Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2019

Ο ποιητής Σταύρος Βαβούρης


ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΑΒΟΥΡΗΣ

       Προσωπικά

      Μου πρωτομίλησε για τον ποιητή και φιλόλογο Σταύρο Βαβούρη ο πειραιώτης καθηγητής της αγγλικής, ποιητής και μεταφραστής Αντρέας Αγγελάκης. Μάλιστα, μου είχε προτείνει να του πάρω μια συνέντευξη για το έργο του, μετά την συνέντευξη που είχα μαζί του, και είχε μεταδοθεί από το τότε δημοτικό ραδιόφωνο του πειραιά, στην εκπομπή μου «Μακρά Τείχη». Η συνέντευξη με τον Αντρέα Αγγελάκη νομίζω ήταν η δεύτερη της λογοτεχνικής εκπομπής. Η πρώτη ήταν με τον τότε πρόεδρο της φιλολογικής στέγης πειραιά, τον τελευταίο ιστορικό της πόλης μας Γιάννη Χατζημανωλάκη. Εξήγησα στο συγχωρεμένο Αντρέα, ότι η ταυτότητα-τουλάχιστον στην αρχής της εκπομπής- αφορούσε μόνο τους συγγραφείς και τους πολιτιστικούς παράγοντες του πειραιά. Και έτσι έγινε, στις πάνω από 20 ημίωρες εκπομπές. Στην κατοπινή συγγραφική μου περίοδο, δημοσίευσα διάφορες κριτικές εντός και εκτός της πόλης για τον Αγγελάκη, το όνομα του ποιητή Σταύρου Βαβούρη επανήλθε στις συζητήσεις μας και συμπληρώθηκε και σε συζητήσεις μου με τον ποιητή και μεταφραστή Λουκά Θεοδωρακόπουλο.
     Το ποιητικό «ζήτημα» του Σταύρου Βαβούρη, έμεινε στα συρτάρια της μνήμης μου μέχρι την στιγμή που βρήκα στο εμπόριο και αγόρασα ποιητικές του συλλογές. Οι ασχολούμενοι με τον ελληνικό ποιητικό λόγο, έβλεπαν «σποραδικά» το όνομά του σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, όπως στην παλαιά «Διαγώνιος» του εκ Θεσσαλονίκης ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, στο περιοδικό «Οδός Πανός» του πειραιώτη ποιητή Γιώργου Χρονά, στο περιοδικό «η λέξη» των ποιητών και μεταφραστών Θανάση Νιάρχου και Αντώνη Φωστιέρη, για να μείνω ενδεικτικά σε ορισμένα γνωστά έντυπα της εποχής μου-μας. Ποιήματά του συναντούσαμε και σε διάφορες ελληνικές ανθολογίες. Το 1986 ο ποιητής βραβεύθηκε με το Β΄ κρατικό βραβείο ποίησης. Μεταξύ των άλλων ποιητικών διαβασμάτων μου, άρχισα να διαβάζω και τα ποιητικά του βιβλία που είχαν εκδοθεί από τις εκδόσεις «Ερμής», «Εγνατία» τα γνωστά και λιλιπούτεια Τραμάκια, του βιβλιοπωλείου και των εκδόσεων της «Εστία» κλπ. Καλαίσθητες εκδόσεις που συνέβαλαν με την αισθητική τους αρτιότητα στην ανάδειξη και διάδοση της ελληνικής ποίησης στον τόπο μας τα χρόνια μετά την μεταπολίτευση του 1974. Έτσι το σεριάνισμα στο έργο του γίνονταν αργά και χωρίς ιδιαίτερη από την δική μου πλευρά προσοχή, μια και είχα στρέψει τότε το ενδιαφέρον μου, σε άλλα ερευνητικά μονοπάτια. Από ιδιαίτερες συζητήσεις με λογοτέχνες και ποιητές, είχα πληροφορηθεί ότι ο κυρός Σταύρος Βαβούρης ήταν ένας εξαιρετικός φιλόλογος, καλός ποιητής της γενιάς του, αλλά, δύσκολος σαν χαρακτήρας στις προσωπικές του σχέσεις. Και η δυσκολία αυτή, μάλλον, όπως είχα πληροφορηθεί, προέρχονταν από ένα δυσκυνητικό πρόβλημα το οποίο είχε εκ γενετής σαν άτομο.
     Ανέτρεχα στις ποιητικές του συλλογές όταν συναντούσα το όνομά του. Και μπορώ να σημειώσω, όπως δειλά του το είχα αναφέρει στην πρώτη μας συνάντηση-ότι η γνωριμία με το έργο του στάθηκε πρώτα με ένα μικρό του βιβλίο με πεζά του κείμενα που είχα αγοράσει, το «εν ερημιαις και σκολιαις»- πεζά κείμενα που είχαν εκδοθεί το 1979 από τις εκδόσεις «σπηλιώτη». Όταν το καλοκαίρι του 1998 για πρώτη φορά τον συνάντησα από κοντά στο σπίτι του και είχε την καλοσύνη, αφού με ξεψάχνισε, να μου χαρίσει με αφιέρωση ποιητικές του συλλογές, μου πρόσφερε και τα «πεζά κείμενα» τα οποία είχα αγοράσει. Με ευχαρίστησε για αυτό, και του είπα ότι έχω ήδη ένα αντίτυπο. Η χαρά και ο ενθουσιασμός του ήταν θυμάμαι μεγάλος. Είχα χτυπήσει το κουδούνι της εμπιστοσύνης μέσα του, ένας άγνωστος σχεδόν βιβλιόφιλος από τον πειραιά, ο οποίος είχε ενδιαφερθεί και είχε αγοράσει και διαβάσει τα βιβλία του.
Το 64 σελίδων βιβλίο του με τίτλο «εν ερημιαις και σκολιαιας»-πεζά κείμενα, ήταν αφιερωμένο «ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑ ΕΡΣΗ ΧΑΡΙΖΟΝΤΑΙ ΠΟΥ ΤΑΔΩΣΕ ΣΤΟ ΦΩΣ». Η αφιέρωση του ποιητή, με εξιτάρισε, γιατί ανακαλούσε στην μνήμη μου δύο άλλους συγγραφείς, τον Γεώργιο Δροσίνη και τον Νίκο Γαβριήλ-Πεντζίκη με τα ομώνυμου τίτλου μυθιστορήματά τους. Το βιβλίο περιέχει το πεζό «Ο ΝΕΟΣ ΓΕΙΤΟΝΑΣ» σ.7-23, «ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ» σ.24-35, «Ο ΔΡΑΠΕΤΗΣ» σ.36-46, «¨ΤΟ ΒΥΘΙΣΜΑ¨» σ.47-61. Όπως αναφέρεται στον κολοφώνα από τον ίδιο τον συγγραφέα: «Τα πεζά «Το Άγαλμα» και «Ο Δραπέτης» πρωτοδημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Ταχυδρόμος» όταν αρχισυντάκτης του ήταν η ανεκτίμητη φίλη κ. Λένα Σαββίδη». Η Λένα Σαββίδη, ήταν αδερφή του εκδότη των εφημερίδων του συγκροτήματος των «Νέων» και του «Βήματος» κυρού Χρήστου Λαμπράκη, και σύζυγος του κυρού καθηγητή πανεπιστημίου και συγγραφέα Γιώργου Σαββίδη. Του επιμελητή των έργων του ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη, του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη και άλλων. Ο Σταύρος Βαβούρης, υπήρξε συν-φοιτητής τον καιρό των σπουδών του στην Φιλολογία τόσο με την Λένα Σαββίδη, όσο και με τον Γιώργο Σαββίδη, αλλά και με τον πειραιώτη συγγραφέα Άγγελο Βογάσαρη (όπως μου είχε εκμυστηρευτεί ο ίδιος ο Άγγελος). Ο Χρήστος Λαμπράκης αν θυμάμαι καλά από τα λεγόμενα του Σταύρου, ήταν στο τμήμα της Νομικής, και συναντιόντουσαν τυχαία μέσω της αδερφής του Λένας Σαββίδη, για την οποία ο ποιητής Βαβούρης, πάντα μα πάντα, μιλούσε θετικά για το πρόσωπό της, σε αντίθεση με άλλα άτομα που συνήθως «έθαβε» μέσα στον παραληρηματικό του λόγο. Το βιβλίο αυτό με τα πεζά έχει και μια ιδιαιτερότητα. Στην εσωτερική του σελίδα με τους τίτλους αναφέρεται το εξής: «ΕΚΔΟΣΕΙΣ Γ. ΣΠΗΛΙΩΤΗ» 1979 Αθήνα, στην τελευταία του όμως σελίδα αναγράφονται τα κάτωθι: Το «Εν Ερημίαις και σκολιαίς» του Σταύρου Βαβούρη με σχέδιο εξωφύλλου του Παντελή Ξαγοράρη τυπώθηκε τον Μάϊο του 1979 στο τυπογραφείο Καλαμπαλίδη-Τρεπεκλή στον Πειραιά. τηλ. 41.76…. Υπεύθυνοι: Σταύρος Βαβούρης, Μεγάλου Αλεξάνδρου 50 Αθήνα, Γιώργος Σπηλιώτης, Ρεθύμνου 2 Αθήνα. Η φωτογραφία του ποιητή στο οπισθόφυλλο ήταν του ποιητή Γιώργου Καραβασίλη. Στο μπροστινό αυτί της έκδοσης υπάρχει κείμενο του Αλέξανδρου Κοτζιά για τον ποιητή, ενώ στο αυτί του οπισθόφυλλου υπάρχει κείμενο του Στρατή Τσίρκα. Στην σελίδα 6, αναγράφονται 11 τίτλοι βιβλίων που είχε εκδώσει ο ποιητής μέχρι τότε. Δηλαδή από το 1952 «Εδώ, φαντάσου καλπασμούς και κύματα» έως το 1977 με τα «Ποιήματα" (Επιλογή, έκδ. Ερμής). Στον αριθμό 7 των κυκλοφορούντων έργων του, αναφέρεται και το «Εν Ερημίαις και σκολιαίς» (πεζά κείμενα) ημερομηνία έκδοσης 1965. Πράγμα που μας δηλώνει ότι η έκδοση του 1979 είναι η δεύτερη. Δυστυχώς, δεν ρώτησα τον σωστό χρόνο, τον ποιητή, για την δεύτερη αυτή έκδοση, διαστάσεων 14,5 Χ 21 στην πόλη του πειραιά, ώστε να έχω τις ανάλογες πληροφορίες για τον εντοπισμό του τυπογραφείου. Για το αν τυπώθηκε στον Πειραιά και γιατί γράφει μπροστά Αθήνα, και αν ο φίλος του Γιώργος Σπηλιώτης είχε κάποια σχέση με την πόλη μας. Έχασα την ευκαιρία. Θυμάμαι όμως, σε συζητήσεις μου με άλλους συγγραφείς, να με πληροφορούν ότι αρκετοί νέοι ή και παλαιότεροι συγγραφείς ή ποιητές, παρότι δεν ήσαν πειραιώτες, τύπωναν τα βιβλία τους στην πόλη μας επειδή ήσαν φτηνότερα τα τυπογραφικά έξοδα, και ανέγραφαν μπροστά Αθήνα. Κάτι που δυσκολεύει τον πραγματικό εντοπισμό της έκδοσης μετά την παρέλευση των χρόνων. Αναγνωρίζουμε επίσης, και το αντίστροφο. Αρκετοί πειραιώτες συγγραφείς να τυπώνουν τα βιβλία τους ιδίοις αναλώμασι στην Αθήνα και να γράφουν Πειραιάς. Λιγάκι κομφούζιο εκδοτικά αλλά οικονομικά συμφέρουσα έκδοση για τους συγγραφείς που πλήρωναν μόνοι τους τα έξοδα. Ας θυμηθούμε το παλαιό τυπογραφείο του Ταρουσόπουλου στο Φάληρο που εξέδωσε έργα του ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης. Ή πάλι, η γνωστή διηγηματογράφος Τούλα Μπούτου η οποία τύπωσε σε τυπογραφείο που τύπωνε κάρτες δώρων, γενεθλίων, προσκλητήρια γάμου ένα από τα τελευταία της βιβλία. Ή τις επιμέλειες εκτύπωσης που έκανε ο Γιάννης Χατζημανωλάκης ή ακόμα, τις ηλεκτρονικές εκδόσεις που διατηρούσε στην οικία της η ποιήτρια Μαντώ Κατσουλού. Όμως αυτό, είναι ένα άλλο ζήτημα, ενώ το κείμενο αφορά τον ποιητή Σταύρο Βαβούρη.
     Από την πρώτη μας συνάντηση στην οδό Ακομινάτου μετά από πρόσκλησή του να με γνωρίσει από κοντά, αισθάνθηκα μια παράξενη μελαγχολία αντικρίζοντάς τον. Έβλεπα ένα ωραίο εμφανισιακά άτομο, λεπτό, ψηλό, καλοντυμένο, περιποιημένο, σε αντίθεση με εμένα που ντύνομαι σαν «λέτσος», σχεδόν απεριποίητος, ο οποίος όμως με υποδέχτηκε ευγενικά και με περιεργάστηκε περπατώντας με πατερίτσες. Οφείλω να ομολογήσω στην μνήμη του, ότι αμέσως με κυρίευσε ένας ενδόμυχος φόβος (κάτι που εκμυστηρεύτηκα σε γνωστό του συγγραφέα) προβάλλοντας στην εικόνα του το δικό μου πρόβλημα στο μέλλον με την μέση μου και τα προβλήματά της, που επιδεινώθηκαν εξαιτίας του κατάκοιτου ατόμου που φρόντιζα επιμελώς μόνος μου για αρκετά χρόνια. Η πρώτη αυτή συνάντηση ήταν πολύ εγκάρδια από μέρους του αλλά και εκ μέρους μου. Έμεινα μαζί του από το πρωί έως αργά το απόγευμα συζητώντας για τα πάντα, μιλώντας μου κυρίως για τους πάντες και παραληρώντας ενίοτε σε γεγονότα προσωπικά του παρελθόντος και των διαφόρων λογοτεχνικών ντεσού. Κοντά στην οικία του διέμεναν και οι δύο αδερφές του οι οποίες του έστελναν το μεσημέρι φαγητό. Εκείνη την ημέρα, προθυμοποιήθηκα να βγω έξω και να αγοράσω κάτι να τσιμπήσουμε όπως και έγινε. Έφυγα από το πολύ μικρό, σχεδόν κλουβί διαμέρισμά του, το οποίο ήταν παρεμπιπτόντως και ανήλιαγο, μια και το ένα μικρό μπαλκόνι του με τις δίφυλλες μπαλκονόπορτες έβλεπαν σε έναν εσωτερικό ακάλυπτο, πράγμα που επέτεινε την σκοτεινότητα του δωματίου, που το φως ήταν πάντα αναμμένο. Εκείνη την ημέρα, 2 Αυγούστου του 1998, απέφυγε επίμονα να με ρωτήσει αν είχα διαβάσει την ποίησή του, μια και είχα αγοράσει την έκδοση του Ερμή του 1977 με το βυσσινί εξώφυλλο και κουβαλούσα μαζί μου, πράγμα που τον συγκίνησε όπως δείχνει και η θερμή του αφιέρωση. ¨"Στο Γιώργο που με τίμησε αγοράζοντάς το με αγάπη". Μου πρόσφερε και άλλα βιβλία του, με θερμή αφιέρωση, αλλά δεν ρώτησε την γνώμη μου για την ποίησή του. Φυσικά, τεχνηέντως και από ευγένεια, απέφυγα και από την δική μου πλευρά να πω στην πρώτη μας αυτή συνάντηση οτιδήποτε. Περισσότερο μιλούσε ή συζητούσαμε για άλλους και άλλες συγγραφείς και ποιητές παρά για το δικό του έργο. Ας μου επιτραπεί να περιαυτολογήσω στο εξής. Ότι, όχι μόνο εκείνος είχε διαβάσει την συνέντευξη με τον Ανδρέα Αγγελάκη που δημοσιεύτηκε στην οδός πανός, αλλά του άρεσε ο τρόπος που χειρίστηκα το θέμα της ιδιαίτερης ερωτικής ταυτότητας του πειραιώτη ποιητή, και στο πως απέφυγα τις παγίδες ώστε να μετατρέψω την συζήτηση σε κουτσομπολιό που θα τραβούσε την προσοχή των αναγνωστών, όχι τόσο των δικών μου, όσο του ποιητή Αντρέα Αγγελάκη και θα ξεστράτιζε το ενδιαφέρον σε άλλα μονοπάτια, που τουλάχιστον ο γράφων, δηλαδή εγώ, δεν ήθελε. Η εστίαση ήταν ο ποιητικός λόγος και η τραγικότητα της φωνής του πειραιώτη ποιητή. Πάντα σε κάθε συνάντησή μας ο Σταύρος μου το ανέφερε, και ήθελε να κάνουμε μια συνέντευξη κάπως παρόμοια, πράγμα που εμένα με φόβιζε.
     Τον Σταύρο Βαβούρη τον συναντούσα αρκετές φορές στο μικρό και ανήλιαγο σπίτι του. Ένιωθα την μοναξιά του, την ερημιά του. Διαισθανόμουν την πικρία του για τους άλλοτε φίλους του επισκέπτες λογοτέχνες που τον επισκέπτονταν ή τον καλούσαν στα δικά τους σπίτια και τώρα τον είχαν λησμονήσει. Τούς είχε κουράσει. Είχε εξ αιτίας της συμπεριφοράς του απομονωθεί από όλους. Σχεδόν ακόμα, να το γράψω όσο μπορώ πιο διακριτικά, μάλωνε και με τις δύο αδερφές του, που όπως μου είχε εκμυστηρευτεί, είχαν το ίδιο περίπου πρόβλημα δυσκυνητικότητας μ εκείνον. Υπήρχε και ένας άλλος του αδερφός που ήταν εγκατεστημένος στην Θεσσαλονίκη με την οικογένειά του, με τον οποίο όμως είχε κόψει κάθε επαφή. Απέφευγα να τον ρωτήσω περισσότερα ή όταν εκείνος ήθελε να μου μιλήσει τον παρότρυνα να μιλήσει μαζί του. Δεν ήθελε να συγκατοικήσει με τις άλλες του αδερφές. Έλεγε πάντα, ότι 3 άτομα με προβλήματα βάδισης είναι πολλά σε ένα σπίτι. Ζούσε με την σύνταξη που λάμβανε σαν συνταξιούχος εκπαιδευτικός. Η ερημιά και η μοναξιά μέσα στις οποίες ήταν τυλιγμένος επέτειναν την αρνητική συμπεριφορά του απέναντι σε ποιητές, λογοτέχνες ή καθηγητές που ήθελαν να τον συναντήσουν, τουλάχιστον όσες φορές ήμουν μπροστά σε τηλεφωνήματα. Άλλες φορές δεν σήκωνε καν το τηλέφωνο μια και είχε μια κάποια «απαιτητική» στάση, να του απαντούν ακόμα και όταν έπαιρνε τηλέφωνο στις 12 τα μεσάνυχτα, στις 1, και μπορούσε να σε κρατά με τις ώρες στο τηλέφωνο μιλώντας σου για τους πάντες. Δυστυχώς, άθελά του, γίνονταν κουραστικός, παρότι ίσως και να μην το επεδίωκε. Αλλά η υγεία και η κλεισούρα του, μέσα σε αυτό το μικρό διαμέρισμα δυσκόλευαν τους χρόνους της ζωής του. 
Η βιβλιοθήκη του δεν ήτανε μεγάλη. Διάβαζε το διάστημα που έκανα παρέα-συντροφιά μαζί του μυθιστορήματα, ιδιαίτερα ξένα, και μάλιστα ιστορικής θεματολογίας. Μου είχε ζητήσει να οργανώσω τα βιβλία του που είχε στο δεύτερο δωμάτιο που ήταν σχεδόν πάντα σκοτεινό και κλειστό. Είχε νιώσει άνετα μαζί μου, πράγμα που τον έκανε να μου δείξει ορισμένα χαρτιά που περιείχαν διάφορες κριτικές για το έργο και την ποιητική του πορεία. Δυστυχώς ήταν τόσο άταχτα συγκεντρωμένα αυτά τα αποκόμματα, που ήθελαν αρκετή έρευνα και τρέξιμο σε βιβλιοθήκες και πηγές ώστε να διασταυρώσεις στοιχεία, ημερομηνίες, πληροφορίες, να ταξινομήσεις ένα σκόρπιο ακαταλογράφητο υλικό. Κάτι που σε απέτρεπε να το πλησιάσεις και να ασχοληθείς μαζί του. Και μάλιστα, αφού ο χρόνος ο δικός μου περιορίστηκε πάρα πολύ, όταν αρρώστησε και η μητέρα μου, πράγμα που έπρεπε να αφιερώσω περισσότερο χρόνο στην δική της όχι αποκατάσταση αλλά τουλάχιστον βελτίωση της υγείας της. Και δυστυχώς, χωρίς μεγάλους πόρους οικονομικής διαχείρισης εκ μέρους μας. Παρόλα αυτά, τον επισκεπτόμουν και του έκανα συντροφιά, με έπαιρνε τηλέφωνο σε ακατάστατες ώρες και μου μιλούσε ή παραπονιόταν διάφορα. Οφείλω να ομολογήσω ότι μου είχε προτείνει ένα καλοκαίρι να πάμε διακοπές μαζί και να τον φροντίζω, τα έξοδα θα ήταν δικά του. Κάτι που αρνήθηκα, μια και δεν ήθελα να υποχρεωθώ σε κανέναν, εφόσον δεν είχα την δική μου προσωπική οικονομική δυνατότητα.Αρνήθηκα ευγενικά, και όταν εκείνος βρήκε ένα άτομο και πήγε για κάνα 20 ήμερο αν θυμάμαι καλά διακοπές μαζί του, όταν γύρισε μου μίλησε τόσο αρνητικά για το άτομο που τον συνόδευσε, που θεωρώ τυχερό τον εαυτό μου που δεν είχα χρήματα για να τον συνοδεύσω. Αρνητικός στάθηκα και σε άλλες του προτροπές να μου δώσει χρήματα για να του κάνω διάφορα θελήματα. Πληρωμές λογαριασμών, αγοράς πραγμάτων που χρειάζονταν, του το αρνήθηκα κατηγορηματικώς. Του είπα ότι θέλω και του κάνω συντροφιά και ότι μου αρκεί που μαθαίνω τόσα πράγματα κοντά του. Γνώριζε ότι δεν αγαπούσα τα λούσα και έτσι τον απέτρεπα από το να μου κάνει δώρο μία κολόνια ή κάτι παρεμφερή. Τον προσκάλεσα σπίτι μου στον πειραιά, και ήρθε, και φάγαμε όταν ακόμα η μητέρα μου δεν είχε αρρωστήσει και πέσει κατάκοιτη στο κρεβάτι. Τον έπαιρνα με ταξί και τον έφερνα και ή τον συνόδευα κατόπιν μέχρι το σπίτι του ή ειδοποιούσαμε ταξί και επέστρεφε στο δικό του. Οφείλω να εκμυστηρευτώ ότι με την Βάσω, την μητέρα μου, όποτε ερχόταν στο σπίτι, μιλούσε περισσότερο για θέματα καλλωπισμού, μια που ο Σταύρος ήταν πάντα κοκέτης και πολυπεριποιημένος, και της μητέρας μου, παρότι μεγάλης ηλικίας γυναίκα, της άρεσε πάντα να βλέπει περιποιημένους τους ανθρώπους-όπως ήταν και η ίδια, μια και υπήρξε καλή μοδίστρα με μαθήτριες μάλιστα στα νιάτα της που τις δίδασκε την ραπτική δωρεάν. Και ο Σταύρος, μπορεί να μιλούσε ακατάπαυστα αλλά εκείνη σαν απλή γυναίκα και έξυπνη, αριστερή και πασοκτζού ούσα, γύριζε την συζήτηση εκεί που δεν την κούραζε, και είτε μιλούσαν για το πασοκ είτε για θέματα ενδυματολογικής περιποίησης των ανθρώπων. Σταμάτησα να τον φέρνω στο σπίτι, όταν μία φορά μου είπε ότι θα ήθελε να του κάνουμε το τραπέζι με κάτι πανάκριβο, όταν το δικό μας βαλάντιο δεν το επέτρεπε, πράγμα που του το εξήγησα και μάλλον το κατάλαβε. Μια και με είδε στεναχωρημένο, και λέγοντάς του, ότι οι φακές και τα λαδερά δεν είναι κακή επιλογή, σημασία έχει η παρέα και η συντροφιά. Δεν του κράτησα κακία γιατί γνώριζα, ότι είχε μεγαλώσει σε διαφορετικές συνθήκες από ότι εμείς. Και ούτε ασφαλώς κουβέντιασα τίποτε στην μητέρα μου, όταν με ρωτούσε γιατί δεν έρχεται ο Σταύρος, που τον θεωρούσε έναν πολύ μορφωμένο άνθρωπο και καλοντυμένο. Τον συμβούλευσε μάλιστα κάποτε όταν σηκώνετε από το κρεβάτι να κρατιέται από τους τοίχους πράγμα που θυμόταν, ο Σταύρος, και μου το υπενθύμιζε πάντα. Μου είχε προτείνει να πάμε μαζί να παρακολουθήσουμε την γνωστή τραγουδίστρια Μίλβα στο Ηρώδειο, πράγμα που αρνήθηκα με ευγένεια. Κατόπιν μου εξιστόρησε το περιστατικό που έγινε μέσα στο Ηρώδειο και έβαλα τα γέλια και ταυτοχρόνως ντράπηκα. Αγαπούσε την ιταλίδα θεά του τραγουδιού, είχε δίσκους της και τραγουδούσε στα ιταλικά πολλά της τραγούδια. Ο Σταύρος είχε μια έκδοση των ποιημάτων του Κωνσταντίνου Καβάφη, στην γνωστή έκδοση της Ρίτας Σεγκοπούλου, σε μία από τις συναντήσεις μας μου την έδειξε και μου την πρόσφερε σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης. Του είπα όχι. Ότι δεν είμαι συλλέκτης, δεν με ενδιαφέρει να έχω πρώτες εκδόσεις βιβλίων, εξάλλου έχω αρκετά βιβλία και μελετήματα για τον Καβάφη. Με ενδιαφέρει να διαβάζω βιβλία και όχι να συλλέγω. Αυτή μου η άρνηση, τον χαροποίησε, πράγμα που τον έκανε να με εμπιστευτεί ακόμα περισσότερο. Του ζήτησα όμως, ένα τεύχος του περιοδικού Θέατρο, που ήταν αφιερωμένο στον ισπανό ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, που είχε. Μου πρότεινε χρήματα, αρνήθηκα, όταν είδε ότι δεν δεχόμουν να μου δώσει γραβάτες ή άλλα ένδυσης ρούχα, κατάλαβε ότι δεν θα με έπειθε. Έτσι, μου το πρόσφερε. Με την επιθυμία να κοιτάξω να δω μήπως νοικιάζονται σπίτια τριγύρω στην γειτονιά μου και να μετοικήσει για να έχει συντροφιά και να τον περιποιούμαι. Εκείνο όμως που θυμάμαι με ευγνωμοσύνη και δεν θα το ξεχάσω ποτέ, ήταν όταν σε μία από τις επισκέψεις μου στο σπίτι του, μου πρόσφερε δύο πράγματα που δέχτηκα με χαρά και σεβασμό. Τα βιβλία του τα είχα, δεν είχα μόνο το δοκίμιό του για τον ποιητή Άθω Δημουλά. Ήταν δυσεύρετο. Προσφέρθηκε λοιπόν και μου δώρισε τεύχη του περιοδικού «ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ» που είχε δημοσιεύσει ποιήματά του, και, ω του θαύματος, την Αλληλογραφία που διατηρούσε για ορισμένα χρόνια, δεκαετία του 1950, με τον τότε φίλο του ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο. Δέχτηκα την προσφορά λέγοντάς του, μια και εκείνος είχε τσακωθεί με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και δεν μιλιόνταν μεταξύ τους εδώ και χρόνια, ότι θα τηλεφωνούσα στον ποιητή της Θεσσαλονίκης και θα του έλεγα ότι είχα στην κατοχή μου τα γράμματα αυτά. Όπερ και έγινε. Τηλεφώνησα στον Χριστιανόπουλο λέγοντάς του ότι είχα την Αλληλογραφία την προσωπική του, και αν ήθελε να του την ταχυδρομήσω. Ο Χριστιανόπουλος μου απάντησε ότι μπορώ να την κρατήσω μόνο να μην την δώσω να δημοσιευτεί. Και έτσι και έπραξα, βγάζοντας φωτοτυπίες τα γράμματα για να τα διαβάσω, για να μην καταστρέψω το χαρτί μια και ήταν σχεδόν πενήντα χρόνια πριν. Την Αλληλογραφία αυτήν την πούλησα με την μεσολάβηση του ποιητή Νάσου Βαγενά, στον ποιητή και στιχουργό Μάνο Ελευθερίου, ο οποίος ήταν συλλέκτης. Την αγόρασε ο Μάνος Ελευθερίου για 300 ή 350 ευρώ που είχα ανάγκη για να αγοράσω φάρμακα για το άρρωστο άτομο. Συναντηθήκαμε στην αίθουσα του βιβλιοπωλείου Ιανός και αφού με ρώτησε διάφορα ο κυρός πλέον Μάνος Ελευθερίου, του έδωσα την Αλληλογραφία, και ούτε ξανά ασχολήθηκα μαζί της. Δεν ξέρω αν το πληροφορήθηκε αυτό ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Μια και τον αφορούσε. Τον εκτιμώ και νομίζω και εκείνος με εκτιμούσε από τότε που τηλεφωνούσε στο σπίτι του Φράϊερ και ήμουν εκεί και τον περιποιόμουν.
     Τον ποιητή Σταύρο Βαβούρη σταμάτησα να τον επισκέπτομαι όταν αυξήθηκαν τα προβλήματα υγείας της Βάσως και έπρεπε να είμαι περισσότερες ώρες δίπλα της, σχεδόν όλο το εικοσιτετράωρο. Μου τηλεφωνούσε και μου παραπονιόνταν ότι τον ξέχασα. Ή μου τηλεφωνούσε τα βράδια αργά και άκουγα τα σκολιανά μου που δεν τον επισκεπτόμουν πλέον. Αλλά η κούραση ήταν τόσο μεγάλη, και οι αντοχές ελάχιστες, που δεν είχα δυνάμεις σωματικές. Και έτσι χαθήκαμε. Συνέβει όμως και κάτι άλλο, που δεν μου το συγχώρησε. Όταν με ρώτησε μία φορά πως μου φαίνεται η ποίησή του, με πλάγιο τρόπο του απάντησα ότι βλέπει τον κόσμο μέσα από τα «καφασωτά». Παρότι μου αρέσει η δραματικότητά της, η τραγικότητα που εκφράζουν ορισμένες σκηνικές του εικόνες, η σύνολη ατμόσφαιρά της, μου δίνει μια αίσθηση ηθοποιίας. Μάλιστα, του είπα, τόλμησα να του πω ο ανόητος, ότι όπως είχαμε μαζί παρακολουθήσει μια θεατρική παράσταση στο Θέατρο της Μπέττυς Αρβανίτης, και έπαιξε έναν δημόσιο ρόλο ηθοποιού, το ίδιο έκανε και μέσα στην ποίησή του. Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Παρόλα όμως τα λόγια που μου έσουρε, όσα άκουσα, τα εξ αμάξης, δεν μου κράτησε κακία. Νιώθοντας θέλω να πιστεύω τις αγνές μου προθέσεις απέναντι στο άτομό του παρά τις λανθασμένες μπορεί κρίσεις για τα ποιήματά του. 
Την ποίηση του την θεωρώ σπουδαία και ιδιαίτερα όσον αφορά τα αρχαιόθεμα κομμάτια της, τα σκηνικά ποιήματα που έχουν τα προσωπεία αρχαίων τραγικών ηρωίδων, που όλη η γυναικεία «υστερία» και «τρέλα» της γυναικείας προσωπικότητας αναδύεται στο σήμερα εκφράζοντας σύγχρονα οντολογικά προβλήματα και εσωτερικές του ανθρώπου καταστάσεις. Η ποίησή του έχει ένα ιστόγραμμα κορυφών και χαράδρων. Υπάρχουν ποιητικές μονάδες εκπληκτικής μαγείας και συγκίνησης και άλλες που χαμηλώνουν την σύνολη προσπάθεια. Το βλέμμα του ενώ είναι υπαρξιακό χαμηλώνει σε στιγμές του αφόρητα κουραστικές. Στοχάζεται οντολογικά ενώ την ίδια στιγμή σε άλλες περιπτώσεις ναρκισσεύεται αφόρητα. Φτιάχνει προσωπεία πάνω στα ήδη προσωπεία κάτι που μειώνει την ένταση της συγκίνησης μάλλον, και αναδεικνύει την σκηνικότητα της αφήγησης σε σχέση με την ουσιαστική της σύνθεσης. Αλληγορίες και μυθολογικοί κύκλοι δίνονται με έναν τρόπο φανταστικό ενώ άλλες φορές παρασύρεται από μια οπτική που βραχυκυκλώνει τις καλές του προθέσεις. 
Ο ποιητής Σταύρος Βαβούρης, είναι ο ίδιος σκηνοθέτης, ερμηνευτής και σεναριογράφος της ποιητικής του θεατρικότητας. Όπως στην ζωή του αρέσκονταν να δίνει μια εικόνα κάπως «υπερόπτη» το ίδιο και μέσα από τα προσωπεία που υιοθετεί ή δημιουργεί, σχηματίζει έναν κόσμο φανταστικό που υπερβαίνει ακόμα και τις ίδιες τις προθέσεις του δημιουργού. Δεν χρειάζεται να γράψουμε ότι η γλώσσα του είναι εκπληκτική. Είναι θαυμάσιος χειριστής της ελληνικής γλώσσας και κάτοχος των εσωτερικών και εξωτερικών μυστικών της. Ο επιθετικός του σαρκασμός όπως βλέπουμε σε πολλά του ποιήματα, δεν στρέφεται μόνο στα αρχαία πρόσωπα αλλά και σε σύγχρονά του. Θυμάμαι ότι μιλούσε θετικά για την περίπτωση του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη και την επίδραση της ποίησής του πάνω σε νεότερούς ποιητές της γενιάς του 1920 και του 30. Κατηγορούσε πικρόχολα σημαίνοντες έλληνες ποιητές ότι κατέκλεψαν τον Καρυωτάκη χωρίς να το μνημονεύουν κατόπιν ή να τον αναφέρουν. Η απαισιοδοξία σαν ατμόσφαιρα και σαν κατάσταση υπάρχει έντονα μέσα στην ποίησή του. Όπως και η διακριτική του αναφορά στην ιδιαίτερή του ερωτική επιλογή, την Καβαφογενή, στην δεύτερη περίοδο της ποιητικής του δημιουργίας. (μου κατηγορούσε γνωστό ποιητή και θεατρικό κριτικό που συμπεριελάμβανε την ποίησή του, στην λεγόμενη ποίηση του "περιθωρίου" που οι κριτικοί αποφαίνονταν για τον ποιητικό λόγο του Αγγελάκη. Είχε διαβάσει σχόλια του, και ήταν έξω φρενών).Το ερώμενο άτομο αν και απών είναι παρόν μέσα στις σκηνές της ποιητικής μνήμης και ανάκλησης του συναισθήματος. Ο Σταύρος Βαβούρης πολλές φορές ενώ μυθοποιεί καταστάσεις και αισθήματα ταυτόχρονα τις απομυθοποιεί με έναν λόγο δραματικής στέρησης. Μιας απόρριψης που δεν προέρχεται από το παρελθόν της ιστορίας ή της μυθολογίας αλλά από τον δικό του μάλλον βίο. Από τις τραγικές καταστάσεις που βίωσε είτε μέσα στο οικείο του περιβάλλον σαν παιδί, είτε κατόπιν μεγαλώνοντας. Η απόρριψη με όποιον τρόπο και αν προήλθε από όποιους και όποτε προήλθε στάθηκε η αφορμή να φτιάξει τα προσωπεία της ποίησής του, να κατασκευάσει ρόλους ηθοποιίας ποίησης αλλά και ίσως και ζωής. Νάρκισσος από απόρριψη και όχι θέση ίσως. Οι σωματικές του δυσκολίες τροφοδότησαν τον εγωτισμό του χαρακτήρα του που έβρισκε πρόσκαιρη διέξοδο στην δημόσια εμφάνιση και παράσταση του. Και όλοι μας γνωρίζουμε ότι το θέατρο, χρειάζεται ακροατήριο, έστω και έναν θεατή, για να μπορεί να καθρεφτιστεί ο λόγος, να δικαιολογηθεί η πράξη, να δοθεί το παράδειγμα, να ανακουφιστούν τα τραύματα τόσο του συγγραφέα όσο και του θεατή.
     Η ποίηση του Σταύρου Βαβούρη είναι από τις πλέον συγκλονιστικές της γενιάς του έστω και μέσα στα ψυχικά της ερείπια, έστω και μέσα στις σκοτεινές της συνείδησης στοές της. Είναι αυθεντική γιατί δεν εκφράζει ένα ερωτικό βίωμα ή μια επιλογή διαφορετική από την δική μας αλλά γιατί εκφράζει μια απόρριψη. Μια απόρριψη κοινή που έχουμε νιώσει και βιώσει όλοι μας πέρα από τον σεξουαλικό μας προσανατολισμό, μακριά από στεφάνια εφήμερης δόξας, ποιητικής καταξίωσης και ματαιόσπουδης διασημότητας. Η ποίησή του είναι οι λυρικές μεταμφιέσεις όλων μας για να μπορούμε να υπάρχουμε απέναντι σε μια κοινωνία εχθρική, σε ένα περιβάλλον που δεν συγχωρεί το διαφορετικό, ούτε καν την μη σωματική αρτιμέλεια που προέρχεται από την φύση. Η ποίησή του είναι ακόλαστη γιατί προέρχεται από την πονεμένη ψυχή του. Δεν είναι αμαρτωλοί οι ήρωες του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι είναι αμαρτωλή η κοινωνία που προβάλλει πάνω στις ψυχές των ηρώων τα πάθη της. Ο Βαβούρης μονολογεί ασύστολα, όπως κάνουν οι μοναχοί λέγοντας συνέχεια την νοερή προσευχή. Όπως πράττουν ορισμένοι σουρεαλιστές δημιουργοί που πετάν την σεμνοτυφία από το παράθυρο για να μπορούν να αναπνεύσουν ελεύθερα από την πόρτα της προσωπικής τους ελευθερίας.
Ο παραληρηματικός λόγος του Σταύρου Βαβούρη, όσοι ευτύχησαν να τον αντέξουν, είναι η ροή των δικών μας παθών, είναι το μέλλον ενός κόσμου που έπαψε να ανασαίνει με ανθρώπινη πνοή. Που η καρδιά του δεν χτυπά στους ρυθμούς της συνείδησης της ζωής αλλά των χρηματιστηρίων και των καθαρών και αρτιμελών μελών της, που βαυκαλίζονται μέσα σε δόγματα μεταφυσικής βεβαιότητας και ελπιδοφόρας απόρριψης των άλλων.
     Ο ποιητής Σταύρος Βαβούρης, είτε ως ποιητής, είτε ως ανθολόγος των ίδιων των ποιημάτων του, είτε ως πεζογράφος και σχολιαστής της επικαιρότητας, αποθεώνει με τον λόγο του την σιωπή της γενιάς του, την σπαρακτικότητα του δράματος του ίδιου του σώματός του και της γενιάς του. Όπως ο Μανώλης Αναγνωστάκης αντικατοπτρίζει την πολεμική ατμόσφαιρα της εποχής του, τους κινδύνους της, ο Βαβούρης καθρεφτίζει τα σωματικά και ψυχικά αδιέξοδα της δικής του γενιάς και της κοινωνίας που έζησε. Τα μάλλον πιραντελικά προσωπεία δεν είναι τα είδωλα μιας ακόμα θεατρικής παράστασης αλλά τα κούφια ομοιώματα μιας κοινωνίας που δεν θέτει ποτέ στην πορεία της διλήμματα. Τα διάφορα στρώματα της ποιητικής του σκηνοθεσίας επικαλύπτουν όχι τόσο το δικό του το δράμα αλλά το δράμα των ανθρώπων της γενιάς τους. Άλλοι δημιουργοί, προτίμησαν να υιοθετήσουν πολιτικά ή ιδεολογικά προσωπεία εκείνος, αναζήτησε τους αρχαίους μύθους οικογενειών-των Ατρειδών-ή ατομικών γυναικείων νεότερων περιπτώσεων. Βλέπε Μεσσαλίνα. Και όπως ο ίδιος γράφει:
Σύμφωνοι. Όπως το θέλουνε
τ’ αμείλικτα, τ’ αναιμικά
πορτραίτα των προγόνων-μας.
Έχουμε φλέβες γαλανές.
Δε θα φανούμε επαναστάτες.
Ναι, ναι, θ’ ανοίξουμε τις πόρτες-μας
να διώξουμε τα τυφλωμένα αηδόνια,
που παραδέρνουν στις στραγγαλισμένες-μας
καρδιές.

Σύμφωνοι. Όπως το θέλουνε οι ετικέτες
που μας βάλανε
σαν είμαστε μικρά ζωηρά παιδιά.
 Σύμφωνοι. Θα βάλουμε γυαλιά
στα χαλασμένα μάτια-μας
για τις καινούργιες-τους ματιές.

Σύμφωνοι. Μη φωνάζετε μονάχα.
Και φέρτε πιο κοντά στο πτώμα-μας,
έστω, κείνη τη μάταιη στάχτη
της φωτιάς.
Αυτά μας σαλπίζει με την σάλπιγγα της υποχώρησης ο ποιητής που, το
μόνο που δεν μπόρεσε να κλείσει σε τετράγωνα
ήταν το χάος της καρδιάς του,
το μόνο που δε γιάτρεψε,
η νοσταλγία μιας ανύπαρκτης χαράς.
    Βιβλία του που έχω υπόψη μου.         
-Ποιήματα, εκδ. Ερμής 1977
-εν ερημίαις και σκολιαις. Πεζά κείμενα, εκδ. Γιώργου Σπηλιώτη 1979
-Στον αστερισμό των εγκλίσεων και των χρόνων του ρήματος «Έρχομαι», εκδ. Εγνατία-Θεσσαλονίκη 1980
-CARMINA PROFANA, εκδ. Εστίας 1983
-τα ακαριαία: εμείς 1980-1984, εκδ. Κέδρος 1984
-Που πάει, που με πάει αυτό το ποίημα, εκδ. Ερμής 1985
-Εξ άλλου, μη ρωτάς, εκδ. Ρόπτρον 1988
-Οι Ατρείδες της φωτιάς και της σιωπής (1950-1988), εκδ. Διάττων 1990
-Πού πήγε, ως πού πήγε αυτό το ποίημα 1940-1993, εκδ. Ερμής 1998
-Κι’ αυτά; Ίσως…, εκδ. 1999
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου