Τρίτη 30 Απριλίου 2019

Σπύρος Σ. Δενδρινός, Η ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ. Το τρυφερό ρομάντζο της Σοφίας Αφεντάκη


Σπύρος Σ. Δενδρινός,
Η ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ
Το τρυφερό ρομάντζο της Σοφίας Αφεντάκη, Αθήνα 1953  

     Πάνε χρόνια τώρα, που σε δρόμο στο Μοναστηράκι, χαμέ (όπως θάλεγαν οι παλαιοί) πάνω σε ένα σεντόνι ένας μικροπωλητής είχε χύμα διάφορα βιβλία και τα πωλούσε. Διάφοροι τίτλοι ξένων και ελλήνων συγγραφέων ήσαν αραδιασμένοι περιμένοντας τον αγοραστή τους. Βιβλία δεμένα, βιβλία με άκοπες ακόμα τις σελίδες τους, βιβλία χωρίς εξώφυλλα ή οπισθόφυλλα, κακομεταχειρισμένα ή διαβασμένα. Βρίσκονταν ατάκτως στοιβαγμένα πάνω στο σεντόνι και περίμεναν. Η ζεστασιά της ασφάλτου του δρόμου θέρμαινε τις σελίδες τους ενώ η σκόνη των παπουτσιών από το σουλατσάρισμα των χαρούμενων και αδιάφορων  ανθρώπων σκέπαζε τα εξώφυλλά τους. Σκόρπιοι τόμοι παλαιών εγκυκλοπαιδειών περίμεναν το  ξεφύλλισμά τους. Οι παλαιοί, αριστερού περιεχομένου πολιτικοί τίτλοι βιβλίων είχαν ξεχαστεί σε μία γωνιά έχοντας αποδεκτεί την μη αγοραστική τους μοίρα από τους αναγνώστες. Την ίδια μοίρα είχαν και οι σκόρπιες ποιητικές συλλογές. Αν κατά τύχη και από απλή περιέργεια κάποιος πελάτης έπαιρνε στα χέρια του ένα πολιτικό βιβλίο (κάτι του θύμισε η φωτογραφία ή το όνομα του συγγραφέα), και σε ελάχιστα λεπτά σχεδόν το ακουμπούσε πάλι στην θέση του, τα ποιητικά βιβλία ακόμα και γνωστών των ημερών μας ποιητών και ποιητριών είχαν αφεθεί στην λησμοσύνη του χρόνου και των αναγνωστών. Περισσότερο τυχερά, ήσαν τα μυθιστορήματα. Οι συγγραφείς τους και οι τίτλοι τους έλκυαν το περαστικό κοινό. 
Στάθηκα κοντά στον υπαίθριο μικροπωλητή και άνοιξα συζήτηση μαζί του. Ένας υπερήλικας αρειμάνιος καπνιστής, με κιτρινισμένα τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού ανέμενε αγοραστή της σκόρπιας πραμάτειας του. Έμεινα, περίπου, μισή ώρα δίπλα του και τον ρωτούσα διάφορα για τα βιβλία και την σχέση του μαζί τους. Όσο στεκόμουν και περιεργαζόμουν τους τίτλους, ένας μόνο πελάτης σταμάτησε και αγόρασε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα αμερικανού συγγραφέα. Το δικό μου βλέμμα εστιάστηκε σ' ένα παλαιό, φθαρμένο, χωρίς οπισθόφυλλο, με σκισμένες ορισμένες του σελίδες, που στην δεύτερη μέσα κιτρινισμένη σελίδα με μολύβι αναγράφονταν τα αποτελέσματα ξένων ποδοσφαιρικών ομάδων (Τορίνο, Μίλαν, Ρόμα… Ο-1, 2-2-Χ….) και μια σφραγίδα που έγραφε τα εξής: "ΥΔΡΑΥΛΙΚΑ-ΚΑΛΟΡΙΦΕΡ-ΑΕΡΙΣΜΟΙ. Παναγιώτης Μπαρμπέρης Αδμητού… Αθήνα". Το φθαρμένο και κιτρινισμένο αυτό βιβλίο, που μου κόστισε 150 δραχμές, ήταν το τρυφερό ρομάντζο μιας άλλης αθηναϊκής εποχής του 19ου αιώνα και μιας δοξασμένης και ξακουστής Κόρης των Αθηνών. Μιάς πεντάμορφης αθηναίας παιδούλας, πολύφερνης νύφης άλλα άτυχης παρθένου. Ο τίτλος του ήταν «Η ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ» ΤΟ ΤΡΥΦΕΡΟ ΡΟΜΑΝΤΖΟ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΑΦΕΝΤΑΚΗ. Αθήναι 1953, σελίδες 126. Συγγραφέας του ο Σπύρος Σ. Δενδρινός. Λείποντας το οπισθόφυλλο και οι λευκές τελευταίες σελίδες του κολοφώνα δεν υπήρχαν πληροφοριακά στοιχεία για τον εκδότη ή τον τυπογράφο. Το φθαρμένο εξώφυλλο κοσμούσε το πασίγνωστο γλυπτό του Γιαννούλη Χαλεπά στο Α΄ Νεκροταφείο. 
Αντικρίζαμε την αιθέρια ύπαρξη, την νεραϊδοκόρη Σοφία Αφεντάκη, την πανωραία Αθηναία Κόρη, να αναπαύεται γαλήνια και ειρηνικά μέσα στην τραγικότητα της ζωής της και της λαλίστατης σιωπής του χρόνου. Όπως γνωρίζουμε, το μνημείο φιλοτεχνήθηκε από τον Τηνιακό καλλιτέχνη το 1878. Η ερωτευμένη Κόρη έφυγε στις 27 προς 28 ξημερώματα Νοεμβρίου του 1878, ήταν μόλις δεκαεννιά χρονών. Γεννήθηκε το 1859. 
Η ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ, είναι η γλυπτική σύνθεση που σφράγισε περισσότερο από τ' άλλα του έργα την διαδρομή του βασανισμένου αυτού μαρμαρογλύπτη. Ο νεοκλασικισμός του ύφους του, η συμπύκνωση των γλυπτικών αρχών και διδαχών που διδάχθηκε κατά την διάρκεια των σπουδών του στο εξωτερικό, η τελειότητα της συνόλου φόρμας του έργου, δηλαδή, το λαξευμένο πάνω στην λευκότητα του μαρμάρου σώμα της Σοφίας Αφεντάκη, είναι η αρτιότερη εκδοχή που θα μπορούσε να πάρει αυτό το έργο. Η εξιδανικευμένη σύνθεσή του η Κοιμωμένη, βρίσκεται σε μια αγγελική κατάσταση αναμονής (σαν την παλαιά νεαρή βασιλοπούλα του παραμυθιού που περιμένει να την ξυπνήσει με ένα του φιλί το πριγκιπόπουλο), μιας γαλήνιας τραγικότητας και αισθαντικότητας. Το έργο αποπνέει μια συναισθηματική πλήρωση για το μετά της ζωής. Μιας ολοκλήρωσης των σμιλευμένων ιδανικών στιγμών του έρωτα, που ελάχιστα πρόλαβε να γευτεί η ποιο ωραία Κόρη της εποχής της. Τραγικό το πεπρωμένο ζωής του ευφυούς Τηνιακού καλλιτέχνη, συμπορεύεται με την τραγικότητά που εκφράζουν τα γλυπτά του. 
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς, δεν αποτυπώνει μόνο τέλεια την τραγικότητα της ζωής του ανθρώπου στις γλυπτικές του συνθέσεις αλλά, ολοκληρώνει την τραγικότητα των στιγμών και του κύκλου των εμπειριών και βιωμάτων της ζωής πάνω στο λευκό μάρμαρο. Μόνο στην πτυχολογία της γλυπτικής αυτής σύνθεσης να σταθούμε,-θυμίζει επιτύμβια έργα της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής αλλά και καλλιτεχνών της αναγέννησης-στον έντονο ρυθμό που αποπνέει η ρέουσα σάρκα της Κοιμώμενης Κόρης, στην διάταξη των χεριών αλλά και στις αβρές κλίσεις των ποδιών, που διαφέρουν το ένα από το άλλο, στο άφεμα του κεφαλιού της πάνω στο μαξιλάρι, στα ξανθά μαλλιά της, στο διακριτικό άνοιγμα των δαχτύλων του αριστερού χεριού, που κρατούν τον σταυρό πάνω στο αναπνέον ακόμα στήθος, στην εκστατικότητα του βλέμματος, παρά τα κλειστά της μάτια, στην θερμοκρασία και στην αγγελική ζεστασιά που αναβρύζει από όλη την σύνθεση, θα τολμούσαμε να γράφαμε, ότι η σκληρότητα της δομής του μαρμάρου μετατρέπεται στα μαγικά χέρια του Γιαννούλη Χαλεπά σε μαλακό κερί, εύπλαστη ζύμη πηλού, που αναδεικνύει τα διάφορα είδη της ματιέρας της ευδαιμονικής αυτής γλυπτικής σύνθεσης. 
Πάλλουσα σάρκα, πτυχώσεις και τσακίσεις των λεπτών ρούχων, το ανάκλιντρο, (που δεν χωρά όλο το παλώμενο σώμα της κοπέλας), η συμπαγής μάζα του σταυρού που κρατά στο αριστερό χέρι, το στρώμα που αναπαύεται, το δεξί χέρι που κρατά το φυαλίδιο, το σεντόνι που είναι σαν να συνομιλεί με το βάρος του σώματός της. Όλα όσα αποτελούν το ζωντανό ακόμα και αναπνέον κρουστό σώμα της Κοιμωμένης. Μια αδρή διάταξη των επιμέρους γλυπτικών εκφάνσεων της σύνθεσης, που ολοκληρώνουν με μεγάλη μαεστρία αυτό το αριστούργημα της ελληνικής γλυπτικής. Μια νατουραλιστική αφηγηματικότητα συγκεφαλαιωτική του πρόσκαιρου βίου της παρθένου ερωτοχτυπημένης Κόρης. Ένας πρίμιτιφ ενθουσιασμός ζωής, για το πέρασμα στην αιωνιότητα του επέκεινα. Ένα καλλιτέχνημα μοιραίων στιγμών και οραμάτων ζωής της φημισμένης Κόρης των Αθηνών, που τις τραγικές συνέπειές του φιλοτέχνησε ο μεγαλοφυής αυτός μαϊστορας γλύπτης. Η ειλικρίνεια των αγνών συναισθημάτων της μοναχικής και πεντάμορφης Κόρης προς τον νεαρό ιταλό τενόρο, που αυτοκτόνησε και εκείνος μετά την δική της εκούσια δηλητηρίαση, μαθαίνοντάς την, ευτύχησαν να αποδοθούν από έναν «μεταλογικό» Χαλεπά στην αυθεντικότερη εκδοχή τους. Μια πλαστική ομορφιά που ταξιδεύει υπερήφανη και καλλιτεχνικά τροπαιοφόρα προς το μέλλον. Αν ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, ο ελισαβετιανός δραματουργός σχεδίασε και έγραψε το φημισμένο ανά τους αιώνες έργο του «Ρωμαίος και Ιουλιέττα», ο θάνατος της Σοφίας Αφεντάκη στάθηκε η αφορμή η ελληνική καλλιτεχνία να δώσει στην παγκόσμια σκηνή ανά τους αιώνες το δικό της ανάλογο παράδειγμα ενός ανεκπλήρωτου έρωτα και αγάπης ιδανικών. 
Η Τέχνη, στις διάφορες εκδοχές της παγκοσμίως, είναι ίσως η μόνη που μπορεί να εκφράσει και να αποδώσει αυτήν την οργανωμένη αίσθηση της τραγικότητας της ζωής των όντων. Είτε με την γραφίδα, είτε με την σμίλη, είτε με το καλέμι, είτε με το πινέλο. Ό,τι συντελέσθηκε στις ζωές των ανθρώπων ολοκληρώνεται μέσω της Τέχνης και παραδείδεται στην αιωνιότητα της εκκωφαντικής σιωπής του μέλλοντος θανάτου. Τα γαλήνια όνειρα της πίστης της εκστατικής αγίας Τερέζας της Άβιλα έρχονται να ενωθούν με την θέρμη του πρώτου νεανικού ερωτικού πάθους της Σοφίας Αφεντάκη. Οι πληγές των στιγμών της ζωής ενώνονται με τις μαρτυρικές στιγμές των γλυπτικών οραμάτων του καλλιτέχνη Γιαννούλη Χαλεπά. Αυτού του νέου Οιδίποδα με τα φωτεινά δημιουργικά διαλείμματα καλλιτεχνικής αθανασίας.
     Το ρομάντζο αυτό της ζωής της Σοφίας Αφεντάκη όπως λέει και ο τίτλος του, ξαναδιάβασα αυτές τις ημέρες του Πάσχα, μαζί με ένα άρθρο της καθηγήτριας κυρίας Ματούλας Σκαλτσά που το μεταφέρω στην ιστοσελίδα. Συνήθιζα παλαιότερα, τις ημέρες του Πάσχα, να επισκέπτομαι το Α΄ Νεκροταφείο την Μεγάλη Παρασκευή, και να συντροφεύω τους προαπελθόντας στην υμνολογία της ημέρας. «Η ζωή εν τάφω…» Και να ψέλνω μαζί τους το «Ω γλυκύ μου Έαρ». Φέτος, εδώ και δύο εβδομάδες, η μικρή 14χρονη σκυλίτσα που μου κάνει υπομονετικά συντροφιά αρρώστησε, η Ρεξούλα. Ήρθε η στιγμή να της ανταποδώσω τις χαρές που μου πρόσφερε, στεκόμενος δίπλας της και φροντίζοντάς την μέχρι το μοιραίο εκβάν. Η Ζωή, είναι ενιαία μέσα στην Φύση. Εξίσου σημαντική προσευχή, είναι η περιποίηση και η φροντίδα των ζωντανών πλασμάτων που έχουμε δίπλα μας. Η Τέχνη μας αυξάνει τους βαθμούς φιλανθρωπίας. Η άδολη αγάπη των ζωντανών τετράποδων είναι εξίσου απαραίτητη με αυτή των δίποδων.
Επανερχόμενος στο ρομάντζο του Σπύρου Σ. Δενδρινού, το βιβλίο χωρίζεται σε δύο κύρια μέρη. 
Στην δεύτερη σελίδα του δημοσιεύεται «ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ κ. ΧΡ. ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗ» προς τον συγγραφέα, Ιούνιος 1950, που αναφέρει ότι συνάντησε μεγάλη αδιαφορία από την επίσημη ελληνική πολιτεία όταν αποφάσισε να δωρίσει το γλυπτικό αυτό αριστούργημα στο κράτος. Καθότι είχαν ενδιαφερθεί αμερικανοί φιλότεχνοι να το αγοράσουν και να το μεταφέρουν στην μεγάλη ήπειρο. Η προσπάθεια και το ενδιαφέρον του συγγραφέα,-και ελάχιστον άλλων- «μαλάκωσε» την θλίψη του συγγενή της Σοφίας Αφεντάκη-από την επίσημη αδιαφορία της πολιτείας-και το μνημείο παρέμεινε, ευτυχώς, στην Ελλάδα. 
Στην επομένη σελίδα δημοσιεύεται φωτογραφία του αντιστράτηγου εν αποστρατεία ανιψιού της Σοφίας Αφεντάκη. 
Ακολουθεί μία επιστολή από έναν απλοϊκό άνθρωπο τον Α. Σκαραμαγκά 1/7/1950 προς την εφημερίδα «Προοδευτικός Φιλελεύθερος» που εργάζεται ο συγγραφέας. 
Κατόπιν διαβάζουμε ένα μονοσέλιδο σύντομο βιογραφικό του Γιαννούλη Χαλεπά και βλέπουμε ένα σκίτσο του φιλοτεχνημένο από τον Βέλμο. 
Στις σελίδες 19-21 δημοσιεύεται το κείμενο «Για την καλύτερη κατανόηση της εποχής που έζησε η ηρωϊδα μας» 1876…  Κείμενο που αναπλάθει την ατμόσφαιρα ζωής και το κλίμα συνθηκών της εποχής της Σοφίας Αφεντάκη.  Γράφει ο συγγραφέας: 
«Τα όρια της πολιτείας έφταναν τότε στην αρχή της οδού Πατησίων έως το Πολυτεχνείο, προς τα βορεινά και στην αρχή της λεωφόρου Συγγρού, προς νότον. Έφτανε η Αθήνα μας τότε, έως το Νοσοκομείο του «Ευαγγελισμού» και από την αντίθετη πλευρά έως το Γκάζι….». 
Ακολουθεί ο Πρόλογος του συγγραφέα και, μία ασπρόμαυρη φωτογραφία που τράβηξε ο ίδιος του μνημείου το καλοκαίρι του 1950. 
Το πολυσέλιδο πρώτο μέρος χωρίζεται σε μικρότερα κεφάλαια εξιστόρησης στιγμών της οικογένειας Αφεντάκη, και των δύο παιδιών που απέκτησαν. Της μεγάλης κόρης τους Μαρία και της μικρότερης Σοφίας. Οι σελίδες αφηγούνται περιπέτειες ζωής της οικογένειας και των κοινωνικών τους συναναστροφών, ζώντας και δραστηριοποιούμενη μέσα σε ένα Αθηναϊκό περιβάλλον μεγαοαστικών ανατροφών, και την περιπέτεια της Αθηναϊκής Κοινωνίας και της ανερχόμενης αριστοκρατίας της στην εποχή του ρομαντισμού. Τις διασκεδάσεις της, τα συνοικέσιά της, τις βεγγέρες της, τα μικρά αλλά όχι ανόδυνα σκάνδαλά της. 
Στο 1ο μέρος με τον τίτλο  «Μια Θεά» ο συγγραφέας βάζει τον γνωστό ζωγράφο Νικόλαο Γύζη να συγκεντρώνει στο σπίτι του τους φίλους του ρωτώντας τους, ή με έμμεσο τρόπο προκαλώντας τους, να τον βοηθήσουν στο να δεχτεί αυτό το αιθέριο πλάσμα η Σοφία να γίνει μοντέλο του και να το ζωγραφίσει εκ του σύνεγγυς. Στον κύκλο του ζωγράφου Νικολαου Γύζη ανήκουν ο συγγραφέας Εμμανουήλ Ροϊδης, ο Αργύρης Εφταλιώτης, ο Αριστομένης Προβελέγγιος ο Ανδρέας Καρκαβίτσας και άλλοι. 
Στο 2ο  μέρος ,με τίτλο «όπως στα παραμύθια και τα μυθιστορήματα…», μας μιλά για την γοητεία που ασκούσε στους νέους και γενικά τους άντρες της εποχής (1876) «Η ωραιότερη κοπέλα  της Αθήνας, της εποχής του 1876», πού «η ομορφιά της είτανε ξακουστή και η γοητεία της κάτι το απίστευτο". Ο Δενδρινός χρησιμοποιεί ως πηγές του το Ημερολόγιο που κρατούσε η « ωραία παιδίσκη» που θα έλεγε και ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος, που του το πρόσφερε ο κληρονόμος στρατιωτικός ανιψιός της, καθώς και την ειδησιογραφία του τύπου της εποχής. Αναπλάθει με γλαφυρό τρόπο και ρομαντικό ύφος τις προσωπικές στιγμές αυτής της επίγειας γυναικείας οπτασίας και την ταραχή και ζήλεια που προκαλούσε η δημόσια παρουσία της. Ταραχή στους άνδρες ζήλεια και μοχθηρία στις γυναίκες. Όλοι οι Αθηναίοι νέοι της εποχής της, αλλά και, ο αμερικανός πρέσβης, ο γάλλος πλωτάρχης, γόνοι μεγαλεμπόρων, νεαροί δανδήδες, ήσαν ερωτευμένοι μαζί της. Αποζητούν την συντροφιά της, τις στέλνουν ερωτικές επιστολές, την φλερτάρουν. Όμως η μικρή 16ετής κοπέλα, η ονειορπαρμένη Σοφία, ζούσε σ' έναν φανταστικό και ονειρώδη κόσμο,-μέσα στην οικία της και στον περιβάλλοντα κήπο τους, αρνούμενη το φλέρτ και τις κολακείες, τον θαυμασμό των νέων και μεγαλύτερων ανδρών. Μάλιστα, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, την ενοχλούσε αυτή η καθημερινή ενασχόληση των νέων μαζί της. Ο Σπύρος Σ. Δενδρινός, κάνει ορισμένες λεπτές αλλά νομίζω καίριες επισημάνσεις όσον αφορά την συμπεριφορά της αθώας και πεντάμορφης κοπέλας έναντι των νέων που συνεχώς την φλέρταραν και αποζητούσαν την δημόσια παρουσία της για να θαυμάσουν την ομορφιά της. Γράφει σε ορισμένα σημεία της εξέλιξης της ιστορίας, ότι η Σοφία, κάπου μέσα στην παιδική και εφηβική της αθωότητα, ευχαριστιόταν να αρνείται τις προτάσεις των νεαρών, παρά του ότι την κολάκευαν τα συνεχή επαινετικά σχόλιά για την ομορφιά και την αιθέρια παρουσία της. Ήταν διαρκώς το κέντρο των ενδιαφερόντων τους μέσα στα πλαίσια του ρομαντισμού της εποχής. Αφήνει να εννοηθεί ότι κάπου, έπαιζε και λίγο μαζί τους, αρνούμενη τα κόρτε των νεαρών αθηναίων. Το σημειώνω αυτό για να διαπιστώσουμε για άλλη μία φορά τι τραγικά και παράξενα παιχνίδια παίζει η μοίρα του κάθε ανθρώπου. Η πανέμορφη αυτή θηλυκή ύπαρξη που μπορούσε να έχει όποιον ήθελε δίπλα της και να χαρεί την ζωή της, ερωτεύθηκε έναν ιταλό νεαρό λυρικό τραγουδιστή, τον Ναπολιτάνο τενόρο Μάριο Τζιοβάνι-σε επαγγελματικό ταξίδι του πατέρα της στην Ιταλία-κατά την επίσκεψή τους στην Όπερα, και αναπτύχθηκε μεταξύ τους, ένας θυελλώδης και παράφορος έρωτας που υπήρξε και η αιτία του δικού της τέλους. Καθώς ο νεαρός τενόρος δεν απαντούσε στα ερωτικά γράμματά της, παρά τους αιώνιους όρκους έρωτος που της είχε εκμυστηρευτεί. Ο Δενδρινός αναφέρει ότι προσβλήθηκε και από φυματίωση, κατά την διάρκεια της μεγάλης της θλίψης που έχασε τον αγαπημένο της και την πρώτη και τελευταία και μοναδική της αγάπη. Τον ιδανικό (;) έρωτα που έζησε κοντά του τις ελάχιστες ημέρες στον «λόφο του έρωτα».
     Το βιβλίο είναι καλογραμμένο και διαβάζεται ευχάριστα. Ασφαλώς, διαδραματίζεται μέσα στο κλίμα και την ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής και κοινωνικών συνθηκών έρωτος και συνοικεσίων. Μας παρέχει πολλές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες από τοποθεσίες της Αθήνας εκείνης της εποχής, (οδός Πατησίων, Κυψέλη κλπ.)  στιγμές από τις κοινωνικές δεξιώσεις των Αθηναϊκών οικογενειών, συμπεριφορές των γηγενών και ξένων αριστοκρατών, το τυπικό των συναντήσεών τους. Των ιπποτικών συνηθειών των νεαρών και των αντρών της αθηναϊκής ρομαντικής κοινωνίας. Ακόμα μας δίνει στοιχεία για τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες, τα συνοικέσια, τις οικονομικές δοσοληψίες μεταξύ των οικογενειών, τα αλισβερίσια τους. Ενδαφέρον παρουσιάζουν οι περιγραφές των μεγάλων μονοκατοικιών που ζούν οι Αθηναίοι της εποχής. Που όλες τους διαθέτουν μεγάλους κήπους και παρτέρια.
     Η Σοφία Αφεντάκη έμεινε στην ιστορία της ελληνικής και παγκόσμιας καλλιτεχνίας, χάρις στο ταλέντο και την ευφυία ενός καλλιτέχνη. Του μαρμαρογλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά. Το ρομάντζο της ζωής της και το τραγικό τέλος της, που θα μπορούσε να το συνθέσει άνετα η παλαιά λαϊκή συγγραφέας Ιωάννα Μπουκουβάλα-Αναγνώστου, συντάραξε την εποχή της και τους ανθρώπους που την γνώρισαν από κοντά. Το μνημειακό αριστούργημα του Γιαννούλη Χαλεπά, που σμίλεψε κατόπιν παραγγελίας του τραγικού πατέρα της Σοφίας, μας φανερώνει ότι ακόμα και επαγγελματικά αν υλοποιείται ένα καλλιτεχνικό έργο, αν ο καλλιτέχνης, ο τεχνίτης εμφυσήσει πνοή φωτός και ζωής μέσα σε αυτό, το θαύμα πραγματοποιείται.
Μεταφέρω και το κείμενο «Ω γλυκύ μου έαρ…»                 
Ω ΓΛΥΚΥ ΜΟΥ ΕΑΡ…
Το πασχαλινό δράμα του Γιαννούλη Χαλεπά
της Ματούλας Σκαλτσά
Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» Μεγάλη Παρασκευή 24 Απριλίου 1992, σ.40

     Απρίλης 1938: « Μια θλιβερή είδηση ήρθε να συνταράξει αυτές τις μέρες τους καλλιτεχνικούς κύκλους του τόπου μας. Ο εκλεκτός καλλιτέχνης Γιαννούλης Χαλεπάς, ο δημιουργός της «Κοιμωμένης» και τόσων άλλων αριστουργημάτων, προσεβλήθη το Μεγάλο Σάββατο από ημιπληγία και καθηλώθηκε στο κρεβάτι. Μέχρι την τελευταία στιγμή, ο μπάρμπα Γιαννούλης, παρ’ όλα τα ογδόντα πέντε του χρόνια, δεν έπαψε να εργάζεται την σμίλη. Το τελευταίο έργο, η «Άρτεμις», ήταν σχεδόν τελειωμένο, όταν η αρρώστια ήρθε να διακόψει τη δημιουργική του εργασία-διακοπή, που όλος ο καλλιτεχνικός κόσμος του τόπου μας εύχεται να είναι προσωρινή». Αυτά γράφονταν στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα. Η ευχή που εκεί διατυπωνόταν, δυστυχώς δεν βγήκε αληθινή. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς θα πεθάνει μερικούς μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβρη του 1938.
     Δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του, στα 1948, ο γλύπτης Μιχάλης Τόμπρος, σ’ ένα κείμενο στη μνήμη του Χαλεπά έγραφε: «Το 1938 ένας θάνατος λύπησε μια κοινωνία ευαίσθητη. Ο γλύπτης Γιαννούλης Χαλεπάς από την Τήνο έφυγε από την ζωή της. Οι Αθηναίοι είχαν δημιουργήσει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Χαλεπά και την ζωή του την τρίπτυχη, με τις αναδιπλώσεις του καλλιτεχνικού του έργου, για το ψυχιατρικό φαινόμενο του οργανισμού του. Με τον θάνατό του χάραξαν οι επίλεκτοι στη νεοϊστορία μας το όνομα του αυθεντικού αυτού γλύπτη, επιδεικτικά».
     Σήμερα, πάνω από μισό αιώνα από τον θάνατό του και σχεδόν έναν από τη δημιουργία της περίφημης «Κοιμωμένης» του, το ενδιαφέρον γι’ αυτόν δεν έχει κοπάσει.
     Ο Γιαννούλης Χαλεπάς, γιος του μαρμαρογλύπτη Ιωάννη Χαλεπά, γεννιέται τον Αύγουστο του 1851 στην Τήνο, το νησί των Φιτάληδων, των Βιτάληδων, του Φιλιππότη και του Σώχου. Παρότι ο πατέρας του είχε μεγάλο μαρμαρογλυφείο με δουλειές ως τη Μικρά Ασία και τη Βαλκανική, θέλει το γιό του έμπορο. Ο Γιαννούλης, παρά τη σφοδρή του επιθυμία να ασχοληθεί με τη γλυπτική, υποτάσσεται στην πατρική θέληση, και μετά τις βασανιστικές σπουδές στην Τήνο, πιάνει δουλειά σ’ ένα εμπορικό στη Σύρα. Γρήγορα όμως εκφράζει την πεισματική άρνηση του σε μια τέτοια σταδιοδρομία και στα 1869 η οικογένεια εγκαθίσταται στην Αθήνα, όπου ο Γιαννούλης, πρωτοετής, παρακολουθεί το «Σχολείον των Τεχνών».
     Μέσα σε τρία χρόνια μόνο έχει τελειώσει αριστούχος τις σπουδές του. Με υποτροφίες στα 1873 φεύγει για το Μόναχο, όπου γίνεται δεκτός στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών. Ακολουθεί και εκεί την ίδια επιτυχή πορεία διακρίσεων και πρώτων βραβείων. Στα 1875, 23 χρονών, συμμετέχει στη μεγάλη έκθεση των Ολυμπίων στην Αθήνα στέλνοντας από το Μόναχο το έργο του «Σάτυρος και Έρως». Αποσπά το βραβείο, τη στιγμή που έργα των Βρούτου, Βιτάλη και Φιλιππότη παίρνουν το 2 βραβείο. Για άγνωστους λόγους η υποτροφία διακόπτεται, ενώ ο πατέρας δεν ενισχύει τη διαμονή του αποδεδειγμένα πια ταλαντούχου γιου στο εξωτερικό. Ο Γιαννούλης επιστρέφει το 1876 στην Αθήνα, αφού σταματήσει στο Βουκουρέστι βοηθώντας εκεί τον πατέρα του στην εκτέλεση μερικών επιταφίων αγγέλων. 25χρονος στην Αθήνα, εργάζεται πυρετικά ως το 1878. Στο διάστημα αυτό θα δημιουργήσει τα δύο πολύ γνωστά έργα του, την «Κοιμωμένη» επιτάφιο μνήμη της Σοφίας Αφεντάκη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών και τον «Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα», προορισμένο για τη διεθνή έκθεση του Παρισιού, τώρα στην Εθνική Πινακοθήκη.
     Για το τελευταίο αυτό έργο ο Μ. Τόμπρος, εξήντα ολόκληρα χρόνια μετά, το 1948 θα πει:
«Όποιος γνωρίζει ποια αξία εκπληκτική ενυπάρχει πίσω από την επίτευξη αυτή της δεξιοτεχνικής μαρμαρογλυπτικής εργασίας, μόνον αυτός μπορεί να εκτιμήσει και την αξία που έχει στην παράδοση της νέας γλυπτικής μας τέχνης το εγχείρημα αυτό της κατασκευής σε μάρμαρο από ένα γλύπτη».
     Η ευτυχισμένη ή τουλάχιστον χωρίς προβλήματα ζωή, τελειώνει εδώ. Η ψυχική του ασθένεια εκδηλώνεται. Μετά επιμονή του πατέρα του και παρά τις αντιδράσεις της μητέρας του, οδηγείται στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας, απ όπου δεν θα βγει παρά στα 1901 όταν είναι 50 χρονών. Έχει 24 χρόνια να πιάσει πηλό. Επιστρέφει στην Τήνο. Η μητέρα, πεισμένη για την υγεία του γιου της, καταστρέφει ό,τι ο Χαλεπάς δημιουργεί σε πηλό.  Θα περάσουν έτσι 13 χρόνια, ώσπου κάποια άρθρα σε έντυπο της Τήνου στα 1914, και κάποια άλλα του γλύπτη Λάζαρου Σώχου και του δημοσιογράφου Θόδωρου Βελλιανίτη στα 1915 στον Αθηναϊκό Τύπο, θα προσπαθήσουν να στρέψουν την προσοχή του κοινού στον άλλοτε ταλαντούχο γλύπτη που ζει σε αναγκαστική απομόνωση.
     Μόνο μετά τον θάνατο της μητέρας στα 1918, ο Χαλεπάς θα αρχίσει και πάλει να πλάθει τον άργιλο με πυρετικούς ρυθμούς. Είναι κιόλας 65 χρονών. Από τώρα και ως τα 1930, που θα εγκατασταθεί στην Αθήνα, θα κάνει πάνω από 60 έργα. Τα θέματα των γλυπτικών του συνθέσεων, στα οποία επανέρχεται ξανά και ξανά, είναι κυρίως τα ίδια που είχε δουλέψει και στην πριν από την αρρώστιά του περίοδο: «Ο Σάτυρος και ο Έρωτας», «Η Μήδεια που σκοτώνει τα παιδιά της», «Η Ωραία κοιμωμένη». Το ύφος όμως τώρα είμαι σημαντικά αλλαγμένο. Απομακρυσμένος από τον ακαδημαϊσμό, τον ενδιαφέρει λιγότερο η λεπτομερειακή επεξεργασία και περισσότερο η συνολική σύνθεση και συμπλοκή των μερών της. Τον ενδιαφέρει κυρίως το πλάσιμο, ένα πλάσιμο αδρό που μαρτυρεί την ένταση της δημιουργίας. Ορισμένα γλυπτά που τον απασχολούν ακόμη αυτή την περίοδο με νέα θέματα, είναι κάποια «παράδοξα ρεαλιστικά ειδώλια», όπως ο «Γαλατάς» και ο «Φαρμακοποιός», τολμηρά και τα δύο, πολύ ενδιαφέροντα εις το αρχαϊκόν των ύφος», όπως σημειώνει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης που θα τον επισκεφτεί στην Τήνο στα 1923. Στο διάστημα αυτό της «νεκρανάστασης» του, που, και πάλι κατά τον Παπαντωνίου, δουλεύει με το «απόθεμα των διανοητικών του εικόνων» ο Χαλεπάς θα πλάσει σε αμφιπρόσωπες διμέτωπες συνθέσεις θέματα που πραγματεύεται για πρώτη φορά: «Ο Μέγας Αλέξανδρος ζωντανός και νεκρός», «Ο Μέγας Αλέξανδρος και η αγία Βαρβάρα», «Η Αφροδίτη και η χωριατοπούλα» κ.ά.
     Στα 1923 επισκέπτεται τον Χαλεπά στην Τήνο, ως εκπρόσωποι της Σχολής Καλών Τεχνών, ο καθηγητής της γλυπτικής Θωμάς Θωμόπουλος, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, και ο διευθυντής του περιοδικού «Πινακοθήκη», Δ. Καλογερόπουλος. Φεύγοντας παίρνουν μαζί τους έργα σε πηλό, αρκετά από τα οποία χύνουν σε γύψο και οργανώνουν στα 1925 μεγάλη έκθεση στην Ακαδημία. Το 1927 του απονέμεται από την Ακαδημία Αθηνών το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Παρά την προβολή και τις τιμητικές διακρίσεις, ο Χαλεπάς εξακολουθεί να ζει στην Τήνο φτωχός και απομονωμένος.
     Στα 1930, 79 χρονών, υποκύπτοντας στην επιμονή της ανιψιάς του Ειρήνης, αλλά και στη γεροντική ανημπόρια, θα πάει στην Αθήνα. Από τα πρώτα έργα που κάνει εκεί είναι ο «Οιδίποδας και η Αντιγόνη», όπου, όπως ο ίδιος σημειώνει σ’ ένα τετράδιο σχεδίων του, τυφλό Οιδίποδα θεωρεί τον εαυτό του και Αντιγόνη την ανιψιά του Ειρήνη, που, ως Σοφόκλεια ηρωϊδα, τον οδήγησε στην Αθήνα. Η Αθηναϊκή του παραγωγή είναι σημαντική. Ξαναδουλεύει τα θέματα του Σάτυρου, της Μήδειας και της Κοιμωμένης, αλλά και νέα μυθολογικά θέματα με την Αθηνά, την Αφροδίτη, την Άρτεμη. Εκτελεί ακόμα και παραγγελίες προτομών.
      Η Αθηναϊκή κοινωνία ανακαλύπτει και πάλι τον Χαλεπά. Στα 1934 το σωματείο «Ελεύθεροι Καλλιτέχνες» δίνει προς τιμήν του γεύμα, ενώ ο φιλολογικός σύλλογος «Παρνασσός» γιορτάζει επίσημα τα ογδοντάχρονά του.
      Η δημιουργική δύναμη του γλύπτη αυτού, που ξαναφάνηκε με τέτοια ένταση αλλά και ικανότητα μετά 40 χρόνια σιωπής, είναι σίγουρα από τα σπάνια, αν και όχι μοναδικά, φαινόμενα στην ιστορία της τέχνης.
     Ο Μιχάλης Τόμπρος, αναφερόμενος στον Χαλεπά, 10 χρόνια μετά τον θάνατό του, σημειώνει:
«Κρίνοντας την αρχική ιστορία του στατικού κλασικιστή γλύπτη και την ύστερη, με το ύφος της εξπρεσιονιστικής μορφής, αδίστακτα την τοποθετούμε μέσα στα αυστηρά πλαίσια της νεοιστορίας μας, γιατί την προώθησε με ασφάλεια. Για μας το έργο του είναι ένας σίγουρος σταθμός. Το δράμα του όμως μας είναι άγνωστο και μυστηριώδες».
Ματούλα Σκαλτσά είναι Επίκουρος καθηγήτρια Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
«ΤΑ ΝΕΑ», Μ. Παρασκευή 24 Απριλίου 1992, σ.8/40.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 30 Απριλίου 2019
Με την σκέψη μου στην Ρεξούλα.                
       

Κυριακή 28 Απριλίου 2019

Ο ποιητικός λόγος ενός αντιστασιακού χριστιανού ποιητή


Ο δημοσιογράφος και ποιητής Αντώνης Ζαχαρόπουλος

Τρείς ιππότες
Κι ήτανε μια φορά κι έναν καιρό,
(θυμάμαι που η γιαγιά μου το ‘λεε τότες
σαν παραμύθι τάχα), έναν καιρό,
τρείς ξακουσμένοι αρχόντοι, τρείς Ιππότες.
--
Γκόρο λέγαν τον έναν κι ήταν γίγαντας,
ρήγας σ’ ένα καστέλι του βορρά ΄
για τους εχθρούς , χαμός κάθε του πέρασμα
κι η σπάθα του, όπου πέση, συμφορά!
--
Κι είχε φλάμπουρο μαύρα τα κοντάρια του
κι ανίκητο στρατό, φουσάτα πλήθια ΄
κι είχε το Μίσος στην καρδιά του αχόρταγο
και φίδια χρυσοκέντητα στα στήθια.
--
Γκολφρίδο τον ελέγανε το δεύτερο,
ο άρχοντας ο τρανός σε κάποια χώρα ΄
σαν άνεμος περνούσε στο άσπρο τ’ άτι του
και ξέσπασε στους οχτρούς σαν άγρια μπόρα!
--
Κι είχε νικήσει και Στοιχειά και Δράκοντες,
καλπάζοντας μπροστά παλικαρίσια ΄
τη Δόξα είχε γραμμένη στη σημαία του
και κεφαλή στα στήθια, λιονταρίσια!
--
Κι ο τρίτος, παλικάρι ακόμα αδύναμο,
στη δύναμη δε μοιάζει κανενός ΄
παραμυθένιας χώρας πριγκιπόπουλο,
κι ήτανε τ’ όνομά του, Χριστιανός.
--
Δεν είχε να ιστορήση κατορθώματα
μήτε που είχε νικήσει Δράκο-αράπη!
Σταυρό είχε στα στήθια χρυσοκέντητο
και στην καρδιά είχε κλείσει την Αγάπη!
--
Και σμίξανε κι οι τρείς και ξεκινήσανε,
(μικρό μου αγόρι, μην κοιμάσαι κι άκου!...)
να πολεμήσουν πάν οι τρείς Ιππότες μας,
μακριά, στη χώρα του μεγάλου Δράκου!
--
Κι ήταν ο Δράκος βασιλιάς στους δράκοντες
κι είχε ρημάξει πολιτείες και τόπους,
γκρεμίζοντας βουνά κάτω απ’ τη φτέρνα του
κι έτρωγε κάθε μέρα δέκα ανθρώπους!
--
Ταξίδεψαν οι Ιππότες μας, μερόνυχτα,
πάνω στα φτεροπόδαρά τους άτια
και φτάσανε ΄ κι ο Δράκος τους περίμενε ΄
φωτιές πετούσαν τ’ άγριά του τα μάτια!
--
Πρώτος ο Γκόρος πάει μπροστά του, λέγοντας:
«Το Μίσος, πού στα στήθια μου φωλιάζει,
το μπράτσο μου ας αντριέψη και τη σπάθα μου»,
κι ορμώντας, τ’ άλογό του σπηρουνιάζει.
--
Μά ο Δράκος, ένα βράχο ξεριζώνοντας,
σα μια βροντή το στόμα του τ’ ανοίγει!
Δειλιάζει ο Γκόρος…. Τρομαγμένο τ’ άτι του
πισωπατάει κι όπου φύγει-φύγει!
--
Τότες ορμά ο Γκολφρίδος και φωνάζοντας:
«Του κονταριού μου η Δόξα μεγαλώνει»,
και, φτάνοντας το Δράκο, το κοντάρι του
βαθιά μές στην κοιλιά του το καρφώνει!
--
Ούρλιαξε ο Δράκος κι άφρισε και βρόντηξε,
το στόμα του, ανοιχτό, ξερνάει φαρμάκι ΄
κι αρπάζει τον Γκολφρίδο μες στα νύχια του
και τον ξεσκίζει σαν το κουρελάκι.
--
Κι έμεινε ο Χριστιανός μόνος κι αδύναμος ΄
Το Δράκο να νικήση, ποιος ελπίζει;
Ξεπέζεψε ΄ κατόπι, γονατίζοντας,
τα λόγια τούτα σιγοψιθυρίζει:
--
«Με του Σταυρού τη Χάρη και τη Δύναμη,
με την Αγάπη που ΄χω στην ψυχή μου,
στέκομαι πάντα αγκρέμιστος κι ανίκητος!...
Δώσε, Χριστέ, τη νίκη στο σπαθί μου!»
--
Καβάλησε και χίμηξε σαν άνεμος,
-μπροστά του τα Στοιχειά τρέχουν να φύγουν.
Κι έχει στο χέρι του γιγάντια δύναμη
και το σπαθί του φλόγες το τυλίγουν!
--
Στα στήθια του ο Σταυρός φαντάζει πύρινος ΄
τρέμει μαζί του ο Δράκος να τα βάλη ΄
γυρνάει να φύγη, μ’ άξαφνα σωριάζεται
κι ο Χριστιανός του παίρνει το κεφάλι!
--
Και γίναν πανηγύρια, και χαρμόσυνα
χτυπούσαν οι καμπάνες για το θάμα.
Κι οι ανθρώποι, πού απ’ το Δράκο λευτερώθηκαν,
τον σήκωσαν στα χέρια τους, κι αντάμα
--
θέλησαν να τον κάνουνε και Ρήγα τους,
μ’ αυτός στη μακρινή του πήγε χώρα ΄
και ζήσανε καλά κι εμείς καλύτερα
κι ίσως-ποιος ξέρει;-ζή κι ακόμα τώρα…
…………………….
Και τέλειωσε η γιαγιά το παραμύθι της
κι έλεγε, πρίν ο ύπνος να με πάρη:
«Στοχάσου πώς, κι εσύ, Στοιχειά και Δράκοντες
θα τους νικάς, με του Χριστού τη Χάρη…»
Αντώνης Ζαχαρόπουλος, («Το τραγούδι του παιδιού»)

Σημειώσεις:
Το συγκινητικό ποιητικό παραμυθάκι οι «Τρείς ιππότες», που αντιγράφω πρώτο, στο μικρό αυτό ανθολόγιο της ποιητικής φωνής του Αντώνη Ζαχαρόπουλου, το ερανίστηκα από τον τόμο του ποιητή Νίκου Τυπάλδου, «ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ» νεοελληνικού χριστιανικού ποιητικού λόγου από το Σολωμό έως το 1973. Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας-Αθήνα 1974, σελ.130-133. Ο ποιητής Αντώνης Ζαχαρόπουλος (1922-1985) ανθολογείται και με τα ποιήματα: «Ιεριχώ», «Δαμασκός», «Ιερουσαλήμ», «Σονέτο για μια κοινή ιστορία», «Απολογία», «Οδός Μέρλιν 1943», «Κύπρος», «Το μυρμήγκι ανακάλυψε…», «Αυτό το «μετά Χριστόν». Ο ποιητής εξέδωσε τις εξής συλλογές: «Το τραγούδι του παιδιού (συνεργασία, 1948), «Χιονάνθρωποι» (1951), και «Β΄» (1960), «Σφραγίδες» (συνεργασία 1971). Ελάχιστα στοιχεία κατόρθωσα να βρω για τον χριστιανό και αντιστασιακό ποιητή. Έτσι οι πληροφορίες που συμπληρώνουν τα ανθολογούμενα ποιήματά του, τα αντλώ από έμμεσες πηγές. Δηλαδή από άλλους που τον έχουν ανθολογήσει. Γράφει ο Νίκος Τυπάλδος στο εισαγωγικό του σημείωμα σελ. 26: «Η ποίησή του γίνεται όχι μονάχα βιβλίο, όπως αναρωτιέται ο ίδιος, αλλά και προσευχή και κραυγή και διαμαρτυρία και αγάπη. Ύφος νευρώδες, χωρίς πολλά φραστικά στολίδια».
Δεν θέλησα να κάνω ένα φιλολογικό σημείωμα για τον δημοσιογράφο και ποιητή Αντώνη Ζαχαρόπουλο. Τα ποιήματα που έχω διαβάσει, με συγκίνησαν. Διαθέτουν μια ατμόσφαιρα ανθρωπισμού που εκτείνεται από τον χριστιανικό λειμώνα και φτάνει μέχρι την αριστερά και την αντίσταση. Είναι οι ποιητικές φωνές εκείνες που θα τις ονομάζαμε «χριστιανοκοινωνικές». Που ο λόγος τους, ακουμπά τόσο σε μια θρησκευτικότητα με αδρές υπαρξιακές αποχρώσεις, θρησκευτικότητα πόνου και σιγαλόφωνης θλίψης που είναι ενδεδυμένος με σοσιαλιστικές ανθρωπιστικές αξίες της εποχής τους. Εξομολογητικοί τόνοι διακρίνουν την ποίηση του Αντώνη Ζαχαρόπουλου, ακόμα και στα μικρά του και ευαίσθητα Χάϊ Κου
Αυτό το 
«μετά Χριστόν»,
στην ημερομηνία του θανάτου του,
ακόμα θα το σκέφτεται
ο Ηρώδης
Βλέπουμε ότι στην ποιητική φωνή του Αντώνη Ζαχαρόπουλου, η θρησκευτική σκηνογραφία που προέρχεται από την Παλαιά Διαθήκη αποκτά μια διάσταση αιωνιότητας μέχρι των ημερών μας. Ο ποιητικός αυτός νεοχριστιανισμός ορισμένων ποιητών που προέρχονται από τα σπλάχνα του πολέμου και της κατοχής, των κόλπων της ηρωικής εθνικής αντίστασης, είναι η νέα ερμηνευτική και βίωση της ελληνορθόδοξης παράδοσης. Ένας στοχασμός, που δεν απολήγει στην άρνηση αλλά ούτε ίσως και στην πλέρια αποδοχή της πίστης χωρίς ψήγματα υπαρξιακής αγωνίας και διλημματικού στοχασμού. Ενός ποιητικού στοχασμού που διευρύνει την ορθόδοξη δογματική της πίστης και την κάνει να συναντήσει χωρίς φόβο και επιφυλάξεις την άλλη πλευρά, αυτήν της ερμηνευτικής της ανθρώπινης κοινωνίας, της πολιτικής, και συγκεκριμένα, του αριστερού κοινωνικού στοχασμού και δράσης που δείγματά του και αγωνιστικές πρακτικές του γνωρίσαμε τις περασμένες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα στην Νότια Αμερική με την Θεολογία της Απελευθέρωσης. Αλλά και τα παραδείγματα της Νοτίου Αφρικής με τον ιερωμένο Ντέσμοντ Τούτου, ή λίγο παλαιότερα, δεκαετία 1950-1960,στην Αμερικάνικη Ήπειρο με τον δολοφονηθέντα ηγέτη πάστορα Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. "I have a dream".  Στις περιπτώσεις εκείνες που ο χριστιανικός ουμανισμός συναντά τον μαρξιστικό αδελφό του. Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι ακόμα και ο ιδεαλιστικός κόσμος του Ανδρέα Κάλβου εμφορείται από το πνεύμα του Θεού, εξίσου με τον ρομαντικό κόσμο του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού. 
Ο ποιητικός λόγος των χριστιανών ποιητών μετά την απελευθέρωση από τα ναζιστικά στρατεύματα και την κατοχή στην χώρα μας, μας υπενθυμίζει ότι: «Πνεύμα ο Θεός και όπου θέλει πνέει». Δηλαδή μέσα στις καρδιές και την ποίηση των ανθρώπων. Το ρεύμα του κοινωνικού χριστιανισμού δίνει μια άλλη ανάταση στην ερμηνεία και τον σκοπό της ανθρώπινης ιστορίας και περιπέτειας.
Μια συγκεφαλαίωση της χριστιανικής αγωνίας και υπαρξιακής βιωματικής αναζήτησης στα ελληνικά μας γράμματά είναι ολόκληρο σχεδόν το έργο του ποιητή και συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη. Όπου η στερεότητα και η βεβαιότητα της πίστης έχει αντικατασταθεί με την γονιμοποιό αμφιβολία της. Που είναι εξίσου, μια άλλη μορφή αποδοχή της πίστης. Στα έργα αυτά των χριστιανών και της θύραθεν παιδείας ποιητών και συγγραφέων, ο ήρωας αγαπά με απόλυτη υπευθυνότητα και πιστεύει με βεβαιότητα ευθύνης. Η ριζοσπαστική κοινωνικότητα μετατρέπεται σε οραματική θρησκευτική υποκειμενικότητα. Το δέον γενέσθαι της ανθρώπινης υπαρξιακής ολοκλήρωσης.      
Ο Δημήτρης Σ. Χατζηπέτρος
στην «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ» εισαγωγή Ευάγγελος Ν. Μόσχος, για την Κυπριακή Ποίηση: Αντώνης Πιλλάς, εκδόσεις «Αστήρ»-Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου-Αθήνα 1996, που ανθολόγησε είκοσι δύο χρόνια μετά εκείνη του Τυπάλδου, ανθολογεί τον Αντώνη Ζαχαρόπουλο (1923-1985) και πάλι με τα ποιήματα «ΙΕΡΙΧΩ», «ΔΑΜΑΣΚΟΣ», «ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ», «ΣΟΝΕΤΟ ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΟΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», «ΑΠΟΛΟΓΙΑ»
Τις ποιητικές συνθέσεις, σελίδες 158-164, τις ερανίζεται όπως αναφέρει στην σελίδα των περιεχομένων 637, από την ποιητική συλλογή «Χιονάνθρωποι» Αθήνα 1952. Στο εισαγωγικό σημείωμα «Το Θρησκευτικό  Βίωμα στη Μεταπολεμική μας Ποίηση» ο πειραιώτης δοκιμιογράφος και δικηγόρος Ευάγγελος Ν. Μόσχος τον μνημονεύει μόνο ονομαστικά ανάμεσα στους άλλους έλληνες θρησκευτικούς ποιητές μέχρι το 1995.
ΣΟΝΕΤΟ ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΟΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Άφησα τόσα χρόνια να χαθούν
ψάχνοντας σ’ ακατάληπτα βιβλία ΄
κοινή, θα πεις, ανθρώπινη ιστορία,
που χρόνια οι νικημένοι ανιστορούν.
--
Άφησα τόσα χρόνια κι αντηχούν
τα λόγια μες στην άδειαν εκκλησία,
τη μόνη που απόχτησα σοφία
ήρθαν στεγνά τα χείλη μου να ειπούν,
--
τη γνωστή την πικρή, σαν επωδός
που ακούγεται θριαμβικού παιάνα
το ‘μαθα πώς «ουκ ‘εστιν άλλη οδός»,
--
κι ήπια από την πηγή τη βρυσομάνα,
κι ένιωσα τη χαρά του αναστημένου
ψαύοντας τις πληγές του Εσταυρωμένου…  
Την πρώτη του ποιητική συλλογή την πρόσεξε μεταξύ άλλων και ο ιστορικός της λογοτεχνίας Γιάννης Κορδάτος, ο οποίος στο κεφάλαιο «ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ» της «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ» (Από το 1453 ώς το 1961) με πρόλογο του ποιητή Κώστα Βάρναλη, εκδόσεις «ΒΙΒΛΙΟΕΚΔΟΤΙΚΗ» -Αθήνα 1962 (Ακαδημίας 52 Αθήνα), του αφιερώνει επαινετικές 4 περίπου σελίδες και τον ανθολογεί με ποιήματά του στις σελίδες 724-727. 
Γράφει ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος:
(«Στα 1951 κυκλοφόρησε μια ποιητική συλλογή με τίτλο: «Χιονάνθρωποι». Το όνομα του ποιητή: Αντώνης Ζαχαρόπουλος. Πολλοί από τους φιλολογούντες την πρόσεξαν. Στίχοι απλοί αλλά και μεστοί και ρυθμικοί. Ευχέρεια στον εκφραστικό τρόπο. Πυκνές ιδέες και ρεαλιστικές εικόνες. Ο Ζαχαρόπουλος θυμάται τα περασμένα, τη στρατιωτική ζωή, τη φτώχεια, την καταπίεση του λαού, τους καταχτητές, την Εθνική Αντίσταση, τον εμφύλιο πόλεμο, το Μακρονήσι.
     Θα ξεσηκώσω μερικά από τα τραγούδια του. Να ένα, που επιγράφεται «Οδός Μέρλιν 1943»:
Mein lieber Fritz,
Άδικα περιμένεις.
Θα κουραστείς με μένα, δε λυγίζω ΄
ότι και να μου πεις
δε θα προδώσω.
Ότι κι’ αν σκαρφιστείς
δεν το φοβάμαι ΄
μήτε το πάτημα της μπότας σου
τα δάχτυλά μου,
κι’ αν πεις για το ντουφέκι,
που εσύ τρέμεις μονάχα
στ’ άκουσμά του
διόλου δεν το φοβάμαι.
Σου φαίνεται παράξενο,
mein lieber Fritz.
Τρέμεις μπροστά στο θάνατο
και δεν καταλαβαίνεις
πώς οι άλλοι δεν φοβούνται ΄
τρέμεις μπροστά στο θάνατο
σαν τα παιδιά που τρέμουν το
Δράκο
Εσύ που όλα τα ξέρεις
φαίνεται πώς δεν το’ μαθες ακόμα
πώς πάνε χρόνια τώρα
πού πέθανε ο θάνατος στην Ιερουσαλήμ.
Mein Lieber Fritz,
αδελφέ μου, μη φοβάσαι……..
     Ο ποιητής μαζί με την αγανάχτησή του για τα βασανιστήρια που γίνονται στο ανακριτικό Τμήμα της οδού Μέρλιν εκφράζει και ένα βαθύ ανθρωπισμό. Συγχωρεί και οραματίζεται τη συναδέλφωση με τους χθεσινούς καταχτητές.
     Αλλά η ανθρωπιά του δε βρίσκει κατανόηση. Όλα στο περίγυρό του, έμειναν όπως τα άφησε όπως ήταν πρίν. Οι πολλοί είναι άστεγοι και πεινούν. Οι λίγοι έχουν τα πάντα κι’ οργιάζουν:
Αδερφέ μου
δε βρίσκω ένα κομμάτι γης,
ένα κομμάτι γης
όσο να φτάνει
να χτίσω τ’ όνειρό μου.
Έχω ένα όνειρο,
αδερφέ μου,
και δεν έχω πού να το χτίσω.
Γέμισε ο κόσμος χαλάσματα,
γέμισε ο κόσμος χαμούς,
και παιδικά μάτια δακρυσμένα ΄
γέμισαν οι πολιτείες
κλειστά παράθυρα
κι’ οι δρόμοι
κυνηγημένα βήματα ΄
κι’ είναι ντροπή να τραγουδάς
αδερφέ μου,
να τραγουδάς απλά και ξέγνοιαστα ΄
είναι ντροπή.
………………………………….
Αδερφέ μου,
είμαι ένας ξένος
σ’ έναν κόσμο παράξενο.
Είμαι ένας ξένος
κι’ έχω ένα όνειρο
και δεν έχω που να το χτίσω ΄
κι’ έχω μιά καρδιά
και δεν έχω τι να την κάνω......
     Ο μικρός λαός που θέλει να ζήσει να απολαύσει τη χαρά της ζωής, χτυπάει πόρτες μα τις βρίσκει κλειστές. Αλλ’ αφού κανένας δε γυρίζει να ακούσει τον πόνο μου, το δάκρυ θα το πάρω μοναχός μου:
Κύριε,
είμαι από κείνους
τους «πεινώντας».
Είμαι από τους «διψώντας
την δικαιοσύνην».
Είμαι από κείνους που πίστεψαν στα λόγια σου
για  τους φτωχούς και τους κυνηγημένους.
Σκέψου ό,τι θες για μένα,
όμως των ουρανών η βασιλεία
τόσο μακριά είναι ακόμα,
κι’ εγώ, Κύριε, πεινώ…
Πασχίζω να κρατήσω
τα χέρια μου στην προσευχή δεμένα
και σφίγγονται άθελά μου,
σε γροθιές.
     Άλλαξαν, λέει, ο ποιητής, οι καιροί, η καταπίεση και η εκμετάλλευση έχει βυθίσει τους εργαζόμενους στη φτώχεια και την πείνα:
Εδώ είναι πολιτείες από τσιμέντο,
εδώ είναι πολιτείες δίχως καρδιά.
Εδώ είναι, Κύριε, φάμπρικες
πού θρέφονται με σάρκες….
Είμαι από τα σκουλήκια της ζωής
κι’ είναι χιλιάδες οι φτέρνες.
Είναι χιλιάδες φτέρνες
και δεν μπορώ να πω
πώς «Πράος ειμί»,
Κύριε!
Για μια φορά μονάχα,
Γεννηθήτω το Θέλημά Μου.
     Να και ένα άλλο που το επιγράφει «Γυρισμός από το Μακρονήσι»:
Σήμερα
χτύπησα
την πόρτα του σπιτιού μου
σαν ξένος.
Χτύπησα
την πόρτα του σπιτιού μου
μην τολμώντας
ν’ ανοίξω και να μπώ.
……………..
Η μάνα μου
ρίχτηκε στην αγκαλιά μου
κι’ έκλαιγε
Δεν έλεγε τίποτες,
έκλαιγε μονάχα.
Ύστερα η αδελφούλα μου
ζήτησε να της ιστορήσω
πώς πέρασα
στο… «θαυμαστό» ταξίδι μου.
Ήρθαν και κάποιοι φίλοι
κι’ όλο ρωτούσαν και ρωτούσαν.
…………………
Δεν ήξεραν
πώς πάνε μήνες τώρα
πού έθαψα την καρδιά μου
σε κάποια ρεματιά.
Δεν ήξεραν
πώς έμπηξα ένα σταυρό με τ’ όνομά μου
σε κάποια ρεματιά.
Δεν ήξεραν
για τους μικρούς θανάτους
τους καθημερινούς,
τους ανεπαίσθητους
πού φτιάχνουν ένα θάνατο
χειρότερο από το θάνατο…
Δεν ήξεραν!
      Ο Ζαχαρόπουλος δεν κρύβει τη δυσαρέσκειά του για ό,τι γινόταν στην Αθήνα και σ’ όλη την Ελλάδα κατά το δεύτερο εμφύλιο πόλεμο. Όσοι τυχόν τολμούσαν να πούν τη γνώμη τους και να διαφωνήσουν με την ηγεσία, αμέσως χαρακτηρίζονταν προδότες.
      Παραθέτω το παρακάτω σατιρικό του ποίημα, γραμμένο σε στυλ Καβάφη: Επιγράφεται «Αλεξάνδρεια 33 μ. Χ.- Αθήνα 1951 μ. Χ.»:
Τι εποχή στην Αλεξάνδρεια!
Να μην μπορεί κανείς να ειπεί την γνώμη του,
δίχως να κινδυνεύει
να τον χαρακτηρίσουν ως προδότην
(τώρα από προδοσίες άλλο τίποτε).
Αν πεις πώς το παράκαμεν ο Αντώνιος
με τους διεφθαρμένους έρωτάς του
ξεχνώντας τα συμφέροντα της πόλεως
στους κόρφους της εκφύλου βασιλίσσης μας,
τότε θα ειπούν πώς είσαι του Οκτάβιου
και, βέβαια, πρέπει να τιμωρηθείς.
Αν, πάλι, ειπείς (γιατί έχεις γνώμη ελεύθερη
και δύνασαι να σκέπτεσαι όπως θέλεις)
πως θα μπορούσεν δίχως εκστρατείες
και στόλους και θυμούς να συμβιβάσει
τα πράγματα ο Οκτάβιος και πως
από φιλοδοξία και μόνον το έκαμεν
(τους μάθαμε δα πλέον τους Ρωμαίους!)
τότε θα ειπούν πώς είσαι του Αντωνίου
και πρέπει να φοβείσαι ΄
βρίθουν, άλλωστε, οι δρόμοι κατασκόπων…
     Ο Ζαχαρόπουλος είναι «δυσαρεστημένος». Ειν’ απ’ αυτούς που είδαν τις ελπίδες τους να διαψεύδονται.

Στο ανώνυμο λήμμα της «ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ» του Χάρη Πάτση τόμος 6ος, σελ. 615, αναφέρονται τα εξής:
Ζαχαρόπουλος Αντώνης, ποιητής και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1923. Σπούδασε χημικός, αλλά ασχολήθηκε συγχρόνως και με την δημοσιογραφία. Δημοσίευσε τις ποιητικές συλλογές «Χιονάνθρωποι» Α΄ (1952) και Β΄ (1960) και μετέφρασε στα ελληνικά τον «Φόνο στην Μητρόπολη» του Έλιοτ. Η ποίησή του εντάσσεται στην θρησκευτική. Ανθολογείται με τα ποιήματα «ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ», «ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ 33 μ.Χ.-Αθήναι 1951 μ.Χ.», «ΔΑΜΑΣΚΟΣ».
Ένα γενικό μάλλον οργανωμένο εκδοτικά πληροφοριακό σημείωμα αναφέρεται στο τρίτομο έργο του Νίκου Παπαδημητρίου, «ΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ» εκδόσεις «Παγκόσμιος Εκδοτικός Οργανισμός Χρήστος Γιοβάνης-Αθήνα 1985. Στον τρίτο τόμο και στις σελίδες 79-82, αναφέρονται τα εξής:
ΑΝΤΩΝΗΣ ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ 1922-1985
Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη.
Εγκατέλειψε τη Χημεία κα σπούδασε και έγινε επαγγελματίας δημοσιογράφος αμέσως μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, αφού προηγουμένως κατά τη διάρκεια της ιταλογερμανικής κατοχής είχε λάβει ενεργό μέρος στην εθνική αντίσταση. Μέχρι το θάνατό του εργάστηκε ως συντάκτης γραφείου, σχολιαστής και μεταφραστής στις εφημερίδες «Ελευθερία», «Αθηναϊκή», «Έθνος», «Τα Νέα» κ. ά., καθώς και σε διάφορα περιοδικά και άλλα έντυπα ως τακτικός ή έκτακτος συνεργάτης.
     Σε όλα σχεδόν τα χρόνια της δημοσιογραφικής του σταδιοδρομίας απασχολήθηκε  στον τομέα των «εξωτερικών ειδήσεων» και του «ξένου Τύπου» και σύντομα αναδείχθηκε σε επιτελικό στέλεχος του κλάδου του σε διάφορες εφημερίδες στις οποίες εργάστηκε κατά διαστήματα. Ενημερωμένος πάντοτε στις διεθνείς εξελίξεις και προικισμένος με αλάνθαστο δημοσιογραφικό αισθητήριο, χειρίστηκε με υπευθυνότητα την ειδησεογραφία μεγάλων γεγονότων σε παγκόσμια κλίμακα και σχολίασε τις κατά καιρούς ανακατατάξεις στις διάφορες χώρες με επιτυχείς εκτιμήσεις, επισημάνσεις και προβλέψεις. Με τις ίδιες ικανότητες επισκοπούσε τα δημοσιεύματα των ξένων εφημερίδων και περιοδικών από τα οποία συνέθεσε για τον αθηναϊκό Τύπο ενημερωτικές αναλύσεις πάνω στα διεθνή επικαιρότητα.
     Από την αρχή της καριέρας του εργάστηκε στην εφημερίδα «Ελευθερία» που κυκλοφόρησε στα χρόνια της ιταλογερμανικής κατοχής και συνέχισε την έκδοσή της και μετά την απελευθέρωση υπό την διεύθυνση του Πάνου Κόκκα. Προϊστάμενος του τμήματος «εξωτερικών ειδήσεων» της εφημερίδας μέχρι τη διακοπή της έκδοσής της την επομένη του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967, έγραψε και δημοσίευσε παράλληλα, διπλωματικές και πολιτικές επισκοπήσεις, άρθρα και σχόλια για τις διεθνείς εξελίξεις. Εργάστηκε, επίσης, επί πολλά χρόνια στο «Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων», στον ίδιο τομέα και σε επιτελικές θέσεις. Πραγματοποίησε, τέλος, δημοσιογραφικές αποστολές σε διάφορες χώρες της Βαλκανικής, της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής και κάλυψε διεθνείς διασκέψεις και συναντήσεις.
     Στη Λογοτεχνία εμφανίστηκε από νέος με ποιήματα, πεζογραφήματα, κριτικές και δοκίμια σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά και άλλα φιλολογικά έντυπα. Έχει αξιολογηθεί κυρίως στο χώρο της νεοελληνικής ποίησης και τα κείμενά του, διαποτισμένα από τις ανησυχίες του σύγχρονου ανθρώπου, διακρίνονται για την ευαισθησία, την μουσικότητα και την τεχνική τους αρτιότητα. Ακόμα και για τον συμβολισμό τους που μέσα από ιστορικές αναδρομές εκφράζει και ερμηνεύει σημερινές ανθρώπινες αναζητήσεις και αγωνίες, με την αισθαντικότητα ενός «αληθινού»-όπως τον χαρακτήρισε κάποτε ο Κώστας Βάρναλης-ποιητή.
     Εκτός από τη μία ποιητική συλλογή του που έχει εκδοθεί, ποιητικά και πεζογραφικά κείμενά του παραμένουν ανέκδοτα ή δημοσιευμένα σε εφημερίδες, περιοδικά και ημερολόγια. Σε μια προσπάθεια της γυναίκας του Φωτεινής Α. Ζαχαροπούλου να εκδοθούν τα ανέκδοτα έργα του, κυκλοφόρησε τρία χρόνια μετά τον θάνατό του ένας τόμος με διηγήματά του. Το συγγραφικό του έργο συμπληρώνουν  οι μεταφράσεις του από τα αγγλικά των βιβλίων «Φόνος στη Μητρόπολη» του Τ. Σ. Έλιοτ και «Καλοκαιριάτικη μπόρα» του Ε. Π. Κάλντγουελ. Κείμενά του και σχόλια για το έργο του έχουν καταχωρηθεί σε πολλές ανθολογίες και ειδικές λογοτεχνικές εκδόσεις.
Έργα: «Χιονάνθρωποι» ποιήματα (1952). «Ερρίκος ΙΧ και άλλα διηγήματα» (1988)
Ανθολογείται με τα ποιήματα: «ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ», «Η ΝΥΧΤΑ», «ΑΠΛΟ… ΠΟΛΥ ΑΠΛΟ», «ΟΔΟΣ ΜΕΡΛΙΝ 1943», «ΑΠΟΨΕ ΑΚΟΥ ΠΟΥ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ».
ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ
Το τραίνο
που διάβηκε κι απόψε απ’ το χωριό
και βιαστικό δεν στάθηκε,
μόνο που άφησε φεύγοντας
στα μάτια τα χωριάτικα
κάτι λευκά, αργοσάλευτα μαντήλια,
που άφησε σαν ανάμνηση,
στο λόγγο, έναν αντίλαλο,

λίγη καπνιά στα δέντρα,
και άφησε σαν καθρέφτισμα
στα τζάμια των σπιτιών το πέρασμα του
και στις καρδιές μια θλίψη,
το τραίνο
που δεν στάθηκε
κι άξαφνα γοργοπέρασε
και χάθηκε,
μας γέρασε….
--
ΑΠΟΨΕ ΑΚΟΥ ΠΟΥ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ
Απόψε ας ξαποστάσουμε για λίγο.
Απόψε ας ξαπλωθούμε εδώ στα βράχια,
μεσόστρατα στ’ ανέβασμα,
κι ας πούμε κι ας σκεφτούμε…
Απόψε, άκου που θέλω να σου πω,
για τους θανάτους
πού γίνανε στο δρόμο μας,
πού γίνανε σιμά μας,
που εμείς, μήτε τους νιώσαμε,
γιατί είχαμε τα μάτια μας
μονάχα στην κορφή,
γιατί είχαμε στο νου μας
το φτάσιμο μονάχα.
Απόψε, άκου που θέλω να σου πω
για τους θανάτους,
που θα μπορούσε να μην είχαν γίνει
το χέρι μας αν ήταν απλωμένο,
τα χείλη μας αν είχαν πει ένα λόγο.
Απόψε, άκου που θέλω να σου πω
για τους θανάτους,
που φτάσαν στην κορφή
πριν από μας…
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 28 Απριλίου 2019
Πάσχα Ανθρώπων Πάσχα