Πέμπτη 25 Απριλίου 2019

Ο ποιητής Γεώργιος Βερίτης


             Γεώργιος Βερίτης
       (Ελάτα, Χίου 1915-Αθήνα 5/5/1948)

ΠΡΟΜΥΘΕΑΣ ΠΥΡΦΟΡΟΣ
Βαρύγνωμος, βαριόμοιρος, πεντάρφανος, μά ωραίος!
Φωτιά ‘βαλες και τάκαψες, τα ρήμαξες και πάνε.
Κάπου και που σου αντίσκοψε το δρόμο ο Ναζωραίος,
μά σφύριξες και γέλασες, οι μώμοι όπως γελάνε.
Το φως που καίει, το γνώρισες το που φωτάει ποιο νάναι;

      Ένας χριστιανός ποιητής που τις προηγούμενες δεκαετίες στην χώρα μας,-στα μέσα και μετά την επτάχρονη τελευταία στρατιωτική δικτατορία (1967-1974)- ακούγαμε συχνά να αναφέρεται το όνομά του, στα κατηχητικά, στις εκκλησίες, ή από ιερείς και θεολόγους που δίδασκαν το μάθημα των θρησκευτικών στις τάξεις του δημοτικού και του γυμνασίου, ήταν ο Αλέξανδρος Γκιάλας ή Γεώργιος Βερίτης, όπως έγινε γνωστός με το ψευδώνυμο που υιοθέτησε και έμεινε στα χριστιανικά γράμματα. Το όνομά του μνημονεύονταν το ίδιο συχνά, από όσο θυμάμαι, με εκείνο του εθνικού μας διηγηματογράφου-πεζογράφου Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και συγκρίνονταν από ορισμένους καθηγητές, θεολόγους και ακαδημαϊκούς, με αυτό του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού. Υπερβολικά λόγια βεβαίως οφείλουμε να σημειώσουμε, μετά από τόσες δεκαετίες, έχοντας διαβάσει πάμπολλους χριστιανούς ποιητές, σημαντικές ποιητικές φωνές αντρικές και γυναικείες που δεν έτυχαν της ίδιας σύγκρισης και φροντίδας οι ποιητικές και διηγηματικές τους καταθέσεις. Και πρωτίστως έχοντας διαβάσει με αγάπη και προσοχή τόσο το έργο του κυρ Αλέξανδρου όσο και του εθνικού μας ποιητή. Είναι διαφορετικά ποιητικά μεγέθη και ποιότητας λόγου κάτι, που δεν μας επιτρέπεται μάλλον να προβούμε σε παράτολμες συσχετίσεις και συγκρίσεις. Ο βαθμός και η ένταση πάθους πίστης ενός δημιουργού, ο ιεραποστολικός του ζήλος, η ανιδιοτελής προσφορά του-σε προσωπικό επίπεδο-δεν τον καθιστά ταυτόχρονα και μεγάλο ποιητικό μέγεθος. Οι διάφορες ανθολογίες χριστιανικού ποιητικού λόγου που μέχρι των ημερών μας έχουν κυκλοφορήσει, και ιδιαίτερα αυτή του Νίκου Τυπάλδου το 1974, μας φανερώνουν την ποιότητα και τον βαθμό σύγκρισης μεταξύ των θρησκευτικών ποιητών και εκείνων της θύραθεν, αλλά, και τις μεταξύ τους διαφοροποιήσεις. Υπάρχουν σίγουρα, ποιητικές χριστιανικές φωνές που είναι παραγνωρισμένες μάλλον από τους κατά καιρούς γραμματολόγους και ιστορικούς της ελληνικής λογοτεχνίας, αλλά αυτό, συμβαίνει και στους μη χριστιανούς δημιουργούς. Είναι μεγάλο το πλήθος των ελλήνων και ελληνίδων που έγραψαν και εξακολουθούν να γράφουν ποίηση, αλλά στενός και περιορισμένος ο λειμώνας της αναγνώρισής τους. Δεν αναφέρω ονόματα εξαιρετικών χριστιανικών φωνών γιατί, ο σκοπός αυτός του σημειώματος δεν είναι η σύγκριση και η αντιπαράθεση του Γεωργίου Βερίτη με ομοτέχνους του αλλά μόνο η δική του παρουσία. Μια και δεν έχω όλο το σώμα-τουλάχιστον-του δοκιμιακού του λόγου διαβάσει.
ΛΑΧΤΑΡΑ
Ήχοι γλυκοί, σιγανοί, δυνατοί,
απ’ τα βάθη του κόσμου.
Χίλιες φωνές και βιολιά και φτερά
Που σαλεύουν εντός μου.
--
Ώ να μπορούσα να κλείσω ποτέ
τούτους όλους τους ήχους
μέσα σ’ ωραίους, μουσικούς, πλαστικούς,
λυρικότατους στίχους! 
     Ο ποιητής Αλέξανδρος Γκιάλας, προβάλλονταν από τους μεγαλύτερους σε εμάς τους τότε μαθητές μπόμπιρες, ως Homo Religiosus και φωτεινό παράδειγμα προς μίμηση ορθόδοξου χριστιανού συγγραφέα. Οι προηγούμενες ελληνικές γενιές από τις δικές μας, οι κατοχικές, μετακατοχικές και μετεμφυλιακές που ήσαν οργανωμένες ή ενταγμένες στις ευσεβιστικές οργανώσεις, γνώριζαν και διάβαζαν το έργο του-όπως και άλλων χριστιανών ποιητών και ποιητριών-στον κύκλο κυρίως, του περιοδικού «Ακτίνες» και σε άλλα χριστιανικής θεματολογίας έντυπα.
ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΣΟΥ
Μοιρολογήτρα στάθηκε στον τάφο η ψυχή μου.
Κι’ ήτανε βράδυ, κι’ άρχιζαν οι σκιές να χαμηλώνουν,
κι’ ήτανε βράδυ, κι’ άρχιζαν οι κάμποι να θολώνουν.
Κι’ εκεί, μανούλα, που έλεγα για σε την προσευχή μου,
μούπες γλυκά, όπως άλλοτε, «παιδί μου, την ευχή μου!»  
Το Γεώργιος Βερίτης σημαίνει «σπορέας αληθινός». Το ψευδώνυμο επίθετο που υιοθέτησε στα χριστιανικά γράμματα, προέρχεται από το λατινικό veritas/veritatis που σημαίνει αλήθεια (βλέπε Ευστρατίου Δ. Τσακαλώτου, “LEXICON LATINO-GRAECUM”, Επικαιρότητα χ.χ. 4η έκδοση σ. 752), ενώ το όνομα βαπτιστικό Γεώργιος, όπως γνωρίζουμε έχει τις ρίζες του στην λέξη γεωργία. Ο συγγραφέας Κυριάκος Ντελόπουλος στο γνωστό και πολύτιμο στο είδος του βιβλίο « Νεοελληνικά Φιλολογικά Ψευδώνυμα»-νέα έκδοση (γ΄) συμπληρωμένη-εκδόσεις «ΕΣΤΙΑΣ» 2005, σελ.191 καταγράφει και άλλα δύο ψευδώνυμα του Γκιάλα. «Α. Λαμπρινός (Ακτίνες, 1939), Πέτασος (Νιότη Χίου, πληροφορίες Στέρ. Φασουλάκη), Αλέκος Πέτασος (Νιότη Χίου, πληροφορίες Στερ. Φασουλάκη). Πληροφορίες για τα ψευδώνυμα που από την παιδική του ηλικία χρησιμοποίησε ο Χιώτης ποιητής Αλέξανδρος Γκιάλας, αντλούμε και από το κατατοπιστικό και καλογραμμένο κείμενο της δόκτ. Φιλολογίας κυρίας Μαρίας-Ελευθερίας Γ. Γιατράκου, «Αφιέρωμα για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Αλέξανδρου Γκιάλα (Γ. Βερίτης), βλέπε ιστοσελίδα της Ιεράς Μητρόπολης Χίου, Ψαρών και Οινουσών. Όπως και από τις κατά καιρούς μελέτες και δημοσιεύματα που γράφτηκαν και τα αφιερώματα που εκδόθηκαν στην μνήμη του μετά την εκδημία του. Το εκτενές άρθρο του επιμελητή των τρίτομων Απάντων του Βερίτη, του λογοτέχνη Νίκου Αρβανίτη στην εγκυκλοπαίδεια του Χάρη Πάτση, μας παρέχει αρκετές πληροφορίες για την συγγραφική του σταδιοδρομία και προσωπική πορεία. Όπως και αυτό της κυρίας Γιατράκου που έχω διαβάσει. Πρόβλημα συνήθως παρουσιάζεται όταν οι «αντιγραφές-μεταφορές» των εκδιδομένων ποιητικών του συλλογών από τους μελετητές και σχολιαστές του, δεν συμπληρώνονται με σαφή στοιχεία και ημερομηνίες για τις πρώτες εκδόσεις. Μεταφέρονται συνήθως στοιχεία λειψά και λανθασμένα. Όπως επίσης, αν δεν κάνω λάθος, δεν έχουν αποδελτιωθεί θεματικά τα θρησκευτικά περιοδικά που κατά καιρούς δημοσίευσε τα ποιήματα και τα μικρά του μελετήματα και διηγήματα. Δεν έχουν πχ. αποδελτιωθεί οι τόμοι του περιοδικού «Ακτίνες», τα νεότερα «Η ζωή του παιδιού», το «Προς τη νίκη» και άλλα μικρότερης αναγνωστικής εμβέλειας έντυπα θρησκευτικού και εκκλησιαστικού καθαρά περιεχομένου.
ΤΟ ΡΕΥΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Μεσ’ στής ζωής το πέλαγο ριγμένοι,
στο ρεύμα του συρμένοι ακολουθούμε.
Ποιός ξέρει αν σε πνίξιμο μας φέρνη
ή σε ξέρα σωτηρίας, για να βγούμε,
--
Ποιός ξέρει ακόμα, που θα μας τραβήξη.
Μά μήπως το ξερόφυλλο που πέφτει
στη θάλασσα, ξέρει που θα το ρίξη
τ’ αφροστεφανωμένο κύμα;
     Οι ελληνικές γενιές των αρχών του προηγούμενου αιώνα, του μεσοπολέμου, της κατοχής και των μεταγενέστερων απελευθερωτικών και οικονομικής ανάπτυξης χρόνων, είχαν γαλουχηθεί θρησκευτικά και εκκλησιαστικά μέσα στην ατμόσφαιρα (ηθικοπλαστικά και αισθητικά) των Κατηχητικών. Θρησκευτικής ατμόσφαιρας θεσμοθετημένα από την επίσημη Εκκλησία περιβάλλοντα, που «ελέγχονταν» ή «καθοδηγούνταν», από τις λεγόμενες ευσεβιστικές οργανώσεις και λαϊκά Σωματεία. Της «Ζωής» και κατόπιν του «Σωτήρος» (μετά την διάσπασή τους) και άλλες μικρότερες, αλλά εξίσου κοινωνικά δραστήριες που είχαν ιδρύσει διάφοροι μητροπολίτες, ιδιαίτερα της βορείου ελλάδος. Η αγωγή μας, ήταν σαφή και στοχευμένα προσανατολισμένη. Ήταν η επίσημη κρατική και εκκλησιαστική ιδεολογία της εποχής.
      Έχουν δημοσιευθεί εκατοντάδες άρθρα και έχουν εκδοθεί αρκετά βιβλία τα οποία αναφέρονται και μας μιλούν για την στενή και οργανική σχέση των ευσεβιστικών αυτών οργανώσεων (τις αποκαλούν και παραεκκλησιαστικές) που ανδρώθηκαν κυρίως, μετά την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής (1922) στην ελληνική επικράτεια, μέχρι τις δύο δικτατορίες στην χώρα μας. Ιδιαίτερα με την τελευταία, αυτή της επταετίας. Οι ευσεβιστικές θρησκευτικές αυτές οργανώσεις λειτούργησαν σαν φυτώρια συγκεκριμένης πολιτικής πυξίδας, άκρως συντηρητικών θέσεων,  αυστηρής ηθικής, και σαφών κοινωνικών φιλοδοξιών. Θεωρούσαν την παιδαγώγηση του εκκλησιαστικού σώματος και της επίσημης διοικούσας Εκκλησίας της εποχής τους, αποκλειστικά δικό τους προνόμιο και καθήκον, επιζητώντας την ανάδειξη στα ανώτατα στρώματα της εκκλησιαστικής διοίκησης και ιεραρχίας δικά τους μέλη και πρόσωπα. Είχαν κάποτε, ιστορικά, τέτοια επιρροή και θρησκευτική δύναμη, ώστε όπως γράφτηκε από πολλούς, μπορούσαν να εκλέξουν ή κατεβάσουν από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο ακόμα και αρχιεπίσκοπο. Δες την περίπτωση του μακαριστού Ιακώβου, του γαλαξιδιώτη Γεωργίου Βαβανάτσου, πρώτου μητροπολίτη Αττικής και Μεγαρίδος, ο οποίος στην σύντομη θητεία του ως πρωθυερέας προσπάθησε να αλλάξει επί τα βελτίω τα εκκλησιαστικά πράγματα. Οι δύο αυτές ευσεβιστικές πολυπληθείς οργανώσεις ανέδειξαν επίσης, οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε, αρκετούς χριστιανούς διανοούμενους και στοχαστές, συγγραφείς και ερμηνευτές της Βίβλου, καθηγητές πανεπιστημίου και ιεράρχες, μεγαλόσχημους παράγοντες στην πορεία τους. Ανεξάρτητα αν μεταγενέστερα, πολλοί τις αρνήθηκαν και τις στηλίτευσαν για τον συντηρητικό ρόλο που διαδραμάτισαν μέσα στην ελληνική κοινωνία και την εκκλησία. Οι εκδόσεις τους ακόμα και σήμερα διαβάζονται και αποτελούν τεκμήριο των απόψεών τους πάνω σε θεολογικά και άλλα εκκλησιαστικά ζητήματα. Δεν άνηκα ούτε ανήκω σε καμία από αυτές τις οργανώσεις, έτσι μπορώ να σημειώσω ότι συμφωνούμε ή διαφωνούμε μαζί τους, δηλαδή για τον ρόλο που διαδραμάτισαν ιστορικά και πολιτικά, δεν παύουν να αποτελούν και οι μετέχοντες σε αυτές, μέρος του κοινωνικού-πολιτικού και εκκλησιαστικού σώματος της ελληνικής κοινωνίας. Σε άλλους ταιριάζουν οι απόψεις τους σε άλλους όχι. Το ίδιο ισχύει και για τους παλαιοημερολογίτες, τους μάρτυρες του ιεχωβά, τους καθολικούς, τους ευαγγελιστές και τα άλλα δόγματα που αποτελούν και εκείνα μέλη της ελληνικής πολιτείας. Όπως και οι έλληνες μουσουλμάνοι της βορείου ελλάδος. Κατά την προσωπική μου της ζωής εμπειρία και τις εκατοντάδες αναγνώσεις πατερικών κειμένων, η επίσημη ορθόδοξη εκκλησία της ελλάδος και του οικουμενικού πατριαρχείου, είναι ιστορικά, η συνέχεια της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και παράδοσης, τόσο της πρώτης εκκλησίας όσο και πολλών αξιακών αρχών και θέσεων των αρχαίων εθνικών ελλήνων. Εννοώ της παλαιάς θρησκείας. Την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Κλασική Εθνική Ελλάδα βρήκε το νέο της πρόσωπο ή διαμόρφωσε σωστότερα την καινούργια της σύγχρονη ιδιοπροσωπεία και ταυτότητα. Πράγματα γνωστά και χιλιοσχολιασμένα από ιστορικούς και ερευνητές που ακόμα πολλές φορές ταλανίζουν ίσως, όχι με το ίδιο πάθος και ένταση, τον ελληνικό λαό και τους διανοούμενούς του. Το γαρ πολύ της νόησης γεννά διχογνωμίες για να αποφορτίσω λίγο το κείμενο. Η ιστορική ταυτότητα ημών των ελλήνων είναι ένα πολύχρωμο μωσαϊκό. Ένα πολυποίκιλο ψηφιδωτό από μικρές ή μεγάλες ψηφίδες ένδοξων και μη ιστορικών περιόδων και παιδείας. Θρησκευτικών αφομοιώσεων, φιλοσοφικών οραματισμών, ηθών και εθίμων, κοινωνικών πρακτικών που σχηματίζουν το Πρόσωπο του Νέου Ελληνισμού. Στις μέρες μας, της νέας τρίτης χιλιετίας ούτε η παλαιά θρησκεία των εθνικών ελλήνων η επονομαζόμενη ειδωλολατρική από τους χριστιανούς μπορεί να σταθεί μόνη της και να αναβιώσει (όπως πιστεύουν κάποιοι αιθεροβάμονες συμπατριώτες μας), ούτε η ορθόδοξη παράδοση και εκκλησία μπορεί να παραβλέψει τις εθνικές πηγές των αρχαίων πολυθεϊστών ελλήνων. Μέσα στην ιστορική διαδρομή του ελληνικού έθνους τόσο ο πολυθεϊσμός και πολλές πρακτικές του όσο και ο μονοθεϊσμός της χριστιανικής παράδοσης, έβλαψαν και ωφέλησαν κατά διαστήματα το σώμα της ελλάδος. Η θρησκεία ή εκκλησία κάθε έθνους είναι αν θα μπορούσαμε να γράψουμε, το καθόλου καρδιογράφημα της ιστορικής διαδορμής του. Εκφράζει και συγκεφαλαιώνει και τα αρνητικά επεισόδια και τις υγιείς στιγμές και σκηνές. Γιατί η ζωή, είτε είναι κάτω από την σκέψη και την εποπτεία των Πλατωνικών και άλλων αρχών και το θεολογικό του σύστημα, (βλέπε τους νεοπλατωνιστές και νεοπλατωνίζοντες) είτε είναι βιωματικά χριστιανική τελετουργικά ορθόδοξη, στηριζόμενη στην Ανάσταση του Χριστού και την πίστη σε αυτό το καθημερινό βιωμένο γεγονός μέσω της Θείας Κοινωνίας των ανθρώπων, είναι ενιαία. Μία και η αυτή. Όμως, ας μην ξεστρατίσουμε από τον στόχο μας που είναι η ανάγνωση του ποιητικού έργου του ποιητή Αλέξανδρου Γκιάλα. Που έφυγε νεότατος, αφήνοντας όμως ίχνη στα νεοελληνικά γράμματα και ίσως και τις συνειδήσεις των ατόμων που ακολουθούν αυτές τις οργανώσεις.
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ
Χλωμά, τρεμάμενα, κεριά,
πολλά κεριά, και πάνε…
Έλα κι’ εσύ, φτωχή ψυχή,
με τους λεμονανθούς σου,
και στ’ άγιο ξόδι σκύβοντας
του πανωραίου Νεκρού σου,
το ματωμένο σώμα του
μ’ ανθούς και δάκρυα ράνε.          
     Στο παρόν σημείωμα, θα εξετάσω εν τάχει την ποίησή του, μην παραγνωρίζοντας και τον δεύτερο τόμο των δοκιμίων του, που έτυχε να αγοράσω παλαιότερα. Του ποιητή και δοκιμιογράφου Γεωργίου Βερίτη που προέρχεται από τα σπλάχνα των χριστιανικών αυτών οργανώσεων. Τον χριστιανό-ορθόδοξο ποιητή, στοχαστή, μεταφραστή, αρθρογράφο, δημοσιογράφο Γεώργιο Βερίτη, ψευδώνυμο του Αλέξανδρου Γκιάλα από την Χίο. Ενός χριστιανού δημιουργού και ιεραπόστολου της χριστιανικής ορθόδοξης πίστης, όπως τον απεκάλεσαν, που έφυγε νεότατος από την ζωή στην ηλικία την λεγόμενη Σταυρική. Την ηλικία των 33 χρονών. Πιστεύω, ανεξάρτητα την γνώμη που μπορεί να έχει ο αναγνώστης για τον ποιητικό λόγο του Γεωργίου Βερίτη, αξίζει να τον διαβάσουμε σαν ένα ακόμα τεκμήριο οραμάτων και στόχων μιας άλλης εποχής. Όσον αφορά το ποιητικό του έργο, σημειώνω τα εξής:  
ο ποιητής αυτός έχει μονοδιάστατο και επαναλαμβανόμενο ύφος, διακρίνεται για τον χαμηλό τονισμό του ποιητικού του ύψους, χωρίς μεγάλες απαιτήσεις, δίχως πλέρια ανοίγματα θρησκευτικής πνοής. Το ποιητικό του σώμα έχει-σε σχέση με άλλους ορθόδοξους χριστιανούς ποιητές και ποιήτριες-περιορισμένη θεματολογία, και ίσως, η εικονογραφία της οντολογίας του είναι χαμηλών προδιαγραφών, παρά το έντονο και αυθεντικό ατομικό του πιστεύω που είναι διάχυτο σ' όλο του το έργο. Δεν έχει-κατά την προσωπική μου αναγνωστική οπτική-μεγάλο βαθμό ποιητικότητας η γραφή του, παρά την αλήθεια των συναισθημάτων του και τους ειλικρινείς τόνους και αποχρώσεις της θρησκευτικότητάς του. Η φωνή του έχει ελάσσονα ποιητικό ήχο (αν την κρίνουμε στην σύνολη διάστασή της). Η ποιητική του φόρμα δεν έχει πάντα τεχνική αρτιότητα. Μακρηγορεί ασύστολα χάνοντας τον αρχικό ποιητικό στόχο στην επιθυμία του να αποκτήσει ο λόγος του κηρυγματική χροιά. Δεν αναγνωρίζουμε σχεδόν καθόλου, το αισθητικό πεδίο αναφορών της μέσα στο οποίο κινείται και αναπνέει. Ο μεταφυσικός της προβληματισμός είναι από την αρχή δεδομένος και περιορισμένος. Έχει προβλήματα η ποιητικής της δομή, σε πολλές του ποιητικές μονάδες ακατανόητα καταστρέφει τον αρχικό πυρήνα της αναφορικότητας της σύλληψης και οραματισμού της. Δηλαδή, απλώνει κουραστικά η ποιητική μονάδα, μόνο και μόνο για να εκθέσει την βαθειά κηρυγματική πίστη και θρησκευτικό ενθουσιασμό, ιεραποστολικό τόνο του ποιητή, αλλοιώνοντας έτσι τον παραδοσιακό της και ρυθμικό της σχεδιασμό. Η ρυθμολογία της πάλι, ενώ προέρχεται από τις παραδοσιακές πηγές της ποίησής μας και προκαλεί θετικά συναισθήματα στον αναγνώστη με τον βηματισμό της, είναι περιορισμένη σε πολλά του ποιήματα, παρά του ότι, γνωρίζει ο Βερίτης, την χρήση της κατάλληλης ρυθμολογίας για να ακουστεί ως ψαλμός ή ύμνος το ποίημα που συνθέτει. Κατέχει την τεχνική, αλλά πολλές φορές την αγνοεί. Το ποίημα πλέει ή μάλλον έχουν προστεθεί(;) κομμάτια κατά την σύνολη επιμέλεια της έκδοσής της. Το ίδιο συμβαίνει και με το λεξιλόγιό της. Ωραίες λέξεις, απλές, καθημερινές, οικείες που σβήνουν μέσα σε άλλες που φορτίζονται κηρυγματικά-θρησκευτικά. Πολλές στιγμές στην προσπάθειά του να διατηρήσει την απλότητα και καθαρότητα της σκέψης του, καταφεύγει στην υπερβολική απλοποίηση σε σημείο που στίχοι του να προσομοιάζουν σαν στιχάκια της στιγμής. Ή άλλες φορές, είναι τόσο μεγάλες οι Ωδές του, που λησμονείς τα αρχικά καίρια των οντολογικών αναφορών τους. Αντίθετα οφείλουμε να ομολογήσουμε, διαθέτει μεγάλα φτερουγίσματα ορθόδοξης πνοής, ελπιδοφορίας, πίστης, στοχασμού, ειλικρινούς προβληματικής, νηφαλιότητας, διαλλακτικότητας. (Ιδιαίτερα ο δοκιμιακός του λόγος και τα μικρά μελετήματά του, που διαθέτουν σαφήνεια, ελίσσονται στην ερμηνευτική τους προβληματική και προσέγγιση, διαβάζονται ακόμα και σήμερα με προσοχή. Γιατί, όπως και ο ποιητικός του λόγος,  κομίζουν την προσωπική του/τους αλήθεια και την δεδομένη αλήθεια μιας εποχής και φωτίζουν την ατμόσφαιρά της). Αν και τα δοκίμιά του, δεν τα επεξεργάζεται όπως όφειλε, όπως πράττουν άλλοι θρησκευτικοί-χριστιανοί ποιητές. Τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά και γνωστά μας για όσους ασχολούνται και με τα χριστιανικά γράμματα.
Εύλογα θα αναρωτηθεί ο όποιος αναγνώστης αυτής της ιστοσελίδας, αν βρίσκεις τόσες «ατέλειες» στην ποίησή του, τότε γιατί ασχολείσαι με το έργο του και δεν καταπιάνεσαι με άλλους αξιολογότερους και σημαντικότερους χριστιανούς ποιητές και ποιήτριες. Η απάντησή μου είναι η εξής:
πρώτον, ο ποιητής Γεώργιος Βερίτης ήταν ο πρώτος χριστιανός ποιητής που άκουσα στα παιδικά μου χρόνια. Δεύτερον, τον ανθολογούν οι χριστιανικές ποιητικές ανθολογίες. Και σίγουρα και αβίαστα, εκφράζει μιαν αλήθεια πίστης της εποχής του. Αναμφισβήτητα υπάρχουν ποιητικές του μονάδες, ποιήματά του, που διαβάζονται και μας συγκινούν τα οποία δικαίως, έμειναν στον χρόνο.  Έπειτα το γεγονός ότι έφυγε νεότατος από την ματαιότητα του κόσμου τούτου, πριν ολοκληρώσει την συγγραφική του δημιουργία και ίσως επεκταθεί και σε άλλα συγγραφικά μονοπάτια, αλλά και ζήσει σαν άτομο, τον καθιστά για την δική μου ατομική της ζωής εμπειρία άξιο μνημόνευσης και ένταξης μέσα στο ευρύτερο κλίμα της χριστιανικής ποιητικής παράδοσης.
ΘΑΛΑΣΣΑ
Κι’ ενώ τ’ απαλοκύμα σου στα πόδια μου αργοσβήνει,
και στα ακρογιάλι ανάλαφρα το φλοίσβο του ξεχύνει,
τα βλέμματά μου, ώ θάλασσα, στα πλάτια σου βυθίζω
κι’ ατέλειωτη κι’ εφτάπλαστη μπροστά μου ως σ’ αντικρίζω
του Ασύλληπτου στοχάζομαι την απεραντοσύνη.  
     Ο Γεώργιος Βερίτης ανήκει στους έλληνες ποιητές του Μεσοπολέμου. Είναι ένας ποιητής χαμηλής πνοής και έντασης αλλά αυθεντικής και πλήρους ειλικρίνειας όσον αφορά την μεταφυσική και θρησκευτική του στοχοθεσία και οραματισμό, που είναι η ορθόδοξη πίστη και αγωγή. Ανήκει-θα σημειώναμε-στους λεγόμενους ποιητές της «χαμηλής φωνής» κατά την ανθολόγηση και τον ορισμό του ποιητή Μανώλη Αναγνωστάκη. Ο Βερίτης είναι μάλλον ένας λαϊκός χριστιανός ποιητής, χωρίς να έχει τις ποιητικές δυνατότητες έμπνευσης άλλων σύγχρονών του ομοτέχνων, χριστιανών ορθόδοξων ποιητών, αν σταθούμε στην σύνολη ποιητική κυρίως κατάθεση και διηγηματική του παρουσία. Ο δοκιμιακός του λόγος παρουσιάζει άλλου είδους και θεματολογίας ενδιαφέρον. Ο Χιώτης ένθερμος πιστός ποιητής εμφορείται από έναν ειλικρινή χριστιανικό ενθουσιασμό, μια καλή πίστης «σταυροφορικής» διάθεσης. Είναι ο «καλός σπορέας» που δεν τον ενδιαφέρουν οι ακαδημαϊκές περγαμηνές αναγνώρισης, οι επιβραβεύσεις των λίγων, αλλά ο διπλανός του αυθεντικός χριστιανός, ο απλός λευίτης. Ο ακατήχητος στα άρρητα ρήματα της χριστιανικής παράδοσης και στοχασμού. Και αυτός ο τρόπος ποιητικής διδασκαλίας, δεν τον ενδιαφέρει να γίνει μέσω μιας «τέχνης για την τέχνη»-που την απορρίπτει συλλήβδην-αλλά μέσω ενός λόγου και μιας θρησκευτικής ανάσας που έχει την ατμόσφαιρα ίσως της παραβολής. Της θρησκευτικής παραβολής που γίνεται κατανοητή από τους απλούς ψαράδες και ξωμάχους και όχι τους πολυμήχανους χριστιανούς στοχαστές με τις ορθόδοξες περγαμηνές και επαίνους. Γιαυτό παραπάνω, τον ονόμασα λαϊκό χριστιανό ποιητή, ποιητή για τις μεγάλες αγνές και καλοκάγαθες χριστιανικές ψυχές που αναζητούν την παρηγοριά και την ελπίδα όχι σε περισπούδαστα θεολογικά συγγράμματα αλλά σε απλές ιστοριούλες που κομίζουν το χριστιανικό μήνυμα με μεγαλύτερη αμεσότητα και προπάντων ζεστασιά ελπίδας. Ο απλός χριστιανός, και μάλλον αυτό είναι μια κοινωνική αλήθεια, ευκολότερα θα διαβάσει την «αγία επιστολή» ή την «φωνή του κυρίου» παρά την Αποκάλυψη του Ιωάννη, η το «Ζώον Θεούμενο». Τα παλαιά χριστιανικά λαϊκά και παιδικά περιοδικά διαβάζονταν από το χριστεπώνυμο πλήρωμα όπως οι λαϊκοί, οι αστοί και τα παιδιά αναγνώστες, διάβαζαν την «Διάπλαση των Παίδων». Τα περιοδικά αυτά διαπαιδαγώγησαν γενιές ελλήνων και ερέθισαν την φαντασία τους, ενισχύοντας την φρονηματική τους διάπλαση. Συμφωνούμε ή διαφωνούμε, αυτή υπήρξε η παιδευτική πραγματικότητα στην χώρα μας για πολλές δεκαετίες. Ο Γεώργιος Βερίτης ως ποιητής, διαβάστηκε από τους νέους της γενιάς του, ενέπνευσε πίστη στην ορθόδοξη παράδοση και εκκλησία και ένα είδος λαϊκής αυτοθυσίας. Άλλωστε, οι αρνητές και σχολιαστές του, δεν θα συναντήσουν και πολλές μελέτες για την συγγραφική του παρουσία εκτός μάλλον από εκείνες τις γνωστές των θρησκευτικών οργανώσεων που θήτευσε. Ο ποιητικός του επαναπροσδιορισμός ανάγνωσης από τον Νίκο Αρβανίτη, στα κατά καιρούς μελετήματά του και στην επιμέλεια των Απάντων του, είναι η εναπομείνασα κυρίαρχη συγγραφική του περιπέτεια στις ημέρες μας. 
Αντιγράφω τις πληροφορίες που συνάντησα για εκείνον και καταγράφω και τα άλλα βιβλιογραφικά στοιχεία των μελετητών του. Σαν μια ελάχιστη συμβολή σε έναν μινόρε ποιητή του μεσοπολέμου που χάθηκε νεότατος, και αυτό, ας μην το λησμονούμε.
Επίσης, αξίζει να προσεχθούν τα ποιήματα που γράφει για άλλους ποιητές και συγγραφείς, όπως ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, σελίδα 170-172.  Αποτελείται από 10 πεντάστιχες στροφές σε παραδοσιακό ομοιοκατάληκτο στίχο. Η σύνθεση αρχίζει με μότο από το ποίημα του ποιητή Λαπαθιώτη, «Οι νικημένοι της ζωής»:
Ψυχή, που πήρες κι έσμιξες το κρίμα και το κλάμα,
απόψε κάτι μ’ έσπρωξες για να βρεθούμε αντάμα…
Παίρνω στα δάχτυλα απαλά και μ’ άλγος ξεφυλλίζω
του τραγουδιού σου τον ανθό, της ζήσης σου το δράμα,
-τόνα σαν τ’ άλλο, ώ σπαραγμός!- κι’ έτσι, άθελα, δακρύζω.
--
Χρυσή ‘ταν η βαρκούλα σου, μετάξι το πανί της,
μαλαματένιοι κι’ σκαρμοί κι’ ασήμι τα κουπιά,
κι’ εσύ, ο γλυκός τραγουδιστής κι ο λυγερός τεχνίτης,
(την ώρα που ξεκίνησες τήνε θυμάσαι πιά;)
ξανοίχτηκες, για να χαρής-και να πνιγής! μαζί της.
……………………………………………………………………  
 ενώ το ποίημα που γράφει για τον αλεξανδρινό ποιητή Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, αποτελείται από 3 πεντάστιχες στροφές με παραφρασμένους στίχους του ίδιου του Καβάφη:
«Πλούσιο παιδί που φτώχυνες, βαθύτατη η πληγή σου,
στενό της τέχνης το κελί κι’ ένα χωράφι η γη σου.
Δύστυχε! χρόνια πέρασες και ρήμαξες και χάλασες.
Καινούργιους τόπους δε θα βρής, δε θάβρης, άλλες θάλασσες
Ερείπια μόνο συναντούσες τα μάτια όθε γυρίσουν.
--
Τι να προσμένης; Κι’ η φυγή δεν είναι πιά για σένα.
Και πού θα πάς; Τάχα για σε κι’ εδώ δεν είναι ξένα;
Σαν ξενιτιά τόνε θαρρείς τον κόσμο σου κι εδώ.
Μεγάλα τείχη, σκοτεινά, τριγύρω σου υψωμένα.
Δεν έχει πλοίο, το μάντεψες, για σε δεν έχει οδό.
--
Κι όμως, το μάντεψες κι’ αυτό και δεν το λησμονάς:
για τα μεγάλα ήσουν εσύ και για τα ωραία πλασμένος.
Κι’ είναι ο καημός αβάσταχτος, να βρίσκεσαι κλεισμένος
σε σάπια μνήματα φριχτά, και πάντα να γυρνάς
της αμαρτίας το μάγγανο και σκλάβος να γερνάς.
Αλλά ο Βερίτης, γράφει και ποίημα για τον γάλλο ποιητή Σαρλ Μπωντλαίρ. Η σύνθεση χωρίζεται σε 3 μέρη που τα δύο μέρη αποτελούνται από 3 τετράστιχες στροφές, ενώ η τρίτη, από τέσσερεις.  
Στον σκιαθίτη διηγηματογράφο κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, αφιερώνει το ομώνυμο ποίημα Παπαδιαμάντης:
Των πονεμένων νοσταλγών νοσταλγικέ τραγουδιστή,
τον πόνο μου ήρθα να σου πώ, πάρε χαρτί και γράφε.
Η Πίστη που ύμνησες εσύ μέσα μας έχει κλονιστή!
κι εμείς που σε θαυμάζουμε δεν έχουμε καρδιά πιστή,
ώ των αγνών και πράων φίλε, αδερφέ ζωγράφε!
--
Στα Γράμματά μας τα φτωχά μοναδικό διαμάντι,
γενιές γενιών θα σ’ ευλογούν, σεμνέ Παπαδιαμάντη!
Εσύ τον Άθωνα έσμιξες με την Αθήνα, ώ μύστη,
κι’ αδελφωμένος, στην αγνή καρδιά σου μέσα, εκλείστη
ο στοχασμός ο ελληνικός με του Χριστού την πίστη.
…………………………………………….
Ενώ στο εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό γράφει ένα όμορφο πεντάστιχο ποίημα με τέσσερεις στροφές:
Γλυκόφωνε τραγουδιστή με τ’ ακριβά σου δώρα,
σοφά σ’ ανάστησ’ ο Θεός στην πιο κατάλληλη ώρα
χαρούμενος να τραγουδάς τη λευτεριά του Γένους.
Τάχα ποιόν ύμνο Λευτεριάς να λε’ η ψυχή σου τώρα,
σ’ όμορφους κόσμους ηθικούς αγγελικά πλασμένους;
--
Ας ψάλη η λύρα το γλυκό σκοπό της έμπνευσής σου,
κι άς κατεβούν σε σύννεφο μυρόλουστο οι αγγέλοι
την μεγαλόπνευστην ωδή μαζί μ’  εσέ ν’ αρχίσουν.
Κι’ εσύ, Ποιητή, κράτα καθώς η θεία πνοή το θέλει
ανοιχτά πάντα κι’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής σου.
--
Τραγούδια μεγαλόφωνα σαν Πίνδαρος αρχίνα,
πλέξε στεφάνια αμάραντα με στίχους και με κρίνα.
Αηδόνι και της Πίστης μας και της Ελευθερίας,
τα μύρια πνεύματα που ακούν θ’ αντικριστούν κι’ εκείνα
στην πύλη την ολόχρυση της Παντοδυναμίας.
--
Ανάκουστος κελαϊδισμός τα στήθια σου ταράζει.
Σαν ποιο σκοπό νειρεύσαι καθώς γλυκοχαράζει;
Ξέρω, έχεις πόθο ακοίμητο, κι’ ο πόνος σου κρυφός.
Μά σήκω τώρα να χαρής πώς, μεσ’ στο ουράνιο φώς
Της Λευτεριάς, ο ελληνικός ξανά ουρανός γιορτάζει.
Ο Βερίτης διαθέτει μεγάλη συγγραφική άνεση. Γράφει ποιήματα για την τελετή έναρξης των Κατηχητικών αλλά και Παιδικά τραγούδια.  Συνθέτει ποιήματα για την Φύση αλλά και Χριστουγεννιάτικα ποιήματα. Για την Ελλάδα και Αναστάσιμα. Δοξαστικά και Λατρευτικά. Γράφει το ποίημα «Ο Ύμνος του Σταυρού» αλλά και τον «Ύμνο των φοιτητών». Το ποίημα για την Μαγδαληνή και εκείνο «Στην Κατασκήνωση». Συνθέτει το Oratorium «Η Γέννηση του Λυτρωτή». Ταυτόχρονα, μεταφράζει από τον λυρικό ρομαντικό Fridr. Holderlin αλλά και τον σκληρό και αυστηρό Stefan George ποιήματα. Μεταφράζει ποιήματα του Γάλλου θρησκευτικό ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Paul Claudel αλλά και του Lope de Vega. Μεταφράσεις έργων και ποιητών που μας δείχνουν τις ελπίζουσες καταβολές του και τους αναβαθμούς της δικής του ποιητικής πνοής. Όπως διαπιστώνουμε, πέρα από την θρησκευτική του πνοή, πειραματίζεται σε διάφορες τεχνικές και είδη. Το ποιητικό δαιμόνιο που κρύβει μέσα του ίσως, να προσπαθεί να υπερκεράσει την θρησκευτική της πίστης του ποιητική πνοή ή τουλάχιστον, να συμβαδίσει μαζί της, μην αρνούμενο τις χαρές των αισθήσεων, όπως φαίνεται σε μικρές του αδρές συνθέσεις που αφορούν το νησί του. Αλλά και πάλι, εντέλει, υποκύπτει στον πειρασμό της θρησκευτικής κηρυγματικής του διάθεσης, όπως βλέπουμε στο ποίημα «ΜΗΝ ΑΠΟΚΑΝΗΣ, ΔΟΥΛΕΥΤΗ!» που είναι χαρισμένο στους Εργάτες της Αλήθειας. Οι στίχοι αυτοί θα μπορούσαν να είναι «προλεταριακοί», αγωνιστικοί αν δεν ήσαν ενταγμένοι σε ένα κουκούλι μεταφυσικής ανάτασης και μιας «ηθικολογίας» ή αρετολογίας που ξεστρατίζει το δρόμο του ποιήματος πέρα από τον σκοπό της αγωνιστικής και επαναστατικής διάθεσης. Ο ποιητής την ολοκλήρωσή του την συναντά στο ποίημα ΛΑΤΡΕΙΑ
Πρωτάνθισμα του νου μου η προσευχή μου,
μυρίπνοη φέρνει μπρός Σου την ψυχή μου.
Καρπός χειλέων η ταπεινή μου λέξη,
ύμνο την πλάθει κάθε αγνή μου σκέψη,
Ελπίδα μου χρυσή κι’ απαντοχή μου!.
Να ο τελικός σκοπός του ποιητικού του λόγου, μια προσευχή στον Θεό της πίστης του. Στον κεντρικό και αιώνιο Ιδεότυπο της χριστιανικής εκκλησίας τον Χριστό. Το συγκεφαλαιωτικό πανανθρώπινο σύμβολο της Αγάπης και του Ελέους.
     Τα φιλολογικά του δοκίμια είναι καλογραμμένα, έχουν νηφάλιο ύφος, στρωτή και απλή γλώσσα, αλλά περιορισμένης φιλολογικής εμβέλειας. Τουλάχιστον αν τα δεχτούμε μέσα στην ατμόσφαιρα του ελληνικού δοκιμιακού λόγου, της εποχής του μεσοπολέμου. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παρατηρήσεις του για το θεατρικό έργο του Γιώργου Θεοτοκά. Όπως και η κριτική που κάνει στον κριτικό Κλέωνα Παράσχο, για την μελέτη του για τον συριανό συγγραφέα Εμμανουήλ Ροϊδη. Διαβάζεται με προσοχή το δοκίμιό του για τον «Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο και το ιστορικό του έργο». Το ίδιο και για το έργο του Άγγελου Βλάχου. Τα λαογραφικά του επίσης, για τις «Παροιμίες» και τις «χριστιανικές επιδράσεις στα δημοτικά τραγούδια» σηκώνουν συζήτηση, αν και καλογραμμένα. Ωραίο και το «Αλεξικέραυνόν» του.
Ποιητής ή Άγιος, ο χριστιανός άνθρωπος σχοινοβατεί μεταξύ Πίστης Αναστάσεως και Ποιητικής Αθανασίας. Ο σθενουργός μυστικός σπόρος της προσωπικής λατρείας και της οικουμενικής αγάπης ενυπάρχει και στην Πίστη και στην Ποίηση. Συν πάσι τοις αγίοις και ποιητές. Δηλαδή, το ανθρώπινο γένος.      
ΕΡΓΑ
• Η Ωδή του Αγαπητού, Αθήνα 1947
• Το τραγούδι του παιδιού, (συνεργασία, 1948)
• Με την αυγή, Αθήνα 1950
• Όταν ανθίζουν τα κρίνα, Αθήνα 1950
• Στις πηγές των υδάτων, Αθήνα 1950
• ΑΠΑΝΤΑ-ΠΟΙΗΜΑΤΑ, «Δαμασκός»- Αθήνα 1958
• ΑΠΑΝΤΑ-ΠΕΖΑ ΙΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ-ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ-ΜΟΡΦΑΙ, εκδόσεις «Δαμασκός»- Αθήνα 1958
Την επιμέλεια της συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων του και των κειμένων του, είχε ο ποιητής Νίκος Αρβανίτης.
Τα Ποιήματά του, έχουν επανεκδοθεί πάμπολλες φορές από τον εκδοτικό οίκο «Δαμασκός». Δες όγδοη έκδοση 2010. Στις επανεκδόσεις των πρώτων εκδόσεων, έχει γίνει διαφορετική κατανομή της ποιητικής ύλης. Και σύμφωνα με ορισμένους μελετητές του, έχουν γίνει «παρεμβάσεις» στην ύλη.   

Σχετικές πληροφορίες:
• Μαρία-Ελευθερία Γ. Γιατράκου, «100 χρόνια από τη γέννηση του Αλέξανδρου Γκιάλα», στην ιστοσελίδα της Ιεράς Μητρόπολης Χίου, Ψαρών και Οινουσών.
 Ηλίας Μαστρογιαννόπουλος, Αλέξανδρος Γκιάλας, Γ. Βερίτης, εκδ. Δαμασκός 1988
 Ιωάννης Μενούνος, Γιώργος Βερίτης (1915-1948), Αθήνα 1965
• Κυριάκος Ντελόπουλος, «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΨΕΥΔΩΝΥΜΑ» 1800-2004, γ΄ έκδοση νέα συμπληρωμένη, εκδ.«Εστία» 2005, σελ. 191
 Βιογραφική Εγκυκλοπαίδεια Ελλήνων Λογοτεχνών. Σύνταξη-Επιμέλεια ύλης: Δημήτρης Π. Κωστελένος. Εισαγωγή Γεώργιος Βαλέτας, τόμος Α΄, λήμμα στην σελίδα 133, εκδόσεις Αφοί Κ. Παγουλάτου 1974.
--
 Νίκος Αρβανίτης, εκτενές λήμμα (σ. 399-404) και αποσπάσματα (σ. 404-414) από το ποιητικό και δοκιμιακό του έργο στην ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ. ΜΕΓΑΛΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ. Εποπτεία Γεώργιος Θ. Ζώρας, διευθυντής Σύνταξης Ιωάννης Μ. Χατζηφώτης, έκδοση Χάρη Πάτση χ.χ. τόμος 3ος, σελίδες 399-414
(Στο πλήρες και διαφωτιστικό κείμενο του λογοτέχνη Νίκου Αρβανίτη για τον Γεώργιο Βερίτη, δημοσιεύεται και η εξής βιβλιογραφία:
Νίκος Αρβανίτης, Γ. Βερίτης, ο οδηγητικός (ενθύμηση στα 20 χρόνια από το θάνατό του), ανάτυπο από το περιοδικό «Ακτίνες», Αθήνα 1968
Στέλιος Ι. Αρτεμάκης, «Μια ποιητική φυσιογνωμία», εφημερίδα «Έθνος» 9/5/1968
«Αφιέρωμα» εις μνήμην Αλ. Γκιάλα (Γ. Βερίτη), έκδοσις «Χριστιανικής Ενώσεως Επιστημόνων», Αθήνα 1968
Αλέξανδρος Γκιάλας (Γ. Βερίτης), έκδοσις «Χριστιανικής Φοιτητικής Ενώσεως», Αθήνα 1954
Σ. Καλησπέρη: Προλεγόμενα στην έκδοση των «Απάντων» Γ. Βερίτη, Αθήνα 1958
Ελένη Καριτά, «Γ. Βερίτης», περιοδικό «Ακτίνες», τ. 1968, σ.σ. 196-199
Μελής Νικολαϊδης, περιοδικό «Ακτίνες», τ. 1949, σ.σ. 175,301
Αθηνά Ταρσούλη, περιοδικό «Ακτίνες», τ. 1958, σ.σ. 193-195).
--
 Νίκος Β. Τυπάλδος, «ΤΑ ΕΛΛΗΝΟΡΘΌΔΟΞΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ»-ανιχνεύσεις και προσεγγίσεις στον χώρο της Νεοελληνικής Χριστιανικής Λογοτεχνίας, εκδ. «ΤΗΝΟΣ» χ.χ. σ. 16,23,24,35,48, 68, 125,138, 151, 215.
(«Ο Γ. Βερίτης είναι αναμφίβολα ένας από τους πρώτους-ίσως ο πρώτος-οι οποίοι προώθησαν αποτελεσματικώς και με μαχητικότητα τα Χριστιανικά Γράμματα στα τέλη του Μεσοπολέμου ως λίγο πρίν την λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Τα ποιήματά του-όπως και τα δοκίμιά του- μπορεί να υπηρέτησαν το κίνημα του περιοδικού «Ακτίνες», όμως διόλου δεν θα συμφωνήσομε, ότι «δεν έφτασαν στην καθαρή τέχνη». Η μοναδική ποιητική συλλογή, που κυκλοφόρησε λίγο πρίν από την κοίμησή του στα 1947 έχει αξιόλογα, καθόλου κηρυγματικά, λυρικά κομμάτια σε έμπνευση και τεχνική αρτιότητα…..») 
--
 Δημήτριος Τσάκωνας, «Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ 30 ΤΑ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΤΑ» εκδ. «Κάκτος» 1989, σ.308-310
«Ο Γ. Βερίτης (1915-1948) φιλολογικό ψευδώνυμο του Αλέξανδρου Γκιάλα υπήρξε γιος πιστού και ενάρετου ιερέα που του μετέδωσε απ’ την παιδική ηλικία του την ευσέβεια.
    Αν τον ρωτούσαν ποιο βάζει ψηλότερα, ένα αστέρι ή ένα κεράκι θ’ απαντούσε το κεράκι. Ξεκινάει απ’ την προϋπόθεση ότι «η Λογοτεχνία χάνει την ανεξαρτησία της, όταν μπαίνει στην υπηρεσία των ιδανικών». Δεύτερον, πως «ο υλισμός, η αθεϊα, ο φροϋδισμός, η σαρκολατρεία εμόλυναν, εβρώμισαν κυριολεκτικά την τέχνη». Και τρίτον, «ο Χριστιανισμός έρχεται να την αγνίσει, να την υψώσει». Μετέχοντας των Κινήσεων της «Ζωής» και των «Ακτίνων» πίστευε ότι στη σύγχρονη Ελλάδα δεν χρειάζονταν ένας λεπταίσθητος ποιητής όπως ο Σολωμός, όσο ένας δεύτερης ποιότητας λαϊκός αοιδός του Χριστιανισμού.(1). Ήταν άνθρωπος με θεοκεντρική γραμμή στην πορεία του, με τακτική συμμετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας και με την συνεχή θερμή προσευχή σύντροφό του. Έβλεπε σαν πνευματική καθίζηση το κατρακύλισμα της νεότητας και τον ηθικό ξεπεσμό της λογοτεχνίας, που κυλιόταν στο βούρκο, δεμένη στις χειροπέδες των παθών, τη «χαρά» του μεθυσιού, των ναρκωτικών, και της παραφροσύνης.
     «Θα δουλέψουμε, θα φωνάξουμε, θα παλέψουμε. Θα τους κάνουμε να μας ακούσουν». Αυτό πρέπει να γίνει. Και θα γίνει όχι με τα μέσα της Πολιτείας, ούτε με τη βοήθεια των Αρχών. Πρέπει να είμεθα αποφασισμένοι να αγωνιζόμεθα μέσα στην ατμόσφαιρα όχι της ελευθέρας Εκκλησίας, αλλά της Εκκλησίας που διετέλεσε υπό Νέρωνας και Δεκίους και Διοκλητιανούς. Αν δεν αναστήσουμε μέσα στην ψυχή μας το πνεύμα των κατακομβών και του μαρτυρίου, είμεθα άχρηστοι, για τη σημερινή εποχή. Όταν μας λείψει  αυτό το πνεύμα, θα ζούμε ίσως ανετότερα τη ζωή μας, θα παριστάνουμε ίσως ευκολότερα τον ιεραπόστολο, αλλά δεν θα είμεθα ένα πράγμα: δεν θα είμεθα μαθηταί Εκείνου που είπε «πυρ ήλθον βαλείν επί την γην και τι θέλω ει ήδη ανήφθη» (2). Πυρπολυμένος απ’ την αγάπη για τον συνάνθρωπο, γλυκύμολπα αντιτίθεται στο δόγμα «η τέχνη για την τέχνη».
     Αν και ενταγμένος στην αλυσίδα των χριστιανών της «Ζωής» (3), δέχεται την επίδραση της γαλλικής χριστιανικής σκέψης (Ντανιέλ Ροπς, Φρανσουά Μωριάκ, Κλωντέλ) προσδίδοντας ποιητικότερη έκφραση στο νεοελληνικό ευσεβισμό, χωρίς ν’ απομακρύνεται απ’ τη δογματική της Εκκλησίας. Έτσι, αν και δημοτικιστής προσδίνει λόγια εμφάνιση στο χριστιανικό πολιτισμό (4). Ορμητικός αλλά και ευαίσθητος, ενθουσιώδης αλλά και λεπτός, τραγουδάει το δειλινό, τις ομορφιές του Παραδείσου και την πηγή του χωριού του, το μοσχοβόλημα της αγράμπελης και την αναστάσιμη χαρά (5)
     Αντιτιθέμενος στα «φαουστικά» κενά που χαίνουν στην άβυσσο» με δραματικό μεγαλείο και αντιαναγεννησιακή ορμή (6), κραυγάζει: «Ήταν φώτα, χίλια φώτα, μα δεν ήτανε το φως» (7). Από αγνότητα οδηγείται στην κλίμακα της τρυφεράδας, της στοργής, της αγάπης. Κάτω από τις συνηθισμένες ρίμες και το μονότονο ρυθμό των ποιημάτων της «Ωδής του Αγαπητού» υπάρχει μια γοητεία που, αν δε σε αφήνει εκστατικό, όμως καταλαβαίνεις ότι έρχεται από κάποιον άλλο ουρανό».
     Ακόμη και ιδέες βαθιές και μεγάλες κατάφερε να τις κλείσει σε στίχους τόσο απλούς, που να τους καταλαβαίνει και να τους χαίρεται τραγουδώντας τους κι η πιο μικρή παιδούλα (8).
     Η απήχηση του ποιητικού του έργου περιορίσθηκε στην κίνηση των «Ακτίνων» και λιγότερο στους κύκλους του νεοελληνικού ευσεβισμού, που ήταν αποξενωμένοι και όχι ιδιαίτερα ευεπήφοροι σε λογοτεχνικές ανατάσεις, όσοι μάλιστα εξ αυτών, κατά το παράδειγμα της νεότερης Δυτικής χριστιανικής σκέψης, επιζητούσαν την διά της θετικής επιστήμης απόδειξη της ύπαρξης του Θεού.
1.Ι. Μενούνου: «Γ. Βερίτης (1915-1948)» Αθήνα, 1965, σελ. 36-41
2.Ι.Γ. Αλεξίου: «Μορφές», Μυτιλήνη 1965, σελ. 39-42
3. «Αλέξανδρος Ι. Γκιάλας (Γ. Βερίτης)», στο «Αφιέρωμα εις μνήμην Α. Γκιάλα (Γ. Βερίτη), Αθήνα 1958, σελ. 9-13
4.Ντίνος Χριστιανόπουλος: «Ο ποιητής Γ.  Βερίτης», στην «Πνευματική Ζωή» Αθήνα, 15-1-1953, σελ. 243-244.
5. Πρβλ. Ν. Αρβανίτη: «Βερίτης Γεώργιος», στου Χ. Πάτση: «Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», Αθήνα χ.χ. τ. 3, σελ. 399-404. Πρβλ. επίσης Αλέξ. Ι Γκιάλα: «Μηνύματα προς τους νέους», Αθήνα, 1949, σελ. 33 κ.ε.
6. Γ. Βερίτη: «Ο ποιητής χθες και σήμερα», Αθήνα 1968, σελ. 14, κ.ε. 42 κ.ε.
7. Πρβλ. Ν. Αρβανίτης, όπ.
8. Αλέξανδρου Τσιριντάνη: «Επικήδειος Λόγος», στο «Αλέξανδρος Γκιάλας (Γ. Βερίτης)» Αθήνα 1954, σελ. 101.
--   
 Γεώργιος Πετούσης, Γ. ΒΕΡΙΤΗΣ (ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΚΙΑΛΑΣ) 1915-1948. ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ, σελ. 215-218 στον τόμο «ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΜΑΣ», εκδόσεις Παγκύπριος Σύλλογος Ορθοδόξου Παραδόσεως, «Οι φίλοι του Αγίου Όρους», Λευκωσία, Κύπρος 1990. (κεντρική διάθεση Βιβλιοπωλείο Παρουσία.
--
 Ευάγγελος Ν. Μόσχος, Η ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΜΑΣ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ, σελ. 192. Στον τόμο «ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΜΑΣ», Λευκωσία 1990.
(«Ο Γ. Βερίτης πρωτοεμφανίστηκε στην ποίηση το 1938 για να αναχωρήσει από τούτη τη ζωή νεότατος, το 1948, στα 33 χρόνια του. Υπήρξε ο ποιητής της μεταφυσικής αγωνίας αλλά και της μεταφυσικής βεβαιότητας. Είναι ο ποιητή που υμνεί τον Χριστό με απλούς και απαλούς τόνους ανεπιτήδευτης λυρικότητας και ποιητικής έξαρσης, μέσα σ’ ένα κλίμα γνήσια ορθοδόξου θρησκευτικού συναισθήματος»)
-- 
 Χρήστος Σωκρ. Σολομωνίδης, «ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ» Αθήνα 1968, σελ. 79,82.
    («Η χριστιανική πίστη εμπνέει το Βερίτη (Γκιάλα) και τον τοποθετεί ανάμεσα στους κυριώτερους νεοέλληνες χριστιανούς ποιητές. Τα Χριστούγεννα γίνονται για τον ποιητή αφορμή να υψώσει τον αίνο του προς τον «βροτοθέντα Θεό». Με τίτλο «Δόξα εν υψίστοις», αφιερώνει πολύστιχο ποίημα για τη Θεία Νύχτα: Χρυσή βραδυά, γεμάτη θάμπη/ σκιρτούν στο φως βουνά και κάμποι….»)
--
 Άρης Δικταίος, «μάνα». Ανθολογία από την παγκόσμια ποίηση, πεζογραφία και θέατρο, εκδόσεις ΣΤ. Βασιλόπουλος 1968, σελ. 327, 489. Δημοσιεύεται το ποίημα «ΜΑΝΑ ΓΛΥΚΥΤΑΤΗ» και μικρό βιογραφικό.
(«Γ. Βερίτης (1915-1948) Φιλολογικό ψευδώνυμο του Αλέξανδρου Γκιάλα, από τα Έλατα της Χίου. Η βαθύτατη πίστη του κ’ η διαρκής ενατένιση του θείου, υπήρξαν το κέντρο γύρω από το οποίο κινήθηκε η λογοτεχνική εργασία του, που στο μεγαλύτερο μέρος της είναι ανέκδοτη, σκορπισμένη σε διάφορα θρησκευτικά έντυπα. Το ταλέντο του υπήρξε, δυστυχώς, κατώτερο της θρησκευτικής και ποιητικής βούλησής του. Το ανθολογούμενο ποίημά του ανήκει στη συλλογή «Στις πηγές των υδάτων».»)
--
 Δημήτριος Σ. Χατζηπέτρος, «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ», εισαγωγικό κείμενο: Ε. Ν. Μόσχος. Για την Κυπριακή ποίηση: Αντώνης Πιλλάς, εκδ. «ΑΣΤΗΡ»-Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου 1996, σελ. 20-21, 89-96.
(« Ο Γ. Βερίτης, που πρωτοεμφανίστηκε στην ποίηση το 1938 και πέθανε νεώτατος, το 1948,  στα 33 χρόνια του, υπήρξε ο ποιητής της μεταφυσικής αγωνίας, αλλά και της μεταφυσικής βεβαιότητας, που υμνεί τον Χριστό με απλούς και απαλούς τόνους ανεπιτήδευτης λυρικότητας  και ποιητικής έξαρσης, σ’ ένα κλίμα γνήσια ορθόδοξου θρησκευτικού βιώματος. Η πρώτη ποιητική του συλλογή, η «Ωδή του «Αγαπητού», εκδόθηκε το 1947 και η δεύτερη, μετά το θάνατό του, το 1950, με τον τίτλο «Στις πηγές των Υδάτων», για να ακολουθήσει και μια τρίτη αργότερα «Όταν ανθίζουν τα κρίνα». Από τα πιο δυνατά σε έμπνευση και αισθητική αρτιότητα ποιήματά του είναι «Ο Λυτρωτικός» και η «Αγωνία». Ιδού μερικοί στίχοι από τον «Λυτρωτικό»: Αγάπη τέτοια ούτε της μάννας!/Ακούω τον ήχο το γλυκό/…». Ανθολογούνται τα ποιήματα: «ΑΠΟ ΤΟΝ «ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ»», «ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟ»», «ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΥΤΡΩΤΙΚΟ»», «ΑΝΑΣΤΑΣΗ…», «ΑΓΩΝΙΑ»,  «ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ», «ΜΟΝΟΣ ΜΑΖΙ ΣΟΥ» και «ΠΩΣ ΝΑ ΣΟΥ ΨΑΛΛΩ όπως ΤΟ ΘΕΛΩ;»).
--
 Νίκου Τυπάλδου, «ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ» ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΣΟΛΩΜΟ ΕΩΣ ΤΟ 1973, εκδόσεις «Αποστολικής Διακονίας»-Αθήνα 1974, σ. 19, 25, 64-88. Γράφει ο Τυπάλδος στο εισαγωγικό σημείωμα:
(«Ο Γ. Βερίτης, που πέθανε πολύ νέος, πριν ωριμάση ποιητικά, έχει μεταφυσικό προβληματισμό αλλά και ενθουσιασμό και λυρικό ανάβρυσμα πλούσια. Κι όταν, σιγά-σιγά, παραμερίζη το μαχητικό χριστιανισμό-αναγκαίο, πολύτιμο για την εποχή που εξετάζουμε-όταν δεν είναι μονάχα ο «οδηγητικός Βερίτης», γίνεται εσωτερικός και κατανυκτικός, καθώς έχει ζυμωθή με το λειτουργικό της Ορθοδοξίας και την ενδοσκόπηση του ασκητικού οδοιπόρου. Τότε αποκτά, ο πάντα παραδοσιακός στίχος του, πχ. στον «Αναστάσιμο», λυρισμό και τεχνική πληρότητα σε βαθμό υψηλό.». Ο ποιητής ανθολογείται με τα εξής ποιήματα:  «όμορφοι κόσμοι», «Εν ταις νυξί…», «Όραμα ζωής και θανάτου», «…Και ο Ιωσήφ ο από Αριμαθίας», «Δοξολογία», «Ήρθε το βράδυ», «Παπαδιαμάντης», «Το αλφάβητο των Αίνων», «Ο Κοινωνικός», «Ο Αναστάσιμος», «Η Τριλογία του Διχασμού Α΄», «Η Τριλογία του διχασμού Β΄», «Πάσχα Θεού», «Λαμπερός Αρχάγγελος»)
• Παντελής Β. Πάσχος, «ΘΥΣΙΑ ΑΙΝΕΣΕΩΣ» κείμενα πνευματικών προβληματισμών και προσεγγίσεων. Εκδοτικός οίκος «ΑΣΤΗΡ». Αλ. & Ε.Παπαδημητρίου-Αθήνα 1978, σελ.66, 88-89,105. Ο ποιητής και δοκιμιογράφος Πάσχος εντάσσει στο εξεταζόμενο κεφάλαιο «Προσευχή και Νεοελληνική Ποίηση» ποίημα «Αλφάβητο των Αίνων» του Γεωργίου Βερίτη από την σύνθεσή του «Η Ωδή του Αγαπητού», Αθήνα 1947. Γράφοντας τα εξής: «Είναι από τα ποιήματα που πολύ αγαπήθηκαν, γιατί η ιστορία του ποιητού κ’ η πνευματική του περιπέτεια είναι πολλών πνευματικών ανθρώπων περιπέτεια και ιστορία.  
 Βασίλης Δ. Αναγνωστόπουλος-Κώστας Φωτάκης, «ΛΕΞΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ» ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ-ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΕΣ, εκδ. «Πατάκη» 2000, 36
(«Ο Γεώργιος Βερίτης (ψευδώνυμο του Αλέξανδρου Ι. Γκιάλα) γεννήθηκε στα Έλατα Χίου (1915) και πέθανε στην Αθήνα (1948). Σπούδασε θεολογία και ασχολήθηκε με την ποίηση θρησκευτικού χαρακτήρα και τη διηγηματογραφία. Συνεργάστηκε με διάφορα περιοδικά, ιδίως με τις Ακτίνες. Στη διάρκεια των σπουδών του έγραψε τρεις μελέτες: α) «Αι παλαιοχριστιανικαί έρευναι και η καταγωγή του ανθρώπου», β) «Οι σοφοί περί Θεού και θρησκείας» και γ) «Οι μεγάλοι άνδρες περί χριστιανισμού».
     Το 1947 εξέδωσε τη συλλογή Ωδή του Αγαπητού. Μετά το θάνατό του κυκλοφόρησαν τρεις συλλογές με ανέκδοτα έργα του: Στις πηγές των υδάτων. Με την αυγή. Όταν ανθίζουν τα κρίνα. Τα πεζά του εκδόθηκαν σε δύο τόμους. Μετέφρασε επίσης Το ταξίδι του εκατόνταρχου του Ερνέστου Ψυχάρη. Το 1958 με την επιμέλεια του Νίκου Αρβανίτη εκδόθηκαν τα Άπαντά του σε τρείς τόμους: α) Ποιήματα, β) Άρθρα και μελέται και γ) Φιλολογικά θέματα. Διηγήματα, Μορφαί. Πολλά από τα ποιήματά του αυτά δεν έχουν επεξεργαστεί από τον ίδιο, γι’ αυτό και παρουσιάζουν ορισμένες ατέλειες, οι οποίες όμως χάνονται κάτω από τη γοητεία του λόγου.
     Ο Γ. Βερίτης είναι ο πιο αντιπροσωπευτικός ποιητής του παραδοσιακού θρησκευτικού στοιχείου. Η ποίησή του μπορεί να μη σημειώνει μεγάλα πετάγματα, κινείται όμως μέσα στο κλίμα της ελληνοχριστιανικής παράδοσης και σε πλούσιους λυρικούς αναβαθμούς. Ένα δείγμα: Τετράδιπλες φτερούγες θε ν’ απλώσω/ σε κόσμους γαλανούς να σ’ ανταμώσω/ψηλότερα απ’ τον κόσμο της απάτης./Και βρίσκοντάς Σε, ωραίες μου,/της αγάπης το φίλημα να πάρω και να δώσω…
«Αίνος»»)
 Δημήτρης Μαυραγάνης-Γιώργος Μαρτάλης, «Βιογραφίες ελλήνων συγγραφέων». Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.  Σχολικό βοήθημα για μαθητές Δημοτικού, Γυμνασίου, Λυκείου, εκδ. 1994, τόμος 1ος, σελ. 90
(«Λογοτέχνης και θεολόγος από τη Χίο, όπου γεννήθηκε το 1915. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ι. Γκιάλας. Στο ποιητικό, αλλά και στο δοκιμιογραφικό του έργο, διακρίνεται για τη βαθιά χριστιανική του πίστη. Δεν έγραψε πολλά ποιήματα, γιατί ο πρόωρος θάνατός του ανέκοψε την παραπέρα δημιουργία του. Τρεις, όμως, ποιητικές συλλογές του δίνουν το μέτρο της αξίας του: «Με την αυγή», «Στις πηγές των υδάτων», «Όταν ανθίζουν τα κρίνα». Ο Γ. Βερίτης πέθανε στην Αθήνα το 1948»)
Γυρίζω μεσ’ στη νύχτα στο σκοτάδι
του νού μου ο λύχνος με το λίγο λάδι
τρεμόσβηστη μια φλόγα συγκρατεί
και ψηλαφώντας στ’ άγνωστο στρατί,
του θείου φωτός Σου λαχταρώ το χάδι.
Αυτά για τον Αλέξανδρο Γκιάλα, τον ποιητή Γεώργιο Βερίτη, και τον Θεό Δόξα που έλεγαν οι προπάτορες
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 25 Απριλίου 2019
Σήμερον κρεμάται επί ξύλου….

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου