Τρίτη 10 Μαρτίου 2020

Βαρβάρα Κωνσταντοπούλου. Μια πειραιώτισσα εικαστικός


Βαρβάρα Κωνσταντοπούλου
      Πειραιάς ;- Λονδίνο 10 Αυγούστου 1961
     Η ζωγράφος και μουσικός Βαρβάρα Κωνσταντοπούλου γεννήθηκε στον Πειραιά και υπήρξε κόρη του πειραιώτη αλευροβιομηχάνου Βασίλη Κωνσταντόπουλου (περιοχή των Καμινίων) και της Ελένης Μαλανδρίνου. Ήταν μεγαλύτερη από την αδερφή της Αθηνά Δηλαβέρη (1908-26/1/1970) δημοτική σύμβουλο της πόλης (παντρεύτηκε τον βιομήχανο και βουλευτή Κρίτων Δηλαβέρη) και από την τραγωδό Κατίνα Παξινού (17/12/1900-22/2/1973). Η οποία σε δεύτερο γάμο της, νυμφεύτηκε τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Αλέξη Μινωτή. Η Βαρβάρα Κωνσταντοπούλου έφυγε από την ζωή στο Λονδίνο στις 10 Αυγούστου του 1961 ξαφνικά, από συγκοπή. Διέμενε μόνιμα στο Μεγάλο Βασίλειο, όπου σταδιοδρόμησε ως μουσικός και εικαστικός. Οι πληροφορίες που μας έχουν διασωθεί για την ζωή της πειραιώτισσας ζωγράφου και τις σχέσεις της με την οικογένειά της, είναι ελάχιστες και έμμεσες. Γενικά και όχι ξεκάθαρα στοιχεία, αντλούμε από το περίγραμμα γενικών πληροφοριών που έχουμε για την αδερφή της, σημαντική και διάσημη πειραιώτισσα ηθοποιό Κατίνα Παξινού, που με το ταλέντο και την τέχνη της η φήμη της ξεπέρασε τα όρια της πόλης του Πειραιά και της Ελλάδας. Η ζωγράφος εν ζωή, συμμετείχε σε αρκετές εκθέσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Οι πειραϊκές εφημερίδες μας μιλούν για την συμμετοχή της στην Έκθεση του 1958 στην πόλη μας, εν περιλήψει, χωρίς πολλούς σχολιασμούς. Δυστυχώς στο διαδίκτυο, αν εξαιρέσουμε την ιστοσελίδα του πειραιώτη δημοσιογράφου κύριου Κουτουζή, που κάνει μνεία της παρουσίας της σε λίγες αράδες, δεν κατόρθωσα να συναντήσω πίνακές της, εκτός του γνωστού αχνού πορτραίτου της. Να σημειώσουμε ακόμα, ότι ο γνωστός πειραιώτης ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης μετά τον θάνατό της, επιμελήθηκε αναδρομική Έκθεση 5-30/11/1962, με έργα της.
Η περιπλάνηση σε Λεξικά και Ιστορίες της Ελληνικής Ζωγραφικής του 20ου αιώνα, δεν μας διαφωτίζουν όσο θα περιμέναμε ικανοποιητικά, για την εικαστική της περιπέτεια εντός ελλάδας (τουλάχιστον σε αυτά που ανέτρεξα). Ο μοναδικός-μέχρι σήμερα-ιστορικός της πειραϊκής καλλιτεχνικής ιστορίας Κώστας Θεοφάνους, είναι η κύρια πηγή πληροφοριών μας εντός των δημοσιογραφικών και συγγραφικών ορίων του δήμου μας. Εκτός των συνόρων της πόλης η εξέταση του έργου της από τον παλαιό καθηγητή-τεχνοκριτικό Άγγελο Προκοπίου, στην δυσεύρετη του 1965 τρίτομη Ιστορία της Τέχνης του, μας παρέχει-όπως διαβάζουμε στο κείμενό του που αναδημοσιεύω και συνάντησα στον τόμο της Φ. Π του 1949, ικανοποιητικές κρίσεις για πτυχές του εικαστικού της ύφους και τεχνικής.
     Στο μικρό αυτό σημείωμα στην μνήμη της, αντιγράφω ελάχιστα που παλαιότερα διέσωσα, και αποφεύγοντας να μιλήσω για τις ενδοοικογενειακές οικονομικές προστριβές της ζωγράφου με την οικογένειάς της και τις ντεσού ειδήσεις που αφορούσαν τις ατομικές της επιλογές, σχόλια που είχα συναντήσει σε εφημερίδες της εποχής της, όταν συγκέντρωνα πληροφορίες για τον κατάλογο πειραιωτών εικαστικών που συνέταξα, συμπληρώνοντας με καινούργια ονόματα, σε αυτά που μας παραθέτει με τις εργασίες του ο ποιητής Κ.Θ. Το κείμενο του κυρού Κώστα Θεοφάνους το ερανίζομαι από την συγκεντρωτική, συγκεφαλαιωτική και τελευταία έκδοση του βιβλίου του για τους Πειραιώτες παλαιότερους και νεότερους ζωγράφους. Ο τόμος που κυκλοφόρησε το 2006, συγκεντρώνει τις πρωτόλειες και επεξεργασμένες κατόπιν εικαστικές του εργασίες, που ο πειραιώτης τεχνοκριτικός συνήθιζε να δημοσιεύει στον τοπικό τύπο-από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, που κυκλοφόρησαν οι «Πειραιώτες Καλλιτέχνες» (1961) και εξέδιδε σε μικρά ολιγοσέλιδα αυτόνομα βιβλιαράκια μεταγενέστερα, είτε ιδίοις αναλώμασι είτε από την Γκαλερί Κόντη.
•Στέλιος Λυδάκης,
ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ. Λεξικό των ελλήνων ζωγράφων και χαρακτών (16ος- 20ος αιώνας).
Τόμος 4ος, εκδ. «ΜΕΛΙΣΣΑ»- Αθήνα 1976, σ. 211. (Καλλιτεχνική Βιβλιοθήκη. Εκδότης-Διευθυντής Γεώργιος Ραγιάς).
Κωνσταντοπούλου, Βαρβάρα, ζωγράφος
      Πειραιάς;- Λονδίνο 1961. Σπούδασε ζωγραφική και μουσική. Στο έργο της καλλιεργεί ένα τύπο σουρρεαλισμού σε θέματα φανταστικά και μυθικά.
     Εκθέσεις: Ατομικές, Πειραιάς, Λονδίνο, Νέα Υόρκη. Αθήνα 1962 (αναδρομική)
Βιβλ.: Α. Προκοπίου. Ιστορία της Τέχνης 1750-1950, τόμος Γ΄, Αθήνα χ.χ. σ. 378-379. –Κ. Θεοφάνους, Παλιοί Πειραιώτες ζωγράφοι, Πειραιάς 1973, σ. 12.     
Άγγελος Προκοπίου,
Περιοδικό Φιλολογική Πρωτοχρονιά, χρόνος έκτος, σ. 125-126, εκδ. Μαυρίδης, Αθήνα 1949
Μια Ελληνίδα ζωγράφος του Λονδίνου.
Η Βαρβάρα Κωνσταντοπούλου
      Είχα πρόσφατες τις εντυπώσεις από την έκθεσι του Θεόφιλου, όταν είδα για πρώτη φορά τα σχέδια της Βαρβάρας Κωνσταντοπούλου. Οι διαφορές, ανάμεσα στο λαϊκό ζωγράφο της Μυτιλήνης και στη θεληματική γυναίκα, που έδωσε στο μολύβι της την πειθαρχία και την ενάργεια του ταπεραμέντου της, ήταν δίχως άλλο σαφείς. Η έμπνευσή της, η αγωγή της, η τεχνική της, το πνευματικό και κοινωνικό ύφος της, δεν ήταν το ίδιο. Και όμως, στα έργα της υπήρχε κάτι από την παιδική αφέλεια και την αγνότητα του παράδοξου Θεόφιλου. Η καλύτερη γνωριμία με την καλλιτέχνιδα μου επέτρεψε ν’ αντιληφθώ, πώς ο πριμιτιβισμός της δεν ήταν θελημένος, αλλά ενστικτώδης και οργανικός. Η ζωγράφος είχε φθάσει μόνη της στα αποτελέσματα της τέχνης της, δίχως να περάση από σχολική θητεία, χωρίς να πειθαρχήση προηγουμένως σε κάποιο σύστημα ακαδημαϊκό. Ήταν αυτοδημιούργητη. Αυτό ήταν το μυστικό της ειλικρίνειάς της, αλλά και η εξήγηση του θερμού αυθορμητισμού που ξεχειλίζει στο έργο της. Βέβαια στα σχέδιά της δεν υπάρχει ένας λαϊκός τόνος, όπως υπάρχει στους πίνακες του αυτοδίδακτου Γάλλου ζωγράφου Ρουσώ, ή του δικού μας Θεόφιλου. Η Βαρβάρα Κωνσταντοπούλου ανήκει σε μια τάξη διαφορετική. Στην αυτοπροσωπογραφία της προβάλλει ως αρχόντισσα του Quatrocento πάνω σ’ ένα φόντο κλασσικών ελληνικών τοπίων. Αυτό είναι το ιδανικό της. Να πλησιάση με τη γραμμή της τη ρεαλιστική ακρίβεια των σχεδιαστών της πρώτης αναγέννησης, να ντύση με του μολυβιού τα νήματα τις μυθολογικές αναμνήσεις της από την ελληνική πατρίδα. Η τεχνική αυτή φιλοδοξία, που ζητά μεγάλες θυσίες και μόχθο, πλεγμένη με την εθνική περηφάνεια, και τη νοσταλγία του κλασσικού θρύλου, έδωσε στο έργο της κατεύθυνση και χαρακτήρα. Δεν βρίσκεται στο δρόμο της δοκιμής και του πειράματος. Έχει φτάσει, νομίζω, σε αποτελέσματα που αξίζουν την προσοχή μας.
     Οι πόδες του Σωτήρος, στη θεία ανάληψη, είναι ήδη ένα φτάσιμο. Η αφαίρεση της λεπτομέρειας τον οδήγησε στην απλοποίηση της γραμμής και το περίγραμμά της λεπτό, καθαρό, ανάλαφρο, θυμίζει τις λεπτοχαρακειές των ζωγράφων- χρυσοχαρακτών της φλωρεντινής τέχνης του ΙΕ΄ αιώνα. Η απλοποίηση αυτή συνδυάζεται στην πλαγιά όψη της κεφαλής της Παναγιάς, με μια σταθερότητα στο μολύβι, πού μού φέρνει στη μνήμη τις γερές φόρμες του Giotto. Γενικά το μολύβι της Κωνσταντοπούλου έχει την ασφάλεια του στιβαρού ψυχολογικού τύπου της. Έχει η ίδια μιά πολύ γερή κατασκευή και αυτό το αισθάνεται ο θεατής στην αυτοπροσωπογραφία της. Ένα κεφάλι μ’ αιγυπτιακή κόμμωση στημένο σε δυό ισχυρούς ώμους, κατέχει το κέντρο ενός πίνακα, που τον διακρίνει η ισορροπία, η ζυγισμένη κατανομή των μαζών, το στήσιμο των όγκων που έχουν ασάλευτη βαρύτητα. Αλλά μέσα στις λίθινες αυτές δομές, η λεπτομέρεια διατηρεί το βασίλειο των δικαιωμάτων της. Τα μαλλιά, τα μάτια, η μύτη, τα χείλη, τα ελληνικά κτίρια του βάθους, γράφονται με αγνή ευαισθησία και παιδικό έρωτα για τη γραφική λεπτομέρεια.
      Η φαντασία της Κωνσταντοπούλου είναι μεθοδική. Έχει μια έλξη για τη μαγεία του τρομακτικού. Το έμβλημα της έκθεσής της στον Παρνασσό, ήταν ένα κεφάλι με φίδια. Και ήταν πολύ υποβλητική εικόνα. Ο αγαπημένος της ήρωας είναι ο Κύκλωπας με το μελαγχολικό, μοναδικό μάτι του στο πλατύ κούτελο, που μας κοιτάζει από τα βάθη της μυθολογικής του ύπαρξης. Είναι ένας βόρειος, λεπτός ιππότης, ένας δανδής που πέρασε από την Ανατολή στην αυλή των ηρώων του Σαίξπηρ και αδελφώθηκε με το πνεύμα του Άμλετ, και του βασιλιά Λήρ. Γιατί η Κωνσταντοπούλου αισθάνεται τις ελληνικές μυθολογικές μορφές με αγγλική ευαισθησία. Η φύση της, οι ήρωές της, η ατμόσφαιρα του έργου της έχουν υποστή τη διάθρωση του σαξονικού ρωμαντισμού. Ποτέ ένας Έλληνας ζωγράφος, συνηθισμένος στα μάγια του φωτός της Ανατολής, δεν θα έδινε με τον βόρειο αυτό τρόπο το πρόσωπο του Άμλετ ή της Μάριαν. Είναι νομίζω δύο κομμάτια από τα καλύτερά της. Ζούν, κυρίως, στο εσωτερικό, πίσω από μια βασιλική κουρτίνα ή ένα σκούρο τοίχο, ντυμένο, με σκαλιστό ξύλο, ως την οροφή. Το μολύβι έπλασε τις αποχρώσεις του βελούδου, τα λεπτότατα ξυλόγλυπτα ξόμπλια, με υπομονή και ζήλο, που προκαλεί το θαυμασμό στην εποχή του γοργού εμπρεσσιονιστικού ρυθμού. Μέσα στο αριστοκρατικό αυτό περιβάλλον του καταθλιπτικού πεπρωμένου, οι μορφές του Άμλετ ή της Μάριαν οραματίζονται με τα μεγάλα ονειρώδη μάτια τους, κόσμους που μας ξεφεύγουν, που μένουν για μας τους Έλληνες αινιγματικοί, κλεισμένοι μέσα στο σύννεφο της ποίησης του Βορρά, ποίησης τροβαδούρων, ερωτευμένων ξανθόμαλλων ανθρώπων, ικανών για σταυροφορίες και αρπαγές θρόνων. Είναι πρόσωπα που ζουν δίχως ήλιο και δίχως σκιά, πρόσωπα λευκά, πλασμένα με ανεπαίσθητες φωτοσκιάσεις, αλλά γερά, θεληματικά, με αυστηρά περιγράμματα, και εσωτερική δύναμη που μας προκαλεί την ανησυχία. Η ράτσα των ηρώων της Κωνσταντοπούλου είναι ιπποτική και κατακτητική, αρχοντική με προορισμό δυναστικό, που φέρνει μαζί της τους παγερούς ανέμους του Ατλαντικού και κλείνει στο βλέμμα της κάτι από το καθαρτήριο πύρ της χώρας των ηττημένων αγγέλων του Μίλτωνος. Αλλά η ράτσα αυτή φθάνει κάποτε σε παραδεισιακούς τόπους. Εκεί προβάλλει ανάμεσα σε λέοντες ο Ορφεύς για να θρηνήση την Ευρυδίκη, ο Πάν για να γοητεύση τις νύμφες. Το χορτάρι δέχεται τότε την πνοή των ζέφυρων και το μολύβι της ζωγράφου ανοίγει ένα χορό τρυφερών βλαστών που αναπαύει και σαγηνεύει το βλέμμα. Ο παγανισμός της ειδωλολάτριδος, ξεφεύγει από το χριστιανικό βασίλειο του θρήνου και της ψυχικής οδύνης, για να κερδίση τη χαρά της γης. Τα σχέδια της Βαρβάρας Κωνσταντοπούλου κλείνουν ένα κόσμο αντιφατικό, πολύπλοκο, παράδοξο, γεμάτο μεταπτώσεις. Η ζωγραφική της δεν εξαντλείται σ’ αυτό που φαίνεται. Μας καλεί ν’ αποκαλύψωμε κι’ αυτό πού κρύβεται. Και η αξία της βρίσκεται τόσο στη γραμμή, όσο και στα πνευματικά πλάσματα που ντύνει και παρουσιάζει στην όραση.
     Ό,τι ενδιαφέρει, από ζωγραφική πλευρά, είναι το πάθος της για την επιστροφή στο ρεαλισμό της πρώτης Αναγέννησης. ‘Ένα πάθος ισχυρό, υπερθεμικό πού δεν γνωρίζει την ανάπαυλα και την κόπωσι. Το ένστικτό της έχει ορμή και η θέλησή της εκφραστική αισιοδοξία. Έδωσε στην τεχνική του μολυβιού δυνατότητες και ανανέωση, χάρη σε μια μελέτη επίμονη και εξαντλητική των ιδιομορφιών της ύλης του ανθρωπίνου σώματος, του πλουσίου χρυσοκεντημένου υφάσματος, της βλάστησης και του υγρού στοιχείου. Ο εξωτικός και φυσικός κόσμος της έχει οργασμό και πλούτο. Αλλά η αγάπη της για τη ρεαλιστική αναπαράστασι των φαινομένων διατηρεί μια φρεσκάδα απλοϊκότητας. Η αυτοδιδαχή την γλυτώνει από τις νεκρές τυποποιήσεις του ακαδημαϊσμού και τα σφάλματα της επιστημονικής οπτικής, γίνονται στο έργο της δώρα χαριτωμένης αφελείας, χάρες μιάς αυθόρμητης φύσης. Η Βαρβάρα Κωνσταντοπούλου, με την τελευταίαν αυτήν έννοιαν, είναι μια ζωγράφος της καρδιάς, που ζεί την εποχή της, χωρίς να το θέλει, και ίσως, χωρίς να το υποψιάζεται.
•Κώστας Θεοφάνους,
ΟΙ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ 1884-2004. Πειραιώτες Ζωγράφοι & Γλύπτες.
Μήνυμα: Γιάννης Μίχας, Πρόλογος: Μανόλης Βλάχος. 16 Μονογραφίες, 135 Συντομογραφίες, 86 Αναφορές, 110 Έγχρωμες Φωτογραφίες Έργων. Εξώφυλλο: Γιάννης Τσαρούχης, Εκδ. Νομαρχία Πειραιά-Μυτιληναίος, Πειραιάς 2006, σ. 125.
(στην ενότητα «ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ»)
Βαρβάρα Κωνσταντοπούλου, -1961
      Γεννήθηκε στον Πειραιά και πέθανε στο Λονδίνο το 1961. Ήταν προικισμένη με ζωγραφικό και μουσικό ταλέντο γι’ αυτό έκανε ελεύθερες σπουδές ζωγραφικής, μουσικής φωνητικής. Έκανε πολλές ατομικές εκθέσεις στο εξωτερικό (Λονδίνο, Νέα Υόρκη) και στην Ελλάδα (Αθήνα, Πειραιά). Αναδρομική έκθεση έργων της έγινε το 1962, με τη φροντίδα του Γιάννη Τσαρούχη.
     Στους πίνακές της απεικονίζει οραματισμούς από τον κόσμο της φαντασίας και από τον κόσμο των μύθων. Είναι έργα υπερρεαλιστικής τεχνοτροπίας, με έντονο ρεαλιστικό ύφος και με παράξενη αληθοφάνεια. Έχουν ένα χαρακτήρα λαϊκό, που τα κάνει να μοιάζουν με τα έργα του Θεόφιλου, με τη διαφορά ότι τα δικά της περικλείουν έναν πηγαίο πριμιτιβισμό και μια στερεή τεχνική. Μακριά από ακαδημαϊκές επιδράσεις, δημιούργησε στηριζόμενη στον αυθορμητισμό της και στην πνευματική της κατάρτιση. Στο σχέδιό της, προσπαθεί να προσεγγίσει τους απλούς σχεδιαστές της Αναγέννησης. Και η δική της γραμμή είναι απλοποιημένη, τα περιγράμματά της ανάλαφρα. Περιγράφει έτσι αρχαία ελληνικά τοπία, μυθολογικά θέματα ή παραδοσιακούς θρύλους. Αποφεύγει να ζωγραφίζει τις λεπτομέρειες, και αυτό δίνει σταθερότητα στο σύνολο. Τα μολύβια εκφράζουν καθαρά τον εσωτερικό ψυχικό κόσμο της που χαρακτηρίζεται από δύναμη και ευρηματικότητα. Είναι σωστά αρχιτεκτονημένα, έχουν ρυθμό και γραφικότητα.
     Για τους πίνακές της ο Άγγελος Προκοπίου έγραψε: «Τα σχέδιά της κλείνουν έναν κόσμο αντιφατικό, πολύπλοκο, παράδοξο, γεμάτο μεταπτώσεις. Η ζωγραφική της δεν εξαντλείται σε αυτό που φαίνεται. Μας καλεί ν’ ανακαλύψουμε κι αυτό που κρύβεται. Και η αξία της βρίσκεται τόσο στη γραμμή όσο και στα πνευματικά πλάσματα που ντύνει και παρουσιάζει στην όραση. Το ένστικτό της έχει ορμή και η θέλησή της εκφραστική αισιοδοξία. Έδωσε στην τεχνική του μολυβιού δυνατότητες και ανανέωση, χάρη σε μια μελέτη επίμονη και εξαντλητική των ιδιομορφιών της ύλης του ανθρωπίνου σώματος, του πλούσιου χρυσοκεντημένου υφάσματος, της βλάστησης και του υγρού στοιχείου. Ο εξωτικός και φυσικός κόσμος της έχει οργασμό και πλούτο. Αλλά η αγάπη της για τη ρεαλιστική αναπαράσταση των φαινομένων διατηρεί μια φρεσκάδα απλοϊκότητας. Η αυτοδιδαχή τη γλυτώνει από τις νεκρές τυποποιήσεις του ακαδημαϊσμού και τα σφάλματα της επιστημονικής οπτικής γίνεται στο έργο της δώρα χαριτωμένης αφέλειας, χάρες μιας αυθόρμητης φύσης. Είναι μια ζωγράφος της καρδιάς, που ζει την εποχή της χωρίς να το θέλει και ίσως χωρίς να το υποψιάζεται».
•ΛΕΞΙΚΟ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ.  ΖΩΓΡΑΦΟΙ-ΓΛΥΠΤΕΣ- ΧΑΡΑΚΤΕΣ, 16Ος -20Ος αιώνας.
Συντονισμός έκδοσης: Δώρα Κομίνη-Διαλετή. Επιστημονική επιμέλεια: Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος. Καλλιτεχνική επιμέλεια: Λένα Ορφανού- Αθηνά Ραγιά, τόμος 2ος, σ. 359, εκδοτικός οίκος «ΜΕΛΙΣΣΑ» 1998.
Κωνσταντοπούλου Βαρβάρα, -1961
Έκανε ελεύθερες σπουδές ζωγραφικής και μουσικής. Το έργο της κινείται στο πλαίσιο των παραστατικών τάσεων και αποτελείται κυρίως από σκηνές του κόσμου της φαντασίας καθώς και της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Παρουσίασε έργα της σε ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Μ. Γαρίδης, «Έργα Βαρβάρας Κωνσταντοπούλου», εφ. Η Αυγή 13 Μαϊου 1958. Προκοπίου, 1967-1969, τ. Γ΄, σ. 378. Λυδάκης, Λεξικό, 1976. Θεοφάνους, 1985, σ. 78.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 10 Μαρτίου 2020.
ΥΓ. «Η Αθήνα είναι ένα μικρό κοτέτσι με σχετικώς πολλές κότες και λίγα σκύβαλα… Οι δυσκολίες στο εξωτερικό είναι τέτοιες πού πάντοτε σε δυναμώνουνε. Στην Ελλάδα σε απογοητεύουνε δια παντός». Γιάννης Τσαρούχης, από την εφημερίδα «Τα Νέα» της 6 Δεκεμβρίου 1978, απαντώντας στην έρευνα της Ήρας Φελουκατζή, «Οι Καλλιτέχνες της διασποράς». Βλέπε και: Γιάννης Τσαρούχης, «ως στρουθίον μονάζον επί δώματος», εκδ. Καστανιώτη 1987

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου