ΝΙΚΟΥ ΣΒΟΡΩΝΟΥ
Σκιαγραφία
της κοινωνικής και πολιτικής εξέλιξης στην ελλάδα
ΑΘΗΝΑ, 1976, έκδοση του θούριου, σελίδες 32,
διαστάσεις 14Χ19, δραχμές 25.
Υπεύθυνοι, για το νόμο:
Έκδοσης Στέλιος Παππάς, Νέας Εφέσσου 7-Καισαριανή.
Τυπογραφείου Κώστας Γ. Σιμόπουλος, Γερανίου 7.
Η μνήμη
των χρόνων μου πάντα θα κρατάει ζωντανή την εικόνα αυτού του σεβάσμιου γέροντα
να με κρατά από το μπράτσο και να με συμβουλεύει πατρικά, να με παροτρύνει να
αγαπώ την Ιστορία, να την διαβάζω και να την ερευνώ. Να σέβομαι την παράδοση
του τόπου μου, τον πολιτισμό της, να με ρωτά για την σχέση που είχε ένας
νέος-τότε έλληνας της δεκαετίας του 1980, της περιβόητης δεκαετίας της Αλλαγής-με
την ορθόδοξη παράδοση, την εκκλησιαστική γραμματεία, τους πατέρες της
εκκλησίας, τα βυζαντινά γράμματα. Ήμουν τότε, κάτω από τον αστερισμό των
μελετών του σερ Στήβεν Ράνσιμαν για τον βυζαντινό πολιτισμό. Η ιστορία της
βυζαντινής αυτοκρατορίας του ρώσου Βασίλιεφ ήταν γεμάτη σχόλια και ερωτήματα
από τις πολλαπλές αναγνώσεις της. Το πολύτομο έργο Βυζαντινών βίος και
πολιτισμός του δικού μας βυζαντινολόγου Φαίδωνα Κουκουλέ, και η ανάγνωσή του,
με έκανε να ερωτευτώ και ταυτόχρονα να μισήσω αυτήν την χιλιόχρονη ελληνική
αυτοκρατορία. Μια χιλιόχρονη αυτοκρατορία αίματος και δόξας, νικών και άλωσης,
που άφησε τα ίχνη της σε σπηλιές Αποκάλυψης και μοναστήρια της Καππαδοκίας, σε
Κελιά αντιγραφέων και ψηφιδωτά τρούλων, σε ερημοκλήσια και αγιογραφικές
μεταφυσικές. Η ιστορική εργασία του γερμανού βυζαντινολόγου Καρλ Κρουμπάχερ για
την βυζαντινή λογοτεχνία και τα περιβόητα σχόλιά της, έφεραν στην αναρχική και
ατίθαση συνείδησή μου την σχετική αναγνωστική ισορροπία. Και εκ του πλησίον ο
δικός μας Νίκος Τωμαδάκης, ο Κωνσταντίνος Σάθας, ο Ρωμανός ο Μελωδός και ο
Νικόλαος Καβάσιλας. Οι εκδόσεις ΕΠΕ από την Θεσσαλονίκη του Μερετάκη, Έλληνες
Εκκλησιαστικοί Πατέρες μου και μας γνώρισαν τον κόσμο των ιερών νηπτικών. Των
φωνών που έρχονταν από έναν άλλο ελληνικό κόσμο με παγκόσμια ακτινοβολία, που
κρατούσε ζωντανή την μνήμη των κεκοιμημένων προγόνων. Η πεντάτομη Φιλοκαλία των
εκδόσεων Αστήρ άνοιξε τις πύλες της σκέψης μου-μας και άφησε να πεταρίσει το
πνεύμα μου πέρα από τα ερμηνευτικά δυσθεώρητα τείχη των δογματικών Πηδαλίων,
των αυτοδεσμευτικών κανόνων ζωής, αλλά και των άλλων, των αριστερών
ερμηνευτικών βλεμμάτων και σχολίων που είχε περιορίσει την οπτική μας
προσέγγιση και πλησίασμα του βυζαντινού κόσμου, όπως πχ. ήταν οι
κοινωνιολογικές μαρξιστικές ερμηνείες του ιστορικού Γιάννη Κορδάτου για το
βυζαντινό κράτος. Οι επισκέψεις, τότε, στον Άθω και σε Μονές του, σε Κελιά και
σε Σκήτες του, μου αποκάλυψαν έναν κόσμο διαφορετικό από αυτόν των μεγάλων
αστικών κέντρων, των πολιτικών αντιπαραθέσεων, των πολύβουων κομματικών
διαξιφισμών, κοινωνικών αγώνων, των δρόμων των παντοειδών ηδονών που γνώριζα
και περιδιάβαινα, εκτονώνοντας την θυελλώδη ορμή των νιάτων μου. Τα βιβλία του
Χρήστου Γιανναρά, του Στέλιου Ράμφου, του Παναγιώτη Νέλλα, του ιερ. Βασίλειου
Γοντικάκη, (οι ομιλίες με τον πατήρ Γεώργιο Πυρουνάκη) διαβάζονταν, στην
κυριολεξία, καταβροχθίζονταν με αναγνωστική βουλιμία από τους τότε
πολιτικοποιημένους νέους της γενιάς μου, που αναζητούσαν τις ρίζες όχι μόνο τις
δικές τους αλλά της χώρας τους, του έθνους τους. Μια αναγνωστική πανδαισία, ένα
πανηγύρι γνώσεων, αμφισβητήσεων και νέων ανακαλύψεων του σώματος και του
πνεύματος στην προσπάθειά μας να βρούμε την αυτοσυνειδησία μας, την ταυτότητά μας,
το ιστορικό ήθος της αγωνιστικής φυλής μας, επικρατούσε εκείνα τα χρόνια.
Χρόνια που μοιάζουν αχνές σκιές που χάνονται στον σύντομο χρόνο της ζωής μας.
Της μελλοντικής τύχης μας. Παράλληλα, με τις διδαχές που αντλούσαμε από την
κλασική αρχαιότητα, την παρακολούθηση παραστάσεων αρχαίου δράματος, την
ανάγνωση της Ιστορίας της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης του πανεπιστημιακού Χρήστου
Τσούντα, απολαμβάναμε τις αρετές του βιβλίου της ανάγνωσης της Αρχαίας
Ελληνικής Λογοτεχνίας του Άλμπιν Λέσκυ, τις μελέτες περί Ψυχής και Διονύσου και
τις μεταφράσεις του έλληνα εθνολόγου Παναγή Λεκατσά, τις εργασίες του Ιωάννη
Κακριδή για τον κόσμο της ελληνικής μυθολογίας. Του Αριστόξενου Σκιαδά για την
Ποίηση των αρχαίων ελλήνων, τις εισαγωγές του Ιωάννη Συκουτρή για το Πλατωνικό
Συμπόσιο και την Αριστοτελική Ρητορική. Του Στάθη Δρομάζου τα σχόλια για το
αρχαίο δράμα. Την αρχαία των ελλήνων ιστορία και το μελέτημα των Τσέλλερ-
Νεστλέ, για την Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας, τα Πλατωνικά μελετήματα του
Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου αλλά και την Αισθητική του Ευάγγελου Παπανούτσου. Τις
μελέτες του Κώστα Ρωμαίου και της Άλκης Κυριακίδου-Νέστορος. Αριστοτέλης και
Γρηγόριος ο Παλαμάς. Πλάτων και Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Ηράκλειτος και Ιωάννης
ο Σιναϊτης. Σαπφώ και Κασσιανή. Επίκουρος και Ύμνοι της Μεγάλης Εβδομάδος. Το
Μοιρολόγι της Παναγιάς και η λαϊκή φιγούρα του Θεάτρου Σκιών. Οι Ορφικοί Ύμνοι
και η Νεκρώσιμος Ακολουθία του Ιωάννη του Δαμασκηνού. Τίποτα δεν απορρίπταμε,
διαβάζαμε τα πάντα, αναζητούσαμε τα πάντα, θερίζαμε τα άνθη από το αλωνάκι της
παράδοσής μας με πείσμα, νεανική έπαρση, άγουρη υπερηφάνεια. Ψάχναμε το μέλλον μας μέσα στο παρελθόν μας, την
παράδοσή μας, την ιστορία μας στον αχό των φωνών που στέκονταν βιγλάτορες στον
ελληνικό χρόνο. Ανιχνεύαμε τα στοιχεία της ελληνικότητας που θέλαμε να
ανήκουμε, που ξαφνικά άνθιζαν αναγνωστικά ως δια μαγείας, και αργά και σταθερά
ανακαλύπταμε, ιχνομυθούσαμε. Μιλούσαμε με την Παναγιά Γοργόνα, την Κυρά Καλή
και την Κασσάνδρα. Δεχόμασταν τις ευλογίες των Ομηρικών Σκιών. Δεν ήταν μόνο οι
αποκαλύψεις των ηδονών της γνώσης, του σώματος, ήταν η εποχή που μας σαγήνευε
και μας δόλωνε. Πολλοί οι αναγνωστικοί μας Λαβύρινθοι, ελάχιστα τα νήματα
επιστροφής προς την έξοδο της πραγματικής ζωής. Σαγηνευτική Μέδουσα η γνώση,
ηδονή χωρίς κορεσμό, ανεξέλεγκτο βίωμα ζωής που σκοτώνει ακόμα και τον Περσέα.
Κουκούλι θερμό που σε κρατά συνεχώς σε πυρετό δροσιάς, σε καμίνι αναπάντητων
ερωτημάτων. Τι το Όν; Άδωνις και Χριστός μαζί ο Έλλην Άνθρωπος. Ο Νιτσεϊκός
Κόσμος της αρχαίας τραγωδίας. Αυτός ο Κόσμος ο Μικρός ο Μέγας που στριφογυρίζει
πυρακτωμένο τόπι στις σελίδες ενός αχανούς βιβλίου του άπειρου Σύμπαντος. Και ο
άνθρωπος, μία κουκκίδα άμμου, τυχαία, απρόβλεπτη, εμπειριών και γνώσεων,
βιωμάτων, πλημμυρισμένη από ελπιδοφόρες λέξεις και μικρά σκοτεινά σύμβολα
θανάτου, που δεν αφήνουν να τελειώσει αυτό το ταξίδι των μυστικών και ζοφερών
θαυμάτων.
Θυμάμαι
τις απαντήσεις του σοφού γέροντα της ελληνικής ιστορίας, του διαπρεπούς
ιστορικού Νίκου Σβορώνου, καθώς τον ρωτούσα ασθμαίνοντας και συνεσταλμένα για
τον βυζαντινό πολιτισμό. Για τον κόσμο και την διοίκηση της αυτοκρατορικής
βυζαντινής δομής, τα γράμματα και τις τέχνες, τις σχολές αγιογραφίας και τα
ψηφιδωτά. Την μεγάλη εκκλησία εν αιχμαλωσία που λέγεται Ελλάδα. Πόση θέρμη είχε
ο λόγος του, πόσο ζεστή και μελωδική ακούγονταν η φωνή του. Ένας ήρεμος
κυματισμός γνώσεων και αναλύσεων. Η ματιά του με έντυνε με τις ερωτήσεις που
μου απηύθυνε και τις απαντήσεις που μου έδινε, που ήταν περισσότερο μια διερεύνηση
για να του κάνω νέες ερωτήσεις. Καθοδηγητικό το βλέμμα του. Γέφυρα του παρόντος
ιστορικού χρόνου με τα θεμέλια του παρελθόντος. Πως μπορείς να λησμονήσεις μιας τέτοιας
ποιότητας και ήθους Έλληνα; Έλληνες που χάραξαν όχι την μνήμη σου, αλλά την μνήμη ενός Έθνους, μιάς φυλής, ενός λαού, του Ελληνικού.
Είχα-είχαμε διαβάσει την «ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ» και τον θυελλώδη βιβλιογραφικό οδηγό του άλλου ιστορικού Σπύρου Ι. Ασδραχά, και μετάφραση της Αικατερίνης Ασδραχά που κυκλοφορούσε σε δεύτερη έκδοση από τις εκδόσεις Θεμέλιο 1978. Τιμή 320 παλαιές δραχμές. Θυμάμαι, όσοι νέοι είχαμε διαβάσει το έργο αυτό του Νίκου Γ. Σβορώνου, όλοι είχαμε εκπλαγεί. Και όλοι συζητούσαμε χαριτολογώντας περισσότερο για τον βιβλιογραφικό οδηγό, «παρά» για τα γραφόμενα του Νίκου Γ. Σβορώνου. (σελίδες 1-156 η μελέτη, 160-318 το βιβλιογραφικό σχεδιάγραμμα). Θα μου συγχωρήσει πιστεύω η ψυχούλα του αυτή την μικρή νεανική μας «ασέβεια». Αλλά για τα κλειστά ακόμα τότε μάτια μας πάνω σε ιστορικά θέματα, το φρέσκο της δικής μας ιστορικής πορείας, μας φάνταζε άθλος, εξωπραγματική κατάθεση ο όγκος της βιβλιογραφίας και των αρχειακών πηγών που συνόδευε και συμπλήρωνε το έργο του ιστορικού Νίκου Γ. Σβορώνου. Είχα την τύχη να παρακολουθήσω και διάλεξή του, δεν θυμάμαι μετά τόσες δεκαετίες σε ποιο χώρο, αλλά το ακροατήριο έμεινε μαγεμένο, και με ιερή σιωπή άκουγε τον ιστορικό να μας μιλά.
Είχα-είχαμε διαβάσει την «ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ» και τον θυελλώδη βιβλιογραφικό οδηγό του άλλου ιστορικού Σπύρου Ι. Ασδραχά, και μετάφραση της Αικατερίνης Ασδραχά που κυκλοφορούσε σε δεύτερη έκδοση από τις εκδόσεις Θεμέλιο 1978. Τιμή 320 παλαιές δραχμές. Θυμάμαι, όσοι νέοι είχαμε διαβάσει το έργο αυτό του Νίκου Γ. Σβορώνου, όλοι είχαμε εκπλαγεί. Και όλοι συζητούσαμε χαριτολογώντας περισσότερο για τον βιβλιογραφικό οδηγό, «παρά» για τα γραφόμενα του Νίκου Γ. Σβορώνου. (σελίδες 1-156 η μελέτη, 160-318 το βιβλιογραφικό σχεδιάγραμμα). Θα μου συγχωρήσει πιστεύω η ψυχούλα του αυτή την μικρή νεανική μας «ασέβεια». Αλλά για τα κλειστά ακόμα τότε μάτια μας πάνω σε ιστορικά θέματα, το φρέσκο της δικής μας ιστορικής πορείας, μας φάνταζε άθλος, εξωπραγματική κατάθεση ο όγκος της βιβλιογραφίας και των αρχειακών πηγών που συνόδευε και συμπλήρωνε το έργο του ιστορικού Νίκου Γ. Σβορώνου. Είχα την τύχη να παρακολουθήσω και διάλεξή του, δεν θυμάμαι μετά τόσες δεκαετίες σε ποιο χώρο, αλλά το ακροατήριο έμεινε μαγεμένο, και με ιερή σιωπή άκουγε τον ιστορικό να μας μιλά.
Στην
αειθαλή μνήμη αυτού του υπέροχου Έλληνα, αντιγράφω ένα μέρος από το βιβλίο του,
«σκιαγραφία
της κοινωνικής και πολιτικής εξέλιξης στην ελλάδα» που κυκλοφόρησε το
1976, μισό αιώνα πριν. Τους υπέροχους αυτούς Έλληνες της γενιάς του Νίκου
Σβορώνου, από όποιον τομέα της τέχνης και της επιστήμης, των γραμμάτων και αν
προέρχονταν, τους κυοφόρησε η εποχή τους και η ιστορία της. Οι ελληνικές αντίξοες
πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες γέννησαν παιδιά θαύματα που μεγαλούργησαν από
το τίποτα και με πενιχρά μέσα, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό.
Γιαυτό, αυτά τα ξυπόλητα ελληνόπουλα της Ελληνικής Ιστορίας και της προσφυγιάς,
αυτά τα εξόριστα ανυπόδητα ελληνόπουλα έκρυβαν τόση αγάπη για την Ελλάδα. Ήταν
η τροφός των αισθήσεών τους και των οραμάτων τους. Το γάλα που δεν πρόλαβαν
κατά την ενηλικίωσή τους να βυζάξουν. Δεν τους άφησαν. Τους το στέρησαν απότομα,
γρήγορα. Ήταν οι σύγχρονοι ήρωες της νεότερης ιστορίας που τραγουδούσαν τους
αγώνες του λαού τους, υμνωδούσαν ο καθένας από το δικό του συγγραφικό και
δημιουργικό μετερίζι αυτό που πρόωρα έχασαν. Ο Λευκαδίτης την καταγωγή και
εαμίτης Νίκος Γ. Σβορώνος, που έλαβε μέρος στον ελληνοιταλικό πόλεμο και
κατόπιν συμμετείχε στην εθνική αντίσταση με τις τάξεις του ΕΑΜ, μου θύμιζε το
ένδοξο και παιανικό ποιητικό πνεύμα του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, το ηρωικό
πνεύμα του ήρωα του Δρίσκου του ποιητή Λορέντζου Μαβίλη, μόνο που ο νεότερός
τους επτανήσιος, ιστορικός Νίκος Γ. Σβορώνος, συμπλήρωνε αυτό το πνεύμα της
ελευθερίας και της αντίστασης με την σοφία ενός αγιορείτη μοναχού. Ήταν τόσο μειλίχιος
ο λόγος του όταν τον άκουγες να σου μιλά για την οικονομία στο βυζάντιο, όταν
σου ανέλυε με τρόπο καθαρό και απλό τις κοινωνικές σχέσεις της βυζαντινής
κοινωνίας, ενώ την ίδια στιγμή η ματιά του σπινθήριζε από νεανικό πάθος. Ακόμα
και όταν αναφέρονταν στις δύσκολες ιστορικά συνθήκες και περιόδους της
ελληνικής μεσαιωνικής ιστορίας, σε δίδασκε με τέτοιον τρόπο, όπως οι γιαγιάδες
μας εξιστορούν δίπλα στο παραγώνι στα μικρά παιδιά την ιστορία της γενιάς τους,
της φαμίλιας τους. Παρότι είχα ακούσει και άλλους ιστορικούς της εποχής να μας
μιλούν για τον βυζαντινό πολιτισμό, βλέπε ενδεικτικά τον θεόρατο Τάσο Βουρνά, ο
μικρός μάλλον το δέμας Νίκος Γ. Σβορώνος σε εμψύχωνε ιστορικά με το που άνοιγε
το στόμα του. Σου μετέδιδε το ακατασίγαστο πάθος του για την ελληνική ιστορία,
όπως πράττει και η βυζαντινολόγος Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ. Ιστορικός οίστρος σε
πλημμύριζε καθώς τον άκουγες να σου αναλύει οικονομικά ξερά για τους πολλούς
ζητήματα, με θέρμη. Θυμάμαι ένα σιωπηλό τεράστιο πλήθος, άντρες και γυναίκες,
μικρής και μεγαλύτερης ηλικίας άτομα, πολιτικοποιημένους νεολαίους,
ενθουσιώδεις έλληνες και ελληνίδες αγωνιστές της εθνικής αντίστασης, να
παρακολουθεί εκστατικό την ομιλία του καθηγητή Νίκου Γ. Σβορώνου στο Άλσος της
Νέας Σμύρνης για το παλλαϊκό αντιστασιακό κίνημα της κατοχής το ΕΑΜ. Νομίζω
ήταν Σεπτέμβρης του 1981, λίγο πριν τις εθνικές εκλογές.
Ο Νίκος Γ. Σβορώνος, υπήρξε ένας πραγματικός
με όλη την σημασία και την βαρύτητα που έχει η λέξη δάσκαλος για όσους
ευτύχησαν να τον γνωρίσουν έστω και για λίγο, να τον ακούσουν στις ομιλίες του,
να διαβάσουν τα βιβλία και τα άρθρα του. Να συμβαδίσουν μαζί του. Πράος σαν χαρακτήρας,
σου ανέλυε τα γεγονότα με ξεκάθαρο τρόπο που δεν δέχονταν αμφισβήτηση. Χωρίς
ακρότητες, δίχως ιδεολογικές αγκυλώσεις. Σου φώτιζε, σου πρότεινε, σου
επέλεγε, συζητούσε μαζί σου. Η Ιστορία από τα χείλη του γίνονταν ένας
μελωδικός κελαηδισμός, ένα δροσερό αεράκι που νότιζε την ιστορική σου
περιέργεια, σου φούντωνε την επιθυμία να αναζητήσεις πηγές, να ανατρέξεις σε αρχεία,
να μάθεις από τους σπουδαγμένους όπως θάλεγε και ο Αλεξανδρινός ποιητής, να
εξετάσεις, να χαρείς εσύ ο ίδιος την χαρά της ανακάλυψης και ας μην ήσουν ακόμα
έτοιμος, ας μην διέθετες τα απαραίτητα εφόδια. Σου πρότεινε να βαδίσεις αν το
επιθυμείς τους ίδιους δρόμους ιστορικής έρευνας που εκείνος, ο σοφός δάσκαλος
ακολούθησε και δίδαξε στην σταδιοδρομία του στο εξωτερικό, στην χώρα των
ευρωπαϊκών φώτων, την Γαλλία, σαν εξόριστος. Ο Νίκος Σβορώνος, αυτός ο πρόσφυγας
έλληνας, μέχρι τα έσχατιά του βίου του δεν έπαψε να σου μιλά για την χώρα που
τον γέννησε και τον πολιτισμό της, την ιστορία της, τις αξίες της. Την
διαχρονική διαδρομή του Ελληνισμού. Την ιδιοπροσωπεία του.
Στο τέλος
της 1ης σελίδας της Εισαγωγής, του μικρού και λιτού αυτού
δεκαεξασέλιδου, που ο χρόνος έχει κιτρινίσει τις σελίδες του αναγράφονται τα
εξής:
Το
κείμενο αυτό του καθηγητή Σβορώνου πρωτοδημοσιεύτηκε στο Γαλλικό Περιοδικό TEMPS MODERNES (τομ. 25 Νο 276, σελ. 7-36) το
1968. Η απόδοση στα ελληνικά έγινε από μεταφραστική ομάδα του Ρ. Φ. και
πρωτοδημοσιεύτηκε στον ΘΟΥΡΙΟ Νο 3, 12.9.74. Οι τίτλοι είναι της μεταφραστικής
ομάδας.
Από τα
παραπάνω συνάγεται ότι το αντίτυπο που πριν χρόνια απόκτησα, πρέπει να είναι
ανάτυπο από το πολιτικό περιοδικό Θούριος που κυκλοφορούσε για μικρό διάστημα
στα χρόνια μετά την μεταπολίτευση. Θυμάμαι το περιοδικό να το πωλούν νεολαίοι
και νεολαίες με το ταγάρι στην πλάτη έξω από τον Ηλεκτρικό Σταθμό του Πειραιά.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ
Το πραξικόπημα της 21.4.67 στην Ελλάδα, ξεπερνάει
κατά πολύ την σημασία μιάς απλής κατάληψης της εξουσίας από τον στρατό.
Διαφέρει ουσιαστικά από άλλες στρατιωτικές επεμβάσεις πού γνώρισε το ελληνικό
κράτος κατά τη βραχύχρονη ύπαρξή του, από την ίδρυσή του στα 1830.
Είναι,
τώρα, πολύ νωρίς για να «ορίσουμε με επιστημονική αυστηρότητα» τον ακριβή
χαρακτήρα της δικτατορίας των συνταγματαρχών, που βρίσκεται ακόμα σε κυοφορία,
ακόμα και για να υποθέσουμε ότι αυτό το «τυχαίο» φαινόμενο προσφέρει τα
στοιχεία για μια «επιστημονική» ταξινόμηση.
Ωστόσο,
μπορούμε να πούμε πώς οι συνταγματάρχες, που χαρακτηρίζουν το πραξικόπημά τους
σαν «εθνική επανάσταση» και που θέλουν να διατηρηθούν στην εξουσία, επιχειρούν
να εγκαταστήσουν στην Ελλάδα ένα καινούργιο καθεστώς και προσπαθούν με τις
επανειλλημένες διακηρύξεις τους και με το νέο Σύνταγμα, να του προσδώσουν ένα
ιδεολογικό και πολιτικό περιεχόμενο. Μ’ όλη τη σύγχυση στη σκέψη τους, μ’ όλο
το γραφικό και το κωμικό στοιχείο που αναδύεται, άθελά τους από το ανεπανάληπτο
ύφος της γλώσσας τους, δεν δυσκολεύεται κανείς να ξεχωρίσει στις διακηρύξεις
αυτές, ορισμένες απλοϊκές και πρωτόγονες αρχές πού θυμίζουν τα καλούπια και τα
συνθήματα πού όλοι οι φασισμοί έχουν από κοινού.
Αλλά
υπάρχει μια άλλη διαπίστωση, γενικά αποδεκτή, που χρειάζεται σκέψη: είναι η
άμεση επέμβαση μιας συγκεκριμένης αμερικανικής πολιτικής στην Ελλάδα. Γιατί
κανείς δεν αμφιβάλλει πως το πραξικόπημα των συνταγματαρχών είχε εμπνευσθεί από
την CIA.
Αυτή επεξεργάστηκε την άρτια άλλωστε, τεχνική του και η αμερικανική υποστήριξη
επιτρέπει στους συνταγματάρχες να διατηρούνται στην εξουσία. Η καινούργια
κατάσταση στην Ελλάδα εντάσσεται στην πολιτική των ΗΠΑ, πού, μπρός στην
αυξανόμενη επιρροή της Ε.Σ.Σ.Δ., προσπαθούν να εξασφαλίσουν μια χωρίς όρους
πελατεία στην ανατολική Μεσόγειο.
Βέβαια
για τα μικρά κράτη με περιορισμένους πόρους, η έννοια της ανεξαρτησίας υπήρξε
πάντα ένας μύθος και η επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων στην οικονομική και
πολιτική τους ζωή είναι κάτι το συνηθισμένο. Ωστόσο λίγα είναι τα ευρωπαϊκά
κράτη όπου η άμεση επέμβαση εξωτερικών δυνάμεων στην εσωτερική εξέλιξή τους να
πήρε μια τέτοια έκταση και να προσέλαβε, κάποιες στιγμές, σχεδόν θεσμικές
μορφές. Τέτοια υπήρξε η περίπτωση της Ελλάδας.
Υπάρχουν στιγμές στην ιστορία αυτού του τόπου
όπου ο ιστορικός έχει την εντύπωση ότι η πολιτική εξέλιξη της Ελλάδας
καθορίζεται ερήμην των Ελλήνων και πώς η τύχη της παίζεται αλλού. Μόνο μέσα σε
κινήματα διαμαρτυρίας και αντίστασης ανακαλύπτουμε την ενεργό παρουσία του
ελληνικού λαού, ακόμα και αν τα κινήματα αυτά δεν προσλαμβάνουν πάντα
συγκεκριμένο πολιτικό χαρακτήρα.
Μπορούμε
να εξηγήσουμε αυτήν την ιδιομορφία θεωρώντας σαν βασικό παράγοντα την
γεωγραφική θέση της Ελλάδας, που βρίσκεται σ’ ένα σταυροδρόμι όπου οι μεγάλες
δυνάμεις συγκρούονται και όπου, σήμερα, δύο κόσμοι με αντίθετες ιδεολογίες
βρίσκονται αντιμέτωποι. Η υπόθεση αυτή είναι, βέβαια, ενδιαφέρουσα αλλά έτσι
από μόνη της μοιάζει ανεπαρκής. Η ξενική αυτή επέμβαση στην πολιτική εξέλιξη της
Ελλάδας είναι τόσο βαθειά και τόσο προφανής, που συχνά μας κάνει να ξεχνούμε
τον όχι ασήμαντο ρόλο πούχουν παίξει οι εσωτερικές δυνάμεις μέσα στην Ελλάδα
που συχνά επιζήτησαν αυτήν την επέμβαση ή συμβιβάστηκαν μ’ αυτήν.
Πρίν απ’
όλα, λοιπόν, πρέπει να αναζητήσουμε τις πραγματικές αιτίες του ελληνικού
φαινομένου στις ιστορικές συνθήκες του σχηματισμού και της εξέλιξης της
νεοελληνικής κοινωνίας.
Γι’ αυτό
ένα σχεδιάγραμμα της εξέλιξης της νεοελληνικής κοινωνίας και της πολιτικής
στάσης κάθε κόμματός της θα μπορούσε να οδηγήσει σε μερικά ρεαλιστικά
συμπεράσματα πάνω στην σημερινή συμπεριφορά των ελλήνων και πάνω στις μορφές
πού θα μπορούσε να προσλάβει στο εγγύς μέλλον.
Ένα
τέτοιο σχεδιάγραμμα μοιάζει νάναι απαραίτητο και για ένα άλλο λόγο: η δυσαναλογία
ανάμεσα στον κυρίαρχο ρόλο πούπαιξε παληότερα ο Ελληνικός λαός και στην ταπεινή
και δευτερεύουσα θέση που κατέχει σήμερα αυτή η μικρή χώρα, ευνοεί κάθε λογής
«μυθολογίες» ΄ μυθολογίες που ξεπηδάνε από την ιδέα της μονιμότητας μιάς
αιώνιας Ελλάδας (συμπεριλαμβανομένης, ανάλογα με τη συγκυρία, και της συνέχισης
της πολιτικής αναρχίας των αρχαίων Ελλήνων), καθώς και μια ολόκληρη σειρά από
εξηγήσεις που εμπνέονται από μια φολκλορική και περιθωριακή κοινωνιολογία που
αρέσει σε ορισμένους φίλους της Ελλάδας που σαν φωτισμένα και ανώτερα πνεύματα
μιλάνε με προσποίηση και συγκαταβατικότητα.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ
ΟΜΑΔΕΣ ΚΑΙ ΤΑΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Οι ρίζες
του Ελληνικού λαού πηγαίνουνε πίσω στην αρχαιότητα αλλά το ελληνικό έθνος, σαν
σύγχρονη ιστορική οντότητα, γεννήθηκε κατά το τέλος της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας. Στεριώθηκε μέσα στην αντίθεση και στην αντίσταση ενάντια στην
ξενική κατοχή (πούταν δυτική για ορισμένες περιοχές και οθωμανική για το
μεγαλύτερο μέρος της χώρας) ΄ η κατοχή αυτή συνεχίστηκε μέχρι πρόσφατα, πολύ
μετά την ίδρυση ενός νέο-ελληνικού κράτους.
Θα
αναζητήσουμε την καταγωγή των ειδικών χαρακτηριστικών της νέο-ελληνικής
κοινωνίας μέσα σ’ αυτό το ιστορικό πλέγμα και μέσα στις ποικίλες συνέπειές του.
Ένα από
τα βασικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας αυτής από το σχηματισμό της, και, σ’ ένα
βαθμό, μέχρι πρόσφατα, είναι η έλλειψη ευκρίνειας στις δομές της: από κεί
πηγάζει ο μόνιμα διφορούμενος χαρακτήρας των στοιχείων της και μάλιστα η
σύγχυση στην ιδεολογία και πολιτική συμπεριφορά.
Σε
μεγάλο βαθμό, αυτή η κατάσταση μπορεί να εξηγηθεί:
-από την καταγωγή των κοινωνικών ομάδων που
σχημάτιζαν την ελληνική κοινωνία μέχρι τον 19ο αιώνα, και
-από την οικονομική βάση της κάθε ομάδας.
Μέχρι τον
18ο αιώνα, την κοινωνία αυτή συνθέτανε οι ακόλουθες ομάδες: Πρώτα
πρώτα, ο ανώτερος κλήρος που οι Τούρκοι τούχανε παραχωρήσει μερικά προνόμια.
Δεύτερο, τα τελευταία υπολείμματα της βυζαντινής αυτοκρατορίας που έπαιρναν τις
υψηλές θέσεις στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης πού προορίζονταν για τους
λαϊκούς.
Η ομάδα
αυτή αντλούσε τα εισοδήματά της από τις λειτουργίες που εξασκούσε καθώς επίσης
πολύ σύντομα και από το μονοπώλιο που είχε στο εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας και
στην είσπραξη των φόρων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που μοιράζονταν με τους
Τούρκους.
Μέσα από
αυτήν την ομάδα οι Οθωμανοί στρατολογούσαν τα στελέχη που τους ήταν απαραίτητα
για τις εξωτερικές τους σχέσεις. Τους αναθέτανε τα αξιώματα του δραγουμάνου του
στόλου, του δραγουμάνου της Πύλης και, από το 18ο αιώνα και δώθε,
των ηγεμόνων των παραδουνάβιων περιοχών. Έτσι σχηματίστηκε τελικά μια κλειστή
κάστα, όπως στην Κωνσταντινούπολη: αυτή των Φαναριωτών. Μιάν άλλη ομάδα, την
ομάδα των προκρίτων των επαρχιών, την αποτελούσαν ουσιαστικά οι γαιοκτήμονες
της ηπειρωτικής Ελλάδας, καθώς και μερικοί εφοπλιστές και έμποροι, στα νησιά.
Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ακόμα ένα περιωρισμένο αριθμό από μικρούς εμπόρους
που ήταν στο μεγαλύτερο μέρος τους εγκατεστημένοι έξω από την οθωμανική
αυτοκρατορία, στην Δύση.
Οι χωρικοί
αποτελούσαν την μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού΄ ήταν συνήθως ακτήμονες,
και πάροικοι και μισαχάρηδες των Τούρκων ή των λίγων Ελλήνων γαιοκτημόνων.
Τέλος προσθέτουμε σ’ αυτούς ένα μικρό
αριθμό από βιοτέχνες στα αστικά κέντρα.
Αν
εξαιρέσουμε τους χωρικούς και τους βιοτέχνες, η οικονομική βάση των υπολοίπων
κοινωνικών ομάδων που κατά κάποιον τρόπο αποτελούσαν τις «κυρίαρχες τάξεις» του
έθνους μέσα σ’ αυτή τη μεσαιωνική κοινωνία, ήταν του ίδιου επιπέδου. Οι κοινές
πηγές πλούτου για τις ομάδες αυτές ήταν: έγγεια ιδιοκτησία, εμπορικές και
χρηματιστηριακές επιχειρήσεις σε χαμηλό επίπεδο, είσπραξη εισοδημάτων του
κράτους και πρόσοδοι από υπηρεσίες και αξιώματα.
Από την
άλλη μεριά η συμμετοχή τους στην εξουσία τους συνέδεε κοινωνικά: Οι Φαναριώτες
συμμετείχαν στην κεντρική διοίκηση και οι πρόκριτοι των επαρχιών στην
κοινοτική΄ έτσι σχημάτιζαν μια ελληνική διοικητική ιεραρχία πού, σε πολλές
περιπτώσεις, γινόταν κληρονομική και παράλληλη μ’ αυτήν των Τούρκων. Οι
φιλονικίες μεταξύ Φαναριωτών και προκρίτων για το μοίρασμα της εξουσίας, μέσα
στα στενά πλαίσια της κατοχής, δεν μπορούσαν να μετατραπούν σε πιο βαθειούς
κοινωνικούς αγώνες.
ΓΕΝΝΗΣΗ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ
Η πρώτη
διαφοροποίηση γίνεται μέσα σ’ αυτές τις αρχαϊκές δομές από τα μέσα του 18ου
αιώνα με την εξαφάνιση λόγω της εμπορικής ανάπτυξης, των στοιχείων μιας
ελληνικής αστικής τάξης. Αυτή η πρώτη διαφοροποίηση έφερε βέβαια ένα κάποιο
ξεκαθάρισμα αλλά δεν άλλαξε τον ετερόμορφο χαρακτήρα και την διφορούμενη
ιδεολογία των κυρίαρχων ομάδων. Αυτό εξαρτάται βασικά από τις ιδιομορφίες αυτής
της καινούργιας κοινωνικής δύναμης και από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες
αναπτύχθηκε.
Πρώτα-πρώτα, αυτή η ελληνική αστική τάξη παραμένει ουσιαστικά εμπορική.
Ο δεσποτισμός, αναρχία και η αυθαιρεσία
της Οθωμανικής διοίκησης έκαναν αδύνατη κάθε επένδυση συσσωρευμένου εμπορικού
και ναυτιλιακού κεφαλαίου πού να αποβλέπει στη δημιουργία και ανάπτυξη μιάς
βιομηχανίας στη χώρα. Η προστατευτική
πολιτική των δυτικών χωρών απόκλειε μια τέτοια προσπάθεια των ελλήνων
καπιταλιστών που ήταν εγκατεστημένοι στο εξωτερικό΄ οι μόνες δραστηριότητες που
τους απομέναν ήταν το εμπόριο και οι τραπεζικές επιχειρήσεις. Άλλωστε, το
εύκολο και γρήγορο κέρδος πούκαναν στο εμπόριο του χρήματος τους έφτανε με το
παραπάνω.
Το δεύτερο ουσιαστικό χαρακτηριστικό αυτού
του καινούργιου κοινωνικού σχηματισμού είναι, ασφαλώς, η οικονομική ασυμμετρία,
των διαφόρων ομάδων πού τον αποτελούσαν και η έλλειψη αμοιβαίας εσωτερικής
συνοχής που απορρέει από την ανομοιομορφία αυτή. Διαπιστώνουμε, απ’ την αρχή
την ύπαρξη μιάς πολύ περιορισμένης ομάδας εμπόρων και χρηματιστών πούχαν στη
διάθεσή τους τεράστια κεφάλαια, σε σχέση με το επίπεδο ανάπτυξης της ελληνικής
οικονομίας και ένα μεγάλο αριθμό από μεσαίους και μικρούς εμπόρους, εφοπλιστές
και μερικούς βιοτέχνες με μέτρια οικονομικά μέσα πού εξαρτιόντουσαν συνάμα από
τους μεγάλους Έλληνες και ξένους εμπόρους και χρηματιστές. Εδώ πρέπει να
προστεθεί ότι μόνο αυτή η δεύτερη ομάδα έμενε μέσα στην Ελλάδα και αποτελούσε
την «εθνική αστική τάξη». Αντίθετα οι μεγάλοι έμποροι και χρηματιστές, ήταν
εγκατεστημένοι στο εξωτερικό και από τότε συμμετείχανε, ως ένα βαθμό, στην
διεθνή οικονομία.
το
καθεστώς της προστασίας: πρώτη μορφή εξάρτησης
Τέλος,
αυτή η ελληνική αστική τάξη, μικρό και μεγάλο κεφάλαιο βρίσκεται ήδη από την
γέννησή της σε άμεση εξάρτηση από το εξωτερικό. Το εμπόριο, η ναυτιλία και η
βιοτεχνία μόλις ξεπεράσουν τα όρια της οικογενειακής επιχείρησης, αναπτύσσονται
χάρη στην πρόοδο της εμπορικής δραστηριότητας των Δυτικών-ειδικά της Γαλλίας
και της Αγγλίας-στην εγγύς Ανατολή.
Οι
Έλληνες έμποροι που ξεκινούσαν συνήθως τη σταδιοδρομία τους σαν υπάλληλοι
δυτικών εμπορικών οίκων, όταν γινόντουσαν ανεξάρτητοι δεν μπορούσαν να
αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που δημιουργούσαν οι οθωμανικές αρχές παρά μόνο με
την προστασία των ξένων δυνάμεων. Κατά συνέπεια προσπαθούσαν να τεθούν κάτω από
το ειδικό νομικό καθεστώς των «προστατευομένων» των Γάλλων ή των Ρώσων. Αυτή η
εξάρτηση εντάθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα. Τότε ένας μεγάλος αριθμός
αυτών των εμπόρων, που άρχιζαν να εκτοπίζουνε τους δυτικούς στο εμπόριο της
οθωμανικής αυτοκρατορίας, αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν, για περισσότερη
σιγουριά, στα μεγάλα εμπορικά κέντρα της δυτικής Ευρώπης και της Ρωσίας.
Ανάλογες
εξελίξεις έχουμε και στην ελληνική εμπορική ναυτιλία που για να αναπτυχθεί,
επηρεάστηκε απ’ τον ανταγωνισμό των Άγγλων και των Γάλλων στην ανατολική
Μεσόγειο, εξυπηρετώντας πότε την μια και πότε την άλλη απ’ τις δυό δυνάμεις,
όπως είχε κάμει και με τη Ρωσία, τον καιρό των Ρωσο-τουρκικών πολέμων.
Η
ελληνική αστική τάξη όλο το 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου,
θα παίξει ένα πρωταρχικό ρόλο μέσα στη ζωή του ελληνικού έθνους΄ ωστόσο, οι
ιδιομορφίες της- που εξετάσαμε πιο πάνω-θα περιορίσουν τις κοινωνικές και
πολιτικές προοπτικές της και την δυνατότητά της να τις επιβάλλει.
Αυτό το
βλέπουμε κιόλας στα προ- επαναστατικά κοινωνικό-πολιτικά κινήματα΄ θα γίνει,
ωστόσο, φανερό κατά τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας, και, κυρίως, μέσα
στην πολιτική ζωή του ελληνικού κράτους κατά τη διάρκεια όλου του 19ου
αιώνα.
Η
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Σ’ αυτή
την περίοδο όλη η ελληνική ιδεολογία υποτάσσεται σ’ ένα βασικό ζήτημα: στο
εθνικό. Η στάση των διαφόρων κοινωνικών ομάδων μπροστά σ’ αυτό το καίριο ζήτημα
μπορεί να συνοψιστεί στο ακόλουθο σχήμα, πού, αν και αναγκαστικά απλοποιημένο,
δεν προδίδει, στην ουσία, την πραγματικότητα.
Το
αυθόρμητο κίνημα της αντίστασης στούς Τούρκους, πήγαζε από την αγροτιά και δεν
είχε ούτε οργάνωση ούτε σαφές πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο. Οι πρόκριτοι
έμειναν κατά κανόνα πιστοί στην τουρκική εξουσία με την οποία τα συμφέροντά
τους ήταν δεμένα. Το πολύ, καμμιά φορά, να αμφιταλαντευόντουσαν ανάμεσα σ’ αυτή
τη στάση της συνεργασίας και ενός εθνικού αισθήματος΄ το εθνικό αυτό αίσθημα
ξεκινούσε από την εθνική και θρησκευτική αντίθεση και την οικονομική και
κοινωνική καταπίεση από την τουρκική εξουσία-καθώς οι πρόκριτοι δεν είχαν
απόλυτα απαλλαγεί από την καταπίεση αυτή. Έτσι, μια μερίδα των προκρίτων
παρασύρθηκε και συμμετείχε στα επαναστατικά κινήματα που υποκινούσαν οι
χριστιανοί μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία΄ σε μερικές περιπτώσεις, μάλιστα,
τα κατευθύνανε κιόλας. Έτσι έγινε με τους ξεσηκωμούς που εμπνεύστηκαν από τις
ξένες δυνάμεις (Βασίλειο της Νεάπολης, Βενετία, Ισπανία, Γαλλία αργότερα
Αυστρία και κυρίως Τσαρική Ρωσία). Τα ξεσηκώματα αυτά χρησίμευαν σαν
αντιπερισπασμός στους πολέμους των δυνάμεων αυτών ενάντια στην οθωμανική
αυτοκρατορία. Οι κυρίαρχες ομάδες στην Ελλάδα θεωρούσαν τις συντηρητικές ή
φεουδαρχικές αυτές δυνάμεις σαν τους καλύτερους εγγυητές του κοινωνικού
κατεστημένου. Με μερικές εξαιρέσεις, έδειξαν πάντα καχυποψία μπροστά σε κάθε
ανανεωτική κοινωνική ή πολιτική ιδέα. Και, όταν, με τη στερέωση της καινούργιας
αστικής τάξης, αυτές οι καινούργιες ιδέες άρχισαν να αποχτούν δύναμη, οι
κυρίαρχες ομάδες πήραν μια έντονα εχθρική στάση απέναντί της.
Πραγματικά, η ανανέωση και η διασαφήνιση της νέο-ελληνικής σκέψης-που οι
ιστορικοί ονομάζουνε νέο-ελληνική αναγέννηση- συνδέονται με την άνοδο και την
σταδιακή στερέωση της ελληνικής αστικής τάξης. Εδώ εξετάζουμε μόνο τις
πολιτικές πτυχές του φαινομένου αυτού. Η οθωμανική κατοχή, πού έκανε αδύνατη
κάθε είδους οικονομική ανάπτυξη, ενοχλούσε πιο πολύ αυτή την ομάδα των
επιχειρηματιών καθώς και ένα κύκλο διανοουμένων με τους οποίους βρίσκονταν σε
στενή σχέση΄ αυτοί ζούσαν στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού καθώς και
στην Ελλάδα. Η φιλελεύθερη ιδεολογία, λοιπόν, και το κάλεσμα για εθνική
απελευθέρωση, γέννημα της γαλλικής
επανάστασης, βρίσκουνε βαθειά απήχηση στους κύκλους αυτούς. Έτσι γεννήθηκε η
ιδέα μιάς επαναστατικής λύσης στο εθνικό ζήτημα΄ η πρωτοβουλία θα ερχόταν από
τους ίδιους τους Έλληνες και θάχε σαν στόχο τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου
ελληνικού κράτους βασισμένου πάνω σε φιλελεύθερες αρχές. Η αστική τάξη της
εποχής εκείνης κατάφερε να οργανώσει τις επαναστατικές δυνάμεις της αγροτιάς
και να παρασύρει ένα μεγάλο μέρος από τους προκρίτους στον αγώνα της
ανεξαρτησίας του 1821 έτσι όλο το έθνος έμοιαζε ενωμένο ως προς το εθνικό
ζήτημα΄ ωστόσο, ήταν πολύ λιγώτερο ενωμένο ως προς τις κοινωνικές και πολιτικές
προοπτικές αυτής της κίνησης. Η διαφωνία αυτή εκδηλώθηκε παίρνοντας βίαιες
μορφές κατά την διάρκεια του πολέμου της Ανεξαρτησίας. Ακόμα και η επιτυχία του
πολέμου μπήκε σε κίνδυνο από τις εσωτερικές διαμάχες. Έτσι, η ελληνική
επανάσταση κατάληξε, μετά από μια σειρά υποχωρήσεων και συμβιβασμών, στην
απελευθέρωση ενός πολύ μικρού κομματιού των ελληνικών περιοχών και στη
δημιουργία ενός μικρού κράτους που λεγόταν «ανεξάρτητο» μά που στη
πραγματικότητα ήταν «προστατευόμενο» της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας
και υποταγμένο επί πλέον στην εξουσία ενός απόλυτου μονάρχη.
ΙΔΡΥΣΗ
ΤΟΥ «ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΟΥ» «ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΥ» ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ:
ΘΕΣΜΟΙ
ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ
Από την
ίδρυση του Ελληνικού κράτους οι κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού είναι
καθορισμένοι. Το εξωτερικό κατευθύνει τις εσωτερικές δυνάμεις και συνάμα παίζει
τον ρόλο του ενδιαφερόμενου διαιτητή. Οι μηχανισμοί του παιχνιδιού αυτού, αν
και τους λείπει η ευελιξία, μπορούν να προσαρμόζονται στις εκάστοτε συνθήκες
και ακολουθούνε τον πολύ αργό μετασχηματισμό της νεοελληνικής κοινωνίας.
Ο πρώτος
σταθμός και μόνιμος μηχανισμός της ξενικής επέμβασης στην ελληνική πολιτική ζωή
ήταν η βασιλική εξουσία. Μ’ ένα είδος σιωπηρής συμφωνίας, ο βασιλιάς και το
περιβάλλον του αναλαβαίνουν την υποχρέωση να διευθύνουν την εξωτερική πολιτική
του Βασιλείου σύμφωνα με τις κατευθύνσεις πού τους υποδεικνύει η κυριαρχούσα
εξωτερική δύναμη-ή πού προκύπτει από ενδεχόμενο συμβιβασμό ανάμεσα στις
προστάτιδες δυνάμεις. Το παλάτι αναλαμβάνει να συγκρατεί τις εσωτερικές
πολιτικές εξελίξεις μέσα στα πλαίσια που
δεν απειλούνε τις ξένες δυνάμεις και παράλληλα, εγγυάται τα προνόμια της
ντόπιας ολιγαρχίας. Με λίγα λόγια, αποσκοπεί στο να προλαβαίνει κάθε «πολιτικό
παραλογισμό». Στις σπάνιες στιγμές της ιστορίας του βασιλείου, που το παλάτι
προσπάθησε να ξεφύγει απ’ αυτό το βασικό κανόνα του παιχνιδιού, είτε
απομακρύνθηκε από την εξουσία είτε προειδοποιήθηκε αυστηρά για την καταπάτηση της
συμφωνίας. Ο ρόλος αυτός της μοναρχίας, που εκπροσωπήθηκε επί πλέον από ξένες
δυναστείες στην Ελλάδα, υπήρξε τόσο φανερός πού, παρ’ όλες τις προσπάθειες που
έγιναν, κανένας δεσμός δεν κατόρθωσε να το ενώσει με τον ελληνικό λαό.
Έτσι, η
μοναρχία προσπάθησε να στηριχτεί πάνω σε μια μικρή και προνομιούχα μερίδα του
ελληνικού πολιτικού κόσμου πού μεταμορφώθηκε σε κομματική διοίκηση, καθώς και
πάνω στο στρατό στον οποίο προσπάθησε να προσδώσει χαρακτήρα περισσότερο
βασιλικό παρά εθνικό.
Τα
πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα χαρακτηρίζονται μέχρι πρόσφατα από την απουσία
σαφούς κοινωνικής και πολιτικής ιδεολογίας και από την έλλειψη σταθερών
εσωτερικών δομών στις εκλογικές τους βάσεις. Μοιάζουνε μάλλον με ομάδες που
συγκροτούνται γύρω από ορισμένους αρχηγούς και τοπικούς πολιτικούς παράγοντες ΄
αυτοί φέρνουνε μαζί τους μια αβέβαιη πελατεία που καθορίζεται από προσωπικά
συμφέροντα ή από μια προπαγάνδα που ξέρει να εκμεταλλεύεται έντεχνα τη
στιγμιαία λαϊκή θέληση. Ωστόσο οπωσδήποτε μπορούμε να ξεχωρίσουμε μερικές
γενικές τάσεις πού καθρεφτίζουνε τα συμφέροντα των κυρίαρχων στρωμάτων της
ελληνικής κοινωνίας.
Άλλωστε
οι πολλαπλοί οικονομικοί και πολιτικοί δεσμοί εξάρτησης, για τους οποίους
μιλήσαμε, και που πρίν ακόμα από την επανάσταση συνέδεαν τις κοινωνικές ομάδες
με τρείς προστάτιδες δυνάμεις, ενισχύθηκαν κατά τη διάρκεια του αγώνα της
Ανεξαρτησίας και σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα διαμορφώνοντας σε
κόμματα σε στηρίγματα της ξένης εξάρτησης.
Η
πολιτική που χαράσσεται σε κάθε περίοδο της νεοελληνικής ιστορίας, καθρεφτίζει,
έτσι το συσχετισμό των δυνάμεων ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο παράλληλες εξουσίες
(παλάτι και κόμματα) οι δύο αυτές εξουσίες κάπου-κάπου βρίσκονται σε ανοιχτή
σύγκρουση αναμεταξύ τους, αλλά συνήθως φυτοζωούν μέσα στο συμβιβασμό. Η πολιτική
ζωή αντανακλά επίσης τα περιθώρια ελιγμών που επιτρέπει στο θρόνο η μεγάλη
δύναμη που εξουσιάζει κάθε φορά την πολιτική ζωή της ανατολικής Μεσογείου και
της Ν. Α. Ευρώπης.
Η Μεγάλη
Βρετανία είναι η δύναμη που παίζει αυτόν τον κυρίαρχο ρόλο μέχρι τον δεύτερο
παγκόσμιο πόλεμο΄ οι άλλες ενδιαφερόμενες δυνάμεις δεν ενεργούν στην Ελλάδα
παρά μόνον αντιδρώντας στην πολιτική της Μ. Βρετανίας. Την Μεγάλη Βρετανία
αντικαθιστούν από το 1947 και δώθε οι ΗΠΑ με το δόγμα Τρούμαν.
Η σύντομη
σκιαγραφία που ακολουθεί θα δείξει μερικές πλευρές αυτού του παιχνιδιού πούναι
μονότονο στις γενικές του γραμμές, αλλά «πού στις διάφορες συγκεκριμένες του
εκδηλώσεις εμφανίζεται ποικιλόμορφο».
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ
ΟΜΑΔΕΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ
Την πρώτη
περίοδο της μοναρχίας, που φτάνει μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, η
ελληνική κοινωνία αντιστοιχεί στην αρχαϊκή οικονομία΄ η οικονομία παρουσιάζει
σε σύγκριση με τα τέλη του 18ου αιώνα, μια σαφή οπισθοδρόμηση που
προκλήθηκε από τις καταστροφές του πολέμου για την ανεξαρτησία. Η οικονομία και
η κοινωνία είναι ουσιαστικά αγροτική με κάπου 80% ακτήμονες αγρότες΄ τους
γαιοκτήμονες η συντριπτική πλειοψηφία δεν έχει περισσότερο από ένα εκτάριο και
μια μικρή μειοψηφία τους έχει 5-20 εκτάρια. Στο κοινωνικό πεδίο τα σημαντικά γεγονότα
της περιόδου είναι ασφαλώς:
1.Το αδυνάτισμα, λόγω πολέμου της ανεξαρτησίας των
αστικών στοιχείων-κυρίως αυτών πού έμειναν εγκατεστημένοι στην Ελλάδα.
2.-Η όλο και πιο στενή σχέση συμμαχία ανάμεσα στις
ομάδες των προκρίτων διαφόρων προελεύσεως: παλιές οικογένειες κοινοτικών
προκρίτων, εφοπλιστές και μεγαλέμποροι, οπλαρχηγοί των άτακτων στρατευμάτων του
πολέμου της ανεξαρτησίας. Όλα αυτά τα στοιχεία σχηματίσανε τελικά μια κοινωνική
ομάδα που αν και ετερογενής είχε κοινά συμφέροντα, τα συμφέροντα των ιδιοκτητών.
Με λίγα λόγια, το ουσιαστικό αποτέλεσμα για την κοινωνική εξέλιξη στην Ελλάδα
όπως και για την οικονομική εξέλιξη υπήρξε μια σημαντική οπισθοδρόμηση σε σχέση
με την προηγούμενη εποχή΄ μέσα σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, θα ήτανε μάταιο, άλλη μια
φορά, να ψάξουμε, μέσα σ’ αυτές τις
διάφορες κοινωνικές ομάδες, ξεκάθαρες πολιτικές προοπτικές και θέληση για την
επιβολή της. Το περιθώριο για πρωτοβουλίες μέσα σ’ αυτό το πολιτικό παιχνίδι
ήταν πολύ περιορισμένο: υπήρχαν δύο δυνάμεις: Άπ’ την μια μεριά ο Όθωνας ο 1ος,
πούταν απόλυτος μονάρχης μ’ ένα συμβούλιο αντιβασιλείας γύρω του πού
αποτελούνται από Βαυαρούς και ήταν η αληθινή κυβέρνηση της Ελλάδας και
στηριζότανε πάνω σε ένα επίσης βαυαρικό μισθοφορικό στρατό. Το μεγαλύτερο μέρος
των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων του πολέμου της ανεξαρτησίας είχε απολυθεί.
Απ’ την
άλλη μεριά, έχουμε την σύνθετη ομάδα, που περιγράψαμε πιο πάνω και πού δεν είχε
καθορισμένη πολιτική συνείδηση ήταν χωρισμένη σε φάρες που αντιπροσωπεύονταν
στην πολιτική ζωή από τρία «κόμματα» που ονομάζονταν «αγγλικό», «γαλλικό» ή
«ρωσικό» ΄ η ονομασία αυτή δείχνει πώς το
καθένα απ’ αυτά ήταν φορέας της πολιτικής της προστάτιδας δύναμης πού το
πατρονάριζε. Δεν υπήρχε καμμιά πολιτική για την επίλυση των καίριων εσωτερικών
προβλημάτων της εποχής. Το πιο σημαντικό από αυτά ήταν η διανομή των εθνικών
περιουσιών που οι περισσότερες απ’ αυτές καταλήξανε, νόμιμα ή με σφετερισμό,
στα χέρια των ισχυρών της εποχής. Δεν έγινε καμμιά σοβαρή προσπάθεια για την
επαναδιοργάνωση της οικονομίας της χώρας και των δημόσιων οικονομικών. Το
κράτος ζούσε με εξωτερικό δανεισμό που είναι ο πιο σίγουρος τρόπος για τους
ξένους να εξασκούνε πίεση ΄ αυτός ο δανεισμός, ωστόσο, δεν εμπόδιζε την
χρεωκοπία. Τα κόμματα αυτά είχαν μια κοινή μέριμνα: το να συμμετάσχουν στην
εξουσία από την οποία η μοναρχία τα είχε αποκλείσει.
Τα βασικά προβλήματα της εποχής ήταν:
-η παραχώρηση ενός συντάγματος-που διεκδικούσαν το «αγγλικό»
και το «γαλλικό» κόμμα-και κυρίως,
-το εθνικό ζήτημα, πού ήταν και το σημαντικώτερο.
Η
μεγάλη ιδέα
Το ελληνικό
έθνος είχε παραμείνει κάτω από την ξενική κατοχή πάνω από 4 αιώνες. Θεωρούσε
τον εαυτό του σαν αποστερημένο διάδοχο μιάς αυτοκρατορίας ΄οι πολύχρονες και
επίμονες προσπάθειές του, δεν είχαν καταλήξει παρά στην ανεξαρτητοποίηση ενός
μικρού μέρους του εδάφους του΄ έτσι, η απελευθέρωση του συνόλου των περιοχών
του δεν μπορούσε παρά ν’ αποτελεί την κυρίαρχη ιδέα της πολιτικής του΄ αυτή η
ιδέα, από την αρχική περίοδο της σύλληψής της, πήρε την ρομαντική μορφή της
επανασύστασης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η Μ ε γ ά λ η Ι δ έ α του Νέου
ελληνισμού βάζει, για πολύ καιρό, κάτω από τους όρους της όλη την ιδεολογία και
πολιτική δράση των Ελλήνων. Ωστόσο, όχι μόνο η φαντασιώδης Μεγάλη Ιδέα αλλά και
η πιο εύλογη δίκαιη θέληση να ξαναενωθεί ο ελευθερωμένος ελληνισμός σ’ ένα
ανεξάρτητο κράτος, σήμαινε την διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, γι’ αυτό
εύρισκε αντιμέτωπη τη Μεγάλη Βρετανία που υποστήριζε το δόγμα της ακεραιότητας
της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η Βρετανική πολιτική ήθελε να διατηρήσει την
ισορροπία δυνάμεων στο Ανατολικό ζήτημα. Οι δυνάμεις που περιστασιακά
ενθαρρύνανε αντι-οθωμανικές εκδηλώσεις ήταν άλλοτε η Ρωσία και άλλοτε η Γαλλία.
Οι μυστικές οργανώσεις του «ρωσικού» κόμματος διεγείρανε την ελληνική κοινή
γνώμη και ο συνταγματικός Κωλέττης, ο αρχηγός του «γαλλικού» κόμματος,
παρουσιαζόταν σαν πρόμαχος της Μεγάλης Ιδέας. Το εθνικό ζήτημα ξεπρόβαλε μέσα
σε μια κομματική και δημαγωγική προπαγάνδα και ήταν ένα πολύ καλό μέσο για τον
αποπροσανατολισμό του κόσμου από τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της
εποχής!
Πολιτικά
κόμματα και ξένες δυνάμεις
Ο Όθωνας
και το περιβάλλον του προσανατολιζόντουσαν προς τη Ρωσία και την Αυστρία ΄ αυτό
προκάλεσε το θυμό της Αγγλίας που άρχισε να υποστηρίζει την συνταγματική
αντιπολίτευση του «αγγλικού» κόμματος΄ η στάση αυτή της Αγγλίας και του
αγγλικού κόμματος οδήγησε στην προσέγγιση μεταξύ Όθωνος και «γαλλικού» και
«ρωσικού» κόμματος. Οι ταραχές και οι ραδιουργίες, πούχανε σαν κέντρα τις
πρεσβείες των τριών «προστάτιδων» δυνάμεων, καταλήξανε σε δύο επαναστάσεις: το
πραξικόπημα του 1843 και τον ξεσηκωμό του 1862.
Με το
πραξικόπημα του 1843, ο Όθωνας αναγκάζεται να παραχωρήσει ένα σύνταγμα ΄έτσι
καθιερώνεται μια Βουλή, πού εκλεγόταν με βάση ένα λίγο-πολύ τιμαριακό σύστημα.
Ωστόσο, αφέθηκαν στο βασιλιά μεγάλα προνόμια, πράγμα που οδήγησε στον πολύ
γρήγορο μετασχηματισμό της συνταγματικής μοναρχίας σε μια πραγματική δικτατορία
του Όθωνα και του Κωλέττη και, με το θάνατο του Κωλέττη, σε μια δικτατορία του
Όθωνα. Οι ένοπλες ομάδες που υπηρετούσαν τον Κωλέττη κατασκευάζανε πλειοψηφίες
στο κοινοβούλιο΄ αργότερα, ο βασιλιάς επέβαλε μια σειρά αυλικών κυβερνήσεων πού
η μια διαδεχότανε την άλλη με γοργό ρυθμό και πού όλες είχανε ένα κοινό χαραχτηριστικό: τις αποτελούσαν
άνθρωποι «αφοσιωμένοι στο στέμμα», όπως ειρωνικά τους ονομάζανε τότε.
Η
κοινοβουλευτική διαφθορά, η δημιουργία εκλογικής πελατείας με χρήματα του
Κράτους, η μόνιμη «εθνική» ταραχή πού κατάληγε σε αποτυχίες και συνεχείς
ταπεινώσεις υπήρξαν τα βασικά χαραχτηριστικά της επίσημης πολιτικής. Η
παραμικρή εθνική διεκδίκηση δεν ικανοποιείται. Ο αγγλικός στόλος κάνει
αποκλεισμό στην Ελλάδα το 1850 για ασήμαντους λόγους. Οι ξεσηκωμοί στις
ελληνικές περιοχές που παραμένουν κάτω από την Οθωμανική κατοχή καταπνίγονται.
Κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου, την τριετία 1854-1857 ο Πειραιάς
βρίσκεται κάτω από την κατοχή των ξένων. Το κράτος κηρύσσει πτώχευση και
επιβάλλεται διεθνής οικονομικός έλεγχος στην Ελλάδα. Τέλος, μετά τον ξεσηκωμό
του 1862, που ενθαρρύνθηκε ως ένα βαθμό από τους Άγγλους καθαιρείται ο Όθωνας.
Τέτοια ήταν τα αποτελέσματα της βασιλικής
πολιτικής που στηρίχτηκε στην ελληνική ολιγαρχία και που τόλμησε να
αμφισβητήσει η αγγλική ηγεμονία.
1862:
ΑΠΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΚΗΣ ΗΓΕΜΟΝΙΑΣ
Με την
πολιτική αλλαγή του 1862 και την επιβολή ενός καινούργιου βασιλέα, του δανού
πρίγκηπα Γεωργίου 1ου Γκλύξμπουργκ, η μεγάλη Βρετανία στερέωσε την
αναμφισβήτητη ηγεμονία της στην Ελλάδα. Παράλληλα, οι κανόνες του πολιτικού
παιχνιδιού προσαρμοζόντουσαν στους οικονομικούς και κοινωνικούς
μετασχηματισμούς.
Οικονομική
κατάσταση
Στ’
αλήθεια, σ’ όλη τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα,
έχουμε μια οικονομική ανάπτυξη για όλο τον ελληνικό λαό. Οι Έλληνες που ζούνε
στην Οθωμανική αυτοκρατορία και στις ελληνικές παροικίες των Βαλκανίων, της
Ρωσίας και της Αιγύπτου γίνονται ένας σημαντικός παράγοντας στην ανάπτυξη της
Ελλάδας΄ παρασύρανε μέσα σ’ αυτήν την γενική πρόοδο, την οικονομία του
ελληνικού βασιλείου. Μια μεγάλη ποσότητα από τα κεφάλαια πού είχαν συσσωρεύσει
οι Έλληνες του εξωτερικού αρχίζουν να εισρέουν και να επενδύονται στη χώρα. Το
ξένο κεφάλαιο θα ακολουθήσει, μετά από λίγο. Ακόμα μια φορά, όπως και τον 18ο
αιώνα, όλη αυτή η ουσιαστική πρόοδος έγινε μετά από την ισχυρή δραστηριότητα
που ανάπτυξαν η Γαλλία και η μεγάλη Βρετανία στην εγγύς Ανατολή. Οι Έλληνες κατάφεραν
να αποτελέσουν μια υπολογίσιμη οικονομική δύναμη στις περιοχές αυτές
συμμετέχοντας στις μεγάλες επιχειρήσεις των Άγγλων και σαν συνέταιροι των
βρετανικών εταιριών.
Εκεί
πρέπει ασφαλώς να αναζητήσουμε τον λόγο για τον οποίο η εξέλιξη αυτή δεν ήταν
σύμμετρη. Μόνο στον τριτογενή τομέα μπορούν οι Έλληνες να καταλάβουν μια θέση,
και μάλιστα χωρίς να βρίσκουνε και πολύ αντιμέτωπο τον ανταγωνισμό των δυτικών
δυνάμεων αλλά συνεργαζόμενοι μαζί τους. Διότι οι Έλληνες ξεκινούνε χωρίς
τεχνική προετοιμασία και με μια ασθενή υποδομή. Έτσι μόνον η ναυτιλία, το
εμπόριο και οι τραπεζικές επιχειρήσεις προοδεύουνε. Η ναυτιλία ξεπερνάει με
ευκολία την παροδική κρίση που προκάλεσε η χρήση του ατμού ΄ ο εμπορικός
στόλος, μέσα σε 50 χρόνια, δεκαπλασιάζει την χωρητικότητά του. Το εμπόριο
τριπλασιάζεται (σε αξία εμπορευμάτων) μέσα στην ίδια περίοδο΄ οι τράπεζες και
οι ασφαλιστικές εταιρίες
πολλαπλασιάζονται. Η βιομηχανία εμφανίζεται δειλά το τελευταίο τέταρτο
του 19ου αιώνα ΄ αποτελείται κυρίως από εργοστάσια υφαντουργίας και
ειδών διατροφής-με την εξαίρεση πολύ λίγων μεταλλευτικών επιχειρήσεων πούταν
στα χέρια των ξένων- ωστόσο η βιομηχανία μόλις ξεπερνάει το στάδιο μιας απλής
βιοτεχνίας και παραμένει σ’ ένα πολύ χαμηλό επίπεδο. Ακόμα και η γεωργία, που
ωστόσο συνεχίζει να αποτελεί την βάση της ελληνικής οικονομίας, δεν γίνεται
αντικείμενο ιδιαίτερης μέριμνας΄ χάρη στην πρωτοβουλία ολίγων πλουσίων
γαιοχτημόνων, προοδεύει κάπως-διπλασιάζοντας, π.χ. τις καλλιεργούμενες
εκστάσεις – η παραγωγή, ωστόσο, μένει σ’ ένα μέτριο επίπεδο, επειδή δεν υπάρχει
καλός εξοπλισμός και λείπει ο εκσυγχρονισμός των καλλιεργητικών μεθόδων.
Κοινωνική
διάρθρωση
Τους
μετασχηματισμούς αυτούς τους συνοδεύει μια σταδιακή διαφοροποίηση της
νεοελληνικής κοινωνίας ΄ ωστόσο το χαμηλό επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης και
κυρίως η ασυμφωνία ή και η διαστρέβλωση στην πρόοδό της δεν ευνοούν την
δημιουργία κοινωνικών τάξεων που να παρουσιάζουν μια κάποια ομοιογένεια και
νάχουνε καθορισμένα πλαίσια. Η ελληνική κοινωνία παραμένει, ακόμα, ουσιαστικά
γεωργική ΄ η αγροτιά αποτελεί την συντριπτική πλειοψηφία (70% περίπου) του
πληθυσμού ο αριθμός των ακτημόνων γεωργών ή αυτών πούχανε πολύ μικρά κτήματα
παραμένει πολύ ψηλός ΄ παρουσιάζεται, βέβαια, με το μοίρασμα ενός μέρους των
εθνικών γαιών, μια κάποια αύξηση του αριθμού των μικρών και μεσαίων ιδιοκτητών.
Το μεγαλύτερο κομμάτι της γης (κάπου 75% του καλλιεργήσιμου εδάφους), βρίσκεται
στα χέρια ενός περιορισμένου κύκλου μεγάλων ιδιοκτητών ‘ αυτό ενισχύεται στα 1881 με την προσάρτηση
της Θεσσαλίας και της περιοχής της Άρτας, όπου κυριαρχούσε η μεγάλη ιδιοκτησία.
Αυτό που
χαραχτηρίζει αυτή την περίοδο είναι μια νέα ενίσχυση, σε αριθμό και σε
οικονομική δύναμη, των αστικών στοιχείων – με την πιο πλατειά έννοια του όρου.
Σαν χαραχτηριστικό στοιχείο σημειώνουμε ότι ο αστικός πληθυσμός ανεβαίνει από
8% (στα 1853) σε 28% (στα 1879) και σε 33% στα (1907). Αλλά αυτά τα αστικά
στρώματα είναι πολύ σύνθετα, τεμαχισμένα σε αφάνταστο βαθμό και ρευστά. Η
εργατική τάξη μόλις αρχίζει να σχηματίζεται.
Πολιτικές
ανακατατάξεις
Ο χαρακτήρας αυτών των οικονομικοκοινωνικών
αλλαγών δεν ήταν τέτοιος, πού να προκαλέσει μια πλήρη ανατροπή στον συσχετισμό
των πολιτικών δυνάμεων ΄ ωστόσο τον μετέβαλε αισθητά και δημιούργησε καινούργιες αποχρώσεις. Στ’
αλήθεια, δύο πιο ξεκάθαροι πολιτικοί σχηματισμοί διαδέχονται-στα 1880
περίπου-τα τρία κόμματα («αγγλικό», «γαλλικό», «ρωσικό») του παληού πολιτικού
κόσμου, πού είχε αρχίσει να διαλύεται σε μια πληθώρα από συγκροτήματα που το
καθένα τους συνένωνε την πελατεία του γύρω από έναν ισχυρό αρχηγό. Από τους
νέους πολιτικούς σχηματισμούς, ο ένας αντιπροσώπευε τις παληές ολιγαρχικές οικογένειες, πού είχαν τάσεις
συντηρητικές και αντιδραστικές ΄ ο άλλος διευθυνόταν από τα πιο ισχυρά στοιχεία
της αστικής τάξης και τάσεις λίγο μεταρρυθμιστικές. Αυτά τα στοιχεία ήταν πού
συντελέσανε στην αλλαγή του 1862. Η αλλαγή αυτή, όμως, δείχνει, αμέσως-αμέσως,
τα όρια των κοινωνικών αλλά και των πολιτικών προοπτικών της αστικής τάξης
δείχνει τη δισταχτική της στάση και την αποδοχή
από μέρους της όλων των συμβιβασμών. Η πολιτική ηγεσία της ελληνικής αστικής
τάξης της εποχής εκείνης μπήκε επικεφαλής της εξέγερσης του 1862, μόνο αφού
άφησε να καταπνιγούνε οι λαϊκές κινητοποιήσεις που προηγήθηκαν και αφού
ενθαρρύνθηκε από την Μεγάλη Βρετανία. Την εκτέλεση των επιχειρήσεων την
αναθέσανε αποκλειστικά στο στρατό. Μετά τη νίκη, η συντακτική συνέλευση, η πιο
ισχυρή ομάδα της αστικής τάξης, δεν δίστασε να συνεργαστεί με τη φιλελεύθερη
ορμή της πιο ριζοσπαστικής μερίδας της. Αυτή η διευθύνουσα ομάδα σκοπό είχε μόνο μια πολιτική
μεταρρύθμιση πού θα την ελευθέρωνε από την κηδεμονία των παληών ολιγαρχικών
οικογενειών και πού θα της εξασφάλιζε μια θέση υπεροχής στη διοίκηση του
Κράτους. Το φιλελεύθερο Σύνταγμα του 1864 καθιερώνει μια νομοθετική Βουλή πού
εκλεγόταν από καθολική ψηφοφορία ΄ η εκτελεστική εξουσία ανήκε στο βασιλιά αλλά
την εξασκούσαν οι υπεύθυνοι υπουργοί του από το 1875, ο βασιλιάς έπρεπε να
διορίζει την κυβέρνηση πού να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής ΄ έτσι
εξασφαλιζότανε μια διεύρυνση των νομικών πλαισίων πού θα διευκολύνανε την
αστική τάξη ν’ ανέβει στην εξουσία και πούμοιαζε να ικανοποιεί τις επιδιώξεις
της.
Οικονομική
και κοινωνική πολιτική της αστικής τάξης
Έλειπε
όμως, από την ελληνική μεγαλοαστική τάξη, μια μέριμνα για τα κοινωνικά
προβλήματα ΄ η οικονομική και χρηματιστηριακή της πολιτική ήταν εγωιστική και
μυωπική γιατί σκόπευε μόνο στο εύκολο
και γρήγορο κέρδος μιάς περιορισμένης ομάδας καπιταλιστών. Γι’ αυτό, αυτή η
πρώτη νίκη και οι πραγματικές προσπάθειες για την αναδιοργάνωση του κράτους
ήταν εντελώς τυχαίες. Δύο χτυπητά παραδείγματα φτάνουν για να μας δείξουν το
περιεχόμενο αυτής της πολιτικής. Ο Χαρίλαος Τρικούπης, η πιο σημαντική
προσωπικότητα της εποχής και ο πιο φωτισμένος εκπρόσωπος των μεταρρυθμιστών,
επέβαλε υπερβολικούς φόρους για να εξασφαλίσει τους πόρους που χρειάζονταν για
τα πρώτα σημαντικά έργα οικονομικής υποδομής επιπλέον η φορολογία αυτή
βασιζόταν στους έμμεσους φόρους, που άφηναν άθικτο το μεγάλο κεφάλαιο, ενώ τα
μεσαία στρώματα, η αγροτιά και ο φτωχός λαός συνθλιβόταν. Από την άλλη μεριά,
το κράτος δεν μπορούσε να καλύψει το μόνιμο έλλειμμα στον προϋπολογισμό, που
μεγάλωνε από τις δαπάνες που απαιτούσε η εθνική πολιτική, παρά μόνο με
εξωτερικά και εσωτερικά δάνεια. Το σύνολο του εξωτερικού δανεισμού, ανάμεσα στο
1879 και στο 1893 υπολογίζεται σε 639.739.000 φράγκα (ονομαστικό κεφάλαιο) και
468.358.500 φράγκα (πραγματικό κεφάλαιο). Το μεγαλύτερο μέρος των δανείων αυτών
χρησιμοποιήθηκε για την εξόφληση των εσωτερικών δανείων ή για την βελτίωση της
κατάστασης ορισμένων σημαντικών τραπεζών. Μόνο 6% χρησιμοποιήθηκαν για
παραγωγικά έργα. Η εξόφληση του δανείου αυτού απορροφούσε 40 με 50% των
κρατικών εσόδων.
Νέες
μορφές εξάρτησης
Αυτή η
πολιτική κατέληξε στην όλο και πιο φανερή εξάρτηση των διαφόρων κυβερνήσεων από
τους Έλληνες και ξένους δανειστές, πού βρίσκονταν σε συνεννόηση μεταξύ τους και
απαιτούσαν την δημιουργία μιάς κρατικής τράπεζας ΄ η τράπεζα αυτή θα συνένωνε
όλους τους πιστωτές του κράτους και θα αναλάβαινε τη διαχείρηση του δημοσίου
χρέους κάτω από διεθνή έλεγχο.
Οι
πιστωτές πέτυχαν το σκοπό τους. Έτσι τις βάναυσες μορφές επέμβασης της Μ.
Βρετανίας της προηγούμενης περιόδου, τις διαδέχονται πιο λεπτά και πιο
αποτελεσματικά μέσα πίεσης ΄ καθώς τώρα εξασκούνται με την συγκατάθεση και την
στενή συνεργασία των ντόπιων δυνάμεων που ενδιαφέρονται και στις οποίες μπορεί
τώρα πιά να αφεθεί μεγαλύτερο περιθώριο πρωτοβουλιών.
Εξωτερική
πολιτική και τα όριά της
Η
τελευταία αυτή παρατήρηση ισχύει επίσης για την εξωτερική πολιτική. Στα
Βαλκάνια έχουμε μια καινούργια κατάσταση. Ο ένας μετά τον άλλο οι λαοί βλέπουνε
να ικανοποιούνται οι εθνικές τους επιδιώξεις χάρη στην υποστήριξη της Ρωσίας
και της Γαλλίας. Οι χώρες αυτές εξασφαλίζουν έτσι, μια πιο μεγάλη επιρροή στην
περιοχή αυτής της Ευρώπης ΄ γι’ αυτό και η Μ. Βρετανία αναγκάστηκε να είναι πιο
διαλλαχτική απέναντι στο εθνικό αίσθημα των Ελλήνων, χωρίς να εγκαταλείπει την
βασική αρχή της πολιτικής της, δηλαδή την διατήρηση της Οθωμανικής
αυτοκρατορίας σαν στοιχείο ισορροπίας ΄ (στα πλαίσια αυτά αντιμετωπίζανε το
ενδεχόμενο μιάς αναδιοργάνωσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας). ΄Ετσι, στα 1864 η
Αγγλία παραχωρεί στην Ελλάδα τα νησιά του Ιουνίου- δεν μπορούσε πιά να τα
κυβερνήσει-προσπαθώντας παράλληλα να συγκρατήσει την εξωτερική πολιτική του
βασιλείου στα πλαίσια των δικών της σκοπών ΄ γι’ αυτό και υποσχέθηκε στην
Ελλάδα ότι θα της εξασφάλιζε, όταν θάρθει η στιγμή, τα πρωτεία στα Βαλκάνια και
ότι θα την προστάτευε από τον κίνδυνο του πανσλαβισμού. Η Αγγλία διάλεξε τον
βασιληά Γεώργιο 1ο για να επιτηρεί την αυστηρή εφαρμογή μιάς τέτοιας
πολιτικής για να προλαβαίνει κάθε ενδεχόμενη παρέκκλιση. Για παράδειγμα
παίρνουμε την Κρητική επανάσταση ενάντια στον Σουλτάνο, στα 1886. Η Ελληνική
κυβέρνηση, τότε, ανάπτυξε μια σωστή πολιτική για να φτάσει σε μια συνεννόηση,
τότε, ανάπτυξε μια σωστή πολιτική για να φτάσει σε μια συνεννόηση με τους
άλλους βαλκανικούς λαούς, έξω από κάθε ανάμιξη ξένων. Η επέμβαση του βασιληά
διέκοψε την προσπάθεια αυτή΄ η Ελληνική κυβέρνηση, πούχε υπογράψει την συνθήκη
της VOESLAU
(1867)
αναγκάστηκε να παραιτηθεί αντικαταστάθηκε από ένα υπουργείο πούχει σαν σκοπό
την εφαρμογή της βασιλικής πολιτικής, και πού, έτσι, ανέθεσε την διευθέτηση του
κρητικού ζητήματος στις ξένες δυνάμεις. Τα ίδια έγιναν και κατά την περίοδο που
προηγείται του ρωσο- τουρκικού πολέμου του 1877, όταν οι λαοί και πάλι,
επαναστάτησαν: οι ελληνικές κυβερνήσεις αναγκάστηκαν, πάλι, να παραμείνουν σε
κατάσταση αναμονής και να μην δεχτούν τα ανοίγματα της Σερβίας (1875 και 1876)
που ήθελε να ανανεώσει την συμμαχία του 1867. Η απερίσκεπτη και ανεύθυνη αντίδραση
σ’ αυτή την πολιτική υποταγής υπήρξαν άκαιρες ενέργειες (πού δεν είχαν καθόλου
προετοιμαστεί). Οι ενέργειες αυτές καταλήγανε σε ταπεινωτικές αποτυχίες ή σε
λιγοστά αποτελέσματα που όμως, την εξουσία (1880) και αφού προηγήθηκαν δύσκολες
διαπραγματεύσεις, η Ελλάδα προσάρτησε την Θεσσαλία και την περιοχή της Άρτας.
Όρος για την προσάρτηση ήταν η καταβολή αποζημίωσης στην Τουρκία και στους
Τούρκους ιδιοχτήτες των περιοχών αυτών. Οι μεγάλες δυνάμεις κάνουν αποκλεισμό
στην Ελλάδα για να εμποδίσουνε κάθε επέμβασή της στις ταραχές των Βαλκανίων στα
1885. Με τη νέα Κρητική επανάσταση, στα 1897, ο τούρκικος στρατός μπαίνει στην
Θεσσαλία και διασκορπίζει τον τούρκικο πόλεμο του 1877-78, και αμέσως υποχωρεί.
Η Ελλάδα, δεν πέτυχε τίποτα σπουδαίο στο συνέδριο του Βερολίνου (1878) που
κανόνιζε τα Βαλκανικά ζητήματα σε όφελος των άλλων βαλκανικών λαών και έδινε
την Κύπρο στους Άγγλους μόνο μετά ακριβοπληρωνόντουσαν. Ο ελληνικός στρατός
μπαίνει στην Θεσσαλία, μετά την υπογραφή της ανακωχής που τερμάτιζε τον
ρωσο-ελληνικό στρατό πούταν κάτω από τις διαταγές του διαδόχου Κωνσταντίνου. Η
Κρήτη κέρδισε την αυτονομία της παραμένοντας κάτω από την ηγεμονία του
Σουλτάνου μόνο αφού η Τουρκία πήρε σαν πληρωμή ΄ 4.000.000 λίρες ΄ η Ελλάδα,
γι’ αυτό δέχτηκε μια διεθνή επιτροπή ελέγχου που σκοπό είχε να επιτηρεί το
διακανονισμό αυτής της αποζημίωσης και το σύνολο του δημοσίου χρέους. Τέλος, οι
ελληνικές κυβερνήσεις κρατήσανε «σωστή» στάση όταν, έγιναν οι καινούργιες
ταραχές στην Κρήτη (στα 1908), και το μεγάλο νησί κήρυξε την ένωσή του με την
Ελλάδα.
Συμπερασματικά
Με λίγα
λόγια, αυτή η πρώτη προσπάθεια της νέας ελληνικής αστικής τάξης για την
μεταρρύθμιση του κράτους κατάληγε σε μιάν αποτυχία. Οι επεμβάσεις του στέμματος
νόθευαν το κοινοβουλευτικό καθεστώς πούχε μόλις εγκαθιδρυθεί ‘ γύρω από τον
βασιληά άρχισε να οργανώνεται μια παράλληλη εξουσία με πολλούς και διαφόρους
μηχανισμούς-κοινωνικούς και πολιτικούς- και με όλη τη συνοδεία των ομάδων
επιρροής’ οι ομάδες στρατολογιόντουσαν μέσα από την παληά ολιγαρχία-πούταν
παραδοσιακά προσκολλημένη στο παλάτι-ή μέσα από τους υψηλούς χρηματιστικούς
κύκλους ή μέσα στους στρατιωτικούς’ γιατί οι στρατηγοί, οι κάτοχοι των ψηλών
θέσεων και των θέσεων-κλειδιών του στρατού, προέρχονταν από λίγες μεγάλες
οικογένειες. Η διεύθυνση του κράτους έπεφτε και πάλι στα χέρια των αντιπροσώπων
του παληού πολιτικού κόσμου.
Με την
εξαίρεση των λίγων μεγάλων καπιταλιστών πούχαν συμμαχήσει με τις παληές κάστες,
όλες οι κοινωνικές ομάδες ήταν δυσαρεστημένες μ’ αυτή τη πολιτική της γενικής χρεωκοπίας.
Η αγροτιά βρισκότανε σε κατάσταση μόνιμης αναταραχής και διεκδικούσε την
αγροτική μεταρρύθμιση’ οι μεσαίες τάξεις ανησυχούσαν με τη στασιμότητα ή,
ακόμα, με την χειροτέρευση στις δουλειές’ οι εργάτες άρχιζαν να οργανώνονται
και να κάνουν τις πρώτες απεργίες’ οι συνεχείς ταπεινώσεις στην εθνική πολιτική
στενοχωρούσαν βαθειά τον στρατό.
Σελίδες 1-19.
Σελίδες 1-19.
Το
Νοέμβριο του 1982 στην σειρά των εκδόσεων «ΘΕΜΕΛΙΟ», «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ»
κυκλοφορεί ο τόμος Νίκος Γ. Σβορώνος «ΑΝΑΛΕΚΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ
ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑΣ», σε Εισαγωγή και Επιμέλεια Ξ. Γιαταγάνα και διορθώσεις Πόπη
Γκανά σελίδες 454, τιμή 600 δραχμές. Ο
τόμος είναι αφιερωμένος στον Μίμη Δεσποτίδη. Το βιβλίο αποτελείται εκτός από το
Προλογικό Σημείωμα και την Εισαγωγή από 5 ενότητες κεφαλαίων.
Α. ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
Β. ΣΤΙΓΜΕΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Γ. ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Δ. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Ε. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Στο Γ΄ κεφάλαιο, «ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ»
και στο πέμπτο μέρος των ενοτήτων: 1. «Οι έλληνες ναυτικοί στην υπηρεσία της
πρώτης Γαλλικής Δημοκρατίας», 2. «Για την Επανάσταση του 1821», 3. «Η εξάρτηση
του νεοελληνικού κράτους από τις μεγάλες δυνάμεις», 4. «Το ιστορικό υπόβαθρο
της Διαβαλκανικής Συνεργασίας», 5. «Σκιαγραφία της κοινωνικής και πολιτικής
εξέλιξης στην Ελλάδα» σελίδες 275-309, συμπεριλαμβάνεται και η μελέτη αυτή του
καθηγητή Νίκου Γ. Σβορώνου, που πρωτοδημοσιεύτηκε στο πολιτικό περιοδικό
«Θούριος» της Ε.Κ.Ο.Ν. Ρήγας Φεραίος τχ. 3/12-9-1974, και εκδόθηκε κατόπιν σε
αυτόνομη έκδοση στην Αθήνα το 1976, στο μικρό δεκαεξασέλιδο που έχω στα χέρια
μου και από το οποίο αντέγραψα ένα μέρος της εργασίας. Στο δικό μου
δεκαεξασέλιδο στο σκουρόχρωμο εξώφυλλο
υπάρχει μια μεγάλη μαύρη σταμπωτή σφραγίδα που αναφέρει κυκλικά
«ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣΦΡΑΓΙΣ 1821». Στο οπισθόφυλλο μέσα σε πλαίσιο δημοσιεύεται ότι
«Κυκλοφορεί Ν. ΣΒΟΡΩΝΟΥ- ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΕΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ με βιβλιογραφικό
οδηγό του Σπ. Ασδραχά, εκδόσεις Θεμέλιο, Ακαδημίας 63. Τηλ. 608.180», και ένα
«Σύντομο βιογραφικό σημείωμα του Νίκου Σβορώνου» 7 γραμμών. Συμπληρωματικά να
αναφέρουμε ότι στον τόμο «ΑΝΑΛΕΚΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»
στην «Εργογραφία Νίκου Γ. Σβορώνου, σελίδες 435-451 που συνέταξε ο Κώστας Γ.
Τσικνάκης, η οποία διαμερισματοποιείται κατά χρονολογική σειρά δημοσιεύσεων
1937-1982, λήμματα 156, τα νούμερα 70/1968, 86/1974 και 110/1976 καταγράφεται η
σταδιακή αναδημοσίευση του μελετήματος «σκιαγραφία της κοινωνικής και πολιτικής
εξέλιξης στην ελλάδα» από την πρώτη γραφή της στην γαλλική γλώσσα. «Esquisse de l’ evolution sociale et politique en
Grece.», περ.
Les Temps Modernes, 25ος χρόνος, αριθ. 276, 1969 (Dosier: “Aujourd’ hui la Grece…”) σ. 7-36. Σελίδα 442 των
Αναλέκτων. Και στις δύο εκδόσεις, δηλαδή στην αυτόνομη και στην κατοπινή του
τόμου «Ανάλεκτα» δεν δημοσιεύονται τα ονόματα των μεταφραστών από τα γαλλικά.
Επίσης, διατηρούνται οι τίτλοι της μεταφραστικής ομάδας και μεταγενέστερα.
Τέλος, το κείμενο που μεταφέρω στην ιστοσελίδα μου
«Λογοτεχνικά Πάρεργα» από την αυτόνομη έκδοση Αθήνα 1976, καταλαμβάνει τις
σελίδες 3-19. Η «σκιαγραφία»,
ολοκληρώνεται με τους εξής ακόμα τίτλους:
1909: Η ΑΣΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ: ΠΡΩΤΕΣ
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ (ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ», 19-
Στροφή της αγγλικής πολιτικής: Επέκταση του
ελλαδικού χώρου, σ.20-
Οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις, σ.21-
Διάρθρωση και βασικά χαρακτηριστικά της Ελληνικής
Αστικής Τάξης, σ.23-
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ: ΑΠΑΝΩΤΕΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΕΣ: ΣΤΟΧΟΣ Η
ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ, 26-
ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ, 27-
Η ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΕΝΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ
ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ, 29- 31.
Το μικρό δεκαεξασέλιδο και πάλι, στο τέλος του
κειμένου σ. 31 κλείνει με την μαύρη στρόγγυλη σφραγίδα + ΣΦΡΑΓΙΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
1821.
Διατήρησα
την ορθογραφία όπως την συνάντησα στην έντυπη έκδοση που έχω στα χέρια μου, πχ.
η λέξη βασιλιάς, γράφεται με η βασιληάς κλπ. Ελάχιστες τυπογραφικές αβλεψίες
διόρθωσα που θα δυσκόλευαν την αναγνώριση της λέξης.
Συμπληρωματικά, για όσους αγαπούν την Ιστορία του
Νεότερου Ελληνισμού και ερευνούν την διαμόρφωση της ταυτότητάς του και την
πολιτική του έκφραση μέσα στον χρόνο, να καταγράψουμε έναν ακόμα τίτλο από τα
έργα του καθηγητή και αγωνιστή έλληνα Νίκου Γ. Σβορώνου. Τον «ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΘΝΟΣ ΓΕΝΕΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ» Προλεγόμενα Σπύρου Ι. Ασδραχά, Φιλολογική επιμέλεια Νάσος Βαγενάς,
εκδόσεις «ΠΟΛΙΣ»-Αθήνα 2004, σελίδες 120
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2019.
ΥΓ.
Και
από το σκοτεινό τούνελ των χρόνων του βίου μου, ακούγεται η οιμωγή της Ζωής:
«μεταβαλλομένου
δαίμονος ανέχου,
πλεί
κατά πορθμόν, πλεί κατά δαίμονα
μηδέ
προσίστω πρώραν βιότου
προς
κύμα πλέουσα τύχαισιν
αιαί
αιαί….
Των
δ’ ευδαιμόνων
μηδένα
νομίζετ’ ευτυχείν, πρίν αν θάνη.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου