Παρασκευή 31 Μαΐου 2019

Ευάγγελος Λεμπέσης, De Imbecillitate


          DE IMBECILLITATE

Ευάγγελος Λεμπέσης. Πρόκειται για φυσιογνωμία μαχητή. Που δεν αναλώθηκε για την κοινωνική δικαιοσύνη και την ισότητα, κατά τα  πρότυπα του των Ουμανιστών δασκάλων, οι οποίοι συνήθως, οδηγούνται στο δρόμο του σοσιαλισμού, αλλά αντίθετα, αγωνίστηκε για να αποδείξη πώς (σύμφωνα με τις ιδέες του) την κοινωνία διέπει η Ανισότητα. Την θεωρεί βασική κι αναγκαία για την ζωή και την κοινωνική πρόοδο.
Ο Ευάγγελος Λεμπέσης ήταν γεννημένος αντιρρησίας, που συχνά κατέφευγε στο λίβελλο, ανεβάζοντάς τον, όμως, στο επίπεδο εκείνο που αποτελεί (τουλάχιστον στα ξένα πρότυπα), είδος ξεχωριστό της Λογοτεχνίας. Ήταν κύτταρο ρωμέϊκο και ακριβέστερα αρβανίτικο, που το καυχιόταν…..
                    Γιάννης Γουδέλης
«Ο απολογητής της Ανισότητας» σελ.87,88

Ευάγγελος Λεμπέσης
Η τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών στο σύγχρονο βίο
Μελέτη Κοινωνιολογική και Ψυχολογική
Μεταγλώττιση και ένα κείμενο γραμμένο από τον Θωμά Γκόρπα
Εκδόσεις Σπηλιώτη 1990 σελίδες 80 δραχμές 728 διαστάσεις 12Χ17,5
     Ο Ευάγγελος Λεμπέσης υπήρξε από τους πρωτοπόρους της κοινωνιολογίας στη χώρα μας. Πνεύμα πρωτότυπο, χαρακτήρας απόλυτος, συχνά βίαιος αλλά πάντα δίκαιος. Συνείδηση ευρωπαϊκή. Ο Λεμπέσης είχε την τόλμη, εδώ και εξήντα χρόνια, με διαλεκτικά επιχειρήματα, να δείξει το αδιέξοδο του υπαρκτού σοσιαλισμού και να υποδείξει τρόπους διάσωσης της δημοκρατίας που κόστιζαν όπως η αξιοκρατία. Ο λόγος του σήμερα, αποκτάει δραματικές προφητικές διαστάσεις. Ο Ευάγγελος Λεμπέσης υπήρξε προάγγελος της συναίνεσης, ένας Αριστερός της Δεξιάς.
     Αυτά τα λίγα μεστά λόγια γράφονται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου που έχω στα χέρια μου του Ευάγγελου Λεμπέση. Τον έλληνα αυτόν κοινωνιολόγο του μεσοπολέμου του προηγούμενου αιώνα, η δική μου γενιά, γενιά του 1980, τον ξαναανακάλυψε ή ίσως και τον κατανόησε θα γράφαμε ορθότερα, από τα περιβόητα μονόστηλα που διατηρούσε ο κυρός δάσκαλος του ελληνικού και παγκόσμιου κινηματογράφου και αναλυτής της ιστορίας, συνεπής μαρξιστής αρθρογράφος, ερμηνευτής και σχολιαστής της επικαιρότητας στην ημερήσια δημοκρατική εφημερίδα το «ΕΘΝΟΣ» κυρός Βασίλης Ραφαηλίδης. Ο Βασίλης Ραφαηλίδης, όχι μόνο επανέφερε στην αναγνωστική επιφάνεια το «πολύκροτο δοκίμιο» του Ευάγγελου Λεμπέση «Η ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΚΩΝ ΕΝ ΤΩ ΣΥΓΧΡΟΝΩ ΒΙΩ», που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην «Εφημερίς των Νομικών»-μηνιαία δικαστική εφημερίς-διευθυντής υπεύθυνος Νικόλαος Π. Θηβαίος, έτος Η αριθμός 9 Σεπτέμβριος 1941 αλλά, και σχολίαζε επαινετικά ο ακραιφνής αυτός έλληνας μαρξιστής, άθεος και υλιστής, (σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα και γραφόμενά του) πολιτικός σατιρολόγος και «είρων» αρθρογράφος και πεπαιδευμένος δημοσιογράφος, το δοκίμιο ενός συντηρητικού και δεξιού διανοούμενου κοινωνιολόγου και συγγραφέα του μεσοπολέμου. Του Ευάγγελου Λεμπέση. Ενός διανοούμενου που παρά την γερμανοτραφή πανεπιστημιακή του παιδεία, στάθηκε ενάντια τόσο στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου όσο και στους γερμανούς εισβολείς στην χώρα μας. Στον τόμο του Δημήτρη Τσάκωνα,"ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ" εκδόσεις Κάκτος 1988, σελ.376-383 που αφορούν τον Λεμπέση, δίνονται ενδεικτικά αποσπάσματα για την αντίθεση του έλληνα κοινωνιολόγου ενάντια στον πανγερμανισμό. Ήταν τόσο αφοπλιστικά θετικός και καταλυτικός ο λόγος του Βασίλη Ραφαηλίδη υπέρ του παλαιού αυτού κοινωνιολόγου του μεσοπολέμου, που, και να ήθελες να αγνοήσεις τον λόγο του Λεμπέση και την συγγραφική του παρουσία, δεν γινόταν, αν ήθελες να ερμηνεύσεις τις πολιτικές και κοινωνικές παθογένειες, την φαυλοκρατία του πολιτικού συστήματος της εποχής σου και ίσως και της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας του προηγούμενου αιώνα. Το οξύ κριτικό βλέμμα του, δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνείας ή αντιεπιστημονικής ανάλυσης. Αναφέρομαι στα αναγνωστικά πεπραγμένα της δικής μου γενιάς, αυτής που ανδρώθηκε και ενηλικιώθηκε πολιτικά και κοινωνικά μετά την μεταπολίτευση του 1974 και την τελευταία επτάχρονη δικτατορία στην πατρίδα μας. Μια γενιά που φιλοδόξησε να ανοίξει τα φτερά της εποπτείας της μάλλον υπέρμετρα, και ίσως, είχε το άδοξο τέλος του αρχαίου Ίκαρου. Ίσως.
     Η περιρρέουσα κοινωνική και πνευματική ατμόσφαιρα και το πολιτικό κλίμα των δεκαετιών 1970-1980 και 1980-1990, ήταν κυρίως και πρωτίστως μαρξιστικά ή αριστερά μπολιασμένη και σηματοδοτημένη. Οι δεκαετίες αυτές στην χώρα μας, ήσαν για να χρησιμοποιήσω έναν κοινόχρηστο πλέον και φθαρμένο πολιτικό όρο, κουμουνιστικά στις διάφορες αποχρώσεις τροφοδοτούμενες και καθοδηγούμενες. Η ηττημένη αριστερή και κομμουνιστική παράταξη του εμφυλίου στην πατρίδα μας και οι διωκόμενοι θυσιασθέντες οπαδοί της, οι χιλιάδες φυλακισμένοι και εξόριστοι, εκτοπισμένοι και κυνηγημένοι άνθρωποί της, τα έντυπά της και τα περιοδικά της, (πολιτικού περιεχομένου ή λογοτεχνικού) μέσα προβολής και προπαγάνδας της πολιτικής της ιδεολογίας και οραματικών της στόχων-επιδιώξεων, οι πολιτικοί και κοινωνικοί μηχανισμοί της και οι αντίστοιχοι εργασιακοί μέσα στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας-και αυτό ήταν ιστορικά θεμιτό και επακόλουθο στον σύγχρονο μεταπολεμικό κόσμο μας (του διπολισμού)-ήρθαν στην επιφάνεια δυναμικά και κυρίαρχα μετά την νομιμοποίηση του ΚΚΕ από τον γηραιό συντηρητικό ευρωπαίο-έλληνα και διορατικό πολιτικό Κωνσταντίνο Καραμανλή και την πρώτη μεταπολιτευτική συμμαχική κυβέρνησή του. 
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος, κατόρθωσε αναίμακτα να μεταβιβάσει την χώρα από ένα στυγνό δικτατορικό καθεστώς-που ευθύνεται και για την Κυπριακή τραγωδία-σε μια ισχνή στην αρχή αν θέλετε, αστική δημοκρατία. Έλυσε πολιτικά τεχνηέντως ακόμα και για το ίδιο του το κόμμα που ίδρυσε το Πολιτειακό, και υλοποίησε τον προδικτατορικό του οραματισμό για την Ελλάδα, δηλαδή, την ισότιμη ένταξή μας στην τότε ΕΟΚ. Αργά και σταθερά η χώρα μας και με αρκετές παλινδρομήσεις φυσικά και αγκυλώσεις, άρχισε να βαδίζει πάνω στα ιστορικά και πολιτικά ίχνη των δυτικοευρωπαϊκών κρατών και των συμμάχων τους και να εφαρμόζει μια φιλελεύθερη και ανοιχτή κοινωνικά πολιτική και κοινοβουλευτική διακυβέρνηση. Η κατά κάποιον τρόπο, δεύτερη μεταπολίτευση, αυτή της ανόδου του σοσιαλιστικού κινήματος του Ανδρέα Παπανδρέου στην κυβερνητική εξουσία τον Οκτώβριο του 1981, συνέχισε και διεύρυνε το γενικό πλαίσιο εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής των κυβερνήσεων της νέας δημοκρατίας που είχε ιδρύσει ο επονομαζόμενος εθνάρχης. Ο έλληνας «αριστοκράτης» πολιτικός που πολιτικό του πρότυπο ήταν ο γάλλος πρόεδρος στρατηγός Σαρλ Ντε Γκώλ και η ευρωπαϊκή γαλλική πολιτική του. «Στέγνωσα την ψυχή μου για την πολιτική» συνήθιζε να λέει ο Σερραίος ηγέτης. Αυτός ο σχετικά απόμακρος από τα μεγάλα πλήθη έλληνας κυβερνήτης, ακόμα και από αυτά που τον υποστήριζαν και τον λάτρευαν. Σε αντίθεση με τον πολιτικό του αντίπαλο, επίσης διαμορφωτή της σύγχρονης Ελλάδας πατρινό πολιτικό, τον λαοφιλή και σε ορισμένες πολιτικές περιστάσεις «λαοπλάνο» Ανδρέα. Τον φιλολαϊκό ηγέτη Ανδρέα Παπανδρέου που σαν χαρακτήρας ήταν μάλλον χύμα, αλλά φοβερά ευγενής, που εκπαραθύρωνε τους κυβερνητικούς του συνεργάτες ακόμα και μέσα από τα αεροπλάνα. Του πατριώτη σοσιαλιστή ηγέτη που κανάκευσε τις εθνικές μας κοινωνικές και πολιτικές παθογένειες. Πρόσφατα κυκλοφόρησε σε δεύτερη έκδοση το βιβλίο με τις προσωπικές αναμνήσεις του παλαίμαχου δημοσιογράφου και διευθυντή του "Οικονομικού Ταχυδρόμου" κυρίου Γιάννη Μαρίνου, "ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ-ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ-ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΦΛΩΡΑΚΗΣ" Εκμυστηρεύσεις τριών μεγάλων, εκδόσεις Πατάκη 2018 με πρόλογο του Πάνου Δημαρά. Στο βιβλίο σκιαγραφούνται οι τρείς αυτές σημαντικές ελληνικές πολιτικές προσωπικότητες της ιστορικής ελληνικής σκηνής του προηγούμενου αιώνα και, ο σύγχρονος νεότερος έλληνας έχει την δυνατότητα να δει τα πολιτικά αυτά πρόσωπα, τους διαμορφωτές της σύγχρονης ελλάδας μέσα από τις προσωπικές εκμυστηρεύσεις του δημοσιογράφου και πάντα πραγματιστή και ρεαλιστή "οικονομολόγου" Γιάννη Μαρίνου. Καλογραμμένο βιβλίο, με ορισμένες ενστάσεις να έχει ο αναγνώστης σε σημεία σκιαγράφησης του πορτραίτου του Ανδρέα Παπανδρέου. Και, επανερχόμενος.
Τις δύο αυτές δεκαετίες, οι δημόσιοι θεσμοί του ελληνικού κράτους εκσυγχρονίστηκαν-σε αποτελεσματικότητα και ποιότητα, ανανεώθηκαν-από τις κυβερνήσεις των δύο αυτών προσωποπαγών κατά κάποιον τρόπο μεταπολιτευτικών κομματικών και κυβερνητικών σχηματισμών. Των δύο κυρίαρχων μεγάλων πολιτικών κομμάτων που συνεχιστές των επέζησαν μέχρι των ημερών μας. Οι δύο μεγάλες πολιτικές αυτές οικογένειες, διαμόρφωσαν την πολιτική μοίρα της συγχρόνου Ελλάδος. Φυσικά, τις διαχρονικές παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος, τις κομματικές αγκυλώσεις, την ρουσφετολογία, την δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία, και εκτός δημοσίου τομέα, την κομματοκρατία, τον πολιτικαντισμό, τις πολιτικές αυταρχικές στρατηγικές της νικήτριας παράταξης, την λαφυραγώγηση του κράτους από τα κόμματα, τον παρατεταμένο ιστορικά ωχαδερφισμό ημών των ελλήνων, τον κομματισμό, τον κοινοβουλευτικό παρασιτισμό, το κανάκεμα των εγωπαθών κοινωνικών συνηθειών μας και συμπεριφορών μας, από τους εκάστοτε διαχρονικά πολιτικούς, το ρουσφέτη, (θυμάστε τον πειραιώτη ηθοποιό Αυδή. "ετελείωσε, ετελείωσε") τον διαχρονικό εγωτισμό μας σαν Έλληνες, την ψευτοκουτσαβάκικη πολιτική και κοινωνική πρακτική μας, την έλλειψη αξιοκρατίας, την άρνηση συνεργασίας με τους άλλους, και άλλες ιστορικές μας παραδοσιακές φαυλότητες που έχουμε σαν λαός, σαν φυλή, σαν ράτσα, δεν  κατόρθωσε να τις εξαλείψει η παλαιά κομματοκρατία και ηγετική οικογενειοκρατία των προδικτατορικών χρόνων που επανήλθε στην εξουσία μετά την μεταπολίτευση. Σίγουρα έγιναν προσπάθειες να περιοριστούν, αλλά, η σημερινή μας πτώχευση, αποδεικνύει και την σκοτεινή πλευρά της ελληνικής πολιτικής σκηνής της μεταπολίτευσης. Οι ηγεσίες και τα κυβερνητικά κόμματα εξουσίας μπορεί να αλλάζουν, στις αστικές ή μικροαστικές δημοκρατίες αλλά, οι παραδοσιακές (μας) κοινωνικές και πολιτικές νοοτροπίες ενός λαού και μάλιστα βαλκάνιου, ψηφοφόρων παθογένειες και ιδιοτέλειες, δεν αλλάζουν ως δια μαγείας. Χρειάζεται χρόνος και τεράστια υπομονή και επιμονή-πολιτικές αντοχές από τους όποιους κυβερνώντες και πολιτικοί μακροχρόνοι σχεδιασμοί, και κυρίως, κάθετος και οριζόντιος σεβασμός στους θεσμούς της Πολιτείας. Πρώτα από τους πολιτικούς κυβερνήτες και τα κομματικά τους επιτελεία, τους πολιτικούς όλου του ιδεολογικού φάσματος και παράλληλα, από εμάς τους ψηφοφόρους πολίτες. Από τον ασθενέστερο οικονομικά έως τον ισχυρότερο έλληνα και ελληνίδα.
     Από την άλλη ιδεολογική και πολιτική πλευρά, την «ηγεμονία» κατά κάποιον τρόπο της αντίστασης του κοινωνικού σώματος, της πολιτικής σκέψης, της πνευματικής καθοδήγησης και του προσανατολισμού του γενικού καλλιτεχνικού σχεδιασμού, μάλλον, πέρασε στα χέρια της ηττημένης στον εμφύλιο αριστερής και κομμουνιστικής πλευράς. Δεν «επεβίωνες» αγωνιστικά και καλλιτεχνικά, αν δεν ήσουν αριστερός, κομμουνιστής, ή δεν ανήκες και στις άλλες μικρότερου πολιτικού βεληνεκούς ομάδες προερχόμενες από την μαρξιστική δεξαμενή, ή δεν είχες την δημόσια υποστήριξη από τα έντυπά τους, τις εφημερίδες που άνηκαν στον λεγόμενο προοδευτικό χώρο, τον δημόσιο δημοσιογραφικό λόγο τους. Παλαιότερα, στα πριν την επτάχρονη δικτατορία χρόνια, λέγονταν ότι τα δύο μεγάλα εκδοτικά δημοσιογραφικά συγκροτήματα (Λαμπράκη, Βλάχου) ανεβοκατέβαζαν κυβερνήσεις. Στα μεταπολιτευτικά χρόνια οι διάφορες αριστερές «μειοψηφίες» διαμόρφωναν συνειδήσεις και επιβράβευαν μόνο τους «δικούς μας». Επικρατούσε μια μονοχρωμία απόψεων και ανάλυσης των συμβάντων και πεπραγμένων της πολιτικής ζωής μας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα είδος και μορφής «νέου ιδεολογικού και κοινωνικού «διχασμού», μιας σύγχρονης κάθετης διαχωριστικής γραμμής». Από την μία οι δικοί μας, οι προοδευτικοί, οι αγωνιστές, οι αντιστασιακοί, οι μπροστάρηδες, οι «πεφωτισμένοι» οι ευρωπαϊστές, και από την άλλη, οι οπισθοδρομικοί, οι συντηρητικοί, οι σκοταδιστές, οι οπαδοί του άκρατου φιλελευθερισμού και δυτικού καπιταλισμού, τα σταγονίδια της δικτατορίας, οι αντικομουνιστές, οι κομμουνιστοφάγοι, όλοι όσοι βδελύσσονται κάθε τι, πέρα από το μπλε χρώμα και πολιτική εθνική-κρατική κυβερνητική ιδεολογία. Αυτή η παρατεταμένη πολιτική και κοινωνική νοοτροπία του πολιτικού μας συστήματος και ημών των πολιτών, είχε σαν φυσικό επακόλουθο να κρατήσει ανοιχτές τις κάνουλες του ελληνικού αίματος και τραύματος, του φρονήματος εντεύθεν κακείθεν του εμφύλιου σπαραγμού των επιζώντων και των επιγόνων τους. Δηλαδή, δεν κατόρθωσε έγκαιρα ή δεν θέλησε το πολιτικό σύστημα της χώρας μας, νικητών και ηττημένων-εξαιτίας και της δικτατορίας-να κλείσει τις πληγές του εμφύλιου ελληνικού σπαραγμού. Ο διχασμός ήταν τεράστιος και πολλές φορές επικίνδυνος για όποιον τολμούσε να αρθρώσει διαφορετικό καταλαγιαστικό πολιτικό λόγο και να αποπειραθεί να εφαρμόσει μια διαφορετική κοινωνική, καλλιτεχνική πολιτική. Έλληνες οπλαρχηγοί και αγωνιστές-πολιτικοί και ψηφοφόροι, πνευματικοί καθοδηγητές έτοιμοι να εξορμήσουν για το νέο αντάρτικο και από το κόκκινο και από το μπλε στρατόπεδο και τα συνορεύοντα με αυτό. Η Ελλάδα αρνιόταν να αλλάξει. Έμενε πεισματικά σε υπαρκτές παλαιότερες ιστορικές αιμάσσουσες καταστάσεις και γεγονότα, σε τραυματικές ιστορικές περιπέτειες παρελθόντων ετών ή, μάλλον, διατηρούσε ή και δημιουργούσε νέες ιδεοληψίες και φαντάσματα. Καθηλωμένη σε μια νηπιακή ηλικία και προσκολλημένη στο εαυτής βόλεμα. Το αποτέλεσμα ήταν να μείνει στα μετόπισθεν κατά κάποιον τρόπο της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής και να σέρνεται από τις εκάστοτε πολιτικές σκοπιμότητες των μεγάλων και ισχυρών οικονομικά και πολιτικά, στρατιωτικών δυτικών δυνάμεων. Σίγουρα βρίσκονταν σε καλύτερη πολιτική και κοινωνική μοίρα μέσα στα άλλα βαλκανικά κράτη και καθεστώτα. Κυβερνητικά συστήματα που επικρατούσε ο τότε υπαρκτός σοσιαλισμός. Όμως το πρόβλημα του εκσυγχρονισμού της παρέμενε κραυγαλέα παρόν όπως αποδείχτηκε και στην πρόσφατη πτώχευσή μας.
     Οι νέοι της γενιάς μου και οι νέες, θα θυμούνται εμπειρικά πόσο δύσκολο ήταν να ξεφύγει η φουρτουνιασμένη και επαναστατημένη νιότη μας από αυτό το κοινωνικό, πολιτικό και καλλιτεχνικό διχαστικό δίπολο. Οι ελάχιστες πνευματικές φωνές και εξαιρέσεις διανοουμένων, στοχαστών και συγγραφέων, καλλιτεχνών, που τολμούσαν να αρθρώσουν έναν διαφορετικό πολιτικό ή ιδεολογικό λόγο, αποκλείονταν ή θάβονταν πανηγυρικά και με τιμές, είτε από την μία είτε από την άλλη πλευρά. Γιαυτό μνημονεύω συχνά τον Βασίλη Ραφαηλίδη που τόλμησε μέσω του δημοσιογραφικού του αλλά όχι αντιεπιστημονικού και πάντα πολιτικού του δημοκρατικού λόγου, να μας κάνει κοινωνούς πολλών πολιτικών και ιδεολογικών θεμάτων, ζητημάτων ερμηνείας της ελληνικής ιστορίας χωρίς να μπορεί να αμφισβητηθεί ο ίδιος ως ρίψασπις των πιστεύων του, ως νέο αντιδραστικός ή συντηρητικός για ίδιον όφελος. Έχαιρε σεβασμού και από τα δύο στρατόπεδα, τουλάχιστον, από αυτούς που διέθεταν ανοιχτό μυαλό και συνθετική σκέψη. Το ίδιο θα γράφαμε και για τον δημόσιο πολιτικό και κοινωνικό λόγο του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη, τον πολιτικό λόγο του Κώστα Παπαϊωάννου, του Κορνήλιου Καστοριάδη, του ιστορικού Νίκου Σβορώνου, του φιλόσοφου Παναγιώτη Κονδύλη, του Χρίστου Γιανναρά, του Στέλιου Ράμφου, του Τάσου Βουρνά, των παλαιών δημοσιογράφων Γιώργου Βότση, και Γιώργου Μασαββέτα..., και μια σειρά άλλων πνευματικών ατόμων, ανθρώπων του πνεύματος και του πολιτισμού που διέπλασαν θέλω να πιστεύω επί τα βελτίω την πολιτική μας σκέψη και άνοιξαν τα φτερά των πολιτικών και κοινωνικών μας οραμάτων τις δύο αυτές ιστορικές δεκαετίες που προανέφερα στην χώρα μας. Στις μέρες μας, τα σκίτσα και ο πολιτικός σχολιασμός του ΑΡΚΑ, συνεχίζει μια παράδοση στην χώρα μας. Περιοδικά όπως: ο παλαιός «Σχολιαστής», το «Αντί», «Ο Πολίτης» τα «Πολιτικά Θέματα», η «Εποπτεία», η «Ευθύνη» και άλλα, διεύρυναν τις γνώσεις μας και οργάνωσαν αν θέλετε το βλέμμα μας σε μια άλλη ερμηνεία της ιστορίας και των πολιτικών γεγονότων της. Όλες αυτές οι κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες δεν θα μπορούσαν να σταθούν και να επικρατήσουν αν δεν υπήρχε μία μικρή έστω μαγεία νέων ελλήνων και ελληνίδων που τις ενστερνίστηκαν, τις ακολούθησαν, τις υιοθέτησαν. Μικρές έστω μειοψηφικές ομάδες ελλήνων, άτομα και πρόσωπα που έβλεπαν πέρα και πάνω από την εποχή τους. Έλληνες που θέλησαν επιτέλους να απεγκλωβιστούν από τα εμφυλιακά και μετεμφυλιακά τραύματα που οι συντηρητικές κυβερνήσεις και τα κόμματα εξουσίας διατήρησαν στην ιστορική επιφάνεια για αρκετές δεκαετίες, καθώς και η ηττημένη και κυνηγημένη ιδεολογικά παράταξη, η μαρξιστικογενής ιδεολογία μετά την μεταπολίτευση, θέλοντας να πάρει κατά κάποιον τρόπο, την ιστορική «ρεβάνς» της ηττημένης γενιάς. Αλλά μην διαθέτοντας κυβερνητική εξουσία ή εκλογική αποδοχή από το ελληνικό εκλογικό σώμα (το μεγαλύτερο ποσοστό ήταν αν θυμάμαι καλά περίπου 13% στην συμμαχική του εκδοχή) κυριάρχησαν στα μέσα επικοινωνίας, στον τύπο, στον πολιτισμό, την εκπαίδευση, στα συνδικάτα, στον χώρο της καλλιτεχνίας.
Ο κόσμος γύρω μας άλλαζε, και εμείς εδώ, παίζαμε πινγκ πονγκ πάνω σε παλαιές αμαρτίες, φαντάσματα του παρελθόντος και κάθε μορφής και είδους διχαστικές περιπέτειες.
     Αν αληθεύουν αυτές οι προσωπικές σκέψεις ερμηνείας ενός νέου της γενιάς του 1980, σήμερα εν έτει 2019, τότε εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι δεν ήταν εύκολο να μπολιάσουμε την σκέψη μας με βιβλία και έργα «αντιδραστικών» και συντηρητικών διανοούμενων και στοχαστών, συγγραφέων και φιλοσόφων, όσο ισχυρός και προορατικός και αν ήταν ο λόγος και η γραφή τους. Τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Εμείς και οι Άλλοι. Το από εδώ πνευματικό και καλλιτεχνικό μαγαζί και των απέναντι, σε μια πολιτική, κοινωνική, πνευματική και καλλιτεχνική τραμπάλα. Τραμπαλιζόταν η ελληνική κοινωνία.
     Μέσα σε αυτήν την ιδεολογική ατμόσφαιρα και πολιτικό κλίμα το έργο ενός συντηρητικού κοινωνιολόγου ή φιλοσόφου, συγγραφέα ή ιστορικού δεν είχε θέση. Μόνο η ατομική τόλμη και επιθυμία του καθενός και κάθε μίας επέτρεπε τέτοιου είδους ανοίγματα και πνευματικά άλματα και αθλήματα. Το πνευματικό και καλλιτεχνικό αυτό εγχείρημα αν το κοινοποιούσες εγκυμονούσε τον κίνδυνο του αποκλεισμού από την πνευματική και καλλιτεχνική «στρούγκα» εντεύθεν κακείθεν των πολιτικών χαρακωμάτων και των εντύπων τους. Μεγαλύτερη ευελιξία είχαν οι δημοσιογράφοι και ο δημοσιογραφικός τους λόγος. Όπως πάντα και παντού. Στα καλλιτεχνικά, άστα να πάνε.
 Έτσι και το έργο του Ευάγγελου Λεμπέση μας ήταν σχεδόν αν όχι άγνωστο, τουλάχιστον κατά κάποιον τρόπο σε καραντίνα. Αναφέρω σχεδόν άγνωστο, γιατί, όσοι αγόραζαν εκείνες τις περιόδους λογοτεχνικά περιοδικά, γνωρίζουν ότι το λογοτεχνικό παλαιό περιοδικό που εξέδιδε ο εκδότης του Καζαντζακικού έργου Γιάννης Γουδέλης και ο εκδοτικός του οίκος «ΔΙΦΡΟΣ», οι τόμοι «ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΕΠΟΧΗ»-ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ, δεύτερη περίοδο, τον Χειμώνα του 1979 δημοσίευσε στις σελίδες της 3 έως 101, ένα μεγάλο και πλούσιο αφιέρωμα στον κοινωνιολόγο αυτόν του μεσοπολέμου με ανθολογούμενα αποσπάσματα από διάφορα έργα του. Και ένα ενδιαφέρον άρθρο του ίδιου του εκδότη, το «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΛΕΜΠΕΣΗΣ» ο απολογητής της Ανισότητας», σελ. 87-102. Το αφιέρωμα αρχίζει όπως είναι φυσικό με το γνωστό δοκίμιο «Η ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΚΩΝ ΕΝ ΤΩ ΣΥΓΧΡΟΝΩ ΒΙΩ». 
Στις υπόλοιπες σελίδες του τεύχους της «ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ» διαβάζουμε το διήγημα «ΣΤΡΙΠ-ΤΗΖ» του Γιάννη Βατζιά, την «Ουσία του Μύθου» του Ιάσωνα Ευαγγέλου, ένα ανθολόγιο ποιημάτων του ιταλού σκηνοθέτη, πεζογράφου και ποιητή Πιέρ Πάολο Παζολίνι με ένα δοκίμιο του Παναγιώτη Χρήστου Χατζάκη «Γύρω απ’ την ποίησή του». Δημοσιεύονται επίσης, ποιήματα ιταλών ποιητών, κριτικές βιβλίων από τον εκδότη και άλλους, εικαστικές κριτικές της εποχής από τον Κωστή Μεραναίο, κινηματογραφική κριτική για τον Αντρέϊ Βάϊντα, ειδήσεις για την θεατρική περίοδο 1978-1979 κλπ. Το τεύχος αυτό της «ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ» είναι αποκλειστικά αφιερωμένο στον Ευάγγελο Λεμπέση, όπως δείχνουν όχι μόνο τα αποσπάσματα από τα έργα του αλλά, και η παρουσίασή του από τον Γιάννη Γουδέλη.
Εννιά χρόνια μετά το αφιέρωμα του περιοδικού, ο εκδοτικός οίκος του ποιητή και μεταφραστή Κώστα Τσιρόπουλου «Οι εκδόσεις των Φίλων»-Αθήνα 1988, θα εκδώσουν τον τόμο Ε. ΛΕΜΠΕΣΗ, «Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΜΑΖΑ» Συμβολή εις την κοινωνιολογίαν των κοινωνικών επαναστάσεων, και ακόμα, την «Η ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΚΩΝ ΕΝ ΤΩ ΣΥΓΧΡΟΝΩ ΒΙΩ» σε δεύτερη έκδοση, με πρόλογο «Ευάγγελος Λεμπέσης, Ο Απόστολος της Αξιοκρατίας» του συγγραφέα και συνεργάτη του περιοδικού «Ευθύνη» Παναγιώτη Φωτέα.
Ο τόμος περιλαμβάνει:
Τον πρόλογο του Παναγιώτη Φωτέα, σελίδες 7-23
Α΄ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΜΑΖΑ
Εισαγωγή
1.Ψυχολογία του αρνητισμού
2.Η Έννοια της μάζης
3.Η σύνθεση της μάζης (Το «προλεταριάτον»)
4.Η δράση της μάζης
Α. Ο αυθόρμητος σχηματισμός της δρώσης μάζης
Β. Η δυναμική σύσταση της μάζης
Γ. Συμβολισμός και τρομοκρατία της μάζης
5.Το πρόβλημα της ευθύνης
Βιβλιογραφία
Β΄ Η ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΚΩΝ ΕΝ ΤΩ ΣΥΓΧΡΟΝΩ ΒΙΩ
De impecillitate.
Γράφει στην αρχή του κειμένου του ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΛΕΜΠΕΣΗΣ «Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑΣ», ο πολιτικός, (νομίζω διετέλεσαι νομάρχης) συγγραφέας και στοχαστής Παναγιώτης Φωτέας:
«Τον Ευάγγελο Λεμπέση δεν τον ξέρουν πολλοί. Είναι κακό για τους ίδιους. Διότι, αυτός δεν ενδιαφερόταν, πόσοι τον ξέρουν. Τον ενδιέφερε να μη προδώσει όσα επίστευε, προκειμένου να τον μάθουν. Είναι βέβαια πολύ εύκολο να αποδίδεται η άγνοια αυτή των πολλών, στο αγέρωχο  ή «ιδιότροπο» χαρακτήρα του, που δεν εχάριζε, που δεν εκολάκευε και δεν επιζητούσε «τον έπαινον του δήμου και των σοφιστών». Είναι και εύκολο, αλλά και διευκολύνει. Όλους όσους παραμέρισαν, δεν αξιοποίησαν τα τάλαντά του και δεν πρόβαλαν το πρωτοποριακό συνθετικό και αναλυτικό έργο του, συντελώντας στο να μην τον μάθουν όσοι θα έπρεπε να τον ξέρουν. Περιλαμβάνομε στους τελευταίους, όλους όσους θέλγονται από τον συνδυασμό ερευνητικού μόχθου και δημιουργικού πάθους και τα οποία επιστρέφονται από μοναδικόν ύφος και πλούτο γλωσσικού οργάνου.
     Με το έργο και το ύφος του Λεμπέση αρκεί να έλθεις σε επαφή. Τότε αμέσως ελκύεσαι και μετά κατακτάσαι. Βέβαια τα κείμενά του, υπό μιάν άλλην έννοια, είναι και αυτά προς κατάκτηση. Πολύ απέχουν από το να παραδίδονται αμαχητί. Πρίν την αμοιβαία κατάκτηση το γραπτό του Λεμπέση δημιουργεί, με τον αναγνώστη, μια σχέση μάχης. Δημιουργεί, πάνω από όλα, τα στοιχεία της μάχης. Δημιουργεί, πάνω απ’ όλα, τα στοιχεία της μάχης. Το κυριώτερο  απ’ αυτά, τον αιφνιδιασμό και μετά την εξανάσταση και την αντεπίθεση, ώσπου μέσα στον πολεμικό αχό να συμφιλιωθεί αναγνώστης και συγγραφέας, έστω και παρά τις αξεπέραστες διαφωνίες τους.
Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι ο Λεμπέσης κάνει, όποιον αναστραφεί τα κείμενά του, ενεργητικόν αναγνώστη: που συμφωνεί ή διαφωνεί, που πολλές φορές οργίζεται, αλλά πάντοτε κατακτάται. Και δεν πρόκειται ούτε για θελημένο εντυπωσιασμό ούτε για επιδίωξη φθηνής γοητείας.»
Τα μεταγενέστερα χρόνια της οσάνω έκδοσης, η πολιτική και κοινωνιολογική αυτή πραγματεία επανεκδόθηκε από διάφορους εκδοτικούς οίκους και σχολιασμούς. Όπως η παρούσα Αθήνα 1990 από τις εκδόσεις «Σπηλιώτη» σε μεταγλώτισση και ένα κείμενο γραμμένο από τον πάντα ρηξικέλευθο και ρεμπέτη πεζογράφο και ποιητή Θωμά Γκόρπα.
Το κείμενο του ποιητή και πεζογράφου Θωμά Γκόρπα, δεν είναι μόνο καταγγελτικό εναντίον του ελληνικού γενικότερα κατεστημένου και των διαφόρων κλικών που επικρατούσαν ανέκαθεν, μας δείχνει και έναν ποιητή γνώστη των κοινωνικών διεργασιών της ελληνικής ιστορίας και των πεπραγμένων της. Ένας λόγος που γνωρίζει που πατά η ερμηνευτική του άρνηση. Την σκέψη ενός διανοούμενου που δεν διστάζει να θέσει τα δάκτυλά του επί των τύπων των ήλων όπως και το κείμενο του Λεμπέση. Ο Θωμάς Γκόρπας δεν αμφισβητεί μόνο, αλλά κατακεραυνώνει συνήθειες και μεροληψίες της πνευματικής και καλλιτεχνικής ελληνικής σκηνής. Ξεχωρίζει συγγραφείς που έμειναν επίτηδες στο περιθώριο. Διακρίνει φωνές που ήχησαν πέρα και πάνω από την εποχή τους. Αποσπά την ερμηνευτική μας από τα καθιερωμένα και τα ανιαρά, τα χλιαρά και ανούσια επαναλαμβανόμενα. Τολμά και αυτός, μονάχος και ανυπεράσπιστος, να αγγίξει κείμενα που οι άλλοι, οι επίσημοι και τιμημένοι αγνοούν ή παρασιωπούν. Η γραφίδα του γυρίζει σαν πυξίδα χωρίς να σταματά σε ιδιοτέλειες και επιλεκτικές προτιμήσεις ανάγνωσης. Σκληρός ο λόγος του, οξύς και καταγγελτικός, ορισμένες φορές νιώθεις ότι κρατά ρομφαία, αλλά δίκαιος, ανεξάρτητα αν συμφωνείς μαζί του ή όχι. Αν διαβάσουμε παράλληλα τις αναλύσεις του έργου του Ευάγγελου Λεμπέση από τους Γιάννη Γουδέλη, τον Θωμά Γκόρπα, τον Παναγιώτη Φωτέα, και φέρουμε υπόψιν μας τις κρίσεις του Βασίλη Ραφαηλίδη, για να μείνω στους νεότερους σχολιαστές της δικής μου γενιάς (και όχι σε αυτές των Κώστα Βάρναλη, Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά, Μπάμπη Κλάρα, Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου, κλπ. των παλαιώτερων γενεών) και σταθούμε και στις θέσεις του ιστορικού της λογοτεχνίας Δημήτρη Τσάκωνα για τον Λεμπέση, "Μαχητικό πνεύμα στις επάλξεις της πρωτοτυπίας ο Λεμπέσης εφώτισε πλευρές της ελληνικής κοινωνικής αυτογνωσίας όσο και οι Πανγιώτης Κανελλόπουλος, Δ. Δανιηλίδης, Κώστας Καραβίδας από το χώρο της Δεξιάς και οι Δημήτρης Γληνός, Γιάννης Κορδάτος και Σεραφείμ Μάξιμος από τον χώρο της αριστεράς. Έτσι το ριζοσπαστικό πνεύμα του Λεμπέση έβλεπε διάσταση μεταξύ της Δημοκρατίας των λέξεων και της Δημοκρατίας της εφαρμογής." σελ.377.
θα αναγνωρίσουμε ότι βαδίζουν πάνω στις ίδιες σχεδόν ράγες ερμηνείας του έργου του Ευάγγελου Λεμπέση και ιδιαίτερα της πραγματείας του «Η ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΚΩΝ ΕΝ ΤΩ ΣΥΓΧΡΟΝΩ ΒΙΩ». Ένα πυκνό και κοφτερό σε όλα του τα σημεία κείμενο, το οποίο θεωρεί  απροσχημάτιστα αναγκαία, την πολιτική και κοινωνική παρουσία του βλάκα με εκείνη του έξυπνου και ευφυούς ατόμου. Γράφει ο Λεμπέσης στην αρχή της παργματείας του:
"Στήν πολυάριθμη κατηγορία των βλακών προσάπτεται μιά μομφή σίγουρα άδικη και επιστημονικά λαθεμένη, όταν αυτοί χαρακτηρίζονται σαν άχρηστοι και περιττό βάρος της κοινωνίας ή σαν παράσιτα και εκφράζεται συχνά η ανόητη, όπως θα δούμε, ευχή να εκλείψουν. Εντούτοις το πρόβλημα των βλακών δεν είναι απλό, όταν υπολογίσουμε την σταθερή και απολύτως αναγκαία θέση, την οποία επάξια κατέχουν μέσα στον κοινωνικό διαφορισμό." σελ 21.
Για να δουλέψει-λειτουργήσει ένα πολιτικό και κρατικό, δημόσιο, οικονομικό σύστημα διακυβέρνησης-ιδιαίτερα όπως είναι δομημένο το ελληνικό-δεν χρειάζεται τόσο την μικρή μειοψηφία των έξυπνων υπηκόων του, αλλά την μεγάλη πλειοψηφία των βλακών (θυμάστε την παλαιά ωραία ελληνική ταινία «Ένας βλάκας και μισός» με τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, τον Χρήστο Ευθυμίου και την Ρίκα Διαλυνά). Ο υπήκοος χειραγωγείται ευκολότερα από την βλακεία και ανοησία παρά από την εξυπνάδα και την λογική και επιστημονική ερμηνεία και ανάλυση. Τα παραδείγματα της εποχής μας, εντός και εκτός ελλάδας είναι εκατομμύρια. Το πώς βαδίζει ο Κόσμος μας και υπό ποίες συνθήκες, επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές του κειμένου του Ευάγγελου Λεμπέση και των κατά καιρούς θιασωτών της σκέψης του. Τίποτα δεν είναι τυχαίο μέσα στην πολιτική ιστορία ενός οργανωμένου κράτους, μιας συντεταγμένης ή μπαχαλάκικης πολιτείας. Ιδιαίτερα, όπως είναι η Ελληνική. Αν η πλειοψηφία των βλακών πολιτών περνά καλά και βολεύεται, αν «λαδώνει» με την νοοτροπία και πρακτικές της, τις δημόσιες και ιδιωτικές συμπεριφορές της τους κυβερνητικούς μηχανισμούς εξουσίας, κυβερνητικής και αντιπολίτευσης, τότε τι την χρειαζόμαστε την μικρή σκεπτόμενη μειοψηφία. Είναι αναποτελεσματική στο εκάστοτε κατεστημένο και πολιτικό ή διοικητικό και κυβερνητικό σύστημα. Οι διαχωριστικές γραμμές αριστεράς και δεξιάς, καπιταλισμού και σοσιαλισμού πάνε περίπατο, μια και η πλειοψηφία των πνευματικά και πολιτικά ιδιοτελών αποφαίνεται σύμφωνα με τα δικά της πάντα συμφέροντα που συμπίπτουν με αυτά της εκάστοτε εκτελεστικής εξουσίας. Το νέο φάντασμα που πλανάται πάνω από την χώρα μας-την κοινωνία και την ζωή μας-δεν είναι το φάντασμα του μαρξισμού αλλά, η ρεαλιστική και σκληρή πραγματικότητα των βλακών στον δημόσιο βίο. Που κινούν τα νήματα πέρα από πολιτικές, ιδεολογίες, φιλοδοξίες ηγετών. 
Μάλλον θα κάνω λάθος, αλλά θα το τολμήσω. Αξίζει μια διακριτική έστω προσέγγιση του «Ηγεμόνα» του Νικολό Μακιαβέλλι με το πόνημα του Ευάγγελου Λεμπέση. Όχι σαν σύγκριση ή αντιπαράθεση ή συμπλήρωση θέσεων αλλά, σαν αποτελεσματικότητα τρόπων και μεθόδων χειραγώγησης της εξουσίας και υποδούλωσης των ελεύθερων και ανεξάρτητων πνευμάτων μέσα στην Κοινωνία. Όποιο πολιτικό χρωματισμό και αν διαλέξει να ενδύεται για να εξουσιάζει και κυριαρχεί ένα σύστημα. Πολύ πριν ο μεταμαρξιστής φιλόσοφος Χέρμπερτ Μαρκούζε μας μιλήσει για τον «μονοδιάστατο» άνθρωπό του, ο Έλληνας νομικός Ευάγγελος Λεμπέσης, ο πατριώτης και «αντιστασιακός» δεξιός Ευάγγελος Λεμπέσης μας μίλησε για το στελεχιακό δυναμικό του «Νέου Κράτους» Βλέπε το άρθρο του "ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ" σελ.74-77, που δημοσιεύτηκε το 1936. Ενός «Νέου Κράτους» που, δεν προέρχεται μόνο από τα δημοκρατικά σπλάχνα μιας βασιλευόμενης ή μη δημοκρατίας αλλά κυρίως, από τα σπλάχνα της εξουσίας της κοινοβουλευτικής. Τα οποία δεν είναι και τόσο «φιλεύσπλαχνα», ελεύθερα και δημοκρατικά.
«Η τραγωδία είναι παλιά. Το κράτος της νεότερης Ελλάδας όχι μόνο δεν δημιουργήθηκε από ιθαγενείς, αλλά και πολέμησε και συχνά εξόντωσε όλους εκείνους που είχαν την δυνατότητα αλλά και το πάθος να το ανακατασκευάσουν, να το προσαρμόσουν, να το ξεβρωμίσουν, να το ξεσκουριάσουν και να το θέσουν στην υπηρεσία των εθνικών αναγκών». Εύστοχα γράφει ο Θωμάς Γκόρπας σελίδα 8 του «Ένας αριστερός της δεξιάς…». Και συνεχίζει:
«Η «χαμηλή ποιότητα» ζωής είναι ένα από τα αειθαλή εθνικά μας χαρακτηριστικά και είναι αποτέλεσμα της μιζέριας, της κουτοπονηριάς, της αμνησίας, της έλλειψης καλλιέργειας, της τσαπατσουλιάς, της αγραμματοσύνης και της βλαχοδημαρχικής ψυχοκατασκευής και συμπεριφοράς των «διδασκάλων», διορισμένων σχεδόν πάντα από τον κ. βουλευτή ή τον κ. υπουργό… Ακόμα ένα άλλο ερώτημα, που περνάει «απαρατήρητο» χτες και σήμερα από τους «δημοσιογράφους» και τους άλλους πολιτικούς, τάχα, παρατηρητές είναι ότι οι στρατιές ανθρώπων; Που κάθε τόσο ξεκινάνε από την και ως αυτή τη λεγόμενη «Αριστερά» (πολιτευόμενοι, επιστήμονες, διανοούμενοι κλπ.) αεροκοπανάν (και συχνά βρωμίζουν) «μαρξιστικά» με μοναδικό σκοπό ν΄ ανεβάσουν τις μετοχές τους στο χώρο και τους μηχανισμούς της και ως αυτή τη στιγμή λεγομένης «Δεξιάς», όπου και αργά η γρήγορα εισέρχονται, καμιά φορά, αν είναι δυνατόν, και με τις ευλογίες της «Αριστεράς»…..» σελίδα 9.
     Σκληρός και απόλυτος ο λόγος του ποιητή Θωμά Γκόρπα, γεμάτος κόχες που ματώνουν, σαν γυαλί που κρατάς στην χούφτα σου και σε ματώνει αλλά δεν θέλεις να το πετάξεις. Το κείμενο του Ευάγγελου Λεμπέση φαίνεται μάλλον ότι βοήθησε τον ποιητή Γκόρπα να ξεδιπλώσει τις πολιτικές του σκέψεις. Να απλώσει τα δίχτυα της αναρχικής του ιδιοσυγκρασίας πάνω στο κείμενο και να αλιεύσει τα λαυράκια της ασυμβίβαστης και ανεξάρτητης σκέψης του. Ορισμένες φορές-και αυτό δεν είναι ύβρις-ο λόγος του φέρνει στο νου απομνημονευματογράφους του 1821. Που μάλλον, ορθότερα θα αποδέχονταν, αυτές οι ηρωικές μορφές τις σκέψεις του Ευάγγελου Λεμπέση, παρά οι μεταγενέστεροι απόγονοί τους. Εμείς δηλαδή.
Το σημερινό αποτέλεσμα και η εικόνα της πολιτικής μας δημοκρατίας και κοινωνικής εικόνας ημών των πολιτών και ψηφοφόρων, φανερώνει το πόσο δίκαιο είχε ο παλαιός αυτός κοινωνιολόγος και οι αναλύσεις του. Πόσο επίκαιρος είναι και σήμερα ακόμα ο λόγος του, και γιατί διάφοροι κατά καιρούς εκδοτικοί οίκοι επανεκδίδουν τις μελέτες του και σχολιαστές μιλούν για την σκέψη του.
Απολογητής, δεν είναι μόνο ο Ευάγγελος Λεμπέσης, είμαστε όλοι εμείς που ανήκουμε στην «Τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών στο σύγχρονο βίο». Εμείς που στηρίζουμε ανέκαθεν την δική μας βλακεία ως δημοκρατικό και πολιτικό και ιδεολογικό τιμαλφή. Όμως ο Ευάγγελος Λεμπέσης, παραμένει παρών έστω και σαν «σκιάχτρο» των δημοκρατικών πουλιών και κοράκων των σύγχρονων καιρών. Όπως και ο λόγος-τα προλεγόμενα όλων αυτών που ασχολήθηκαν με το έργο του και προλόγισαν κατά καιρούς την συγγραφική και δοκιμιακή του επανεκδοτική παρουσία.
     Αναζητήστε και διαβάστε το μελέτημα και τα βιβλία του Ευάγγελου Λεμπέση και ας διαφωνείται με τις ιδέες και σκέψεις του. Ενεργός και υπεύθυνος πολίτης είναι ο ενημερωμένος πολίτης. Η γονιμοποίηση της σκέψης του με τα κάθε είδους εύοσμα άνθη του ανθρώπινου πολιτισμού.
Εξάλλου, αν Εμείς οι Έλληνες επιθυμούμε να διαψεύσουμε τις θεωρίες και τις θέσεις του, περί χρησιμότητας και αναγκαιότητας των βλακών στην δημόσια, πολιτική και κοινωνική ζωή μας, δεν έχουμε παρά να τον ακυρώσουμε έμπρακτα. Να αποψιλώσουμε τον δημόσιο πολιτικό βίο μας, την δημόσια ζωή μας από τους βλάκες, που επικρατούν γύρω μας και ποδηγετούν τον δημόσιο και ιδιωτικό ίσως βίο μας και πολιτισμό.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 31/5/2019
ΥΓ. Δώστε πόνο, δώστε χρήμα, να γυρίσει ο τροχός της κομματικής φαυλοκρατίας. Γκρέκο Μασκαρά.
Να δεις που κάποτε θα μας πούνε και μ..α..ς που δεν τους ψηφίσαμε.                                   



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου