ΜΝΗΜΗ ΖΩΣΑ ΓΙΑΝΝΗ ΣΠΑΝΟΥ
(Κιάτο
Κορινθίας 26/7/1934-Κιάτο Κορινθίας 30/10/2019)
Ωραίε
μου Αρχάγγελε γειά σου, με τις ηδονές καθώς φρούτα στο πανέρι!
ΚΑΙ
ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ
[15-21]
15
Αυτό το πέτρινο κεφάλι και οι σπασμένες γλάστρες
Βασιλεύοντας ο ήλιος την ώρα πού ποτίζουνε:
Στην Αίγινα ή στη Μυτιλήνη-το χαρμάνι αυτό
Από γιασεμί λουίζα και αρμπαρόριζα
Πού κρατάει τον ουρανό σε απόσταση
Εάν είσαι αλήθεια εκείνος που την ίδια
Στιγμή περνά ψηλά πάνω απ’ τις στέγες
Απαράλλαχτο καΐκι μ’ ανοιχτά πανιά
Τα γεμάτα χώμα κοριτσιών τραγούδια
Όπου τα δάκρυα λάμπουν σαν την Άρκτο
Και το περισσευούμενο χορτάρι τ’ ουρανού που πάτησες
Κάποτε μια φορά και μια για πάντα υπάρχει
Προσαρτημένο στην δική σου ελληνική επικράτεια
Εάν είσαι αυτός που αλήθεια ζει και ζει εναντίον
Των περιττών πραγμάτων και ημερών
Ο αριστερός Ιησούς ώ
τότε θα
με καταλάβεις.
16
Πού να τα πω νύχτα μες στον αέρα
Στα δέσπολα των άστρων στη μαυρίλα που μυρίζει
Θάλασσα πού να τα πω τα ελληνικά της πίκρας
Με δέντρα κεφαλαία που να τα γράψω
Οι σοφοί να ξέρουν ν’ αποκρυπτογραφήσουν
Ανάμεσ’ από δεύτερο και τρίτο κύμα
Έναν τέτοιον διακαμό βαρύ από πέτρες που δεν
βούλιαξαν
Άγιε Σώζοντα, συ πού εφοράς φουρτούνες
Ανέβασέ μου της θάλασσας το μάτι
Να κάνω μίλια μέσα του την πράσινη διαφάνεια
Να φτάσω εκεί που σκάβουν τ’ ουρανού οι μαστόροι
Και να ‘βρω πάλι τη στιγμή πρίν γεννηθώ
Τότες πού ευώδιαζαν οι βιόλες άμα δε νογούσα
Πώς δε νογάει την αστραπή του ο κεραυνός
Μόνο σε τεταρτοχτυπά- λάμψη όλος!
17
Ως εν ουρανίω έαρι ραντισμούς
Μυρίους ακτίνων εκλικμίζουσα
Φαιοπράσινος επεφάνης
Κι εις ευόλισθον κλιτύν αστέρων
Με ληκύθιον ύπνου προβαίνουσα
Τους αργολογούντας χαμαί
Πατήσασα ήτμισας.
Επέπλωνον τα όρη φρουραί
Κρυσταλλοειδών λιβανωτίδων
Κι εναμίλλως έθαλλον
Της νυκτός μήκωνες έως ού
Των χειλέων σου σκιρτηκοί λόγοι
Μυριοπτέρυγοι όλως
Των πελαγιζομένων τα όνειρα
Σεσυλημένα πάλαι ποτέ
Νύν επανέστρεφον αληθώς.
Ως αιπόλου μονύδριον ήναψας
Την ψυχήν ημών εν τω βαράθρω Κόρη.
18
Και αφού σ’ εξοντώσουν θα ‘ναι ακόμη ωραίος
Ο κόσμος εξαιτίας σου
η καρδιά
σου-καρδιά
Πραγματική στη θέση εκείνης πού μας πήρανε
Ακόμη θα χτυπά και μία ευγνωμοσύνη
Από τα δέντρα πού άγγιξες θα μας σκεπάζει
Ώ λυτή αστραπή και πώς σε ξαναδένουν
Πού πιά δεν έχω αέρα δεν έχω ζώου συντροφιά
Ή ξυλοκόπου κάν ένα χαμένο αστροπελέκι
Ακούω νερά να τρέχουν
ίσως να
‘ναι από Θεού
(Κι εγώ να βλασφημώ) ή να ‘ναι από το στόμα
Κάποιου μοναχικού που σίμωσε της κορυφής τα Μυστικά
Κλειδιά
Και τ’ άνοιξε
γι’ αυτό
απευθύνομαι σε Σένα
Βράδυ Μεγάλης Τρίτης με αντίκρυ μου το πέλαγος
Το ανεπανάληπτο-για να του πείς αντίο κι ευχαριστώ.
19
Τριποδίσματα ωραίων αλόγων θα με βοηθήσουν
Να πω την προσευχή μου πρίν να κοιμηθώ
Στην ψάθα-όπως γεννήθηκα- με λίγες πιτσιλάδες
Ήλιου στο μέτωπο και την αρχαία καρδιά
Πού ξέρει όλον τον Όμηρο γι’ αυτό και αντέχει ακόμη
Εξουθενωτικά χτυπώντας μες στη μαύρη πέτρα
Των Ψαρών ένα φώς λατρεία γιομάτο
Φέρνω στη φούχτα μου για σας μέλλουσες μαργαρίτες
Γραικές πού εβάλατε κουφέτο του Άδη
Θαρρετά λέω το λιγοστό χρυσάφι
Επάνω στους πυλώνες όπως γνωρίζουν τα πουλιά
Ν’ αφήνουν μιάν ιδέα χαράς κι ύστερα να πεθαίνουν
Γειά σας κι η βρύση μου ανοιχτή στάλα τη στάλα
Ξανά γεμίζει τον γαλάζιο χρόνο
Πού είναι αθώος και μετρημό δεν έχει.
20
Έλεγες να φύγω εχθές
η πιο σπαραχτική
Θάλασσα
πήραμε το μανουάλι
Με τις μπλε Μυρτίλλες
δεκατρείς είμαι
Ή κι αν έρθεις
όροφος με κάτω
Διαβαστά στο σώμα σου λόγια του Ομήρου
Κυματοστραμμένοι αντικατοπτρισμοί
Αερένιε Ποσειδώνα όλο γαρίφαλα
Σημάτων
επειδή δροσινός ήμουν ώσπου.
21
Και το πιο σπουδαίο απ’ όλα: θα πεθάνεις.
Ο Κεράτιος ο άλλος θα σού ανοίξει
Στόμα να περάσεις με το πρόσωπο άσπρο
Ενώ και η μουσική θα συνεχίζεται και στα δέντρα
επάνω
Πού ποτέ δε γύρισες να δεις η πάχνη θ’ απολύει
Ένα ένα τα έργα σου. Έ τι
σκέψου
Από τώρα εάν η αλήθεια βγάνει
Σταγόνες εάν ο Γαλαξίας πλατύνεται
Πραγματικά τότε βρεμένος φεγγοβόλος με το χέρι επάνω
Σε δάφνη ευγενή περισσότερο Έλλην φεύγεις
Κι από μένα πού σού φύσηξα μες στο μπουγάζι άνεμο
πρίμο
Σού ετοίμασα μες στις αποσκευές ασβέστη και
υδροχρώματα
Το εικόνισμα μικρό με τους χρυσούς Ιούλιο και
Αύγουστο
Ξέροντας εσύ πότε χαμένος όντας
Οδοιπόρος εγώ θα με φιλοξενήσεις
Απιθώντας πάνω στο τραπεζομάντιλο
Το ψωμί τις ελιές και τη συνείδηση
Μέρα πρώτη για μας στην πατρίδα τη δεύτερη του επάνω
κόσμου.
--
Ο στίχος «Ωραίε μου Αρχάγγελε γειά σου,…» είναι από
την ποιητική συλλογή του νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, «Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ» XIX, σ. 530, από την ενότητα «ΜΥΡΙΣΑΙ
ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [XV-XXI].
Το ποίημα «ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ [15-21], σ.
531-535, είναι επίσης από την ίδια ποιητική συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη.
Τα
μεταφέρω από τον τόμο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, ΠΟΙΗΣΗ, έκδοση Ιουλίτα Ηλιοπούλου και
Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Αθήνα Νοέμβριος 2002. Τυπογραφική επιμέλεια Γιάννη Η.
Χάρη.
Πειραιάς 2 Νοεμβρίου 2019
Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου