Η
αβοήθητη μοναξιά του άντρα
Ένα
άγνωστο κείμενο του Γιώργου Χειμωνά
Περιοδικό «ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ» τχ. 104/3-3-2001.
Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ»
«Ποτέ
γυναίκα δεν κατάλαβε έναν άντρα»
ΑΜΛΕΤ
Η φίλη
μου Ρ. έκλεισε τη συζήτηση για έναν κοινό μας φίλο ομοφυλόφιλο και τα αδιέξοδά
του, με το γνωστό οξύ και θρασύ της χιούμορ: «Ευτυχώς που υπάρχουν και οι
ομοφυλόφιλοι. Αν δεν υπήρχαν, εσείς οι άντρες θα περνούσατε έτσι από τη ζωή,
χωρίς να σας έχει αγαπήσει κανένας».
Έφερα στον νου μου πάμπολλες λατρευτικά αφοσιωμένες
αγάπες γυναικών προς άντρες που θα διέψευδαν αμέσως τον, εξεζητημένο άλλωστε,
ισχυρισμό της Ρ. και ταυτόχρονα, ωστόσο, σκέφθηκα τη διαφορετικότητα των
γυναικείων και ανδρικών συναισθημάτων, ιδίως των ερωτικών. Στην ιδανική ερωτική
σχέση της η γυναίκα εξαντλεί όλα τα αιτήματα της δικαίωσής της, ως προσώπου
προπαντός, αλλά και ως ύπαρξης ή, έστω, εξασφαλίζει τον ουσιωδέστερο όρο για να
προχωρήσει απερίσπαστη προς ό,τι θεωρεί επιτυχία για τον δημιουργικό εαυτό της.
Ενώ για τον άντρα, στην αντίστοιχη περίπτωση , περισσεύουν πολλά (και μάλλον τα
σημαντικότερα γι’ αυτόν) τέτοια αιτήματα-που, θα ‘λεγε κανείς, η ερωτική
δικαίωση μοιάζει να τα κάνει ακόμη πιο επιτακτικά. Αυτό σημαίνει ότι η γυναίκα
είναι ικανή, και ώριμη, για την ιδανικότητα της ερωτικής σχέσης, τοποθετώντας
εκεί, με πολλή υγεία κι ακόμα περισσότερη υγιεινή, ολόκληρη τη φυσιολογία της
ανθρώπινης κατάστασης-ο άντρας όμως όχι.
Σημαίνει ακόμα, πέρα από την ολιγάρκεια της πρώτης
και την απληστία του δεύτερου, ότι ο άντρας πάσχει από μια χρόνια, ανεκπλήρωτη
φιλοδοξία ανόρθωσης, που ξεπερνάει κατά πολύ το σκάνδαλο γεγονός της ανόρθωσης
του ανθρώπινου όντος στα δύο του κάτω άκρα, όπου η γυναίκα πιστεύει, και πολύ
σωστά, ότι μ’ αυτό τέλειωσε οριστικά κάθε ιστορία περαιτέρω ανόρθωσης. Και
προφανώς αυτή η φιλοδοξία πρέπει να υπαγορεύεται από μια λειτουργία, αμιγώς αρσενική,
επικράτησης και θριάμβου, η οποία, τουλάχιστον στο επίπεδο των φυσικών
προδιαγραφών του φύλου, λείπει από την γυναίκα σαν περιττή. Ο θρίαμβός της
εξάλλου στη σχέση της είναι με το παραπάνω αρκετός, μια και η γυναίκα πάντα
θριαμβεύει στη σχέση της με τον άντρα’ ο μόνος τρόπος να θριαμβεύσει ο άντρας
είναι να αρνηθεί να μπει σ’ αυτήν. Το γεγονός είναι ότι η γυναίκα είναι σκανδαλωδώς
ευνοημένη από τη φύση. Βρίσκεται πιο κοντά της, την έχει πάντα με το μέρος
της-η φύση συνεχίζεται μέσα της, χρησιμοποιεί το σώμα της για ν’ αναπαραχθεί.
Ας μην το ξεχνάμε: η γυναίκα έχει συγγένεια με το φως το φεγγαριού (που στον
άντρα προκαλεί την επιληψία), με τις παλίρροιες των ωκεανών. Ο άντρας είναι
αφύσικος, τεχνητός. Κατασκευασμένος μέσα σ’ ένα ανοίκειο γυναικείο ικρίωμα, το
σώμα της μητέρας του, κατασκευασμένος ακόμα από εντολές κύρους και εξουσίας,
«ανδρισμού» και αντοχής, τις οποίες, στη διάρκεια της σύντομης ζωής του, είναι
καταναγκασμένος πειθήνια και καθημερινά να εκτελεί. Κι ας μην επικαλεστεί
κανείς τις κοινότοπες ιστορικοκοινωνικές αιτιότητες-ασφαλώς ισχύουν, αλλά
βασίζονται στους δεδομένους, βιολογικούς χαρακτήρες του φύλου του.
Αποκλεισμένος από το άλλο ανθρώπινο σώμα,
μη έχοντας ποτέ καμιά ενσυνείδητη συγκοινωνία αίματος με το άλλο σώμα, όπως
έχει η γυναίκα με το κύημά της-ούτε καν έξοδο αίματος, όπως εκείνη, παρά μονάχα
όταν το σώμα του εκτεθεί στη βία, έχει ένα σώμα μοναχικό κι
αδιαπέραστο-κλειστό, δηλαδή απειλημένο. Που δεν ανοίγει ποτέ, ούτε κατά την
ερωτική του δράση, οπότε κλείνει ακόμη περισσότερο και το κάθε σώμα αποχωρεί,
αποσύρεται στην πιο απόλυτη δική του σιωπή, που είναι η ηδονή. Αντίθετα, το
σώμα της γυναίκας, προτού κι αυτό απουσιάσει από την ερωτική ένωση, είναι ένα
σώμα πάντα ανοιχτό-ο υπέροχος αυτός κάλυκας που είναι φτιαγμένος για να
υποδέχεται και για να περιβάλλει.
Κι αφού η γυναίκα τον άντρα μονάχα να τον αγαπάει
μπορεί και τίποτε άλλο, θα κάνω εγώ, ένας άντρας, το εγκώμιο γι’ αυτό το
αυτοδημιούργητο θαύμα που είναι ο άντρας. Χαριστικά θα βάλω πρώτα στη σειρά τη
συμβολή της γυναίκας, που σίγουρα βοηθάει να συντελεσθεί, κυρίως με το
ανεκτίμητο (και κατ’ εξοχήν γυναικείο) χάρισμά της, που είναι ο αλάθητος
ρεαλισμός της. Χωρίς αυτόν ο άντρας θα παράπαιε, ακόμα θα περιπλανιόταν, θα
είχε χαθεί μέσα σε ομίχλες των επικών του φαντασιώσεων-ένα χάρισμα που η
γυναίκα, αν το θελήσει, μπορεί να το μεταποιήσει σε θαυμάσιο ανδροκτόνο εργαλείο-αν
θελήσει να υπονομεύσει, χρησιμοποιώντας το, όλες τις ευσυγκίνητες μυθολογίες,
που χάρη σ’ αυτές και αποκλειστικά μ’ αυτές ο άντρας επιβιώνει. Χειρώνακτας του
πολιτισμού αλλά και εγκέφαλός του, έκτισε από την αρχή τον κόσμο με μέτρο τον
άνθρωπο. Κι αν αυτός ο κόσμος φαίνεται να είναι ανδροπρεπής, εκεί που
χρειάζεται να γίνει θηλυκός, πολύ τελειότερα απ’ ό,τι θα τον έπλαθε η ίδια η
γυναίκα: χάρη στον άντρα η τέχνη κατοικήθηκε από εξαίσιες (αν και ανύπαρκτες)
γυναίκες και πήραν γυναικείο όνομα οι πιο αυστηρές εξουσίες της ζωής-ενώ
κράτησε για τον εαυτό του τον δυστυχισμένο ρόλο του ηττημένου, δηλαδή αυτός
επωμίστηκε με αυταπάρνηση τη μεταφυσική μοίρα της ήττας που βαραίνει το
ανθρώπινο γένος. Δεν δέχθηκε χαρμόσυνους αγγέλους όπως η Θεοτόκος, δεν έπεσε σε
ερωτική έκσταση όπως η Αγία Θηρεσία’ ταπεινά κι αγόγγυστα υπηρέτησε τη θητεία
του στο τάγμα του Θεού. Δεν είχε μεγαλομανιακές ακουστικές ψευδαισθήσεις όπως η
Ιωάννα της Λορραίνης-ανώνυμος αφανίσθηκε σε ατέλειωτους και άδικους πολέμους
(και καμιά δεν είχε σημασία ότι ο ίδιος τους ξεκίνησε), εξοντώθηκε σε ισόβιες
δουλειές. Ανιδιοτελής, αθώος αλλά ευφυής, εύπιστος με τη θέλησή του-εύθραυστος
και χωρίς-σε αντίθεση με τη γυναίκα-να επιζεί του θρυμματισμού του ασκημένος
από ένστικτο να επινοεί τεχνάσματα του κυνηγιού για την τροφή της ομάδας, να
αγρυπνάει για τους κινδύνους από γεννήσεως ανυπεράσπιστος, γιατί η φύση του
πήρε πίσω όλα τα όπλα του, έμεινε πάντα πολεμιστής, άοπλος και με χίλιους
τρόμους γενναίος. Εκπνευμάτωσε τη φυσική του ρώμη και την έκανε δύναμη, κυρίως
τόλμη, μυαλού και κραδασμό ιδεών. Αυτός είδε τα όνειρα όταν ήρθαν οι μεγάλες
νύχτες-κι όλα αυτά από το τίποτα, χωρίς ουσιαστική βοήθεια από κανέναν. Έχοντάς
τα όλα αντίξοα, και πιο πολύ αντίξοη τη γυναίκα που τον αγάπησε.
Και λυπηθείτε τον, με την πιο ευγενικιά, την πιο τρυφερή
λύπη, γι’ αυτή την απέραντη, την ως το τέλος αβοήθητη μοναξιά του. Δείτε τον,
παραμερίζοντας τις αγορίστικες κομπορρημοσύνες του, τα απελπισμένα χάδια της
μάνας του- παραμερίστε τα όλα: τα αφηρημένα αγγίγματα της γυναίκας του, τα
αρπαχτικά και φιλημένα χεράκια των παιδιών του και δείτε τον σε όλη του την
ανέχεια. Και μη του μιλάτε, αφήστε τον να σωπαίνει όταν σωπαίνει. Και αν
αρχίσει να κλαίει ξαφνικά, ποτέ μην το ρωτήσετε γιατί.
ΥΓ: Το άγνωστο αυτό κείμενο του
Γιώργου Χειμωνά, που απαντά σε όσους θα σπεύσουν στις 8 Μαρτίου να γιορτάσουν
την «Ημέρα της Γυναίκας», έδωσε στη μνήμη του στα ΠΡΟΣΩΠΑ ο Γιώργος Βέλτσος.
Είχε
κυκλοφορήσει σε περιορισμένα αντίτυπα εκτός εμπορίου, από το «Άλεκτο» του Γ.
Καρτελιά.
--
Ο
Ιατρός Γιώργος Χειμωνάς
Του
Θανάση Τζαβάρα,
εφημερίδα
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» 5/3/2000
Δεν ήταν ψυχαναλυτής, δεν ήταν τυπικός
νευροψυχολόγος ήταν ο μεγάλος κλινικός και ο σπουδαίος λογοτέχνης
Συναντηθήκαμε, με τον Γιώργο Χειμωνά το 1964, στους διαδρόμους του
Ευαγγελισμού, τότε που ο παλατιανός πρόεδρος του ιδρύματος Θωμάς Δοξιάδης
κυνηγούσε τους γιατρούς να μην καπνίζουν στους διαδρόμους του νοσοκομείου.
Ήτανε τότε ειδικευμένος νευρολόγος και το χαϊδεμένο παιδί του καθηγητή Σπύρου
Σκαρπαλέζου. Ξανασυναντηθήκαμε στις πλατφόρμες του Gare de Lyon, ένα πρωί του
Σεπτεμβρίου 1965, στο Παρίσι που μας έβρισκε και τους δυό να φτάνουνε από
διαφορετικούς δρόμους αλλά και με κοινό στόχο. Είχα ήδη διαβάσει τον υπέροχο
Πεισίστρατο και γνώριζα, χωρίς να το ξέρω όμως, πως η μοίρα με είχε διορίσει
συνοδοιπόρο ενός σημαντικού άνδρα.
Συχνάζαμε
στο ίδιο ιστορικό νοσοκομείο της Σαλπετριέρ, αλλά ο Γιώργος με επίκεντρο τα
νευροψυχολογικά του ενδιαφέροντα, βρισκότανε συστηματικά στα νευροψυχολογικά
εργαστήρια της κλινικής του καθηγητή Φρανσουά Λερμίτ, σημαντικό τότε κέντρο για
τη μελέτη της αφασίας. Από τη θητεία του αυτή θα προκύψει μια θαυμάσια
διατριβή Συνείδηση, Λόγος και Αφασία
(1966), γραμμένη σε θαυμάσια γαλλικά που θάμπωσαν τους Γάλλους που άφησαν
άφωνους εμάς τους υπόλοιπους Έλληνες. Με αυτό το πρώτο πόνημα για το Λόγο και
την Αφασία, ο συγγραφέας του Πεισίστρατου άρχισε το παρθενικό του πλου προς
αυτό που χρόνο με το χρόνο θα τον οδηγήσει στο Μεγάλο Λόγο.
Το αίνιγμα της ψύχωσης
Τον επόμενο χρόνο θα συναντήσουμε την Ψυχιατρική στο
Νοσοκομείο Σεντ Αν, με άμεσο καθοδηγητή μας το γιατρό Σαμουέλ –Λαζενές στην
κλινική του καθηγητή Ντελέ.
Σε αυτό
τον πολυφωνικό περίγυρο θα εκτεθούμε στο αίνιγμα της ψύχωσης, την
ψυχοφαρμακολογία και τις ποικίλες εκδοχές της ψυχανάλυσης. Εδώ ασκεί το
ψυχιατρικό του ταλέντο και ο χειμαρρώδης Ανρί Ε, που θα επηρεάσει τον Χειμωνά
στις βασικές θεωρητικές εκλεκτικές του συγγένειες: Ενρί Μπερξόν και Χιούγκλιν
Τζάκσον. Όταν θα φύγει από το Παρίσι, έπειτα από αυτό το δημιουργικό 1966-1967,
θα κουβαλάει μαζί του τον υπέροχο Ο γιατρός Ινεότης και το υλικό για τις δύο
διατριβές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η στοματογλωσσοπροσωπική απραξία
(διδακτορικό-1970) και Ο αυτοματο-εκούσιος διχασμός (υφηγεσία-1984).
Ο
ταλαντούχος συγγραφέας και ο φιλόδοξος νευρο-ψυχίατρος Γιώργος Χειμωνάς θα
διαμορφώσει την προσωπική του Θεωρία της
Νευροψυχολογίας κατά τη διάρκεια αυτής της πρώτης θητείας του στο Παρίσι στο
σταυροδρόμι της Φιλοσοφίας, της Ψύχωσης, της Αφασίας και της γλωσσομάθειας. Η
πρώτη διατύπωση μιας συνολικής τοποθέτησης του Χειμωνά στο πεδίο της Αφασίας
είναι το, δυστυχώς άγνωστο σε πολλούς, βιβλίο του Αφασία και Λόγος
(Κοβάνης-1970). Στα επόμενα δεκαπέντε χρόνια, παράλληλα με τη λογοτεχνική του
δραστηριότητα, ο Γιώργος Χειμωνάς θα δράσει ως νευροψυχολόγος στη νευρολογική
κλινική του πανεπιστημιακού νοσοκομείου Αιγινήτειο, προσπαθώντας εκ των ενόντων
να δημιουργήσει κάποιο σχετικό εργαστήριο και να μελετήσει συστηματικά Έλληνες
αφασικούς. Οι εγγενείς δυσκολίες στο πανεπιστήμιο, αλλά και η προσωπική
δυσθυμία του για την αυστηρά οργανωμένη επιστημονική έρευνα, θα δώσει φτωχά
τυπικά νευροψυχολογικά αποτελέσματα.
Μια
δεύτερη βραχύτερη, θητεία στο Παρίσι το 1976, θα του επιτρέψει να προσθέσει
καινούργια δεδομένα στη θεωρία του (Σπείρα, Νοέμβριος 1978). Το σύνολο των
κειμένων του Χειμωνά που αναφέρονται στη Γλώσσα και το Λόγο θα δημοσιευθούν υπό
μορφή μαθημάτων «Εξι μαθήματα για το Λόγο, Ύψιλον, 1985, ο Χρόνος και το
Σύμβολο. Έβδομο μάθημα για το Λόγο, Ράππας 1985 και Η δύσθυμη αναγέννηση .
Όγδοο μάθημα για τον Λόγο, Ύψιλον, 1987). Η σειρά αυτή των χαριτωμένων και
σημαντικών αυτών κειμένων θα κλείσει με τη συμβολή του Γιώργου στο συλλογικό
τόμο Κείμενα νευρο-Ψυχολογίας (Σύγχρονα Θέματα, 1987). Σε αυτό το βιβλίο
υπάρχει μία πρωτοτυπία: δημοσιεύσαμε αυτούσιο το νευρολογικής έμπνευσης διήγημα
του Χειμωνά. Το σύνδρομο Balint
και το θεωρητικό του
κείμενο Ο τρόπος της Νευροψυχολογίας και ο τρόπος του εγκεφάλου, που
εμφανίζεται σε φωτοαντιγραφική μορφή της ιδιόχειρης γραφής του Γιώργου.
Και ζωγράφος
Γιατί
αυτό που ίσως δεν είναι αρκετά γνωστό είναι το γεγονός ότι ο Γιώργος Χειμωνάς
ήταν και εξαίρετος ζωγράφος και λεπτεπίλεπτος σκιτσογράφος. Τα βιβλία για τον
Λόγο που προαναφέραμε κοσμούνται, όταν χρειαζόταν, από τα διδακτικά σκίτσα του,
καλλιγραφούσε ο ίδιος τα χειρόγραφα των κειμένων του, προσέφερε δε τη
σκιτσογραφική του δεινότητα σε όποιον για διδακτικούς ή ερευνητικούς λόγους τον
χρειαζόταν. (Μία από τις πιο γνωστές προσωπικές μου εργασίες στηρίχθηκε σε
θαυμάσια σκίτσα του Γιώργου). Αυτή η πρόσθετη καλλιτεχνική ευαισθησία του
Χειμωνά του επέτρεπε να μεταμορφώνει τα πιο ανούσια δωμάτια ξενοδοχείων ή να
καθιστά σχεδόν μνημειακό τον χώρο επαγγελματικής εγκατάστασης του νευρολόγου
–ψυχιάτρου Γιώργου Χειμωνά.
Γιατί ο
Χειμωνάς άσκησε τη νευροψυχιατρική επί σειρά ετών στις παρυφές του Λυκαβηττού.
Άσκησε με τη γοητευτική του προσωπικότητα, μια καλοπροαίρετη κλινική του κοινού
νου, στηριγμένη στη σαγήνη της γλώσσας και του λόγου. Προσπαθούσε να σαγηνεύσει
τη νόσο, να τιθασεύσει την παθολογία μέσα σε αυτό το ιατρείο-μαυσωλείο που τα
πάντα αποπνέανε την εμπιστοσύνη στον χαρισματικό θεραπευτή. Πολλοί νόμιζαν πως
είναι ψυχαναλυτής και μάλιστα λακανικός, γιατί συνόδευσε φιλικά την πρώτη
απόπειρα μετάφρασης στα ελληνικά ενός σεμιναρίου του Λακάν.
Ο
Γιώργος Χειμωνάς δεν ήταν ψυχαναλυτής, όπως ο ίδιος δεν χώραγε σε μια τέτοια
πειθαρχία, όπως άλλωστε δεν ήταν τυπικός νευροψυχολόγος. Τα περί τον Λόγο έργα
του θα τα μελετάμε με θαυμασμό μπροστά στον Μεγάλο Λόγο, τα κλινικά του έργα θα
τα μνημονεύουμε όχι επειδή ήταν καλός θεραπευτής αλλά επειδή ήταν ένας Μεγάλος
Κλινικός.
Όταν ο
Γιώργος έφυγε τότε από το Παρίσι, κουβάλησε εκείνο τον Ντοκτέρ Λαζενές-τον
ιατρό Ινεότης, τώρα που φεύγει καταχείμωνα ο Ιατρός Γιώργος Χειμωνάς μένουμε
μόνο με τον Ντοκτέρ Ιβέρ…
* Ο κύριος Θανάσης Τζαβάρας είναι
ψυχίατρος-ψυχαναλυτής, καθηγητής στο Τμήμα ΜΙΘΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Εφημερίδα «Η Καθημερινή» 5/3/2000
--
Ο
πραγματικός Χειμωνάς
Του
Κώστα Γεωργουσόπουλου,
Εφημερίδα «ΤΑ
ΝΕΑ» Σαββατοκύριακο 23-24 Φεβρουαρίου 2002, σελ. 4/26
Είναι
καταλυτικός κάθε φορά ο τρόπος με τον οποίον γίνεται η πρόσληψη ενός έργου ή
ενός συγκεκριμένου πνευματικού ανθρώπου
Σκέπτομαι
τώρα ότι από την αρχαιότητα έρχεται ο μύθος για τον «Σκοτεινό» Ηράκλειτο, Ο
Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει το ανέκδοτο ότι ο Σωκράτης συντήρησε αυτόν τον
«μύθο», όταν, αφού διάβασε τα χειρόγραφα που του ενεχείρισε ο Ευριπίδης με το
«Περί Φύσεως» σύγγραμμα του Εφέσιου σοφού, διατύπωσε τη γνώμη πως είναι
καταπληκτικά όσα κατάλαβε από τα διανοήματα του Ηράκλειτου, αλλά υποπτευόταν
πως ήταν καταπληκτικότερα όσα δεν κατάλαβε και χρειάζονταν «Δήλιο κολυμβητή».
Τόσα, δηλαδή, δύσκολα περάσματα είχε η τρικυμιώδη θάλασσα της φιλοσοφίας του,
ώστε χρειαζόταν επιτήδειος και τολμηρός κολυμβητής για να φθάσει απέναντι, στο
πέρας, ακτή.
Ανάλογη
μοίρα έχουν πάμπολλοι μεγάλοι διανοητές, επιστήμονες και κυρίως ποιητές. Για
τον Ηράκλειτο η μοίρα επεφύλαξε αιώνες μια σπαραγμένη αποσπασματικότητα, που
ενέτεινε την τάχα μου σκοτεινότητά του. Και ονόμαζαν σκοτεινότητα την πυκνότητα
της γραφής του, τον προφητικό του τόνο, τις έντονες και υπερφυείς εικόνες και
την παιγνιώδη λεξιμαγεία του.
Στην Ελλάδα η πρόσληψη του Γιώργου
Χειμωνά είχε μιαν ανάλογη τύχη. Από τα πρώτα γραπτά του, τον πρωτόλειο
«Πεισίστρατο» η κριτική τον υποδέχτηκε χωρίς βέβαια επιφυλάξεις ως πειραματιστή
κατ’ αρχάς και πρωτοποριακό λογοτέχνη, αλλά του προσήψε συνάμα και τη σφραγίδα
του δυσπρόσιτου, του αινιγματώδους, του λαβυρινθώδους, του σκοτεινού, του
συμβολιστή και του οικοδόμου αλληγοριών.
Πρόκειται, και θα το πω ευθέως και προκλητικά, για κλασική περίπτωση
αποπροσανατολισμού, σχεδιασμένης εξαπάτησης του κοινού και πιθανόν φθονερού και
προγραμματισμένου λογοτεχνικού εγκλήματος. Ο Χειμωνάς, κατ’ αρχάς, δεν μπέρδεψε
ποτέ την λογοτεχνία με την επιστήμη του. Γινόταν κάθε φορά έξω φρενών, όταν
κάποιοι που υπερηρώδιζαν τον Ηρώδη ανακάλυπταν ή ανίχνευαν τάχα στα γραπτά του
ψυχαναλυτικές ή ψυχιατρικές θεωρήσεις. Εξάλλου, ο ίδιος διακήρυττε την πίστη
του στη νεκρολογία και οι επιστημονικές του πραγματείες πολώνονταν γύρω από τη
νευροφυσιολογία και την παραγωγή και την παθολογία του Λόγου. Αν ήξεραν κάποιοι
πόσο χλευαστικά μιλούσε για την αλαζονεία της ψυχανάλυσης και με πόση ειρωνεία
αντιμετώπιζε τις μεθόδους της.
Ο Χειμωνάς έγινε πεζογράφος πριν γίνει
γιατρός και ο νεανικός του «Πεισίστρατος» γράφτηκε ακόμη όταν ήταν μαθητής
Γυμνασίου. Η καταγωγή της πεζογραφίας ή αν θέλετε της αφηγηματικής ποιητικής
του Χειμωνά έχει δύο κυρίως πηγές. Κατ΄ αρχάς, τις λαϊκές αφηγήσεις και στην
ωριμότητα τα προσωκρατικά αποσπάσματα κυρίως του Ηράκλειτου και του Εμπεδοκλή,
αν και στον τρόπο που ταυτίζει στο έργο του το Νόημα, τη Λέξη και το Είναι
θαρρείς πασχίζει κάθε φορά να κάνει χειροπιαστή την παρμενίδεια ταυτότητα.
«Ταυτόν εστί νοείν τε και είναι».
Ο κόσμος στη σκέψη και στη ζωή του Χειμωνά
δεν νοείται εκτός της γραφής. Εν αρχή ην η γραφή ως απομνημείωση του λέγειν.
Η πρώτη, η αρχαία σημασία του Λέγω σημαίνει αθροίζω, συλ-λέγω, οργανώνω, δομώ.
Αυτή τη σημασία είχε, και στον Ηράκλειτο είναι ό,τι σταθερό εγγυάται την αέναη
ροή, τη μετάπτωση του καθετί στο αντίθετό του, η αιώνια αλλαγή. Λόγος είναι ο
σπόρος από τον οποίον φυτρώνει το στάχυ της ποικιλίας, της πολλότητας, η
πανσπερμία του των φαινομένων.
Ο
Χειμωνάς ακούμπησε μέχρι την τελευταία γραμμή που χάραξε (και εύχομαι αυτή η
τελευταία γραμμή να είναι η χαμένη «Γερτρούδη» του, όταν βρεθεί) στον λαϊκό
θυμόσοφο, πυκνό, λιτό, εικονοποιό λόγο.
Όλοι όσοι
του κόλλησαν την ετικέτα του δύσκολου και του απρόσιτου, που χρειάζεται τάχα
τον ειδικό αποκρυπτογράφο για να γίνει κατανοητός, έχουν βουλιάξει μέσα στις
αερολογίες των δυτικών λογοτεχνικών πειραματισμών και αγνοούν γιατί, βεβαίως,
μισούν τα συναξάρια, τις παραδόσεις, τα μαγικά παραμύθια, τις ενθυμήσεις των
καλογέρων, τις αφηγήσεις των προσφύγων, τα ξόρκια, τα αινίγματα, τις παροιμίες
του λαού μας, αλλά συνάμα και τον παιδικό λήρο και τα παραμιλητά των
ετοιμοθάνατων. Η γραφή του Χειμωνά έχει το ήθος της λαϊκής θυμοσοφίας και
βέβαια ακολουθεί τον ρυθμό της προφορικής ομιλίας των γερόντων της Μακεδονικής
γης. Αν μάλιστα ζητήσει κανείς λογοτεχνικές αναφορές, ο νους του πάει στον
Παπουλάκο, στον Κόντογλου της «Καταβύθισης» και του «Πέδρο Κάζας», στον «Μηνά
το Ρέμπελο» του Μπαστιά, στα αθηναϊκά διηγήματα του Παπαδιαμάντη και χωρίς
αμφιβολία στη «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Σολωμού. Κανείς ως τώρα δεν μελέτησε
την ιδιότυπη στίξη των τυπωμένων αλλά και των χειρογράφων του Χειμωνά. Η στίξη
του δεν έχει σχέση με τη σημειογραφία του σχολικού εγχειριδίου Γραμματικής.
Είναι μια παρασημαντική για να διευκολύνει και να καθοδηγήσει τον αναγνώστη που
θα θελήσει (αν το αντιληφθεί) να εκφωνήσει τον λόγο του. Τα κόμματα και οι
τελείες του δεν έχουν σχέση με το νόημα, αλλά με την ανάσα. Είναι περίπου σαν
σημάδια μουσικής παύσης. Γι’ αυτό και πάντοτε ορθώνει τις δευτερεύουσες
προτάσεις, γιατί στον προφορικό λόγο τίποτε δεν πλαγιάζει. ΗΗ πεζογραφία του
Χειμωνά είναι η αποθέωση των ουσιαστικών και η κύρωση του ρηματικού λόγου.
Υπάρχει ένας περίεργος, λαϊκός, θα τολμούσα να πω Νομιναλισμός στο έργο του.
Υψώνει το όνομα στην περιωπή της αυτόνομης, αυθύπαρκτης οντότητας. Ο Χειμωνάς
αφηγείται πυκνά, αλλά με σαφήνεια, απλώς ακολουθεί ότι τη ροή της γραπτής
νομολογίας, αλλά τον συνειρμικό λόγο με τις παλινδρομήσεις, τα ανεπίδοτα, τις
νοηματικές ή τις λεκτικές εμμονές, όπως οι παραμυθάδες, οι ραψωδοί και οι
ονειροπαρμένοι.
Τώρα που
άρχισαν να επανεκδίδονται στον «Καστανιώτη» τα εξαντλημένα έργα του (ήδη
κυκλοφορούν «Η εκδρομή», το «Μυθιστόρημα» και «Ο Γιατρός Ινεότης»- μαζί και το
«Ένατο μάθημα για τον λόγο»-μια έξοχη δημόσια ερμηνεία της λογοτεχνίας του),
ξαναγυρίστε σ’ αυτόν τον χαρισματικό αφηγητή, τον ποιητή υπερφυών εικόνων (που
θυμίζουν τα τερατεία του Αισχύλου), χωρίς τις προκαταλήψεις με τις οποίες τον
έχουν φορτώσει και φορτίσει οι τελώνες της λογοτεχνίας μας, που βάζουν
ταξινομικές ταμπέλες χαρακτηρίζοντας, ένα έργο καμωμένο να τέρψει τον
καθημερινό κοινό αναγνώστη, ως προϊόν για λίγους και εκλεκτούς. Τόσο που άρχισα
κάποτε να πιστεύω πως κάποιοι κατασκεύασαν ένα απαγορευτικό τείχος εκκινώντας
από φθόνο μήπως και φανερωθεί ξανά και κλέψει την καρδιά του απλού αναγνώστη
ένας αφοπλιστικά λαϊκός ποιητής, όπως ο Ιωάννης της Αποκάλυψης, ο Μακρυγιάννης
των «Απομνημονευμάτων» και ο Πεντζίκης του «Πεθαμένος και η Ανάσταση».
Κώστας Γεωργουσόπουλος, εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ»
Σαββατοκύριακο 23-24 Φεβρουαρίου 2002, σελ.4/26. Στην σελίδα «ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ/ΙΔΕΕΣ»
--
Σφραγισμένος
Του Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη, εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» της
Κυριακής 11/3/2001, σελ. Α/62
Πέρασε
κιόλας ένας χρόνος (και κάποιες μέρες) αφότου ο Γιώργος Χειμωνάς σφράγισε, όπως
σφράγισε, τα μάτια του στο Παρίσι’ αφήνοντας σε δικούς και φίλους σπαραγμό για
τον αλλόκοτο χαμό του, που συμπαρέσυρε στον αφανισμό και όλα τα χαρτιά του.
Ανάμεσά τους και το αφήγημα «Γερτρούδη», που ο ίδιος, όσο ξέρω, το φαντάστηκε
σαν κορυφή και σαν χαράδρα της ζωής και της γραφής του. Κάποιοι βολικά
μιλούν για βιβλίο-φάντασμα’ αλλά οι
κοντινοί του Γιώργου ξέρουν πως η «Γερτρούδη» είχε γραφεί, έστω γραφόταν, αφού
είχαν ακούσει να τους διαβάζει ο ίδιος κάποιες σελίδες της. Τι έγινε στο μεταξύ
το χειρόγραφο, ένας θεός το ξέρει. Όπως κι αν έχει το πράγμα, μαζί με το Γιώργο
Χειμωνά, χάθηκε και η «Γερτρούδη», με τρόπο μάλιστα που ο διπλός αυτός χαμός θα
μπορούσε να γίνει μυθιστόρημα-αν ζούσε ακόμη, θα το έγραφε ο ίδιος ο Χειμωνάς.
Το λέω
αυτό, γιατί ο Γιώργος έπαιζε μια ζωή με τον θάνατο: έβαζε ενέχυρο σ’ αυτό το
παιχνίδι τη ζωή του, για να κερδίσει ένα γραφτό, κάθε φορά το τελευταίο. Σαν
τον ιππότη στην «Έβδομη Σφραγίδα» του Μπέργκμαν, φορώντας πάντα μαύρα,
περήφανος κι ωραίος. Έτσι τον είδα κι εγώ την τελευταία φορά έξω από το σπίτι
του: μετά την οδυνηρή καλοκαιρινή περιπέτεια του νοσοκομείου, γερό, όσο ποτέ,
ξανανιωμένο’ σάμπως να ετοίμαζε το σώμα του για την τελευταία θυσία, και το
ήθελε ακέραιο.
ΑΝ ΔΕΝ φοβόμουνα τη λέξη, θα έλεγα τον Γιώργο
Χειμωνά μεγαλομανή’ εννοώντας την αξεχώριστη σύνθεση ενός αθώου μεγαλείου και
μας βασανιστικής μανίας, στοιχεία που αποτυπώθηκαν ευθέως στα πρωτότυπα
λογοτεχνικά του κείμενα και κάπως λοξά στις μεταφράσεις του.
Αυτή
πάντως η μεγαλειώδης μανία του λόγου του Χειμωνά σκανδάλισε, και σκανδαλίζει
ακόμη, τη λογοτεχνική μας αγορά’ όχι
μόνο γιατί είναι τόσο σπάνια στα γράμματά μας, αλλά γιατί προπάντων ελέγχεται,
στην ουσία και στον τύπο της, απλή. Απλή ως γραφή, απλή ως νόημα, απλή ως
χειρονομία αλληλεγγύης προς τον αναγνώστη. Παρά ταύτα η απλότητα του Χειμωνά
μπέρδεψε πολλούς, που την αναποδογύρισαν σε δυσκολία και επιτήδευση.
Έτσι
προέκυψε, κατά τη γνώμη μου, η πρώτη παρεξήγηση για τα κείμενα του Χειμωνά: πώς
είναι τάχα στη σύλληψη και στη γραφή τους μεγαλόστομες αλληγορίες. Η προσωπική
μου όμως αίσθηση είναι πως λίγοι συγγραφείς, δικοί μας και ξένοι, στοχάστηκαν
και έγραψαν τόσο κυριολεκτικά, όσο ο Χειμωνάς. Μόνο που εδώ πρόκειται για
κυριολεξία που βυθίζεται πρώτα στο χώμα του λόγου, σκορπίζεται μετά στον αέρα
του, αναμετριέται τέλος με το κενό, στήνοντας ένα δικό της, και δικό μας,
ικρίωμα.
Το ζήτημα
είναι να συμφωνήσουμε για το νόημα της λογοτεχνικής κυριολεξίας, ξεπερνώντας τα
στερεότυπα της ρητορικής. Αναρωτιέμαι: είναι αλληγορίες τα μυθιστορήματα και οι
νουβέλες του Κάφκα; Είναι αλληγορίες τα πεζά κείμενα και τα θεατρικά του
Μπέκετ; Ή μήπως πρόκειται για το ακριβώς αντίθετο; Για ένα είδος οριακής
κυριολεξίας, που κάνει το αφηρημένο συγκεκριμένο και το συγκεκριμένο αφηρημένο,
την εικόνα πράγμα και το πράγμα εικόνα, το μικροσκοπικό μακροσκοπικό, και
αντιστρόφως’ όπως συμβαίνει κάποτε με τον χρόνο, όταν μας κοιτάζει κατάματα και
ειρωνικά, αλλάζοντας τη βεβαιότητά μας σε απορία ή και απόγνωση.
Η άλλη
παρεξήγηση θέλει τον Χειμωνά αριστοκράτη και τη γραφή του ελιτίστικη. Ωστόσο ο
Γιώργος Χειμωνάς είναι, κατά την αίσθησή μου, βαθύτατα λαϊκός συγγραφέας’
φτάνει να προσέξει κάποιος και να εκτιμήσει σωστά την παρατακτική του γλώσσα
και την προσωπογραφία των κειμένων του, αρχίζοντας από τα κύρια ονόματα. Αλλά
και εδώ ισχύει το μπέρδεμα ανάμεσα στο λαϊκό και στο λαϊκίστικο-πάλι ο νους μου
πηγαίνει στον Κάφκα και στον Μπέκετ.
Πέρασε
κιόλιας ένας χρόνος (και κάποιες μέρες) που ο Γιώργος Χειμωνάς βρέθηκε ξαφνικά
κι αλλόκοτα στην άλλη όχθη’ αφήνοντας τη σχεδία του να αντιστέκεται στο ρεύμα
του ποταμού, προτού εκβάλει στην ανεξάντλητη θάλασσα- για να θυμηθούμε τον
Αισχύλο, και τον Σεφέρη που τον μετέγραψε.
Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Το Βήμα της Κυριακής
11/3/2001, σελ.Α/62.
--
Σημειώσεις:
-Το άγνωστο (μέχρι τότε) κείμενο του πεζογράφου
Γιώργου Χειμωνά, δημοσιεύεται στην σελίδα του περιοδικού «Πρόσωπα» της
εφημερίδας «Τα Νέα» με τίτλο «Επιφυλλίδες». Στην πίσω σελίδα η Χάρη Ποντίδα
παρουσιάζει το έργο του συγγραφέα Φίλιππου Μανδηλαρά.
-Στην επόμενη σελίδα της εφημερίδας «Η Καθημερινή»
του άρθρου του ψυχιάτρου- ψυχαναλυτή καθηγητή Θανάση Τζαβάρα, δημοσιεύεται
εκτενές κείμενο για την έκθεση που διοργανώθηκε στο Μουσείο Τέχνης της Βόννης,
στην Γερμανία, αποχαιρετώντας τον αιώνα που έφυγε 4/6/2000 (καταληκτική
ημερομηνία). Η παγκοσμίου εμβέλειας Έκθεση, κόστισε 1,2 δις δραχμές…. Και την
φωτογραφία έργου του Martin
Walde,
1999, “Αυτοί ή δεμένοι», εγκατάσταση.
-Στην προηγούμενη σελίδα του κειμένου του φιλόλογου,
ποιητή, μεταφραστή και θεατρικού κριτικού κυρίου Κώστα Γεωργουσόπουλου,
δημοσιεύεται το δημοσίευμα- ανταπόκριση της γνωστής μας κυρίας Μικέλας
Χαρτουλάρη, σελ.25/3, «Η Αμερική ανακαλύπτει τον Καβάφη». Με την ευκαιρία της Έκθεσης
εικαστικής και σχεδιαστικής εργασίας με θέμα τον Αλεξανδρινό ποιητή από τον
άγγλο ζωγράφο Ντέιβιντ Χόκνεϊ, 13 σκίτσα, στην Αμερικάνικη Ήπειρο. Στον χώρο
της «Πανεπιστημιακής Πινακοθήκης» του Μίσιγκαν. Όπου από το 2001 ιδρύθηκε η
τέταρτη μόνιμη έδρα Νεοελληνικών Σπουδών στις ΗΠΑ, που φέρει το όνομα «Έδρα
Καβάφη». Την έδρα κατέχει ο φιλόλογος και μελετητής («ένας φιλόλογος με
μεταμοντέρνα ματιά…») κύριος Βασίλης Λαμπρόπουλος.
Εύστοχος και χρήσιμος ο συσχετισμός του Κώστα
Γεωργουσόπουλου με κλασικά έργα της παράδοσής μας. όπως τα έργα του μικρασιάτη
και αγιογράφου κυρ Φώτη Κόντογλου, αλλά και του χριστιανού Νίκου Γαβριήλ
Πεντζίκη και την παραληρηματική γλώσσα του, που εκείνος είχε φτιάξει. Χωρεί
αμφισβήτηση ο απλοϊκός ποιητικός λόγος του Γιάννη Ρίτσου; Η μέχρι την τελευταία
της λεπτομέρεια σχεδιαστική «πεποιημένη» γραφή του Οδυσσέα Ελύτη είναι
αριστοκρατική; Ο ποιητικός λόγος του Τάκη Παπατσώνη δεν έχει σημεία και
βαδίσματα διαφορετικών γλωσσικών διαμετρημάτων; Η περίπτωση του Νίκου Καρούζου;
Για να μην μιλήσουμε για τους σουρεαλιστές.
Συνήθως μάλλον σε αυτήν την χώρα και στην
λογοτεχνική μας επικράτεια, οι πιο παρεξηγημένοι είναι και οι πλέον αυθεντικοί,
ή κάνω λάθος; Αλλά ο θάνατος της Γραφής, δεν ταυτίζεται και με τον θάνατο των
σχολίων και ερμηνειών της.
-Το άρθρο του κυρού καθηγητή Δημήτρη Μαρωνίτη,
«Σφραγισμένος», δημοσιεύτηκε στην στήλη «ΑΠΟΛΙΤΙΣΤΑ ΜΟΝΟΤΟΝΙΚΑ» που διατηρούσε
στην έγκριτη πρωινή εφημερίδα «Το Βήμα» στο Κυριακάτικο φύλλο της, και στην
σελίδα «ΝΕΕΣ ΕΠΟΧΕΣ», σελ.Α/62. Ακριβώς δίπλα, ο στενός συνεργάτης του βήματος
κυρός πειραιώτης συγγραφέας, μεταφραστής, εκδότης, αρθρογράφος γνωστός μας
Μάριος Πλωρίτης, στις «ΘΕΣΕΙΣ» του, δημοσιεύει το άρθρο «Ο ανίατος «ασθενής»».
Που αναφέρεται στην γείτονα χώρα Τουρκία. Στην προηγούμενη σελίδα των «ΝΕΩΝ
ΕΠΟΧΩΝ», σ. Α 60-61 του Κυριακάτικου Βήματος της 11/3/2001, στο (σαλόνι)
δημοσιεύεται μια ενδιαφέρουσα ανάλυση για τους ελληνοπερσικούς πολέμους. Η Μάχη
του Μαραθώνα.
Το κείμενο του κυρού καθηγητή Δημήτρη Μαρωνίτη, καλό
είναι μεταξύ άλλων, να συσχετιστεί και διαβαστεί μαζί με το βιβλίο του Δ. Ν.
Μαρωνίτης, «Η ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ» ΑΦΗΡΗΜΕΝΟ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ. ΔΥΟ
ΟΜΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑ ΕΠΙΜΕΤΡΟ. Εκδόσεις «ΛΩΤΟΣ» 1/Δεκέμβρης 1986, σελίδες 84. Ο
«ισχνός αυτός τόμος είναι πρίν απ’ όλα δείγμα αμηχανίας.» όπως αρχινά το
προλογικό σημείωμά του Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, που είναι αφιερωμένος στον Κωστή
Σκαλιόρα, περιέχει δύο ομιλίες που δόθηκαν τον Φεβρουάριο του 1986 στην
Εταιρεία Σπουδών Μωραϊτη καθώς και δύο σημειώματα που δημοσιεύτηκαν στην
εφημερίδα «Η Καθημερινή» και ένα στο «Βήμα».
Αντιγράφοντας τα κείμενα αυτά που δημοσιεύτηκαν στις ως άνω εφημερίδες
παλαιότερα, και έχοντας μεταξύ άλλων δημοσιευμάτων για τον Γιώργο Χειμωνά υπόψη
μου το κείμενο-επιστολές, του συγγραφέα, εικαστικού και μεταφραστή κυρίου
Αλέξανδρου Ίσαρη, «Έχω μια θανάσιμη αρρώστια, τη σιωπή», που δημοσιεύτηκε στο
ένθετο «ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ» της εφημερίδας «Τα Νέα» τχ. 72/22-7-2000, σελ. 90-91, στην
ΕΠΙΣΤΟΛΟΓΡΑΦΙΑ, (δημοσιεύονται δύο επιστολές του στενού φίλου και συνεργάτη του
Αλέξανδρου Ίσαρη, πεζογράφου Γιώργου Χειμωνά, «Γράμματα από τον Γιώργο Χειμωνά»
9/7/1973), θέλησα να δώσω μια γενική εικόνα του προσώπου Γιώργος Χειμωνάς και
της συγγραφικής του παρουσίας. Ένα γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε το
φαινόμενο Γιώργος Χειμωνάς, που, μαζί με το διαφωτιστικό κείμενο του κυρίου
Κώστα Γεωργουσόπουλου, μας φανερώνουν εν συντομία, τις θετικές και αρνητικές
κριτικές αντιδράσεις απέναντι στην ανάγνωση και πρόσληψη του έργου του. Αν
προσμετρήσουμε και αυτό του Γιώργου Βέλτσου, ίσως έχουμε μια δημοσιογραφική
επαρκή εικόνα του. Δεν μετέφερα κριτικές για τις μεταφράσεις του. Τόσο το
κείμενο του ίδιου του Γιώργου Χειμωνά «Η αβοήθητη μοναξιά του άντρα», που είναι
ένα από τα πλέον εμβριθή και ουσιαστικά κείμενα ανάλυσης για τέτοιας υφής
ζητήματα που αφορούν την αντρική οπτική ματιά σε σχέση με την γυναικεία και
τους φυσικούς «ρόλους» τους-είναι ένας υμνητικός έπαινος της κυριαρχίας και
φυσικής της παντοδυναμίας-είναι κατά την μικρή αναγνωστική μου επάρκεια από τα
καλύτερα και σημαντικότερα άρθρα που έχουν δημοσιευτεί από έλληνα ή ελληνίδα
συγγραφέα. Παραδείγματος χάριν, ας διαβάσουμε το κείμενο του Γιώργου Χειμωνά
και ας φέρουμε στον νου μας, αντίστοιχα επαναστατικά άρθρα υπέρ της γυναικείας
χειραφέτησης της πεζογράφου Λιλής Ζωγράφου. Ας δούμε την διαφορά ύφους, τρόπου
προσέγγισης και τον «διχαστικό» συνήθως κατά τον αντρών λόγο της Λιλής
Ζωγράφου, στην επιθυμία της να απελευθερώσει το γυναικείο φύλο. Αυτό, δεν μειώνει
την αξία των πεζογραφημάτων και των κειμένων της Λιλής Ζωγράφου, απλά το
αναφέρω σαν ενδεικτικό παράδειγμα δύο φωνών της ίδιας πάνω κάτω εποχής του
προηγούμενου ελληνικού αιώνα, που είναι κυρίαρχες στις συνειδήσεις και τις
προτιμήσεις των ελλήνων αναγνωστών. Εξ άλλου, η εισαγωγή που γράφει στην
επανέκδοση των «ΑΠΑΝΤΩΝ» της παλαιάς ποιήτριας του Μεσοπολέμου Μαρίας
Πολυδούρη, η Λιλή Ζωγράφου, μας δείχνει και τους σκοπούς και τους οραματισμούς
της αγαπημένης πεζογράφου Λιλής Ζωγράφου.
Και ελάχιστα ακόμα, όσον αφορά τις επικρίσεις του
έργου του για αριστοκρατικές αλληγορίες και άλλα τινά. Όσοι έχουν διαβάσει τα
«Οράματα και Θάματα» του στρατηγού Μακρυγιάννη, θα θυμούνται τι έγραφε ο ήρωας
στρατηγός, δηλαδή, στο πως συμπεριφέρονταν στους υποτακτικούς του. Αλλά και
ακόμα, ότι δεν είναι μάλλον υπερβολή ένα ανθρώπινο σώμα να κάνει πάνω από 3000
αν θυμάμαι καλά μετάνοιες; Η μέση θα είχε σπάσει και οι αρθρώσεις θα είχαν
καταστραφεί του στρατηγού. Θέλω να πω, όπως ορθά γράφει και ο κύριος
Γεωργουσόπουλος, τα συναξάρια και οι λαϊκές αφηγήσεις περιέχουν το στοιχείο της
υπερβολής, όπως και τα Δημοτικά μας Τραγούδια. Τα λαϊκά αναγνώσματα και οι
αφηγήσεις είναι «συνταγμένες» με βάση τον προφορικό λόγο, την ατομική αναπνοή
της πρότασης, την γλωσσική ανάσα του αφηγητή. Δέστε τα λαϊκά αναγνώσματα του
Μαρκίδη και άλλων. Διαβάστε τα απομνημονεύματα του Μάρκου Βαμβακάρη και τι
γλώσσα χρησιμοποιεί. Τα έργα του Νίκου Καζαντζάκη δεν είναι εξίσου φορτωμένα με
λέξεις που χρειαζόμαστε λεξικό για να τις ερμηνεύσουμε; Μήπως όμως, οι άγγλοι
αναγνώστες, διαβάζουν στα ελισαβετιανά τα μεγαλοφυή έργα του Ουϊλλιαμ Σαίξπηρ;
Οι αρχαίοι θεατρόφιλοι αθηναίοι, καταλάβαιναν τον κρυπτικό λόγο του Ηράκλειτου;
Ενδεικτικές ελάχιστες
πληροφορίες για τον Γιώργο Χειμωνά, για όσους στις μέρες μας αναγνώστες
θελήσουν να ξαναπλησιάσουν πρωτίστως το πεζογραφικό του έργο ή νεότερους να
προσπαθήσουν να το γνωρίσουν. Ο ρόλος της Λογοτεχνίας και της Τέχνης
γενικότερα, κατά την κρίση μου, δεν είναι να βρίσκεται μέσα στα περισπούδαστα
και αξιόλογα φυσικά πανεπιστημιακά σπουδαστήρια, στις διάφορες ιδιωτικές
γκαλερί ή αραχνιασμένα μουσεία, αλλά να είναι όσο το δυνατόν κοντά στον κόσμο
(δεν αναφέρω λαό), να είναι συντροφιά και «στήριγμα» σε αυτούς που δεν είναι
μόνο φιλότεχνοι αλλά, καλαίσθητοι. Και, ακόμα, η Τέχνη, έχει την δική της
πολιτική και επαναστατική δυναμική, και αυτό το πάντα σχεδόν πρωτοποριακό της
πνεύμα, δεν είναι και τόσο δύσκολο να εμφυσηθεί στους ανθρώπους. Από τα
πρωτόγονα σχέδια πάνω στους βράχους της Ισπανικής χερσονήσου έως το
μητροπολιτικό κέντρο της Νέας Υόρκης και από τους λαϊκούς ζωγράφους όπως ο
Θεόφιλος έως το Μέγαρο Μουσικής, και από τα έργα του Τάκη ως το Πολιτιστικό
Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος κοινή η γραμμή πολιτισμού του ανθρώπινου όντος. Η Εικόνα
είναι ο λόγος και ο Λόγος είναι η Εικόνα. Τα διαχρονικά ίχνη της ανθρώπινης
παρουσίας και παρέμβασης πάνω στο φυσικό περιβάλλον.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή13 έως 16/5/2019
Πειραιάς. 16/5/2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου