Ο
νεαρός αυτόχειρας ποιητής Γιώργος Φιλιππίδης
Το
ζήτημα της αυτοκτονίας των ανθρώπων-όποιοι και αν είναι αυτοί και για όποιον
λόγο ή αιτία προβαίνουν σε αυτήν την έσχατη πράξη οικειοθελώς- είναι ένα πολύ
ιδιαίτερο, λεπτό και ευαίσθητο θέμα. Το διαχρονικό και διαρκές μέσα στην
ανθρώπινη Ιστορία και Πολιτισμό αυτό «φαινόμενο», δηλαδή της εθελούσιας
αποχώρησης ενός προσώπου από την ζωή, υπερβαίνει τα όρια ενός Πολιτισμού, μιας
Θρησκείας, μιας Φιλοσοφικής δοξασίας, μιας Εθνικής Εθιμικής προσταγής ή
Αγωνιστικών Επαναστατικών Πατριωτικών Κανόνων και τιμητικών Αρχών μιας
Πολιτείας, μιας Κρατικής οντότητας ή Παράδοσης. Ενός, βασιλικού,
αριστοκρατικού, αυτοκρατορικού, δημοκρατικού, δεσποτικού ή στρατιωτικού πολιτεύματος.
(Ας φέρουμε στην σκέψη μας τις περιπτώσεις την περίοδο της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας ή της σύγχρονης μας Ιαπωνικής). Είναι πέρα και πάνω από τον
συνηθισμένο, καθιερωμένα ερμηνεύσιμο και κοινόχρηστα αντιληπτό για τους
ανθρώπους, ευθύγραμμο χρόνο της Ζωής ίσως και Ιστορίας. Οι κρατικές οντότητες
των Ηπείρων που περιτειχίζουν το ανθρώπινο πλήθος των υπηκόων τους μέσα στο
διάβα των αιώνων, θεσπίζουν Νόμους-παράλληλα ή παραπλήσια με το Εθιμικό Δίκαιο
της εκάστοτε παράδοσης που απαγορεύουν την έσχατη-από ένα άτομο-της Ζωής αυτή
πράξη με δεκάδες τρόπους και ελπιδοφόρες προτροπές. Παρόλα αυτά, το φαινόμενο
υπήρχε και υπάρχει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό υιοθέτησής του. Και
υιοθετείται, από μερίδα ατόμων πέρα και πάνω από θεσμικές ή μεταφυσικές
απαγορεύσεις. Κανένας κρατικός θεσμός ή θρησκευτικός αντίστοιχα, δεν κατόρθωσε
να το εξαλείψει άπαξ διά παντός. Ίσως μόνο, σε ειδικές περιπτώσεις, κατόρθωσε
να το περιορίσει μέσω μιας παιδευτικής ή άλλης ελπιδοφόρας φύσεως αγωγής των
πολιτών. Το κατά τις παραδοσιακές θρησκευτικές ή εκκλησιαστικές δοξασίες «Θείο
Δώρο της Ζωής» στις αυτεξούσιες ενέργειες και απελεύθερες επιλογές πιστών και
απίστων, κατά περίσταση, μετατρέπεται σε επιλογή ολοκλήρωσής της ή υπέρβαση των
αδιεξόδων της, στιγμιαία και ακαριαία οικεία βούληση. Ή ακόμα, και απόπειρα
τερματισμού της. Το φαινόμενο της εθελούσιας αποδέσμευσης από τα «δεσμά» του
χρόνου-χωροχρόνου-, εντοπίζεται σχεδόν σε όλους τους γνωστούς μας Πολιτισμούς
και σε όλες τις Ιστορικές περιόδους της ανθρώπινης περιπέτειας. Όπως επίσης,
και η εξέτασή του, ή οι προσχηματικές, δικονομικές, μεταφυσικές, εθνικές
μεταγενέστερες ορολογίες ερμηνεία του. Ή και δικαίωσή του. Αναγνωρίζουμε χιλιάδες
περιπτώσεις νέων ή μεγαλύτερης ηλικίας ατόμων αμφοτέρων των φύλων και χρώματος,
θρησκεύματος, που στο διάβα της Ιστορίας προέβησαν σε αυτήν την τελευταία της
ζωής τους ενέργεια. Τερμάτισαν το χρόνο της μοιραίας και τυχαίας ζωής τους
χωρίς αναστολές. Πολλές φορές αφήνοντάς μας μικρά σημειώματα για να
δικαιολογήσουν την τελευταία τους αυτή ενέργεια. Ανεξάρτητα από πια κοινωνική ή
θρησκευτική, φιλοσοφική ή νομική, εθιμική ή άλλη ατομική οπτική βλέπει κανείς
και αντιμετωπίζει το ζήτημα εκ των υστέρων, προβάλλοντάς του τις εκπαιδευτικές
του ποικιλότροπες ερμηνείες, το αποδέχεται ή το καταδικάζει, το σχολιάζει
διακριτικά ή κραυγαλέα, το προσπερνά ή απλά το καταγράφει, σαν ένα ακόμη
τραγικό συμβάν μέσα στα υπόλοιπα του ανθρώπινου πρόσκαιρου βίου. Το φαινόμενο
αυτό, υπερβαίνει ακόμα και τις οικονομικές τάξεις ή άλλες διαφορές της
κοινωνίας. Θέλω να πω ότι, είναι πέρα από την οικονομική ή μη καλή κατάσταση
του αυτόχειρα, την οικογενειακή του καταγωγή τα ιδεολογικά του πιστεύω.
Κατά την γνώμη μου, το διαχρονικό αυτό μέσα στην
σύντομη και τυχαία του ανθρωπίνου όντος ζωή παγκόσμιο διαπολιτισμικό αυτό
φαινόμενο, ιδιαίτερα μάλιστα, όταν το ζήτημα αυτό αφορά νέους, νεότατους σε
ηλικία ανθρώπους, πέρα από την ατομική του καθενός αιτία της οσάνω επιλογής, (κοινωνικές
συνθήκες, θρησκευτικές αμφισβητήσεις, συναισθηματικές μη ελεγχόμενες διαταραχές
ή μεταπτώσεις, ερωτικές αποτυχίες, υπαρξιακά αδιέξοδα , σωματικές κακουχίες,
ψυχικές ταλαντεύσεις, οικονομικές αποτυχίες, πολιτικές-ιδεολογικές επιλογές ή
διαψεύσεις, συνειδησιακές αρνήσεις, ή άλλες της Ζωής-τους-, αδιέξοδες επιλογές
και καταστάσεις, εσωτερικών παλινδρομήσεων ή ισχυρή αίσθηση καθήκοντος κλπ.)
χρίζει ιδιαίτερης προσοχής και ευαισθησίας, διακριτικότητας και φωτισμού στην
προσέγγισή του. Οι εντεύθεν κακείθεν των κράσπεδων αφορισμοί, ούτε ωφέλησαν
ούτε εξάλειψαν το φαινόμενο. Η μνήμη της ζωής παραμένει παρούσα και μετά την
καταγραφή του συμβάντος. Αδιάβροχη των ερμηνειών της, έρημη των μεταγενέστερων
σχολιασμών της. Μοναχική και ανυπεράσπιστη μέσα σε ένα πλέγμα ερωτημάτων και
σκοτεινών δικαιολογήσεων. Ούτε οι ισχυρές θρησκευτικές ή άλλες κατά καιρούς
φιλοσοφικές δοξασίες, αρνητικές καταδίκες του, μπορούν να ερμηνεύσουν στην
καθολικότητά του και την διαχρονία του το ζήτημα αυτό, ούτε πάλι η πλήρης
αποδοχή του από αντίστοιχες κοινωνικές ή πολιτικές προσταγές και ιδεολογικά
καθήκοντα επίσης, κατόρθωσαν να αναλύσουν επαρκώς χωρίς σκοτεινά σημεία την
βαθύτερη ουσία του. Οι μεταγενέστεροι του συμβάντος, το αναγνωρίζουν σαν μια
βίαιη και απότομη της ζωής του αυτόχειρα διακοπή, μέσα στην αλυσίδα των
εκατομμυρίων θανάτων αενάως, των έμβιων όντων μέσα στο Φυσικό βασίλειο. Ας μην
λησμονούμε ότι τα ιστορικά βιβλία που καταγράφουν και μας εξιστορούν τα
στρατιωτικά και πολεμικά γεγονότα του Μεγάλου Πολέμου του προηγούμενου Αιώνα,
μας λέγουν ότι, έστελναν οι στρατιωτικοί αρχηγοί τους στρατιώτες τους, σε
βέβαιη αυτοκτονία, εξαναγκάζοντάς τους σε αδιέξοδα πολεμικά ανδραγαθήματα ή σε
χαμένες μάχες στο όνομα της εθνικής τιμής ή του πατριωτικού καθήκοντος.
Εκατομμύρια νεαρών ευρωπαίων σκοτώθηκαν αδίκως και μάταια, φρικτά και άδοξα,
έπεσαν στα πεδία των μαχών χωρίς λόγο. Ή έλλειψη στρατιωτικής ή πολεμικής
διορατικότητας ή αβελτηρίας και σκοπιμότητας των διπλωματικών ή κυβερνητικών
αρχών. Επανερχόμενος, το ουσιαστικό και διαρκές πλέον Πένθος, βρίσκεται μόνο
και κύρια στην πλευρά του θανόντος αυτόχειρα ή της θανούσης και φυσικά, στα
μέλη της οικογένειάς τους και του άμεσου φιλικό περιβάλλοντος. Ενός
οικογενειακού πλαισίου, που ενδεχομένως αδυνατούν να κατανοήσουν την έξοδο της
ζωής αυτή, και να αισθάνονται άβολα που δεν κατόρθωσαν να προλάβουν τον ή την
αυτόχειρα, δεν μπόρεσαν να σταθούν δίπλα τους πριν την τελευταία τους αυτή
ενέργεια. Οι μεταγενέστεροι σχολιασμοί των κρατικών δημόσιων αρχών ή
θρησκευτικών-εκκλησιαστικών θεσμών, οι κοινωνιολογικές αναλύσεις και
ταξινομήσεις, είναι μάλλον προφάσεις εν αμαρτίαις, μια και ο αυτόχειρ,
ταξιδεύει ήδη προς την αιώνια της Ζωής Λήθη. Η κατά περίπτωση ελάχιστη
παρηγοριά στους οικείους του, σαν ψήγμα
μικρών ακόμα στιγμών ανθρώπινης αθανασίας από τον περίγυρο πριν και αυτοί
διαβούν την Αχερουσία. Μία ακόμα κατά συνθήκη συνήθεια πριν δύση ο ήλιος.
Είναι
εκατοντάδες οι ποιητές, οι ποιήτριες, οι πεζογράφοι, οι φιλόσοφοι, οι
διανοητές, οι άνθρωποι της Τέχνης γενικότερα, που τερμάτισαν την ζωή τους
εθελούσια. Που έσβησαν το καντηλάκι της ζωής τους με την θέλησή τους ανά τους
αιώνες. Τα ονόματά τους μας είναι γνωστά, κατέχουν την θέση τους μέσα στην
ελληνική και παγκόσμια γραμματολογία και ιστορία. Στα καθ’ ημάς να
υπενθυμίσουμε την έξοδο της ποιήτριας Κοραλίας Θεοτοκά, του ποιητή του
μεσοπολέμου Ναπολέοντος Λαπαθιώτη, της συγγραφέως Πηνελόπης Δέλτα, του ποιητή
και μεταφραστή Αλέξη Τραϊανού, του ποιητή Νίκου Λαδά, του ποιητή Ηλία Λάγιου,
την πασίγνωστη και πολυερμηνεύσιμη στα
ελληνικά γράμματα περίπτωση του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη. Αλλά και η
αμφισβητούμενη περίπτωση του Νίκου Πουλαντζά. Για να μείνω σε ελάχιστες των
τελευταίων δεκαετιών περιπτώσεις του προηγούμενου αιώνα. Στο διεθνές
λογοτεχνικό στερέωμα χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις του ρώσου ποιητή Βλαντιμίρ
Μαγιακόφσκι, της αγγλίδας πεζογράφου Βιρτζίνια Γουλφ κ. ά. Κλασικά παγκόσμια
παραδείγματα επίσης, είναι ο ανεκπλήρωτος έρωτας του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας
και η τραγική του κατάληξή, από το ομώνυμο Σαιξπηρικό έργο, οι περιπτώσεις των
δεκάδων ρομαντικών αυτόχειρων νέων μετά την ανάγνωση του Βέρθερου του γερμανού
ρομαντικού συγγραφέα Γκαίτε και άλλα γνωστά μας συμβάντα ποιητών και
συγγραφέων. Ευαίσθητων ανώνυμων νέων και νεανίδων που προτίμησαν την ασέληνο
αιώνια νύχτα από το ζοφερό πρόσκαιρο και τυχαίο φως της ζωής.
Στην μεγάλη αχανή και νέα ήπειρο, την Αμερικάνικη,
την Μέκκα της ελεύθερης οικονομίας και της κινηματογραφικής βιομηχανίας, έχουμε
τα δεκάδες παραδείγματα νεαρών κοριτσιών εκκολαπτόμενων ηθοποιών-«σταρ»-που
έπεσαν πάνω στους κάκτους της επιγραφής Χόλυγουντ, και έχασαν την ζωή τους,
μόνο και μόνο για να κερδίσουν την δόξα της φήμης με την πράξη τους αυτή.
Στο
παλαιό αριστερό περιοδικό «ΑΝΤΙ» τεύχος 689/18-6-1999, και στις σελίδες 47-49
δημοσιεύθηκαν πριν 20 χρόνια, δύο κείμενα γνωστών ελλήνων συγγραφέων της εποχής
μας, του καθηγητή πανεπιστημίου, δοκιμιογράφου και ποιητή Νάσου Βαγενά και του
κυρού πεζογράφου και μεταφραστή Γιώργου Χειμωνά. Τα κείμενα, αφορούσαν τον
θάνατο-για την ακρίβεια, την αυτοκτονία-του εικοσαετούς ποιητή Γιώργου Φιλιππίδη
και την ολιγοσέλιδη ποιητική του συλλογή «ΓΑΛΑΖΙΑ ΜΗΧΑΝΗ» εκδόσεις Καστανιώτη
1999. Η μεταθανάτια μοναδική αυτή συλλογή του νεαρού ποιητή Γιώργου Φιλιππίδη,-εις
μνήμη του- εξαντλήθηκε και επανεκδόθηκε δύο φορές μεταγενέστερα. Στις μέρες
μας, η συλλογή εξακολουθεί να είναι εξαντλημένη
από τον εκδοτικό οίκο «Καστανιώτη» που κυκλοφόρησε και δεν κυκλοφορεί στο
εμπόριο. Στο διαδίκτυο, έχουν αναρτηθεί τα οκτώ αν δεν κάνω λάθος ποιήματα της
συλλογής, αρκετές αναλύσεις από φιλικά πρόσωπα προσκείμενα στον νεαρό
αυτόχειρα, καθώς και το βίντεο εις μνήμη του, από την εκπομπή «Παρασκήνιο» που
μιλούν φίλοι του και άλλοι για το εικοσάχρονο παιδί. Οι επανεκδόσεις της
συλλογής συνοδεύονται με κείμενα για το έργο και τον ίδιο.
Καθώς συμμάζευα τα σκόρπια δημοσιεύματα στα
περιοδικά και τις εφημερίδες για, και του Γιώργου Χειμωνά, συνάντησα και
ξαναδιάβασα και πάλι το κείμενό του όπως και αυτό του ποιητή και ομότιμου πλέον
καθηγητή Νάσου Βαγενά, που ο άτυχος νεαρός, υπήρξε φοιτητής του στα
πανεπιστημιακά του εφηβικά χρόνια. Δημοσιεύω και τα δύο κείμενα, όχι από
μεταφορές τους σε βιβλία ή ενδεχομένως και αλλού, αλλά όπως αυτά δημοσιεύτηκαν
στο περιοδικό «Αντί». Στο τεύχος 689/της 18 Ιουνίου του 1999. Πριν το
καλογραμμένο κείμενο της κριτικού χορού, κυρίας Νατάσας Χασιώτη, «Ο Τζαίημς, η
τρέλα, ο θάνατος και η απιστία» σελ.50. Εις Μνήμη του νεαρού αυτόχειρα και
ποιητή Γιώργου Φιλιππίδη. Και είκοσι χρόνια μετά, ας ξαναθυμηθούμε την ποιητική
φωνή του νέου ποιητή Γιώργου Φιλιππίδη. Ο Γιώργος Χειμωνάς έφυγε από κοντά μας
το 2005.
ΜΙΑ
ΥΠΟΓΕΙΑ ΕΝΤΑΣΗ
Νάσος
Βαγενάς
Το βιβλίο
αυτό περιέχει ποιήματα ενός νέου που δεν υπάρχει πια’ που αυτοχειριάστηκε τον
Ιούλιο του 1997 σε ηλικία είκοσι ετών. Η έκδοσή του, ωστόσο, δεν θα πρέπει να
εκληφθεί ως μια επιμνημόσυνη πράξη’ γιατί η ποιότητα των στίχων που περιέχει
υπερβαίνει τη συνήθη ποιότητα των στίχων που γράφουν οι εικοσάχρονοι και
καθιστά το βιβλίο άξιο να δημοσιευτεί ως βιβλίο ποιητικό. Ο Γιώργος Φιλιππίδης
ήταν νέος με συγγραφικό ταλέντο: με αξιοθαύμαστες διανοητικές ικανότητες και
έμφυτη αίσθηση της γλώσσας-στοιχεία που εκδηλώθηκαν από πολύ νωρίς, όπως
δείχνουν τα κείμενα που έγραψε σε παιδική ακόμη ηλικία.
Εντούτοις
πιστεύω ότι οι φράσεις όπως «ο θάνατος έκοψε τον συγγραφικό του δρόμο» ελάχιστο
νόημα έχουν στην περίπτωση του Γιώργου Φιλιππίδη. Γιατί η σχέση του με τη
γραφή, μολονότι ουσιώδης, αισθάνομαι πως δεν ήταν θεμελιώδης’ πως ήταν μέρος
μιας ευρύτερης και βαθύτερης σχέσης, που ήταν η σχέση του με τον θάνατο. Το
αντιλαμβάνομαι αυτό τώρα που διαβάζω τα ποιήματά του και συνδυάζω την αίσθηση
που μου δίνουν οι παρεμβάσεις τους στις παραδόσεις μου (ήταν φοιτητής μου στο
Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών), κυρίως στα μαθήματά μου για
τον Σεφέρη-παρεμβάσεις που ξεχώριζαν από εκείνες των άλλων φοιτητών τόσο στην
εμμονή του (και τις λεπτές παρατηρήσεις του) στον σχολιασμό του θέματος του
θανάτου και των συναρτήσεων του θέματος αυτού με το θέμα της γραφής, όσο και
για τη «λοξή» ευστοχία των διαπιστώσεων του: λοξή με την έννοια μιας
αποκλίνουσας τοποθέτησης, η οποία, ενώ φαινόταν εντελώς προσωπική, γινόταν
σχεδόν πειστική με τα ισχυρά-στο θεωρητικό επίπεδο-επιχειρήματά της. Θα έλεγα
ότι ο Γιώργος Φιλιππίδης έτρεφε προς τη ζωή τα αισθήματα που τρέφει ένας
αναρχικός για το πολιτικό καθεστώς της χώρας του. Γι’ αυτό και η σύγκρουση μαζί
της, που ήταν αναπόφευκτη, έγινε με τρόπο ανάλογο μ’ εκείνον μιας τρομοκρατικής
πράξης (απαγχονισμός και ταυτόχρονη αυτοπυρπόληση).
Παρότι οι
στίχοι του Γιώργου Φιλιππίδη μπορούν να διαβαστούν ως αυθύπαρκτα ποιήματα,
ανεξάρτητα από τη γνώση και τον τρόπο του θανάτου του, η αυτοχειρία του και η
μορφή της ρίχνουν στα ποιήματά του ένα αναπότρεπτο φως, που λειτουργεί
αναγκαστικά ως στοιχείο κειμενικό’ ένα φως που τα διαποτίζει με τη μορφή μιας
υπόγειας έντασης, η οποία, σε όσους δεν γνωρίζουν τη βιογραφία του ανθρώπου που
τα έγραψε (αλλά βέβαια και σε όσους τη γνωρίζουν), γίνεται αισθητή ως μια
οντολογικής φύσεως αναζήτησης, που τελείται στο πεδίο ενός συναισθήματος που
συγχωνεύει την επιθυμία εξόδου από τη ζωή με τον φόβο αυτής της επιθυμίας.
Το βιβλίο
αυτό περιέχει τα περισσότερα από τα ποιήματα που έγραψε ο Γιώργος Φιλιππίδης
στα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του. Ο ίδιος δεν φαινόταν να έχει ιδιαίτερη
επιθυμία να δημοσιεύσει στίχους του, ούτε και να τους δείξει σε τρίτους.
Πιστεύω, ωστόσο, ότι η δημοσίευσή τους δεν έρχεται σε αντίθεση με τη συγγραφική
του βούληση και με την απόφαση της εθελουσίας αποχώρησής του.
--
…Και
άλλες παρατηρήσεις
Γιώργος
Χειμωνάς, Χριστούγεννα, 1998
Α
Mourir est une difficile et longue quit reclame aide
et complaisance
Julien
Gracq
Την ημέρα
που πέθανε ο Ελύτης αυτοκτόνησε στο Παρίσι μια νεαρή, πολύ δική μου, Γαλλίδα
συγγραφέας που δεν καταδέχθηκε ποτέ να δημοσιεύσει τα γραφτά της’ «Θα γινόταν
μια δεύτερη Colette»,
περηφανευόταν η μητέρα της και συμπλήρωνε, με την ειρωνεία της της ψυχιάτρου
που δεν πιστεύει στην ψυχιατρική, «η μελαγχολία του Apollinaire, που κοιμάται ανάμεσα
στον έρωτα και στην ακαταδεξιά»-η
αλαζονική, όμορφη Mireille
που
όλοι την ερωτεύονταν και ονειρεύονταν να την έχουν. Μού το ανήγγειλε στο
τηλέφωνο η ίδια η μητέρα της με τον ασυγκίνητο, κοφτό, μνησίκακα τόνο του
θρήνου πού γίνεται οργή για τον πιο ακριβό νεκρό μας-και το ίδιο αυστηρά με
κάλεσε να πάω στην ταφή της. Όμως εγώ ώφειλα να είμαι στην κηδεία του ποιητή,
που μόνο κάποιο Nobel
ήταν
ό,τι ήξερε γι’ αυτόν’ και όταν της το είπα, κι ότι θα πήγαινα το γρηγορότερο
μετά, μου έκλεισε το τηλέφωνο λέγοντας χωρίς θυμό, κουρασμένη: «Δεν χρειάζεται
να έρθεις μετά’ και ποιο «μετά»; Δεν κατάλαβες ότι γι’ αυτό το έκανε-για να μην
έχουμε πιά κανένα, εμείς, μετά;». Τη νύχτα που ξημερώνει η κηδεία του Έλληνα
ποιητή, ονειρεύθηκα πως ήμουν κιόλας σ’ αυτήν. Χαμένος μέσα σε ένα πυκνό
ταραγμένο πλήθος που κύκλωνε αδιαπέραστο το φέρετρό του και σκλήραινε όσο το
πλησίαζε με ένα βίαιο, εχθρικό πένθος-κι εγώ μάταια αγωνιζόμουν να ξεφύγω,
γιατί όσο πήγαινε μεγάλωνε και αγρίευε το κύμα όλου του κόσμου, που άπλωνε και
χυνόταν κι ανέβαινε μέσα στη μικρή εκκλησία του νεκροταφείου σπάζοντας επάνω
στις εικόνες, για να με παρασύρει στο τέλος κι εμένα εκεί όπου ξαφνικά κόπασε
εκείνη η λαγνεία για τη θέα της γυμνής σιωπής, που μονάχα σ’ έναν νεκρό ποιητή
φανερώνει τις απόκρυφες ρίζες της φωνής, επάνω από το φέρετρο-πού βλέποντάς το
ανοιχτό, έσκυψα και είδα. Στη λευκή μεταξωτή του κοίτη πλάγιαζε η Mireille, ένα ευτυχισμένο,
όμορφο, γελαστό κορίτσι ένδεκα-δώδεκα χρόνων-έτσι όπως πάντα την έφερναν στον
νου μου όσο ποτέ ευτυχισμένη, όσο ποτέ γλυκειά με το βαθύ της και ωστόσο, όπως
πάντα, αλλόκοτα προσποιητό χαμόγελό της, την έβλεπα να κοιμάται εκεί, μπροστά
μου-πλαγιασμένη στο φέρετρο του ποιητή σαν να ήταν στο δικό της ξύλινο
κρεββάτι, αντίγραφο από ανάκλιντρο του David, ντυμένη το βελούδινο φόρεμα της γιορτής του
αδελφού της στα εφτά του χρόνια, με τις ψηλές δερμάτινες μπότες που η μητέρα
της κι εγώ τις είχαμε διαλέξει, με το περιδέραιο από αχάτη και αμέθυστο της
γιαγιάς της.-Και όταν το είδα επάνω στο λαιμό της, την ίδια στιγμή, άκουσα τη
μητέρα της πού της το είχε χαρίσει, την άκουσα να λέει σχεδόν μέσα στο αυτί
μου, γιατί από την αρχή θα στεκόταν δίπλα μου κι άς μην την είχα δει-κι ενώ το
πλήθος γύρω μου αραίωνε και εξαφανιζόταν και το έβλεπα να φεύγει σκυμμένο,
κρυφά, γιατί κρυφά είχε ορμήσει μέσα στη εκκλησία, σαν κάποιοι να του
απαγόρευαν να μπει, νη μην δει τον ποιητή-και άκουσα, χωρίς να μπορέσω να τη δω
τη μητέρα της Mireille
που
αμίλητη ως τότε, στο πλάι μου, παρακολουθούσε ολόκληρη τη νεκρώσιμη λειτουργία,
την άκουσα να μου μιλά με αφηρημένο θαυμασμό για κάτι που ένιωθε ότι έπρεπε να
θαυμάσει και αδιάφορη κι ανάλαφρα συνεπαρμένη από αυτήν την ξένη κι άγνωστή της
Mireille
που
κοιμόταν στο φέρετρο μπροστά της φέγγοντας στο θαμπό βελούδο της-την άκουσα να
λέει, ένα υγρό και κρύο φύσημα από ανοιγμένον ξαφνικά πανάρχαιας θρησκείας
τάφο.
«Το
κρατάτε ακόμη αυτό το έθιμο, αντί για το σώμα του ποιητή που πέθανε, να βάζετε
στο φέρετρό του και να κηδεύετε ένα άγνωστο, κι όμως το ποιο όμορφο ποίημά
του».
Β
In the room the women come/ and go talk of Michelangelo
Tomas Stern Eliot
Πως γίνεται ποίημα ο θάνατος; Μονάχα οι ποιητές
γνωρίζουν ότι το ποίημα είναι όνειρο του θανάτου’ γιατί από όλους τους
ανθρώπους, οι ποιητές μονάχα έχουν την πιο φυσική σχέση με τη ζωή, που δεν
είναι άλλη από τη σχέση- πού μόνον αυτοί μπορούν να έχουν-την πιο συνειδητή,
καθημερινή, την πιο συγγενική σχέση με τον θάνατο. Με την ευφυΐα του παιχνιδιού
(είτε με τους πεσσούς του χρόνου που έπαιζε ο Ηράκλειτος είτε με τα ζάρια του
τυχαίου που έριχνε ο Mallarme),
η οποία είναι για τους συγγραφείς ό,τι είναι το «ταλέντο» για τους καλλιτέχνες,
ο Gracq
στη
στιγμή μιας ιστορίας του-ώστε ο αναγνώστης να μην υποψιασθεί ότι πρόκειται για
τις πιο κρυφές προσωπικές, φοβερές αλήθειες ενός ποιητή, αλλά και κάθε
δημιουργού-τη σύντομη φράση που αποκαλύπτει μια τέτοια, μία και μαζί διπλή,
σχέση- άν τη διαβάσουμε με την ίδια κι εμείς ευφυΐα: «Το να ζεις σημαίνει να πεθαίνεις με έναν δύσκολο και αργό θάνατο».-Κι
ο ποιητής εκείνος που το ξέρει από τον πρώτο του καιρό, και δεν έχει γι’ αυτό
άλλον τρόπο να ζήσει παρά κάνοντας ποίημα-γράφοντας σε ποίημα-την ίδια του τη
ζωή, πολύ γρήγορα θα έρθει η ώρα που θα κάνει ποίημα και τον θάνατό του. Πώς
γράφεται αυτός ο θάνατος. Με τι στίχους μπορείς, τι λόγια έχεις για να τον
πεις-που ακόμα και να τα βρίσκεις, να τα έκαμνες στίχους, κανένας δεν θα τους
άκουγε για να σου προσφέρει αυτό που απαιτείς (οι ποιητές ποτέ δεν ζητάν,
απαιτούν-για να τελειώσω τη φράση του Gracq) από κάποιον, τον οποιοδήποτε άλλον: βοήθεια και,
προπαντός, Φιλόφρονα οίκτο. Και να
απαιτήσεις μια βοήθεια που είναι αδύνατο να σου δοθεί-και έναν οίκτο (το
μοναδικό συναίσθημα ύστερα από τον έρωτα) που μόνο να τον ικετεύσεις
μπορείς-όχι να τον αξιώσεις.
Με δύο
στίχους έπραξε ο Γ. Φ. το ποίημα του θανάτου του, μοναχός σ’ ένα άδειο δωμάτιο,
μονάχος στον άδειο κόσμο (αφού, ένας πάντοτε ζεί σ’ αυτόν, ο homo Poeticus- πλάσμα του ποιητή και
κανενός θεού): κρεμάστηκε και αυτοπυρπολήθηκε. Στα είκοσι του χρόνια, με τα
ατέλειωτα χρόνια (κι ας χωράν όλα σ’ ένα αστραπιαίο κλάσμα του χρόνου, κι ας
τελειώνουν την επόμενη κιόλας στιγμή) μιάς ζωής που αρνήθηκε να τη ζήσει-με τα
χρόνια που ποτέ δεν θα τα ζούσε, με αυτά χάραξε το ποίημα του θανάτου’ γιατί με
τέτοια λόγια γράφεται, με τέτοιους στίχους απαγγέλλει τη ζωή ο θάνατος, να
ακούσει την εκκωφαντική τους σιωπή ή ανυπαρξία-που με την ηχώ της ύπαρξης
τρέφει την αιωνιότητά της.
Γ
Εγώ
είμαι οι Άλλοι.
(παραλλαγή
σ’ ένα μοτίβο του Rimbaud)
Αλλά κι
εδώ, γύρω μας, κοντά μας-από μέσα μας, μπορείς να ακούς μια ηχώ για τους
νεαρούς αυτούς θανάτους, για όλους τους μικρούς αδέξιους θανάτους. Η παβάντα
για μια νεκρή ινφάντα, σαν να την άκουσα βγαίνοντας, στο κατώφλι της
εκκλησίας-της κηδείας του ονείρου της Mireille μικροί,
σπασμένοι στίχοι του Prufrock
:
τους άκουγα- αυτούς, καθαρά-όση ώρα άκουγα την επισκέπτριά μου να μου μιλά, με
την αμηχανία του πένθους που γίνεται αγωνία για τον πιο ζωντανό νεκρό μας (και
να μαθαίνω πρώτη φορά), για τη ζωή και τον θάνατο του Γ. Φ. Το ίδιο αμήχανα
κοίταζα κι εγώ μερικά από τα γραφτά του, πού μου είχε φέρει, σκάλωνα στις άκριες
των ποιημάτων του σαν να απόφευγα να τα αγγίσω και καθησύχαζα το βλέμμα μου με
τις λοξές σημειώσεις των περιθωρίων το ένα κάτω από το άλλο δύο ονόματα
δένονταν σε μια τρυφερή συνήχηση: Αγλαϊα Επάντσινα Ναστάζια Φιλίπποβνα
(αλήθεια, ποιος ξέρει άραγε τι σημαίνει αυτό το αποκομμένο σοφά από τη βοή του
βιβλίου θηλυκό ζεύγος, τα δύο «αγγελικά και μαύρα» γυναικεία πρόσωπα του
Ηλίθιου πού με αυτά ο Ντοστογιέφσκι τιμωρούσε τη δαιμονικότητα του διάφανου
Μίσκιν να υπάρχει ανέγγιχτος και δικαίωνε την αθωότητα του σκοτεινού Ραγκόζιν,
να μην υπάρχει ανέραστος;) και αλλού, υπογραμμισμένες φράσεις σε ένα κείμενο
για τον Άμλετ (άραγε ξέρει κανείς ότι το όνομα Άμλετ είναι ισλανδικό και
σημαίνει ο τρελλός του χωριού, αθώος-ο ηλίθιος, στη γλώσσα του Ντοστογιέφσκι)
αυτός ο Άμλετ που υποδυόταν τον Άλλον για να (μην;) τον αναγνωρίζουν οι
Άλλοι-και γνώριζε καλά «πως ονειρεύεται ο
θάνατος», γι’ αυτό και τον φοβόταν-κι από ένα όνειρο θανάτου, που είναι όλα
τα δράματα του Shakespeare,
πάλευε να βγει ως το τέλος,- «Όχι! Δεν
είμαι εγώ ο πρίγκηπας Άμλετ, κι ούτε μου πέρασε ποτέ από τον νου ότι θα
μπορούσα να είμαι!» άκουσα καθαρά τη διαμαρτυρία (από τον Έλιοτ; Τον
Σαίξπηρ; Τον νεαρό Έλληνα ποιητή;) να αντηχεί σ’ εκείνο το άδειο δωμάτιο κι
ακόμα πιο δυνατά, κι αυτή τη φορά δεν ήταν από τον Prufrock αλλά
από τον ένοικό του πού φώναξε μέσα από τον θάνατό του: «Καθόλου δεν εννοούσα αυτό! Δεν είναι καθόλου αυτό που εννοούσα!»
και εννοούσε, βέβαια, τον θάνατο. Και τότε είδα να γεμίζει το δωμάτιο από
γυναίκες του σπιτιού-πολλές γυναίκες να μπαινοβγαίνουν, σφιγμένες η μία στην
άλλη-και να μιλούν χαμηλόφωνα μεταξύ τους προσέχοντας μην ακουμπήσουν στον
νεκρό, και παρόλο που ήξεραν έκαμναν πως δεν υπήρχε εκεί νεκρός-και τότε, στους
τοίχους έλαμψαν τοιχογραφίες και ζωντανά τα χρώματά τους, δεν είχαν ακόμη
στεγνώσει, και μόλις από εκεί μέσα είχε φύγει ο ζωγράφος που αιώνες δούλευε
εκεί-για να τις τελειώσει, τώρα-μόλις πριν.
Στο
δωμάτιο, γυναίκες έρχονται και παν.
Για τον Μιχαήλ Άγγελο μιλάν.
Θα υπάρχει πάντα για τον καθένα μας κάποιος ποιητής
που έχει πεθάνει-ακόμη κι από πολύν καιρό, ακόμη κι αν δεν γνωρίζουμε ούτε κάν
το όνομά του-και φυλάει για το θάνατό μας, έστω και έναν στίχο του-κι ας μη
μάθουμε πεθαίνοντας ποτέ ποιος ήταν και ποιος ο στίχος όμως θα είναι ίσως αυτή
η μόνη αθανασία μας.
Γιώργος Χειμωνάς
Υ.Γ.
η
διαφορά ύφους και λεγομένων του ποιητή Νάσου Βαγενά και του πεζογράφου Γιώργου
Χειμωνά των παραπάνω κειμένων, φανερώνουν την ιδιαίτερη προσέγγιση του καθενός
στο άτυχο αυτό γεγονός και στην έκδοση της μοναδικής συλλογής του νεαρού ποιητή.
Ίσως να λαθεύω, ενώ, το κείμενο του Νάσου Βαγενά εμπεριέχει εμπειρικά στοιχεία
εξέτασης της περίπτωσης του νεαρού Γιώργου Φιλιππίδη-μια και υπήρξε φοιτητής
του-το κείμενο του Γιώργου Χειμωνά έχει στοιχεία μυθοπλασίας. Μιας θετικής
βεβαίως αναφοράς, παρόμοιας πλησίστιας περίπτωσης. Διαβάζοντας και
ξαναδιαβάζοντας το κείμενο του Γιώργου Χειμωνά, έχω την αίσθηση ότι είναι
αποκύημα της δημιουργικής συγγραφικής φαντασίας του πεζογράφου. Είναι ένας
λόγος περί Ποιητών. Αν ξεχωρίσουμε την ταυτότητα του κειμένου από την υπογραφή
που φέρει. Ίσως να κάνω λάθος στην ερμηνεία του.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 23 Μαΐου 2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου