Παρασκευή 31 Μαΐου 2019

Ευάγγελος Λεμπέσης, De Imbecillitate


          DE IMBECILLITATE

Ευάγγελος Λεμπέσης. Πρόκειται για φυσιογνωμία μαχητή. Που δεν αναλώθηκε για την κοινωνική δικαιοσύνη και την ισότητα, κατά τα  πρότυπα του των Ουμανιστών δασκάλων, οι οποίοι συνήθως, οδηγούνται στο δρόμο του σοσιαλισμού, αλλά αντίθετα, αγωνίστηκε για να αποδείξη πώς (σύμφωνα με τις ιδέες του) την κοινωνία διέπει η Ανισότητα. Την θεωρεί βασική κι αναγκαία για την ζωή και την κοινωνική πρόοδο.
Ο Ευάγγελος Λεμπέσης ήταν γεννημένος αντιρρησίας, που συχνά κατέφευγε στο λίβελλο, ανεβάζοντάς τον, όμως, στο επίπεδο εκείνο που αποτελεί (τουλάχιστον στα ξένα πρότυπα), είδος ξεχωριστό της Λογοτεχνίας. Ήταν κύτταρο ρωμέϊκο και ακριβέστερα αρβανίτικο, που το καυχιόταν…..
                    Γιάννης Γουδέλης
«Ο απολογητής της Ανισότητας» σελ.87,88

Ευάγγελος Λεμπέσης
Η τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών στο σύγχρονο βίο
Μελέτη Κοινωνιολογική και Ψυχολογική
Μεταγλώττιση και ένα κείμενο γραμμένο από τον Θωμά Γκόρπα
Εκδόσεις Σπηλιώτη 1990 σελίδες 80 δραχμές 728 διαστάσεις 12Χ17,5
     Ο Ευάγγελος Λεμπέσης υπήρξε από τους πρωτοπόρους της κοινωνιολογίας στη χώρα μας. Πνεύμα πρωτότυπο, χαρακτήρας απόλυτος, συχνά βίαιος αλλά πάντα δίκαιος. Συνείδηση ευρωπαϊκή. Ο Λεμπέσης είχε την τόλμη, εδώ και εξήντα χρόνια, με διαλεκτικά επιχειρήματα, να δείξει το αδιέξοδο του υπαρκτού σοσιαλισμού και να υποδείξει τρόπους διάσωσης της δημοκρατίας που κόστιζαν όπως η αξιοκρατία. Ο λόγος του σήμερα, αποκτάει δραματικές προφητικές διαστάσεις. Ο Ευάγγελος Λεμπέσης υπήρξε προάγγελος της συναίνεσης, ένας Αριστερός της Δεξιάς.
     Αυτά τα λίγα μεστά λόγια γράφονται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου που έχω στα χέρια μου του Ευάγγελου Λεμπέση. Τον έλληνα αυτόν κοινωνιολόγο του μεσοπολέμου του προηγούμενου αιώνα, η δική μου γενιά, γενιά του 1980, τον ξαναανακάλυψε ή ίσως και τον κατανόησε θα γράφαμε ορθότερα, από τα περιβόητα μονόστηλα που διατηρούσε ο κυρός δάσκαλος του ελληνικού και παγκόσμιου κινηματογράφου και αναλυτής της ιστορίας, συνεπής μαρξιστής αρθρογράφος, ερμηνευτής και σχολιαστής της επικαιρότητας στην ημερήσια δημοκρατική εφημερίδα το «ΕΘΝΟΣ» κυρός Βασίλης Ραφαηλίδης. Ο Βασίλης Ραφαηλίδης, όχι μόνο επανέφερε στην αναγνωστική επιφάνεια το «πολύκροτο δοκίμιο» του Ευάγγελου Λεμπέση «Η ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΚΩΝ ΕΝ ΤΩ ΣΥΓΧΡΟΝΩ ΒΙΩ», που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην «Εφημερίς των Νομικών»-μηνιαία δικαστική εφημερίς-διευθυντής υπεύθυνος Νικόλαος Π. Θηβαίος, έτος Η αριθμός 9 Σεπτέμβριος 1941 αλλά, και σχολίαζε επαινετικά ο ακραιφνής αυτός έλληνας μαρξιστής, άθεος και υλιστής, (σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα και γραφόμενά του) πολιτικός σατιρολόγος και «είρων» αρθρογράφος και πεπαιδευμένος δημοσιογράφος, το δοκίμιο ενός συντηρητικού και δεξιού διανοούμενου κοινωνιολόγου και συγγραφέα του μεσοπολέμου. Του Ευάγγελου Λεμπέση. Ενός διανοούμενου που παρά την γερμανοτραφή πανεπιστημιακή του παιδεία, στάθηκε ενάντια τόσο στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου όσο και στους γερμανούς εισβολείς στην χώρα μας. Στον τόμο του Δημήτρη Τσάκωνα,"ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ" εκδόσεις Κάκτος 1988, σελ.376-383 που αφορούν τον Λεμπέση, δίνονται ενδεικτικά αποσπάσματα για την αντίθεση του έλληνα κοινωνιολόγου ενάντια στον πανγερμανισμό. Ήταν τόσο αφοπλιστικά θετικός και καταλυτικός ο λόγος του Βασίλη Ραφαηλίδη υπέρ του παλαιού αυτού κοινωνιολόγου του μεσοπολέμου, που, και να ήθελες να αγνοήσεις τον λόγο του Λεμπέση και την συγγραφική του παρουσία, δεν γινόταν, αν ήθελες να ερμηνεύσεις τις πολιτικές και κοινωνικές παθογένειες, την φαυλοκρατία του πολιτικού συστήματος της εποχής σου και ίσως και της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας του προηγούμενου αιώνα. Το οξύ κριτικό βλέμμα του, δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνείας ή αντιεπιστημονικής ανάλυσης. Αναφέρομαι στα αναγνωστικά πεπραγμένα της δικής μου γενιάς, αυτής που ανδρώθηκε και ενηλικιώθηκε πολιτικά και κοινωνικά μετά την μεταπολίτευση του 1974 και την τελευταία επτάχρονη δικτατορία στην πατρίδα μας. Μια γενιά που φιλοδόξησε να ανοίξει τα φτερά της εποπτείας της μάλλον υπέρμετρα, και ίσως, είχε το άδοξο τέλος του αρχαίου Ίκαρου. Ίσως.
     Η περιρρέουσα κοινωνική και πνευματική ατμόσφαιρα και το πολιτικό κλίμα των δεκαετιών 1970-1980 και 1980-1990, ήταν κυρίως και πρωτίστως μαρξιστικά ή αριστερά μπολιασμένη και σηματοδοτημένη. Οι δεκαετίες αυτές στην χώρα μας, ήσαν για να χρησιμοποιήσω έναν κοινόχρηστο πλέον και φθαρμένο πολιτικό όρο, κουμουνιστικά στις διάφορες αποχρώσεις τροφοδοτούμενες και καθοδηγούμενες. Η ηττημένη αριστερή και κομμουνιστική παράταξη του εμφυλίου στην πατρίδα μας και οι διωκόμενοι θυσιασθέντες οπαδοί της, οι χιλιάδες φυλακισμένοι και εξόριστοι, εκτοπισμένοι και κυνηγημένοι άνθρωποί της, τα έντυπά της και τα περιοδικά της, (πολιτικού περιεχομένου ή λογοτεχνικού) μέσα προβολής και προπαγάνδας της πολιτικής της ιδεολογίας και οραματικών της στόχων-επιδιώξεων, οι πολιτικοί και κοινωνικοί μηχανισμοί της και οι αντίστοιχοι εργασιακοί μέσα στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας-και αυτό ήταν ιστορικά θεμιτό και επακόλουθο στον σύγχρονο μεταπολεμικό κόσμο μας (του διπολισμού)-ήρθαν στην επιφάνεια δυναμικά και κυρίαρχα μετά την νομιμοποίηση του ΚΚΕ από τον γηραιό συντηρητικό ευρωπαίο-έλληνα και διορατικό πολιτικό Κωνσταντίνο Καραμανλή και την πρώτη μεταπολιτευτική συμμαχική κυβέρνησή του. 
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος, κατόρθωσε αναίμακτα να μεταβιβάσει την χώρα από ένα στυγνό δικτατορικό καθεστώς-που ευθύνεται και για την Κυπριακή τραγωδία-σε μια ισχνή στην αρχή αν θέλετε, αστική δημοκρατία. Έλυσε πολιτικά τεχνηέντως ακόμα και για το ίδιο του το κόμμα που ίδρυσε το Πολιτειακό, και υλοποίησε τον προδικτατορικό του οραματισμό για την Ελλάδα, δηλαδή, την ισότιμη ένταξή μας στην τότε ΕΟΚ. Αργά και σταθερά η χώρα μας και με αρκετές παλινδρομήσεις φυσικά και αγκυλώσεις, άρχισε να βαδίζει πάνω στα ιστορικά και πολιτικά ίχνη των δυτικοευρωπαϊκών κρατών και των συμμάχων τους και να εφαρμόζει μια φιλελεύθερη και ανοιχτή κοινωνικά πολιτική και κοινοβουλευτική διακυβέρνηση. Η κατά κάποιον τρόπο, δεύτερη μεταπολίτευση, αυτή της ανόδου του σοσιαλιστικού κινήματος του Ανδρέα Παπανδρέου στην κυβερνητική εξουσία τον Οκτώβριο του 1981, συνέχισε και διεύρυνε το γενικό πλαίσιο εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής των κυβερνήσεων της νέας δημοκρατίας που είχε ιδρύσει ο επονομαζόμενος εθνάρχης. Ο έλληνας «αριστοκράτης» πολιτικός που πολιτικό του πρότυπο ήταν ο γάλλος πρόεδρος στρατηγός Σαρλ Ντε Γκώλ και η ευρωπαϊκή γαλλική πολιτική του. «Στέγνωσα την ψυχή μου για την πολιτική» συνήθιζε να λέει ο Σερραίος ηγέτης. Αυτός ο σχετικά απόμακρος από τα μεγάλα πλήθη έλληνας κυβερνήτης, ακόμα και από αυτά που τον υποστήριζαν και τον λάτρευαν. Σε αντίθεση με τον πολιτικό του αντίπαλο, επίσης διαμορφωτή της σύγχρονης Ελλάδας πατρινό πολιτικό, τον λαοφιλή και σε ορισμένες πολιτικές περιστάσεις «λαοπλάνο» Ανδρέα. Τον φιλολαϊκό ηγέτη Ανδρέα Παπανδρέου που σαν χαρακτήρας ήταν μάλλον χύμα, αλλά φοβερά ευγενής, που εκπαραθύρωνε τους κυβερνητικούς του συνεργάτες ακόμα και μέσα από τα αεροπλάνα. Του πατριώτη σοσιαλιστή ηγέτη που κανάκευσε τις εθνικές μας κοινωνικές και πολιτικές παθογένειες. Πρόσφατα κυκλοφόρησε σε δεύτερη έκδοση το βιβλίο με τις προσωπικές αναμνήσεις του παλαίμαχου δημοσιογράφου και διευθυντή του "Οικονομικού Ταχυδρόμου" κυρίου Γιάννη Μαρίνου, "ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ-ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ-ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΦΛΩΡΑΚΗΣ" Εκμυστηρεύσεις τριών μεγάλων, εκδόσεις Πατάκη 2018 με πρόλογο του Πάνου Δημαρά. Στο βιβλίο σκιαγραφούνται οι τρείς αυτές σημαντικές ελληνικές πολιτικές προσωπικότητες της ιστορικής ελληνικής σκηνής του προηγούμενου αιώνα και, ο σύγχρονος νεότερος έλληνας έχει την δυνατότητα να δει τα πολιτικά αυτά πρόσωπα, τους διαμορφωτές της σύγχρονης ελλάδας μέσα από τις προσωπικές εκμυστηρεύσεις του δημοσιογράφου και πάντα πραγματιστή και ρεαλιστή "οικονομολόγου" Γιάννη Μαρίνου. Καλογραμμένο βιβλίο, με ορισμένες ενστάσεις να έχει ο αναγνώστης σε σημεία σκιαγράφησης του πορτραίτου του Ανδρέα Παπανδρέου. Και, επανερχόμενος.
Τις δύο αυτές δεκαετίες, οι δημόσιοι θεσμοί του ελληνικού κράτους εκσυγχρονίστηκαν-σε αποτελεσματικότητα και ποιότητα, ανανεώθηκαν-από τις κυβερνήσεις των δύο αυτών προσωποπαγών κατά κάποιον τρόπο μεταπολιτευτικών κομματικών και κυβερνητικών σχηματισμών. Των δύο κυρίαρχων μεγάλων πολιτικών κομμάτων που συνεχιστές των επέζησαν μέχρι των ημερών μας. Οι δύο μεγάλες πολιτικές αυτές οικογένειες, διαμόρφωσαν την πολιτική μοίρα της συγχρόνου Ελλάδος. Φυσικά, τις διαχρονικές παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος, τις κομματικές αγκυλώσεις, την ρουσφετολογία, την δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία, και εκτός δημοσίου τομέα, την κομματοκρατία, τον πολιτικαντισμό, τις πολιτικές αυταρχικές στρατηγικές της νικήτριας παράταξης, την λαφυραγώγηση του κράτους από τα κόμματα, τον παρατεταμένο ιστορικά ωχαδερφισμό ημών των ελλήνων, τον κομματισμό, τον κοινοβουλευτικό παρασιτισμό, το κανάκεμα των εγωπαθών κοινωνικών συνηθειών μας και συμπεριφορών μας, από τους εκάστοτε διαχρονικά πολιτικούς, το ρουσφέτη, (θυμάστε τον πειραιώτη ηθοποιό Αυδή. "ετελείωσε, ετελείωσε") τον διαχρονικό εγωτισμό μας σαν Έλληνες, την ψευτοκουτσαβάκικη πολιτική και κοινωνική πρακτική μας, την έλλειψη αξιοκρατίας, την άρνηση συνεργασίας με τους άλλους, και άλλες ιστορικές μας παραδοσιακές φαυλότητες που έχουμε σαν λαός, σαν φυλή, σαν ράτσα, δεν  κατόρθωσε να τις εξαλείψει η παλαιά κομματοκρατία και ηγετική οικογενειοκρατία των προδικτατορικών χρόνων που επανήλθε στην εξουσία μετά την μεταπολίτευση. Σίγουρα έγιναν προσπάθειες να περιοριστούν, αλλά, η σημερινή μας πτώχευση, αποδεικνύει και την σκοτεινή πλευρά της ελληνικής πολιτικής σκηνής της μεταπολίτευσης. Οι ηγεσίες και τα κυβερνητικά κόμματα εξουσίας μπορεί να αλλάζουν, στις αστικές ή μικροαστικές δημοκρατίες αλλά, οι παραδοσιακές (μας) κοινωνικές και πολιτικές νοοτροπίες ενός λαού και μάλιστα βαλκάνιου, ψηφοφόρων παθογένειες και ιδιοτέλειες, δεν αλλάζουν ως δια μαγείας. Χρειάζεται χρόνος και τεράστια υπομονή και επιμονή-πολιτικές αντοχές από τους όποιους κυβερνώντες και πολιτικοί μακροχρόνοι σχεδιασμοί, και κυρίως, κάθετος και οριζόντιος σεβασμός στους θεσμούς της Πολιτείας. Πρώτα από τους πολιτικούς κυβερνήτες και τα κομματικά τους επιτελεία, τους πολιτικούς όλου του ιδεολογικού φάσματος και παράλληλα, από εμάς τους ψηφοφόρους πολίτες. Από τον ασθενέστερο οικονομικά έως τον ισχυρότερο έλληνα και ελληνίδα.
     Από την άλλη ιδεολογική και πολιτική πλευρά, την «ηγεμονία» κατά κάποιον τρόπο της αντίστασης του κοινωνικού σώματος, της πολιτικής σκέψης, της πνευματικής καθοδήγησης και του προσανατολισμού του γενικού καλλιτεχνικού σχεδιασμού, μάλλον, πέρασε στα χέρια της ηττημένης στον εμφύλιο αριστερής και κομμουνιστικής πλευράς. Δεν «επεβίωνες» αγωνιστικά και καλλιτεχνικά, αν δεν ήσουν αριστερός, κομμουνιστής, ή δεν ανήκες και στις άλλες μικρότερου πολιτικού βεληνεκούς ομάδες προερχόμενες από την μαρξιστική δεξαμενή, ή δεν είχες την δημόσια υποστήριξη από τα έντυπά τους, τις εφημερίδες που άνηκαν στον λεγόμενο προοδευτικό χώρο, τον δημόσιο δημοσιογραφικό λόγο τους. Παλαιότερα, στα πριν την επτάχρονη δικτατορία χρόνια, λέγονταν ότι τα δύο μεγάλα εκδοτικά δημοσιογραφικά συγκροτήματα (Λαμπράκη, Βλάχου) ανεβοκατέβαζαν κυβερνήσεις. Στα μεταπολιτευτικά χρόνια οι διάφορες αριστερές «μειοψηφίες» διαμόρφωναν συνειδήσεις και επιβράβευαν μόνο τους «δικούς μας». Επικρατούσε μια μονοχρωμία απόψεων και ανάλυσης των συμβάντων και πεπραγμένων της πολιτικής ζωής μας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα είδος και μορφής «νέου ιδεολογικού και κοινωνικού «διχασμού», μιας σύγχρονης κάθετης διαχωριστικής γραμμής». Από την μία οι δικοί μας, οι προοδευτικοί, οι αγωνιστές, οι αντιστασιακοί, οι μπροστάρηδες, οι «πεφωτισμένοι» οι ευρωπαϊστές, και από την άλλη, οι οπισθοδρομικοί, οι συντηρητικοί, οι σκοταδιστές, οι οπαδοί του άκρατου φιλελευθερισμού και δυτικού καπιταλισμού, τα σταγονίδια της δικτατορίας, οι αντικομουνιστές, οι κομμουνιστοφάγοι, όλοι όσοι βδελύσσονται κάθε τι, πέρα από το μπλε χρώμα και πολιτική εθνική-κρατική κυβερνητική ιδεολογία. Αυτή η παρατεταμένη πολιτική και κοινωνική νοοτροπία του πολιτικού μας συστήματος και ημών των πολιτών, είχε σαν φυσικό επακόλουθο να κρατήσει ανοιχτές τις κάνουλες του ελληνικού αίματος και τραύματος, του φρονήματος εντεύθεν κακείθεν του εμφύλιου σπαραγμού των επιζώντων και των επιγόνων τους. Δηλαδή, δεν κατόρθωσε έγκαιρα ή δεν θέλησε το πολιτικό σύστημα της χώρας μας, νικητών και ηττημένων-εξαιτίας και της δικτατορίας-να κλείσει τις πληγές του εμφύλιου ελληνικού σπαραγμού. Ο διχασμός ήταν τεράστιος και πολλές φορές επικίνδυνος για όποιον τολμούσε να αρθρώσει διαφορετικό καταλαγιαστικό πολιτικό λόγο και να αποπειραθεί να εφαρμόσει μια διαφορετική κοινωνική, καλλιτεχνική πολιτική. Έλληνες οπλαρχηγοί και αγωνιστές-πολιτικοί και ψηφοφόροι, πνευματικοί καθοδηγητές έτοιμοι να εξορμήσουν για το νέο αντάρτικο και από το κόκκινο και από το μπλε στρατόπεδο και τα συνορεύοντα με αυτό. Η Ελλάδα αρνιόταν να αλλάξει. Έμενε πεισματικά σε υπαρκτές παλαιότερες ιστορικές αιμάσσουσες καταστάσεις και γεγονότα, σε τραυματικές ιστορικές περιπέτειες παρελθόντων ετών ή, μάλλον, διατηρούσε ή και δημιουργούσε νέες ιδεοληψίες και φαντάσματα. Καθηλωμένη σε μια νηπιακή ηλικία και προσκολλημένη στο εαυτής βόλεμα. Το αποτέλεσμα ήταν να μείνει στα μετόπισθεν κατά κάποιον τρόπο της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής και να σέρνεται από τις εκάστοτε πολιτικές σκοπιμότητες των μεγάλων και ισχυρών οικονομικά και πολιτικά, στρατιωτικών δυτικών δυνάμεων. Σίγουρα βρίσκονταν σε καλύτερη πολιτική και κοινωνική μοίρα μέσα στα άλλα βαλκανικά κράτη και καθεστώτα. Κυβερνητικά συστήματα που επικρατούσε ο τότε υπαρκτός σοσιαλισμός. Όμως το πρόβλημα του εκσυγχρονισμού της παρέμενε κραυγαλέα παρόν όπως αποδείχτηκε και στην πρόσφατη πτώχευσή μας.
     Οι νέοι της γενιάς μου και οι νέες, θα θυμούνται εμπειρικά πόσο δύσκολο ήταν να ξεφύγει η φουρτουνιασμένη και επαναστατημένη νιότη μας από αυτό το κοινωνικό, πολιτικό και καλλιτεχνικό διχαστικό δίπολο. Οι ελάχιστες πνευματικές φωνές και εξαιρέσεις διανοουμένων, στοχαστών και συγγραφέων, καλλιτεχνών, που τολμούσαν να αρθρώσουν έναν διαφορετικό πολιτικό ή ιδεολογικό λόγο, αποκλείονταν ή θάβονταν πανηγυρικά και με τιμές, είτε από την μία είτε από την άλλη πλευρά. Γιαυτό μνημονεύω συχνά τον Βασίλη Ραφαηλίδη που τόλμησε μέσω του δημοσιογραφικού του αλλά όχι αντιεπιστημονικού και πάντα πολιτικού του δημοκρατικού λόγου, να μας κάνει κοινωνούς πολλών πολιτικών και ιδεολογικών θεμάτων, ζητημάτων ερμηνείας της ελληνικής ιστορίας χωρίς να μπορεί να αμφισβητηθεί ο ίδιος ως ρίψασπις των πιστεύων του, ως νέο αντιδραστικός ή συντηρητικός για ίδιον όφελος. Έχαιρε σεβασμού και από τα δύο στρατόπεδα, τουλάχιστον, από αυτούς που διέθεταν ανοιχτό μυαλό και συνθετική σκέψη. Το ίδιο θα γράφαμε και για τον δημόσιο πολιτικό και κοινωνικό λόγο του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη, τον πολιτικό λόγο του Κώστα Παπαϊωάννου, του Κορνήλιου Καστοριάδη, του ιστορικού Νίκου Σβορώνου, του φιλόσοφου Παναγιώτη Κονδύλη, του Χρίστου Γιανναρά, του Στέλιου Ράμφου, του Τάσου Βουρνά, των παλαιών δημοσιογράφων Γιώργου Βότση, και Γιώργου Μασαββέτα..., και μια σειρά άλλων πνευματικών ατόμων, ανθρώπων του πνεύματος και του πολιτισμού που διέπλασαν θέλω να πιστεύω επί τα βελτίω την πολιτική μας σκέψη και άνοιξαν τα φτερά των πολιτικών και κοινωνικών μας οραμάτων τις δύο αυτές ιστορικές δεκαετίες που προανέφερα στην χώρα μας. Στις μέρες μας, τα σκίτσα και ο πολιτικός σχολιασμός του ΑΡΚΑ, συνεχίζει μια παράδοση στην χώρα μας. Περιοδικά όπως: ο παλαιός «Σχολιαστής», το «Αντί», «Ο Πολίτης» τα «Πολιτικά Θέματα», η «Εποπτεία», η «Ευθύνη» και άλλα, διεύρυναν τις γνώσεις μας και οργάνωσαν αν θέλετε το βλέμμα μας σε μια άλλη ερμηνεία της ιστορίας και των πολιτικών γεγονότων της. Όλες αυτές οι κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες δεν θα μπορούσαν να σταθούν και να επικρατήσουν αν δεν υπήρχε μία μικρή έστω μαγεία νέων ελλήνων και ελληνίδων που τις ενστερνίστηκαν, τις ακολούθησαν, τις υιοθέτησαν. Μικρές έστω μειοψηφικές ομάδες ελλήνων, άτομα και πρόσωπα που έβλεπαν πέρα και πάνω από την εποχή τους. Έλληνες που θέλησαν επιτέλους να απεγκλωβιστούν από τα εμφυλιακά και μετεμφυλιακά τραύματα που οι συντηρητικές κυβερνήσεις και τα κόμματα εξουσίας διατήρησαν στην ιστορική επιφάνεια για αρκετές δεκαετίες, καθώς και η ηττημένη και κυνηγημένη ιδεολογικά παράταξη, η μαρξιστικογενής ιδεολογία μετά την μεταπολίτευση, θέλοντας να πάρει κατά κάποιον τρόπο, την ιστορική «ρεβάνς» της ηττημένης γενιάς. Αλλά μην διαθέτοντας κυβερνητική εξουσία ή εκλογική αποδοχή από το ελληνικό εκλογικό σώμα (το μεγαλύτερο ποσοστό ήταν αν θυμάμαι καλά περίπου 13% στην συμμαχική του εκδοχή) κυριάρχησαν στα μέσα επικοινωνίας, στον τύπο, στον πολιτισμό, την εκπαίδευση, στα συνδικάτα, στον χώρο της καλλιτεχνίας.
Ο κόσμος γύρω μας άλλαζε, και εμείς εδώ, παίζαμε πινγκ πονγκ πάνω σε παλαιές αμαρτίες, φαντάσματα του παρελθόντος και κάθε μορφής και είδους διχαστικές περιπέτειες.
     Αν αληθεύουν αυτές οι προσωπικές σκέψεις ερμηνείας ενός νέου της γενιάς του 1980, σήμερα εν έτει 2019, τότε εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι δεν ήταν εύκολο να μπολιάσουμε την σκέψη μας με βιβλία και έργα «αντιδραστικών» και συντηρητικών διανοούμενων και στοχαστών, συγγραφέων και φιλοσόφων, όσο ισχυρός και προορατικός και αν ήταν ο λόγος και η γραφή τους. Τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Εμείς και οι Άλλοι. Το από εδώ πνευματικό και καλλιτεχνικό μαγαζί και των απέναντι, σε μια πολιτική, κοινωνική, πνευματική και καλλιτεχνική τραμπάλα. Τραμπαλιζόταν η ελληνική κοινωνία.
     Μέσα σε αυτήν την ιδεολογική ατμόσφαιρα και πολιτικό κλίμα το έργο ενός συντηρητικού κοινωνιολόγου ή φιλοσόφου, συγγραφέα ή ιστορικού δεν είχε θέση. Μόνο η ατομική τόλμη και επιθυμία του καθενός και κάθε μίας επέτρεπε τέτοιου είδους ανοίγματα και πνευματικά άλματα και αθλήματα. Το πνευματικό και καλλιτεχνικό αυτό εγχείρημα αν το κοινοποιούσες εγκυμονούσε τον κίνδυνο του αποκλεισμού από την πνευματική και καλλιτεχνική «στρούγκα» εντεύθεν κακείθεν των πολιτικών χαρακωμάτων και των εντύπων τους. Μεγαλύτερη ευελιξία είχαν οι δημοσιογράφοι και ο δημοσιογραφικός τους λόγος. Όπως πάντα και παντού. Στα καλλιτεχνικά, άστα να πάνε.
 Έτσι και το έργο του Ευάγγελου Λεμπέση μας ήταν σχεδόν αν όχι άγνωστο, τουλάχιστον κατά κάποιον τρόπο σε καραντίνα. Αναφέρω σχεδόν άγνωστο, γιατί, όσοι αγόραζαν εκείνες τις περιόδους λογοτεχνικά περιοδικά, γνωρίζουν ότι το λογοτεχνικό παλαιό περιοδικό που εξέδιδε ο εκδότης του Καζαντζακικού έργου Γιάννης Γουδέλης και ο εκδοτικός του οίκος «ΔΙΦΡΟΣ», οι τόμοι «ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΕΠΟΧΗ»-ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ, δεύτερη περίοδο, τον Χειμώνα του 1979 δημοσίευσε στις σελίδες της 3 έως 101, ένα μεγάλο και πλούσιο αφιέρωμα στον κοινωνιολόγο αυτόν του μεσοπολέμου με ανθολογούμενα αποσπάσματα από διάφορα έργα του. Και ένα ενδιαφέρον άρθρο του ίδιου του εκδότη, το «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΛΕΜΠΕΣΗΣ» ο απολογητής της Ανισότητας», σελ. 87-102. Το αφιέρωμα αρχίζει όπως είναι φυσικό με το γνωστό δοκίμιο «Η ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΚΩΝ ΕΝ ΤΩ ΣΥΓΧΡΟΝΩ ΒΙΩ». 
Στις υπόλοιπες σελίδες του τεύχους της «ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ» διαβάζουμε το διήγημα «ΣΤΡΙΠ-ΤΗΖ» του Γιάννη Βατζιά, την «Ουσία του Μύθου» του Ιάσωνα Ευαγγέλου, ένα ανθολόγιο ποιημάτων του ιταλού σκηνοθέτη, πεζογράφου και ποιητή Πιέρ Πάολο Παζολίνι με ένα δοκίμιο του Παναγιώτη Χρήστου Χατζάκη «Γύρω απ’ την ποίησή του». Δημοσιεύονται επίσης, ποιήματα ιταλών ποιητών, κριτικές βιβλίων από τον εκδότη και άλλους, εικαστικές κριτικές της εποχής από τον Κωστή Μεραναίο, κινηματογραφική κριτική για τον Αντρέϊ Βάϊντα, ειδήσεις για την θεατρική περίοδο 1978-1979 κλπ. Το τεύχος αυτό της «ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ» είναι αποκλειστικά αφιερωμένο στον Ευάγγελο Λεμπέση, όπως δείχνουν όχι μόνο τα αποσπάσματα από τα έργα του αλλά, και η παρουσίασή του από τον Γιάννη Γουδέλη.
Εννιά χρόνια μετά το αφιέρωμα του περιοδικού, ο εκδοτικός οίκος του ποιητή και μεταφραστή Κώστα Τσιρόπουλου «Οι εκδόσεις των Φίλων»-Αθήνα 1988, θα εκδώσουν τον τόμο Ε. ΛΕΜΠΕΣΗ, «Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΜΑΖΑ» Συμβολή εις την κοινωνιολογίαν των κοινωνικών επαναστάσεων, και ακόμα, την «Η ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΚΩΝ ΕΝ ΤΩ ΣΥΓΧΡΟΝΩ ΒΙΩ» σε δεύτερη έκδοση, με πρόλογο «Ευάγγελος Λεμπέσης, Ο Απόστολος της Αξιοκρατίας» του συγγραφέα και συνεργάτη του περιοδικού «Ευθύνη» Παναγιώτη Φωτέα.
Ο τόμος περιλαμβάνει:
Τον πρόλογο του Παναγιώτη Φωτέα, σελίδες 7-23
Α΄ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΜΑΖΑ
Εισαγωγή
1.Ψυχολογία του αρνητισμού
2.Η Έννοια της μάζης
3.Η σύνθεση της μάζης (Το «προλεταριάτον»)
4.Η δράση της μάζης
Α. Ο αυθόρμητος σχηματισμός της δρώσης μάζης
Β. Η δυναμική σύσταση της μάζης
Γ. Συμβολισμός και τρομοκρατία της μάζης
5.Το πρόβλημα της ευθύνης
Βιβλιογραφία
Β΄ Η ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΚΩΝ ΕΝ ΤΩ ΣΥΓΧΡΟΝΩ ΒΙΩ
De impecillitate.
Γράφει στην αρχή του κειμένου του ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΛΕΜΠΕΣΗΣ «Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑΣ», ο πολιτικός, (νομίζω διετέλεσαι νομάρχης) συγγραφέας και στοχαστής Παναγιώτης Φωτέας:
«Τον Ευάγγελο Λεμπέση δεν τον ξέρουν πολλοί. Είναι κακό για τους ίδιους. Διότι, αυτός δεν ενδιαφερόταν, πόσοι τον ξέρουν. Τον ενδιέφερε να μη προδώσει όσα επίστευε, προκειμένου να τον μάθουν. Είναι βέβαια πολύ εύκολο να αποδίδεται η άγνοια αυτή των πολλών, στο αγέρωχο  ή «ιδιότροπο» χαρακτήρα του, που δεν εχάριζε, που δεν εκολάκευε και δεν επιζητούσε «τον έπαινον του δήμου και των σοφιστών». Είναι και εύκολο, αλλά και διευκολύνει. Όλους όσους παραμέρισαν, δεν αξιοποίησαν τα τάλαντά του και δεν πρόβαλαν το πρωτοποριακό συνθετικό και αναλυτικό έργο του, συντελώντας στο να μην τον μάθουν όσοι θα έπρεπε να τον ξέρουν. Περιλαμβάνομε στους τελευταίους, όλους όσους θέλγονται από τον συνδυασμό ερευνητικού μόχθου και δημιουργικού πάθους και τα οποία επιστρέφονται από μοναδικόν ύφος και πλούτο γλωσσικού οργάνου.
     Με το έργο και το ύφος του Λεμπέση αρκεί να έλθεις σε επαφή. Τότε αμέσως ελκύεσαι και μετά κατακτάσαι. Βέβαια τα κείμενά του, υπό μιάν άλλην έννοια, είναι και αυτά προς κατάκτηση. Πολύ απέχουν από το να παραδίδονται αμαχητί. Πρίν την αμοιβαία κατάκτηση το γραπτό του Λεμπέση δημιουργεί, με τον αναγνώστη, μια σχέση μάχης. Δημιουργεί, πάνω από όλα, τα στοιχεία της μάχης. Δημιουργεί, πάνω απ’ όλα, τα στοιχεία της μάχης. Το κυριώτερο  απ’ αυτά, τον αιφνιδιασμό και μετά την εξανάσταση και την αντεπίθεση, ώσπου μέσα στον πολεμικό αχό να συμφιλιωθεί αναγνώστης και συγγραφέας, έστω και παρά τις αξεπέραστες διαφωνίες τους.
Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι ο Λεμπέσης κάνει, όποιον αναστραφεί τα κείμενά του, ενεργητικόν αναγνώστη: που συμφωνεί ή διαφωνεί, που πολλές φορές οργίζεται, αλλά πάντοτε κατακτάται. Και δεν πρόκειται ούτε για θελημένο εντυπωσιασμό ούτε για επιδίωξη φθηνής γοητείας.»
Τα μεταγενέστερα χρόνια της οσάνω έκδοσης, η πολιτική και κοινωνιολογική αυτή πραγματεία επανεκδόθηκε από διάφορους εκδοτικούς οίκους και σχολιασμούς. Όπως η παρούσα Αθήνα 1990 από τις εκδόσεις «Σπηλιώτη» σε μεταγλώτισση και ένα κείμενο γραμμένο από τον πάντα ρηξικέλευθο και ρεμπέτη πεζογράφο και ποιητή Θωμά Γκόρπα.
Το κείμενο του ποιητή και πεζογράφου Θωμά Γκόρπα, δεν είναι μόνο καταγγελτικό εναντίον του ελληνικού γενικότερα κατεστημένου και των διαφόρων κλικών που επικρατούσαν ανέκαθεν, μας δείχνει και έναν ποιητή γνώστη των κοινωνικών διεργασιών της ελληνικής ιστορίας και των πεπραγμένων της. Ένας λόγος που γνωρίζει που πατά η ερμηνευτική του άρνηση. Την σκέψη ενός διανοούμενου που δεν διστάζει να θέσει τα δάκτυλά του επί των τύπων των ήλων όπως και το κείμενο του Λεμπέση. Ο Θωμάς Γκόρπας δεν αμφισβητεί μόνο, αλλά κατακεραυνώνει συνήθειες και μεροληψίες της πνευματικής και καλλιτεχνικής ελληνικής σκηνής. Ξεχωρίζει συγγραφείς που έμειναν επίτηδες στο περιθώριο. Διακρίνει φωνές που ήχησαν πέρα και πάνω από την εποχή τους. Αποσπά την ερμηνευτική μας από τα καθιερωμένα και τα ανιαρά, τα χλιαρά και ανούσια επαναλαμβανόμενα. Τολμά και αυτός, μονάχος και ανυπεράσπιστος, να αγγίξει κείμενα που οι άλλοι, οι επίσημοι και τιμημένοι αγνοούν ή παρασιωπούν. Η γραφίδα του γυρίζει σαν πυξίδα χωρίς να σταματά σε ιδιοτέλειες και επιλεκτικές προτιμήσεις ανάγνωσης. Σκληρός ο λόγος του, οξύς και καταγγελτικός, ορισμένες φορές νιώθεις ότι κρατά ρομφαία, αλλά δίκαιος, ανεξάρτητα αν συμφωνείς μαζί του ή όχι. Αν διαβάσουμε παράλληλα τις αναλύσεις του έργου του Ευάγγελου Λεμπέση από τους Γιάννη Γουδέλη, τον Θωμά Γκόρπα, τον Παναγιώτη Φωτέα, και φέρουμε υπόψιν μας τις κρίσεις του Βασίλη Ραφαηλίδη, για να μείνω στους νεότερους σχολιαστές της δικής μου γενιάς (και όχι σε αυτές των Κώστα Βάρναλη, Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά, Μπάμπη Κλάρα, Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου, κλπ. των παλαιώτερων γενεών) και σταθούμε και στις θέσεις του ιστορικού της λογοτεχνίας Δημήτρη Τσάκωνα για τον Λεμπέση, "Μαχητικό πνεύμα στις επάλξεις της πρωτοτυπίας ο Λεμπέσης εφώτισε πλευρές της ελληνικής κοινωνικής αυτογνωσίας όσο και οι Πανγιώτης Κανελλόπουλος, Δ. Δανιηλίδης, Κώστας Καραβίδας από το χώρο της Δεξιάς και οι Δημήτρης Γληνός, Γιάννης Κορδάτος και Σεραφείμ Μάξιμος από τον χώρο της αριστεράς. Έτσι το ριζοσπαστικό πνεύμα του Λεμπέση έβλεπε διάσταση μεταξύ της Δημοκρατίας των λέξεων και της Δημοκρατίας της εφαρμογής." σελ.377.
θα αναγνωρίσουμε ότι βαδίζουν πάνω στις ίδιες σχεδόν ράγες ερμηνείας του έργου του Ευάγγελου Λεμπέση και ιδιαίτερα της πραγματείας του «Η ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΚΩΝ ΕΝ ΤΩ ΣΥΓΧΡΟΝΩ ΒΙΩ». Ένα πυκνό και κοφτερό σε όλα του τα σημεία κείμενο, το οποίο θεωρεί  απροσχημάτιστα αναγκαία, την πολιτική και κοινωνική παρουσία του βλάκα με εκείνη του έξυπνου και ευφυούς ατόμου. Γράφει ο Λεμπέσης στην αρχή της παργματείας του:
"Στήν πολυάριθμη κατηγορία των βλακών προσάπτεται μιά μομφή σίγουρα άδικη και επιστημονικά λαθεμένη, όταν αυτοί χαρακτηρίζονται σαν άχρηστοι και περιττό βάρος της κοινωνίας ή σαν παράσιτα και εκφράζεται συχνά η ανόητη, όπως θα δούμε, ευχή να εκλείψουν. Εντούτοις το πρόβλημα των βλακών δεν είναι απλό, όταν υπολογίσουμε την σταθερή και απολύτως αναγκαία θέση, την οποία επάξια κατέχουν μέσα στον κοινωνικό διαφορισμό." σελ 21.
Για να δουλέψει-λειτουργήσει ένα πολιτικό και κρατικό, δημόσιο, οικονομικό σύστημα διακυβέρνησης-ιδιαίτερα όπως είναι δομημένο το ελληνικό-δεν χρειάζεται τόσο την μικρή μειοψηφία των έξυπνων υπηκόων του, αλλά την μεγάλη πλειοψηφία των βλακών (θυμάστε την παλαιά ωραία ελληνική ταινία «Ένας βλάκας και μισός» με τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, τον Χρήστο Ευθυμίου και την Ρίκα Διαλυνά). Ο υπήκοος χειραγωγείται ευκολότερα από την βλακεία και ανοησία παρά από την εξυπνάδα και την λογική και επιστημονική ερμηνεία και ανάλυση. Τα παραδείγματα της εποχής μας, εντός και εκτός ελλάδας είναι εκατομμύρια. Το πώς βαδίζει ο Κόσμος μας και υπό ποίες συνθήκες, επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές του κειμένου του Ευάγγελου Λεμπέση και των κατά καιρούς θιασωτών της σκέψης του. Τίποτα δεν είναι τυχαίο μέσα στην πολιτική ιστορία ενός οργανωμένου κράτους, μιας συντεταγμένης ή μπαχαλάκικης πολιτείας. Ιδιαίτερα, όπως είναι η Ελληνική. Αν η πλειοψηφία των βλακών πολιτών περνά καλά και βολεύεται, αν «λαδώνει» με την νοοτροπία και πρακτικές της, τις δημόσιες και ιδιωτικές συμπεριφορές της τους κυβερνητικούς μηχανισμούς εξουσίας, κυβερνητικής και αντιπολίτευσης, τότε τι την χρειαζόμαστε την μικρή σκεπτόμενη μειοψηφία. Είναι αναποτελεσματική στο εκάστοτε κατεστημένο και πολιτικό ή διοικητικό και κυβερνητικό σύστημα. Οι διαχωριστικές γραμμές αριστεράς και δεξιάς, καπιταλισμού και σοσιαλισμού πάνε περίπατο, μια και η πλειοψηφία των πνευματικά και πολιτικά ιδιοτελών αποφαίνεται σύμφωνα με τα δικά της πάντα συμφέροντα που συμπίπτουν με αυτά της εκάστοτε εκτελεστικής εξουσίας. Το νέο φάντασμα που πλανάται πάνω από την χώρα μας-την κοινωνία και την ζωή μας-δεν είναι το φάντασμα του μαρξισμού αλλά, η ρεαλιστική και σκληρή πραγματικότητα των βλακών στον δημόσιο βίο. Που κινούν τα νήματα πέρα από πολιτικές, ιδεολογίες, φιλοδοξίες ηγετών. 
Μάλλον θα κάνω λάθος, αλλά θα το τολμήσω. Αξίζει μια διακριτική έστω προσέγγιση του «Ηγεμόνα» του Νικολό Μακιαβέλλι με το πόνημα του Ευάγγελου Λεμπέση. Όχι σαν σύγκριση ή αντιπαράθεση ή συμπλήρωση θέσεων αλλά, σαν αποτελεσματικότητα τρόπων και μεθόδων χειραγώγησης της εξουσίας και υποδούλωσης των ελεύθερων και ανεξάρτητων πνευμάτων μέσα στην Κοινωνία. Όποιο πολιτικό χρωματισμό και αν διαλέξει να ενδύεται για να εξουσιάζει και κυριαρχεί ένα σύστημα. Πολύ πριν ο μεταμαρξιστής φιλόσοφος Χέρμπερτ Μαρκούζε μας μιλήσει για τον «μονοδιάστατο» άνθρωπό του, ο Έλληνας νομικός Ευάγγελος Λεμπέσης, ο πατριώτης και «αντιστασιακός» δεξιός Ευάγγελος Λεμπέσης μας μίλησε για το στελεχιακό δυναμικό του «Νέου Κράτους» Βλέπε το άρθρο του "ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ" σελ.74-77, που δημοσιεύτηκε το 1936. Ενός «Νέου Κράτους» που, δεν προέρχεται μόνο από τα δημοκρατικά σπλάχνα μιας βασιλευόμενης ή μη δημοκρατίας αλλά κυρίως, από τα σπλάχνα της εξουσίας της κοινοβουλευτικής. Τα οποία δεν είναι και τόσο «φιλεύσπλαχνα», ελεύθερα και δημοκρατικά.
«Η τραγωδία είναι παλιά. Το κράτος της νεότερης Ελλάδας όχι μόνο δεν δημιουργήθηκε από ιθαγενείς, αλλά και πολέμησε και συχνά εξόντωσε όλους εκείνους που είχαν την δυνατότητα αλλά και το πάθος να το ανακατασκευάσουν, να το προσαρμόσουν, να το ξεβρωμίσουν, να το ξεσκουριάσουν και να το θέσουν στην υπηρεσία των εθνικών αναγκών». Εύστοχα γράφει ο Θωμάς Γκόρπας σελίδα 8 του «Ένας αριστερός της δεξιάς…». Και συνεχίζει:
«Η «χαμηλή ποιότητα» ζωής είναι ένα από τα αειθαλή εθνικά μας χαρακτηριστικά και είναι αποτέλεσμα της μιζέριας, της κουτοπονηριάς, της αμνησίας, της έλλειψης καλλιέργειας, της τσαπατσουλιάς, της αγραμματοσύνης και της βλαχοδημαρχικής ψυχοκατασκευής και συμπεριφοράς των «διδασκάλων», διορισμένων σχεδόν πάντα από τον κ. βουλευτή ή τον κ. υπουργό… Ακόμα ένα άλλο ερώτημα, που περνάει «απαρατήρητο» χτες και σήμερα από τους «δημοσιογράφους» και τους άλλους πολιτικούς, τάχα, παρατηρητές είναι ότι οι στρατιές ανθρώπων; Που κάθε τόσο ξεκινάνε από την και ως αυτή τη λεγόμενη «Αριστερά» (πολιτευόμενοι, επιστήμονες, διανοούμενοι κλπ.) αεροκοπανάν (και συχνά βρωμίζουν) «μαρξιστικά» με μοναδικό σκοπό ν΄ ανεβάσουν τις μετοχές τους στο χώρο και τους μηχανισμούς της και ως αυτή τη στιγμή λεγομένης «Δεξιάς», όπου και αργά η γρήγορα εισέρχονται, καμιά φορά, αν είναι δυνατόν, και με τις ευλογίες της «Αριστεράς»…..» σελίδα 9.
     Σκληρός και απόλυτος ο λόγος του ποιητή Θωμά Γκόρπα, γεμάτος κόχες που ματώνουν, σαν γυαλί που κρατάς στην χούφτα σου και σε ματώνει αλλά δεν θέλεις να το πετάξεις. Το κείμενο του Ευάγγελου Λεμπέση φαίνεται μάλλον ότι βοήθησε τον ποιητή Γκόρπα να ξεδιπλώσει τις πολιτικές του σκέψεις. Να απλώσει τα δίχτυα της αναρχικής του ιδιοσυγκρασίας πάνω στο κείμενο και να αλιεύσει τα λαυράκια της ασυμβίβαστης και ανεξάρτητης σκέψης του. Ορισμένες φορές-και αυτό δεν είναι ύβρις-ο λόγος του φέρνει στο νου απομνημονευματογράφους του 1821. Που μάλλον, ορθότερα θα αποδέχονταν, αυτές οι ηρωικές μορφές τις σκέψεις του Ευάγγελου Λεμπέση, παρά οι μεταγενέστεροι απόγονοί τους. Εμείς δηλαδή.
Το σημερινό αποτέλεσμα και η εικόνα της πολιτικής μας δημοκρατίας και κοινωνικής εικόνας ημών των πολιτών και ψηφοφόρων, φανερώνει το πόσο δίκαιο είχε ο παλαιός αυτός κοινωνιολόγος και οι αναλύσεις του. Πόσο επίκαιρος είναι και σήμερα ακόμα ο λόγος του, και γιατί διάφοροι κατά καιρούς εκδοτικοί οίκοι επανεκδίδουν τις μελέτες του και σχολιαστές μιλούν για την σκέψη του.
Απολογητής, δεν είναι μόνο ο Ευάγγελος Λεμπέσης, είμαστε όλοι εμείς που ανήκουμε στην «Τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών στο σύγχρονο βίο». Εμείς που στηρίζουμε ανέκαθεν την δική μας βλακεία ως δημοκρατικό και πολιτικό και ιδεολογικό τιμαλφή. Όμως ο Ευάγγελος Λεμπέσης, παραμένει παρών έστω και σαν «σκιάχτρο» των δημοκρατικών πουλιών και κοράκων των σύγχρονων καιρών. Όπως και ο λόγος-τα προλεγόμενα όλων αυτών που ασχολήθηκαν με το έργο του και προλόγισαν κατά καιρούς την συγγραφική και δοκιμιακή του επανεκδοτική παρουσία.
     Αναζητήστε και διαβάστε το μελέτημα και τα βιβλία του Ευάγγελου Λεμπέση και ας διαφωνείται με τις ιδέες και σκέψεις του. Ενεργός και υπεύθυνος πολίτης είναι ο ενημερωμένος πολίτης. Η γονιμοποίηση της σκέψης του με τα κάθε είδους εύοσμα άνθη του ανθρώπινου πολιτισμού.
Εξάλλου, αν Εμείς οι Έλληνες επιθυμούμε να διαψεύσουμε τις θεωρίες και τις θέσεις του, περί χρησιμότητας και αναγκαιότητας των βλακών στην δημόσια, πολιτική και κοινωνική ζωή μας, δεν έχουμε παρά να τον ακυρώσουμε έμπρακτα. Να αποψιλώσουμε τον δημόσιο πολιτικό βίο μας, την δημόσια ζωή μας από τους βλάκες, που επικρατούν γύρω μας και ποδηγετούν τον δημόσιο και ιδιωτικό ίσως βίο μας και πολιτισμό.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 31/5/2019
ΥΓ. Δώστε πόνο, δώστε χρήμα, να γυρίσει ο τροχός της κομματικής φαυλοκρατίας. Γκρέκο Μασκαρά.
Να δεις που κάποτε θα μας πούνε και μ..α..ς που δεν τους ψηφίσαμε.                                   



Κυριακή 26 Μαΐου 2019

Κυριακάτικο σεργιάνι πριν την κάλπη


Κυριακάτικο σεργιάνι ενός ψηφοφόρου χωρίς κάλπη

«Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’
αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.»
                    Γιάννης Ρίτσος


Α
Με Γραικισμόν και Νεογραικισμόν εννοούμεν όχι τον Νεοελληνισμόν, αλλά μόνον το μη ρωμαίϊκον μέρος του Νεοελληνισμού.
    Ο Νεογραικισμός ως και ο πρό της Αλώσεως Γραικισμός είναι εκ της φύσεώς των δουλεία χειροτέρα της Φραγκοκρατίας και Τουρκοκρατίας.
     Η Φραγκοκρατία και η Τουρκοκρατία ήσαν υποδούλωσις του σώματος.
     Ο Γραικισμός και Νεογραικισμός είναι υποδούλωσις του πνεύματος.
     Οι Ρωμηοί της Φραγκοκρατίας και της Τουρκοκρατίας είναι όσοι δεν ηκολούθησαν το παράδειγμα εκείνων που εφράγκευσαν και ετούρκευσαν.
     Οι σημερινοί εναπομείναντες Ρωμηοί ασφαλώς δεν τουρκεύουν αλλ’ ούτε φραγκεύουν, ούτε γραικεύουν.
      Όπως οι Γραικοί πρό της Αλώσεως είναι εκείνοι που εφράγκευσαν, ούτω και οι Νεογραικοί εγραίκευσαν γενόμενοι οι σημερινοί Γραικύλοι των Ευρωπαίων και Ρώσων και τώρα των Αμερικανών εξαδέλφων των Ευρωπαίων.
    Το γραικεύω είναι σχεδόν ταυτόν με το φραγκεύω.
     Σημαίνει σήμερον αμερικανεύω, ρωσεύω, φραντσεύω, γερμανεύω, δηλαδή γίνομαι πνευματικός δούλος των έξω της Ρωμηοσύνης.
     Ο Ρωμηός γνωρίζει σαφώς ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ συμμαχίας και δουλείας. Γίνεται σύμμαχος με οποιονδήποτε, εφ’ όσον συμφέρει εις το Έθνος, αλλά ποτέ δούλος των συμμάχων.
     Ο Γραικύλος όμως νομίζει ότι συμμαχία σημαίνει πνευματικήν δουλείαν, δηλαδή συγχώνευσιν πολιτισμών και σύγχυσιν ιδεολογιών. Ο Γραικύλος δεν γίνεται μόνον σύμμαχος, αλλά γίνεται και θέλει να γίνει ένα πράγμα με τον σύμμαχον. Νομίζει ότι συμμαχία είναι το να προσφέρει δι’ έρωτα ως δούλη προς κύριον ίνα αποκτήση ισχυρόν προστάτην, ο οποίος θα σώση την Ελλαδίτσαν του. Ο Νεογραικύλος είναι συνεχιστής της παραδόσεως των Γραικύλων προ της Αλώσεως, οι οποίοι μας εκήρυττον την ανάγκην της φραγκεύσεως του πνεύματος, δια να σωθώμεν από την δουλείαν του σώματος.
     Με άλλα λόγια ο Γραικύλος φοβείται και άρα ούτε είναι ούτε μπορεί να είναι Ρωμηός, εφ’ όσον φοβείται. Φοβείται την πνευματικήν ανεξαρτησίαν και ελευθερίαν. Θέλει ελευθερίαν του σώματος μόνον. Και δια τούτο δεν ημπορεί καν να φαντασθή ότι η Ρωμηοσύνη όχι μόνον δεν υποδουλώνεται πνευματικώς, αλλά είναι εν τα κόσμω πολιτιστική δύναμις ηγετική. Πως ημπορεί ο Γραικύλος να έχει αισθήματα και πεποίθησιν ηγέτου, όταν είναι δούλος;
     Ο Ρωμηός έχει ηγετικά αισθήματα από την Ρωμηοσύνην του.
     Ο Γραικύλος τον ηγέτην κάμνει μόνον εντός της Ελλαδίτσας του, αφού τα ηγετικά του αισθήματα και την πολιτικήν του δύναμιν αντλεί από πηγήν έξω της Ρωμηοσύνης και εκτός της Ελλαδίτσας του.
     Ο Ρωμηός είναι από την Ρωμηοσύνην του αετός. Οι Ρωμηοί είναι προς αλλήλους αετοί και προς τους ξένους αετοί.
     Ο Γραικύλος κάμνει το λεοντάρι εις τους Ρωμηούς με την βοήθεια των ξένων, αλλά είναι φρόνιμον ποντικάκι εις τους ξένους.
     Δεν ενδιαφέρει τον Ρωμηόν τι λέγουν οι ξένοι δι’ αυτόν, διότι τα κριτήριά του είναι ρωμαίϊκα.
     Ο Γραικός αγωνίζεται να βρεθή εις θέσιν να διατυμπανίζη τι καλά λέγουν οι ξένοι δι’ αυτόν, δια να αποδείξη την αξίαν του, διότι τα κριτήριά του δεν είναι ρωμαίϊκα αλλά ευρωπαϊκά, ρώσικα και αμερικάνικα.
      Ο Ρωμηός είναι σκληρός και ελεύθερος και ουδέποτε αφελής. Και όταν το σώμα του ή τα συμφέροντά του σκλαβωθούν, κάμνει ελιγμούς και υποκρίνεται αναλόγως των περιστάσεων, διά να παραμείνη με την ευφυϊαν του όσον το δυνατόν πλέον ελεύθερα η Ρωμηοσύνη του. Με υπερηφάνειαν τον Καραγκιόζη κάμνει και πάντοτε αδούλωτος αετός της Ρωμηοσύνης παραμένει.
     Ο Νεογραικισμός αρκετά εζημίωσε το Ρωμαίϊκον με την λεγομένην ξενομανίαν του, η οποία είναι εις την πραγματικότητα δουλοπρέπεια εις τα αφεντικά του.
     Ακριβώς επειδή οι Νεογραικοί είναι διηρημένοι μεταξύ των αφεντικών των, συμπεριφέρονται ο ένας Γραικύλος προς τον άλλον Γραικύλον ωσάν αφεντικά των. Οι Γραικύλοι των Ρώσων φέρονται προς τους Γραικύλους των Αμερικανών ως οι Ρώσοι προς τους Αμερικανούς και τανάπαλιν. Το ίδιο κάμνουν οι Γραικύλοι των Φραντσέζων, Γερμανών, κ.λ.π.
      Διά τούτο παρατηρείται το περίεργον φαινόμενον να ερωτεύεται ο Γραικύλος τον Ρώσον φίλον του και να μισή τον Γραικύλον των Αμερικανών και τανάπαλιν.
     Το παράδοξον είναι ότι έκαστος θεωρεί τον άλλον Γραικύλον εχθρόν και προδότην του Έθνους.
     Εξ απόψεως όμως Ρωμηοσύνης οι Γραικύλοι είναι όλοι προδόται.
     Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι ο Ρωμηός αποφεύγει τας συμμαχίας.  Όχι. Ονειροπόλος και αφελής δεν είναι. Αλλά ουδέποτε γίνεται πνευματικώς και σωματικώς δούλος του συμμάχου. Γίνεται σύμμαχος πιστός εις τα συμπεφωνημένα αλλά ιδεολογικώς αδέσμευτος.
     Τούτο όμως δεν σημαίνει πάλιν ότι δέχεται μόνον τα ρωμαίϊκα και τίποτε το ξένον. Δέχεται ο,τιδήποτε το καλόν και το κάμνει ρωμαίϊκον. Όπως γίνεται σύμμαχος με όποιον συμφέρει εθνικώς, κατά τον ίδιον τρόπο αποκτά όλα όσα χρειάζονται από την σοφίαν των επιστημόνων του κόσμου, αλλά τα προσαρμόζει εις τον ρωμαίϊκον πολιτισμόν του. Ουδέποτε συγχέει τας θετικάς επιστήμας με τον πολιτισμόν, αφού γνωρίζει ότι και ο βάρβαρος δύναται να έχη ή να αποκτήση και να προαγάγη τας θετικάς επιστήμας, δια να χρησιμοποιήση αυτάς εις την υποδούλωσιν και καταστροφήν των ανθρώπων.
     Διά τούτο ο Ρωμηός γνωρίζει ότι είναι πνευματικός ηγέτης και εις αυτούς που είναι ως τεχνοκράται και ως οικονομική δύναμις ηγέται.
     Αλλά οι Νεογραικοί έχουν τόσον πολύ συνηθίσει να συγχέουν τον τεχνοκρατικόν και το οικονομικόν στοιχείον με την πνευματικήν ηγεσίαν, ώστε δεν αντιλαμβάνονται πλέον το γεγονός ότι η Ρωμηοσύνη είναι σήμερον πολιτιστικός ηγέτης εκατομμυρίων ανθρώπων εκτός της Ελλαδίτσας των.
………….
Ο Γραικύλος έχει εμπιστοσύνην όχι εις τον εαυτόν του αλλά μόνον εις τα ξένα αφεντικά του.
          Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης
--
Β
ΤΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ ΜΗΝ ΤΗΝ ΚΛΑΙΣ
Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις,-εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκκαλο, με το λουρί στο σβέρκο,
--
Νάτη, πετιέται αποξαρχής κι αντριεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.
          Γιάννης Ρίτσος
--
Γ
Η έλλειψη δικαίου κράτους
     Αλλά πλην του εμπορικού βίου και άλλοι λόγοι καλλιεργούν τον νεοελληνικό μας ατομικισμό. Το ελληνικό Κράτος ένεκα λόγων ιστορικών σχετικών με τον τρόπο και τον τόπο της ιδρύσεώς του, δεν κατώρθωσε ύστερα από εκατό χρόνια να είναι δίκαιο. Τα δικαστήρια βέβαια προσπαθούν να είναι δίκαια, αλλ’ ένεκα του κακού περιβάλλοντος δεν το κατορθώνουν πάντοτε. Γι’ αυτό έγιναν πολλές «εκκαθαρίσεις» δικαστών. Εδώ όμως εννοώ, όχι μόνο την δικαστική και ποινική δικαιοσύνη, αλλά γενικώτερα την διοικητική και κοινωνική δικαιοσύνη. Το Κράτος είναι συνήθως εις τα χέρια των κομμάτων, τα οποία ευνοούν τους φίλους των και καταδιώκουν ή και απλώς παραγκωνίζουν τους αντιπάλους των. Έτσι δεν ημπορεί να λειτουργήση η δικαιοσύνη και γι’ αυτό είχαμε συχνά «κινήματα» και γι’ αυτό το Κράτος δεν πηγαίνει καλά. Και αφού ύστερα από εκατό χρόνια δεν έχει το Κράτος ακόμη ζωηρή την συνείδηση της δικαιοσύνης, εννοείται ότι η κοινωνία μας είναι άδικη.
     Και τα μεγάλα ακόμη καταστήματα, Εταιρείες, Τράπεζες κλπ., δεν κατορθώνουν να είναι δίκαιες προς τους υπαλλήλους των. Έτσι καταντά ο καθένας να ζητή με οποιοδήποτε μέσα να σωθή πρώτα αυτός από την αδικία και έπειτα να κάμη ό,τι ημπορεί εις βάρος των άλλων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν καλλιεργούμε τον αλτρουϊσμό, αλλά τον εγωισμό και τον ατομικισμό και την αναρχία. Γι’ αυτό υπάρχουν λίγες εξαιρέσεις αλτρουϊστών, οι οποίοι θυσιάζου χρήματα ή κόπον ή και την ζωήν των υπέρ των άλλων…….
          Κωνσταντίνος Άμαντος
--
Δ
Πολιτευόμενος και πολίτης
Θα είταν διασκεδαστικό, αν αποφάσιζα να γράψω κάποτε και για τις σχέσεις του πολίτη με τον πολιτευόμενο, αυτή την πολύπρακτη και κωμωδία και τραγωδία που αναγκάζει στο τέλος και τους δύο να ψευδολογούν ασύστολα και να προσπαθούν ο ένας να εξαπατήσει τον άλλο. Πολιτευόμενος που δεν είναι ικανός να μεταβάλει το γραφείο του σε «κέντρο διερχομένων» και να καταδαπανηθεί, και υλικά, και πνευματικά και ψυχικά, για να διεκπεραιώσει τα πάντα, ακόμη και τα πιο παράλογα, είναι χαμένος. Ο «λαός» θα τον αποστραφεί. Γιατί ο «λαός» έχει συνηθίσει να τα περιμένει όλα από τον πολιτευόμενο, από το Κράτος.
         Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος
--
Ε
Τα κόμματα δεν είναι αποτέλεσμα κοινωνικών διεργασιών για να συγκροτούνται από τους οπαδούς τους μέσω ιδεών και προγραμμάτων. Είναι στητές καταστάσεις (τα ανεβοκατεβάσματα των προδικτατορικών κυβερνήσεων, μόνον, είναι επαρκής απόδειξη), ο δε «λαός» δια του αστυνόμου υποχρεούται να διαλέξη ένα. Το πρόβλημα συνεπώς είναι ποιο μπορεί σ’ αυτή την διαδικασία να «ανταποκριθή» στο επικρατούν «εκλογικό σύστημα». Γι’ αυτό και μόνο τα συνθήματα είναι διαφορετικά, τα «προγράμματα» όλων των ελληνικών κομμάτων είναι τα ίδια: «Δημοκρατία», «Σοσιαλισμός», «Κοινωνική Δικαιοσύνη», «Ανάπτυξη», «Παιδεία» κλπ. Αυτό είναι το κενό που είπαμε προηγουμένως…..».
          Γεράσιμος Σ. Κακλαμάνης
--
Ζ
Ο φανατισμός του Ελληνικού και εν γένει παντός ανατολικού λαού υπέρ της πίστεως, της θρησκείας, είνε προφανής, όπως το ακατανόητον και επομένως ακατάληπτον της πατρίδος, ήν οι διάφοροι εκμεταλευταί, τόσον επιτηδείως προς ιδίους σκοπούς μετεχειρίσθησαν. Η τοιαύτη δε αφοσίωσις των λαών προς την πίστιν, καταδεικνύει την ενδόμυχιν κλίσιν προς την ιδέαν της Αυτοκρατορίας, ήτις υπό την σκιάν της πίστεως έζησε και υπό τας πτέρυγας αυτής συνεκράτησε τόσους διαφόρων φυλών υπηκόους, επί μικρόν και μετά την πτώση της βασιλίδος…..»
           Κωνσταντίνος Σ. Σοκόλης
--
Η
Η οίηση των Νεοελλήνων πνευματικών και άλλων ταγών γύρω από την μεγάλη μας θέση στον δυτικό κόσμο ως φυσικών κληρονόμων και συνεχιστών της ελληνικής παράδοσης, εκφράζει απλώς την παχυλή μας άγνοια για το Είναι αυτού του μεγάλου πολιτισμού και την εκτρωματική μας σχέση μ’ αυτόν. Όχι μόνο είμαστε ανίκανοι και ανήμποροι να σηκώσουμε το βάρος αυτού του πολιτισμού, αλλά ούτε μια απλή, έγκυρη και κυρίως νεοελληνική έκδοση της γραφτής μας κληρονομιάς δεν μπορούμε να αναλάβουμε: ας είναι καλά οι φιλότιμοι και φιλόπονοι πνευματικοί εργάτες της Δύσης (παρά τα όσα τους καταμαρτυρούμε). Αν μελετάμε τους αρχαίους και τους Πατέρες της Εκκλησίας, αν γνωρίζουμε τα ιστορικά μας συμβάντα, αν γνωρίζουμε τον πλούτο της αρχαίας ελληνικής και βυζαντινής τέχνης, και αν, τέλος, είμεθα ελεύθεροι( ποιος θυμάται τις ευγενικές ψυχές που πολέμησαν και έπεσαν δίπλα στους ξεσηκωμένους του 21;) σ’ αυτούς οφείλουμε: οι δικοί μας, ορθόδοξοι και αρχαιολάτρες, μόνο στην καπηλεία είναι ασυναγώνιστοι.
     Η θλίψη, η απογοήτευση, η οργή και η απελπισία που προκαλεί αυτός ο τόπος στις γενιές που έρχονται και φεύγουν χωρίς να ζήσουν μια φυσιολογική και δημιουργική ζωή, αλλά ένα εφιαλτικό ψυχόδραμα, έχει τις ρίζες του σ’ αυτή την διάσταση ανάμεσα στον ελληνικό πολιτισμό και την αδυναμία κατανοήσεως και αποδοχής του. Απ’ αυτόν τον κανόνα δυστυχώς δεν εξαιρείται ούτε ο Κορνήλιος Καστοριάδης.
     Γιάννης Γεράσης
--
Θ
Όσον αφορά στο ποιοι είμαστε εμείς οι «νεοέλληνες» που τον διαβάζουμε σήμερα, (εννοεί τον στρατηγό Μακρυγιάννη),δηλαδή εάν είμαστε Ρωμαίοι του Βυζαντίου ή μια Βυζαντινή εθνότητα ή μια μικρογραφία της Δύσης ή και τα τρία μαζί, αυτή η απάντηση μπορεί να υπάρχει όχι μόνο στην αστόλιστα τραγική γραφή του χριστιανού Μακρυγιάννη, αλλά κυρίως στην αριστοφανικά στολισμένη γλώσσα του οπλίτη του κάμπου της Τροίας:
«Ερώτησα τον μπούτζον μου και μου είπε όχι»!
          Απόστολου Αποστολόπουλου
--
Ι
Η τάση του κομμουνισμού λοιπόν δεν μπορεί να βασίζεται στην εκδικητικότητα’ δεν μπορεί να συνιστά μία προσπάθεια να «αναζητήσουμε τα κλεμμένα», διότι αυτά απλούστατα δεν υπάρχουν. Ούτε βέβαια σε μια προσπάθεια αποκατάστασης «πραγματικής οικονομίας» της παραγωγής χρήσιμων πραγμάτων η οποία έχει υποτίθεται αλλοιωθεί και παραμεληθεί χάριν του «μεταπρατισμού» ή της «χρηματιστικής κερδοσκοπίας». Θα πρέπει να ξεκινά από τη διαπίστωση ότι η λειτουργία της κοινωνίας αποτελεί μια διαρκή παραγωγή που βασίζεται στην κοινωνική συνεργασία, και ότι το κεφάλαιο έχει τον έλεγχο (ή μάλλον, είναι ο έλεγχος) πάνω στην οργάνωση, την κινητοποίηση και τα προϊόντα αυτής της συνεργασίας-για όσο καιρό δεν του τον αφαιρούν οι δυνάμεις της κοινωνικής συνεργασίας για να τον αναλάβουν οι ίδιες για λογαριασμό τους.
Στη μεταπολεμική Ελλάδα, όμως, η ιδέα αυτή δεν βρήκε γόνιμο έδαφος. Αφενός λόγω της εγγενούς δυσκολίας και πολυπλοκότητάς της, αφετέρου για τους πρακτικούς-συγκυριακούς λόγους που μόλις εξέθεσα: είναι πάντα πιο εύκολο από παιδαγωγική-επικοινωνιακή άποψη να προσελκύσεις την προσοχή όσων υπόκεινται σε εκμετάλλευση καταγγέλλοντας κλοπές, απάτες, και ιδιοτέλειες, ποντάροντας στον φετιχισμό του υποκειμένου. Πράγμα που, παρεμπιπτόντως, αποτελεί ιδιαίτερα ευνοϊκό έδαφος για να αναπτυχθεί μία αστυνομική αντίληψη της ιστορίας.
          Άκης Γαβριηλίδης
--
Κ
65
-Στις ρίζες της ελληνικής δυστυχίας, είναι τα δύο Εθνικά Πλέγματα Κατωτερότητας. Το ένα στο χρόνο-με τους προγόνους. Το άλλο στο χώρο-με τους «ευρωπαίους». Αδικαιολόγητα ίσως πλέγματα-αλλά όχι, για τούτο, λιγότερο πραγματικά.
66
Είμαστε διαφορετικοί. Κι όμως προσπαθούμε, με απόγνωση, να ενταχθούμε κάπου. Γιατί άραγε αισθανόμαστε τη μοναδικότητά μας σαν ελάττωμα;  Γιατί ντρεπόμαστε γι’ αυτή; Άραγε επειδή δεν είμαστε αρκετά μεγάλοι ή δυνατοί, ώστε να κάνουμε την ιδιομορφία μας παντιέρα; Ή μήπως επειδή δεν είμαστε αρκετά σίγουροι για τον εαυτό  μας;
22
Αξίωμα: Ένας έλληνας κάνει ότι μπορεί για να μεγαλώσει το άνοιγμα ανάμεσα επιθυμία και πραγματικότητα.
69
Τελικά ποιοι είμαστε; Οι ευρωπαίοι της Ανατολής ή οι ανατολίτες της Ευρώπης; Οι ανεπτυγμένοι του νότου ή οι υπανάπτυκτοι του βορρά; Οι (κατ’ ευθείαν) απόγονοι των Αχαιών, ή η πανσπερμία της Βαβυλωνίας;
105
Οι άλλοι λαοί έχουν θεσμούς. Εμείς έχουμε αντικατοπτρισμούς.
118
Το πρόσφατο ειδύλλιο του έλληνα με την καταναλωτική κοινωνία-ένας μακρύς , οδυνηρός αρραβώνας, χωρίς γάμο.
               Νίκος Δήμου
--
Λ
        ΙΙΙ
Στο χυδαίο αυτό καρναβάλι εφόρεσα πορφύρα, στέμμα από καθαρό, ατόφιο χρυσάφι, ύψωσα ένα σκήπτρο πάνω από τα πλήθη, κι επήγαινα ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Έχανα τη συνείδηση του περιβάλλοντος, αλλά επήγαινα, σαν υπνοβάτης, ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Οι παλιάτσοι έτρεχαν μπροστά μου ή χόρευαν γύρω δαιμονισμένα. Εφώναζαν, εχτυπούσαν. Αλλά εγώ επήγαινα βλέποντας τα σύννεφα και ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Δυσκολότατα επροχωρούσα. Με τους αγκώνες άνοιγα τόπο, αφήνοντας πίσω μου ράκη. Αποσταμένος, ματωμένος, στάθηκα κάπου. Στον ήλιο έσπαζαν οι καγχασμοί των άλλων. Κι ήμουν γυμνός. Γέρνοντας βαθιά, σαν τσακισμένο δέντρο, άκουσα για τελευταία φορά την εσωτερική μου φωνή.
           Κώστας Καρυωτάκης
--

Σημειώσεις:
     Η ούκ ήσθησαι ότι αι μιμήσεις, εάν εκ νέων πόρρω διατελέσωμεν εις έθη τε και φύσιν καθίστανται και κατά σώμα και φωνάς και κατά την διάνοιαν;
         Πλάτων, Πολιτεία Γ΄ 395
Το ποιητικό απόσπασμα του ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου είναι από την ποιητική του σύνθεση «ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ», ένατη έκδοση, εκδόσεις Κέδρος Γενάρης 1974, σ.7
Το Α απόσπασμα κειμένου προέρχεται από το βιβλίο του Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου, ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ, έκδοση τρίτη, εκδόσεις Πουρναρά-Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 10-12.
Το Β είναι το γνωστό ποίημα του Γιάννη Ρίτσου από την συλλογή του «ΔΕΚΑΟΧΤΩ ΛΙΑΝΟΤΡΑΓΟΥΔΑ ΤΗΣ ΠΙΚΡΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ», τρίτη έκδοση, εκδόσεις Κέδρος Δεκέμβρης 1973, ποίημα 18ο .
Το Γ απόσπασμα είναι από το άρθρο του Κωνσταντίνου Άμαντου, «Ο ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΤΟΜΙΣΜΟΣ ΜΑΣ». Το οποίο βρίσκεται στο βιβλίο του Σταύρου Μπίρη, «ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ. Κορυφαία κείμενα πολιτικών κοινωνικών και ιστορικών σπουδών από το 21 ως σήμερα. Εκδόσεις Νέα Σύνορα 1. χ.χ. σελ.164-165.
Το Δ απόσπασμα είναι από το άρθρο «Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΔΟΜΗ» του νεοελληνικού βίου του συγγραφέα Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου και βρίσκεται επίσης στον τόμο του Σταύρου Μπίρη, σελ. 171.
Το Ε απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Γεράσιμου Σ. Κακλαμάνη, «ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΟΜΗΣ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ», (εθνισμός των πρώτων μετεπαναστατικών εν Ελλάδι χρόνων υπό τρέχουσαν έποψη), Αθήνα 1986, σελ.30
Το Ζ απόσπασμα είναι από το μοναδικό βιβλίο του Κωνσταντίνου Σ. Σοκόλη, «ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ», Νεοελληνικό Αρχείο, υπεύθυνος σειράς Γιώργος Αραμπατζής, εκδόσεις Ροές 1993, σελ.128
Το Η απόσπασμα είναι από τον τόμο «Η ΑΡΘΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ» του Γιάννη Γεράση, εκδόσεις Ροές 1991, σελ. 190-191.
Το Θ απόσπασμα είναι από τον τόμο του Απόστολου Αποστολόπουλου, «Η ΔΥΣΗ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ ΚΑΙ Η ΜΕΣΑ ΕΛΛΑΔΑ», εκδόσεις Ίνδικτος 1998, σ.396.
Το Ι απόσπασμα είναι από τον τόμο του Άκη Γαβριηλίδη, «Η ΑΘΕΡΑΠΕΥΤΗ ΝΕΚΡΟΦΙΛΙΑ ΤΟΥ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΥ. Ρίτσος, Ελύτης, Θεοδωράκης, Σβορώνος. Εκδόσεις Futura 2006, σελ.79.
Οι ρήσεις-αποφθέγματα του Κ είναι από το βιβλίο του Νίκου Δήμου, «Η ΔΥΣΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ» εκδόσεις Ίκαρος 1975. (δεν αναφέρω σελίδες μια και είναι αριθμημένα)
Το  απόσπασμα Λ είναι από την «ΦΥΓΗ» του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη και βρίσκεται στον τόμο Κώστας Γ. Καρυωτάκης, «ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΕΖΑ» επιμέλεια Γιώργος Π. Σαββίδης, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, εκδόσεις Ερμής ΠΟ 21/Αθήνα 1975, σελίδα 156
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 26/5/2019
Από έναν Ψευτοθόδωρο, που δεν λησμονεί ότι, οι συντηρητικές κυβερνήσεις και η συνεργασία τους με το βαθύ πασοκ μας έφεραν εδώ που μας έφεραν. Δεν ξεχνά τους 101 νεκρούς στο Μάτι και τους 26 πνιγμένους της Μάντρας. Τους νεκρούς της Τράπεζας στην οδό Σταδίου. Δεν ξεχνά το όχι που έγινε ναι. Δεν λησμονεί την οικονομική φαυλοκρατία μία εβδομάδα πριν τις εκλογές να μοιράσουν φιλοδωρήματα. Τα εκατοντάδες ψέματα που όλοι οι δήθεν πολιτικοί μας εκπρόσωποι, οι δήθεν προοδευτικοί, μας είπαν εδώ και τέσσερα χρόνια υπερφορολογώντας μας για το καλό μας. Που πέρασαν όλα τα αφιλάνθρωπα μέτρα και νομοθετήματα. Που διατηρούν τα πολιτικά τους προνόμια εντός του ελληνικού και ευρωπαϊκού κοινοβουλίου. Που συνταξιοδοτούνται με δύο συνεχόμενες τετραετίες. Που οι 300 εκπρόσωποι, πέρα από την βουλευτική τους αμοιβή λαμβάνουν επιπλέον αμοιβή για να παρευρίσκονται στις νομοθετικές συνεδριάσεις. Λες και δεν εκλέχτηκαν για αυτό. Που νομοθετούν για εμάς χωρίς εμάς. Που και στην περίοδο της πτώχευσης της χώρας και των ελλήνων οι κομματικοί σχηματισμοί χρηματοδοτούνται από τον κρατικό κορβανά. Αντί σαν μια ένδειξη σύγχρονου πατριωτισμού να μην δεχθούν την χρηματοδότηση. Τους λίγο πριν τις εκλογές διορισμούς. Αυτούς που όπως είπαν, «ή θα μας τελειώσουνε ή θα τους τελειώσουμε». Και έγινε το δεύτερο μέσα σε μια τετραετία. Δεν ξεχνώ την προτροπή του ψηφίστε με να βγω πρωθυπουργός. Αλέξης, Κυριάκος, Φώφη, Νίκος, Σταύρος, Βασίλης, Δημήτρης. Και χιλιάδες άλλα ονόματα ψηφοφόρων που πήγαν στα ΑΤΜ.           
   

Πέμπτη 23 Μαΐου 2019

Ο νεαρός αυτόχειρας ποιητής Γιώργος Φιλιππίδης


Ο νεαρός αυτόχειρας ποιητής Γιώργος Φιλιππίδης

      
       Το ζήτημα της αυτοκτονίας των ανθρώπων-όποιοι και αν είναι αυτοί και για όποιον λόγο ή αιτία προβαίνουν σε αυτήν την έσχατη πράξη οικειοθελώς- είναι ένα πολύ ιδιαίτερο, λεπτό και ευαίσθητο θέμα. Το διαχρονικό και διαρκές μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία και Πολιτισμό αυτό «φαινόμενο», δηλαδή της εθελούσιας αποχώρησης ενός προσώπου από την ζωή, υπερβαίνει τα όρια ενός Πολιτισμού, μιας Θρησκείας, μιας Φιλοσοφικής δοξασίας, μιας Εθνικής Εθιμικής προσταγής ή Αγωνιστικών Επαναστατικών Πατριωτικών Κανόνων και τιμητικών Αρχών μιας Πολιτείας, μιας Κρατικής οντότητας ή Παράδοσης. Ενός, βασιλικού, αριστοκρατικού, αυτοκρατορικού, δημοκρατικού, δεσποτικού ή στρατιωτικού πολιτεύματος. (Ας φέρουμε στην σκέψη μας τις περιπτώσεις την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ή της σύγχρονης μας Ιαπωνικής). Είναι πέρα και πάνω από τον συνηθισμένο, καθιερωμένα ερμηνεύσιμο και κοινόχρηστα αντιληπτό για τους ανθρώπους, ευθύγραμμο χρόνο της Ζωής ίσως και Ιστορίας. Οι κρατικές οντότητες των Ηπείρων που περιτειχίζουν το ανθρώπινο πλήθος των υπηκόων τους μέσα στο διάβα των αιώνων, θεσπίζουν Νόμους-παράλληλα ή παραπλήσια με το Εθιμικό Δίκαιο της εκάστοτε παράδοσης που απαγορεύουν την έσχατη-από ένα άτομο-της Ζωής αυτή πράξη με δεκάδες τρόπους και ελπιδοφόρες προτροπές. Παρόλα αυτά, το φαινόμενο υπήρχε και υπάρχει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό υιοθέτησής του. Και υιοθετείται, από μερίδα ατόμων πέρα και πάνω από θεσμικές ή μεταφυσικές απαγορεύσεις. Κανένας κρατικός θεσμός ή θρησκευτικός αντίστοιχα, δεν κατόρθωσε να το εξαλείψει άπαξ διά παντός. Ίσως μόνο, σε ειδικές περιπτώσεις, κατόρθωσε να το περιορίσει μέσω μιας παιδευτικής ή άλλης ελπιδοφόρας φύσεως αγωγής των πολιτών. Το κατά τις παραδοσιακές θρησκευτικές ή εκκλησιαστικές δοξασίες «Θείο Δώρο της Ζωής» στις αυτεξούσιες ενέργειες και απελεύθερες επιλογές πιστών και απίστων, κατά περίσταση, μετατρέπεται σε επιλογή ολοκλήρωσής της ή υπέρβαση των αδιεξόδων της, στιγμιαία και ακαριαία οικεία βούληση. Ή ακόμα, και απόπειρα τερματισμού της. Το φαινόμενο της εθελούσιας αποδέσμευσης από τα «δεσμά» του χρόνου-χωροχρόνου-, εντοπίζεται σχεδόν σε όλους τους γνωστούς μας Πολιτισμούς και σε όλες τις Ιστορικές περιόδους της ανθρώπινης περιπέτειας. Όπως επίσης, και η εξέτασή του, ή οι προσχηματικές, δικονομικές, μεταφυσικές, εθνικές μεταγενέστερες ορολογίες ερμηνεία του. Ή και δικαίωσή του. Αναγνωρίζουμε χιλιάδες περιπτώσεις νέων ή μεγαλύτερης ηλικίας ατόμων αμφοτέρων των φύλων και χρώματος, θρησκεύματος, που στο διάβα της Ιστορίας προέβησαν σε αυτήν την τελευταία της ζωής τους ενέργεια. Τερμάτισαν το χρόνο της μοιραίας και τυχαίας ζωής τους χωρίς αναστολές. Πολλές φορές αφήνοντάς μας μικρά σημειώματα για να δικαιολογήσουν την τελευταία τους αυτή ενέργεια. Ανεξάρτητα από πια κοινωνική ή θρησκευτική, φιλοσοφική ή νομική, εθιμική ή άλλη ατομική οπτική βλέπει κανείς και αντιμετωπίζει το ζήτημα εκ των υστέρων, προβάλλοντάς του τις εκπαιδευτικές του ποικιλότροπες ερμηνείες, το αποδέχεται ή το καταδικάζει, το σχολιάζει διακριτικά ή κραυγαλέα, το προσπερνά ή απλά το καταγράφει, σαν ένα ακόμη τραγικό συμβάν μέσα στα υπόλοιπα του ανθρώπινου πρόσκαιρου βίου. Το φαινόμενο αυτό, υπερβαίνει ακόμα και τις οικονομικές τάξεις ή άλλες διαφορές της κοινωνίας. Θέλω να πω ότι, είναι πέρα από την οικονομική ή μη καλή κατάσταση του αυτόχειρα, την οικογενειακή του καταγωγή τα ιδεολογικά του πιστεύω.
Κατά την γνώμη μου, το διαχρονικό αυτό μέσα στην σύντομη και τυχαία του ανθρωπίνου όντος ζωή παγκόσμιο διαπολιτισμικό αυτό φαινόμενο, ιδιαίτερα μάλιστα, όταν το ζήτημα αυτό αφορά νέους, νεότατους σε ηλικία ανθρώπους, πέρα από την ατομική του καθενός αιτία της οσάνω επιλογής, (κοινωνικές συνθήκες, θρησκευτικές αμφισβητήσεις, συναισθηματικές μη ελεγχόμενες διαταραχές ή μεταπτώσεις, ερωτικές αποτυχίες, υπαρξιακά αδιέξοδα , σωματικές κακουχίες, ψυχικές ταλαντεύσεις, οικονομικές αποτυχίες, πολιτικές-ιδεολογικές επιλογές ή διαψεύσεις, συνειδησιακές αρνήσεις, ή άλλες της Ζωής-τους-, αδιέξοδες επιλογές και καταστάσεις, εσωτερικών παλινδρομήσεων ή ισχυρή αίσθηση καθήκοντος κλπ.) χρίζει ιδιαίτερης προσοχής και ευαισθησίας, διακριτικότητας και φωτισμού στην προσέγγισή του. Οι εντεύθεν κακείθεν των κράσπεδων αφορισμοί, ούτε ωφέλησαν ούτε εξάλειψαν το φαινόμενο. Η μνήμη της ζωής παραμένει παρούσα και μετά την καταγραφή του συμβάντος. Αδιάβροχη των ερμηνειών της, έρημη των μεταγενέστερων σχολιασμών της. Μοναχική και ανυπεράσπιστη μέσα σε ένα πλέγμα ερωτημάτων και σκοτεινών δικαιολογήσεων. Ούτε οι ισχυρές θρησκευτικές ή άλλες κατά καιρούς φιλοσοφικές δοξασίες, αρνητικές καταδίκες του, μπορούν να ερμηνεύσουν στην καθολικότητά του και την διαχρονία του το ζήτημα αυτό, ούτε πάλι η πλήρης αποδοχή του από αντίστοιχες κοινωνικές ή πολιτικές προσταγές και ιδεολογικά καθήκοντα επίσης, κατόρθωσαν να αναλύσουν επαρκώς χωρίς σκοτεινά σημεία την βαθύτερη ουσία του. Οι μεταγενέστεροι του συμβάντος, το αναγνωρίζουν σαν μια βίαιη και απότομη της ζωής του αυτόχειρα διακοπή, μέσα στην αλυσίδα των εκατομμυρίων θανάτων αενάως, των έμβιων όντων μέσα στο Φυσικό βασίλειο. Ας μην λησμονούμε ότι τα ιστορικά βιβλία που καταγράφουν και μας εξιστορούν τα στρατιωτικά και πολεμικά γεγονότα του Μεγάλου Πολέμου του προηγούμενου Αιώνα, μας λέγουν ότι, έστελναν οι στρατιωτικοί αρχηγοί τους στρατιώτες τους, σε βέβαιη αυτοκτονία, εξαναγκάζοντάς τους σε αδιέξοδα πολεμικά ανδραγαθήματα ή σε χαμένες μάχες στο όνομα της εθνικής τιμής ή του πατριωτικού καθήκοντος. Εκατομμύρια νεαρών ευρωπαίων σκοτώθηκαν αδίκως και μάταια, φρικτά και άδοξα, έπεσαν στα πεδία των μαχών χωρίς λόγο. Ή έλλειψη στρατιωτικής ή πολεμικής διορατικότητας ή αβελτηρίας και σκοπιμότητας των διπλωματικών ή κυβερνητικών αρχών. Επανερχόμενος, το ουσιαστικό και διαρκές πλέον Πένθος, βρίσκεται μόνο και κύρια στην πλευρά του θανόντος αυτόχειρα ή της θανούσης και φυσικά, στα μέλη της οικογένειάς τους και του άμεσου φιλικό περιβάλλοντος. Ενός οικογενειακού πλαισίου, που ενδεχομένως αδυνατούν να κατανοήσουν την έξοδο της ζωής αυτή, και να αισθάνονται άβολα που δεν κατόρθωσαν να προλάβουν τον ή την αυτόχειρα, δεν μπόρεσαν να σταθούν δίπλα τους πριν την τελευταία τους αυτή ενέργεια. Οι μεταγενέστεροι σχολιασμοί των κρατικών δημόσιων αρχών ή θρησκευτικών-εκκλησιαστικών θεσμών, οι κοινωνιολογικές αναλύσεις και ταξινομήσεις, είναι μάλλον προφάσεις εν αμαρτίαις, μια και ο αυτόχειρ, ταξιδεύει ήδη προς την αιώνια της Ζωής Λήθη. Η κατά περίπτωση ελάχιστη παρηγοριά στους  οικείους του, σαν ψήγμα μικρών ακόμα στιγμών ανθρώπινης αθανασίας από τον περίγυρο πριν και αυτοί διαβούν την Αχερουσία. Μία ακόμα κατά συνθήκη συνήθεια πριν δύση ο ήλιος.
     Είναι εκατοντάδες οι ποιητές, οι ποιήτριες, οι πεζογράφοι, οι φιλόσοφοι, οι διανοητές, οι άνθρωποι της Τέχνης γενικότερα, που τερμάτισαν την ζωή τους εθελούσια. Που έσβησαν το καντηλάκι της ζωής τους με την θέλησή τους ανά τους αιώνες. Τα ονόματά τους μας είναι γνωστά, κατέχουν την θέση τους μέσα στην ελληνική και παγκόσμια γραμματολογία και ιστορία. Στα καθ’ ημάς να υπενθυμίσουμε την έξοδο της ποιήτριας Κοραλίας Θεοτοκά, του ποιητή του μεσοπολέμου Ναπολέοντος Λαπαθιώτη, της συγγραφέως Πηνελόπης Δέλτα, του ποιητή και μεταφραστή Αλέξη Τραϊανού, του ποιητή Νίκου Λαδά, του ποιητή Ηλία Λάγιου, την πασίγνωστη και  πολυερμηνεύσιμη στα ελληνικά γράμματα περίπτωση του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη. Αλλά και η αμφισβητούμενη περίπτωση του Νίκου Πουλαντζά. Για να μείνω σε ελάχιστες των τελευταίων δεκαετιών περιπτώσεις του προηγούμενου αιώνα. Στο διεθνές λογοτεχνικό στερέωμα χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις του ρώσου ποιητή Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, της αγγλίδας πεζογράφου Βιρτζίνια Γουλφ κ. ά. Κλασικά παγκόσμια παραδείγματα επίσης, είναι ο ανεκπλήρωτος έρωτας του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας και η τραγική του κατάληξή, από το ομώνυμο Σαιξπηρικό έργο, οι περιπτώσεις των δεκάδων ρομαντικών αυτόχειρων νέων μετά την ανάγνωση του Βέρθερου του γερμανού ρομαντικού συγγραφέα Γκαίτε και άλλα γνωστά μας συμβάντα ποιητών και συγγραφέων. Ευαίσθητων ανώνυμων νέων και νεανίδων που προτίμησαν την ασέληνο αιώνια νύχτα από το ζοφερό πρόσκαιρο και τυχαίο φως της ζωής.
Στην μεγάλη αχανή και νέα ήπειρο, την Αμερικάνικη, την Μέκκα της ελεύθερης οικονομίας και της κινηματογραφικής βιομηχανίας, έχουμε τα δεκάδες παραδείγματα νεαρών κοριτσιών εκκολαπτόμενων ηθοποιών-«σταρ»-που έπεσαν πάνω στους κάκτους της επιγραφής Χόλυγουντ, και έχασαν την ζωή τους, μόνο και μόνο για να κερδίσουν την δόξα της φήμης με την πράξη τους αυτή. 
     Στο παλαιό αριστερό περιοδικό «ΑΝΤΙ» τεύχος 689/18-6-1999, και στις σελίδες 47-49 δημοσιεύθηκαν πριν 20 χρόνια, δύο κείμενα γνωστών ελλήνων συγγραφέων της εποχής μας, του καθηγητή πανεπιστημίου, δοκιμιογράφου και ποιητή Νάσου Βαγενά και του κυρού πεζογράφου και μεταφραστή Γιώργου Χειμωνά. Τα κείμενα, αφορούσαν τον θάνατο-για την ακρίβεια, την αυτοκτονία-του εικοσαετούς ποιητή Γιώργου Φιλιππίδη και την ολιγοσέλιδη ποιητική του συλλογή «ΓΑΛΑΖΙΑ ΜΗΧΑΝΗ» εκδόσεις Καστανιώτη 1999. Η μεταθανάτια μοναδική αυτή συλλογή του νεαρού ποιητή Γιώργου Φιλιππίδη,-εις μνήμη του- εξαντλήθηκε και επανεκδόθηκε δύο φορές μεταγενέστερα. Στις μέρες μας, η συλλογή εξακολουθεί να  είναι εξαντλημένη από τον εκδοτικό οίκο «Καστανιώτη» που κυκλοφόρησε και δεν κυκλοφορεί στο εμπόριο. Στο διαδίκτυο, έχουν αναρτηθεί τα οκτώ αν δεν κάνω λάθος ποιήματα της συλλογής, αρκετές αναλύσεις από φιλικά πρόσωπα προσκείμενα στον νεαρό αυτόχειρα, καθώς και το βίντεο εις μνήμη του, από την εκπομπή «Παρασκήνιο» που μιλούν φίλοι του και άλλοι για το εικοσάχρονο παιδί. Οι επανεκδόσεις της συλλογής συνοδεύονται με κείμενα για το έργο και τον ίδιο.
Καθώς συμμάζευα τα σκόρπια δημοσιεύματα στα περιοδικά και τις εφημερίδες για, και του Γιώργου Χειμωνά, συνάντησα και ξαναδιάβασα και πάλι το κείμενό του όπως και αυτό του ποιητή και ομότιμου πλέον καθηγητή Νάσου Βαγενά, που ο άτυχος νεαρός, υπήρξε φοιτητής του στα πανεπιστημιακά του εφηβικά χρόνια. Δημοσιεύω και τα δύο κείμενα, όχι από μεταφορές τους σε βιβλία ή ενδεχομένως και αλλού, αλλά όπως αυτά δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Αντί». Στο τεύχος 689/της 18 Ιουνίου του 1999. Πριν το καλογραμμένο κείμενο της κριτικού χορού, κυρίας Νατάσας Χασιώτη, «Ο Τζαίημς, η τρέλα, ο θάνατος και η απιστία» σελ.50. Εις Μνήμη του νεαρού αυτόχειρα και ποιητή Γιώργου Φιλιππίδη. Και είκοσι χρόνια μετά, ας ξαναθυμηθούμε την ποιητική φωνή του νέου ποιητή Γιώργου Φιλιππίδη. Ο Γιώργος Χειμωνάς έφυγε από κοντά μας το 2005.
ΜΙΑ ΥΠΟΓΕΙΑ ΕΝΤΑΣΗ
Νάσος Βαγενάς
     Το βιβλίο αυτό περιέχει ποιήματα ενός νέου που δεν υπάρχει πια’ που αυτοχειριάστηκε τον Ιούλιο του 1997 σε ηλικία είκοσι ετών. Η έκδοσή του, ωστόσο, δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως μια επιμνημόσυνη πράξη’ γιατί η ποιότητα των στίχων που περιέχει υπερβαίνει τη συνήθη ποιότητα των στίχων που γράφουν οι εικοσάχρονοι και καθιστά το βιβλίο άξιο να δημοσιευτεί ως βιβλίο ποιητικό. Ο Γιώργος Φιλιππίδης ήταν νέος με συγγραφικό ταλέντο: με αξιοθαύμαστες διανοητικές ικανότητες και έμφυτη αίσθηση της γλώσσας-στοιχεία που εκδηλώθηκαν από πολύ νωρίς, όπως δείχνουν τα κείμενα που έγραψε σε παιδική ακόμη ηλικία.
     Εντούτοις πιστεύω ότι οι φράσεις όπως «ο θάνατος έκοψε τον συγγραφικό του δρόμο» ελάχιστο νόημα έχουν στην περίπτωση του Γιώργου Φιλιππίδη. Γιατί η σχέση του με τη γραφή, μολονότι ουσιώδης, αισθάνομαι πως δεν ήταν θεμελιώδης’ πως ήταν μέρος μιας ευρύτερης και βαθύτερης σχέσης, που ήταν η σχέση του με τον θάνατο. Το αντιλαμβάνομαι αυτό τώρα που διαβάζω τα ποιήματά του και συνδυάζω την αίσθηση που μου δίνουν οι παρεμβάσεις τους στις παραδόσεις μου (ήταν φοιτητής μου στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών), κυρίως στα μαθήματά μου για τον Σεφέρη-παρεμβάσεις που ξεχώριζαν από εκείνες των άλλων φοιτητών τόσο στην εμμονή του (και τις λεπτές παρατηρήσεις του) στον σχολιασμό του θέματος του θανάτου και των συναρτήσεων του θέματος αυτού με το θέμα της γραφής, όσο και για τη «λοξή» ευστοχία των διαπιστώσεων του: λοξή με την έννοια μιας αποκλίνουσας τοποθέτησης, η οποία, ενώ φαινόταν εντελώς προσωπική, γινόταν σχεδόν πειστική με τα ισχυρά-στο θεωρητικό επίπεδο-επιχειρήματά της. Θα έλεγα ότι ο Γιώργος Φιλιππίδης έτρεφε προς τη ζωή τα αισθήματα που τρέφει ένας αναρχικός για το πολιτικό καθεστώς της χώρας του. Γι’ αυτό και η σύγκρουση μαζί της, που ήταν αναπόφευκτη, έγινε με τρόπο ανάλογο μ’ εκείνον μιας τρομοκρατικής πράξης (απαγχονισμός και ταυτόχρονη αυτοπυρπόληση).
     Παρότι οι στίχοι του Γιώργου Φιλιππίδη μπορούν να διαβαστούν ως αυθύπαρκτα ποιήματα, ανεξάρτητα από τη γνώση και τον τρόπο του θανάτου του, η αυτοχειρία του και η μορφή της ρίχνουν στα ποιήματά του ένα αναπότρεπτο φως, που λειτουργεί αναγκαστικά ως στοιχείο κειμενικό’ ένα φως που τα διαποτίζει με τη μορφή μιας υπόγειας έντασης, η οποία, σε όσους δεν γνωρίζουν τη βιογραφία του ανθρώπου που τα έγραψε (αλλά βέβαια και σε όσους τη γνωρίζουν), γίνεται αισθητή ως μια οντολογικής φύσεως αναζήτησης, που τελείται στο πεδίο ενός συναισθήματος που συγχωνεύει την επιθυμία εξόδου από τη ζωή με τον φόβο αυτής της επιθυμίας.
     Το βιβλίο αυτό περιέχει τα περισσότερα από τα ποιήματα που έγραψε ο Γιώργος Φιλιππίδης στα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του. Ο ίδιος δεν φαινόταν να έχει ιδιαίτερη επιθυμία να δημοσιεύσει στίχους του, ούτε και να τους δείξει σε τρίτους. Πιστεύω, ωστόσο, ότι η δημοσίευσή τους δεν έρχεται σε αντίθεση με τη συγγραφική του βούληση και με την απόφαση της εθελουσίας αποχώρησής του.
--
…Και άλλες παρατηρήσεις
Γιώργος Χειμωνάς, Χριστούγεννα, 1998
Α
Mourir est une difficile et longue quit reclame aide et complaisance
                     Julien Gracq
     Την ημέρα που πέθανε ο Ελύτης αυτοκτόνησε στο Παρίσι μια νεαρή, πολύ δική μου, Γαλλίδα συγγραφέας που δεν καταδέχθηκε ποτέ να δημοσιεύσει τα γραφτά της’ «Θα γινόταν μια δεύτερη Colette», περηφανευόταν η μητέρα της και συμπλήρωνε, με την ειρωνεία της της ψυχιάτρου που δεν πιστεύει στην ψυχιατρική, «η μελαγχολία του Apollinaire, που κοιμάται ανάμεσα στον έρωτα  και στην ακαταδεξιά»-η αλαζονική, όμορφη Mireille που όλοι την ερωτεύονταν και ονειρεύονταν να την έχουν. Μού το ανήγγειλε στο τηλέφωνο η ίδια η μητέρα της με τον ασυγκίνητο, κοφτό, μνησίκακα τόνο του θρήνου πού γίνεται οργή για τον πιο ακριβό νεκρό μας-και το ίδιο αυστηρά με κάλεσε να πάω στην ταφή της. Όμως εγώ ώφειλα να είμαι στην κηδεία του ποιητή, που μόνο κάποιο Nobel ήταν ό,τι ήξερε γι’ αυτόν’ και όταν της το είπα, κι ότι θα πήγαινα το γρηγορότερο μετά, μου έκλεισε το τηλέφωνο λέγοντας χωρίς θυμό, κουρασμένη: «Δεν χρειάζεται να έρθεις μετά’ και ποιο «μετά»; Δεν κατάλαβες ότι γι’ αυτό το έκανε-για να μην έχουμε πιά κανένα, εμείς, μετά;». Τη νύχτα που ξημερώνει η κηδεία του Έλληνα ποιητή, ονειρεύθηκα πως ήμουν κιόλας σ’ αυτήν. Χαμένος μέσα σε ένα πυκνό ταραγμένο πλήθος που κύκλωνε αδιαπέραστο το φέρετρό του και σκλήραινε όσο το πλησίαζε με ένα βίαιο, εχθρικό πένθος-κι εγώ μάταια αγωνιζόμουν να ξεφύγω, γιατί όσο πήγαινε μεγάλωνε και αγρίευε το κύμα όλου του κόσμου, που άπλωνε και χυνόταν κι ανέβαινε μέσα στη μικρή εκκλησία του νεκροταφείου σπάζοντας επάνω στις εικόνες, για να με παρασύρει στο τέλος κι εμένα εκεί όπου ξαφνικά κόπασε εκείνη η λαγνεία για τη θέα της γυμνής σιωπής, που μονάχα σ’ έναν νεκρό ποιητή φανερώνει τις απόκρυφες ρίζες της φωνής, επάνω από το φέρετρο-πού βλέποντάς το ανοιχτό, έσκυψα και είδα. Στη λευκή μεταξωτή του κοίτη πλάγιαζε η Mireille, ένα ευτυχισμένο, όμορφο, γελαστό κορίτσι ένδεκα-δώδεκα χρόνων-έτσι όπως πάντα την έφερναν στον νου μου όσο ποτέ ευτυχισμένη, όσο ποτέ γλυκειά με το βαθύ της και ωστόσο, όπως πάντα, αλλόκοτα προσποιητό χαμόγελό της, την έβλεπα να κοιμάται εκεί, μπροστά μου-πλαγιασμένη στο φέρετρο του ποιητή σαν να ήταν στο δικό της ξύλινο κρεββάτι, αντίγραφο από ανάκλιντρο του David,  ντυμένη το βελούδινο φόρεμα της γιορτής του αδελφού της στα εφτά του χρόνια, με τις ψηλές δερμάτινες μπότες που η μητέρα της κι εγώ τις είχαμε διαλέξει, με το περιδέραιο από αχάτη και αμέθυστο της γιαγιάς της.-Και όταν το είδα επάνω στο λαιμό της, την ίδια στιγμή, άκουσα τη μητέρα της πού της το είχε χαρίσει, την άκουσα να λέει σχεδόν μέσα στο αυτί μου, γιατί από την αρχή θα στεκόταν δίπλα μου κι άς μην την είχα δει-κι ενώ το πλήθος γύρω μου αραίωνε και εξαφανιζόταν και το έβλεπα να φεύγει σκυμμένο, κρυφά, γιατί κρυφά είχε ορμήσει μέσα στη εκκλησία, σαν κάποιοι να του απαγόρευαν να μπει, νη μην δει τον ποιητή-και άκουσα, χωρίς να μπορέσω να τη δω τη μητέρα της Mireille που αμίλητη ως τότε, στο πλάι μου, παρακολουθούσε ολόκληρη τη νεκρώσιμη λειτουργία, την άκουσα να μου μιλά με αφηρημένο θαυμασμό για κάτι που ένιωθε ότι έπρεπε να θαυμάσει και αδιάφορη κι ανάλαφρα συνεπαρμένη από αυτήν την ξένη κι άγνωστή της Mireille που κοιμόταν στο φέρετρο μπροστά της φέγγοντας στο θαμπό βελούδο της-την άκουσα να λέει, ένα υγρό και κρύο φύσημα από ανοιγμένον ξαφνικά πανάρχαιας θρησκείας τάφο.
«Το κρατάτε ακόμη αυτό το έθιμο, αντί για το σώμα του ποιητή που πέθανε, να βάζετε στο φέρετρό του και να κηδεύετε ένα άγνωστο, κι όμως το ποιο όμορφο ποίημά του».
Β
In the room the women come/ and go talk of Michelangelo
        Tomas Stern Eliot
Πως γίνεται ποίημα ο θάνατος; Μονάχα οι ποιητές γνωρίζουν ότι το ποίημα είναι όνειρο του θανάτου’ γιατί από όλους τους ανθρώπους, οι ποιητές μονάχα έχουν την πιο φυσική σχέση με τη ζωή, που δεν είναι άλλη από τη σχέση- πού μόνον αυτοί μπορούν να έχουν-την πιο συνειδητή, καθημερινή, την πιο συγγενική σχέση με τον θάνατο. Με την ευφυΐα του παιχνιδιού (είτε με τους πεσσούς του χρόνου που έπαιζε ο Ηράκλειτος είτε με τα ζάρια του τυχαίου που έριχνε ο Mallarme), η οποία είναι για τους συγγραφείς ό,τι είναι το «ταλέντο» για τους καλλιτέχνες, ο Gracq στη στιγμή μιας ιστορίας του-ώστε ο αναγνώστης να μην υποψιασθεί ότι πρόκειται για τις πιο κρυφές προσωπικές, φοβερές αλήθειες ενός ποιητή, αλλά και κάθε δημιουργού-τη σύντομη φράση που αποκαλύπτει μια τέτοια, μία και μαζί διπλή, σχέση- άν τη διαβάσουμε με την ίδια κι εμείς ευφυΐα: «Το να ζεις σημαίνει να πεθαίνεις με έναν δύσκολο και αργό θάνατο».-Κι ο ποιητής εκείνος που το ξέρει από τον πρώτο του καιρό, και δεν έχει γι’ αυτό άλλον τρόπο να ζήσει παρά κάνοντας ποίημα-γράφοντας σε ποίημα-την ίδια του τη ζωή, πολύ γρήγορα θα έρθει η ώρα που θα κάνει ποίημα και τον θάνατό του. Πώς γράφεται αυτός ο θάνατος. Με τι στίχους μπορείς, τι λόγια έχεις για να τον πεις-που ακόμα και να τα βρίσκεις, να τα έκαμνες στίχους, κανένας δεν θα τους άκουγε για να σου προσφέρει αυτό που απαιτείς (οι ποιητές ποτέ δεν ζητάν, απαιτούν-για να τελειώσω τη φράση του Gracq) από κάποιον, τον οποιοδήποτε άλλον: βοήθεια και, προπαντός, Φιλόφρονα οίκτο. Και να απαιτήσεις μια βοήθεια που είναι αδύνατο να σου δοθεί-και έναν οίκτο (το μοναδικό συναίσθημα ύστερα από τον έρωτα) που μόνο να τον ικετεύσεις μπορείς-όχι να τον αξιώσεις.
     Με δύο στίχους έπραξε ο Γ. Φ. το ποίημα του θανάτου του, μοναχός σ’ ένα άδειο δωμάτιο, μονάχος στον άδειο κόσμο (αφού, ένας πάντοτε ζεί σ’ αυτόν, ο homo Poeticus- πλάσμα του ποιητή και κανενός θεού): κρεμάστηκε και αυτοπυρπολήθηκε. Στα είκοσι του χρόνια, με τα ατέλειωτα χρόνια (κι ας χωράν όλα σ’ ένα αστραπιαίο κλάσμα του χρόνου, κι ας τελειώνουν την επόμενη κιόλας στιγμή) μιάς ζωής που αρνήθηκε να τη ζήσει-με τα χρόνια που ποτέ δεν θα τα ζούσε, με αυτά χάραξε το ποίημα του θανάτου’ γιατί με τέτοια λόγια γράφεται, με τέτοιους στίχους απαγγέλλει τη ζωή ο θάνατος, να ακούσει την εκκωφαντική τους σιωπή ή ανυπαρξία-που με την ηχώ της ύπαρξης τρέφει την αιωνιότητά της.
Γ
Εγώ είμαι οι Άλλοι.
(παραλλαγή σ’ ένα μοτίβο του Rimbaud)
    Αλλά κι εδώ, γύρω μας, κοντά μας-από μέσα μας, μπορείς να ακούς μια ηχώ για τους νεαρούς αυτούς θανάτους, για όλους τους μικρούς αδέξιους θανάτους. Η παβάντα για μια νεκρή ινφάντα, σαν να την άκουσα βγαίνοντας, στο κατώφλι της εκκλησίας-της κηδείας του ονείρου της Mireille μικροί, σπασμένοι στίχοι του Prufrock : τους άκουγα- αυτούς, καθαρά-όση ώρα άκουγα την επισκέπτριά μου να μου μιλά, με την αμηχανία του πένθους που γίνεται αγωνία για τον πιο ζωντανό νεκρό μας (και να μαθαίνω πρώτη φορά), για τη ζωή και τον θάνατο του Γ. Φ. Το ίδιο αμήχανα κοίταζα κι εγώ μερικά από τα γραφτά του, πού μου είχε φέρει, σκάλωνα στις άκριες των ποιημάτων του σαν να απόφευγα να τα αγγίσω και καθησύχαζα το βλέμμα μου με τις λοξές σημειώσεις των περιθωρίων το ένα κάτω από το άλλο δύο ονόματα δένονταν σε μια τρυφερή συνήχηση: Αγλαϊα Επάντσινα Ναστάζια Φιλίπποβνα (αλήθεια, ποιος ξέρει άραγε τι σημαίνει αυτό το αποκομμένο σοφά από τη βοή του βιβλίου θηλυκό ζεύγος, τα δύο «αγγελικά και μαύρα» γυναικεία πρόσωπα του Ηλίθιου πού με αυτά ο Ντοστογιέφσκι τιμωρούσε τη δαιμονικότητα του διάφανου Μίσκιν να υπάρχει ανέγγιχτος και δικαίωνε την αθωότητα του σκοτεινού Ραγκόζιν, να μην υπάρχει ανέραστος;) και αλλού, υπογραμμισμένες φράσεις σε ένα κείμενο για τον Άμλετ (άραγε ξέρει κανείς ότι το όνομα Άμλετ είναι ισλανδικό και σημαίνει ο τρελλός του χωριού, αθώος-ο ηλίθιος, στη γλώσσα του Ντοστογιέφσκι) αυτός ο Άμλετ που υποδυόταν τον Άλλον για να (μην;) τον αναγνωρίζουν οι Άλλοι-και γνώριζε καλά «πως ονειρεύεται ο θάνατος», γι’ αυτό και τον φοβόταν-κι από ένα όνειρο θανάτου, που είναι όλα τα δράματα του Shakespeare, πάλευε να βγει ως το τέλος,- «Όχι! Δεν είμαι εγώ ο πρίγκηπας Άμλετ, κι ούτε μου πέρασε ποτέ από τον νου ότι θα μπορούσα να είμαι!» άκουσα καθαρά τη διαμαρτυρία (από τον Έλιοτ; Τον Σαίξπηρ; Τον νεαρό Έλληνα ποιητή;) να αντηχεί σ’ εκείνο το άδειο δωμάτιο κι ακόμα πιο δυνατά, κι αυτή τη φορά δεν ήταν από τον Prufrock αλλά από τον ένοικό του πού φώναξε μέσα από τον θάνατό του: «Καθόλου δεν εννοούσα αυτό! Δεν είναι καθόλου αυτό που εννοούσα!» και εννοούσε, βέβαια, τον θάνατο. Και τότε είδα να γεμίζει το δωμάτιο από γυναίκες του σπιτιού-πολλές γυναίκες να μπαινοβγαίνουν, σφιγμένες η μία στην άλλη-και να μιλούν χαμηλόφωνα μεταξύ τους προσέχοντας μην ακουμπήσουν στον νεκρό, και παρόλο που ήξεραν έκαμναν πως δεν υπήρχε εκεί νεκρός-και τότε, στους τοίχους έλαμψαν τοιχογραφίες και ζωντανά τα χρώματά τους, δεν είχαν ακόμη στεγνώσει, και μόλις από εκεί μέσα είχε φύγει ο ζωγράφος που αιώνες δούλευε εκεί-για να τις τελειώσει, τώρα-μόλις πριν.
Στο δωμάτιο, γυναίκες έρχονται και παν.
      Για τον Μιχαήλ Άγγελο μιλάν.
Θα υπάρχει πάντα για τον καθένα μας κάποιος ποιητής που έχει πεθάνει-ακόμη κι από πολύν καιρό, ακόμη κι αν δεν γνωρίζουμε ούτε κάν το όνομά του-και φυλάει για το θάνατό μας, έστω και έναν στίχο του-κι ας μη μάθουμε πεθαίνοντας ποτέ ποιος ήταν και ποιος ο στίχος όμως θα είναι ίσως αυτή η μόνη αθανασία μας.
Γιώργος Χειμωνάς        

Υ.Γ. η διαφορά ύφους και λεγομένων του ποιητή Νάσου Βαγενά και του πεζογράφου Γιώργου Χειμωνά των παραπάνω κειμένων, φανερώνουν την ιδιαίτερη προσέγγιση του καθενός στο άτυχο αυτό γεγονός και στην έκδοση της μοναδικής συλλογής του νεαρού ποιητή. Ίσως να λαθεύω, ενώ, το κείμενο του Νάσου Βαγενά εμπεριέχει εμπειρικά στοιχεία εξέτασης της περίπτωσης του νεαρού Γιώργου Φιλιππίδη-μια και υπήρξε φοιτητής του-το κείμενο του Γιώργου Χειμωνά έχει στοιχεία μυθοπλασίας. Μιας θετικής βεβαίως αναφοράς, παρόμοιας πλησίστιας περίπτωσης. Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας το κείμενο του Γιώργου Χειμωνά, έχω την αίσθηση ότι είναι αποκύημα της δημιουργικής συγγραφικής φαντασίας του πεζογράφου. Είναι ένας λόγος περί Ποιητών. Αν ξεχωρίσουμε την ταυτότητα του κειμένου από την υπογραφή που φέρει. Ίσως να κάνω λάθος στην ερμηνεία του.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 23 Μαΐου 2019