟΝΝΥ»,
σελίδα 69-, από το βιβλίο Μάνος Χατζιδάκις, «ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ»,
εκδόσεις Άγρα 2007
ζ) Το ποίημα του Αλέξανδρου Μπάρα, είναι από την
σελίδα 82 της ποιητικής του συλλογής «ΠΟΙΗΜΑΤΑ» 1933-1983, εκδόσεις Ίκαρος 1954
η) Το ποίημα «Ο ΣΩΜΑΤΙΚΟΣ ΠΟΝΟΣ», του Ματθαίου
Μοντέ, είναι από την ποιητική του συλλογή «ΤΑ ΑΝΤΙΠΟΙΝΑ», εκδόσεις Εστία 1982,
σελίδα 31.
θ) Το ποίημα «ΜΑΣΚΕΣ» του Κώστα Ουράνη, είναι από τα
«ΠΟΙΗΜΑΤΑ»-ΕΚΛΟΓΗ, σε επιμέλεια της ποιήτριας και μεταφράστριας Αλόη Σιδέρη, εκδόσεις
Εστία 1993, σελίδα 121
ι) Το ποίημα του ποιητή Κωνσταντίνου Μπούρα, «Γενναιοδωρία»,
είναι από την ποιητική του συλλογή «ΑΓΑΥΗΣ ΕΡΩΣ», εκδόσεις Οδυσσέας 1995, σελίδα
110.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 24/6/2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου