Τρίτη 17 Μαρτίου 2020

Η Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα της Άλκης Ζέη


       «Εστίαση στην Αρραβωνιαστικιά»
     Δανείζομαι τον τίτλο του δεύτερου σημειώματος για την Άλκη Ζέη, από εκείνον του κειμένου της βιβλιοκριτικού Μάρης Θεοδοσοπούλου που δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό «η λέξη» τχ. 161/ γενάρης-φλεβάρης 2001, σ.14-18. 
«Συγγραφέας του ενός βιβλίου. Συγγραφέας μυθιστορημάτων για νέους. Συγγραφέας που καθυστέρησε την έκδοση του πρώτου βιβλίου και καταγράφηκε όψιμα στα νεοελληνικά γράμματα. Τουλάχιστον τρείς λόγοι για να ανήκει η Άλκη Ζέη στα παραλειπόμενα της μεταπολεμικής λογοτεχνίας. Ανεξάρτητα αν τα βιβλία της για νέους γνώρισαν μεγάλη επιτυχία εντός και εκτός της χώρας και το μυθιστόρημά της. «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», αποτέλεσε, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ένα από τα πρώτα μπέστ σέλλερ της ελληνικής αγοράς. Ευρεία απήχηση, πού, ωστόσο, από μόνη της δεν θεωρείται πώς προσφέρει τις απαραίτητες εγγυήσεις ποιότητας…..». Την συγγραφέα παιδικής λογοτεχνίας Άλκη Ζέη που η αττική γη την υποδέχτηκε πριν λίγες μέρες κοντά της. Η «γιαγιά» της παιδικής λογοτεχνίας ταξιδεύει πλέον για το αιώνιο ταξίδι μέσα στην ασέληνο νύχτα έπειτα από πρόσκληση της Θεάς Περσεφόνης να αφηγηθεί στους κεκοιμημένους μικρούς και μικρές φίλους της απανταχού της γης τις μαγευτικές της ιστορίες. Οι παιδικές πεταλουδίτσες-ψυχές στον κάτω κόσμο φτερουγίζουν με χαρά περιμένοντας να ακούσουν από τα χείλη της την παραμυθία των ιστοριών της. Θα συναντήσει την Αντιγόνη Μεταξά, την Βίτω Αγγελοπούλου, την Γαλάτεια Σουρέλη, την Ζώρζ Σαρρή, την Μάρω Λοϊζου, την Κίρα Σίνου, την Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, και πολλές άλλες γυναικείες φωνές της παιδικής λογοτεχνίας, όπου μαζί τώρα, μια κοινή γυναικεία ζεστή και τρυφερή αγκαλιά θα καθίσουν στον αργαλειό της νύχτας να υφάνουν τις εν ζωή αναμνήσεις τους. Ενώ γύρω τους θα πεταρίζουν τα χαμογελαστά προσωπάκια των μικρών ψυχών. Θα παίζουν εν χορώ μαζί με τον Μπάρμπα Μητούση, τον θείο Πλάτωνα, τον Πέτρο. Θα γίνουν μια συντροφιά. Θα γίνε και πάλι η ρομαντική και ευαίσθητη αγωνίστρια κοπελίτσα, η Δάφνη, που θα συναντήσει την μητέρα της Λίζα αλλά και τον αγαπημένο της σύντροφο, τον Αχιλλέα, τον μεγάλο της έρωτα, το ίνδαλμα των νιάτων της τον καθοδηγητή και συνοδοιπόρο της. Μόνο που πια δεν θα χρειαστεί να αλλάξει το όνομά της σε Ελένη για να γλυτώσει από τους διώκτες της, για να παραμείνει κοντά του. Από εδώ και πέρα δεν θα χρειαστεί ξανά να γίνει πρόσφυγας, να ζήσουν μαζί στην εξορία. Η νέα της πατρίδα θα τους προσφέρει,-στην Δάφνη και τον Γιώργο την αιώνια αθανασία, της μνήμης των χιλιάδων μικρών και μεγάλων αναγνωστών των έργων τους. 
     Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, είναι ένα πολιτικό μυθιστόρημα, έτσι θυμάμαι το αντιμετωπίσαμε οι παλαιότεροι αναγνώστες όταν το διαβάσαμε για πρώτη φορά μονορούφι, το 1987, από τις εκδόσεις Κέδρος με την μακέτα και σχέδιο εξωφύλλου από τον εικαστικό Αλέκο Λεβίδη. Ένα ιστορικό ντοκουμέντο, μια αφηγηματική προσωπική μυθοπλασία,  ένα χρονικό αναβίωσης των τραγικών λαθών της αριστεράς, μια εκ των έσω μαρτυρία μιας ελληνικής οικογένειας που εξομολογείται το δράμα της προσφυγιάς της παράλληλα με την ελληνική ιστορική τραγωδία του πολέμου και της κατοχής, του εμφυλίου, των μετέπειτα δύσκολων χρόνων της απριλιανής δικτατορίας. Δρόμοι και μοίρα κοινή των απανταχού δημοκρατικών ελλήνων, καθώς γύρω τους ο κόσμος άλλαζε και οι έλληνες όφειλαν να προσαρμοστούν στα νέα οραματικά τους αδιέξοδα, τις πολιτικές μεταλλάξεις ανθρώπων του κόμματος, ιδεολογικών ανακολουθιών, αναμνήσεων που στάζουν διαψεύσεις και βάσανα. Αιματοβαμμένες θυσίες ελλήνων και ελληνίδων, οικογενειών και ξεχωριστά ατόμων που συμβαδίζουν και ακολουθούν την παράλληλες πορείες της ελληνικής φυλής. Της μητέρας ελλάδας που σαν τον θεό Κρόνο γνωρίζει από παράδοση να τρώει τα καλύτερα ελπιδοφόρα παιδιά του.  Το μυθιστόρημα αναφέρονται στην Κατοχή, την Εθνική Αντίσταση, τον Εμφύλιο, την Πολιτική Προσφυγιά, την δικτατορία των συνταγματαρχών του ’67, την διαμονή της οικογένειας στην τότε Μέκκα του «Σοσιαλισμού», την Μόσχα, μετά την καταφυγή τους στην Τασκένδη. Το 348 σελίδων βιβλίο, είναι γραμμένο με την μορφή κινηματογραφικών σκηνών. «Το τρένο της φρίκης- σκηνή-πλάνο-λήψη./ Μοτέρ στοπ». Τα ιστορικά στιγμιότυπα εναλλάσσονται με κινηματογραφικούς χρόνους, σε σχετικά γρήγορους ρυθμούς, καθαρές εικόνες-«σκηνές» βιώματα τραγικά, αγωνίες, κρυφοί νεανικοί έρωτες, συντροφιές νεανικές και αγώνες ενάντια στον κατακτητή. Οικεία καθημερινά περιστατικά, που δίνονται με φλας μπακ εικόνες μνήμης των μη δημοκρατικών ιστορικών περιόδων στην χώρα μας. Εικόνες εξόριστων και ταλαιπωρημένων αγωνιστών κομμουνιστών. Νέων που λύγισαν και άλλων που άντεξαν και δεν πρόδωσαν. Αυτών που υπέκυψαν και εκείνων που κράτησαν το λάβαρο των οραμάτων τους φυλακτό. Ελλήνων που πίστεψαν στην παντοδυναμία του μυστακοφόρου «πατερούλη», και δεν ήθελαν να παραδεχτούν τα πολιτικά του εγκλήματα. Πολυώδυνες  ιδεολογικές οδοιπορίες ατόμων και διαψευσμένα μέσα στο καμίνι της ιστορίας ελπίδες και όνειρα. Συγγενικές πορείες ανθρώπων που βίωναν δραματικά την καταιγίδα των πολιτικών γεγονότων προσπαθώντας να κατανοήσουν τα αδιέξοδα που ζούσαν, αρνούμενα να δουν την πολιτική πραγματικότητα των νέων ιστορικών καιρών που τους ξεπερνούσε και τους διέψευδε κάθε παλαιότερο οραματισμό και ελπίδα. Ζωντανά μέλη ελληνικών πατριωτικών οικογενειών προσανατολισμένα πολιτικά και ιδεολογικά, που ανέπνεαν την ίδια σκόνη προσδοκώμενης αλλαγής και κατοπινής ματαίωσης. Εφηβικοί έρωτες κοριτσιών που δεν ευτύχησαν να χαρούν την νυφική παστάδα με το ίνδαλμα που παντρεύτηκαν στα πεταχτά, στα «μουλωχτά» μια και πρυτάνευε ο αγώνας, το καθήκον απέναντι στο κόμμα. Στο κόμμα που δεν γνωρίζει από εφηβικούς έρωτες και νεανικές αγάπες, από παιδικές συντροφιές και κρυφά της καρδιάς πεταρίσματα πόθων των κοριτσιών προς τα αγόρια και το αντίθετο, παρά μόνο από άτεγκτο ατομικό και συλλογικό καθήκον, τυφλή προσήλωση σε αυτό χωρίς έλεος. Άγρυπνη και αδιάκοπη κομματική θυσία χωρίς ανάπαυση. Κομματικούς στόχους που οφείλουν σαν στρατιωτάκια τα μέλη και οι ακόλουθοι να ακολουθούν ακόμα και σε βάρος των προσωπικών τους στόχων και ελπίδων ζωής. Καθώς πάνω από κάθε λιγοψύχισμα, πίσω από κάθε σωματικό γονάτισμα και συνειδησιακό πισωγύρισμα, παραμόνευε πάντα η δαμόκλειος σπάθα της διαγραφής, της στηλίτευσης, της μεταγωγής των πρώην συντρόφων και συναγωνιστών στο μεταγωγών της κομματικής και ιδεολογικής καθαρότητας. Η κόκκινη ιδεολογία σαν απότοκος της γαλλικής επανάστασης των διαφωτιστών είχε διδαχθεί να τρώει τα παιδιά της. Δυστυχώς αποδείχτηκε περίτρανα μέσα στο ιστορικό διάβα ότι τα κλειστά αυτά οικονομικά συστήματα, δηλαδή η μαρξιστική εκδοχή του σοσιαλισμού όπως εφαρμόστηκε στην πολιτική και κοινωνική πράξη και πρακτική, ακολούθησε και υιοθέτησε τις ίδιες μεθόδους και πρακτικές εναντίον των κάθε είδους και ποικιλίας αντιφρονούντων, ιδεολογικών αντιρρήσεων που είχε υιοθετήσει και εφάρμοζε το αντίπαλο οικονομικό και ιδεολογικό σύστημα που πολεμούσε, δηλαδή ο καπιταλισμός. Χρησιμοποίησε τις ίδιες μεθόδους στην φιλοδοξία της να εφαρμόσει την κομματική καθαρότητα, να επιβάλλει από τα πάνω την κρατικίστικη εκδοχή της ορθόδοξης ιδεολογικής εφαρμογής. Ο Ιανός της πολιτικής Ιστορίας του προηγούμενου αιώνα. Πόσοι και πόσες έλληνες νέοι και ελληνίδες δεν ωρίμασαν βιολογικά και πνευματικά μέσα στην παρανομία της αντίστασης ενάντια στους ξένους εισβολείς και κατακτητές. Πόσοι και πόσες δεν απογοητεύτηκαν χαμοσέρνοντας στα κατοπινά χρόνια την ζωή τους, αναπολώντας όχι την φωνή του κομματικού τους καθήκοντος-έστω μόνο αλλά, την φωνή της καρδιάς τους, των συναισθημάτων τους που μαράγκιασαν στα ξερονήσια για ένα πιστεύω, για ένα ιδεολογικό «φρούδο» γινάτι. Χρόνια δύστοκα και καημοί ελπίδας συντροφικοί, αγωνιστικοί, που εμείς οι νεότερες των ελλήνων γενιές, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε, να αισθανθούμε όλο τους το μεγαλείο αλλά και την πτώση. Ιδεολόγων που χειμώνιασε η ζωή τους όλη με το όπλο παραπόδας και η ψυχή τους σημαδεύτηκε από εμφύλια συντροφικά τραύματα και σωματικές των αντίπαλων παρατάξεων πληγές. Η τρυφερή γυναικεία ματιά της Άλκης Ζέη βιογραφεί με θλίψη και μελαγχολία, αναπόληση και νοσταλγία, μια κάποια ψυχρή απόσταση, ιστορικά συμβάντα και φιλικές παρέες, θηλυκά χτυπήματα καρδιών και νεανικές αντρικές αγωνιστικές κομματικές υπερηφάνειες. Δόξες μικρές ελληνόπουλων μέσα στο καμίνι του πατριωτικού αγώνα και της εθνικής αντίστασης. Χρέη μεγάλων που μεταφέρουν στους μικρούς τους ώμους αβίαστα και με νεανικό ζήλο και αυταπάρνηση. Έλληνες και ελληνοπούλες μιας άλλης ιστορικής εποχής. Όσο ποιο σκοτεινός ήταν ο περιβάλλων χώρος τους τόσο ποιο φωτεινή ήταν η νεανική ψυχή τους. Η γενιά της αντίστασης, η νεανική γενιά που ανδρώθηκε και άνθησε βιολογικά μέσα σε αυτά τα δύσκολα και επικίνδυνα χρόνια,--για να είμαστε εμείς σήμερα ελεύθεροι από τον φασισμό και τις παραφυάδες του, έκανε πράξη ζωής, αυτό που λέει ο ποιητής: «από το χρέος μη κινούντες» και ας μην τον είχανε διαβάσει. Το αίσθημα της ελευθερίας κυλούσε μέσα στο αίμα τους και χτυπούσε στους δυνατούς ρυθμούς της καρδιάς τους. Ο αναστεναγμός και η προσδοκία της ελλάδας για απελευθέρωση και ελευθερία ήταν και δικός τους. Ο καθημερινός προσωπικός τους στόχος και επιδίωξη. Ιστορικά αναγνωρίσιμα πρόσωπα και γεγονότα, στιγμές πολιτικών αδιεξόδων που εναλλάσσονται με βίες παιδικές μνήμες, χωρίς να τις αλλοιώνει ο χρόνος. Αγάπες και κρυφοί έρωτες που έμειναν ανολοκλήρωτοι μέσα στην δύνη της παλλαϊκής αντίστασης και του προσωπικού του καθενός αγώνα. Ονειροπολήσεις, γυναικεία εφηβική αισθαντικότητα και κρυφοζηλοτυπίες. Πορτραίτα μητρικής στοργής και κοκεταρίας. Διδαχές συνέπειας και ευαισθησίας. Τα πρόσωπα της οικογένειάς της πάντα σε πρώτο πλάνο σκιτσάρονται με επιμέλεια, γραφή καθαρή, ύφος απλό, γλώσσα κρυστάλλινης διαύγειας και απλότητας. Δύστοκες ιστορικές περιπλανήσεις πίσω στο χρόνο, φρούδες ελπίδες κοινωνικής δικαιοσύνης και κομματικής καταξίωσης. Πολιτικοί οραματισμοί που συνεχίζονται στο Σήμερα υποδηλώνοντας ένα χθες που νοσταλγείται σαν παραμύθι. Μια θηλυκή γραφή σπαθάτη, ένα γυναικείο βλέμμα στο κατώφλι της νεότερης πολιτικής ελληνικής ιστορίας που συμβαδίζει χέρι-χέρι με τους ενδόμυχους πόθους και έρωτες των νέων ελλήνων και ελληνίδων που υπήρξαν κύριοι πρωταγωνιστές, είτε εντός ελλάδας είτε στις νέες τους πατρίδες που κατέφυγαν σαν εξόριστοι, πολιτικοί πρόσφυγες. Στην διάρκεια του εμφύλιου σπαραγμού και μετά την ήττα της αριστερής-κομμουνιστικής παράταξης από τις αστικές και κεντρώες πολιτικές δυνάμεις, χιλιάδες κομμουνιστές και αριστερών φρονημάτων έλληνες και ελληνίδες διέφυγαν στην πρώην σοβιετική ένωση και σε άλλες χώρες του τότε ανατολικού συνασπισμού. Η αιμορραγία του ανθρώπινου ελληνικού δυναμικού συνεχίστηκε και κατά την περίοδο της επτάχρονης δικτατορίας. Εκατοντάδες έλληνες και ελληνίδες αγωνιστές, πολιτικοί εξόριστοι, κατέφυγαν σε χώρες της δυτικής Ευρώπης, και ιδιαίτερα, στην πόλη του φωτός, το Παρίσι. Την ελεύθερη και δημοκρατική Γαλλία, που από παράδοση, υπήρξε υποστηρικτική απέναντι στους δημοκρατικούς εξόριστους Έλληνες αλλά και άλλους Ευρωπαίους αγωνιστές πολίτες.
     Το μυθιστόρημα είναι αφιερωμένο στον «Γιώργο», σύζυγο της συγγραφέως, σκηνοθέτη, θεατρικό δημιουργό και μεταφραστή Γιώργο Σεβαστίκογλου. Το βιβλίο που πραγματώνει τους πόθους μιας γενιάς ελλήνων, εκ των υστέρων, διαβάστηκε και σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως την χρονιά που κυκλοφόρησε, ιδιαίτερα από αριστερά έντυπα και κριτικούς. Αποσπάσματά του συζητήθηκαν και βρέθηκαν στο κέντρο του αναγνωστικού και πολιτικού ενδιαφέροντος σε πολλές παρέες της εποχής και σε συγκεντρώσεις πνευματικών εκδηλώσεων. Στο δεύτερο αυτό σημείωμα για την Άλκη Ζέη, ξαναδιαβάζοντας με το ίδιο αναγνωστικό ενδιαφέρον τα βιβλία της, αντιγράφω τις κριτικές που διέσωσα στο αρχείο μου για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Είχα την χαρά παλαιότερα, σε μια και μοναδική μου συνάντηση με την συγγραφέα, να της μιλήσω για τις κριτικές που αποδελτίωσα και να τις της δώσω σε φωτοτυπίες, σαν ένα είδος «αντάλλαγμα» για τις συγκινητικές αναγνωστικές στιγμές που μας χάρισε με το έργο της, η σημαντική αυτή ελληνίδα συγγραφέας παιδικών και όχι μόνο βιβλίων. Θυμάμαι τα παιδιά μαγεμένα να κρέμονται από τα χείλη της. Τα παιδικά τους χαμόγελα, τα γουρλωμένα μάτια τους που σπινθήριζαν από αγωνία και περιέργεια. Που κοίταζαν την αφηγήτρια με έκπληξη και απορία. Ακούγοντας τα λόγια της σαν τους πιστούς που περιμένουν το αντίδωρο από το χέρι του παπά, ακούγοντας τις προσευχές του. Επικέντρωσα την προσοχή μου μόνο στις βιβλιοκριτικές που αναφέρονται στην «αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» και όχι και στα «παιδικά της»-εφηβικά της, θεωρώντας ότι η συγκέντρωση και χρονολογική ταξινόμηση των υπολοίπων κριτικών και σχολίων για τα άλλα της βιβλία, (που γνωρίζω) ανήκει δικαιωματικά στους ιστορικούς, μελετητές και κριτικούς της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας. Σε αυτούς τους μελετητές που επιτελούν σημαντικό έργο κοντά σε εκείνο των συγγραφέων παιδικής λογοτεχνίας, εικονογράφους παιδικών βιβλίων, σχεδιαστές, μεταφραστές, επιμελητές της ιδιαίτερης και ίσως δυσκολότερης περίπτωσης γραφής, της ελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνικής γραμματείας. Ενδιαφέρον αναγνωστικά θεωρώ ότι θα παρουσίαζαν-αν δημοσιεύονταν οι βιβλιοκριτικές και τα κείμενα που γράφτηκαν στο εξωτερικό για τα βιβλία της. Μια και όλοι μας γνωρίζουμε ότι τα περισσότερα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε δεκάδες ευρωπαϊκές και όχι μόνο γλώσσες. Πιστεύω ότι οι μεταφράσεις ελληνικών παιδικών μυθιστορημάτων στις άλλες ηπείρους και άλλες μη ευρωπαϊκές κυρίαρχες γλώσσες, (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά) θα μας φανέρωνε τις ενδεχόμενες επιρροές του ελληνικού λόγου στην καθολικότητά του, στις πολιτιστικές παραδόσεις και συγγραφική δημιουργία των χωρών αυτών. Θα άξιζε παραδείγματος χάριν, να δούμε όχι μόνο την επιρροή του παραμυθά Νίκου Καζαντζάκη με τα έργα του «Οδύσσεια», «Ο Τελευταίος πειρασμός», «ο Καπετάν Μιχάλης» και άλλα του μυθιστορήματα που μεταφράστηκαν στις συνειδήσεις των αγγλοσαξόνων αναγνωστών, αλλά και των δύο παιδικών του έργων. Αν έχουν μεταφραστεί.   
       Το μυθιστόρημα εντάσσεται σε μια σειρά πολιτικών έργων-μυθοπλασίες που έχουν σαν θέμα τους την γερμανική και ιταλική κατοχή και τον πόλεμο, τον κατοπινό εμφύλιο και τις συνέπειές του, δολοφονίες, εξορίες, βασανιστήρια, πολιτική προσφυγιά, διάψευση των ιδεολογικών κόκκινων οραμάτων και κοινωνικών προσδοκιών, με δυό λόγια, τις μετέπειτα κοινωνικές προεκτάσεις των τραγικών αυτών συμβάντων και γεγονότων της νεότερης ελληνικής ιστορίας στις ζωές και συνειδήσεις των ελλήνων. Από την μια η νικητήρια αστική παράταξη (δεξιά και κέντρο) και από την άλλη η ηττημένη κομμουνιστική. Τα βιβλία αυτά, είναι κείμενα-μαρτυρίες-αυτοβιογραφίες, όπως παραδείγματος χάριν ήταν το εξίσου καλογραμμένο έργο του Χρόνη Μίσιου, «Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς»- το οποίο όταν κυκλοφόρησε διαβάστηκε πολύ, κυρίως από τις γενιές εκείνες των ελλήνων και ελληνίδων που δεν είχαν άμεση εμπειρία των ιστορικών γεγονότων που εξιστορούσε. Προκάλεσε «πάταγο» και πολλές αντικρουόμενες αντιδράσεις.
      Σήμερα στον 21ο αιώνα μετά το τέλος του διπολισμού, του ψυχρού πολέμου, μετά το 1989, τα βιβλία αυτά είναι μαρτυρίες αλήθειας μιας ζωής και ονείρων ανθρώπων, συλλογικών οραμάτων, που δεν διάβασαν την ιστορία από τις σελίδες των βιβλίων όπως εμείς οι νεότερες γενιές, που μάθαμε να περπατάμε αλλιώς στα σύγχρονα μονοπάτια της ιστορίας, αλλά την έζησαν, την βίωσαν, την σημάδεψαν με την παρουσία τους, την τροφοδότησαν με την ζωή τους και τους αγώνες τους οι νέοι και οι νέες της γενιάς του πολέμου της κατοχής και της εθνικής αντίστασης. Σήμερα η προσφυγιά είναι οικονομική και όχι πολιτική-τουλάχιστον στην ευρωπαϊκή ήπειρο και στο δυτικό βόρειο ημισφαίριο. Οι πολιτικές και κομματικές και ιδεολογικές νομενκλατούρες έχουν αντικατασταθεί από εκείνες της οικονομίας και των τραπεζών που είναι οι κυρίαρχοι του σικέ δημοκρατίας παιχνιδιών. Οι επιμέρους αποικιοκρατίες έχουν αντικατασταθεί από την αλόγιστη παγκοσμιοποίηση και την κοινή πολιτιστική και ιδεολογική χοάνη συνύπαρξης των ανθρώπων. Καταργώντας κάθε πολιτισμική ιδιαιτερότητα και πνευματική παράδοση αιώνων. Η τέχνη της γραφής στάθηκε όρθια και συμπαραστάτης των ανθρώπινων συνειδήσεων τον προηγούμενο πολεμοχαρή αιώνα, ενώ αντίθετα υποχώρησε η αλήθεια του πολιτικού λόγου. Η λογοτεχνία διατήρησε ζωντανό το όραμα των ανθρώπων για παγκόσμια δικαιοσύνη, καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας, εξάλειψη της αδικίας ανθρώπου από άνθρωπο, σταμάτημα των πολέμων. Οι ευρωπαίοι συγγραφείς αγωνίστηκαν με τα γραπτά τους ειρηνικά όπως οι ιδεολόγοι αγωνίστηκαν με την βία. Ο Άγγλος Κάρολος Ντίκενς, με τα μυθιστορήματά του μας έδειξε την εξαθλίωση της αγγλικής εργατικής τάξης και την παιδική εργασιακή εκμετάλλευση. Ο γάλλος Ονόρε Ντε Μπαλζάκ και ο Βίκτωρ Ουγκώ το ίδιο. Το μυθιστόρημα «Η Καλύβα του μπάρμπα Θωμά» μας γνώρισε την σκλαβιά και το δουλεμπόριο των μαύρων στην μεγάλη αμερικάνικη ήπειρο. Ο πίνακας του ισπανού ζωγράφου Πάμπλο Πικάσο, η πασίγνωστη Γκουέρνικα, είχε μεγαλύτερη επίδραση στις συνειδήσεις των απλών ανθρώπων από το όποιο ιδεολογικό μανιφέστο για την παγκόσμια ειρήνη. Μάλλον. Μπορεί να μην έριξε το δικτατορικό καθεστώς του Φράνκο, όμως διατήρησε στην μνήμη εκατομμυρίων ανθρώπων-και διατηρεί ακόμα- ζωντανά τα πολεμικά εγκλήματα του και των γερμανών συνεργατών του.
      Επανερχόμενος στο θέμα, να υπενθυμίσουμε για άλλη μία φορά, ότι η ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου, «Αργά, πολύ αργά μέσα στην νύχτα» από την πλευρά του ποιητικού λόγου, μας δείχνει με ξεκάθαρο τρόπο και συγκλονιστικό εξομολογητικό ποιητικό λόγο, την κατάρρευση των κοινωνικών του οραματισμών και των συναγωνιστών του. Την διάψευση των ονείρων της κόκκινης ιδεολογίας, του κρατικού σοσιαλιστικού εγχειρήματος που κατέληξε σε δικτατορία επί του προλεταριάτου. Για να το γράψουμε πιο ξεκάθαρα. Εμείς αποτύχαμε σύντροφοι και συντρόφισσες από την υπερβολική και άλογη ιδεολογική υπεραισιοδοξία μας και την σκόπιμη κομματική εθελοτυφλία μας, δεν νίκησαν οι θιασώτες του άλλου οικονομικού στρατοπέδου. Τα εγκληματικά λάθη και οι άστοχες πολικές πρακτικές συνέβαιναν εντός των τειχών. Από υποστηρικτές της κόκκινης ιδεολογίας και όχι από αρνητές της. Και μάλιστα, τους πιο σκληροπυρηνικούς θιασώτες και διαπρύσιους κήρυκες της κόκκινης ιδεολογικής καθαρότητας. Στις σύγχρονες επιφάνειες του ελληνικού ποιητικού λόγου, να προσμετρήσουμε και τις ποιητικές καταθέσεις της νεότερης ηλικιακά ποιήτριας Κατερίνας Γώγου. Μιας πολιτικής καθαρά ποιήτριας που ασκεί κριτική από τα μέσα στο κόμμα. Μια γυναικεία φωνή που αφήνει πίσω της τις αντιστασιακές φωνές της Ρίτας Μπούμη Παππά, της Σοφίας Μαυροειδή Παπαδάκη, της Δώρας Μοάτσου Βάρναλη. Οι εποχές άλλαξαν, το ίδιο και η γραφή.
         Το μυθιστόρημα Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα της Άλκης Ζέη, μας προκαλεί έκπληξη πως όταν πρωτοκυκλοφόρησε δεν έτυχε του σκηνοθετικού ενδιαφέροντος ενός Θεόδωρου Αγγελόπουλου, ενός Κώστα Γαβρά ή ενός Παντελή Βούλγαρη, ελλήνων πολιτικών σκηνοθετών. Όπως αν η κινηματογραφική μου μνήμη δεν με απατά, έγινε με την «Ελένη» ή το μυθιστόρημα του Θανάση Βαλτινού. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που στο κινηματογραφικό μέλλον ίσως να έχει θετική έκβαση.
Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, εκδ. Κέδρος 1987, σ. 348, δρχ. 900.

-Μαριάννα Δήτσα
περ. Ο Πολίτης τχ.81-82/7,8,1987, σ.108-109,
 Ένα σημείωμα βιαστικό και συγκινημένο
             «Κανείς από τη γενιά μας δεν πρόλαβε»
     «Ήδη από τον φλύαρο τίτλο μου καταλαβαίνει ο αναγνώστης ότι δεν πρόκειται να βρει παρακάτω μια κριτική ανάλυση του μυθιστορήματος της Άλκης Ζέη που μόλις κυκλοφόρησε, αν και η αριστοτεχνική του σύνθεση προσφέρεται πλουσιοπάροχα σε εφαρμογή διαφόρων μεθόδων ανάγνωσης μυθιστορημάτων.
         Πρόκειται για μια προσπάθεια καταγραφής νωπών εντυπώσεων και αντιδράσεων ενός αναγνώστη που μόλις διάβασε το μυθιστόρημα απνευστί και τελειώνοντας  ένιωσε πλημμυρισμένος από λογοτεχνία και ιστορία. Αυτό το γεγονός αξίζει, νομίζω, να κατατεθεί, μια και συμβαίνει σπάνια, όλο και σπανιότερα με τα (ελληνικά) μυθιστορήματα. Κι όταν, βέβαια, σ’ ένα κείμενο δεσπόζει, χωρίς να συγχωνεύεται μέσα στο λόγο, η άποψη εκείνη πού θαρρεί πώς για να είμαστε μοντέρνοι πρέπει να κρατάμε αυστηρά ορισμένους κανόνες, όπως να μην παρεισφρήσει, προς θεού, η ιστορία, ο μύθος, η πλοκή στον αφηγηματικό λόγο, μπορούμε, ίσως με κάποια πικρία, να βάλουμε το βιβλίο στην άκρη. Να το βάλουμε στην άκρη, αν έχουμε καταφέρει να ξεπεράσουμε το σύμπλεγμα της καθηκοντολογικής μύησης στον «σύγχρονο» πεζό λόγο, έχοντας για χρόνια ταλαιπωρηθεί μ’ αυτό το είδος, που είναι τόσο μά τόσο ανιαρό, όπως ομολογούσε ο Σάρτρ για το αντιμυθιστόρημα (αλλά ιδιωτικά). Δεν μας κατέτρεχε μόνο το σύμπλεγμα του μοντέρνου. Για ένα διάστημα δεν είχαμε ν’ αντιπαραβάλουμε σ’ αυτή την ανία άλλα αναγνώσματα. Υπήρχε ένα κενό δημιουργίας στο οποίο εγκαταστάθηκε η «αντι-λογοτεχνία». Τα τελευταία χρόνια όμως, πού ξαναβγήκαν στην παγκόσμια αγορά μυθιστορήματα υψηλής έμπνευσης και πλατιάς εμβέλειας, όλοι λίγο-πολύ σκεπτόμαστε πιο υποψιασμένοι τις τύχες του αφηγηματικού λόγου της μοντέρνας εποχής μας. Θα ‘λεγα πώς Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα είναι ένα τέτοιο μυθιστόρημα που άθελά του μας προτρέπει να ξανά ταξινομήσουμε τα πρόσφατα πεζογραφικά επιτεύγματά μας.
     Φυσικά, το μυθιστόρημα της Άλκης Ζέη τίποτε δεν έχει να κάνει με τον ασπόνδυλο και ναρκισσιστικό λεξιφανισμό πού συγχέεται φορμαλιστικά με το ατέρμονο χαντάκι που άνοιξε στον λόγο ο Γ. Χειμωνάς, παρασέρνοντας, άθελά του κι αυτός, αρκετούς, μάλλον, στην πτώση.
     Αλλά έχει οπωσδήποτε σχέση με μια εργογραφία αρκετά πυκνή πού δοκίμασε να εκλογοτεχνίσει την ιστορία ή να ιστορικοποιήσει τη λογοτεχνία. Η εξιστόρηση πάντα από κάπου πιάνεται. Εδώ, πιο συγκεκριμένα, αναφερόμαστε στη βιβλιογραφία εκείνη πού έχει θεματικό της πυρήνα το αριστερό κίνημα, τις τύχες και τα βιώματα των ανθρώπων που μπήκαν στο ποτάμι του κυρίως από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όσο δεν με απατάει η μνήμη και η ενημέρωσή μου, αν αφήσουμε στην άκρη τη μνημειώδη τριλογία του Στρατή Τσίρκα, θεωρία πώς το μυθιστόρημα της Άλκης Ζέη είναι το μόνο που ανταποκρίθηκε τόσο ολοκληρωτικά στο ύψος και της ιστορίας και της μυθιστορηματικής τέχνης.
     Γράφω αυτά τα δυό λόγια εν θερμώ και βιαστικά, μόλις έχοντας τελειώσει το βιβλίο. Γιατί βιαστικά; Για να προτρέψω τους αναγνώστες να το διαβάσουν, τουλάχιστον τώρα που έχουν καιρό λόγω διακοπών. Διαβάζοντάς το είναι σίγουρο πώς θα υπάρχουν ορισμένοι, μακάρι πολλοί, πού θα σκεφτούν πώς υπάρχουν άλλες, πιο σύνθετες και πιο στέρεες ευαισθησίες από αυτές πού μας πλασαρίστηκαν, κυρίως πρόσφατα, ως έκφραση τάχα γνήσια των βιωμάτων της ιστορίας των τελευταίων σαράντα χρόνων. Κάποτε τα καθέκαστα αυτής της ιστορίας μιλιόταν εν κρυπτώ. Από μια στιγμή και μετά δημιουργήθηκε η δυνατότητα αυτό το ιδίωμα επικοινωνίας μιάς κοινής ευαισθησίας να δημοσιοποιηθεί. Αλλά τότε πολλοί και πολλά είχαν πάρει τα πάνω κάτω στην Αριστερά. Άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου, και γιατί όχι; Ορισμένοι τότε ξαναείδαν την ιστορία και τακτοποιήθηκαν μέσα της, αφού αναπαλαίωσαν το οικοδόμημα με υλικά των σημερινών τους ιδεών’  τράβηξαν την κουβέρτα της ιστορίας με το μέρος της αρεσκείας των πολλών. Δεν λάθεψαν ως προς την επιτυχία. Έχω στο νου μου ένα πρόσφατο, ακραίο παράδειγμα, το βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου. Δεν έχω καμιά διάθεση πολεμικής, κι αν το αναφέρω είναι μόνο λόγω εντιμότητας, διότι πιστεύω πως οι περισσότεροι αναγνώστες από τα συμφραζόμενα θα σκέφτονταν το ίδιο παράδειγμα. Άλλωστε, δεν καταφέρνω να εξηγήσω και να υποστηρίξω τίποτε το πολύπλοκο ή το πρωτότυπο, παρά μόνο να συγκατανεύσω κι εγώ στις αποχρώσεις εκείνες που δεν μεταδίδονται παρά σ’ όσους τις διακρίνουν ήδη, ξέρουν τα σημεία και τα σημάδια απ’ όπου περνούν κάποιες διαχωριστικές γραμμές και καταλαβαίνουν, θα καταλάβουν πώς το βιβλίο της Άλκης Ζέη είναι από άλλη ράτσα. Γιατί αν στο τρένο της ιστορίας, το τρένο της φρίκης, κανείς δεν επιβιβάστηκε με το ζόρι, δεν αποβιβάστηκαν όλοι με τον ίδιο τρόπο, όταν βέβαια το τρένο σταμάτησε τη μεγάλη διαδρομή. Αλλά κανείς δεν σκέφτηκε να κατέβει σε ενδιάμεσο σταθμό, γιατί θα πήγαινε κατευθείαν στο στόμα του λύκου’ εντούτοις κανείς δεν ανέβηκε με το ζόρι. Το να ισχυρίζεται κανείς εκ των υστέρων ότι παρατηρούσε «τη φρίκη» από απόσταση, με κριτικό μάτι, ισοπεδώνει την ιστορία, συρρικνώνει τα βιώματα και καταλήγει σε ανθρωπιστικές αμπελοφιλοσοφίες. Κανείς δεν προλάβαινε τότε, το τρένο έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα κι όλα διαγράφονταν αχνά μέσα από το θαμπό τζάμι του βαγονιού.
     Μόνο όταν ένας σκηνοθέτης, αυτός που είναι υποχρεωμένος να κατασκευάζει την ιστορία, ακινητοποιήσει το τρένο της φρίκης, οι ήρωες, κομπάρσοι στο σταματημένο τρένο, μπορούν επιτέλους ν’ αναλογιστούν και να κοσκινίσουν τις μνήμες και τα βιώματα του πραγματικού ταξιδιού. Στη διάρκεια ενός κινηματογραφικού γυρίσματος, στο Παρίσι τα χρόνια της δικτατορίας, μέσα στο σκηνοθετημένο τρένο που στέκεται στον σταθμό, η ηρωίδα αφηγήτρια Ελένη Δάφνη, που παίζει το ρόλο ενός κομπάρσου-μιά ακίνητη φιγούρα πού κοιτάζει μέσα από το θαμπό τζάμι του βαγονιού-, κατασκευάζει τη δική της ιστορία: Αθήνα, Ρώμη, Τασκένδη, Μόσχα, Αθήνα, Παρίσι. Διαδρομή που με κάποιες παραλλαγές διένυσαν χιλιάδες άνθρωποι της γενιάς της. Καθώς όλα σταματούν με το μαγικό πρόσταγμα στοπ του οπερατέρ, έτσι με το μαγικό εργαλείο της γραφής όλα μπορούν να ζωντανέψουν. Κομπάρσος σ’ ένα σταματημένο τρένο που ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί  στην ιστορία σαν σκηνικό φόντο η αφηγήτρια δεν ξεκινάει για ένα ταξίδι προς το παρελθόν, ούτε θέλει ν’ αναπλάσει το παρελθόν, αλλά καταγράφει περιστατικά, ανθρώπους, βιώματα πού δεν είναι τόσο αναμνήσεις όσο ζωντανές αισθήσεις μέσα στην παρούσα της ζωή. Έτσι, παρόλο που (ή ακριβώς επειδή) δεν καμώνεται, όπως άλλοι, ότι θα μας περιγράψει ένα πιστό και γνήσιο παρελθόν και την ιστορία, δίνει ατόφια κομμάτια αυτής της διαστρωματωμένης και αντιφατικής ιστορίας και τη διαπλοκή μέσα σ’ αυτήν ανθρώπων με εύθραυστη και σύνθετη χαρακτηρολογία. Η αφήγηση μέσα στο σταματημένο χρόνο του σκηνοθετημένου «Τρένου της φρίκης», δεν είναι απλώς ένα ευφυές εύρημα για ν’ ακουμπήσει πάνω του επιτυχημένα η διήγηση χρησιμοποιώντας εναλλάξ πολλούς αφηγηματικούς και ιστορικούς χρόνους. Πρόκειται για μια καίρια επιλογή που διαλέγεται με τα όρια ανάμεσα  στη λογοτεχνική κατασκευή και την πραγματικότητα, τα ιστορικά γεγονότα, τα προσωπικά βιώματα και την κρισάρα της μνήμης: ένα μάθημα ποιητικής και πολιτικής –παρόλο που δεν μ’ αρέσει η έκφραση-ηθικής, πολύτιμο για όλους μας.     
-Βίκτωρ Ιβάνοβιτς
περ. Ο Παρατηρητής τχ. 8/10, 1988, σ. 139-142,
Η αυτοκριτική της Αριστεράς
      Εάν η αποστολή αυτού που στη γαλλική παράδοση έχει καθιερωθεί ως feuilleton Litteraire είναι να καταγράψει μια πρώτη αξιολόγηση ενός έργου που ανήκει στη λογοτεχνική επικαιρότητα, σκιαγραφώντας με λίγες, πλην σαφείς γραμμές τις όσο το δυνατόν αμεσότερες εντυπώσεις και αντιδράσεις του κριτικού ως αναγνώστη, φοβούμαι ότι οι σελίδες που ακολουθούν δύσκολα θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις ως άνω προδιαγραφές. Το μυθιστόρημα της Άλκης Ζέη το διάβασα με (μεγάλο μάλιστα) ενδιαφέρον, αλλά οι αντιδράσεις που μου προκάλεσε υπήρξαν και παραμένουν διφορούμενες συνεπώς ούτε άμεσες δύνανται να είναι οι εντυπώσεις μου, ούτε μονοδιάστατα σαφής ή γνώμη που θα εκφέρω.
     Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα εντάσσεται στη φιλολογία της «αυτοκριτικής της Αριστεράς», δηλαδή σε μια θεματική σειρά που στην Ελλάδα είχε εγκαινιάσει η «ποίηση της ήττας» στις αρχές της δεκαετίας του ’60 λίγο αργότερα, η θεματολογία αυτή βρήκε απήχηση και στον αφηγηματικό λόγο, σε ορισμένα μυθιστορήματα (Επί εσχάτη προδοσία, Η καγκελόπορτα κ. ά.) που τώρα, μεσολαβούσης μιας εικοσαετίας,, η μνήμη ή μάλλον η λήθη μου τα απλουστεύει και έτσι τα εξιδανικεύει.
     Παρά ταύτα, δεν μπορώ να παραβλέψω ότι υπάρχει βασική διαφορά ανάμεσα στις δύο αυτές κατηγορίες. Ενώ λοιπόν η ποίηση από φύσεως-και πολύ περισσότερο η προαναφερόμενη φάση στο έργο του Πατρικίου, Αναγνωστάκη, Λειβαδίτη, Λεοντάρη…- είναι γλώσσα ριζοσπαστική πού, ακόμη κι όταν το επιδιώκει, δύσκολα θα μπορούσε να χωρέσει στα καλούπια του πολιτικού λόγου, τα αντίστοιχα πεζογραφήματα μένουν, απεναντίας, αιχμάλωτα του λόγου αυτού, δεδομένου ότι έρχονται να αναπληρώσουν την έλλειψη καλών και αντικειμενικών ιστορικών ή κοινωνιολογικών μελετών ή έστω ολοκληρωμένων πολιτικών αναλύσεων από τη σκοπιά της Αριστεράς, σχετικά με περιόδους όπως ήταν η Αντίσταση, ο Εμφύλιος ή ακόμη και η επτάχρονη δικτατορία. Ετούτο σημαίνει αφ’ ενός μεν ότι επωμίζονται καθήκοντα που δεν τους αναλογούν, αφ’ ετέρου δε ότι το κοινό τους απευθύνει ερωτήματα που δεν τους ταιριάζουν, γεγονός σχεδόν μοιραίο εκεί όπου δεν υπάρχει μια συγκροτημένη αστική παράδοση που θα καθόριζε το σωστό θεσμικό πλαίσιο του διαλόγου ανάμεσα στο μυθιστόρημα και τον αναγνώστη του.
     Από τη μοίρα αυτή δεν ξεφεύγει ούτε η Άλκη Ζέη, και έτσι, ανάλογα με τις εμπειρίες, τις γνώσεις και την τοποθέτηση του καθενός, δεν μπορούμε να αποφύγουμε να θέσουμε ενώπιον της συγγραφέως-η οποία αξιώνει, διαμέσου της ηρωίδος της, να ρίξει μια (αυτό) κριτική ματιά στην πρόσφατη ιστορία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος-ζητήματα όπως τα ακόλουθα: Και το ανηλεές κυνηγητό τροτσκιστών και αρχειομαρξιστών από την Ο.Π.Λ.Α.; Και οι όμηροι των Δεκεμβριανών; Και οι εκκαθαρίσεις στο Δημοκρατικό Στρατό; Και τα γεγονότα του Μπούλκες; κ.ο.κ. με αποκορύφωμα το εξής, που αποτελεί λυδία λίθο προκειμένου να αξιολογήσει κανείς το βαθμό εντιμότητας της όποιας «αυτοκριτικής της Αριστεράς»: Και τα εγκλήματα του Στάλιν; Αποτελούν αυτά τυχαία εκτροπή του σοσιαλισμού ή είναι φυσικό επακόλουθο μιας πολιτικής θεωρίας που στηρίζεται στην «δικτατορία του προλεταριάτου» και του «πρωτοπόρου κόμματος»;
     Η αποφυγή ή η υπεκφυγή των επίμαχων αυτών θεμάτων, οι μισές αλήθειες, στερούν πάσα αξιοπιστία της «αυτοκριτικής», μεταβάλλοντας τη σε στείρα ρητορική άσκηση, σε «στηλίτευση των λαθών του παρελθόντος» ως βάση για το θριαμβευτικό «νέο ξεκίνημα». Παρόμοιοι χειρισμοί οδήγησαν τη ρουμανική λ.χ. λογοτεχνία σε ασυγκράτητο χείμαρρο μυθιστορημάτων που μιλούν για τα δεινά της «βασανιστικής δεκαετίας» (1950-1960) μόνο και μόνο για να εξυμνήσουν καλύτερα τα επιτεύγματα της σημερινής «χρυσής εποχής» και το αλάθητο του μεγάλου Conducator. Το ότι στην Ελλάδα η Αριστερά έχασε κάποτε τον αγώνα για την Εξουσία την απαλλάσσει μέχρι ενός σημείου από του είδους αυτού το χυδαίο triomphalisme’ ωστόσο, την καθιστά επιρρεπή σε κάποια μαζοχιστική μεμψιμοιρία ελάχιστα πρόσφορη για την κριτική και την αυτοκριτική.
     Δε θα εξετάσω εδώ κατά πόσο το έργο της Άλκης Ζέη εμπίπτει ή όχι στα ως άνω αμαρτήματα’ θέλω μόνο να τονίσω και πάλι ότι μοιραίο είναι να αντιμετωπίσει το μυθιστόρημα μια τέτοια προβληματική, ενόσω και στο μέτρο πού παραμένει στο χώρο του πολιτικού λόγου. Η μόνη περίπτωση να ξεφύγει είναι εάν καταφέρει να καταλάβει μια οπτική γωνιά εξωτερική εν σχέσει με το χώρο αυτό, η οποία να του επιτρέπει αφ’ ενός να συγκροτηθεί ως μυθιστορηματικός λόγος, αφ’ ετέρου να επιχειρήσει-τώρα μόλις- τη ριζική κριτική του πολιτικού. Τέτοιες σκοπιές είναι π.χ. η ανένδοτα ηθική προοπτική του Σολζενίτσιν ή η ειρωνική και αισθητική του Milan Kundera. Από την πρώτη άποψη, ομολογώ πώς δεν με συγκινεί διόλου το δράμα του κομματικού στελέχους που μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα κράζει «Ζήτω το Κόμμα!», ενώ το Κόμμα τον έχει αποκηρύξει: πρόκειται, όπως τονίσθηκε και για τις δίκες της Μόσχας, περί θυμάτων που αντικειμενικά ήσαν συνεργοί των θυτών τους. Η «αυτοκριτική της Αριστεράς» που επικεντρώνεται μελοδραματικά στις περιπτώσεις των «καλοσκεπτουμένων» (όπως τους αποκαλεί σαρκαστικά ο Σολζενίτσιν) μοιάζει σαφώς με εμπαιγμό: θυμάμαι λ.χ. την αίσθηση μικρότητας που ένιωσα όταν έτυχε να διαβάσω την ομολογία του Arthur London αμέσως μετά το Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ… Σε μια αισθητική πάλι προοπτική, διαπιστώνω-μαζί με τον συγγραφέα της Αβάσταχτης ελαφρότητας του Είναι- ότι στην ιστορία υποστασιοποιούνται οι μηχανισμοί της τραγωδίας’ έτσι, η άγνοια ή η ιστορική ανάγκη ούτε δικαιολογία ούτε άλλοθι αποτελούν για τους  έστω και ακούσιους συνενόχους των σταλινικών εγκλημάτων, οι οποίοι το μόνο αξιοπρεπές που έχουν να κάνουν είναι να αυτοτιμωρηθούν με τον τρόπο του Οιδίποδα. Από την άποψη αυτή, κακόγουστα είναι το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς για τα δάκρυα που χύνει η ηρωϊδα  της Άλκης Ζέη «για το μικρό Ρώσο στρατιώτη, πού τον στείλανε να ποδοπατήσει ξένα όνειρα» (σελ. 254).
     Για να είμαστε όμως δίκαιοι. Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα ενέχει-και εδώ συνίσταται το πραγματικό ενδιαφέρον του βιβλίου- μια τέτοια εξωτερική οπτική γωνία πού το κάνει να εξέλθει εν μέρει από τη δικτατορική τροχιά του πολιτικού και το θεμελιώνει ως αυτόνομο μυθιστορηματικό λόγο. Πρόκειται για την προοπτική του σώματος, πού η «επαναστατική» ηθική το καταπιέζει με την αυστηρότητα που χαρακτηρίζει κάθε θρησκευτικό πουριτανισμό. Η απόφαση λ.χ. του Έλληνα ζωγράφου ο οποίος, από το Παρίσι, πάει να καταταγεί στο Δημοκρατικό Στρατό ακολουθώντας την αγαπημένη του, συμπεριλαμβάνει- μοιάζει να μας λέει η Άλκη Ζέη-περισσότερη ανθρώπινη αλήθεια από κείνη του μονοκόμματου καπετάνιου, πού το κάνει ωθούμενος από αφηρημένα και σε τελευταία ανάλυση εξωπραγματικά κίνητρα. Η δίψα της ηρωίδας για έρωτα και ηδονή, για κομψότητα και ομορφιά, για ολοκλήρωση της θηλυκότητάς της, την κάνει να αντισταθεί, και ενίοτε άθελά της να ξεσκεπάσει τη lanque de bois και την ηρωική αλλοτρίωση του Αχιλλέα.
     Σιγά-σιγά λοιπόν η προοπτική του σώματος διαμορφώνεται και εγείρεται ως εναλλακτικός λόγος απέναντι στον πολιτικό. Στο επίπεδο της αφήγησης, αυτό εκδηλώνεται μέσα από τη σύγκρουση των δύο «ρόλων» (και ονομάτων) που εναλλάξ υιοθετεί η ηρωίδα της Ελένης, «αρραβωνιαστικιάς του Αχιλλέα» και Πηνελόπης του κομματικού νόστου, πού τη θέλουν οι άλλοι, και της Δάφνης, του «κοριτσιού με τον πυράκανθο», που επιθυμεί η ίδια να είναι. Η πρώτη έχει αρετές: πίστη, αφοσίωση, αυταπάρνηση’ η δεύτερη διαθέτει δυνάμεις ζωτικές, που έρχονται από βαθιά, και πρώτα απ’ όλα τον ατίθασο Έρωτα (ή ερωτισμό) που κάθε φορά που ξυπνάει, υπονομεύει κάθε επιβολή και την κάνει να ξεφύγει από την κατανυκτική έρημο του «επαναστατικού» ασκητισμού.
     Ο εναλλακτικός αυτός λόγος (ο μυθιστορηματικός, δηλ. αισθητικός) είναι γλωσσικής φύσεως, και ως γλώσσα, απαρτίζεται από ένα «λεξιλόγιο» και μια «γραμματική». Το μεν πρώτο είναι οι μύθοι, τα αρχέτυπα και τα σύμβολα που ανέκαθεν αποτελούν- «όπως έλεγε ο Northrop Frye- τα «συμφραζόμενα» της λογοτεχνίας, και πολύ περισσότερο της σύγχρονης λογοτεχνίας που έτσι επικυρώνει την «αυτοαναφορική» υπόστασή της. Π.χ. η αντίθεση και εναλλαγή μεταξύ πολιτικού λόγου και προοπτικής του σώματος μου φαίνεται ότι συνεπάγεται, καθ’ όσον επικεντρώνεται στη διττή μορφή της ηρωίδος, το είδος εκείνο αφηρημένης ηθικής καζουϊστικής που συναντάμε στην κλασική γαλλική τραγωδία και που συνοψίζεται στα γνωστά διλήμματα του Ρακίνα: amour-devoir ή raison-passion.Βέβαια, η συγκεκριμένη χρήση των φιλολογικών αυτών αρχετύπων, που γίνεται στο μυθιστόρημα της Άλκης Ζέη, συνίσταται-και αυτός είναι ο κύριος «γραμματικός κανόνας» του-στην ειρωνική αντιστροφή τους. Έτσι, για να μείνουμε στο προηγούμενο παράδειγμα, το ηθικό μήνυμα που ανακύπτει από το βίωμα της ηρωίδος είναι ότι η πολιτική λογική φαίνεται παράλογη μπροστά σε εκείνη του πάθους και ότι το επιτακτικότερο καθήκον του ανθρώπου έχει αντικείμενο του Έρωτα.
      Ας εξετάσουμε τη «γραμματική» αυτή λειτουργία στην περίπτωση συμβόλων καθαρά μυθολογικών. Η ειρωνική αντιστροφή τους είναι εμφανής λ.χ. στην περίπτωση των ονομάτων-ρόλων: η «Ελένη», δηλ. το sex symbol της αρχαίας παράδοσης, είναι εκείνη πού στο βιβλίο αποστρέφεται τον Έρωτα, ενώ η «Δάφνη», η δειλή νύμφη που για να ξεφύγει από το λάγνο κυνηγητό του Απόλλωνα μεταμορφώθηκε σε δέντρο, εδώ αναζητά ακριβώς την ηδονή’ ο δε «Αχιλλέας», γνωστός  ως «ωκύπους» στον Όμηρο, ενσαρκώνει στο μυθιστόρημα την αδράνεια από όλες τις απόψεις: την πολιτική, την ηθική, την υπαρξιακή- απολιθωμένος εν είδει προεικαζόμενου ανδριάντα. Τέλος, το μυθικό θέμα του νόστου-το οποίο ανέφερα υπαινικτικά και προηγουμένως- υφίσταται πολύπλοκη επεξεργασία, πού όμως παρουσιάζει για μιά ακόμη φορά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ίδιας «γραμματικής» του μυθιστορηματικού λόγου, υπό την έννοια ότι τόσο οι ρόλοι όσο και η διαδρομή του αντιστρέφονται. Εν πρώτοις, η Ελένη- «Πηνελόπη» είναι αυτή που επιστρέφει στον Αχιλλέα- «Οδυσσέα», δηλ. στο σενάριο του νόστου επωμίζεται τον ενεργητικό ρόλο’ δεύτερον, το γεγονός αυτό της επιφυλάσσει μια σειρά από δοκιμασίες και εμπειρίες, μεταξύ των οποίων και εκείνη της απιστίας (που διαπράττει ως «Δάφνη») τρίτον, προορισμός της περιπλάνησης της είναι, ειρωνικά, ο ξενιτεμός και όχι ο γυρισμός στην πατρίδα.
    Το μόνο που θα μπορούσαμε να ψέξουμε στην Άλκη Ζέη είναι η έλλειψη τόλμης στην εφαρμογή του γόνιμου αυτού σχήματος. Αλλά, εάν το δούμε ως έκφραση της ταύτισης της συγγραφέως με την ηρωίδα της, ακόμη και τούτο το ελάττωμα αποβαίνει λειτουργικό. Διότι Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα αφηγείται τις προσπάθειες μόνον εν μέρει πετυχημένες για χειραφέτηση, τις οποίες καταβάλλει μια γυναίκα πού ο αυθεντικός εαυτός της έχει αλλοιωθεί από απάνθρωπες ιδεολογικές επιβολές, κι έτσι, μέχρι ενός σημείου, έχει μετατραπεί σε άβουλο και άτολμο όν. Η ανεκπλήρωτη υπόσχεση και η αίσθηση ανικανοποίησης που δημιουργεί στον αναγνώστη υπάρχουν ίσως μόνον εντός του’ πέραν αυτού, το μυθιστόρημα μας δίδει ένα ανθρώπινο δράμα που αξίζει κάθε συμπάθειά μας.      
-Αιμιλία Καραλή
περ. Επιστημονική Σκέψη τχ. 37/1,2,1988, σ. 82-84,
Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα
     Αντίσταση, Εμφύλιος, Μετεμφυλιακή περίοδος, Δικτατορία ’67, Διάσπαση του ’68, Μάης του ’68, είναι τα γεγονότα που περνούν μέσα απ’ το τελευταίο βιβλίο της Α. Ζέη. Ελλάδα, Γαλλία, Ιταλία, Σοβιετική Ένωση είναι οι τόποι που ξετυλίγεται η δράση. Η Δάφνη-Ελένη, ο Αχιλλέας, η Λίζα, ο Σεργκέι, ο Ευγένιος, ο Αντρέας, το ‘Λιοντάρι του Ντανφέρ’, ο ‘Ανεμοδαρμένος’ είναι οι ‘πρωταγωνιστές’. Το κομμουνιστικό κόμμα, το κίνημα της αριστεράς είναι η πηγή απ’ όπου αντλούν τις σκέψεις και τη δράση τους, είναι το ‘πυρωμένο σίδερο’ που βάζει τη σφραγίδα.
     Όλα τα γεγονότα, η δράση των προσώπων, οι πολιτικές εξελίξεις βλέπονται μέσα από τα μάτια της Ελένης (τ’ όνομα αυτό αντικατέστησε το πραγματικό της όνομα. Δάφνη, στη διάρκεια της κατοχής), της ‘αρραβωνιαστικιάς του Αχιλλέα’. Για όλα αυτά κάπου αναφέρει: «Μόνο που δεν θα βοηθούσε κανέναν ιστορικό αυτή η αναπαράσταση, γιατί εκείνη, ακριβώς σαν το σκηνοθέτη του τρένου της φρίκης, κοιτάζει μέσα απ’ τη δική της γωνιά λήψης».
     Μια τέτοια, όμως, σκέψη μπορεί να γεννήσει ή ν’ απαντήσει ακόμα σε πολλά ερωτηματικά που ολοένα πληθαίνουν και θα πληθαίνουν όσο γίνεται πιο επιτακτική η ανάγκη να διερευνηθεί πιο βαθιά και πιο ουσιαστικά εκείνη η περίοδος. Γιατί στην ουσία μπαίνει και μ’ αυτό το βιβλίο ένα πρόβλημα σημαντικό: Ποια είναι η σχέση του ανθρώπου με την ιστορία; Ποια είναι η ‘ευθύνη’ του απέναντι στα γεγονότα, τα οποία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δημιουργεί;
     Ένα πρώτο ερώτημα που γεννιέται και μετά την πολύ μεγάλη κυκλοφορία του βιβλίου, είναι το γιατί μια σειρά από λογοτεχνικά βιβλία (μα και άλλα έργα τέχνης, κινηματογραφικά, θεατρικά κ. ά.) που πραγματεύονται τέτοια θέματα, βγαίνουν, κι έχουν μεγάλη διάδοση, ακριβώς σήμερα.
    Ο T. S. Eliot κάποτε είχε γράψει πως ‘Μια λογοτεχνική ιστορική εργασία είναι πολύ περισσότερο ντοκουμέντο της δικής της εποχής, παρά της εποχής που περιγράφει».
Νομίζω, πως χρειάζεται να δούμε ακριβώς εκείνα τα σημεία της ‘δικής μας εποχής’ που οδηγούν στην λογοτεχνία-ή άλλου είδους καλλιτεχνική ακόμα και πολιτική-επιστημονική-απόδοση και ερμηνεία ‘εκείνης της εποχής’. Δεν είναι το θέμα μιας ‘ωρίμανσης’ της ιστορικής ματιάς, γιατί δεν είναι το πέρασμα του χρόνου που αναγκαστικά τη διαμορφώνει. Τείνουν σήμερα να ολοκληρώσουν τον κύκλο τους προκειμένου να περάσουν σε νέο στάδιο εξέλιξης, μια σειρά από ζητήματα, εκτιμήσεις ακόμα και φάσεις του κινήματος. Απ’ την άποψη, λοιπόν, και την ανάγκη να οδηγηθούν οι γενικότερες εξελίξεις σε μια κατεύθυνση ευνοϊκή υπέρ των λαϊκών μαζών, της αριστεράς, δημιουργείται σαν ώριμος καρπός όχι μόνο μια πολιτική κίνηση και φιλολογία, αλλά και μια τάση στην τέχνη που μέσα απ’ το παρελθόν του κινήματος βάζει σημαντικά ερωτήματα για το σήμερα. Τέτοια, όπως: Το πώς διαμορφώνεται το ιστορικό υποκείμενο και πως διαμορφώνει το περιβάλλον του. Η σχέση του με την ιστορία του  κινήματος, η συμμετοχή του στην πρωτοπορία των πολιτικών αγώνων, η ανάπτυξη ή η αλλοτρίωσή του, η αναγκαιότητα, οι δρόμοι, τ’ αποτελέσματα της στράτευσης ή της αποστράτευσής του. Μια τέτοια, όμως, τάση μπορεί να κλείνει μέσα της τον ‘κίνδυνο’ της φυγής προς τα πίσω, της αδυναμίας να συλλάβει το σήμερα. Να ‘οικτίρει’ και να ισοπεδώνει το παρελθόν, να υποκύπτει σε αρνητικές πλευρές του χθες και να γενικεύει με μηδενικό παρανομαστή για το αύριο.
     Το βιβλίο της Άλκης Ζέη θίγει με ειλικρίνεια τέτοια ζητήματα και με τέτοιο τρόπο, που μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά όχι σ’ έναν απλό καλλιτεχνικό στοχασμό, μα σ’ έναν ευρύτερο κοινωνικό-πολιτικό. Είναι βιβλίο ‘χρήσιμο’ για το σήμερα ακόμα κι όταν έχει κάποιος σοβαρές επιφυλάξεις και αντιρρήσεις για τις πολιτικές εκτιμήσεις της ηρωίδας της.
      Το βασικό πρόσωπο του μυθιστορήματος είναι η Δάφνη. Στρατευμένη στα 16 της στον αντιφασιστικό αγώνα ‘χάνει’ τ’ όνομά της για τις ανάγκες της παράνομης δράσης και γίνεται Ελένη. Ταυτόχρονα γνωρίζει τον Αχιλλέα, καθοδηγητή και καπετάνιο, και γίνεται η ‘αρραβωνιαστικιά του’. Από τότε όπου κι αν πάει, ‘σε τόσες γλώσσες, σε τόσες χώρες’ έχει αυτήν την ‘ιδιότητα’ στο ‘διαβατήριό’ της. Όσο κι αν προσπαθεί-με το μυαλό της μονάχα ν’ αντιδράσει, υποτάσσεται σ’ αυτό. Η ζωή της μέσα στο κίνημα είναι η ζωή της Ελένης. Η ‘άλλη’ ζωή αυτή που προτιμάει, είναι εκείνη της Δάφνης. Ο διχασμός σ’ αυτό που είναι και σ’ αυτό που θάθελε ‘να είναι’ είναι και το χαρακτηριστικό της πολιτικής σκέψης και στάσης της’ κι αυτό συμπυκνώνεται στη σχηματική αντιπαράθεση καλού-κακού.
     Τα συναισθήματα είναι εκείνα που την οδηγούν, οι συμπαθητικές κι οι αντιπαθητικές φυσιογνωμίες καθορίζουν τις συντροφιές, την πολιτική της κατάληξη. Στρατεύεται με τους ‘καλούς’ στον αγώνα κατά των κατακτητών. Ελκύεται απ’ τη φιγούρα του ήρωα-καπετάνιου, όπως ελκύεται από ένα κινηματογραφικό αστέρι, εκτιμάει τον απλό και ταπεινό αγωνιστή, το σοφό εξορισμένο καθηγητή με τον ακέραιο χαρακτήρα, το βασανισμένο ερωτευμένο πρόσφυγα στην Τασκένδη, τον Σεριόζα ‘που τον κατασκεύασαν ειδικά και τον έστειλαν για να πιστέψουμε πως όλοι οι Σοβιετικοί είναι τέλειοι’. Αντίθετα αντιπαθεί τον καθοδηγητή, το ‘Λιοντάρι του Ντανφέρ’ γιατί είναι αγέλαστος, τρώει άσχημα, χορεύει άσχημα (‘Στη διάσπαση η Ελένη δεν θα πήγαινε ποτέ με το Λιοντάρι του Ντανφέρ’). Η Ελένη δεν αναρωτήθηκε ποτέ για τα συνθήματα που έγραφε, γιατί έτσι ‘έπρεπε’. Ένιωσε χάος όταν πέθανε ο Στάλιν, ο ‘μουστάκιας’ της (‘Για σκέψου ο Μουστάκιας-έτσι λέγαμε χαϊδευτικά το Στάλιν-να μην ήτανε συμπαθητικός’) κι έφυγε το έδαφος απ’ τα πόδια της, όταν έγιναν οι συζητήσεις για την πολιτική του το ’56. Αρνιέται την ‘αντίσταση’ ορισμένων Ελλήνων εξόριστων διανοουμένων του Παρισιού που περιφέρουν στην τηλεόραση τις πληγές τους και στις γιορτές τους προσφέρουν τούρτα πούχει ζαχαρωμένη διακόσμηση το ‘κάτω η Χούντα’. Η Ελένη, το πολιτικό πρόσωπο, όπως δεν αναρωτήθηκε για τα συνθήματα της κατοχής, δεν αναρωτιέται και το γιατί της μετέπειτα πολιτικής κατάστασης, για το πώς μπορεί κάποια να τρέχει πρώτη στις διαδηλώσεις, που  να σου κουβαλάει το Δεκέμβρη του ’44 ως και τον μπουφέ της γιαγιάς της για οδοφράγματα και να σου γίνει ύστερα από 20 τόσα χρόνια, μια παχουλή κυρία, με οικόπεδο σώνει και καλά στη θάλασσα. Πάντα έχει μια απορία, απαισιοδοξία για το κίνημα κι όσους συμμετέχουν σ’ αυτό. Κατά την Ελένη, το κίνημα ήταν εκείνο που ‘έφταιγε’ για το ότι δεν έγινε ό,τι ήθελε να γίνει.
    Η αντιπαράθεσή της με το κίνημα, παρόλο που συμμετέχει σ’ αυτό, προσωπικοποιείται στη σχέση της με τον Αχιλλέα.
     Είναι το πρόσωπο με το οποίο, χάρη στο οποίο και ενάντια στο οποίο η Ελένη-Δάφνη. Ο ‘ρόλος’ του μέσα στο έργο είναι η σκιά που βγαίνει απ’ όλα τα πρόσωπα και τις ιδέες. Είναι ο ‘μέσος όρος’ σύμφωνα με την Ελένη, ενός αγωνιστή που τα δίνει όλα για το κόμμα, δεν έχει ενδιαφέρον για τίποτε παρά μόνο γι’ αυτό. Η ουσία του βρίσκεται στο ‘να’ και στο ‘πρέπει’. Η προσέγγιση του Αχιλλέα απ’ την ‘αρραβωνιαστικιά’ του είναι παρόμοια με κείνη τη σχηματικότητα που έχει για τα άλλα ζητήματα. Άνθρωπος επίπεδος, βάναυσος χωρίς αναζητήσεις για το ‘τι είναι καλό ή κακό’, χωρίς έντονα συναισθήματα για τον έρωτα και την ζωή. Η στάση του απέναντι της καταπιεστική και σύμφωνη μ’ όλα του τα χαρακτηριστικά. Είναι μετέωρος στην πολιτική του σκέψη, χωρίς κρίση, υποταγμένος στο κόμμα. Δε διαβάζει τίποτε άλλο εκτός από μαρξιστικά βιβλία. Δε χαίρεται με τη γυναίκα και το παιδί του τις απλές καθημερινές χαρές της ζωής. Η Ελένη πιστεύει πως είναι ‘θύμα’ του κόμματος, ότι είναι έξω απ’ την πραγματικότητα. Ό,τι θέλει για τη ζωή είναι αντίθετο με κείνο που νομίζει η Ελένη πως θέλει ο κόσμος («κανείς δεν περιμένει τίποτα από σας Αχιλλέα. ‘Κάτω’ κοιτάζουν πώς να γιατρέψουν μόνοι τις πληγές τους. ‘Κάτω’ θένε να καταφέρουνε να ξανασηκώσουνε το κεφάλι ψηλά, σιγά-σιγά, χωρίς όπλα. ‘Κάτω’ το μόνο που ζητάνε είναι να μπορούν άφοβα ν’ απλώσουν το χέρι τους σ’ ένα ξύλινο κουτί με μια σχισμή και να ρίξουν εκεί ένα φάκελο που θάχει μέσα ένα χαρτί διπλωμένο στα τέσσερα»). Ο Αχιλλέας ταυτίζει το ατομικό του πρόβλημα με το κοινωνικό. Η Ελένη-Δάφνη τα αντιπαραθέτει και τα θεωρεί αντιφάσεις ή και αντιθέσεις που δε λύνονται. Ό,τι αισιόδοξο και καλό έχει στη ζωή της είναι εκείνο που έχει κάνει ως Δάφνη. Ό,τι απαισιόδοξο εκείνο που έχει κάνει ως Ελένη.
     Μέσα, όμως από τους υπερβολικούς και ακραίους χαρακτήρες, τα υπερβολικά- και πολλές φορές-απλοϊκά ερωτήματα της Ελένης-Δάφνης χτίζεται το ιδιόμορφο αντιφατικό δημιούργημα της Α. Ζέη. Ενώ η ηρωϊδα της είναι αποξενωμένη, στην ουσία, μέσα στο κίνημα, δεν το αρνείται. Χωρίς αυτή τη ζωή της δεν θα μπορούσε να γραφτεί αυτό το μυθιστόρημα. Η ίδια αναγνωρίζει πως ‘ό,τι πιο ζωντανό’ είναι κείνο που έκανε στο χτες. Κι ένας απ’ τους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους που έκαναν το μεγάλο χτες ήταν η Ελένη-Δάφνη. Αυτή της τη συμμετοχή, όμως, την απαλλοτριώνει, διώχνοντας τελικά την ευθύνη της για την πορεία του κινήματος. Βλέπει τον αγώνα, το κόμμα, απέξω σαν έναν απρόσωπο μηχανισμό που ζητά όλο θυσίες.
      Τελικά όμως ο στόχος ενός αγωνιστή για καλύτερη ζωή, για ‘εξανθρωπισμό’ του ανθρώπου βρίσκεται έξω απ’ την πάλη; Η ικανότητα ή η ανικανότητα κάποιου που αποδεικνύεται; Έξω από τον αγώνα; Σε τελευταία ανάλυση είναι ή όχι ανάγκη το λαϊκό κίνημα; Το τελευταίο χτίζεται και υπάρχει χωρίς αντιφάσεις, χωρίς αντιθέσεις ; Τα ιδανικά και οι αξίες ενός επαναστάτη δημιουργούνται έξω και ενάντια σ’ αυτό; Ενάντια στην πρωτοπορία του, το Κομμουνιστικό κόμμα;
     Μ’ αυτό της το έργο η Α. Ζέη αποδεικνύει τη μεγάλη λογοτεχνική της αξία. Το ‘εύρημά της’ το παρελθόν να εξελίσσεται σε στυλ κινηματογραφικού έργου, στη θέση της ταινίας που οι ήρωές της συμμετείχαν σαν κομπάρσοι, βοηθά στο ζωντανό παραστατικό ξεδίπλωμα της ιστορικής πλοκής. Το σταμάτημα του μοτέρ της κινηματογραφικής μηχανής λήψης σημαίνει ξαναγύρισμα στην πραγματικότητα. Τα γεγονότα που έζησε είναι ζωντανά και πρέπει να μείνουν ζωντανά στην ταινία, τη δραματοποιημένη, οπτικοποιημένη ιστορική και καλλιτεχνική μνήμη. Οι μορφές, οι έννοιες, οι λέξεις δένονται καθώς περνούν απ’ την «ταινία» στην πραγματικότητα, σαν να είναι το πιο λογικό πράγμα να βγαίνουν έξω απ’ το σελυλόιντ στην ζωή. Το σπάσιμο του χρόνου οργανώνεται με απλή, ομαλή πλοκή. Κάθε νέα σκηνή δεν είναι ένα ξάφνιασμα, αλλά μια διαλεκτική αντιφατική συνέχεια. Τα γεγονότα, φορτισμένα από μόνα τους είναι εκείνα που δημιουργούν τις απορίες, τις εντάσεις, τις κορυφώσεις, τις απογοητεύσεις. Η Ά. Ζέη ξεκινά απ’ την προσωπική ματιά της ηρωίδας της και γενικεύει. Εκφράζει τη ματιά μιας μερίδας αγωνιστών που πέρασαν μέσα από θύελλες με εφόδια την πίστη τους σε μια άλλη κοινωνία.
     Υπάρχουν στο μυθιστόρημα στιγμές και σκηνές συγκλονιστικές, όπως η ιστορία της Ματίνας στις φυλακές, η φιγούρα του Ανεμοδαρμένου, το πάρτυ των διανοουμένων στη Γαλλία, η στάση του Πάνου, τα γεγονότα της Τασκένδης, οι διαδηλωσίες στην Ιταλία, ο Μάης του ’68. Σκηνές που με το δικό της βάρος η καθεμιά, το ιδιαίτερο χαρακτήρα τους πυροδοτούν την εξέλιξη. Σκηνές που ανατρέπουν πολλές φορές τις εκτιμήσεις και την ιδέα που έχει η Ελένη-Δάφνη για τον εαυτό της και τα γεγονότα.
     Η ματιά της Α. Ζέη στα γεγονότα κινείται σε διαφορετικό μήκος κύματος από κείνο του Χρ. Μίσιου στο Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς. Ενώ ο τελευταίος εξετάζει το χτες από το σήμερα, διαγράφει τελικά εκείνο που ο ίδιος έχτισε για χάρη των σημερινών πολιτικών του θέσεων, η πρώτη μιλάει για το χτες με βάση τις ιδέες, τη στάση που είχε χτες. Η πίκρα της συμπυκνώνεται στο ανικανοποίητο, στο ότι πάλεψε και οι αγώνες της δεν κατέληξαν εκεί που αυτή ήθελε. Έχει γνώση του υποκειμενισμού της, αλλά και γνώση του ό,τι αυτό που έζησε είναι το πιο ζωντανό. Έχει γνώση της πολιτικής της αδυναμίες στην εξήγηση, στη διερεύνηση των γεγονότων. Είναι αληθινά η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, γιατί λέει αυτό που ήταν. Λέει αυτό που είναι: «Κι όταν η δικτατορία φύγει… καλά, όταν τους διώξουμε… με σένα, βλέπεις, δεν θα με πειράζει, γιατί το ξέρω, μόλις κάνω να γδυθώ, θα φανεί στην πλάτη μου, σαν τη σφραγίδα με τον δικέφαλο αετό που βάζαμε στη βασιλόπιτα, χαραγμένο για πάντα: Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα».       
-Τάκης Μενδράκος
εφ. Η Αυγή της Κυριακής 26/7/1987,
Η ιστορική μνήμη και η ανθρώπινη περιπέτεια
     Κάποτε, ένα καινούργιο βιβλίο, πέρα από την οποιαδήποτε αντικειμενική του αξία, πέρα ακόμα και από τις προθέσεις του, λειτουργεί σαν υπόμνηση ή ανακινεί κάποιο θέμα που είτε το θελήσαμε είτε όχι ξεχάστηκε ή διακριτικά παραμερίστηκε. Έτσι, δεν είναι μόνον η θεματική του νέου μυθιστορήματος της Άλκης Ζέη που ανασύρει μνήμες-ιδιαίτερα σε όσους ανήκουν στη γενιά της-αλλά και η ειδική υφή του, που επαναφέρει το θέμα της αντιστασιακής λογοτεχνίας.
    Είναι η αλήθεια ότι στις συνωστισμένες από συνταρακτικά ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα τρείς δεκαετίες 1940-1970 οι λογοτέχνες και καλλιτέχνες του νεοελληνισμού όχι μόνο δεν έμμειναν αμέτοχοι στα συμβάντα, αλλά τόσο με το έργο τους όσο και με την προσφορά ολόκληρης της ύπαρξής τους δικαίωσαν τον κοινωνικό τους προορισμό τους. Συγκλονιστικές οι εμπειρίες και ανάγλυφα τα βιώματα που θα δώσουν τελικά μια ανυπολόγιστα μεγάλη σε έκταση λογοτεχνία και ακόμα μεγαλύτερη παραλογοτεχνία, που απλώνεται σε όλα τα είδη του λόγου και συγκροτεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στη γραμματεία μας, άξιο για πολύ περισσότερες και ψυχραιμότερες θεωρήσεις με κάποια βασικά ερωτήματα, όπως: τι εμπόδισε-ιδιαίτερα την πεζογραφία- να δώσει μια σύνθεση ανάλογη με το ανάστημα και το πολυσήμαντο των γεγονότων αν συντελέστηκε μια συνοδοιπορία παρωχημένης γραφής μ’ ένα από τη φύση του προχωρημένο περιεχόμενο’ αν η μορφή του χρονικού ήταν η μόνη που θα μπορούσε να εκφράσει την οδύνη της ιστορικής στιγμής και πολλά άλλα. Τέτοιοι προβληματισμοί κάνουν έντονο το ενδιαφέρον για κάθε καινούργιο αντιστασιακό πεζογράφημα, πολύ περισσότερο όταν το υπογράφουν ονόματα όπως της Άλκης Ζέη.
     Θα μπορούσαν και μόνο τα γνωστά μυθιστορήματά της για παιδιά (αλλά και για μεγάλους) να εξασφαλίσουν στη συγγραφέα τη θέση που κατέχει σήμερα στη γραμματεία μας, χωρίς αυτό να την υποχρεώνει σε μια καθήλωση στην παιδική λογοτεχνία, όταν μάλιστα στη μετάβασή της σε μια άλλου είδους πεζογραφία, τη συνοδεύουν οι ίδιες αξιοζήλευτες αρετές της.
      Παρά το γεγονός ότι «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» δεν απομακρύνεται από τη φόρμα του χρονικού, τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική δομή του κρατάνε μια ιδιοτυπία που φυσικά το διαχωρίζει από το είδος. Ακουμπώντας στέρεα πάνω στο ιστορικό πλέγμα της τριακονταετίας, παρακολουθεί βήμα προς βήμα την εθνική περιπέτεια, ενώ παράλληλα, έντονα χαραγμένη η πορεία του ατόμου, έρχεται να θυμίσει ότι μέσα στα υπόλοιπα νούμερα της Ιστορίας, υπάρχουν ισάριθμες ανθρώπινες περιπτώσεις. Έτσι, θα δούμε μέσα από την Κατοχή, την Αντίσταση, τον Εμφύλιο και τη δικτατορία των συνταγματαρχών, τη Δάφνη-το κεντρικό πρόσωπο του έργου-να χάνει το όνομά της κάτω από το συνωμοτικό ψευδώνυμο Ελένη, αλλά πολύ περισσότερο κάτω από το βάρος της προσωνυμίας «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», του ηρωικού και τυφλά αφοσιωμένου στο κόμμα διαφωτιστή και καπετάνιου. Αλά δεν είναι μόνο το όνομα που χάνει είναι και ο μηχανισμός της σκέψης κι ακόμα η ζεστασιά της ανθρώπινης σχέσης. Κι όλα αυτά θα τα συνειδητοποιήσει πάλι με τη βοήθεια των γεγονότων.
      Με τη γνωστή αφηγηματική της ικανότητα και με ένα άψογο γλωσσικό όργανο η Άλκη Ζέη συνθέτει το φορτισμένο με συγκίνηση χρονικό της, χρησιμοποιώντας δεξιοτεχνικά το πολύπτυχο παραπέτασμα του χρόνου, όπου στην κάθε πτυχή του παλινδρομεί το παρελθόν και το παρόν, όπου η ιστορική στιγμή δένεται αρμονικά με βιώματα προσωπικά, ενώ στο κλίμα αυτής της αναδρομής συμπλέκονται το μεγάλο πέταγμα των λαϊκών αγώνων με την πικρία των διαψεύσεων.
     Αν «Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου» και «Το Καπλάνι της Βιτρίνας» γράφτηκαν για παιδιά, αλλά τελικά αποτέλεσαν κείμενα της λογοτεχνίας των μεγάλων, «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», που γράφτηκε για μεγάλους, είναι ένα πολύτιμο βιβλίο και για τα παιδιά.
-Νίκος Παπαχρήστος
περ. Σφενδόνη τχ. 2/1988, σ.48-49
κορυδαλλοί σφαζόμενοι μειλιχίως…
Άλκη Ζέη: Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα
     Η έκδοση του μυθιστορήματος της Άλκης Ζέη το 1987, συνέπεσε με σημαντικές εκδόσεις έργων άλλων ελληνίδων πεζογράφων, όπως «Η μεγάλη πράσινη» της Ευγενίας Φακίνου, «Οι λευκές ασάλευτες» της Μάρως Δούκα. «Η Συβαρίτισσα» της Λιλής Ζωγράφου. «Η μοναξιά είναι από χώμα» της Μάρως Βαμβουνάκη. Εν τούτοις «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» παρά τα κοινά στοιχεία με τα παραπάνω βιβλία, δηλαδή όλα έργα γυναικών συγγραφέων που μέσα από διαφορετικά θέματα και γραφές, προσεγγίζουν το πρόβλημα και τα αδιέξοδα στην σχέση με το άλλο φύλο, σημειώνοντας παράλληλα και εμπορική επιτυχία, δεν μπορεί να ενταχθεί στην ενότητα αυτή.
      Το βιβλίο εντάσσεται σε μια σχετικά πρόσφατα αναπτυγμένη βιβλιογραφία με θέμα την λογοτεχνική καταγραφή των βιωμάτων της περιόδου της Κατοχής, του Εμφυλίου και της Δικτατορίας. Είναι η προσπάθεια κριτικής θεώρησης μιας περιόδου, με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, μιας ολόκληρης γενιάς μέσα από την προσωπική πορεία των συγγραφέων. Το «…Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς» του Χρόνη Μίσιου και το «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου» του Μίκη Θεοδωράκη είναι χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της καταγραφής. Η τάση αυτή εμφανίζεται και παλιότερα, με πολύ διαφορετικό τρόπο βέβαια, μέσα από τα σημαντικά έργα του Στρατή Τσίρκα και του Άρη Αλεξάνδρου.
      Στο πλαίσιο αυτό, στο βιβλίο της Ζέη, συναντάμε την ηρωίδα στο Παρίσι, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας να παίζει ρόλο κομπάρσου σε γύρισμα κινηματογραφικής ταινίας μέσα σ’ ένα τρένο. «Το τρένο της φρίκης» λοιπόν είναι η γέφυρα ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν. Το διάλειμμα του γυρίσματος είναι το παρόν στο Παρίσι του 68 και το ίδιο το γύρισμα είναι το παρελθόν. Είναι η επιστροφή σε οριακούς σταθμούς της ζωής της απ’ όπου πέρασαν χιλιάδες άνθρωποι του αριστερού κινήματος της γενιάς της, σαν πρωταγωνιστές ή κομπάρσοι Αθήνα, Ρώμη, Τασκένδη, Αθήνα, Παρίσι. Κατά τη διάρκεια αυτής της τριακονταετίας κινείται ανάμεσα στους δύο αντιμαχόμενους εαυτούς της. Την Ελένη αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα που είναι ο αντιπροσωπευτικός τύπος κομματικού στελέχους της εποχής και η βαρειά σκιά του την ακολουθεί παντού και την Δάφνη που παλεύει να μικρύνει το χάσμα ανάμεσα στις προσωπικές της ανάγκες και τις πολιτικές αναγκαιότητες και περιορισμούς που έθετε η εποχή.
     Το βιβλίο αρχικά καταφέρνει να συγκινήσει. Η πάλη της ηρωίδας με φόντο σημαντικά ιστορικά γεγονότα της νεότερης Ελλάδας, η αφήγηση που γίνεται με κινηματογραφικό τρόπο μέσα από τα γυρίσματα και διαλείμματα στο τρένο, το κλίμα της ειλικρίνειας που φαίνεται να το διαπνέει, συντελούν σ’ αυτό. Όμως αυτό δεν διαρκεί για πολύ, γιατί σχεδόν αμέσως γίνεται αντιληπτό ότι τα ιστορικά γεγονότα συστηματικά υποτιμώνται, η πλοκή δεν παρουσιάζει κανένα λογοτεχνικό ενδιαφέρον, απουσιάζει εντελώς το στοιχείο της συναρπαστικότητας, η ειλικρίνεια πλησιάζει τα όρια της αφέλειας, η συγκίνηση προσεγγίζει αυτήν που προσφέρουν τα αισθηματικά αναγνώσματα ευρείας λαϊκής κατανάλωσης, ακόμη και η έξυπνη σκηνοθετική κατασκευή αφήγησης με το τρένο μας οδηγεί στη σκέψη ότι δεν θα αργήσει και πολύ το βιβλίο να γίνει ταινία ή τηλεοπτικό σήριαλ- θα μπορούσε κανείς να πει ότι το σενάριο είναι σχεδόν έτοιμο…
      Η απλοϊκότητα διαχέεται μέσα σ’ όλο το βιβλίο, αφού ακόμα και οι ρόλοι είναι προδιαγραμμένοι εξαρχής για τα πρόσωπα. Ο αιώνια κακός (Λιοντάρι του Ντανφέρ) και ο αιώνια καλός (Ανεμοδαρμένος) σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να αλλάξουν. Οι ομάδες «της βουκαμβίλιας» και «της κληματαριάς» συνθέτουν μια υποβαθμισμένη εικόνα για τις πολιτικές και ιδεολογικές συγκρούσεις. Οι ήρωες, και ιδιαίτερα η ηρωίδα, δεν ζωντανεύουν καθόλου λογοτεχνικά, αλλά αμυδρά, ελάχιστα και μόνο με νύξεις σκιαγραφούνται μέσα από τα γεγονότα. Κι αν ακόμη δεχθούμε ότι υπάρχει η ειλικρινής πρόθεση να αντιμετωπισθούν τα πράγματα έτσι όπως είναι, χωρίς να επιχειρείται η ανάπλαση του παρελθόντος, κι αν ακόμη θεωρήσουμε ότι τα γεγονότα δεν κρίνονται αλλά αντιμετωπίζονται σαν να γίνονται εκείνη την εποχή, υπάρχει ένα σημαντικό σημείο που ανατρέπει τα παραπάνω. Είναι εκείνο στο τέλος του βιβλίου που λέει: «Κανείς από την γενιά μας δεν πρόλαβε Μας προλάβαιναν άλλα» Αυτό αποτελεί και το ιδεολογικό στίγμα του βιβλίου. Μπορεί το τρένο της ιστορίας την περίοδο εκείνη να έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι σ’ όλους υπήρχε η σιγουριά για τον τελικό προορισμό. Υπήρχαν και άνθρωποι της βάσης που βίωσαν αλλιώς τα γεγονότα και κοίταζαν έξω με αγωνία μέσα από το θαμπό τζάμι του τρένου, είναι σίγουρο δε ότι θα μπορούσαν να δώσουν διαφορετικά βιώματα για κείνη την εποχή πέρα από την άποψη που επιχειρεί να περάσει το βιβλίο της Ζέη.
       Το μυθιστόρημα της Ζέη είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία, ξεπέρασε σε πωλήσεις τις 50 χιλιάδες αντίτυπα. Διαβάστηκε τόσο από τους ανθρώπους της γενιάς της αλλά και από τις νεότερες γενιές. Όμως είναι σίγουρο ότι επιχείρησε μια συγκεκριμένη ανάγνωση της περιόδου εκείνης. Συνειδητά ή ασυνείδητα επιδίωξε μια εξήγηση και δικαιολόγηση των δεινών της «γενιάς της ήττας». Έτσι δεν πέτυχε να συνθέσει με αντικειμενικότητα το πλαίσιο της εποχής και να καταγράψει με σαφήνεια και πληρότητα τα στοιχεία που συνθέτουν ένα έργο για κείνη την περίοδο τόσο ιστορικά όσο και λογοτεχνικά.
-Κώστας Σταματίου
 εφ. Τα Νέα 5/9/1987,
Θαλερή ελληνική…….
Σημαντικά Μυθιστορήματα
ΑΛΚΗΣ ΖΕΗ ΚΑΙ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΦΑΚΙΝΟΥ
-«ΟΙ ΕΦΗΒΟΙ ΤΟΥ ΚΟΛΩΝΟΥ» ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗ
     Υπάρχουν στις διακοπές ορισμένες ώρες αδιέξοδες και αδρανείς, που λες κι οι δείκτες των ρολογιών γυρίζουν στο «ραλαντί», ζαλισμένοι κι αυτοί από τη ζεστή κι από το ασίγαστο μονότονο τραγούδι των τζιτζικιών. Πολλοί, «σκοτώνουν» αυτές τις ώρες, κυρίως του απογεύματος, παίζοντας χαρτιά ή τάβλι οι πιο ζωηροί, οργιάζουν με τη ρακέτα και το μπαλάκι στην αμμουδιά, αδιαφορώντας συνήθως για τη μεσημβρινή ανάπαυση των συμπαραθεριστών. Προσωπικά, φέτος, διάλεξα να γεμίσω τους «νεκρούς χρόνους» με τη συντροφιά βιβλίων γυναικείας λογοτεχνίας. Πεζογραφίας αποκλειστικά, πρόσφατης, και κάπως πιο παλιάς. Δεν μετάνιωσα. Η ιδιαιτερότητα της γραφής, της «θηλυκής» ευαισθησίας, αυτό το «άλλο κλίμα», μου πρόσφεραν ξαφνιάσματα και τέρψη, ερεθίσματα για το μυαλό που το ελληνικό καλοκαίρι, τείνει διαρκώς να το εκμαυλίσει με τα χίλια δυο διασπαστικά και διαλυτικά στοιχεία του. Εντυπώσεις απ’ αυτά τα διαβάσματα-τα πιο ενδιαφέροντα φυσικά-επιτρέψτε μου να σας μεταφέρω εδώ.
     Ρέκβιεμ για μια γενιά
ΑΛΚΗΣ ΖΕΗ: «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» εκδ. Κέδρος, σ. 348
      Ύστερα από τα δεκάδες χρονικά, απομνημονεύματα, αυτοβιογραφικά, αφηγήματα, θα ΄λεγε κανείς πως το θέμα Κατοχή- Εμφύλιος- Δικτατορία θα ‘χε και λογοτεχνικά εξαντληθεί. Να, όμως, που μας έρχεται αυτό το βιβλίο της καταξιωμένης πεζογράφου Άλκης Ζέη («Το Καπλάνι της Βιτρίνας», 1966, «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου», 1971, «Κοντά στις ράγες», ’77, κ.ά.) και φωτίζει μ’ ένα νέο φως, «παρθενικό» θα το ‘λεγα, αυτή την τρομερή για το γένος των Ελλήνων τριακονταετία ’40-’70, που μας άλλαξε όλους (τους επιζήσαντες), μας γύρισε «το μέσα έξω» και το χειρότερο χωρίς να βρούμε το ζητούμενο, χωρίς κανένα «διάφορο». Αυτή η «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», είναι ένας «αποχαιρετισμός στα όπλα», στο όνειρο και τ’ όραμα ενός ολόκληρου κόσμου, είν’ ένα Ρέκβιεμ για τη Γενιά της Νικηφόρας Επανάστασης που χάθηκε. Για να ξεπέσουμε, νεκρές ψυχές, στη σημερινή παρακμή, στη σαπίλα που βρωμάει τελευταίες μέρες της Πομπηίας…
     Στο επίκεντρο της μεγάλης ιστορίας της τριακονταετίας είναι η μικρή ιστορία, η προσωπική περιπέτεια της Δάφνης, μιας μέσης κοπελίτσας της κατοχικής Αθήνας, που, ανεπαισθήτως-όπως τόσες άλλες- θα μπει στην Αντίσταση, θα βαφτιστεί συνωμοτικά «Ελένη», θ’ ανταμώσει πάνω στη δράση τον Αχιλλέα, θα γίνει για όλους η «αρραβωνιαστικιά» του. Το στυλιστικό εύρημα της Ζέη, που ανανεώνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη για πράγματα γνωστά, που είν’ έτοιμος να «μαντέψει» πως θα συμβούν, είναι η εναλλασσόμενη αφήγηση σε δύο εποχικά, χρονικά επίπεδα: ενός ασάλευτου «παρόντος», που «κοσμεί»  η παρουσία πέντε Ελλήνων αυτοεξορίστων, ως κομπάρσων του μεροκάματου, στο γύρισμα της υπερπαραγωγής «Το τρένο της φρίκης», σ’ ένα παρισινό στούντιο, στα χρόνια 1967-’68, μιας ταινίας που έχει κυριολεκτικά «τον αγύριστο’ και τ’ άλλο επίπεδο, που είναι η μνήμη της «κομπάρσας» Ελένης, που, επωφελούμενη των απέραντων νεκρών χρόνων ανάμεσα στα χτυπήματα της κλακέτας «ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΤΗΣ ΦΡΙΚΗΣ-σκηνή… πλάνο… λήψη…» ανασυνθέτει, ψηφίδα-ψηφίδα, το ατομικό της παρελθόν, το οποίο και, αναπόδραστα, μπλέκεται στο δίχτυ της συλλογικής ιστορίας, η οποία και πάντα συνεχίζεται σαν αέναη αρχαία τραγωδία, αφού φτάνουν συνεχώς τα νέα από την «Ελλάδα των Κολονέλων», όπου και πάλι δικάζεται ο πιστός στο (διαλυμένο) Κόμμα Αχιλλέας, ανεπίδεκτος της όποιας χρουστσωφικής έστω, αναπροσαρμογής!...
     Κομματάκι-κομματάκι λοιπόν, με αναδιπλούμενα «φλας-μπακ», παρακολουθούμε την Ελένη ν’ αποχαιρετάει τον Καπετάν- Αχιλλέα (χωρίς να ‘χουν κοιμηθεί ούτε μια ολόκληρη νυχτιά μαζί!), που βγαίνει στο δεύτερο αντάρτικο, ενώ αυτή περνάει στην παρανομία:
     ….. «Σ’ ένα χρόνο θα έχουμε μπει στην Αθήνα». Είχε σιγουριά η φωνή του. «Το είπε ο Αχιλλέας». «Μείνε γι’ απόψε», παρακαλούσα. Δε γινότανε. Όλα είχανε κανονιστεί με το δευτερόλεπτο. Ο πρώτος σύνδεσμος, ο δεύτερος… Εγώ όμως το ‘θελα πολύ ένα μεγάλο νυφικό κρεβάτι… Χωρίς βιασύνη από το ένα ραντεβού στο άλλο. Χωρίς φόβο. Μία ολόκληρη νύχτα. Η δικιά μου νύχτα που δεν θα ‘ρθει ποτέ…».
     Παρανομία. Σύλληψη. Για δράση; Όχι. Μόνο γιατί ήταν… «η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα». Στο «Μεταγωγών» της Ναυάρχου Νικοδήμου. Με τα ποντίκια. Με τις κοπελίτσες αντάρτισσες, για δίκη. Σε θάνατο. Εκτέλεση. Εκτός κι αν, σαν τη Ματίνα «το φεγγαράκι», σπάσουν. Και «μιλήσουν». Τρελή πιά, θα κλειστεί σε μοναστήρι. Η Παναγία δεν την έσωσε από το απόσπασμα; Θαύμα! Θαύμα! (Σκηνή σπαραχτική, που επανέρχεται και επανέρχεται, λάιτ-μοτίφ στο βιβλίο…)
     Η «Ελένη» θα βγεί. Με «μέσο». Η Αθήνα αγνώριστη. Θα φύγει. Θα πάει στον Αχιλλέα, που έχει καταφύγει στη Σοβιετική Ένωση. Μέσω Ιταλίας. Τα χρόνια ’50, η Ρώμη μαγεία. Θα συναντήσει Ελβετό ζωγράφο. Έρωτας. Ομορφιά. Θάμπωμα. Έρωτας. Αλλά και κλάμα: Μάρτης του ’53 πεθαίνει ο Στάλιν! Ο Στάλιν; Κλάμα. Παρίσι. Βίζα. Μόσχα. Άλλη βίζα. Εσωτερική. Για Τασκένδη. Κι αρχίζει η «αντίστροφη μέτρηση». Καλοί οι άνθρωποι, αλλά το σύστημα, οι ελλείψεις… Ο Αχιλλέας «το όνειρο» σ’ ένα δωματιάκι με το ζόρι. Η τουαλέτα «α λα τούρκα» κοινή και τρείς ορόφους κάτω. Ο Αχιλλέας με στρατιωτικά: προπονείται, λέει, «γιατί αύριο μπορεί να ξαναπάρουμε τα όπλα. Κάτω στην Ελλάδα περιμένουν από μας!» Η Ελένη παραδίνει στην οργάνωση το διαβατήριο. Είναι αιχμάλωτος δια βίου; Θα πεθάνει χωρίς να ξαναντικρίσει θάλασσα;
     Τασκένδη. Μορφές. Στελέχη. Λαός σε ζωώδη κατάσταση. Το κόμμα. Το χρέος. Κι ο αγώνας «για τη σφραγίδα». Θα σκυλοφαγωθούνε. Αίματα. Θύματα. Κι οι Σοβιετικοί να κοιτάνε με λύπηση. Τι ζητάνε τώρα αυτοί οι παλαβοί ‘δω μέσα  στην ακίνητη στέπα; Η Ελένη έγκυος. Κοριτσάκι. Η Δαφνούλα-τ’ ονομά τη, αφού δεν το χάρηκε αυτή. Έξω, οι κουκουέδες χτυπιούνται. Θα φάει κι η λεχώνα ένα τούβλο αδέσποτο. Άλλα αίματα. Το κόμμα. Κι ο Αχιλλέας σε συσκέψεις κι ολομέλειες. Θα καταλήξει εργάτης σε φάμπρικα!
     «Ο Αχιλλέας δεν μπορούσε ποτέ να ‘χει άλλη γνώμη από την καθοδήγηση, όποια κι αν είναι. Μόνο να, αργεί να συνειδητοποιήσει πως τα είδωλα πέφτουν. Και πρέπει να το βασανίσει, πολύ, για να χωνέψει πως μπορεί να λαθεύουν και οι ΠΡΩΤΟΙ των ΠΡΩΤΩΝ…».
     Το 20ο Συνέδριο. Η έκθεση Χρουστσώφ. Κατάρρευση. Απογοήτευση. Απελπισία.
     «Εγώ πού να πάω; Όχι, δεν θα πέσω στις γραμμές του τρένου σαν την Άννα Καρένινα. Δεν είμαι ηρωίδα του Τολστόι. Δεν είμαι καμία ηρωίδα. Ούτε μπορώ να πάρω το παιδί και να φύγω. Τη στέπα δεν τη διαβαίνεις με τα πόδια. Δεν θα κάνω τίποτα, δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Τίποτα. Σαν τους φίλους του Μιχαήλ Γκρηγκόρεβιτς με κλείσανε στο στρατόπεδο… Κι ο άλλος, που προσφέραμε με λατρεία τ’ όνομά του κι εκείνος έπλεκε συρματοπλέγματα, γύρω στους συντρόφους του…».
     Δεν θα πω παραπάνω. Δεν θα μιλήσω για το πλήθος των μορφών και την απειρία των συμβάντων της πρώτης προσφυγιάς και της δεύτερης αυτοεξορίας, που η Άλκη Ζέη ανασύρει από τη λήθη (ποιος θυμάται πια τον ηθοποιό Καρούζο, που την κηδεία του περιγράφει;) αντλώντας από τη μνήμη της. Γιατί ασφαλώς έζησε, η ίδια ή από κοντά, όσα περιγράφει με ζεστασιά, τρυφερότητα αλλά και μ’ αρκετό χιούμορ, ώστε ποτέ να μη γλιστράει η όποια μυθοπλασία της στο «μελό που είν’ η ζωή» η σε εκ των υστέρων πικρίες. Που θα ‘χε κάθε δίκιο να το κάνει: για σκεφτείτε, να θυσιάσεις μία ζωή και να μη σου βγεί ούτε η Επανάσταση ούτε ο Αχιλλέας!...   
-Σπύρος Τσακνιάς,
ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ. Κριτικά κείμενα 1985-1988-Πεζογραφία, εκδ. Σοκόλη 1990, σ. 61-65.
     Η κριτική αυτή του Σπύρου Τσακνιά είχε δημοσιευτεί για πρώτη φορά στο λογοτεχνικό περιοδικό «Η Λέξη» τχ. 68/ 10, 1987, στις σελίδες «η κρίση του βιβλίου»
Η γενιά της Κατοχής, της Αντίστασης, του Εμφυλίου, δεν έχει εξαντλήσει ακόμη τα βιωματικά και μνημονικά της αποθέματα. Και, απ’ ό,τι φαίνεται, το αναγνωστικό κοινό δεν έχει μπουχτίσει ακόμη με τις ιστορίες και τους μύθους της ή με τις διαψεύσεις και τις απομυθοποιήσεις της. Νεότεροι άνθρωποι, που διαμορφώθηκαν κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες, δυσφορούν κάποτε με ό,τι θεωρούν αφύσικη μακροβιότητα της αντιστασιακής και εμφυλιοπολεμικής εμπειρίας και, οι πιο ανυπόμονοι απ’ αυτούς, σπεύδουν να υπογράψουν τη ληξιαρχική πράξη θανάτου της. Ωστόσο, βιβλία όπως του Χρόνη Μίσσιου και της Άλκης Ζέη, με την ταχύτητα διάδοσή τους και την ευρύτατη αποδοχή τους, που δεν πρέπει να αποδοθούν σε κομματικούς ή εμπορικούς μηχανισμούς προωθήσεως, επιβάλλουν περίσκεψη και προβληματισμό όσον αφορά τη βιωσιμότητα αυτού πλέγματος καταστάσεων, συγκινήσεων, βιωμάτων, τραυμάτων και συντριμμένων οραμάτων, που συνοπτικά αποκαλούμε «πολιτική εμπειρία» της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Στον προβληματισμό αυτό πρέπει ενδεχομένως να ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι η αυθόρμητη έκρηξη ενδιαφέροντος του αναγνωστικού κοινού για βιβλία σαν αυτά που προανέφερα, σημειώνεται σε μιαν εποχή κατά την οποία η ιδεολογική και πολιτική ακτινοβολία της Αριστεράς βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα της μεταπολεμικής ιστορίας της. Η διερεύνηση των αιτιών του φαινομένου-αν οι διαπιστώσεις ισχύουν-ανήκει περισσότερο στην κοινωνιο- πολιτισμική και πολιτική ανάλυση και λιγότερο στη λογοτεχνική κριτική. Η τελευταία, σε ό,τι αφορά την Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, έχει να αντιμετωπίσει μιαν άλλη κατηγορία προβλημάτων. Το πρόσφατο βιβλίο της Άλκης Ζέη, ακριβώς γιατί ερεθίζει το ενδιαφέρον και τη συμπά-θεια του αναγνώστη, επαναφέρει με βροντώδη τρόπο το παμπάλαιο πρόβλημα των σχέσεων «ζωής» και «τέχνης» μέσα στο μυθιστόρημα-ένα πρόβλημα τόσο παλιό όσο και το είδος. Κι ακόμη, ένα πρόβλημα που ενώ δεν απουσιάζει από άλλα είδη έντεχνου λόγου ή άλλες μορφές τέχνης-με εξαίρεση τη μουσική- εμφανίζεται με περισσότερη συχνότητα και ιδιαίτερη οξύτητα σε σχέση με το μυθιστόρημα, ιδιαίτερα το ρεαλιστικό….». Και,
«Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα είναι μια μεγάλη λίμνη που αντανακλά ένα μεγάλο και ενδιαφέρον κομμάτι ζωής-για να χρησιμοποιήσω την περιβόητη παρομοίωση του Henry James. Γεγονότα καθοριστικά για τη μοίρα ενός λαού σε μιαν κατεξοχήν κρίσιμη περίοδο της ιστορίας του, ή, πιο συγκεκριμένα, για την πορεία ενός ευρύτατου επαναστατικού κινήματος που σφράγισε αυτή την εποχή, παρελαύνουν μέσα στις σελίδες της όχι με τη μορφή μιας απρόσωπης εξιστόρησης, αλλά μέσα από τα παθήματα και τις περιπέτειες των μυθιστορηματικών προσώπων. Η Άλκη Ζέη, είναι προφανές, δεν ακολουθεί ένα επινοημένο ή προκατασκευασμένο μυθιστορηματικό σχέδιο’ καθώς διαβάζει κανείς το βιβλίο της, έχει την αίσθηση πως ακολούθησε αντίστροφη πορεία: προσπαθεί να δαμάσει και να μορφοποιήσει ένα απέραντο βιωματικό υλικό….».
-Κώστας Τσαούσης
εφ. Έθνος 15/7/1987
Κανείς τους από αυτή τη γενιά δεν πρόλαβε…
      Ότι και να γραφεί για κείνα τα χρόνια και όπως να γραφεί θα ‘ναι λίγο, γιατί η περίοδος 1940-1974 είναι μια τεράστια  αλάνα όπου όλα τα «παιχνίδια» έχουνε παιχτεί, των ιδεολογιών, της πολιτικής και του πολέμου, κι ανάμεσά τους ο καθημερινός ανθρωπάκος που γίνεται ήρωας και κουρέλι…
    Αλλά αυτό το μυθιστόρημα-ιστορία-ρομάντσο-θρίλερ δεν μοιάζει με τα άλλα που έχουμε διαβάσει’ ο «μύθος» κυκλοφορεί μέσα στον αγώνα της Κατοχής, στην Απελευθέρωση, στο Δεκέμβρη του ’44, στον Εμφύλιο, στα εκτελεστικά αποσπάσματα των Ελλήνων για τους Έλληνες, στη δικτατορία του ’67, μα περισσότερο μιλάει για τους χτύπους της καρδιάς των απλών ανθρώπων που κανένας ποτέ δεν λογάριασε.
     Κομμάτια
    Γιατί η «αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», η προπολεμική Δάφνη, η Ελένη της Αντίστασης, αποτελεί εικόνα του πληγωμένου ανθρώπου κάθε εποχής, στον οποίον απαγορεύουν το δικαίωμα να ερωτεύεται, να ονειρεύεται, να μιλάει για τις ιδέες και τα αισθήματά του όπως διαφοροποιούνται από τον καιρό και την αλήθεια που συνεχώς αποκαλύπτεται –ο κομματικός καθοδηγητής Αχιλλέας που θαύμασε και αγάπησε η Δάφνη, ο καπετάνιος του  Εμφύλιου Αχιλλέας, ο φυγάδας στην Τασκένδη, ο πρώτος εραστής και σύζυγός της, αποτελεί την άλλη εικόνα, του αγνού ιδεολόγου, αλλά ξεροκέφαλου ανθρώπου κάθε εποχής.
     Κομματιασμένες οι υπάρξεις στην Αθήνα, στη Ρωσία, στη Ρώμη, στο Παρίσι και τα κομμάτια τους συνδέει η συγγραφέας έξυπνα, με κέντρο το γύρισμα μιας ταινίας στο Παρίσι: κομπάρσοι οι «ήρωες» της και παίζοντας το «ρόλο» της η Δάφνη- Ελένη, μέσα στο κουπέ ενός τρένου, καθώς θέλει το σενάριο, με συντροφιά παλιούς συντρόφους, αναθυμιέται άλλους ρόλους που έπαιξαν αυτή και οι συναγωνιστές της στις δεκαετίες ως και την 21η Απριλίου 1967 (τίτλος του έργου, «Το τρένο της φρίκης»).
     Μικρές αφηγήσεις-σταθμοί της μακριάς βιοτικής πορείας της γυναίκας που έτυχε να ανήκει σε μια γενιά από τα μέλη της οποίας κανείς δεν πρόλαβε ποτέ οποιαδήποτε από τις επιδιώξεις του να πραγματοποιήσει.
     Η αφήγηση είναι συναρπαστική, το βιβλίο δεν το αφήνεις από τα χέρια σου, γιατί η Άλκη Ζέη έχει καταφέρει, στο πρώτο της αυτό μυθιστόρημα έξω από την παιδική λογοτεχνία, στην οποία έχει αναδειχθεί, να «ανάβει» το ενδιαφέρον από σελίδα σε σελίδα και από επεισόδιο σε επεισόδιο, που είναι «καρέ» κινηματογραφικά κι όλα μαζί μια περιπέτεια που φέρνει αγωνία, πόνο για τα παθήματα των ανθρώπων της και συγκίνηση, πολλή συγκίνηση από τις συναντήσεις, τους αποχωρισμούς και τις απώλειες…
       Είναι και πολιτικό δοκίμιο αυτό το μυθιστόρημα: η ραχοκοκαλιά του είναι πολιτική και από την πολιτική «ταλαιπωρούνται» οι «ήρωές» του, από τη διατροφή και τις επαγγελματικές κλίσεις τους ως τον έρωτα’ κυρίως  όμως, αποτελεί πολιτικό δοκίμιο για τα κομματικά γεγονότα στην Τασκένδη, όπου δεινοπάθησαν και ο σοσιαλισμός και οι ανθρώπινες σχέσεις, δηλαδή η ανθρωπιά…
     Μόνο στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου υπάρχουν μερικές συμπτώσεις κάπως απίθανες (βιαζόταν η συγγραφέας να δώσει «λύσεις» στις παλιές σχέσεις και συναντήσεις;): η συνάντηση της Λάουρας και του Φράνκο με τη Δάφνη-Ελένη στην Ύδρα και η «ταυτότητα» της γκαρσονιέρας της δεκαετίας του ’40 με κείνης λίγο πριν από τον Απρίλη του ’67…(ατυχήματα στην τεχνική του μύθου…)
     (Τα άλλα βιβλία της Άλκης Ζέη, όλα παιδικής λογοτεχνίας, εκτός από τη συλλογή διηγημάτων «Αρβυλάκια και γόβες», «Το Καπλάνι της Βιτρίνας», «Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου», «Κοντά στις ράγες», «Ο Θείος Πλάτων», «Μια Κυριακή του Απρίλη», «Τα παπούτσια του Αννίβα». Όλα έχουν κάνει πολλές εκδόσεις, μέχρι 32η, και έχουν μεταφραστεί σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες και ακόμη στα εσθονικά και ιαπωνικά).
     Ας κλείσουμε με τον λόγο της βιβλιοκριτικού Μάρη Θεοδοσοπούλου, που μας άφησε πολύ πρόωρα:
«Η συγγραφέας αποτυπώνει τις αποχρώσεις ενός τρόπου σκέψης και συμπεριφοράς, που επέβαλε η κομμουνιστική ηθική. Χαρακτηριστική περίπτωση ο Αχιλλέας, που τοποθετεί υπεράνω όλων το Κόμμα, που διαβάζει μόνο μαρξιστικά βιβλία, που ποτέ δεν αστειεύεται και αποδεικνύεται πάντα υπεύθυνος: στην αντιστασιακή ομάδα της Κατοχής, στο βουνό, στη σχολή αξιωματικών της Τασκένδης, στο εργοστάσιο, στο κομματικό πόστο. Μέχρι το τέλος του μυθιστορήματος, θα παραμείνει πιστός στο Κόμμα, που τον στέλνει, το 1967, παράνομο στην Ελλάδα, να βρεί ένα σύνδεσμο σε συγκεκριμένη διεύθυνση, όπου και τον συλλαμβάνουν. Πρόκειται για τον κομμουνιστή, που στάθηκε κάποτε μύθος, για να καταλήξει, στις ημέρες μας, ένα περιγέλαστο είδος υπό εξαφάνιση.
      Το μυθιστόρημα, παρόλο που κινείται σε δύσκολους έως εφιαλτικούς καιρούς, εντέλει αποπνέει μια αύρα αισιοδοξίας. Στα ενδιάμεσα χρόνια, μέχρι σήμερα, η Άλκη Ζέη έγραψε ένα ακόμη βιβλίο για νέους, την «Μωβ ομπρέλα», κι αυτό γεμάτο νοσταλγία για εκείνο το τελευταίο καλοκαίρι πρίν από τον πόλεμο του 1940. Αυτό το τελευταίο μυθιστόρημα φαίνεται να διαφοροποιείται από τα παλαιότερα, καθώς ο κόσμος των παιδιών μοιάζει περισσότερο χαρούμενος και η συγγραφική έγνοια για ιδανικά και οράματα προβάλλει λιγότερο επιτακτική. Εμείς, ωστόσο, επιμείναμε στην «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», γιατί πιστεύουμε ότι ένα σημαντικό βιβλίο αρκεί για να εγγράψει ένα συγγραφέα στη νεοελληνική γραμματεία, έστω κι αν η Άλκη Ζέη έχει να παρουσιάσει διαπιστευτήρια αξιόλογου πεζογράφου’ τα διηγήματά της, αλλά και την δεινότητα που απαιτεί το εφηβικό ανάγνωσμα.».
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 17 Μαρτίου 2020
ΥΓ. Άραγε, αν εξαιρέσουμε τον ήχο των σειρήνων που άκουγαν οι γονείς μας την περίοδο της Κατοχής, τέτοιες συνθήκες απαγόρευσης και περιορισμού είχαν; 
Πάντως η Πόλη έχει μια λαλούσα σιωπή μαγευτική.  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου