Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2019

Ο Κωνσταντίνος Θ. Δημαράς και η γενιά του 1930


Ο Κ. Θ. ΔΗΜΑΡΑΣ ΚΑΙ Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ‘30
του Νάσου Βαγενά

     Ένα από τά πλέον εμφανή, ωστόσο συχνότερα επαναλαμβανόμενα, λάθη της λογοτεχνικής κριτικής μας είναι ο χαρακτηρισμός του Κ. Θ. Δημαρά ως συγγραφέα της γενιάς του ’30. Αποτέλεσμα μιας μηχανιστικής αντίληψης για την έννοια της λογοτεχνικής γενιάς (της άποψης που ταυτίζει τη λογοτεχνική γενιά με τη βιολογική γενιά), μιας πολυδημοσιευμένης φωτογραφίας (στην οποία ο Δημαράς συνεμφανίζεται με συγγραφείς της γενιάς του ’30) και πλημμελούς γνώσης ή ανάγνωσης (αν όχι άγνοιας) του έργου του Δημαρά, ο χαρακτηρισμός αυτός επαναλαμβάνεται από όλους, και μάλιστα με αύξουσα ένταση (μοναδικές εξαιρέσεις: Νάσος Βαγενάς, «Το Βήμα, 29-9-1996΄ Τίνα Λεοντάρη, Δεκαπενθήμερος Πολίτης,, 4-4-1997). Παραθέτω διατυπώσεις του από κείμενα κριτικών τριών διαφορετικών γενεών:
     «Ο αφορισμός του Κ. Θ. Δημαρά ότι ο Καρυωτάκης δεν ήταν καν ποιητής αποσκοπούσε στο να αναχαιτίσει την επίδραση του Καρυωτάκη στους νεώτερους και να διασφαλίσει την πρωτοκαθεδρία της δικής του ποιητικής γενιάς [της γενιάς του ‘30]» (1986)΄ «Ας μου επιτραπεί να τονίσω τον κεντρικό ρόλο που έπαιξε ο Δημαράς μέσα στη «γενιά» του ‘30» (2001)΄» Με την Ιστορία του Δημαρά ολοκληρώνεται η σημαντικότερη στρατηγική της γενιάς του ’30: η προσπάθεια της να οικειοποιηθεί την παράδοση και τη φιλοδοξία της να «ξαναγράψει την ιστορία» με τέτοιον τρόπο ώστε να διευκολύνει την πρόσληψη και την αποδοχή του δικού της έργου. […] Από μια απλή αντιβολή του τρόπου με τον οποίο η Ιστορία του Δημαρά πραγματευόταν τον Ερωτόκριτο, τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, το έργο του Σολωμού, του Κάλβου, του Παλαμά, του Σικελιανού και του Καβάφη με τις αντίστοιχες προσεγγίσεις του Σεφέρη στις Δοκιμές, εύκολα διακρίνει κανείς την καταπληκτική ομοιότητα των απόψεών τους» (2002).
     Παρέθεσα εκτενέστερο χωρίο από τον νεότερο κριτικό (το οποίο ανήκει σε βιβλίο προερχόμενο από προσφάτως εγκριθείσα διδακτορική διατριβή), γιατί ο σχολιασμός του θα έδειχνε ότι-η χοντρική ως το 2002-απεικόνιση του Δημαρά ως συγγραφέα της γενιάς του ’30 έχει παγιωθεί τόσο, ώστε να μη διστάζει να επεκτείνεται και σε-υποτιθεμένως αυτονόητα αποδεικτικές-λεπτομέρειες. Λέω υποτιθεμένως, γιατί η απλή αντιβολή των απόψεων που διατυπώνει ο Σεφέρης στις Δοκιμές για τους παραπάνω συγγραφείς με τις αντίστοιχες προσεγγίσεις της Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Δημαρά δείχνει όχι «καταπληκτική ομοιότητα» αλλά αντιθέσεις ή αισθητικές διαφορές: Άλλα πράγματα ενδιαφέρουν στον Ερωτόκριτο τον Σεφέρη (ο μηχανισμός της ποιητικής λειτουργίας του), άλλα τον Δημαρά (η ελληνικότητά του)΄ την αποσπασματικότητα της έκφρασης του Κάλβου και τις «θλιβερές διαλείψεις» και πτώσεις της έντασής της παρατηρεί ο Σεφέρης, την «δίχως οχληρές πτώσεις και αδιάκοπη ένταση» της ο Δημαράς ΄ «δραματικό» ποιητή χαρακτηρίζει τον Καβάφη ο Σεφέρης, «λυρικό» ο Δημαράς. Ο εκφραστικός αγώνας του Σολωμού, στον οποίο επικεντρώνεται η προσοχή του Σεφέρη, δεν ελκύει το ενδιαφέρον του Δημαρά, ο οποίος κοιτάζει τον Παλαμά και τον Σικελιανό από σκοπιά επίσης διαφορετική από τη σεφερική: στον πρώτο μελετά την ποιητική εξιστόρηση μιας προσωπικής περιπέτειας εν μέσω της αστικής καμπής της ελληνικής κοινωνίας, ενώ ο Σεφέρης προσδιορίζει τη σημασία της παλαμικής ποίησης για τη λύση του μακραίωνου ελληνικού γλωσσικού δράματος ΄ στον δεύτερο σχολιάζει τα χαρακτηριστικά της ποιητικής τεχνοτροπίας του, ενώ ο Σεφέρης εστιάζεται στη σχέση του Σικελιανού με την ελληνική παράδοση. Ως προς τον Μακρυγιάννη, η ομοιότητα των απόψεων του Δημαρά με εκείνη του Σεφέρη δεν είναι μεγαλύτερη από την ομοιότητά τους με τις απόψεις που διατύπωσε παλαιότερα ο Βλαχογιάννης.
     Εκείνο που ορίζει ιστορικά την εμφάνιση μιας λογοτεχνικής γενιάς δεν είναι μόνο η ίδια, πάνω- κάτω, ηλικία των μελών της αλλά και, κυρίως, οι κοινές-διαφοροποιούμενες από εκείνες της προηγούμενης γενιάς-αισθητικές αντιλήψεις τους. Για να μπορούμε να πούμε ότι έπαιξε «κεντρικό ρόλο» στη λειτουργία και στην καθιέρωση μιας γενιάς ένας κριτικός και ιστορικός της λογοτεχνίας, θα πρέπει να έχει ασχοληθεί ουσιωδώς και συνομολογητικά με το έργο αυτής της γενιάς: να έχει γράψει ικανό αριθμό κειμένων που να συμβάλλουν στην κατανόηση των κατευθύνσεών της προωθώντας τες και να της έχει δώσει στην Ιστορία του την αρμόζουσα θέση. Ο Δημαράς δεν έπραξε τίποτε από αυτά για τη γενιά του ’30, όχι μόνο γιατί η ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία των ομηλίκων του ήταν έξω από τα σοβαρά του ενδιαφέροντα, αλλά και γιατί οι λογοτεχνικές αντιλήψεις του δεν ήταν ομόλογες με τις αντιλήψεις αυτής της γενιάς.
     Αρκεί μια απλή ανάγνωση της υπό έκδοσιν Εργογραφίας Κ. Θ. Δημαρά, που εκπόνησε ο αείμνηστος Φίλιππος Ηλιού, για να αντιληφθεί κανείς ότι το ενδιαφέρον του Δημαρά για τη γενιά του ’30 ήταν περιθωριακό. Από τα 2.600 λήμματα που περιέχει (τα γραμμένα σε διάστημα 65 ετών), τα αναφερόμενα σε συγγραφείς της γενιάς του ’30 δεν ξεπερνούν τα 50-όλα σύντομα κείμενα (τα 43 επιφυλλίδες του «Βήματος»). Τα μισά από αυτά έχουν ως θέμα τους τον Σεφέρη, και συμποσούμενα δεν θα υπερέβαιναν τις 80 σελίδες (μέσα στις οποίες ανακυκλώνεται, σε σημαντικό βαθμό, το ίδιο υλικό). Οι υπόλοιποι ποιητές της γενιάς του ’30 δεν προκάλεσαν το ενδιαφέρον του Δημαρά (έγραψε μόνο μια επιφυλλίδα για τον Σαραντάρη), ενώ από τους πεζογράφους της τον απασχόλησαν, δι’ ολίγων, ο Θεοτοκάς και ο Μπεράτης και, ελάχιστα, ο Πετσάλης (δύο επιφυλλίδες) και η Νάκου (μία επιφυλλίδα).
     Σε σύγκριση με αυτά οι συγκεντρωμένες σε βιβλία μελέτες και τα συντομότερα κείμενα του Δημαρά για τον Παλαμά (1947) και τον Καβάφη (1992), αλλά και τα υπόλοιπα πολυάριθμα κείμενά του για λογοτέχνες παλαιότερων εποχών, αποδεικνύονται (μαζί με την Ιστορία του) κύρια ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία-κύρια όχι μόνο ποσοτικά, αλλά και με την έννοια της αισθητικής κατανόησης. Παραβάλλοντας κανείς τις περί λογοτεχνίας πεποιθήσεις που περιέχονται στα κείμενα αυτά, καθώς και στο Δοκίμιο για την ποίηση (στο θεωρητικό του βιβλίο, 1943), με εκείνες των Δοκιμών του Σεφέρη και των Ανοιχτών χαρτιών του Ελύτη, βλέπει πόσο αμήχανα αισθανόταν ο Δημαράς προς τις μοντερνιστικές αναζητήσεις της γενιάς του ’30. Η δεκτικότητά του ανοιγόταν ως την ποιητική του ύστερου Συμβολισμού, πράγμα που δεν θα τον ενθάρρυνε να αναπτύξει μιαν ουσιώδη επικοινωνία με τα κινήματα που έρχονταν να ανατρέψουν την καθιερωμένη τεχνοτροπία.
     Ο Δημαράς γνώριζε ότι εκείνα που τον συνέδεαν με τη γενιά του ’30 ήταν λιγότερα από εκείνα που τον χώριζαν. Ότι δεν αισθανόταν πως ανήκει στη λογοτεχνική γενιά την εκκόλαψη της οποίας ανήγγελλε ο Θεοτοκάς με το Ελεύθερο πνεύμα (1929), το δηλώνει το 1930. Κρίνοντας το βιβλίο του Δ. Βεζάνη Ο Παλαμάς φιλόσοφος, ο Δημαράς ομολογεί την οφειλή της ήδη διαμορφωμένης γενιάς του-της «γενιάς» του 20-στο παλαμικό έργο: «Η ιδική μας γενεά, εις τα χρόνια της αναπτύξεώς της, ανέπνευσε και εζυμώθη τόσον πολύ με το έργον του Παλαμά, ώστε ουδεμία κατηγορία κατά της μορφής των ποιημάτων του να μας ευρίσκη ευμενείς: Εποτίσθημεν από την έμπνευσίν του, εζήσαμεν τον ρυθμόν των στίχων του ενεκολπώθημεν τους φραστικούς του τρόπους» (περιοδικό Πειθαρχία, 16-11-1930). Αλλά και 43 χρόνια αργότερα,, το 1973, γράφοντας την εισαγωγή στην επανέκδοση του Ελεύθερου πνεύματος, στις τέσσερις φορές που αναφέρεται στη γενιά του ’30 ο Δημαράς μιλάει γι’ αυτήν αποστασιοποιημένα, σε τρίτο πρόσωπο, όπως κάποιος που αισθάνεται ότι δεν ανήκει σε αυτήν (γράφει: «Η γενιά του Θεοτοκά…», «μέσα στη χορεία της γενιάς του ο Θεοτοκάς…»). Το 1982 σε μια συνέντευξή του στο Διαβάζω, παρά το γεγονός ότι ο ερωτών τον συμπεριλαμβάνει στα μέλη της γενιάς («Είναι καθιερωμένο πλέον να αναφέρεστε μέσα στα πρόσωπα που απαρτίζουν τη γενιά του ’30. Πώς βλέπετε τον εαυτό σας σε σχέση με τη γενιά αυτή;»), ο ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας απαντά εξίσου αποστασιοποιημένα, δηλώνοντας την έλλειψη ενδιαφέροντός του γι’ αυτήν: «Αν με ρωτούσατε, μέσα στην ιστορία πιά, τι θα βλέπαμε για τη γενιά του ’30, δεν με έχει απασχολήσει πολύ το θέμα». Η συνέντευξη δείχνει, ακόμη, ότι η αμηχανία του απέναντι στη γενιά του ’30 συνεχίζεται, αφού ως μέλη της αναφέρει μόνο τον Θεοτοκά, τον Τερζάκη και τον Σεφέρη-ενώ σε μιαν άλλη συνέντευξή του (περιοδικό Σύγχρονα Θέματα, 1988) θα προσθέσει ότι «ο Ελύτης και ο Ρίτσος»- προφανώς και ο Εμπειρίκος και ο Εγγονόπουλος- «δεν ήταν η γενιά του ‘30». Σε αυτή τη συνέντευξη, όταν επαναφύεται το θέμα των διασυνδέσεών του με τη γενιά, ο Δημαράς θα δεχθεί απρόθυμα ότι είχε κάποτε κάποια σχέση με αυτήν: «Εξακολουθούν να μου μιλάνε για τη γενιά του ’30. Και δυσφορώ. Σκέπτομαι ποιοι είναι η γενιά του ’30, δεν έχω καμία σχέση πλέον μαζί τους, Είχα»).
     Αλλά η εναργέστερη απόδειξη ότι ο Δημαράς δεν συμμετείχε στις επιδιώξεις της γενιάς του ’30 είναι το γεγονός ότι ουσιαστικά δεν την περιέλαβε στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας-έργο σπουδαίο κατά τα άλλα-περιορίζοντάς την στο λίμπο ενός ισχνότατου (και ελλιπώς ενημερωμένου) «Επίμετρου» και κρατώντας την εκεί επίμονα ως το τέλος της πλήρους ημερών ζωής του με το επιχείρημα ότι «οι εκδηλώσεις της δεν έχουν ακόμη πάρει στο σύνολο σταθερή υπόσταση μέσα στην ιστορία» και παραμένουν «ρευστό υλικό». Από τις 626 σελίδες της τελευταίας της (μεταθανάτιας) έκδοσης (2000), την οποία είχε έτοιμη ο Δημαράς (που πέθανε το 1992), και η οποία-εξήντα χρόνια μετά την εμφάνισή της γενιάς του ’30-τελειώνει (όπως άλλωστε και η πρώτη έκδοση: 1948-1949) με τον Καβάφη, μόνο 15 παραχωρούνται στη γενιά του ’30 (από αυτές μόνο επτά αναφέρονται στους ποιητές της, ενώ στον Παλαμά αφιερώνονται 20 σελίδες). Όλα αυτά μάλλον αδικούν τη γενιά του ’30, παρά αποσκοπούν «στην ολοκλήρωση της σημαντικότερης στρατηγικής της» και «στην εξασφάλιση της πρωτοκαθεδρίας της».
     Νάσος Βαγενάς, (9-11-2003), 
στο Νάσος Βαγενάς, Η ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ, δεύτερη έκδοση επαυξημένη, στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, σελίδες 113-119, εκδόσεις Μικρή Άρκτος, Αθήνα Νοέμβριος 2015, τιμή 12 ευρώ, σελίδες 128.
--
          Μνήμη ιστορικού Αικατερίνης Κουμαριανού

Σημειώσεις:
     Πάνε αρκετές δεκαετίες τώρα, που στην μεγάλη αίθουσα-αναγνωστήριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης ή σε αίθουσα του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, δεν θυμάμαι ακριβώς τον χώρο, μια και έχουν περάσει πάνω από τρείς δεκαετίες, συνάντησα την ιστορικό Αικατερίνη Κουμαριανού. Μια κομψή, μελαχρινή, λεπτόσχημη και ωραία γυναίκα-παρά τα χρόνια που είχαν περάσει από πάνω της-να είναι σκυμμένη πάνω σε ένα σώμα παλαιάς ελληνικής εφημερίδας και κάτι να αναζητά. Της ζήτησα την άδεια, αν μπορούσα να καθίσω δίπλα της στο τραπέζι να διαβάσω και να αντιγράψω ένα λήμμα από την Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά. Στην ογκώδη, πολυσέλιδη καλαίσθητη έκδοση των εκδόσεων Ίκαρος (με το σκούρο κόκκινο δεμένο εξώφυλλο σε σχήμα μικρότερο από την παρούσα, τελευταία έκδοσή της, Ένατη έκδοση, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, εκδόσεις Γνώση 2000, σελίδες 946, τιμή 53 ευρώ). Τότε, δεν είχα αγοράσει ακόμα την Ιστορία του Κ. Θ. Δημαρά. Είχα συναντήσει όμως, στο υπόγειο βιβλιοπωλείο της Πλατείας Βικτωρίας του Νικολάκη, νομίζω στην μέσα αίθουσά του, δύο παλαιούς τόμους της πρώτης έκδοσης της Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Δημαρά και τους είχα ξεφυλλίσει. Μη όντας συλλέκτης βιβλίων ή πρώτων εκδόσεων, παρά μόνο βιβλιοφάγος-όπως αρκετοί νέοι της γενιάς μου-δεν έδειξα να ενδιαφέρομαι να αγοράσω το δίτομο έργο στην πρώτη του έκδοση, αν και θυμάμαι, ο ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου τους πωλούσε σε μάλλον φτηνή τιμή. Τότε δραχμές. Προτίμησα να αγοράσω μία από τις μεταπολιτευτικές της επανεκδόσεις από τον Ίκαρο, την οποία χάρισα πριν μερικά χρόνια σε φιλικό πρόσωπο που μου στάθηκε σε δύσκολες οικογενειακές στιγμές. Για να την έχουν τα παιδιά του μεγαλώνοντας σαν βοήθημα. 
Την περίοδο εκείνη, αναζητούσα και αγόραζα μελέτες πάνω στην ελληνική λογοτεχνία, ποιητικές ανθολογίες και φυσικά, παλαιότερες ιστορίες της ελληνικής λογοτεχνίας, πριν την έκδοση του Κ. Θ. Δημαρά. Ήθελα να έχω μια όσο το δυνατόν επαρκή εποπτεία γνώσεων και πληροφοριών πάνω σε ζητήματα της νεοελληνικής ποίησης και πεζογραφίας, των διαφόρων σχολών και των ρευμάτων, των συντελεστών και των σταθμών, των έργων των διαφόρων λογοτεχνών. Οι παλαιότερες Ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας όπως ήταν παραδείγματος χάρη αυτή του Άριστου Καμπάνη «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ» και το Συμπλήρωμά της του 1936, του Ηλία Βουτιερίδη «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ» σε τρίτη έκδοση με το συμπλήρωμα του Δημήτρη Γιάκου εκδ. Δ. Ν. Παπαδήμα χ.χ., του Κώστα Θρακιώτη «ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ» εκδ. Δίφρος 1965, την επίσης «ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ» του Γιώργου Ν. Καλαματιανού, στ΄ έκδοση Εστία-Ι. Δ. Κολλάρου χ.χ., ή του Γιώργου Βαλέτα «ΕΠΙΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ» εκ. Πέτρος Κ. Ράνος 1966 κλπ, δεν κάλυπταν τα αναγνωστικά και ερευνητικά ενδιαφέροντα των φιλόμουσων νέων της γενιάς μου, γενιάς του 1980. Ούτε και αυτή του Γλαύκου Αλιθέρση, Αλεξάνδρεια 1938 που είχα αγοράσει σε παλαιοπωλείο σε μια σχισμένη και μουχλιασμένη έκδοση. Ακόμα θυμάμαι την χαρά που αισθάνθηκα καθώς συνάντησα σε παλαιοπωλείο το δύο δεκαεξασέλιδων βιβλιαράκι του αγωνιστή Νίκου Μπελογιάννη, «ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΜΑΚΡΥΝΕΣ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ» Πορεία 1976, δραχμές 25. Σε παλαιότερο σημείωμά μου στην ιστοσελίδα Λογοτεχνικά Πάρεργα, έχω καταγράψει τις ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας που γνωρίζω και έχω διαβάσει. Καλύτερα δομημένες ως προς την διαχείριση του υλικού τους, ήσαν οι ΙΣΤΟΡΙΕΣ των αριστερών ιστορικών Γιάννη Κορδάτου και Νίκου Παππά. Αν και του Νίκου Παππά, είναι τόσο εξόφθαλμα μάλλον «μεροληπτική» που υπερβαίνει ακόμα και την εγκυρότητα του Γιάννη Κορδάτου αλλά και την σύντομη περισκόπηση του Μάρκου Αυγέρη στην Εισαγωγή του στην νεότερη ποίηση και πεζογραφία. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να καταφεύγουμε σε βιογραφικά λεξικά ελλήνων λογοτεχνών και σε λήμματα παλαιότερων εγκυκλοπαιδειών. Οι έρευνές μας άρχισαν να οργανώνονται με συγκεκριμένους τίτλους Ιστοριών της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας όπως ήσαν πχ. Η «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ» του Κωνσταντινουπολίτη καθηγητή Mario Vitti, δες τελευταία έκδοση του έργου «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» εκδ. Οδυσσέας 2003, η «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ» του καθηγητή Λίνου Πολίτη εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης 1978, η δωδεκάτομη εγκυκλοπαίδεια «ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ» των εκδόσεων Χάρη Πάτση χ.χ. και την Ιστορία του Κ. Θ. Δημαρά.
     Όλοι οι προαναφερθέντες τίτλοι, και ακόμα και αρκετοί άλλοι, όπως είναι των ιστορικών της ελληνικής λογοτεχνίας πανεπιστημιακών καθηγητών Παναγιώτη Μαστροδημήτρη, Μιχάλη Μερακλή, του Σοφοκλή Γ. Δημητρακόπουλου, των Ιωάννου Κολλάρου-Μιχάλη Μαυρουδή, κλπ. διεύρυναν τους ορίζοντές μας σε γνώσεις και πληροφορίες, και οργάνωσαν τεχνικά το πεδίο των ερευνών μας. Μας παρείχαν την απαραίτητη τεχνογνωσία και μια μεθοδολογία ερμηνευτικής οπτικής. Αυτές εν τάχει είναι οι γενικές οφειλές «ευγνωμοσύνης» της γενιάς μου σε αυτούς που μας «δίδαξαν» να διαβάζουμε ορθά την Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνικής πορείας και να αναγνωρίζουμε τους δημιουργικούς ενεργούς φάρους σηματοδότησης των επόμενων γενεών και εξέλιξης.
Οφείλουμε όμως να επισημάνουμε, την ιδιαίτερη συμβολή στην «άτυπη» μη πανεπιστημιακή θα γράφαμε διδαχή, του έργου της Ιστορίας του Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά. 
Τον Κ. Θ. Δημαρά τον διαβάζαμε στις γνωστές του επιφυλλίδες στην ημερήσια παλαιά εφημερίδα «Το Βήμα», όπου δημοσίευε-όπως και άλλοι σημαντικοί έλληνες λογοτέχνες και ιστορικοί, θεολόγοι και αρχαιολόγοι, τα θέματα των ερευνητικών του εργασιών. Οι επιφυλλίδες αυτές, ήσαν ένα «λαϊκό» δημόσιο ανοιχτό σχολείο από μόνες τους. Μαθαίναμε γράμματα μέσω των δημοσιογραφικών εντύπων, όταν ακόμα, τότε, ο δημοσιογραφικός λόγος τιμούσε τον ρόλο του και την υπογραφή του. Μικρή εμβόλιμη παρένθεση. Όποιος παρακολούθησε την περασμένη εβδομάδα δύο φορές μάλιστα στο Κανάλι της Βουλής στην εκπομπή για το Βιβλίο την συνέντευξη του παλαιού δημοκρατικού δημοσιογράφου της εφημερίδας Ελευθεροτυπία Γιώργου Βότση την συνέντευξη, και τι είπε και αποκάλυψε για τον ρόλο της σημερινής δημοσιογραφίας αλλά και ποιος αριστερός παλαιός κομμουνιστής σύντροφός του τον κάρφωσε στην αστυνομία και τον κυνήγησαν, θα κατανοήσει με θλίψη γιατί δεν χαίρουν πλέον εκτίμησης και εμπιστοσύνης, εδώ και χρόνια, οι δημοσιογράφοι και ο δημοσιογραφικός τους λόγος. Αναζητήστε την συνέντευξη του παλαίμαχου δημοσιογράφου Γιώργου Βότση θα διδαχτείτε πολλά. Κλείνω την παρένθεση. Αυτό είναι σε γενικές γραμμές το πλαίσιο αναφορών των οδοδειχτών της Νεοελληνικής επίσημης Λογοτεχνίας, συμπεριλαμβανομένων φυσικά συμπληρωματικά, τα κατά καιρούς διάφορα άρθρα και δημοσιεύματα, μικρές μελέτες και πληροφορίες, στοιχεία και σχολιασμούς που διαβάζουμε την τελευταία πεντηκονταετία στην χώρα μας σε λογοτεχνικά περιοδικά, συγγράμματα, συνεδριακούς ή αφιερωματικούς τόμους, σε εφημερίδες και αφορούν την πορεία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.
Όμως οφείλουμε να επισημάνουμε το εξής. Όσοι νέοι και νέες μελετούσαμε την Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, ή τέλος πάντων όσοι ενδιαφερόμασταν κατά τι περισσότερο, αγαπούσαμε ιδιαίτερα την ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ του Κ. Θ. Δημαρά. Αναγνωρίζαμε στην εργασία αυτή τον μεγάλο και επίπονο μόχθο του ιστορικού παρά του ότι διαισθανόμασταν ότι υπήρχαν ορισμένες «μεροληψίες» του. Δηλαδή, διαισθανόσουν-από άλλα συμπληρωματικά σου διαβάσματα-ότι ίσως ο ιστορικός να μην στάθηκε και τόσο δίκαια και «αντικειμενικά» απέναντι σε κάποιον που εσύ αγαπούσες έλληνα ποιητή ή πεζογράφο. Το ερμηνευτικό του βλέμμα εστιάζονταν σε μια ερμηνευτική γραμμή, θα τολμούσα με σεβασμό να έγραφα σε έναν ελληνικό «λογοτεχνικό κανόνα»  για να θυμηθούμε και αυτόν του άγγλου ιστορικού, που έφυγε πρόσφατα από την ζωή, έναν κανόνα-οπτική καθαρά προσωπική, που «μετρούσε» τις λογοτεχνικές ή ποιητικές αξίες των ελλήνων δημιουργών των διαφόρων λογοτεχνικών γενεών. Ασφαλώς, το ίδιο αναγνωρίζουμε και σε μελέτες και κριτικές του Ζήσιμου Λορεντζάτου. Οι παλαιότεροι μελετητές μας υπενθυμίζουν την Παλαμολατρεία του Γιώργου Κατσίμπαλη, και πόσο αυτή η υπερβολική του αγάπη για τον σημαντικό Κωστή Παλαμά, «τροχιοδρόμησε» τις έρευνές του τις αποδοχές και απορρίψεις του. Το αυτώ συναντάμε και σε άλλους ιστορικούς. Ο Γιάννης Κορδάτος πχ., παρότι αφιερώνει ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην γυναικεία λογοτεχνική παρουσία, δίνει βάρος στις ελληνίδες εκείνες που άνηκαν στον ίδιο ιδεολογικό χώρο που υπηρέτησε και ο ίδιος στην εποχή του. Το αυτώ βλέπουμε να συμβαίνει και στους «ιστορικούς» εκείνους που ασχολούνται με τα χριστιανικά γράμματα. Ο φακός τους φωτίζει κατά κύριο λόγο μόνο τους ορθόδοξους χριστιανούς συγγραφείς. Ο Κ. Θ. Δημαράς λοιπόν, μας έδωσε ένα τεκμηριωμένο σύμφωνα με τις δικές του αναγνωστικές αντιλήψεις και προτιμήσεις, αξιακές και λογοτεχνικές αρχές και αισθητικά του προτάγματα, μάλλον της ίδιας του της ζωής, μια Ιστορία που μπορεί να μην συμπεριλαμβάνει το καθόλου της ελληνικής δημιουργίας, να είναι πολύ αυστηρά τα κριτήριά του, στο ποιανού έργο και τι θέλει να διασώσει, ποια πρόσωπα οφείλει ο ίδιος σαν ιστορικός να μνημονεύσει και ποια όχι, όμως η πείρα και εμπειρία του, η συγκροτημένη σκέψη και μεθοδολογία σκέψης του, ο απλός λόγος του και οι όποιοι συσχετισμοί του, μας βοήθησαν να φτιάξουμε τις δικές μας ράγες ανάγνωσης της ελληνικής ποίησης και λογοτεχνίας. Η βάση δεδομένων σχετικά με την ελληνική λογοτεχνία ήταν το δικό του βιβλίο. Δεν θα μιλήσω για τις προηγούμενες γενιές ή τις επόμενες. Αλλά για την δική μου γενιά-ας επαναλάβουμε Γενιά του 1980-αυτός ήταν ο φάρος ανάγνωσης των ελληνικών έργων και σταθμών. Ο Κ. Θ. Δημαράς επίσης, δεν μας μίλησε μόνο για τους συντελεστές και τα έργα τους, δεν μας έκανε να σκύψουμε με προσοχή πάνω στους «αστούς» δημιουργούς, της περιλάλητης Γενιάς του 1930, που όπως πολύ εύστοχα και καίρια επισημαίνει ο ποιητής και ερευνητής Νάσος Βαγενάς, ο Δημαράς πόρρω απέχει από το να είναι ο επίσημος ιστορικός της γενιάς αυτής, και που όπως μας φωτίζει στο οσάνω μελέτημά του, εμείς οι απλοί αναγνώστες αλλά και οι άλλοι οι «λουστράτοι» ερευνητές, βραχυκυκλωθήκαμε μέσα σε ένα αναγνωστικό πεδίο παραναγνώσεων της ελληνικής ποίησης και λογοτεχνίας, παρά τις καλές μας προθέσεις προσέγγισης και έρευνας. Πολλές φορές η αδιαφορία, άλλες η έλλειψη στοιχείων, ο μη διαθέσιμος χρόνος για έρευνα, η ατεκμηρίωτη γνώμη πρόσληψης ξένων ερευνητικών προσεγγίσεων, η αμέθοδη τεχνογνωσία μας, οι δυσεύρετες πηγές που δεν είναι εύκολα προσβάσιμες, μας καθιστούν παραναγνώστες αναγνώστες ή μελετητές ενώ έχουμε καλές προθέσεις. Αλλά ακόμα και η ατομική μας προτίμηση σε έναν ποιητή ή πεζογράφο. Κάποιον που μας πάει περισσότερο από έναν άλλον, μας καθιστά όχι μάλλον φερέγγυους ερμηνευτές σύμφωνα τουλάχιστον με την επίσημη ακαδημαϊκή ή πανεπιστημιακή ερμηνευτική οπτική. Ο Βαγενάς έχει δίκιο να ξεκρεμά από την πινακοθήκη των κορυφαίων ιστορικών-μελετητών της Γενιάς του 1930 τον Κωνσταντίνο Θ. Δημαρά. Αν συσχετίσουμε τις θέσεις που εκφράζει ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης ή ο Οδυσσέας Ελύτης με αυτές του Δημαρά για πρόσωπα της ελληνικής γραμματείας, θα αναγνωρίσουμε το δίκαιο του λόγου και των επιχειρημάτων του. Και πως μπορούμε να σκεφτούμε διαφορετικά όταν γνωρίζουμε ότι ο ομότιμος πλέον καθηγητής πανεπιστημίου, έχει αφιερώσει εκατοντάδες σελίδες των δημοσιευμάτων, των παρουσιάσεών του και εισαγωγών του, στην επιθυμία του να μας διευκρινίσει σκιερές πτυχές ελληνικών έργων, σε  επεξηγηματικά σχόλια πάνω σε θέματα που αφορούν την θεωρία της λογοτεχνίας, αναλύσεις και κρίσεις, που μας δηλώνουν όχι το ορθό της κρίσης του μόνο αλλά, και το καθιερωμένο λάθος που έχει θεσμοθετηθεί ως σωστό. Κάτι, που ασφαλώς δεν συμβαίνει μόνο στον χώρο της λογοτεχνίας, αλλά και της ιστορίας, της γλώσσας, της λαογραφίας, της θρησκείας, και σε άλλους τομείς της επίσημης επιστήμης και των τεχνών. Οι παραναγνώσεις έχουν καθιερωθεί ως επίσημοι κανόνες ερμηνείας και έτσι πορευόμαστε εδώ και χρόνια. Η εντύπωση παραδείγματος χάριν που μένει σε έναν έλληνα αναγνώστη της ποίησης του Κώστα Καρυωτάκη της εικόνας του και των κοινωνικών αντιδράσεων του ποιητή, όπως παρουσιάστηκε στο γνωστό τηλεοπτικό σίριαλ είναι ισχυρότερη από την ανάγνωση που θα αποκομίσουμε από μια σκιαγράφησή του από έναν ιστορικό ή μελετητή του, ή θεωρητικό της λογοτεχνίας. Όσοι μελετούν τον ελληνικό ποιητικό λόγο, γνωρίζουν ότι υπάρχουν και αρτιότερα ποιήματα του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού, όμως, ο μέσος έλληνας, αναγνωρίζει και συγκινείται με τον Ύμνο στην Ελευθερία που έχει χιλιάδες φορές ακούσει και έχει μάθει με προσοχή να ψελλίζει είτε κατά μόνας είτε συλλογικά. Ποιος αναφέρεται στα λυρικά μουσικά κομμάτια του μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη. Ποιος μπορεί να αναγνωρίσει την μετρική και την λυρικότητα της πεζόμορφης Καβαφικής ποίησης; Ή την ρυθμολογία των Κάλβιων κλασικών στίχων; Κάθε γενιά αναγνωστών ερμηνεύει με τους «δικούς της κανόνες» και αισθητικές ανάγκες (;) τους ποιητές και δημιουργούς των προηγούμενων γενεών από αυτήν. Δεν εξετάζει ή δεν πολυασχολείται αν παρατονίζει ή παραμορφώνει έναν ποιητή ή ένα έργο. Της αρκεί να εκφράζει τις δικές της και μόνο αισθητικές ή αναγνωστικές ανάγκες. Ο Νάσος Βαγενάς έχει δίκιο σε αυτά που γράφει, δεν το αμφισβητεί κανείς αμύητος αυτός. Ο ποιητής και θεωρητικός στρέφεται προς τα πίσω και φωτίζει τα ξεστρατίσματα των προηγούμενων ερμηνευτών. Επαναπροσδιορίζει την οπτική μας και μας ζητά μέσα από έναν λόγο απλό, καθόλου δυσνόητο, ύφος προσβάσιμο στον κάθε μέσου ενδιαφέροντος αναγνώστη ή πανεπιστημιακό, παραθέτοντας τις πηγές των αναφορών του, (εδώ έγκειται η δυσκολία στον απλό καθημερινό αναγνώστη που δεν έχει τον επαγγελματικό χρόνο να ανατρέξει σε αρχεία και άλλες πρωτογενείς πηγές), να επανερμηνεύσουμε τα μέχρι σήμερα καθιερωμένα και αυτά που θεωρούσαμε ως ερμηνευτικά ορθά.
Οι δημόσιες συγγραφικές και ερευνητικές παρεμβάσεις του ομότιμου καθηγητή δεν χρίζουν ασφαλώς ούτε τεκμηρίωσης ούτε επαλήθευσης, εντάσσονται μέσα στο πεδίο των ερευνών του ελληνικού ποιητικού λόγου και των προσδιορισμών του τόσο θέλω να πιστεύω μέσα στα διάφορα μελετήματα όσο και στις συνειδήσεις των αναγνωστών, των μη μυημένων σε τέτοιας φύσεως ζητήματα και λογοτεχνικούς θεωρητικούς και μη προβληματισμούς. Το ζήτημα είναι διαβάζοντας όχι μόνο το κείμενο για τον Κωνσταντίνο Θ. Δημαρά στον ανά χείρας τόμο, αλλά και τις υπόλοιπες κριτικές αναθεωρητικές παρεμβάσεις του, τις πάντα τεκμηριωμένες και ελεγμένες, τις δημοσιευμένες στα διάφορα περιοδικά και άλλα έντυπα ή συγκεντρωμένες αυτόνομα σε βιβλία, στο πόσο χρόνο χρειάζεται μια νέα αναθεωρητική ερμηνεία και ορθή πρόσληψη από έναν ειδικό να γίνει κτήμα μιας νέας ανάγνωσης ή επανανάγνωσης ενός έργου χωρίς τις καθιερωμένες από τον χρόνο και την συνήθεια παραναγνώσεις του. Και τι θέληση θα υπάρξει από το ευρύ αναγνωστικό κοινό, και όχι μόνο από τους ειδικούς και πανεπιστημιακούς αρμοδίους, μια που ένα έργο, ένα δημιούργημα, στο κοινό απευθύνεται νομίζω πρωτίστως και δευτερευόντως σε ειδικούς. Ότι και να γράψει ένας θεωρητικός ειδήμων για έναν πίνακα του Πάμπλο Πικάσο αν δεν σε αγγίξει καθώς τον παρατηρείς θα μείνει αίολο. Ή θα συμπληρώσει την βιβλιογραφία του και μόνο. Νομίζω ότι οφείλεις πρώτα να διαβάσεις, να δεις, να παρακολουθήσεις ένα έργο τέχνης, να το αισθανθείς και να το νιώσεις, για να μπορείς κατόπιν να διευρύνεις τους ερμηνευτικούς του ορίζοντες.
     Το ίδιο θα γράφαμε και για την Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά. Το έργο αυτό το αγαπήσαμε, και αυτό είπα αμέσως στην Αικατερίνη Κουμαριανού όταν την συνάντησα στο αναγνωστήριο και ανοίξαμε συζήτηση. Αλλά και κατόπιν στα δύο με τρία τηλεφωνήματα που είχαμε καθώς είχε την καλοσύνη να μου χαρίσει ένα βιβλίο της. Στην Κουμαριανού επίσης, είπα και κάτι άλλο. Ο Κ. Θ. Δημαράς ήταν ο πρώτος-τουλάχιστον της γενιάς μου-που μας μίλησε και μας ξύπνησε το ενδιαφέρον για τον ελληνικό διαφωτισμό, τους έλληνες διαφωτιστές και τα έργα τους με τρόπο σαφή και ελκυστικό. Η δική του Ιστορία είναι που μας μύησε στις πρώτες ρίζες της μεσαιωνικής λογοτεχνίας, πολύ πριν διαβάσουμε την μελέτη του Γιάννη Αποστολάκη για το Δημοτικό Τραγούδι. Πολύ πριν μας μιλήσουν για το έργο τους η σειρά των βιβλίων του Κωνσταντίνου Σάθα. Όλος ο πλούτος της μεσαιωνικής γραμματείας και του ελληνικού λαϊκού και έντεχνου μετά και πριν την επανάσταση του 1821 πολιτισμού πέρασε στις συνειδήσεις μας, μάγευσε τις καρδιές μας, ενεργοποίησε την κρίση μας διαβάζοντας για τους έλληνες της διασποράς και το έργο τους, μαθαίνοντας τον αγώνα και τις προσπάθειές τους να στεριώσουν τα ελληνικά γράμματα στην εσπερία και να μεταλαμπαδεύσουν στο ελληνικό κοινό τα νάματα του νέου κόσμου που ανέτειλε στην δύση μετά την αναγέννηση, τον διαφωτισμό και την γαλλική επανάσταση, ο Κ. Θ. Δημαράς. Αυτός μας μίλησε πρώτος για τον ελληνικό Ρωμαντισμό. Ανατρέξτε έστω και μετά τόσες δεκαετίες όχι στα «ΑΝΘΗ ΚΟΜΨΑ» ΜΝΗΜΗ Κ. Θ. ΔΗΜΑΡΑ, όχι στις «Ασέβειες του Ιστορικού» του Φίλιππου Ηλιού, όχι στους αφιερωματικούς τόμους που κυκλοφόρησαν στην μνήμη του, αλλά, στον τόμο «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ» Ερμής 1977, στον τόμο «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΡΩΜΑΝΤΙΣΜΟΣ», Ερμής 1982, στην ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ του και θα αναγνωρίσετε τον δάσκαλο με την ουσιαστική σημασία που έδιναν οι παλαιότεροι και ίσως δίνουν ακόμα στον Αδαμάντιο Κοραή. Καμία άλλη Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας πριν από τη δική του δεν μας καθοδήγησε στης ελληνικής γραμματείας τα μονοπάτια όσο αυτή. Καμία. Ευπρόσδεκτες προτάσεις των άλλων αλλά ο Ελληνικός Διαφωτισμός τα Έργα του και οι συντελεστές του διδάχθηκαν από αυτόν. Αντλήθηκαν οι πληροφορίες από αυτήν την ογκώδη Ιστορία που λείπουν πολλοί λογοτέχνες, ή δεν του «πάνε» άλλοι. Η Ιστορία του είναι ο ακρογωνιαίος λίθος θα τολμούσα να σημειώσω ακόμα και σήμερα στα ελληνικά γράμματα, παρά την πολύτομη των ημερών μας, ανεπανάληπτη προσφορά της δικής του Ιστορίας του Αλέξανδρου Αργυρίου, που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Παρά την σε ένα τόμο συγκεφαλαίωση του Λεξικού των εκδόσεων Πατάκη. Το φτερούγισμα σε έναν άλλο ευρύτερων οριζόντων κόσμο ελληνικού πολιτισμού, έγινε με την ανάγνωση της δικής του Ιστορίας. Τι σημασία έχει ας μου συγχωρεθεί αυτό που θα σημειώσω, αν τον θεωρούν ιστορικό της γενιάς του 1930 ή αν συμφωνούμε με τον ποιητή Νάσο Βαγενά ότι ανήκει και αυτός στις περιπτώσεις εκείνες της ελληνικής γραμματείας που έχει καλυφθεί το έργο του ή οι ερμηνείες του ή ο ίδιος από στρώματα παραναγνωστικών προσεγγίσεων. Ο μαγνήτης που σε τραβάει ακόμα είναι το ίδιο το έργο του. Ένα έργο που δεν έμεινε κλεισμένο στα Σπουδαστήρια των διδακτορικών διατριβών και τα Αρχεία μέσα σε σκόνη ενός αβέβαιου για την διαδρομή του χρόνου.
     Ο Κ. Θ. Δημαράς, όπως η μνήμη ενεργά έχει συγκρατήσει, δεν ήταν ζωντανός μόνο στην μαθήτριά του νομίζω, ιστορικό Αικατερίνη Κουμαριανού, που τόσο συγκινητικά λόγια άκουσα να μου λέει για τον δάσκαλό της, στον λίγο χρόνο των συνομιλιών μας. Θυμάμαι, πόσο ζωντανή ήταν η παρουσία του και σε εμάς τους νεότερους που δεν είχαμε την τύχη να τον γνωρίσουμε από κοντά, να παρακολουθήσουμε μία διάλεξή του, να ακούσουμε δια ζώσης την χροιά της φωνής του. Να δούμε την όψη αυτού του αειθαλούς νέου με το παπιόν. Όταν αναφερόμασταν οι νέοι-τότε αναγνώστες της ελληνικής γραμματείας-στο όνομά του, τα μάτια μας σπινθήριζαν, τα χείλη μας φανέρωναν μια κρυφή ικανοποίηση, το μυαλό μας πετάριζε σε εικόνες και σκηνές της Ιστορίας και των Κειμένων του. Μόνο μάλλον, ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος μας ενεργοποιούσε τέτοιον ενθουσιασμό με την αναφορά στο όνομά του.
     Ακόμα και στις μέρες μας, που το αναγνωστικό ενδιαφέρον για ζητήματα που απασχόλησαν τον Κ. Θ. Δημαρά έχει μειωθεί δραματικά, ακόμα και σήμερα που πολλά προβλήματα με τα οποία ασχολήθηκε έχουν βρει την λύση τους, ακόμα και σήμερα που όλα έχουν αξιολογηθεί και επαναξιολογηθεί στον τομέα της ελληνικής γραμματείας, ακόμα και σήμερα που το άστρο της Καβαφικής ποίησης οδηγεί τους νέους φιλίστορες ενώ το Παλαμικό έργο έχει παραμερισθεί και δεν προβάλλεται όσο πραγματικά του αναλογεί και του αξίζει. Γιατί δεν είναι μόνο ελληνοκεντρικός ο ποιητής Κωστής Παλαμάς, είναι και οικουμενικός, παγκόσμιος, διαχρονικός, ταυτόχρονα εθνικός αλλά και ανοιχτών οριζόντων. Όπως ο Αλεξανδρινός δεν είναι μόνο οικουμενικός αλλά και έλληνας εθνικός. Ο Ελληνισμός του Κ. Θ. Δημαρά είναι και αυτός ανοιχτών οριζόντων. Είναι μάλλον κρίμα εν ονόματι των ιστορικών και πολιτικών ορθών να πρυτανεύει η κοινωνιολογική ταυτότητα και όχι η εθνική ή παράλληλα με αυτή.
      Κάθε λαός έχει μία Εστία, μια πατρίδα αναφοράς,το ίδιο και ο Ελληνισμός, και αυτή γέννησε και το ελληνικό της διασποράς διαφωτισμό και τον εσωτερικό εθνικό πολιτισμικό κορμό που έχει τις ρίζες του πριν την γαλλική επανάσταση, πηγάζει από τα έργα των αρχαίων τραγικών, ποιητών και φιλοσόφων, στοχαστών. Οι ήρωες του 1821 που ύμνησε και ο Κωστής Παλαμάς, δεν κοινωνούσαν με τα πνευματικά έργα της σχολής της Φραγκφούρτης αλλά με την Ρωμαντική Ευρωπαϊκή παράδοση. Την γλώσσα και τα βιώματα ενός έθνους, τις εμπειρίες ζωής που δεν υπήρξε περίκλειστο στα σύνορά του μέσα στην ιστορία, αλλά ταξίδευε τις γνώσεις και τις αλήθειες του βίου του που είχαν ρίζες προαιώνιες και ανθηρές.
     Να το επαναλάβω και πάλι, η Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά, μας διδάσκει ακόμα. Και όσοι κατάλαβαν, κατάλαβαν.
     Το κείμενο του ομότιμου καθηγητή και ποιητή Νάσου Βαγενά είχε δημοσιευτεί και στην πρώτη έκδοση του σπονδυλωτού βιβλίου, στο Παράρτημα με τον ίδιο τίτλο, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίνδικτος 2005, σελίδες 53-60. Η δεύτερη μελέτη του Παραρτήματος έχει τον τίτλο «Η ΠΑΡΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ» και οι δύο επιφυλλιδογραφικής μορφής καταθέσεις του Βαγενά είχαν δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα». Οι οποίες όμως δένουν οργανικά με τον κεντρικό αναφορικό τίτλο του βιβλίου που είναι «Η ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ».
Το σπονδυλωτό αυτό μελέτημα περιέχει τα εξής:
Πρόλογος στη δεύτερη έκδοση
Πρόλογος στην πρώτη έκδοση
Η ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ
Περί των κριτικών αναθεωρήσεων, 17-
Παράπλευρες κριτικές απώλειες, σ.21-
Η αριστεροποίηση του Καρυωτάκη, σ. 25-
Ο Καρυωτάκης «πρωτοποριακός», σ.29-
Πολιτική και μη πολιτική ποίηση, σ.33-
Μια άλλη ανάγνωση του Καρυωτάκη, σ. 37-
Μια άλλη ανάγνωση του Σεφέρη, σ.41-
Ο Καρυωτάκης και η γενιά του ’30, σ. 45-
Ο ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ ΚΑΙ Ο ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΣΥΛΛΑΒΟΣ, σ.51-
Ο ΤΑΚΗΣ Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ ΚΑΙ Η ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΟΤΗΤΑ, σ. 65-
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Ο. Κ. Δημαράς και η γενιά του ’30, σ.113-
Η παρανάγνωση του Καβάφη, σ. 120-
Ευρετήριο προσώπων, σ. 126-
Τα κείμενα Ο ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ ΚΑΙ Ο ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΣΥΛΛΑΒΟΣ, καθώς και ο Τ. Κ. Παπατσώνης και η Πρωτοποριακότητα που εμπλουτίζουν την δεύτερη έκδοση, δεν συμπεριλαμβάνονται στην πρώτη έκδοση.
Και μια μικρή παράλειψη της έκδοσης. Δεν υπάρχει Ευρετήριο προσώπων στην σελίδα 126 όπως αναγράφεται.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 19 Νοεμβρίου 2019
ΥΓ. Πολύ καθαρή και έντιμη πολιτικά η κίνηση του κυρίου Σταύρου Θεοδωράκη του αρχηγού του πολιτικού κόμματος ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ που δεν μπήκε στην Βουλή, να επιστρέψει τα χρήματα της επιχορήγησης που λάμβανε όπως και άλλα σφραγίδα κόμματα, που μοιράζονται αφειδώς στους εκλογικούς σχηματισμούς. Ίσως θα άξιζε για την τιμή της Ελληνικής Δημοκρατίας να μοιράζονται τα χρήματα αυτά σε ανέργους ή να αυξηθεί ο χρόνος που λαμβάνουν το επίδομα οι άνεργοι φορολογούμενοι.
Ακούει κανείς;
                                  
           


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου