Πέμπτη 2 Μαΐου 2019

Ανθρωπογεωγραφική Πειραιογνωσία


                Ο Δικός μου Πειραιάς

     «Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά
     σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης
     καμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει
     ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ’ άσπρα και τα χρυσά.
         Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει»
                                        Γιώργος Σεφέρης

     Διαβατάρικα πουλιά οι άνθρωποι, συνεχώς ταξιδεύουν. Αναζητούν έναν χώρο ασφαλή να εναποθέσουν τις εμπειρίες και τις ελπίδες τους, την αυθεντικότητά της ύπαρξής τους, το κύρος των κοινωνικών και επαγγελματικών τους επιλογών, τα ιστορικά ενδεχόμενα των συμπεριφορών τους, την γλωσσική και εθιμική τους συνείδηση, την ατομική τους ευζωία. Πολλές φορές, ξενιτεύονται, γνωρίζοντας εκ των προτέρων το αβέβαιο της διαδρομής τους, το μάταιο του εγχειρήματός τους, και όμως συνεχίζουν, σαν τους ορειβάτες, φιλοδοξώντας να κατακτήσουν τον τόπο-κορφή, που θα τους αναγνωρίσει και αποδεκτή την προσωπική τους αλήθεια, των δικών τους ανθρώπων. Τον τόπο που θα σαρκώσει το παρόν των μεταφυσικών τους προσδοκιών. Τον τόπο-εστία που θα εκφράσει το αισθητικό τους όνειρο. Τον τόπο που θα ελευθερώσει την δημιουργική τους ασφυξία.
Συνήθως επιτυγχάνουν τον στόχο τους. Ο χώρος ανακαλύπτεται-μετά πολλών κόπων και βασάνων-κατακτάται, μεταμορφώνεται από την δική τους ισχυρή επιβλητική παρουσία και όραμα. Εμπνέονται από αυτόν σε σημείο κορεσμού και απόγνωσης. Η ποιητικότητά του απηχεί τον μέσα τους κόσμο. Ο χώρος αποκτά μια οπτική, πλαστική, αρχιτεκτονική εκφραστικότητα, σύμφωνα με την ατομική καλλιέργεια του καθενός, την παιδεία, το όνειρο, την αριστοκρατική συνείδηση καταγωγής του συνόλου των μελών της ομάδας. Όμως οι άνθρωποι, εξακολουθούν  να μένουν ανικανοποίητοι, μελαγχολικοί, ανήσυχοι, ασυνταύτιστοι, μαχητικοί, χαοτικοί. Ανηφορίζουν ακολουθώντας τα σκιρτήματα της καρδιάς τους. Από παράδοση, από συνήθεια. Μάχονται απεγνωσμένα να εικονογραφήσουν τις αφαιρετικές παραστάσεις των σκέψεών τους. Με σταθερά αλλά επισφαλή βήματα δημιουργικής αυτό ικανοποίησης αγωνίζονται να υπερβούν τα ίσαλα της τρικυμισμένης ζωής τους. Προσπαθούν να υπονομεύσουν την ήρεμη μορφολογική στερεοτυπία του χώρου. Βαδίζουν από αισθήματα σε αισθήματα, από διαψεύσεις σε διαψεύσεις, από λατομημένες εμπειρίες σε αδιάβροχες επιθυμίες. Ψάχνουν εναγωνίως έναν τόπο να αναπαύσουν τον σερνόμενο από τα βάσανα βίο τους, τις τραυματισμένες ζωές τους, το πληγωμένο σώμα τους. Πεταρίζουν πάνω από άγνωστούς τους χώρους, ενώ οι σκιές τους σαβανώνουν την χέρσα γη, τους δρόμους, τα σοκάκια, τα δάση, τις λίμνες, τα ποτάμια, τα βουνά, το ξερό το άνυδρο χώμα. Και το καρπίζουν αενάως. Αναμετρώνται με το φυσικό περιβάλλον, το φοβούνται, το αντιμάχονται, βρίσκοντας παρηγοριά στο ατομικό τους γεωγραφικό μετερίζι, τη μικρή γη που τους αναλογεί, και αυτήν δαμάζουν ποικιλοτρόπως. Γίνονται κυνηγοί αλλά ταυτόχρονα και θηράματα του χώρου. Οδεύουν προς αναζήτηση ενός τόπου που το βλέμμα τους θα μεταστοιχειωθεί σε αίσθηση αφής, θα ψηλαφεί το μέλλον των προσδοκιών τους, θα χαράξει τα ίχνη τους. Θα ανιχνεύει με σταθερότητα την ιστορική πρόταση της εξερεύνησης που τους προσφέρεται. Παρατηρούν τον χώρο και μαθαίνουν να ικανοποιούν τις πολύπλοκες ανάγκες του δικού τους σώματος. Παγιδεύουν μνημονικές στιγμές, ουτοπικές προσκλήσεις, γνησιότητες παρηγοριάς, αθλήματα ψυχής, αποσβένουν διχαστικές προκλήσεις του νου, αφουγκράζονται αμείλικτα ερωτήματα του βίου, βιώνουν ανερμήνευτες πνευματικές εκπροσωπήσεις μεταφυσικές αγωνίες, και όλα αυτά, τα εναποθέτουν στον χώρο που αναζητούν και εγκαθίστανται. Στο έδαφος των ελπίδων τους. Στον χώρο που τους θρέφει και τους αφομοιώνει μαζί, τους εξαντλεί, απομυζά του βίου τους χυμούς. Εκεί γεννιούνται, μεγαλώνουν, ερωτεύονται, βιώνουν, αποκτούν τις πρώτες σημαδιακές τους παραστάσεις, εργάζονται, σπαταλούν τον ατομικό τους χρόνο, ξοδεύουν τα ψυχικά τους αποθέματα, συνομιλούν αδιάκοπα για τους πάντες και τα πάντα. Θάβουν τους προγόνους τους. Στον χώρο που τους θέτει τα πρώτα ερωτήματα της μικρής και τυχαίας, ταλαιπωρημένης τους ύπαρξης. Στην αρχιτεκτονική αισθητική των κτηρίων που οικοδομούν, στην κυκλική της παράδοσης ναοδομία τους, στην εύρυθμη λειτουργικότητα των πόλεων που χτίζουν,(πριν γίνουν άξενες) στην τρυφερή, πολύοσμη και ασβεστωμένη ζεστασιά των αυλών των σπιτιών τους, εκεί που ξεκουράζονται από τον κάματο του χρόνου, κάτω από τις κληματαριές, δίπλα στις βουκαμβίλιες. Στις αρωματικές οσμές των λουλουδιών που φυτεύουν μαζί με την απόγνωση της αποτυχημένης ή ευτυχισμένης ζωής τους. Τους κατιφέδες, τα κεράκια, τις γαρουφαλλιές, τις τριανταφυλλιές, τις καμέλιες, τα αγιοδημητριάτικα, τα δεντρολίβανα, που ζέσταιναν τις ζωές τους και τα παρτέρια. Τις ευαίσθητες και λεπτεπίλεπτες γαρδένιες. Στα κάτασπρα πεζούλια της μικρής ανθρώπινης γειτονιάς τους που τα κοσμούν με πήλινες γλάστρες βασιλικού και δυόσμου, τα θυμιατίζουν για να ξορκίσουν τα βάσανα του χάρου. Στα ασπροφορεμένα ξωκλήσια που χτίζουν για να εναποθέσουν με ευλάβεια και σεβασμό τις χαμένες τους ελπίδες και τα διαψευσθέντα της ζωής τους οράματα. Στα κοιμητήρια που με ελεήμονα προσφορά φτιάχνουν για να συνεχίσουν με τους δικούς τους νεκρούς την καταλαγιαστική τους συνομιλία για τα ύστερα της ζωής. Αποζητούν να χουχουλιάσουν εκεί, που η δολοπλόκος Μοίρα της ατομικής τους περιπέτειας συνδέεται με την ιστορική αφήγηση της γενέθλιας Πόλης τους. Αυτής της Πόλεως-Σώμα, που θα τους διδάξει την περιπέτεια της προσωπικής τους αλήθειας. Θα τους οδηγήσει σε ανυποψίαστα καλντερίμια ψυχικών αναζητήσεων. Θα τους ξεπροβοδίσει στο ταξίδι προς το άγνωστο, ασύνειδο, το ανεξερεύνητο του μέσα τους χώρου, στα σκοτεινά μονοπάτια της συνείδησής τους. Εκεί, που οι αφετηριακές μνήμες της ζωής συνοδοιπορούν με το παρελθόν και το παρόν της συλλογικής τους εμπειρίας. Και η ανεπανάληπτη αξόδευτη δύναμη της ζωής συμφύρεται με τον χώρο που η αβεβαιότητα και το τυχαίο καθορίζουν. Η Πόλη που ανακαλύπτουν στο σύντομο της ζωής τους ταξίδι, είναι το σημείο αναφοράς της ατομικής τους αυτοσυνειδησίας του θαυμαστού συμβάντος που λέγεται Ζωή. Της καθενός και κάθε μίας εαυτότητας. Εκεί που ο ρυθμός της ζωής τους θα συνοδοιπορήσει με αυτόν της Πόλης και θα αποκτήσουν τους παλμούς της, θα καταλαγιάσουν τα της ζωής πάθη μέσα της  Πάνω στο σώμα της αντικατοπτρίζεται το παράδοξο και μυστήριο γεγονός της ανθρώπινης ύπαρξης και του όποιου πολιτισμού οικοδομεί.
Η Πόλη είναι αυτή που θα ακινητοποιήσει τις αδιάκοπες εξερευνητικές προσπάθειες του ανθρώπινου όντος και θα τον αναπαύσει από τις διαρκείς οδοιπορίες του. Θα μονιμοποιήσει θεοποιημένα οράματά του. Θα χαλιναγωγήσει τις πανίσχυρες και καταστροφικές του φιλοδοξίες. Θα ερμηνεύσει τις ανιχνευτικές του αμφιβολίες. Θα κηδεμονεύσει τα μικρά πεπραγμένα του βίου του. Η Πόλη θα πειθαρχήσει τα ενθουσιαστικά του όνειρα, θα οργανώσει τις επαναστατικές του οδύνες. Γιατί η Πόλη, εκφράζει την μαγγανεία της αιωνιότητας στον αισθητικό δυναμισμό του παρόντος χρόνου.
     Και αυτή η αέναη οδοιπορία των ανθρώπων συνεχίζεται ατέρμονα μέσα στην ατομική ή συλλογική ιστορία του καθενός μας, μέχρι η Πόλη-Σώμα να γίνει Πόλη-Σήμα. Εκεί που τα γεγονότα του βίου θα αποκτήσουν την σωστή τους διάσταση και ο κλήρος του θανάτου θα τροφοδοτήσει ξανά το προμήνυμα της καινούργιας ζωής. Ένας κλήρος θανάτου απαραίτητος, αναγκαίος, που τον προσφέρει με φόβο και άγχος η τροφοδότρα ανθρώπινη ύπαρξη στην Πόλη. Στην Πόλη που της έδωσε την δυνατότητα να καρπωθεί-έστω και για σύντομο χρονικό διάστημα-το αδούλωτο φύραμα της ζωής.
     Και αυτό το απροσδιόριστο φύραμα της ατομικής μου πορείας οφείλω στον Πειραιά. Το λιμάνι που πραγμάτωσε τα νεανικά μου όνειρα και ξεδίπλωσε τις μύχιες ευχαριστηριακές πτυχές των αδιαμόρφωτων-τότε-προσωπικών μου αισθήσεων. Το λιμάνι που ένιωσε τις ατέλειωτες καθημερινές μου κραυγές εσωτερικής διαμαρτυρίας. Το λιμάνι που μορφοποίησε τις αινιγματικές κάποτε σωματικές εκδηλώσεις μου.
     Η Πόλη του Πειραιά παγίωσε τις ανομοιογενείς θελήσεις μου, οριοθέτησε τις κοινωνικές μου ιδιορρυθμίες, μετέθεσε-επί τα βελτίω-τις επιλογές μου. Ο Πειραιάς-σίγουρα κάποτε-μας πρόσφερε χειροπιαστά αποτελέσματα εμπειριών ζωής. Αντιπροσώπευσε όλους τους δυνατούς εφηβικούς και νεανικούς μετασχηματισμούς μου. Αυξομείωσε τα όρια της κοινωνικοποίησής μου. Ελάττωσε, την-θεμιτή-νεανική αυτάρκειά μου με μόνη την παρουσία του θαλάσσιου στοιχείου του. Η γαλήνια απεραντοσύνη του θαλάσσιου στοιχείου που περικλείει και ζεσταίνει την Πειραϊκή Πόλη, της πρόσφερε κάποτε-τουλάχιστον όταν εγώ ήμουνα έφηβος, στα μέσα της δεκαετίας του 1970-την αρχοντιά της, την ευγένειά της, την μεγαλοσύνη και τον πλούτο της καταγωγής της. Το Είναι της ιστορικής της διαδρομής. Της πρόσφερε πίστη,  της προσέδιδε κύρος και ασφάλεια στους πνευματικούς της ορίζοντες. Αυθεντική αρχοντική κληρονομιά του καθημερινού βίου των κατοίκων της. Την αρμυρή μέθη μιας ζωής γεμάτη κοινωνικότητα.
     Το λιμάνι με την πολύβουη και σφύζουσα ζωή του, η δυσώνυμη περιοχή της Τρούμπας με την πολυχρωμία των εμπειριών της και την μυριόπνοη σωματική ατμόσφαιρα της πελαγίσιας διασποράς των αισθήσεων που απέπνεε, η Καστέλα με τα αστικά νεοκλασικά της και την ασυναγώνιστη θέα προς το Φαληρικό αλίπεδο, το Τουρκολίμανο με τις συντροφικές ταβέρνες και τα εύγεστα θαλασσινά εδέσματά του, με το φως της πανσελήνου να ασημίζει την θάλασσα αλλά και τις στέγες των σπιτιών των περιοίκων. Ο καθησυχαστικός των αισθήσεων λιμενοβραχίονας του όρμου της Ζέας. Η δαντελωτή δυναμική και άγρια επιβολή του χώρου της Πειραϊκής των φουρτουνιασμένων αισθήσεων, τα Μακρά Τείχη με το μέλλον τους στραμμένο προς το ένδοξο παρελθόν της. Η γλυκοτραγουδισμένη Φρεαττύδα με τους ξέμπαρκους ναυτικούς να απολαμβάνουν τον ζεστό καφέ τους στα μικρά καφενεδάκια της και να αφηγούνται ιστορίες θαυμαστές και ένδοξες, να μαθαίνουν στους νεότερους να ξεχωρίζουν την όστρια από τον λεβάντες. Τον Απηλιώτη της ανατολής των ταξιδιωτικών τους εμπειριών. Και εμείς, οι νεότεροι, να διακρίνουμε στα κλεφτά με έκπληξη, το χαραγμένο μπλε κορμί της γοργόνας πάνω στα μπράτσα τους. Η περιοχή της Καλλίπολης με τις φαρδιές κατηφοριές της, και την πολύβουη πλατεία της Πηγάδας. Το Ναυτικό Μουσείο με τα ενδιαφέροντα πάντα ναυτικά του εκθέματα. Το κτηριακό συγκρότημα του Αρχαιολογικού Μουσείου του Πειραιά με τα διαχρονικά αρχαιολογικά του ευρήματα. Ο ακριβώς απέναντι χώρος, που βρίσκονταν το θέατρο και που κάποτε, ζωντάνευε την ιερότητα της ζωής των κατοίκων και κρατούσε τις ρίζες της φυλής ζωντανές. Η φιδίσια διαδρομή που οδηγεί στο Πασαλιμάνι με το νεοκλασικό κτήριο του Γαλλικού Ινστιτούτου (νυν ίδρυμα Λασκαρίδη) που στέκεται σαν άλλος Πειραϊκός βιγλάτορας της αισθητικής των κατοίκων και συναγωνίζεται σε θάμπος και ομορφιά το απέναντι κτήριο στην στροφή της Καστέλας το οικοδόμημα του Τσίλερ. Με το μικρό σπηλαιώδες ζαχαροπλαστείο «Μυροβόλος». Το μοναχικό ρολόι που βρίσκεται στην κορυφή ενός πυργίσκου στην διασταύρωση του κέντρου του Πασαλιμανιού (το περιβόητο αυγό των συναντήσεων), που κάποτε ο ωροδείκτης του έδειχνε το Πειραϊκό όραμα και ο λεπτοδείκτης του το Πειραϊκό όνειρο. Την κεντρική πλατεία Κοραή που βρίσκεται το Δημαρχείο της Πόλης και η πασίγνωστη Ιωνίδειος Σχολή. Εδώ, την λειτουργικότητα του χώρου την κανοναρχεί το αριστοκρατικό και ιστορικό κομψοτέχνημα του Δημοτικού Θεάτρου. Πολιτιστικό επίκεντρο της πνευματικής ζωής του Πειραιά. Αναφορικός προσδιορισμός των καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων και όχι μόνο. Το Δημοτικό Θέατρο μας υπομνηματίζει την ένδοξη και λαμπρή πραγμάτωση των οραματικών ευγενών φιλοδοξιών των παλαιότερων γηγενών και μέτοικων Πειραιωτών. Και η προστατευτική της κεντρικής πλατείας ιστορική του λειτουργικότητα μας υπενθυμίζει τις μεταμορφωτικές προσδοκίες των πρώτων Πειραιωτών οικιστών. Η πόλη του Πειραιά με το Δημοτικό Θέατρο απέκτησε το ιερό αριστοκρατικό κέντρο αναφοράς της. Αίσθηση ανθρώπινης ζεστασιάς προσφέρει επίσης, ο κήπος της Τερψιθέας και αναψυχής ο Τινάνειος. Και η ανάδελφη μνήμη των νεοτέρων αναζητά μοναχικές φωνές της πόλης που θα της μιλήσουν με νοσταλγία για το παλαιό σύμβολό της, το Ρολόι. Το περιλάλητο Ρολόι, που βρίσκονταν στην παραλία,- δεξιά και μπροστά από το παλαιό μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα-και κοσμούσε το πρώτο Δημαρχείο,-ως κορώνα- απέναντι από το σημερινό άγαλμα του Θεμιστοκλή (νυν σιντριβάνι). Η Πειραϊκή ζωή κυλά ασταμάτητα χωρίς φυλετικούς και κοινωνικούς φραγμούς στο παζάρι της πλατείας Ιπποδαμείας παράλληλα με τις γραμμές του Ηλεκτρικού και στην κεντρική αγορά της Πόλης που δεσπόζει έρημος και εγκαταλελειμμένος, απαξιωμένος και γυμνός, ορφανός, ο Πύργος, σαν σβησμένος φάρος παλαιών δημαρχιακών καιρών, καθώς οι ελάχιστοι φιλότεχνοι ανηφορίζουν προσπερνώντας τον μητροπολιτικό ναό της πόλης την Αγία Τριάδα, προς το φημισμένο κτήριο του παλαιού Ταχυδρομείου σημερινή Δημοτική Πινακοθήκη του Δήμου. Αφήνοντας πίσω μας την πλατεία Καραϊσκάκη με τον ένδοξο έφιππο ήρωα του 1821 τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, να ατενίζει προς την πόλη και να μην την αναγνωρίζει πλέον, ενώ πίσω του, το μέγαρο Τυπάλδου δεν αφήνει το βλέμμα να δει το άλλο ρολόι που βρίσκεται στην κορφή του Σιλό, στις δεξαμενές του Βασιλειάδη.
     Οι μυστικές προκλήσεις της ζωής και οι συνακόλουθες προσκλήσεις, οδηγούν στο ερειπωμένο πλινθοκεραμοποιίας εργοστάσιο του Δηλαβέρη στην Λεύκα, αρχή της λεωφόρου Θηβών. Σημερινό Πάρκο του Δήμου, όπου εκεί κοντά, στενά παραπάνω, στην περιοχή Α΄ Καραβά βρίσκεται το σπίτι που μεγάλωσα και άνδρωσα τις Πειραϊκές συναισθηματικές μου επιθυμίες, επιλογικές σωματικές ψηλαφίσεις και συσωρευτικές ευαισθησίες.
     Ο Πειραιάς, υπήρξε για μένα μια αξεδίψαστη δίψα ζωής,-κάποτε-μου πρόσφερε σταγόνες δημιουργικής δροσοσταλιάς νεανικών ονείρων. Οι παλμοί της ζωής του ενώθηκαν με τους σφυγμούς των οραμάτων μου.
Ο Πειραιάς που γνωρίσαμε δεν υπάρχει πια. Όπως και οι άνθρωποί του. Μια άλλη πόλη αντικρίζω σήμερα, που μπορεί να έχει το ίδιο όνομα, να προέρχεται από την ίδια ιστορία, να έχει τις ίδιες ρίζες, όμως όχι, τα πάντα έχουν αλλάξει. Έγινε μια αφιλόξενη κάπως εχθρική, επαρχιακή πόλη που σχεδόν τίποτα δεν θυμίζει την προγενέστερη μαγευτική της αίγλη. Η παλαιά ψηφιδωτή αισθητική εικόνα της ψυχής της χάθηκε. Με κατοίκους αδιάφορους, επιλήσμονες και επιδεικτικά «αγράμματους» για την ιστορία της.
      Πλείστοι συγγραφείς εκτός Πειραϊκού χώρου αποτύπωσαν μέσα στο έργο τους την πόλη μας, τον Πειραιά και τους κατοίκους του. Η σύναξη και η επιλογή αυτών των κειμένων-πεζών και ποιητικών-που άγγιξαν την αναγνωστική μου ευαισθησία, έγινε με σκοπό να μας προτείνει λησμονημένες εικόνες ζωής του παλαιού Πειραιά. Την μαγεία του άλλοτε. Μνήμες και αισθήσεις, οσμές και γεύσεις της Πειραϊκής ζωής που χάθηκαν ανεπιστρεπτί. Εικόνες και στιγμιότυπα βίου που ο συγγραφικός φακός των δημιουργών απεικόνισε όταν επισκέφτηκαν την πόλη μας, ή έζησαν για λίγο σε αυτήν-για επαγγελματικούς ή άλλους λόγους-στην διαδρομή του χρόνου. 
Ο Μ. Καραγάτσης, αναφέρεται στον Πειραιά στο μυθιστόρημά του «το 10»-και σε άλλα του έργα-, 
ο Ιωάννης Κονδυλάκης, στο έργο του «Οι Άθλιοι των Αθηνών». 
Ο συγγραφέας και δοκιμιογράφος Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, στο μυθιστόρημά του «Χαμοζωή»-και σε άλλα του έργα-, 
ο Πέτρος Αφθονιάτης, στους «Μετανάστες» του, 
ο Νίκος Τσιφόρος, στο πολυδιαβασμένο «Τα παιδιά της πιάτσας» μας φωτογραφίζει την τυπολογία μιας ορισμένης Πειραϊκής ομάδας. 
Ο ποιητής του μεσοπολέμου Ναπολέων Λαπαθιώτης, φίλος του πειραιώτη ποιητή Νίκου Χαντζάρα, στο «Τάμα της Ανθούλας» μας δίνει εικόνες της Πειραϊκής ζωής του μεσοπολέμου παλαιών ρεμπετών και άλλων ομάδων. 
Η Έλλη Παπαδημητρίου, στην αφηγηματική της τριλογία «Ο Κοινός Λόγος», 
ο Γιώργος Κιτσόπουλος, στο «Σημείο στο χάρτη του Πολέμου», 
ο πρόωρα χαμένος ποιητής Νίκος Λαδάς, στο πεζό του «Ο Τρομοκράτης», 
ο εξάδερφος του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (που μαθήτευσε για μικρό διάστημα στην Ιωνείδιο Σχολή) Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, στο διήγημά του «Η Χρυσή καδένα», 
ο διηγηματογράφος Κώστας Δ. Χατζηαργύρης, στο έργο του «Η Παληά αυλή». 
Εξαιρετικές εικόνες και ανάπλαση ατμόσφαιρα της πόλης και του εφηβικού κλίματος περιδιάβασής της μας δίνει και ο μυθιστοριογράφος Διονύσης Χαριτόπουλος στα εκδοθέντα τελευταίως βιβλία του, "Πειραιώτες" και "Εκ Πειραιώς"
Άλλοι επίσης συγγραφείς αναφέρονται σε τίτλο του έργου τους στον Πειραιά, όπως ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος στο ποίημά του «Τμήμα Μεταγωγών του Πειραιά», 
ο παλαιός Μιλτιάδης Μαλακάσης, στο πεζό του «Δι’ Ιταλίας εις Πειραιά». 
Ο διηγηματογράφος Γεώργιος Μ.  Βιζυηνός στο τρυφερό, συνταρακτικό του διήγημα, «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως». 
Σποραδικά σε έργα του ο Νίκος Καμπάς.
Ο πεζογράφος Ανδρέας Καρκαβίτσας στο σπονδυλωτό «Τα λόγια της πλώρης», 
ο συγγραφέας Κώστας Ταχτσής, στα διηγήματά του «Τα ρέστα», 
ο Χρήστος Ζαλοκώστας στο «Το Χρονικό της Σκλαβιάς». 
Ο νομπελίστας μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης, στο πασίγνωστο ποίημά του «Με τον τρόπο του Γ. Σ.», από την συλλογή «Τετράδιο Γυμνασμάτων», (από όπου και το σχετικό απόσπασμα του προλόγου μου) και άλλοι πολλοί,-μη Πειραιώτες δημιουργοί-αναφέρονται εκτενέστερα σε περιοχές του, περιγράφοντας με γλαφυρό ύφος την εποχή τους. Ποιητές όπως ο Γιώργος Μαρκόπουλος συνέθεσε ποίημα που αναφέρεται στην πόλη. Υπάρχει ακόμα μια ομάδα δημιουργών που μιλούν στο έργο τους για τον προσφυγικό Πειραιά, όπως η Τατιάνα Σταύρου, στις «Πρώτες ρίζες της», 
η Μέλπω Αξιώτη, στο έργο της «Εικοστός Αιώνας» και αρκετοί άλλοι. 
Η δημοσιογράφος και διηγηματογράφος Λιλίκα Νάκου και η ηθοποιός Σπεράντζα Βρανά μας έχουν δώσει σε γραπτά τους εικόνες και στιγμιότυπα της παλαιάς Τρούμπας και της περιοχής των Βούρλων.
Αξίζει να μνημονευθεί και το θαυμάσιο κείμενο του Εμμανουήλ Ροϊδη, «Εν τω παλαιώ Φαλήρω» καθώς και την περιδιάβαση της πόλης από τον αλεξανδρινό ποιητή Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, (οδός Σωκράτους/πρώην Βασιλέως Κωνσταντίνου νυν Ηρώων Πολυτεχνείου) και την επίσκεψη του ποιητή Ζαν Μωρεάς στο Φάληρο.
Ορισμένοι εκ των συγγραφέων και καλλιτεχνών, έζησαν τα πρώτα τους χρόνια για σύντομο χρονικό διάστημα στην πόλη μας, ή σχετίστηκαν μαζί της όπως π.χ. ο νεαρός φοιτητής της νομικής Νίκος Καζαντζάκης, ο ποιητής Κώστας Βάρναλης ως δάσκαλος, ο κριτικός Τζούλιο Καϊμης, ο θρυλικός Μάριος Βαϊάνος, η ποιήτρια Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, δίδαξε στον Πειραιά, ο ηθοποιός Διονύσης Παπαγιανόπουλος διέμενε (στην οδό Καραϊσκου). Ξεχωριστή η συμβολή του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου, όπου διέμενε και αυτός στην οδό Καραϊσκου. Στην πόλη μας έμεινε και η οικογένεια του πρώην προέδρου της ελληνικής Δημοκρατίας συγγραφέα Κωνσταντίνου Τσάτσου. Στην Καστέλα, περιοχή που γεννήθηκε η χορογράφος Ντόρα Τσάτσου-Συμεωνίδη. Το κατάστημα (Φαρμακείο) της οικογένειας της Μαρίας Κάλλας βρίσκονταν στην περιοχή της Καστέλας. Στην ίδια περιοχή που γεννήθηκε η ηθοποιός Δέσπω Διαμαντίδου.
Γνωστή η φωτογραφία του Γιώργου Σεφέρη στο Πασαλιμάνι να κρατά από το χέρι τον εγγονό του Νίκου Καββαδία και να του δείχνει τον Πειραιά.
Επίσης, ο συγγραφέας Παντελής Πρεβελάκης στο θεατρικό του έργο «Μοναξιά» εικονογραφεί με αδρές πινελιές την ζωή των φτωχών μεροκαματιάρηδων στις πρώτες εργατικές πολυκατοικίες του Πειραιά δεκαετία του 1960. 
Ο Πειραιάς η πόλη μας, το Λιμάνι, απεικονίστηκε από πολλούς ζωγράφους, οι τοποθεσίες του χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον και από τον παλαιό λαϊκό ελληνικό κινηματογράφο, υμνήθηκε δοξαστικά από τον Μελωδό των Ονείρων μας Μάνο Χατζιδάκι, «Τα παιδιά του πειραιά» με την φωνή της Μελίνας Μερκούρη, στιχουργήθηκε από τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη, "Δραπετσώνα" τον στιχουργό Πυθαγόρα και άλλους. 
Και ασφαλώς, αυτός και οι τοποθεσίες του, κατέχουν την κυρίαρχη θέση στην θεματολογία δεκάδων ρεμπέτικων και λαϊκών τραγουδιών.
     Η επιλογή των ανθολογημένων κειμένων της «Ανθρωπογεωγραφικής Πειραιογνωσίας» έγινε με καθαρά προσωπικά κριτήρια, χωρίς επιθυμία αξιολόγησης τους, με την διάκριση όσο ήταν δυνατόν να μην επαναλαμβάνονται οι περιγραφικές τους αποτυπώσεις. Συνειδητά επέλεξα να μην καταφύγω σε παλαιότερα κείμενα που είχαν δημοσιευτεί στον περιοδικό έντυπο τύπο του Πειραιά, ούτε στα πειραϊκά φιλολογικά περιοδικά και στις τοπικές εφημερίδες. Γνωρίζω παραδείγματος χάριν το ωραίο κείμενο του Μίνωα Αργυράκη, και άλλων, παρόλα αυτά δεν το συμπεριέλαβα, γιατί ήδη είναι δημοσιευμένο σε Πειραϊκό Ημερολόγιο. Δεν κατέφυγα στην πρώτη ανθολόγηση για τον Πειραιά του πειραιώτη ποιητή κυρού Στέλιου Γεράνη και δεν επέλεξα κείμενα Πειραιωτών συγγραφέων που είναι, παρότι σκόρπια, πάρα πολλά. Θέλησα πρωτότυπα να χαρτογραφήσω και να καταγράψω μόνο το στίγμα της Πόλης που μας προσφέρουν οι άλλοι, οι μη Πειραιώτες. Το ανέκδοτο κείμενο του ιατρού και φιλόλογου από την Κόρινθο Νίκου Τόμπρα, το οποίο του το ζήτησα, αντιπροσωπεύει για μένα-ανάμεσα στα άλλα δημοσιευμένα κείμενα- προαπελθόντων και μη-τη νοερή γέφυρα ανάμεσα σε όλους εμάς και τους απελθόντες Πειραιώτες.
     Τα κείμενα του μικρού αυτού ανθολογίου μνήμης, Πειραϊκής πολύοσμης ανθοδέσμης, είναι είκοσι τέσσερα και αντιπροσωπεύουν την ηλικία του νεαρού πειραιώτη, συν τρία από την ξαφνική και αναπάντεχη αποδημία του.
     Είθε, το πειραϊκό αυτό νεανικό αγριολούλουδο που κόπηκε νωρίς το νήμα της ζωής του, να λειτουργηθεί έστω και νοερά, με τα κείμενα αυτά, και να γενούν πρόσφορο προσφοράς προς την Πόλη από εμάς και για μας.
Το ανθολόγιο ανοίγει τις σελίδες του με ποίημα της μητέρας του Βασίλη, Ευαγγελίας Σολωμού, που έφυγε και αυτή πρόσφατα. (Πειραιάς 5/12/1947-Πειραιάς 30/7/2018)
Ακολουθούν:
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος: Πρόλογος
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου: Ο ζωγραφικός Πειραιάς
Μάρκος Βαμβακάρης: Χρόνια στον Περαία. Τα κάρβουνα κι η χαμαλίκα
Ηλίας Βενέζης: Τουρκολίμανο
Μανόλης Γιαλουράκης: Πειραιάς
Περικλής Γιαννόπουλος: ….Στραφήτε προς τον Πειραιά
Όθων Μ. Δέφνερ: Πειραιάς
Άρης Δικταίος: Επίνικος 1959
Γιώργος Θεοτοκάς: Φυγή
Μαρία Ιορδανίδου: … Αυτή τη φορά πεντάρα
Γιάννης Καιροφύλλας: "Το ιστορικό Ρολόι στον Πειραιά"
Αντρέας Καραντώνης: Κύκλοι στο Αιγαίο. Α΄ προς Κυκλάδες
Νατάσα Κεσμέτη: Όρμος της Αφροδίτης
Καδιώ Κολύμβα: Ο Πειραιάς
Ναπολέων Λαπαθιώτης: Μόλις ο Νότης ο Αυγουστής
Μιχαήλ Μητσάκης: Το Περιβολάκι
Βασίλης Μοσκόβης: Μόλις ετέλειωνε η δουλειά κάθε βραδιά
Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη: Στο λιμάνι του Πειραιά
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Έν Πειραιεί τη….
Τίμος Μαλάνος: Τα Παιχνίδια μου
Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής: Πειραιεύς
Γεώργιος Σουρής: Ο καρνάβαλος στον Πειραιά
Παναγιώτης Τέτσης: Β΄ Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιώς. Μνήμη Σπύρου Γεωργαντά
Νίκος Τόμπρας: Μετακόμιση στον Πειραιά
Κωστής Χαιρόπουλος: Πειραιά-Βεγγάζη μ’ ένα ψαροκάικο
Διονύσης Χαριτόπουλος: Ακριβή
Διονύσης Γ. Χιώνης: Οι περιοχές και τα στέκια που μαζευόντουσαν και δημιουργούσαν οι Μάγκες
Γιάννης Ψυχάρης: Το Ταξίδι μου. Οικιακά κυνάρια        

Σημειώσεις:
Η Ανθρωπογεωγραφική Πειραιογνωσία, 24 συν 3 κείμενα για το Βασίλη, εκδόσεις «Κιβωτός»-Πειραιάς 2008, επιμέλεια-ανθολόγηση, σχεδιασμός και επιλογή θεματικού υλικού Γιώργος Μπαλούρδος σελίδες 138 κυκλοφόρησε πριν έντεκα χρόνια εκτός εμπορίου για να εξυπηρετήσει συναισθηματικά και φιλικά άλλους σκοπούς. Ήταν ένα δώρο μνημοσύνου που προσφέρθηκε δωρεάν στην τρίτη επέτειο του θανάτου του νεαρού Βασίλη Σολωμού, μοναχογιού της πειραιώτισσας φίλης Ευαγγελίας Σολωμού. Το μικρό αυτό ανθολόγιο-το δεύτερο για την Πόλη του Πειραιά, το πρώτο εκδόθηκε το 1971 από τον κυρό ποιητή και δοκιμιογράφο Στέλιο Γεράνη-εξαντλήθηκε σε ελάχιστες μέρες και οι φίλοι βιβλιοπώλες-οι γονείς του νεαρού αδικοχαμένου Βασίλη ξανατύπωσαν αντίτυπά του. Τα τελευταία χρόνια-παράξενο πως-το εκτός εμπορίου αυτό βιβλίο που φιλοτέχνησα και σχεδίασα βρίσκονταν σε πάγκους βιβλιοπωλείων και πωλείτο. Μην έχοντας ούτε εγώ δεύτερο αντίτυπο, υποχρεώθηκα να το αγοράσω από πλανόδιο μικροπωλητή σε πλατεία του Πειραιά που συνάντησα. Ο προορισμός του ήταν άλλος. Αισθάνθηκα μελαγχολία βλέποντας τους όποιους κόπους μου, να πωλούνται σε δρόμους ή πλατείες της πόλης ή στο γιουσουρούμ και εκτός αυτής. Συνειδητοποίησα τότε, ότι οι καιροί άλλαξαν και ο κόσμος, οι αναγνώστες πειραιώτες και μη, δεν ενδιαφέρεται για τέτοιου είδους συγγραφικές φιλότιμες προσπάθειες παρελθόντων ετών. Αποφάσισα, θεωρώντας πλέον ότι το βιβλίο έκλεισε τον κύκλο του, και είναι αδιάφορο για το πειραϊκό και μη αναγνωστικό κοινό, να μεταφέρω τον Πρόλογο που έγραψα του μικρού αυτού ανθολογίου, που τα κείμενά του ήσαν όσα τα χρόνια του παιδιού που χάθηκε πάνω στον ανθό της νιότης του, συν 3 ακόμα του μνημοσύνου. Συμπληρωματικά, αντιγράφω και τα περιεχόμενα των ανθολογημένων κειμένων που αφορούν ή αναφέρονται στον Πειραιά και τους συγγραφείς τους. Χτένισα το κείμενο και πρόσθεσα ελάχιστες τοπιογραφικές πληροφορίες των σημερινών χρόνων της πειραικής πολιτείας.
Ο Πειραιάς, αναφέρεται σε εκατοντάδες βιβλία ιστορικά, αρχαιολογικά, οδηγούς πόλεων, ναυτιλιακά, ημερολόγια, ατομικών αναμνήσεων, ταξιδιωτικά, θεατρικά, μουσικά, λευκώματα, κλπ., από τον προηγούμενο αιώνα μέχρι των ημερών μας. Αλλά και σε μυθιστορήματα, διηγήματα, νουβέλες, ποιητικές συλλογές. Ποιητές πειραιώτες και μη, έχουν συνθέσει ποιήματα για τον Πειραιά ή του αφιέρωσαν ποιήματά τους. Το ίδιο συναντάμε και στα ρεμπέτικα ή τα λαϊκά τραγούδια. Σε προγενέστερο βιβλίο μου, το «Πειραϊκό Πανόραμα», έχω αποδελτιώσει θεματικά το ζήτημα καθώς και τα πρόσωπα. Γνωρίζω επίσης, όπως πιστεύω και όσοι είναι πειραιολάτρες ή ασχολούνται συστηματικά με τον Πειραιά, αρκετούς ακόμα συγγραφείς που στα βιβλία τους αναφέρονται στην Πόλη μας. Η πρώτη "Πειραϊκή Βιβλιογραφία" που συνέταξα και εκδόθηκε πριν μερικά χρόνια, παρότι σαν μαγιά καλύπτει πάνω από το 80% των κυριότερων βιβλίων και πηγών, χρειάζεται με το πέρασμα του χρόνου συμπλήρωση, μέχρι να φθάσουμε στο σχετικά επιθυμητό αποτέλεσμα μιας ολοκληρωμένης και συστηματικής Βιβλιογραφίας της Πόλης. Η ζωή της πόλης συνεχίζεται όπως και των πειραιωτών. Νέα βιβλία εκδίδονται και κυκλοφορούν, καινούργιοι συγγραφείς συγγράφουν για την Πόλη του Πειραιά και συμπληρώνουν τα βιβλιογραφικά και πληροφορικά κενά. Κάθε γενιά Πειραιωτών και μη συγγραφέων και ερευνητών προσθέτει ακόμα ένα λιθαράκι στην καθόλου Ιστορία της Πόλης.
Σκοπεύω αργά και σταθερά, τώρα που το Ίντερνετ έχει μπει για τα καλά στις ζωές μας, είναι η μεγάλη δεξαμενή πληροφοριών και στοιχείων, ο μοντέρνος τρόπος συγγραφής της Ιστορίας των Ανθρώπων και των Τόπων, να αντιγράψω και από τα άλλα μου μελετήματα που έχουν κυκλοφορήσει, μέρη. Όλα κλείνουν τον κύκλο τους.
Διατήρησα την ονομασία των περιοχών του Πειραιά όπως τις αποκαλούσαμε και τις γνωρίζαμε οι έφηβοι της δικής μου γενιάς. Γνωρίζω και τα άλλα τους τοπωνύμια αλλά, δεν θέλησα να αλλάξω τις πρώτες της πόλεως ονοματολογικές αισθήσεις εξερεύνησης και εμπειριών ζωής. Εξάλλου, κάθε πειραϊκή γενιά από την ίδρυση του Δήμου το 1835 και εδώθε, προσθέτει νέα ονόματα, εμπειρίες και βιώματα, οραματισμούς και όνειρα στην Πόλη.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 2/5/2019             

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου