Ο
ΠΟΙΗΤΗΣ ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
Μιλούμε
για τον θάνατο του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Αλλ’ αμφισβητώ πώς ένα τέτοιο πράγμα
συνέβηκε. Ο Λαπαθιώτης είχε περάσει στην αντιπέραν όχθη εδώ και τριάντα σχεδόν
χρόνια. Ύστερ’ από μια θαμπωτική φωτοβολία μετεώρου, που διάρκεσε λιγότερο από
δέκα χρόνια, ο Λαπαθιώτης μονομιάς, νωρίτερ’ από το 1918, χωρίς να χαμηλώσει,
ξαφνικά, έσβυσε μονομιάς. Γιατί, ό,τι έμενε βέβαια δεν ήταν της ζωής ΄ κάτι
ήταν της αγάπης, αυτό δηλαδή που μένει και σήμερα και πού για τους φίλους του
δεν θα σβύσει ποτέ.
Ο
Λαπαθιώτης και το έργο του… Αλλά ποιο είναι το έργο του; Κοντεύω ν’ αμφισβητήσω
και την ύπαρξη του έργου του. Από την πλευρά της ζωτικότητας, της πορείας προς
τα εμπρός, του φωτισμού και της δυναμικής ανάτασης, μπορεί κανείς να πη, πώς έργο
Λαπαθιώτη δεν υπάρχει. Και αυτό που υπάρχει, κάτι τόσο αέρινο, δάκρυ γινόμενο
υδρατμός, φευγαλέα ηδυπάθεια και πρό πάντων, και κυριώτατα, αντίδραση,
αναδρομή, απελπισμός, διαρκής ανάκρουση της λύρας της ματαιότητας’ και αν πάει
κάτι προς τα εμπρός στο έργο του, είναι μονάχα η πορεία προς το θάνατο. Είναι
κυριολεξία να πώ το ότι από τα 1918 ο Λαπαθιώτης δεν ζούσε τη ζωή μας. Τι μας
έδωσε από το τέλος του μεγάλου πολέμου ως με τα χτές; Μιάν απέραντη σιωπή του’
και αν κάτι ακούγαμε από τη διεύθυνσή του, από την κρυφή τροχιά του, υπόκωφος ψόφος
ήταν τα σκεπάρνια και φτυάρια πού ανοίγαν τάφο. Ως που εδώ και τέσσερα κάπου
χρόνια φάνηκε το μοναδικό του βιβλίο, η αναμενόμενη απαρχή της έκδοσης του
έργου του. Και τι βρήκαμε σ’ αυτό το βιβλίο; Απόκοσμες φωνές θανάτου, θρήνο και
κλάψα και οδυρμό πολύν και δόση ελπίδας λυπητερής, τοποθετημένης και αυτής
πέραν του τάφου. Πώς έναν τέτοιο Λαπαθιώτη μπορώ να τον λογαριάσω για ζωντανόν
και ποιος θα με πείσει πώς το σφαλισμένο φέρετρο, που αντίκρυσα προχτές,
περιείχε μέσα τον Λαπαθιώτη.
Τότε όμως
γιατί μιλούμε για έναν άνθρωπο, πού ούτε της ζωής μέτοχος ήταν, ούτε έργο
αφήκε; Ετούτο είναι ακριβώς το περιεργότερο των πραγμάτων: η ύπαρξη που κατά τά
πρώτα λίγα χρόνια μας αποκαλύφθηκε σαν φωτεινό μετέωρο και που όλα τα υπόλοιπα
της χρόνια στάθηκε δίπλα μας αλλ’ απόμερ’ από μας σαν σκιά θανάτου, κατόρθωνε
εντούτοις κ’ ενσάρκωνε ολόκληρη τη Λύρα. Αν ο Λαπαθιώτης δεν ήταν ο ιδανικός
Ποιητής, αναρωτιέμαι ποιος άλλος τότε είναι ή θα είναι ποτέ. Μιάν άρρητη ποίηση,
αερικές φτερούγες, κραδασμοί χορδών παθητικών, τραγουδιστής παραμυθένιος και
βασιλόπουλο παραμυθένιο, πεσμένο από τον ουρανό και παραπλανημένο σ’ ένα
βασίλειο ξένο του. Εξωτικό φυτό του θερμοκήπιου, της χλιαρής ατμόσφαιρας, από
τά ιριδοειδή και ορχιοειδή ή νούφαρο της ατάραχης, ίσως μολυσμένης λίμνης,
«άνθος του κακού» ενσαρκωμένο. «Κακού» για τη ζωή του και τη δημιουργία του, γιατί κατά τ’ άλλα η
παιδική καλοσύνη και η λεπτότερη δυνατή ευγένεια ψυχής, δεν εγκατέλειψαν τον
Λαπαθιώτη ποτέ του. Αν μιλώ τόσο για την ιδιάζουσα προσωπική του θέση στη ζωή
μας, το κάνω γιατί αυτή ακριβώς είναι το κύριο έργο του. Αυτήν και μόνο
καλλιέργησε, πρόσφορη καθώς ήταν από την φύση της για λεπτές, περίτεχνες
φροντίδες και αυτοκαλλιέργεια. Απάνω από όλα προικισμένος με μιάν υπερόξυνση
του μουσικού αισθητηρίου, ήρθε φυσικό προς τη μουσική και την αρμονία κυρίως να
στραφή. Έτσι τον βλέπουμε από την πρώτη του παιδικήν ηλικίαν να ρεμβάζει
εκτελώντας τις πιο απόκοσμες και νοσταλγικές συνθέσεις των Σοπέν, Γκρήγκ,
Βάγκνερ στο πιάνο. Ο «Θάνατος της Aaz” η Fileuse, η Solveig, η «Ρομάνς προς το Άστρο», τά «ρετσιτατίβα» που
προετοιμάζουν το χορικό των «Προσκυνητών», κάτι λυρικά του Λιστ. Μαθητής ακόμη
είχε συγγράψει σε τομίδιο και ανεβάσει και παίξει ένα θεατρικό του έργο’ ένα
σπάνιο αντίτυπο βρίσκεται στα χέρια μου. «Μοναχογιός και μοσκαναθρεμένος»,
καθώς λέει ο λαός, εύκολα εύρισκε πάντα την ατμόσφαιρα του θερμοκήπιου στο
σπιτικό του περίγυρο. Πρόωρα εκλεπτυσμένος σε ό,τι αισθητικά άρτιο είχαν δώσει
οι επιτυχίες, παιδί-θαύμα, πεσμένο σε άμετρη και αποκλειστική ωραιοπάθεια,
βρέθηκε στην πρώτη του ήβη με πνευματικούς δασκάλους και παραστάτες τον Πόε,
τον Μπωντελαίρ, τον Μαλαρμέ, τον Κουϊνσι, τον Ρεμύ ντέ Γκουρμόν, τον Ντ’
Ανούντσιο, τον Μαίτερλινγκ, τον Βεράρεν και τον Χουϊτμαν, τον Ντ’ Ορεβιγύ, τον
Βιλλιέ ντέ Λίλ Αντάν. Αρκεί και μονάχα τούτη η απαρίθμηση των πριγκήπων της
περίκλειστης στον εαυτό της Τέχνης (με μόνη εξαίρεση των Βεράρεν και Χουϊτμαν,
πού είχαν μέσα τους την υγεία), του υπερσυμβολισμού, της υπερμουσικότητας και
της παρέκκλισης από τον υγιεινό κανόνα, ή της αντίδρασης, της αναδρομής στα
πίσω, στην αποξένωση της ζωντάνιας, για να καταλάβεις κατά πού η ίδια του η
ιδιοσυγκρασία οδηγούσε τον νέο ποιητή. Προστέθηκαν και ο Βερλαίν και ο Αρθούρος
Ρεμπώ και οι αισθητικές θεωρίες του Καρλάϋλ από τη μια μεριά και του Ράσκιν και
Ροσσέττι από την άλλη. Σφραγιστήκαν δε όλα με την φυσιογνωμία του Κλωντέλ.
Θαρρώ πώς δεν θέλει κάν άλλο σχόλιο, ένας τέτοιος κατάλογος. Άρχισε ύστερα να
διαγράφεται καθαρότερα και ο πραγματικός καρπός (εξωτικός, διεστραμμένος, με
φανερές ροπές προς τη σηπεδόνα), ο κύριος σκοπός της πορείας: η αποκλειστική
και φανατική λατρεία της μορφής του αρσενικού παιδιού, λατρεία που βρήκε το
ίνδαλμά της κυριαρχικό, εφιαλτικό, μανιακό, απόλυτο και μόνο στο πρόσωπο του γόητα
και τραγικού Όσκαρ Ουάϊλντ. Δάσκαλος υπέροχος της ωραιοπάθειας μαζί και
διαφθορέας ψυχών με τον απαλώτερο τρόπο, αυτός ο ιρλανδός στάθηκε το απόλυτο
μέτρο προς μίμηση στον Λαπαθιώτη. Τον εθεοποίησε κ’ έστησε το θρόνο του, με όλα
τα συναφή μολύσματα στην αθώα ψυχή του. Στη θρησκεία του αυτή στάθηκε πιστός
σαν τους μυστικούς του μεσαίωνα. Ταυτισμός σε όλα της ψυχής, σε όλα του
σώματος, σε όλα της ζωής, σε όλα της δυστυχίας, σε όλα της αγέρωχης στάσης
αντίκρυ στην κοινωνία, σε όλα της ελεεινής τελευτής, σε όλα του θανάτου. Η
σωματική και ψυχική κατάρρευση του Λαπαθιώτη, κατάρρευση συνειδητή από χρόνια
στον ίδιο και για τούτο τραγικώτατη, τι άλλο ήτανε παρά μια καταπλήττουσα
επανάληψη μέσα στη ζωή του φανταστικού συμβάντος στον Ντόριαν Γκραίϋ και στην
εικόνα του. Εδώ πιά μόνον ο οραματισμός των Μυστικών μπορεί να δώσει εξήγηση.
Έτσι, στις φαινομενικές αντιφάσεις, εξηγείται και μια τάση στον μυστικοπαθή
σατανισμό του Αντρέγιεφ και του «Πέρα εκεί» του Χουϊσμάν.
Όσο για
την ελληνική τέχνη, η ροπή του ήταν προς τους stylistes σαν
τον Χρηστομάνο, τον Ροδοκανάκη, η αγάπη του όμως στον Παπαδιαμάντη, τον
Σικελιανό και τον Καβάφη.
Τα
λιγοστά χρόνια που φανερώθηκε φωτοβόλος ο Λαπαθιώτης, καταχτητές και κυρίαρχος
της ζωής μαζί και της τέχνης, σκορπούσε, δανδής, κομψότατος, άψογος,
πριγκηπικός, ανθοστολισμένος, arbiter
elegantiarum,
γόητας, όλα τ’ άνθη της πρωτοποριακής, της επαναστατημένης, της τολμηρότατης
τέχνης του σε όλα τα περιοδικά της εποχής του. Κάθε του τραγούδι ή πεζοτράγουδο
ήταν και από μια πέτρα σκανδάλου στο κατάπληχτο, ειρωνικό, ή αγαναχτισμένο
κοινό, και μια λαμπηδόνα γοητείας στο στενό κύκλο των θαυμαστών. Ωσότου έφθασε
η πολεμική περίοδο του 1912-1913, σημειώθηκε μια περίεργη στάση του στην ενεργό
στρατιωτική υπηρεσία και, ύστερ’ από την έκρηξη του παγκόσμιου πολέμου, τότε
πού φάνηκε η Ελλάδα να τραβάει μια πολιτική αντίθετα από τους αισθητικούς του
θαυμασμούς, κυκλοφόρησε, κατά το 1916, εκείνο το ύστατο έμμετρο μανιφέστο του
«Γαλλία, Γαλλία, χαρά της οικουμένης», που μπορεί κανείς να πή πώς ήταν και το
κύκνειό του άσμα. Χρόνια σιωπής, χρόνια ζωής στο περιθώριο, χρόνια εσωτερικής
κατάρρευσης, χωρίς ακόμη να εξωτερικεύονται, ακολούθησαν. Χρόνια πού συντροφιά
του στάθηκεν ό,τι δημιούργημα είχε φανερές και θαρραλέες εκδηλώσεις προς τον
υπεραισθητικόν εκφυλισμό, σαν και τούτα: «Ο αδερφός μου Ύβ» του Λοτί, «Οι
αδερφοί Ζεμγκανό» του Γκονκούρ, ο γλυκύτατος «Ντεντέ» του Αχιλλέα Εσσεμπάκ, οι
βιογραφίες, οι αλληλογραφίες, οι φωτογραφίες, τα πρακτικά της δίκης του
Ουάϊλντ, τα πιο εκφυλισμένα από τα μυθιστορήματα του Μιρμπώ, και από την άλλη
μεριά οι «Εξομολογήσεις ενός οπιοφάγου», η πραγματεία για «Το Κρασί και το
Χασίς σαν μέσα πολλαπλασιασμού των παραστάσεων» του Μπωντελαίρ και του Κουϊνσυ,
και οι ασφυχτικές ατμόσφαιρες των πιο καταθλιπτικών σελίδων του Ντοστογιέφσκι.
Παράλληλα οι τεχνητοί αυτοί κόσμοι βρίσκαν την άμεση κ’ ευλαβή εφαρμογή στην
καθημερινή ή καλλίτερα στην ολονύχτια ζωή του Λαπαθιώτη. Εσωτερικά τον
καταβροχθίζαν, ενώ εξωτερικά η παιδική του ευγένεια και ο ψυχικός
αριστοκρατισμός φαίνονταν να μην τραυματίζονται από τίποτε. Ό,τι ταπεινώτερο,
ό,τι άσχημο, αρκούσε να περάσει απ’ επάνω του και να γίνει ωραίο. Σαν να
κρατούσε το ραβδί των παραμυθιών που μεταμορφώνει, Κάτι απόλυτα άδολο πού του
έμεινε ως το τέλος ήταν η αγάπη του για τη μητέρα του, μιάν υπέροχη γυναίκα.
Και κατά κάποιο μέρος, τολμώ να το πώ, η φιλία του για μένα, που ερχόταν από τά
βάθη της ψυχής και των χρόνων, άμετρη και αμείωτη. Ο θάνατος των γονιών του
στάθηκε η απαρχή της τελειωτικής κατάρρευσης. Το ότι ακολούθησε δεν ήταν παρά μόνο
μιάν αναπόφευκτη ραγδαία συνέπεια του ιλίγγου και του κατρακυλίσματος.
Προσπάθησα μια φορά να τον σταματήσω με την αναζωπύρωση των περασμένων, στάθηκε
μάταιο, ο θάνατος τον είχε περικυκλώσει και γοητεύσει. Αλληλοεποθούντο. Και
καταβρόχθισε ο αιώνιος δυνατός τον πιο λεπταίσθητο άνθρωπο του καιρού μας.
Το έργο
του αποτελείται από τραγούδια και από πεζά τραγούδια, δουλεμένα όλα μουσικά και
ανάγλυφα με τη φροντίδα μανιακού τεχνίτη. Ολόκληρο ανέκδοτο, εκτός από τα
σκόρπια τραγούδια σε περιοδικά, που όσο και αν είναι άφθονα, όμως είναι μικρό
μέρος του έργου του. Ο τόμος που εξέδωσε τα τελευταία χρόνια έχει τραγούδια
μιάς και μόνης ατμόσφαιρας, πού μελετάνε το θάνατο, ποσοτικά ασήμαντο μέρος του
έργου του. Δυό τρία μόνο τραγούδια στο τέλος είναι από τα παληά του. Η κριτική
του δουλειά νομίζω πώς μονάχα συμπτωματικά φανερωνόταν στις εφημερίδες, πάντα
φωτεινή, ευαίσθητη και προπάντων ευγενική. Τελευταία, πού και πού,
δημοσιεύονταν και σύντομοι στοχασμοί του, λυρικοί πάντα, απαισιόδοξοι και
λυπητεροί. Άς ελπίσουμε πώς η αδιαφορία, η στενοκεφαλιά ή η κακή πίστη δεν
σαρώνουνε στην εξαφάνιση τέτοιο έργο, πληρωμένο με μιάν ακέραια ζωή και μια
ψυχή δοσμένη εξ ολοκλήρου σε μια κάτοψη του Ωραίου, την πιο μάταιη ίσως, την
πιο ανώφελη, αλλά και την πιο ανιδιοτελή, με το βάρος και την αγιότητα μιάς
βαρειάς συνειδητής θυσίας, κάτι παραπάνω, ενός ολοκαυτώματος. Νομίζω πώς η
καλλίτερη επιτάφια ρήση για τον Λαπαθιώτη θα ήταν τα δυό τρίστιχα από το γνωστό
μοναδικό λατινικό ποίημα του Μπωντελαίρ «Αίνοι προς την Φραντζέσκα μου», που
λένε περίπου: «Όταν η τρικυμία των ψυχικών διαστροφών- συντάραζε όλες τις
οδούς-τότε αναφάνηκες, Θεότητα,-σαν σωτήριον άστρο-σε πικρά ναυάγια.- Άς
κρεμάσω στους βωμούς σου την καρδιά μου». Θ’ απευθυνόταν η αποστροφή του ύμνου
μυστικά στο Θάνατο-Λυτρωτή, αυτόν που στάθηκε ο λιγότερο σκληρός από τους
λιγοστούς θεούς που λάτρευσε ο αλησμόνητος Ναπολέων Λαπαθιώτης.
ΤΑΚΗΣ
Κ. ΠΑΠΑΤΖΩΝΗΣ, περιοδικό Γράμματα τεύχος 1/1, 1944, σελίδες 21-22.
Σημείωση:
Οπλισμένος με έναν πυρετό 39 και κάτι, όχι από αναγνωστική βουλιμία για
τον ποιητικό λόγο, αλλά από ένα βαρύ κρυολόγημα, επισκέφτηκα τον οαέδ για
ατομική εργασιακή μου υπόθεση. Σκέφτηκα ότι έπρεπε να κρατήσω την ηρεμία και
ψυχραιμία μου και δεν είχα άδικο. 8. 30 το πρωί, νούμερο αναμονής 46. Μαζί μου
κουβαλούσα τα απαραίτητα δικαιολογητικά και φυσικά, ένα μικρό βιβλιαράκι για να
διαβάζω κατά την διάρκεια της αναμονής. Ο κόσμος μπαινόβγαινε άλλοτε
σαστισμένος, άλλοτε αλαφιασμένος, άλλοτε με χαρτιά ή χωρίς χαρτιά να κρατά στα
χέρια του. Όλοι, όμως, όπως ήταν φυσικό, με ένα κινητό τηλέφωνο στο χέρι. Ο
υποφαινόμενος με ένα μικρό βιβλίο. Ήταν Ο ΜΕΓΑΣ ΙΕΡΟΕΞΕΤΑΣΤΗΣ του ρώσου
συγγραφέα και θεολόγου Φιοντόρ Ντοστογιέφσκη, σε μετάφραση από τα ρώσικα του
έλληνα συγγραφέα Άρη Αλεξάνδρου, πρόλογο του άγγλου D. H. Lawrence, και Μετάφραση
Προλόγου-Επίμετρο από τον ποιητή Γιώργο Μπλάνα. Το εξαιρετικά διαφωτιστικό και
ψυχωφελές αυτό βιβλίο, που αποτελεί μέρος ενός επεισοδίου από το πέμπτο βιβλίο
της ευρύτερης μυθιστορηματικής σύνθεσης του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι «Αδελφοί
Καραμάζωφ» εκδόθηκε από τον παραδοσιακό εκδοτικό οίκο «ΓΚΟΒΟΣΤΗ» το 2015,
κοστίζει μόλις 5 ευρώ και έχει 78 σελίδες. Η μακέτα του εξωφύλλου έγινε από τον
Πέτρο Τσαλπατούρο. Η χαρακτηριστική και αντιπροσωπευτική εικόνα που κοσμεί το
εξώφυλλο, αν δεν λαθεύω είναι από πίνακα του έλληνα Δομήνικου Θεοτοκόπουλου.
Ελπίζω η μνήμη να μην με γελά. «Το πραγματικό ζήτημα που θέτει ο Μέγας
Ιεροεξεταστής δεν είναι θεολογικό, αλλά πολιτικό. Τα ερωτήματα που θέτει
σχετίζονται με την ικανότητα του ανθρώπου να οικοδομήσει μια δίκαιη ζωή…», αυτά
τα εύστοχα μεταξύ άλλων αναφέρει ο Γιώργος Μπλάνας, σελ. 77. Η οπτική από την
οποία ερμηνεύει τόσο ο άγγλος συγγραφέας όσο και ο έλληνας ποιητής-μεταφραστής
το έργο, με βρίσκει σύμφωνο-αν έχει κάποια σημασία η γνώμη ενός τυχαίου
αναγνώστη- βιβλιόφιλου. Σκόπευα ένα μέρος από τα λεγόμενα του ρώσου συγγραφέα,
και του προλόγου και επιμέτρου, να τα μεταφέρω σαν ένα από τα τελευταία κείμενα
αναδημοσίευσης κειμένων στην επέτειο του Πολυτεχνείου. Είχα επίσης τελειώσει
μία «πολιτική» κατά μίαν έννοια νουβέλα του αυστριακού με καταγωγή από εβραϊκές
ρίζες Στέφαν Τσβάϊχ, «ΣΥΓΧΥΣΗ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ», σε μετάφραση Δημήτρη Δημοκίδη,
επιμέλεια-επίμετρο Τατιάνας Λιάνη, β΄έκδοση, της σειράς «Γερμανόφωνοι
Συγγραφείς» του εκδοτικού οίκου «ΡΟΕΣ», Αθήνα 2013, σελίδες 174, τιμή 12, 72
ευρώ. Ήθελα να τιμήσω με έναν διαφορετικό τρόπο την πολιτική και κοινωνική
εξέγερση των νιάτων μου, της δικής μας προεφηβικής γενιάς του 1973. Μια
διαφορετική «τιμή» μνήμης, σε αυτούς τους νέους και τις νέες που αγωνίστηκαν και
χάθηκαν τόσο άδικα, πέρα από ιδεολογίες, κόμματα, παρατάξεις, με λάβαρο τον
αγωνιστικό ενθουσιασμό της Ελευθερίας και της απαλλαγής της πατρίδας μας από
την ξενοκίνητη χούντα. Να τιμήσω τα ελληνικά νιάτα που αγωνίστηκαν με ηρωικό
πάθος για να μπορούμε εμείς σήμερα να δημοσιεύουμε τα όποια κείμενά μας και να
αδιαφορούμε για το μέλλον αυτής της πατρίδας και των όποιων εσωτερικών ή
εξωτερικών εισβολέων της. Με ένα πολιτικό κείμενο, ταυτόχρονα όμως, εντασσόμενο
μέσα σε ένα ηλικιακό πλαίσιο του ήρωα της μυθιστορηματικής γραφής, από τον
αυστριακό συγγραφέα. Δυστυχώς οι εργασιακές απρόοπτες εξελίξεις επιτάχυναν τους
ατομικούς μου ρυθμούς και άλλαξαν την διαδρομή του προσωπικού μου χρόνου. Ένας
κύκλος κλείνει. Και, η πίκρα η προσωπική μεγαλώνει όταν ακούς από φιλικά χείλη
που σε γνωρίζουν και τα γνωρίζεις εδώ και τέσσερεις δεκαετίες να σε αποκαλούν
φιλικά προσκείμενο προς το εθνικιστικό κόμμα που δεν είναι πλέον μέσα στο
ελληνικό κοινοβούλιο, αλλά να συμπεριλαμβάνεις όμως, στις μνημονιακές
κυβερνήσεις την προηγούμενη κυβέρνηση και τις πολιτικές πρακτικές της. Επειδή,
σου έμαθαν οι παιδικοί σου δάσκαλοι, να αγαπάς έστω και αυτό που ονομάζουμε και
γνωρίζουμε και ζούμε ως μητριά πατρίδα. Ας είναι. Πως το είπε και πάλι ο
Ποιητής, ο αγωνιστής Γιάννης Ρίτσος, στην ποιητική του σύνθεση «Η Σονάτα του
Σεληνόφωτος». «Καθένας μόνος του πορεύεται στην ζωή και στον θάνατο…». Τα
υπόλοιπα είναι, «παρηγοριά στον άρρωστο ώσπου να βγει η ψυχή του» Ακόμα και η
φαρμακία της τέχνης. «Ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει…» ακούγεται να
τραγουδά η Αρλέτα από ένα κινητό τηλέφωνο μέσα στην αίθουσα που απόσπασε την
προσοχή μας. Αφού λοιπόν οπλίστηκα με ηρεμία, μετά από δύο περίπου ώρες,
τέλειωσα τις σχετικές εκκρεμότητες, έλαβα τα σχετικά δικαιολογητικά,
περιμένοντας την οριστική απάντηση της πολιτείας, δια την υπόθεσή μου, το πρώτο
δεκαπενθήμερο της επόμενης χρονιάς. Επέστρεψα στο ταμείο μου και συνέχισα το
διάβασμα των ωσάνω βιβλίων.
Βρισκόμουν στο δίλημμα ποιο απόσπασμα να δημοσιεύσω,
και από ποιόν συγγραφέα σαν έσχατο-επιτέλους-σημείωμα σε αυτήν την μικρή
ιστοσελίδα, που μάλλον βοηθήθηκε περισσότερο από τις βιβλιογραφικές παραπομπές
σε δεκάδες έλληνες και ξένους συγγραφείς, από τις κριτικές αντιγραφές και
σημειώσεις, παρά από την δική μου φλυαρία και τα πολιτικά και άλλα σχόλια που
αφορούσαν τα κοινωνικά γεγονότα της εποχής μας και τα πρόσωπά της. Με γνώμονα
πάντα-ελπίζω να το πέτυχα κατά τι-να μην μηδενίζω το έργο και την προσφορά
κανενός. Μια και εξακολουθώ να πιστεύω ότι η λογοτεχνία συμβαδίζει με την
πολιτική. Όχι τα κόμματα ή τα δόγματα. Δεν μπορείς δηλαδή να καταπιείς ότι
μνημονιακός ηγέτης κατεβαίνει και τίθεται επικεφαλής στην πορεία για το
Πολυτεχνείο όταν έζησες τις πολιτικές και κοινωνικές ημέρες της δικής του
διακυβέρνησης ως ο πλέον υπάκουος μνημονιακός πρωθυπουργός; Ή πάλι, δεν
κατανοείς τον πολιτικό λόγο άλλου ηγέτη ιστορικού κόμματος, που αν δεν κάνω
λάθος στην ερμηνεία των λόγων του είπε ότι «το τείχος του Βερολίνου χτίστηκε
από τους ανατολικογερμανούς για να τους προφυλάξουν από τους πειρασμούς του
καπιταλισμού». Δηλαδή, ο αλεξανδρινός ποιητής ήταν προάγγελος της οχύρωσης των
ανθρώπων από ιδεολογίες, όταν έγραφε τα δικά του «Τείχη». Φυλακίζουμε εκ των
προτέρων για να μην τους φυλακίσουν οι οχτροί. Και μέσα σε θεωρητικά για τους
πολλούς και για άλλους αντιδραστικά ζητήματα όσον αφορά την ατομική μου
ερμηνεία σαν έλληνας πολίτης και φορολογούμενος, την «μεσοβέζικη» λύση μου την
πρόσφερε το κείμενο του ποιητή Τάκη Κ. Παπατσώνη, για τον ποιητή Ναπολέοντα
Λαπαθιώτη. Έναν δυναμικό αν και αυτοκαταστροφικό λυρικό ποιητή του μεσοπολέμου,
που το έργο του, ήταν από τα πρώτα που διάβασα, και πολλές του ποιητικές
μονάδες θυμάμαι απέξω ακόμα και σήμερα μετά την παρέλευση μισού αιώνα περίπου
από την εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Οι εποχές αλλάζουν το ίδιο και οι άνθρωποι. Το
πρόβλημα μάλλον εστιάζεται στο γεγονός ότι ενώ οι άλλοι δίπλα σου αλλάζουν και
«βολεύονται» με τον τρόπο τους-και αυτό προέρχεται από τις ποικίλες ανάγκες της
ζωής, αν θελήσεις να αλλάξεις εσύ, οι γύρω σου δεν σου το συγχωρούν.
Διεξάγοντας την επανάστασή τους εκ του ασφαλούς. Αν οι διάφοροι νεολαίοι έκαναν
μια τυχαία επίσκεψη κάθε 17 Νοεμβρίου στις αίθουσες του οαέδ ίσως
συνειδητοποιούσαν που βρίσκεται το πρόβλημα και ποιους όφειλε να προστατεύσει η
αιματοβαμμένη σημαία του Πολυτεχνείου. Θα μπορούσε να καθιερωθεί ένας ετήσιος
έρανος σε κάθε επέτειο και να δίνεται όχι μέσω του κράτους ή των κομμάτων ή των
διαφόρων μκο αλλά, αυτοπροσώπως έξω από τα γραφεία σε άτομα, άντρες ή γυναίκες,
έλληνες ή ξένους εγγεγραμμένους στα δελτάρια της ανεργίας. Ίσως, αυτή η
επετειακή καθιέρωση, να είναι περισσότερο αποτελεσματική από τα εορταστικά
φλάμπουρα επιδεικτικής φιλανθρωπίας, χριστιανικής αλληλεγγύης, ιδεολογικής επιδεικτικότητας, κρατικής και δημοσιογραφικής τηλεοπτικής διαφημιστικής προβολής, αυτοϊκανοποίησης
των συνειδήσεών μας, ως μέτοχοι στην φωτεινή πλευρά της κοινωνίας, όπως το επιβάλει το πνεύμα των εορταστικών ημερών, και το διδάσκει ο ευαγγελικός λόγος.
Η Ιστορία, είτε σε ατομικό επίπεδο είτε σε συλλογικό,
εκδικείται αυτούς ή αυτές, (ή αφήνει πίσω της) που δεν φρόντισαν να εκτιμήσουν την αξία του χρήματος
στην ζωή τους όταν έπρεπε, ως μέσου και σκοπού άμεσου βιοπορισμού
και επιβίωσης, και όχι ασφαλώς ως καταναλωτικού κέρδους ή συσσώρευσης πλούτου. Για
να κάνουμε και την αυτοκριτική μας βεβαίως, βεβαίως.
Οι ψυχές των νεκρών στα Ομηρικά
Έπη, δεν κατάπιναν τον Οβολό, άλλα αναζητούσαν και έπιναν για να υπάρξουν ξανά.
Και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε, από τους οικονομικούς, ιδεολογικούς, θρησκευτικούς ισχυρούς παράγοντες του κόσμου τούτου,
τους διακαείς συσσωρευτές των εγκοσμίων.
Τύχη Αγαθή του Πνεύματος, Μοίρα Πικρή της Ζωής.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου