Σάββατο 11 Μαΐου 2019

Γιώργος Βέλτσος ή Συνάντηση με ένα παγώνι


Μια τυχαία επωφελή και εποικοδομητική συνάντηση με ένα «παγώνι»

      Δώδεκα και μισή, πως πέρασεν η ώρα, δώδεκα και μισή πώς πέρασαν τα χρόνια.
Οι στίχοι αυτοί του αλεξανδρινού ποιητή Κωνσταντίνου Π. Καβάφη από το ποίημά του «Τα Κεριά», έρχονται συχνά στην σκέψη μου καθώς συνειδητοποιώ και εγώ, ότι γύρω μου ο Κόσμος και η Κοινωνία, ραγδαία αλλάζει. Ότι πέρασε μισός αιώνας από τότε που για πρώτη άνοιξα τις σελίδες ενός βιβλίου άρχισα να ανιχνεύω στα τυφλά τον κόσμο ενός συγγραφέα. Τον κόσμο του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη,  του Νίκου Καζαντζάκη, την ποίηση του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, το ποιητικό σύμπαν του Οδυσσέα Ελύτη, την αγωνιστική ποιητική φωνή του Γιάννη Ρίτσου, τα Δημοτικά μας Τραγούδια. «Κόκκινα χείλη εφίλησα/ και έβαψε το μαντήλι/ και το μαντήλι τόπλυνα και έβαψε το ποτάμι/κατέβει αετός να πιει νερό/ και έβαψε τα φτερά του».  
Βλέπω τους έλληνες και τις ελληνίδες γύρω μου να αλλάζουν-κρατώντας όμως τις ίδιες κοινωνικές παθογένειες των παλαιότερων. Νιώθω ότι είμαι ένας μικρός βαρύθυμος κουρασμένος δεινόσαυρος μιας άλλης εποχής, παλαιολιθικής ελληνικής ατμόσφαιρας,  που βαδίζει αργόσυρτα μέσα σε μια Ελλάδα Τζουράσικ Παρκ. Αξίες, ιδανικά, όνειρα, οράματα, πολιτικές, φιλίες, έρωτες, συντροφιές, γειτονιές, αγάπες, συγγένειες, ενδιαφέροντα, προτιμήσεις, επιλογές, διαβάσματα, ατομικότητες και ιδιαιτερότητες, πιστεύω, ελπίδες, αντοχές και άλλες σταθερές γέφυρες που ένωναν την γενιά μου (γενιά του 1980) με τις προηγούμενες γενιές (της μικρασιατικής καταστροφής και της προσφυγιάς, της κατοχής και της αντίστασης, των μεταπολεμικών χρόνων και της τελευταίας δικτατορίας) και τις καθοδηγούσαν προς το μέλλον, φώτιζαν το μέλλον μας με τις εμπειρίες και κοινωνικές και πολιτικές πρακτικές τους, τα δικά τους βιώματα, έχουν διαλυθεί και ξεχαστεί. Ρίχτηκαν εκούσια και συνειδητά από τους νεότερους και νεότερες, στον κάλαθο των αχρήστων. Όχι μόνο από τις πρόσφατες και νεότερες γενιές των νεοελλήνων, για να είμαστε δίκαιοι με την Ιστορία, αλλά, και από τις παλαιότερες γενιές. Τους πρεσβύτερους. Ο υποβολέας της ζωής των παλαιότερων ελλήνων σίγησε. Οι βεβαιότητες των οραμάτων των προηγούμενων γενεών έχουν ριχτεί μέσα στην χοάνη μιας απέραντης τιποτολογίας και ενός ανέξοδου καιροσκοπικού πολιτικού λόγου. Ο σύγχρονος των ημερών μας λόγος δεν κοινωνεί ούτε με την ίδια την πηγή αναφοράς του. Μια κοινή γενικευμένη αλαλία ενός αλαλάζοντος πλήθους που κινείται και περιφέρεται μέσα σε έναν κόσμο πλασματικό, ιδιοτελή και χαώδη που κέντρα αναφοράς του είναι τα κινητά τηλέφωνα, τα τάμπλετ φωτογράφισης του αυτοθαυμασμού μας, και της μεταμοντέρνας εκπόρνευσης. Οι νέες γενιές των νεοελλήνων,-ενώ καταργήθηκε ο βάρβαρος και αναχρονιστικός θεσμός της προίκας από την δεκαετία του 1980 στην χώρα μας-θέλουν να κάνουν παρέα μόνο με σελέμπριτοι, αναγνωρίσιμους και αναγνωρίσιμες από την τηλεόραση. Ευελπιστούν και ονειρεύονται να παντρευτούν ή να συζήσουν με πλούσιους νεανίες ή πλούσιες κόρες. Ερωτεύσου φτωχό παντρέψου πλούσιο. Σύγχρονες των ημερών μας κοινωνικές και ατομικές συμπεριφοράς μιμητισμού του δυτικοευρωπαϊκού λάιφ στάιλ και τρόπου ζωής. Εύκολος πλουτισμός, κοινωνική αδιαφορία, έλλειψη σεβασμού του δημόσιου περιβάλλοντος και πολιτιστικής κληρονομιάς, καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, αλλαγή διατροφικών συνηθειών. Εμπορευματοποίηση μιας κραυγαλέας, φλου φιλανθρωπίας και οικολογικής συνείδησης. Ότι φάμε, ότι ποιούμε και ότι φωτογραφίσει η εγωπάθειά μας. Ένα πολιτικό, σαθρό, κουτσό και φαύλο σύστημα διακυβέρνησης και πολιτικής εκπροσώπησης που το αποκαλούν κοινοβουλευτική δημοκρατία και άλλα οικονομικά παμπόνηρα και εσκεμμένα φληναφήματα πολιτικού λόγου και πρακτικών. Η πτώχευση ημών των Ελλήνων δεν εμφανίστηκε το 2010, το 2010-αυτό το ορόσημο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, απλά επιβεβαιώθηκε κάτι που όλοι διαισθανόμασταν ότι ερχόταν καλπάζοντας, κάτι που κουφόβραζε μέσα στην ελληνική κοινωνία και τις ελληνικές οικογένειες και ιδιαίτερες σχέσεις μας, κάτι, που δεν θέλαμε να το αποδεχτούμε ούτε να το παραδεχτούμε. Είναι η σύγχρονη των ημερών μας ελληνική Ιστορία της «Μιλήτου Αλώσεως». Είχαμε γίνει όλοι μας (τουλάχιστον ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού λαού, ανεξαρτήτως πολιτικών προτιμήσεων και πεποιθήσεων, ανεξαρτήτως επιπέδου μόρφωσης ή θρησκευτικής πίστης), εκόντες άκοντες Μαρξιστές. Δηλαδή, είχαμε θέσει ως κυρίαρχο ατομικό, οικογενειακό, συντροφικό, ερωτικό, φιλικό, πολιτικό, κοινωνικό, εκκλησιαστικό, κλπ., οραματισμό το χρήμα, την οικονομία. Ανοίξαμε τα πατζούρια, τις πόρτες και κερκόπορτες της ζωής μας για να μπει ο ανεμοστρόβιλος της άλογης οικονομίας και κερδοφορίας. Ασχολούμασταν δεκαετίες με τον αφρό του εποικοδομήματος αλλά δεν θέλαμε να αγγίξουμε τις δομές της κοινωνίας και της ζωής μας, των σχέσεών μας. Δεν μας ενδιέφερε το τίμημα που θα πληρώσουμε ή την ανήκεστο βλάβη που θα επιφέραμε στις ζωές μας και στους γύρω μας. Θέλαμε να πατήσουμε επί πτωμάτων για να αναδειχθούμε και να κερδίσουμε αλόγιστα και ότι είναι να γίνει, ας γίνει. Τζογάραμε τα πάντα και τους πάντες, και αυτό, φαίνεται από τα εκατοντάδες χρήματα που ξοδεύουμε κάθε Σαββατοκύριακο στα τυχερά παιχνίδια, στα τηλεοπτικά αντίστοιχα. Είμαστε ένας λαός τζογαδόρων. Με μόνη μας προοπτική και στόχο, αν σπάσει ο διάολος το ποδάρι του και κερδίσουμε, να ξεκολλήσουμε από το τέλμα που εμείς οι ίδιοι δημιουργήσαμε και διαμορφώσαμε σαν κοινωνία. Δεν χρειάζεται παρά να δει κανείς ή να ακούσει το τι λένε και το τι προσωπική χαρακτηρολογία βγάζουν δημόσια προς τα έξω οι νεοέλληνες και οι νεοελληνίδες στα διάφορα ριάλιτυ της τηλεόρασης, το τι εκφράζουν στις σαχλαμαρίστικες εκπομπές των ραδιοφωνικών σταθμών, την κενολογία και σκανδαλολογία του δημοσιογραφικού λόγου, για να καταλάβεις με τι θέλουν οικειοθελώς να γεμίσουν τις ώρες και τις ζωές του οι σύγχρονοι Έλληνες. Εμείς οι διπλανοί μας. Ούτε τους πολιτικούς πλέον πιστεύει κανείς-εκτός από αυτούς που είναι επαγγελματικά κομματικά ενταγμένοι σε κάποιο κόμμα ή υποψήφιοι για διορισμό σε κρατική εργασιακή θέση-ούτε ασφαλώς, τον δημοσιογραφικό λόγο, που είναι τόσο σικέ και ανάλατος. Βλέπεις την δημόσια συμπαιγνία πολιτικών και δημοσιογράφων στο όνομα δήθεν της συστηματικής και προσδιορισμένης, ελεγχόμενης δήθεν κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης. Αυτό δεν σημαίνει, ότι αποδέχεται κανείς ένα ολοκληρωτικό καθεστώς ή επικροτεί μια κοινοβουλευτική παρεκτροπή, σημαίνει ότι ζούμε το Τέλος της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας όπως το γνωρίζαμε από τους Κλασικούς Αθηναϊκούς Χρόνους. Ένας φανερός «εκβιασμός» αποδοχής  ενός πολιτικού κατεστημένου και μιας πολιτικής, ψηφοφόρων κοινωνικής ελίτ, θρησκευτικής και οικονομικής σύγχρονης οικονομικής σκλαβιάς μας. Οι από πάντα παντοιοτρόπως βολεμένοι, τα άτομα κάθε εποχής και κατάστασης, δίνουν μαθήματα ορθοφωνίας μιλώντας μας, σε όλους εμάς, για κοινοβουλευτική δημοκρατία,  κοινωνική δικαιοσύνη, οικονομική απλοχεριά στους μη έχοντες, εξάλειψη των κοινωνικών αδικιών, καλυτέρευση των συνθηκών, εκκλησιαστικούς μεταφυσικούς οραματισμούς (αρκεί να μπεις στην στρούγκα του εθνικού δόγματος) και μια σειρά άλλα γλωσσικά ευτράπελα, δημοσιογραφικής αερολογίας, που ούτε οι ίδιοι τα πιστεύουν, ούτε αυτοί που μας τα μεταφέρουν μέσα από τον δημόσιο λόγο. Το τέλος ενός Πολιτισμού που μας μίλησαν παλαιότερα οι κοινωνιολόγοι, οι φιλόσοφοι και στοχαστές.
Κατορθώσαμε να διαμορφώσουμε συνθήκες ζωής τέτοιες, όχι μόνο για να ανθίσει και καρποφορήσει ο λεγόμενος από τον Γκαλμπρέιθ χυδαίος καπιταλισμός,-το πιο απεχθές και απάνθρωπο πρόσωπό του αλλά, σιμά του προσκολλήσαμε και τον χυδαίο μαρξισμό. Εκχυδαΐσαμε και τα δύο κυρίαρχα πολιτικά και οικονομικά, ιδεολογικά συστήματα διακυβέρνησης που οι προηγούμενοι ιστορικοί αιώνες του ανθρώπου γέννησαν και καλλιέργησαν. Τελικά, δεν πατήσαμε μόνο στην Σελήνη και χάσαμε τον νυχτερινό μας ρομαντισμό και ονειροπόληση, αλλά πατήσαμε με λασπωμένα ιδιοτελή παπούτσια, και τις ιδεολογίες, τις φιλοσοφίες, τις θρησκευτικές δοξασίες, δικαιοσύνης οραματισμούς, που είχαν παλαιότερα κυοφορήσει οι αιώνες. Από αυτήν την κοινή μας-του ανθρώπινου όντος παθογένεια και πτώχευση δεν κατόρθωσε να την σκαπουλάρει ούτε η Τέχνη. Όταν σου μιλάν με στόμφο για Δημοκρατία καταλαβαίνεις ότι ετοιμάζουν καλυμμένη δικτατορία. Όταν με έπαρση σου μιλάν για Θεό, διαισθάνεσαι ότι σου ετοιμάζουν σκοτεινά κενοτάφιο σωμάτων και ψυχών. Όταν σου μιλάν ότι έχουμε εμπιστοσύνη στην δικαιοσύνη, καταλαβαίνεις ότι πάλι θεσμοθετούν νόμους υπέρ των παραβατικών και των άνομων μεγαλόσχημων. Όταν σου μιλάν για τα νέα ρεύματα της Τέχνης, σκέφτεσαι πόσα χρήματα έχεις στην τσέπη σου. Όσο για την πολυδιαφημιζόμενη  παγκόσμια φιλανθρωπία των σελέμπριτοι με τα χρυσά στρας και τα μαργαριταρένια κολιέ, σκέφτεσαι αμέσως ποιο διαφημιστικό καταναλωτικό προϊόν θα σου προβάλουν ως αναγκαίο, θα σου πλασάρουν για να δικαιολογήσουν την παγκόσμια επαιτεία και την αποδοχή στις κοινωνικές ανισότητες.
       Η «σχέση» μου με τον λόγο του Γιώργου Βέλτσου, ήρθε στην ζωή μου δεκαετίες πριν, μέσω ενός ανέκδοτου συμβάντος που κυκλοφορούσε κάποτε, και μεταδίδονταν από φιλικά περιβάλλοντα. Φίλος παλαιός με επισκέφτηκε στο σπίτι και ανοίξαμε όπως συνηθίζαμε, ατέλειωτες κουλτουριάρικες συζητήσεις και μακροβούτια στα καλλιτεχνικά γεγονότα. Παλεύαμε με την φλυαρία μας για να αναγνωρίσουμε την αλήθεια των νεανικών μας κοινωνικών συναισθημάτων. Ο φίλος και παλαιός γείτονας, ο Δημήτρης, ήρθε ένα απόγευμα και μου λέει: «Θα σου πω κάτι που μου μετέφεραν και θα σου αρέσει». Διαβάζαμε τότε-και οι δύο-βιβλία κοινωνιολογίας και πολιτικούς σχολιασμούς του Γιώργου Βέλτσου. Και δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Γρι, από ότι διαβάζαμε, όμως μας άρεσε, επιμέναμε, αγκομαχούσαμε αλλά εκεί, τα βιβλία του πάνω στο τραπέζι. «Το Τίποτα». Μου λέει λοιπόν ο εφηβικός παλαιός φίλος: «Μου μετέφεραν ότι ο Γιώργος Βέλτσος, σαν καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, σε μια εξεταστική περίοδο των μαθημάτων του, πέρασε μια φοιτήτριά του στο επόμενο εξάμηνο, λέγοντάς της, ότι δεν άξιζες τους βαθμούς αλλά επειδή είσαι όμορφη σε «προβιβάζω». Δηλαδή η ομορφιά της νεαρής φοιτήτριας ήταν η αιτία που προβιβάστηκε από τον καθηγητή της. Φυσικά σκάσαμε και οι δύο στα γέλια αλλά, συμφωνήσαμε με όλο μας τον νεανικό ενθουσιασμό και επαναστατικότητα για την εκπαιδευτική αυτή αντιμετώπιση και πράξη. Συμπληρώνοντας μόνο, ο γράφων, μακάρι να έπραττε το ίδιο και για έναν ωραίο νεαρό φοιτητή. Η Ομορφιά θα σώσει τον Κόσμο έλεγε ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και ο Γιώργος Βέλτσος το έκανε πράξη. Αυτή η «παράδοξη» ενέργεια ενός διανοούμενου εκπαιδευτικού, που όταν τον άκουγες να μιλά έλεγες δεν έχει εφευρεθεί ακόμα το Λεξικό που θα ερμηνεύσει τα λεγόμενά του, αλλά, τον θαύμαζες και τον απολάμβανες γιατί δεν τον καταλάβαινες και όμως σε έπειθε. Αυτό το μικρόσωμο ανθρωπάκι, το τετραπέρατο διαολάκι του δημόσιου λόγου που διαρκώς αυτοεξομολογείται, με την διαρκή αυτοναφορικότητά του. Που δεν παύει μέσω μιας ακατάληπτης συνήθως γλώσσας και χαωδών παραπομπών να σου μιλά για τις πολλές πλευρές του εαυτού του που είσαι εσύ. Όπως ο ίδιος υποστηρίζει. Αυτός ο διανοούμενος «θεατρίνος» που είναι ο ίδιος ηθοποιός, σκηνοθέτης του εαυτού του, σεναριογράφος του δημόσιου λόγου του, θαυμαστής της παράστασής που κάθε φορά ανεβάζει δημόσια στα κείμενά του. Ένας έλληνας που καθρεπτίζεται μόνο μέσα στους δικούς του καθρέπτες αυτοθαυμασμού. Ο διαφημιστής μόνο της δικής του παράστασης και εικόνας. Που πραγματώνει τον λόγο του σπάζοντας κάθε αλυσίδα κοινωνικής ή στοχαστικής συμβατικότητας. Αυτός ο μοναδικός αυτοκράτορας του ίδιου του λόγου και εκτελεστής της παράστασης που κάθε φορά στήνει καθώς μας μιλά και γράφει. Ο διανοούμενος με την αυξημένη αυτοαναφορικότητα που ο λόγος του, συγγενεύει με τον παραληρηματικό λόγο, χωρίς όρια λόγο του πεζογράφου Γιώργου Χειμωνά. Δυό συγγραφείς που οικοδόμησαν το δικό τους εργαστήριο γλώσσας, και παρήγαγαν ένα και μοναδικό προϊόν, αυτό της δικής τους εαυτότητας και της εαυτότητας της γλώσσας που μίλησαν, εξακολουθούν να μιλούν και έγραψαν. Αν σε εμάς τους κοινούς θνητούς με τις περιορισμένες γλωσσικές δυνατότητες αναγνωρίζουμε μια θα έγραφα «δημιουργική εσωτερική σύγκρουση» μεταξύ του Είναι και του Φαίνεσθαι στο οποίο είμαστε δεσμευμένοι, ο Γιώργος Βέλτσος και ο Γιώργος Χειμωνάς, κατόρθωσαν να ενοποιήσουν τον διχασμό αυτόν, να τον καταργήσουν στην ατομική τους ζωή.  Ο Γιώργος Βέλτσος δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από τον Βέλτσο Γιώργο. Ένα μοναδικό και εκρηκτικό σκέψης καλούπι που ο ίδιος το έσπασε μετά την δημιουργία του για να μην υπάρχουν Βελτσάκια. Ή όσα φανερώθηκαν, παρέμειναν σαν τα μικρά κλωσσόπουλα κάτω από τις φτερούγες της Μαμάς κλώσας. Ο Γιώργος Βέλτσος είναι εν τη παρουσία του και μόνο στην δημόσια σκηνή ένα θαύμα ανερμήνευτο. Ένα φαινόμενο στοχαστή που η όποια ερμηνεία του σκοντάφτει στην ανερμηνεία της εικόνας του. Ο λόγος του Γιώργου Βέλτσου όπως και του πεζογράφου, ποιητή και μεταφραστή Γιώργου Χειμωνά είναι ένας τειχισμένος λόγος χωρίς τείχη. Μια γλώσσα εντελώς προσωπική ιδιωτική που αγγίζει τα κράσπεδα της δικής μας αναγνωστικής δημοσιότητας. Μια γλώσσα δημόσιας δήλωσης και εκφοράς που τα νοήματά της δεν προλαβαίνουν να εξαχνιστούν, να αλλοιωθούν στο της εικόνας ταμπλό της ερμηνείας των. Είναι μια γλώσσα ηλεκτροσόκ που σε χτυπά μόλις έρχεσαι σε επαφή μαζί της. Μόλις την πλησιάζεις. Μια γλώσσα με πολύχρωμη ποικιλία αυτοαναφορικών παραπομπών και διαβασμάτων. Πυρπολούσες συγκαταβάσεις ενός κόσμου που αρνείται να ερμηνευτεί, που δεν χρειάζεται να ερμηνευτεί, του αρκεί ο θαυμασμός των λέξεων που τον καθρεπτίζουν. Η γλώσσα του Γιώργου Βέλτσου όπως μάλλον και του Γιώργου Χειμωνά, δεν έχει ανάγκη των αναγνωστών της, την δική μας ίσως καιροσκοπική προσέγγιση και κατανόηση, που χρειάζεται ένας δημόσιος λόγος ή γραφτό για να κατανοήσουμε περισσότερο μάλλον, την δική μας σκέψη και εικόνα, η γλώσσα αυτών των δημιουργών είναι άπαξ σαν τις εντολές του Μωυσή. Ή τις αποδέχεσαι χωρίς σχολιασμό ή τις απορρίπτεις ή τις αρνείσαι. Ή τις προσπερνάς αγνοώντας το σημασιολογικό βάρος που κουβαλούν. Εκείνο όμως που δεν μπορούμε να προσάψουμε σε αυτούς τους ελάχιστους συγγραφείς είναι η δειλία ή ο κανιβαλισμός της ίδιας της σκέψης. Η σκέψη τους είναι χαρτογραφημένη εν τη κυοφορία της. Η γλώσσα τους υπουργοποιεί μόνο τον εαυτό της. Ούτε καν το ίδιο το υποκείμενο που την δημιούργησε. Εδώ έγκειται η μη ερμηνεία της, τουλάχιστον, στα περισσότερα κείμενα του Γιώργου Βέλτσου. Είναι οι ελάχιστες εκείνες περιπτώσεις που ο ομφάλιος λώρος κόπηκε πριν ακόμα το γλωσσικό βρέφος κατορθώσει να τραφεί από μόνο του. Εδώ βρίσκεται η ιδιοφυία τέτοιων συγγραφικών ατομικοτήτων. Εμείς οι αναγνώστες, δεν είμαστε συνυπεύθυνοι αυτού του γλωσσικού θαύματος που μας ξεπερνά αλλά, οι αποδέκτες ενός μηνύματος που μεταφέρεται χωρίς να διαβαστεί. Γιαυτό το αμφιθέατρο της γλωσσικής παράστασης του Γιώργου Βέλτσου παραμένει συνήθως άδειο, έρημο, όχι για να νιώσει άβολα ο δημιουργός και σκηνοθέτης, ο ηθοποιός συγγραφέας αλλά, για να έχει περισσότερο χώρο να κινηθεί και να παίξει το παιχνίδι των ρόλων του. Ο Γιώργος Βέλτσος είναι το παίγνιο του εαυτού του και αυτό είναι αρκετό. Δεν μπορεί να συγκριθεί με καμία κουστωδία κεκαυμένων αναγνωστών του.
Όσοι προσπαθήσαμε να τον ερμηνεύσουμε, δεν είμαστε παρά μέτριοι αφισοκολλητές του. Χαίρε Γιώργο Βέλτσο.
     Η δεύτερη από κοντά επαφή με το προσωποπαγές φαινόμενο Γιώργος Βέλτσος, συνέβει πριν χρόνια, ανηφορίζοντας την Σόλωνος στην Αθήνα, πήγαινα να αγοράσω ένα βιβλίο φιλοσοφίας που είχα παραγγείλει στο βιβλιοπωλείο και τις εκδόσεις Εστία. Συναντηθήκαμε σε ένα φανάρι, τον αναγνώρισα αμέσως και τον χαιρέτησα. Με αντί χαιρέτησε και εκείνος και πιάσαμε κουβέντα. Όπως κάνουν οι εξωστρεφείς και κοινωνικοί έλληνες. Πρόσχαρος τύπος, ζεστός, φουρτουνιασμένα ενθουσιώδης, ανοιχτός, χαμογελαστός. Με ρώτησε τι διαβάζω και που πήγαινα. Του είπα ότι είχα παραγγείλει κάτι βιβλία στην Εστία και πήγαινα να τα αγοράσω. Βαδίσαμε μαζί, κρατούσε έναν τόμο του φιλόσοφου Ζακ Ντεριντά στα χέρια. Βρήκα αφορμή και του είπα ότι προσπάθησα να τον διαβάσω αλλά δεν καταλάβαινα τι έλεγε. Πλήρης άγνοια εκ μέρους μου. Χαμογελώντας πάντοτε, μου εξέφρασε τις θετικές ενστάσεις του για τον Ζακ Ντεριντά και ότι μπορεί κανείς με ελάχιστες γνώσεις και προσπάθεια να τον κατανοήσει. Καθίσαμε σε ένα καφέ (με ρώτησε αν είχα χρόνο, φυσικά του είπα ναι, και μου λέει, έλα να κάτσουμε εδώ, μαζεύονται φοιτητές και έχει ωραίες φοιτήτριες) τον άκουγα να μου μιλά χωρίς να τολμώ από σεβασμό να του πω ότι δεν καταλαβαίνω την σκέψη και τον κόσμο του γάλλου φιλοσόφου. Τον απολάμβανα, χαιρόμουν που μου μιλούσε για έναν διανοούμενο που εκείνη την χρονική περίοδο γίνονταν πολύς ντόρος στο κουλτουριάρικο κοινό της πρωτεύουσας. Κοίταγα γύρω μου κλεφτά να δω, μας βλέπουν οι γύρω, με βλέπουν που κάθομαι μαζί με τον Γιώργο Βέλτσο; Είχα μπροστά μου έναν εξεγερμένο και παθιασμένο έφηβο να μου μιλά στη μοναδική γλώσσα που μόνο εκείνος γνώριζε να χρησιμοποιεί αλλά και με τα δάχτυλα των χεριών του. Μαγεία. Θάμβος. Τύφλα νάχει η καλύτερη θεατρική παράσταση με την Έλλη Λαμπέτη. Ουάν Μαν Σώου. (Όχι Μάπετ). Ήθελα να τον χειροκροτήσω αλλά ντράπηκα. Όταν σηκωθήκαμε και βαδίσαμε προς το βιβλιοπωλείο και μπήκαμε μέσα, μου λέει: «περίμενε εδώ» Πηγαίνει στον πωλητή και του λέει. «Ο φίλος μου από δω, θέλει να διαβάσει και να γνωρίσει τον Ντεριντά. Δώσε του τον τόμο και θα στο πληρώσω εγώ» Και έτσι έγινε. Πλήρωσε και μου χάρισε το βιβλίο του γάλλου φιλοσόφου. Φυσικά μετά από αυτήν του την ενέργεια, Βελτσοποιήθηκα εντελώς, κατά στιγμές; δεν το ψάχνω. Τα κείμενά μου το φανερώνουν.
Αυτός ο μικρός το δέμας έλληνας διαθέτει μια ακαταδάμαστη δύναμη, μια στρατηγική αντί-ρητορεία που σε πολιορκεί. Είναι ο ίδιος ένας ίλιγγος χάους. Ένας διανοούμενος, που δεν μπορείς να πεις με σιγουριά αν είναι ένα μηντιακό προϊόν μεγάλου μεγέθους και βεληνεκούς της εποχής του-μας ή ένας γλωσσικώς διεκπεραιωτής των μελλοντικών μας σχέσεων και πολιτισμού.
Αντιγράφω δύο δημοσιεύματά του και όσοι σύγχρονοι πιστοί νεοδιορισμένοι στην σκέψη του, το ύφος και τη γλώσσα του ανανήψατε.                              

Τα ημερολόγια
Του Γιώργου Βέλτσου
Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» 30 Ιανουαρίου 1999, σ.33

     «Τίποτα». Αυτή η απρόσμενη μονολεκτική σημείωση στα Ημερολόγια του Franz Kafka, στις 22 Σεπτεμβρίου 1917, και τρείς ημέρες αργότερα, στις 25 Σεπτεμβρίου, η έγγραφη αυτομομφή του: «Κατέστρεψες τα πάντα χωρίς να τα κατέχεις πραγματικά. Πώς θα μπορέσεις να τα ξανασυναρμολογήσεις; Τι είδους δυνάμεις εργασίας απομένουν ακόμα στο περιπλανώμενο πνεύμα γι’ αυτήν τη μεγαλύτερη εργασία», ως απόλογος για την προοδευτική απομάκρυνσή μου από την εφημερίδα. Μια φορά τον μήνα, προς το παρόν, όπως ο εξαρτημένος που επιστρέφει στην Ιθάκη του. Δεν τολμά να καταστρέψει τα πάντα. Δεν τα κατείχε πραγματικά. Δεν έχει δυνάμεις για τη μεγαλύτερη εργασία. Η σημείωση ωστόσο, τρείς ημέρες πριν, προσανατολίζει το περιπλανώμενο πνεύμα του: «Τίποτα».
     Ας υποθέσουμε όμως το «κάτι» ως το αντίτιμο της χρέωσης και ετούτης της προσωρινής αρθρογραφίας κι ας το ονομάσουμε εποχή. Εποχή, όπως την ζουν άνθρωποι που έχουν φθάσει στο ύψιστο προνόμιο της αδιαφορίας. Έλαβαν το μερίδιό τους από διάφορες εργασίες χωρίς να τις αγαπήσουν, όπως ο μυθιστορηματικός κύριος Τεστ του Paul Valery. Και από τα πράγματα δεν συγκράτησαν ούτε το καλύτερο ούτε το χειρότερο, παρά ό,τι μπόρεσε να μείνει. Ξέρω έναν τέτοιο άνθρωπο. Πιστεύω πως όλοι θα έπρεπε να γνωρίζουν από έναν. Δέχεται την εποχή από πλήξη. Δεν εξεγείρεται. Και όταν συμφύρεται με τους πολυάσχολους, τους αισιόδοξους και τους πολιτικούς, συμβαίνει διότι αναγνωρίζει ότι αυτοί, όπως και ο ίδιος, είναι απατεώνες.
     Εάν τον έπειθε κάποιος για το αντίθετο, θα έπρεπε ή να αυτοκτονήσει ή να τον σκοτώσει. Είναι όμως άνθρωπος της εποχής. Μπορεί να υποθέτει πως το «τίποτα» είναι «κάτι τι» και να συνεχίζει να γράφει. Από το τέχνημά του, κάποτε, επωφελείται η ποίηση, αλλά πολύ σπάνια.
     Εάν όπως ο Paul Claudel, παρά τη λιγοστή του προδιάθεση, δεχόταν το κάλεσμα του Θεού και ανταποκρινόταν, θα λάμβανε ασφαλώς και από τον Θεό «μια σκέτη, απλή άρνηση, ένα κατηγορηματικό όχι που δεν συνοδεύεται από καμιά εξήγηση». Εάν, χωρίς καμιά προδιάθεση αλλά με τη θέλησή του δεχόταν, το κάλεσμα μιας πόρνης ή της εξουσίας, η προοδευτική εισδοχή του στον κόλπο της θα εξηγούσε την έπαρσή του η οποία προκειμένου να δικαιολογήσει τη ματαιοδοξία του, θα την μετέτρεπε σε βαρετή αρετολογία.
     Και φυσικά δεν θα ήθελε να κρίνει ούτε να κριθεί, διότι γνωρίζει ότι η κρίση προϋποθέτει ένα οργανωμένο πνεύμα, ενώ η ανοχή επαυξάνει τις πιθανότητες των προσκλήσεων και των εναλλακτικών επιλογών που του προσφέρουν οι απατεώνες.
     Εάν πάλι έκρινε κατ’ εξακολούθησιν  κατεχόμενος από την αυταπάτη της αυθεντίας, η μόνη πρόσκληση που δεν θα έπρεπε να αναμένει, είναι της Μούσας.
     Δεν εγκαταλείπει κανείς το δικαστήριο, την εφημερίδα ή το πορνείο παρά για το μοναστήρι. Και το δράμα της εποχής συνίσταται στο ότι οίκος του Θεού συμβαίνει να είναι και οι τέσσερεις. Ο άνθρωπος της εποχής, γράφει ο Rene Char «κατόπιν ωρίμου σκέψεως και εκ της οπτικής γωνίας αυτού που καραδοκεί και αυτού που πυροβολεί, δεν ενοχλείται αν τα σκατά πάνε καβάλα». Φτάνει κάποτε να πυροβολεί. Αλλά και εάν δεν το πράξει, δεν έχει απολύτως καμία σημασία: τα σκατά παραμένουν σκατά.
      Διερωτώμαι συχνά γιατί δεν έγινα «προσκυνητής», όπως ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες του Robert Musil, στο ομώνυμο μυθιστόρημα ή γιατί δεν έγινα «τυχοδιώκτης». Γιατί, όπως ο Ούλριχ, δεν μπόρεσα να γίνω «ούτε ποιητής», ούτε ένας από τους απογοητευμένους που πιστεύουν μόνο στο χρήμα και στην εξουσία, αν και είχα για όλα προδιάθεση».
     Την απάντηση μού την δίνει το μυθιστόρημα. Είμαι σαν τον ήρωα του Musil, «ένας άνθρωπος που κάτι τον αναγκάζει να ζει εναντίον του εαυτού του, αν και φαινομενικά άγεται και φέρεται αβίαστα». Έχω δηλαδή χαρακτήρα ακόμη χωρίς να έχω χαρακτήρα.
     Είμαι ο μυθιστορηματικός όπως ο Ούλριχ και ο κύριος Τεστ. Μυθιστορηματικός χαρακτήρας που λένε. Αλλά και ποιος δεν είναι; Ποιος δεν είναι το «οικογενειακό του ρομάντζο», η περιπέτεια γύρω από τόπους ομοειδείς: το δικαστήριο, την εφημερίδα, το πορνείο, το μοναστήρι. (Το Πανεπιστήμιο εκτιμάται ως ουτοπία).
    Έχει δίκιο ο Theodor Adorno  στον ενενηκοστό ένατο αφορισμό στα Minima moralia: «Για τον εαυτό του δεν θα έπρεπε να μιλάει κανείς ως οντολογική βάση, αλλά το πολύ μόνο θεολογικά, στο όνομα της ομοιότητας προς τον Θεό».
     Αν συνεχίζω την μπουρδελότσαρκα συγχέοντας τα πορνεία με τα μοναστήρια, συμβαίνει διότι αμφιβάλλω για τη γνησιότητα του γνήσιου.
     «Οι απόστολοι της γνησιότητας στην υπηρεσία της εξουσίας που κάνει επιδρομή στη σφαίρα της κυκλοφορίας», γράφει στον ίδιο αφορισμό ο Adorno, «τιμούν τον θάνατο της τελευταίας χορεύοντάς της τον χορό του χρήματος». Να σημειωθεί ότι προτιμώ τον χορό του θανάτου.
     Και τώρα λίγα λόγια για την εποχή. Σήμερα-έχει δίκιο η Αναγνωστάκη-ή θα είσαι επιτυχημένος ή θα είσαι παράνομος. Αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει ότι οι επιτυχημένοι είναι σύννομοι. Σημαίνει απλούστατα ότι οι παράνομοι είναι αποτυχημένοι. Εάν ήταν επιτυχημένοι-παράνομοι, θα ήσαν απλώς επιτυχημένοι.
     Βέβαια, τα πράγματα δεν άλλαξαν από τότε που ο Jean Paul Sartre έγραφε στη Ναυτία, πως οι επιτυχημένοι που χαίρουν δημόσιου σεβασμού είναι καθάρματα. Με πιάνει ναυτία όταν συλλογίζομαι ότι ανήκω σ’ αυτούς. Θα με έπιανε μεγαλύτερη, εάν δεν ανήκα. Ιδού η εποχή. Τρώει τα σκατά της. Αίρει όλα τα διλήμματα συμπλέκοντας τις διαζεύξεις. Και υπ’ αυτήν την έννοια η Λούλα Αναγνωστάκη, στο τελευταίο της μονόπρακτο, δεν θέτει καμία απολύτως διάζευξη. Τη διάζευξη την θέτω εγώ μέσα στην επιτυχία και μέσα στην παρανομία. Και ας μη βιαστεί να με αποκαλέσει ο αρετολόγος της απέναντι πόρτας, κυνικό. Γνωρίζω και την τιμή των πραγμάτων αλλά και την αξία τους. Τα καθάρματα γνωρίζουν μόνο την τιμή. Οι αρετολόγοι ούτε την τιμή, ούτε την αξία, ούτε και τα πράγματα. Trois saisons  είναι πρωτοκατεψυγμένοι. Προσπαθώ να διατηρηθώ στην εποχή μου φρέσκος. Τα λίγα λόγια που μπορώ να πω για την εποχή, τα λέω παρατηρώντας τα ήθη και τις μεθόδους καταψύξεως πάνω στον εαυτό μου. Και όταν ο αρετολόγος μου υποβάλλει την ερώτηση του Emil Cioran: «Εφόσον δεν υπάρχει για σας έσχατο κριτήριο ούτε αμετάκλητη αρχή και κανένας Θεός, άραγε τι σας εμποδίζει να διαπράξετε κάθε λογής αδίκημα;» του απαντώ: η δικαιοσύνη. Δίκαιος είναι όποιος διατηρείται στη ζωή και ως επιτυχημένος και ως παράνομος. Η σύμπλεξη του επιτρέπει να εκτιμά περισσότερο και την αποτυχία και τη νομιμότητα. Έτσι εξαιρεί το εαυτό του από τις πράξεις του χωρίς να επικαλείται το ακαταλόγιστο. Και πληρώνει. Θα ήθελα να συνόψιζα τα σημαίνει, σήμερα, πληρώνω. Και θα ήθελα να το γράψω εδώ. Δεν ξέρω, όμως, αν μπορώ να το γράψω εδώ. Προσπαθώ, ενίοτε, να το γράψω αλλού. Εκεί, όμως, δεν διατηρούμαι στην εποχή μου. Φοβάμαι πως ούτε και στη ζωή. Τουλάχιστον εκεί, γράφω!
     Και για να ξαναγυρίσω στ Ημερολόγια του Kafka, μια που κι εγώ πάλι στα ημερολόγια επιστρέφω μετά έναν μήνα. Η σημείωση, λοιπόν, είναι της δεκάτης ενάτης Οκτωβρίου 1921, τρία χρόνια μετά τη συντομογραφία: «Τίποτα». Την αντιγράφω: «Η ουσία του δρόμου στην έρημο. Ένας άνθρωπος που περνάει αυτόν τον δρόμο σαν λαϊκός  ηγέτης του οργανισμού του μ’ έναν υπόλοιπο (κάτι παραπάνω είναι αδιανότητο) συνείδησης αυτού που συμβαίνει.».
     Και μερικές αράδες πιο κάτω, την ίδια ημερομηνία:  «Εκείνος που δεν τα βγάζει πέρα ζωντανός με τη ζωή, χρειάζεται το ένα του χέρι για να αποδιώχνει λίγο την απελπισία για τη μοίρα του-δεν το καταφέρνει και πολύ καλά-με το άλλο όμως χέρι μπορεί να σημειώνει αυτό που βλέπει κάτω από τα ερείπια, γιατί βλέπει διαφορετικά και περισσότερα από τους άλλους μια και είναι νεκρός, ενώ ακόμα ζει, και ταυτόχρονα ο πραγματικά επιζών. Προϋπόθεση γι΄ αυτό είναι  να μη χρειάζεται και τα δύο του χέρια και ίσως περισσότερα χέρια από όσα έχεις την πάλη με την απελπισία».
(Φρανς Κάφκα, Τα ημερολόγια, μετάφραση Α. Βερυκοκάκη, εκδόσεις Εξάντας, σ.417)
Γιώργος Βέλτσος, εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» Σάββατο 30/1/1999, σ. 33. Στην σελίδα ΠΑΝΟΡΑΜΑ, με τον γενικό τίτλο ΣΥΣΤΗΜΕΝΟ.
--
Ο πάνθηρας
Γιώργος Βέλτσος,
εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» τχ.56/1-4-2000, σ.6-7. Στο περιοδικό «ΠΡΟΣΩΠΑ 21Ος ΑΙΩΝΑΣ»

Γράφω για τον Γιώργο Χειμωνά.
     Μια αερογέφυρα να γεφυρώσω τον τάφο ανάμεσά μας.
Μου απαντά κρυμμένος.
“Verlaine il est cache parmi l’ herbe Verlaine”.
Μου γράφει κι αυτός πέραν του τάφου:
«Τον τελευταίο καιρό ένας θυμός με κρατούσε σε τρομερή διέγερση. Η ψυχή του ανθρώπου στο τέλος ξεκαθαρίζει τι είναι και τι ήταν από την αρχή, ένας εκ γενετής θυμός» (1)
Αλληλογραφούμε από το 75 με τον Χειμωνά, Με αναγνώρισε. Παρουσίασε το πρώτο λογοτεχνικό μου έργο στον Ίκαρο το ’82. Ύστερα με το βιβλίο του, Τα όνειρα της αϋπνίας, σχολίασε διά μακρών την Autodafe μου. Με καθιέρωσε.
Έχω μπροστά μου τα χειρόγραφά του για την Μη-Κοινωνιολογία και την Τερατώδη πλευρά. Διαβάζω τα γράμματά του. «Ισόβια συμμαθητεία», έλεγε. Σκοπεύουμε να συνεχίσουμε την αλληλογραφία μέσω της ανάγνωσης. «Η αποστολή της», γράφει ο Blanchot στον Χώρο της λογοτεχνίας, «φαίνεται πως είναι το να κυλήσει την ταφόπλακα». Το ξέρω. Μόνο τα βιβλία ακυρώνουν τον θάνατο. Τα σώματα φθείρονται Orphan drugs είναι τα  βιβλία, «σκευάσματα για τη θεραπεία ιδιαίτερα σπανίων ασθενειών που δεν παράγονται από τις εταιρείες, επειδή η σπανιότητα της ζήτησης τα καθιστά «ασύμφορα» (2). Συφοριασμένα φάρμακα τα βιβλία για παρίες ποιητές: τον Mallarme που θρηνεί τον Verlaine και πάει λέγοντας:
«Ποιος ψάχνει αργοδιαβαίνοντας άλμα της ερημίας που εξώτερο αποτόλμησε αυτός εδώ ο παρίας-Βερλαίν; Στη χλόη κείτεται κρυμμένος ο Βερλαίν» (3).
     Το κείμενο που ακολουθεί, είναι μια δοκιμασία. Από τον θάνατο του Χειμωνά, πάει ένας μήνας, δοκιμάζομαι για το αν πρέπει και για το πώς πρέπει να γράψω δημόσια γι’ αυτόν γράφοντας όσο λιγότερα γίνεται για μένα. Η δοκιμασία όμως μου επιτρέπει να επιμείνω, προκειμένου να προβώ σε ένα αδιανόητο διάβημα, το οποίο ο θάνατος και όχι το έργο του Χειμωνά μου το επιβάλλει. Να ορίσω τον Χειμωνά. Να τον ορίσω όχι ως συγγραφέα που ανήκει στο έργο του ούτε ως άνθρωπο που ανήκει στον κόσμο, αλλά σαν ένα ον που ανήκει στην οντολογία, «ένα ον που γίνεται είναι όταν ο νους το εννοεί, και όπως και όσο το νοεί». (Η δύσθυμη αναγέννηση, Ύψιλον, σ. 18).
Πόσο και πώς, εγώ εννόησα τον Χειμωνά; Χρησιμοποίησα κι εγώ τον εαυτό μου «ως το μοναδικό γνωστικό όργανο που κατείχα, για να (τον) καταλάβω»; Είχα μέσα μου και από μέσα μου τη «συγκατάθεση για το αληθινό»; Θέλω να πω «αποποιήθηκα τη γνώση» που κάνει τη σκέψη «τεχνητό εκκόλπωμα του νου»; Πώς διανοήθηκα να ορίσω αυτόν τον μονίμως διπλό τρόπο ύπαρξής του, φυσικό και νοητικό, συγκινημένο και απαθή, σωματικό και ψυχικό; Ή μάλλον έναν και μοναδικό τρόπο ύπαρξης, περισσότερο από δραματικό και περισσότερο από κρίσιμο ΄ έναν τρόπο ζωικό, ζωώδη.
«Βλέπω, αλλά χωρίς έκπληξη, ένα πελώριο πάνθηρα στη ρίζα του βράχου μου, ένα αιλουροειδές τέλειας ομορφιάς που σε όλη τη φύση μονάχα τα ζώα (υπογραμμίζω εγώ) έχουν. Δεν φοβήθηκα, γιατί αμέσως συναισθάνθηκα τη φυσική σχέση που είχα με το ζώο αυτό: στα χέρια μου είχε μεγαλώσει, εγώ το είχα αναθρέψει, μου ανήκε. Και το ζώο, αγαθό κι αγαπημένο, με είχε κι αυτό αναγνωρίσει». (Τα όνειρα της αϋπνίας, Πλέθρον, σ. 53).
Ορίζω, λοιπόν τον Χειμωνά ως πάνθηρα! Ένα «γίγνεσθαι-ζώο», το εντελώς αντίθετο από τους πολύ ανθρώπινους φιλολόγους που ασχολούνται με το έργο του, τα γλωσσόφιλα ζωύφια» όπως τους αποκαλεί ή τις «λιθοφάγες αράχνες που μαλακώνουν με τα σάλια τους το πέτρωμα των νοημάτων της γλώσσας για να το καταπίνουν εύκολα». (Τα όνειρα της αϋπνίας», σ. 18).
Αντίθετα από την χαϊντεγγεριανή ανάγνωση του Nietzsche, πρέπει να ορίσουμε (και να διαβάσουμε) τον Χειμωνά θεωρώντας τη γραφή του ως ενέργημα σωματικό, συνδεδεμένο με το «γίγνεσθαι ζώο»-Χειμωνάς, με τον «κύριο» Χειμωνά που έζησε και έγραψε ΄ όπως έζησε και έγραψε ο «κύριος» Nietzsche: «έγραψε ό,τι έγραψε. Έγραψε ότι η γραφή-και αρχικά η δική του-δεν είναι εξ υπαρχής υποταγμένη στον Λόγο και στην αλήθεια. Και ότι αυτή η υποταγή δημιουργήθηκε στη διάρκεια μιάς εποχής, της οποίας το νόημα πρέπει να αποδομήσουμε» (4)
Το ίδιο και ο Χειμωνάς, έγραψε την εποχή και για την εποχή μας, «αυτόν τον αιώνα του Λόγου των ανθρώπων που άρχισε όταν ο άνθρωπος έδωσε ονόματα στον κόσμο». Όταν καθιέρωσε την προτεραιότητα του σημαινόμενου αντί του σημαίνοντος. «Ο κόσμος», θα γράψει ο Χειμωνάς, «αρχίζει τώρα να επιστρέφει αυτά τα ονόματα στους ανθρώπους. Θα τα επιστρέψει όλα, μέχρι να μείνει χωρίς κανένα όνομα» (Η δύσθυμη αναγέννηση, σ. 79). Τότε το νόημα θα έχει αποδομηθεί. Η ανατροπή του σημαινόμενου από το σημαίνον θα έχει συντελεσθεί, η «φυσική ασάφεια του κόσμου» θα καθιερωθεί και ο «τελικός λόγος που μ’ αυτόν τον οξύ τρόπο έχει παραχθεί, (θα) οφείλει να υπάρχει εκτός λόγου». (Η δύσθυμη αναγέννηση, σ.76). Η φιλολογία, οπότε, περιττή. Αναγκαία πλέον η ζωολογία.
Εκεί, «εκτός λόγου», θα συμβεί «η γέννηση του τελικού λόγου, η διαρκώς υποδοχή του», ώστε «να την δει ένας οφθαλμός που να μην είναι ανθρώπου» (Η γλώσσα ως μη ανθρώπινη ομιλία»).
Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά;
Γιατί πρέπει να ειπωθούν σε «τόνο αποκαλυπτικό»;
Πρώτον, γιατί η λογοτεχνία και η σκέψη δεν είναι κατειλημμένες από τους καλυπτικούς, αφάνταστα μονότονους, βαρετούς, πληκτικούς φιλολόγους και τους κριτικούς. Κυρίως από τους «λογοτέχνες» και τους «στοχαστές» που περιμένουν, από τους πρώτους καθιέρωση.
Δεύτερον, διότι το «γίγνεσθαι» των εννοιών έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από την ιστορία τους. Ο Χειμωνάς επινόησε έννοιες. Τις συναρμολόγησε στην Ιστορία με μια «μηχανή» (τη γραφή), μέσα στην οποία μηχανεύθηκε όπως ο Kafka, ο Deleuze, ο Blanchot: το άγραφο. Διάνοιξε έναν «χώρο» λογοτεχνίας και έναν «χώρο» φιλοσοφίας, που αφήνει αμήχανους όσους προσπάθησαν να τον εξημερώσουν εν ζωή και να τον νεκρολογήσουν μετά θάνατον. Δεν τους ήθελε. Δεν φανταζόταν ότι θα τους ακούει από το φέρετρό του. Έφυγε από την Ελλάδα, για να μην τους ακούει. Και τους βρήκε από πάνω του…
Τρίτον, διότι στην εποχή των ασήμαντων, βαρετών διασημοτήτων, κάποιος πρέπει να γράφει και να μιλά, σ’ έναν «τόνο grand- seigneur», επιβάλλοντας το salto mortale, αφού προηγουμένως ζητήσει να αφαιρεθεί από κάτω το δίχτυ. «Ένας νεκρός; Πάντα ένας νεκρός χορεύει στο σκοινί, πεθαίνει πριν εμφανιστεί…», γράφει ένα άλλο θηρίο της λογοτεχνίας, ο Genet. (5)
Ο Χειμωνάς αγωνίστηκε ν’ αλλάξει την ανθρώπινη λογοτεχνία, σε απάνθρωπη. Αγωνίστηκε γράφοντας και ταπεινώθηκε («γράφοντας έχω βαθιά ταπεινωθεί»).
Αντίθετα από τους άλλους συγγραφείς-τον Andre Gide-ο λόγος που τον έκανε να γράψει δεν ήταν «να διαφυλάξει κάτι από τον θάνατο» (Gide, Ημερολόγιο, 27 Ιουλίου 1922), αλλά να σπαταλήσει κάτι από τη ζωή: την ίδια τη λογοτεχνία. Η γραφή προσωποποιείται στο αλλόκοτο πλάσμα του ονείρου του με τον πάνθηρα.
Η γραφή φταίει.
«Δεν διακρίνεται καν αν ήταν αρσενικό ή θηλυκό. Από τσίρκο ίσως, ένας μικροσκοπικός κι ευκίνητος ακροβάτης παρουσιάσθηκε για να με γλυτώσει από το σαρκοβόρο ζώο. Το ζώο τον ξέσκισε αγριεμένο, τον έτρωγε. Βλέπω στο άψυχο πρόσωπο του ξένου (της γραφής), σαν μορφασμό νευρικής μάσκας, την ηδονή της αυτοθυσίας του, και η σιχασιά μου γίνεται αφόρητη. Όμως γρήγορα διαπιστώνω τι ήταν το θανατηφόρο όπλο του: από την φύση της η ουσία της σάρκας του ήταν ιοβόλος για τον αίλουρο».
Ο πάνθηρας Χειμωνάς πέθανε από ιοβόλο γραφή. Πέθανε από τον επίδοξο σωτήρα του, τον κριτικό, τον μελετητή, τον φρουρό του, τον εχθρό του ποιητή.
Η γραφή, το «αλλόκοτο πλάσμα», η Ελένη Ξένου που τον κηδεύει στον Εχθρό του ποιητή, η Γερτρούδη που δεν έχει ακόμα εκδοθεί, όλοι οι ξένοι στον θάνατο και τη ζωή του πάνθηρα, οι παλιοί φίλοι «που του είναι άγνωστοι», οι φίλοι που «έχουν ζήσει πια όλες τους τις λύπες», και που «η λύπη γι’ αυτούς είχε επίσημα λήξει», όλοι όσους ικέτευσε για να έρθουν, για να μην φύγουν, όλοι που στην πραγματικότητα δεν τους είχε ανάγκη-γιατί είχε ανάγκη τον πάνθηρα-οδήγησαν τον Χειμωνά σε κάτι τρομερότερο από τον θάνατο. Στην εξωφρενική παραδοχή: «Συγγραφέας είναι μια τερατώδης ανάγκη του τίποτε». (Ποιόν φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ; Καστανιώτης, σ. 13). Για το τίποτε έγραψε ο Χειμωνάς, αλλά δεν έζησε για το τίποτε. Έζησε για τον πάνθηρα, τον Moby Dick του. Όπως ο Achab, έγινε ένα μ’ αυτόν. «Γίγνεσθαι-πάνθηρας», όπου το «γίγνεσθαι» δεν παράγει τίποτα άλλο από τον εαυτό του, επειδή ο πραγματικός του εαυτός είναι το ίδιο το «γίγνεσθαι», μειονοτικό, έλασσον, ως προς την ιδιότητα ανθρώπου που καταδίωξε τον Χειμωνά και που, φοβούμαι, τον καταδιώκει ακόμα.
«Τι μπορεί να σημαίνει η ομοιότητα της μέδουσας με μία σταγόνα μελάνης που πέφτει στο νερό; Ρώτησε ο Arcy Thompson πριν πολλά χρόνια. Τι σχέση έχει η σκέψη-σαλάχι που ξαφνικά ριγεί, αυτή η δική μου ανεξήγητη και ξαφνική αναπαράσταση του νου, με τα πλατιά σχήματα των τυπολογικών μεταβολών; Με ποιόν τρόπο περνούν στον λόγο, στην λογοτεχνία, οι φυσικές, οι στοιχειώδεις κινήσεις του κόσμου; Τι δεν μπορεί να πει ο λόγος κι αν δεν μπορεί πως το λέει;». (Η δύσθυμη αναγέννηση, σ. 67-68).
Μια φράση του Άμλετ: «Τίποτε από μένα δεν φαίνεται», που διατρέχει ολόκληρο το Μυθιστόρημα-και το μυθιστόρημα του Χειμωνά-άφησα για το τέλος αυτού του κειμένου. Όμως ένα σημάδι, το «σήμα» στις παρυφές του Α΄ Νεκροταφείου, ο τάφος του, ειδοποιεί τις αδέσποτες γάτες και κυρίως την σταχτιά γάτα Graymalkin, που «κοιτάζει ακίνητη με το αδιαπέραστο μαύρο και χρυσό βλέμμα της αιλουροειδούς ευφυϊας του είδους από το οποίο ξέπεσε-πως κάτω από τον σταυρό των ανθρώπων, κάτω από  την χλόη κείτεται κρυμμένο ένα άλλο αιλουροειδές, που συκοφαντεί τον θάνατο.
“Verlaine? Il est cache parmi l’ herbe Verlaine”.
Η πεζογραφία του Χειμωνά και η ζωωδία του.
Ο εχθρός του ποιητή (βιβλίο) και ο εχθρός του ποιητή (άνθρωπος).
Η λογοτεχνία του και ο εκ γενετής θυμός του.
Ο πάνθηρας και οι φίλοι του.
Η σκέψη και το σαλάχι. «Το διηνεκές και των δύο», γράφει ο Δημήτρης Δημητριάδης σε πρόσφατη ομιλία του για την Τζίνα Πολίτη που την αφιερώνει στον Χειμωνά, «οφείλεται στο διηνεκές του καθενός. Μια αμοιβαία αιωνιότητα». Η ισόβια συμμαθητεία…
Υ.Γ.
Ο Χειμωνάς δεν ήθελε να διαβάσει Deleuze. Έζησε όμως τα τελευταία χρόνια τον «απόλυτο εκτοπισμό», τη «ζωοποίηση» σαν σύζευξη δύο εκτοπισμών: του ανθρώπου προς το ζώο και του ζώου προς τον άνθρωπο.
Ο Χειμωνάς όπως και ο πάνθηρας στον λείο βράχο, δεν είχε διαφυγή. Και όλα τα ταξίδια του έως τα τελευταία alter-retour στο Παρίσι, συνοψίζονταν «στο επιτόπιο ταξίδι, που δεν μπορεί να βιωθεί ή να νοηθεί παρά μόνο εντατικά» (Ζ. Ντελέζ. Φ. Γκουαττάρι, Κάφκα-για μια ελάσσονα λογοτεχνία, Καστανιώτης, σ. 107). Έτσι η ιδιότητα που του αποδίδω, μ’ αυτό το «γίγνεσθαι ζώο» δεν μεταφέρει κανέναν συμβολισμό. Είναι, αντίθετα, η κατάσταση του ανθρώπου που ζητά διέξοδο από την ανθρωπωδία του: τη λογοτεχνία! Είναι, παρά ταύτα, το «κατ’ εξοχήν αντικείμενο νουβέλας» (π.χ. Η μεταμόρφωση), η οποία ολοκληρώνεται ως «θανατηφόρα τελειοποίηση». Η ζωοποίηση αργά ή γρήγορα, θα οδηγήσει στον θάνατο. Αλλά και στον Lautreamont που διαβάζει ο Χειμωνάς το «γίγνεσθαι ζώο» του Maldoror δείχνει τη δική του βαθύτερη ανάγκη: τον θυμό.
«Αυτός ο θυμός κι η εκδικητικότητα είναι ολικές και αναίτιες εμπάθειες. Ποτέ κανένα συγκεκριμένο γεγονός της ζωής μου, ποτέ δεν θα τις εδικαιολογούσε» (Τα ταξίδια μου, σ. 7).
Όμως, για τον θυμό του Χειμωνά στο πρόσωπό μου, ένα καλοκαιρινό βράδυ του ’96 θα μιλήσουν οι μάρτυρες. «Την ψυχολογία της δικής μου συνάντησης μ’ αυτόν τον Δανό, την αποσιωπώ, δεν ενδιαφέρει κανέναν». Κι αν παραθέτω εδώ, ιδιόχειρο κείμενό του, το κάνω για λόγους ζωολογικούς. Αν ο Χειμωνάς γίνεται πάνθηρας, εγώ γίνομαι παγώνι.
(1)        Γιώργος Χειμωνάς, Τα ταξίδια μου, Κέδρος, 1984.
(2)        Ευγένιος Αρανίτσης, Orphan Drugs, Ιστός, 1999.
(3)        Stefan Mallarme από το ποίημα Τάφος (μετάφραση Στρατή Πασχάλη).
(4)        Ζακ Ντεριντά, Περί γραμματολογίας, (μετάφραση Κωστής Παπαγιώργης), Γνώση, σ. 71
(5)         Jean Genet, Ο σκοινοβάτης, (μετάφραση Χριστόφορος Λιοντάκης), Καστανιώτης, σ. 19.    
 --
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 11 Μαϊου 2019
Πρώτη γραφή Σήμερα. Με την Φωνή της Φλέρυς Νταντωνάκη να έρχεται από το μέλλον των ευαισθησιών μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου