Παρασκευή 6 Μαρτίου 2020

FEDERICO GARCIA LORCA


FEDERICO GARCIA LORCA
          ΘΡΗΝΟΣ
          [1948]
Σμικρός εν σμικροίς, μέγας εν μεγάλοις
έσσομαι’ τον δ’ αμφέποντ’ αιεί φρασίν
δαίμον’ ασκήσω κατ’ εμάν θεραπεύοντα μαχανάν
                   ΠΙΝΔΑΡΟΣ
          Ι
Γεράνια της αυγής θεριά της δύσης,
καλέ μου, στα βουνά μη μου τα κλείσεις

Τώρα, Ουρανέ μου, βρόντηξε κι οργίσου,
κλάψε κ’ Εσύ για τον μονογενή Σου

Άντε ωρέ Γκάρθια Λόρκα Φεντερίκο,
Στην Κόρντοβα για πάντα θα Σ’ αφήκω

Σαν λέαινα πού Σέ γέννησα, παιδί μου,
θά βρυχηθώ σαν λέαινα της ερήμου

Θά βρυχηθεί και η Γή Σου η ανταρτομάνα
πού Σ’ είχε στο κατώφλι της καμπάνα

Σ’ είχε στα πέλαα ακούρσευτη φρεγάδα,
φλάμπουρο ορθό-Σεβίλλια και Γρενάδα

Σ’ είχε και στής Βαλέντσιας το λιμάνι,
να το περνάν σύντροφοι Καστιλλιάνοι,

Ήλιον λεβέντη κ’ ήλιον καστροπάρτη,
πού κρέμονταν, σημαία, σ’ ένα κατάρτι.

Τώρα σαν φλάμπουρο έγειρε η Γρενάδα,
έσβησε ο ήλιος, βούλιαξε η φρεγάδα

Και πιά δεν θα τη δώ να καβατζάρει
μ’ έναν βοριά στην πλώρα της μπροστάρη

Τά νιάτα κ’ οι ομορφιές Σου τώρα πάνε,
σπανιόλε μου κι ασίκη και τσιγγάνε

Δεν είναι πιά να βγείς στο πέρα φρύδι,
μ’ εκείνο το σπαθί Σου ματοφρύδι,

Να βγείς και να ‘ναι τάχα, Ανδαλουσιάνε,
την ώρα που όλοι οι κάμποι θα ευωδάνε,

Μ’ ένα ασικλί γαρούφαλο στα χείλια
να πάς με τον Χερέντια στη Σεβίλλια.

Ταύρε μανέ, πού χίλιοι ταυρομάχοι
Σε γύμναζαν σε μέγα καταράχι,

Σ’ αυτή τη Γή δεν έμεινε από Σένα
μηδέ το πάτημά Σου στην αρένα

Μονάχα το τραγούδι Σου έχει μείνει,
φτερά κι απ’ τα φτερά του να μού δίνει,

Να γίνει όλου του τόπου ο θρήνος, όπου
αντροκαλιέται ο θάνατος του ανθρώπου.

Μονάχα το τραγούδι Σου! Την ώρα
πού μές στη νύχτα ατρόμητα σαν πλώρα

Μέσα απ’ τα Πυρηναία χυμάει. Και κάτου
στις τέντες μ’ αφρισμένα τα νερά του

Ο Γουαδαλκιβίρ βογγάει σαν ένα
θεριό που ‘χει τα σκέλια ανασκωμένα

Με κόκκινα τα στήθη ως τη μασχάλη,
να δέρνεται κανάλι το κανάλι,

Το σεντεφί τραγούδι Σου, πού το ‘χει
του Βόλγα φορτωθεί η πανάρχαια κόχη,

Το ‘χει και μιά κοπέλα της Μαδρίτης
κλωνί βασιλικού στη θύμησή της.

Μοιρολογήστε οι θάλασσες! Ρουμάνια
της Γής, κριαρωθείτε με τα Ουράνια!

Στεριές βογγάτε, τρίξτε μπουκαπόρτες,
βουνά μου αφήστε ολάνοιχτες τις πόρτες,

Σ’ όλα τα μπάρκα κλάψτε, Τυρολέζοι,
Κορσικανοί, Μαλτέζοι και Ουγγαρέζοι,

Να ‘ναι ν’ αντιχτυπιέται με τα δάση
κάτου σαν φυλλοκάρδι ακέρια η Πλάση,

Πού εχάσαμε του Αγώνα τον λυράρη
Το πέταγμα Του τώρα ποιός θα πάρει;

Ποιός θα σηκώσει ως τα άστρα το δοξάρι
στη μάχη να τ’ αστράψει ωσάν κοντάρι;
          ΙΙ
Των Λόρκα τα βουνά με τον βαρδάρη
μου ‘πεμψαν ένα κύκνον διωματάρη,

Έστειλαν κι όρνια ανήμερα ψηλά Του,
στην Κόρντοβα Τού γείραν τα φτερά Του

Ά, τί δαρμός μεγάλος και τί θρήνος!
Πίσω ο Ουρανός σκοτείνιασε κ’ εκείνος

Παίρνει και τραγουδεί στερνή φορά Του,
με του κορμιού το μέγα θέρισμά Του

Κ’ οι Σεβιλλιάνες κάτω από τα τόξα
των φοινικών Του ετοίμαζαν τη δόξα

Παλικαρά καλέ κι ομορφονιέ μου,
πού πέρασες βιγλάτορας του ανέμου,

Κονταροχτυπημένε μου, πού η Πούλια
Σε πήρε σε αξημέρωτα καπούλια,

Να ‘ταν η μέρα μαύρη, η νύχτα πίσσα,
πού Εσύ ψυχομαχούσες λιονταρίσια!

Σπανιόλε μου κι ασίκη και τσιγγάνε,
γιά Σένα όλα τα σήμαντρα βαράνε,

Της Γής Σου όλα τα σήμαντρα είναι σαν τά
κοράκια τ’ Ουρανού πού κρώζουν πάντα.

Ποιός έστειλε τα σύννεφα μεγάλα
στήν καυχησιάρα λύσσα τους καβάλα

Ποιός τα ‘στειλε για πάλεμα στη χώρα
με των καιρών τα ρέματα αργοπόρα;

Χύνονται νά, απ’ της Νύχτας τους πυλώνες
ν’ αλυσοδέσουν πίσω τους αιώνες

Χύνονται… Καί το πνεύμα της Εκάτης
θρηνεί για τ’ αλυσόδετα παιδιά της.

Θ’ ανέβω σ’ ένα μέγα μετερίζι,
πού όλη η Ισπανία να μου βιγλίζει,

Σαν λέαινα πού Σε βύζαξα, καλέ μου,
να βρυχηθώ σαν λέαινα του πολέμου

Παιδί μου Φεντερίκο, σήκω απάνω,
νά ‘ναι την ώρα τούτη πού Σε χάνω,

Πού χάνεται ένας κόσμος κι όλη η χτίση
γέρνει το μέτωπό Σου να φιλήσει,

Πού η μάχη έχει ασυμμάζωχτες τις χαίτες
και ξεκινάν του Χάροντα οι γολέττες,

Να ‘ναι η ψυχή στο βάθος της ζωής Σου
σάν διακαμός στο χείλος μιάς αβύσσου.

Με αντήλια μη γυρίσεις την παλάμη,
να ιδείς τ’ ανθρωπομάνι ωσάν ποτάμι,

Να Σ’ ακλουθούν χιλιάδες σταυροφόροι,
συντρόφοι της στεριάς και μπαλταδόροι

Για τελευταία φορά μπροστά μου αφήσου,
νά Σε χαρώ στην πρώτη άθληση Σου,

Σήκω και βάλε κόκκινα και στάσου
καβάλα στ’ αζευγάρωτα άλογά Σου,

Ζερβά το ντιμισκί, δεξιά το λάζο,
με φλογισμένο σύννεφο γαλάζιο,

Ριγμένο σταυρωτά στην τραχηλιά Σου,
νά Σού αρμενίζει η χλαίνη της γενιάς Σου.

Βάρα γιουρούσι! Η όψη Σου να γείρει,
σάν να περνάς του θρύλου το γεφύρι,

Κι απ’ τα βαριά άρματά Σου γύρω κάνε
πέλαγα και στεριές ν’ αντιλαλάνε.

-Σιέρρα Νεβάδα σκύψε στη Μορένα,
να ιδείς τα φλάμπουρά Του ανεμισμένα

Απ’ του Ντεσπεναπέρος τ’ άστρα απάνου
προβόδα Τον φυλή του Ανδαλουσιάνου!

Βάρα γιουρούσι μέγα! Πρώτος χύσου
στους σταύλους τ’ Ουρανού, με το σπαθί Σου

Λύσ’ τους αιώνες, πάλι να καλπάσουν,
μέ δρασκελιές πλατιές, γαμπρός σαν να ‘σουν,

Να σκύψουν να διαβείς στα ουράνια πλάτη,
άξιέ μου γιέ, μονάξιε μπροστολάτη.
      ΙΙΙ
Του κόσμου αυτού τη μοίρα ποιος ορίζει;
Πότε η καρένα του Ήλιου να τον σκίζει,

Πότε απ’ τα Πυρηναία φαράγγια κάτου
Νύχτα άγια, Νύχτα μάνα του Θανάτου,

Στού Γιβραλτάρ ολόρθη το μπουγάζι
κρέμεται η Νύχτα ακοίμητη κι ουρλιάζει

Κ’ η Βία κυρά κι αφέντρα τώρα γέρνει
στο άρμα πού η Ανταρσία πίσω της σέρνει

Με τους τροχούς τυφλούς… Τ’ αρπάγια ανοίγει
κι όλη η χώρα πνίγει μές στα ρίγη.

Μά αυτός ποιος είναι, αρχάγγελοι του Αυγούστου,
πού πάει δυό μπόγια απάνω απ’ τους φρουρούς Του;

Πλευρίστε τα βουνά! Μεριάσου η Πλάση
της Γής ο μέγας βάρδος να περάσει!

Χίλιοι τον πάν εμπρός, χίλιοι αντικρύ Του
καί ν’ αγναντεύει δέσμια τη φυλή Του

Εχτές ακόμα αγκάλιαζε τ’ αλέτρι
των ορφανών αγρών το ψυχομέτρι

Κ’ η κλεφτουριά στ’ απρόσιτα λημέρια
τη Νίκη ονειρευόταν μ’ άδεια χέρια

Τώρα μιά σπάθα κρέμεται κι ώ να τη,
πολύ κοντά μας έσκισε τα πλάτη

Την έχει ορθός και μέγας, με της βάρδιας
το δίκοχο στραβά του, ένας γκουάρντιας,

Χάρος κουρσάρος, πού όρμησε στα κάστρα
κ’ έχει σκεπάσει ο ίσκιος του όλα τ’ άστρα,

Λιγνός με το Φεγγάρι του δρεπάνι
να περπατεί ρουμάνι το ρουμάνι

Καί μ’ όλες κάτω αδίπλωτες τις μάχες
να μπαίνει στο λιμάνι του Πασάχες.

Μα Αυτός που σαν γαμπρός τώρα ανεβαίνει,
και τον προπέμπει ολάκερη η Οικουμένη,

Δεν είχε σαν τα μάτια η χώρα Του άλλα
κάτω απ’ τη γύφτισσα Άνοιξη μεγάλα,

Πιστάγκωνα κι ορθός στη βίγλα Του, όταν
τα στύλωνε στη μέρα πού θα ‘ρχοταν

Είχε κάτι προγόνους, πού όλη μέρα
φουρμάζανε στα κράκουρα του αγέρα,

Δοκάνευαν τ’ αγρίμια κ’ είχαν ταίρι
όλη τη Σιέρρα ως κάτω με τ’ Αλγέρι.

Μά Αυτός πού με ωσαννά τώρα ανεβαίνει,
παιδί τους και παιδί σου, ώ Οικουμένη,

Βουλήθηκε στής Κόρντοβας τα μέρη
να στήσει και του Χάροντα καρτέρι

Κι ώ ναι, δεν είναι μέγα να κατέβει
το πνεύμα τ’ Ουρανού μέσ’ απ’ τα ερέβη,

Στον ελαιώνα εμπρός του Παραδείσου
κ’ Εσύ να λές: «Πατέρα μου σπλαχνίσου!»

Να λές: «Ώ Γή μου, σου ‘μεινα μονάχος!»
και να ‘σαι ο μέγας Κίντ, ο καστρομάχος

Σαν τον Σαμψών μιάν ώρα πρίν πεθάνεις
κι αν δεν Σε δω τα θέμελα να πιάνεις,

Ν’ ανοίγουν οι Ουρανοί, προς τα Ιμαλάια
του Ατλαντικού να ορμήσουν τα μουράγια,

Στο χείλος της αβύσσου σαν θα φτάσει
μαζί Του ν’ αλαλάξει η μάνα Πλάση

Σαν τον Σαμψών αντάρτης κι αν δεν γίνεις
και σαν τον Διγενή της Ρωμιοσύνης

Όμως τέτοια φωνή παραδαρμένη
δεν θ’ ακουστεί ξανά να κατεβαίνει

Μες στους αιώνες… Κι όπως θα σαλπίσει:
-Παιδιά να ζήσει ο Θάνατος, να ζήσει!

(Ν’ ανατριχιάσει η γης να το βογγήσει:
-Να ζήσει ο δίκιος Θάνατος, να ζήσει!)

Ξάφνου να θεριστείς και να ‘ναι ακέρια
τριανταεφτά ψηλά Σου καλοκαίρια.
     IV
Είχε ανεβεί στ’ αλώνι του Θανάτου
με δυό ζυγιές βιολιά μες στην καρδιά Του

(Με δοξαριά λεπτή, νευρήν αντρίκια,
τη δίκια Λύρα ανάκρουγε, τη δίκια)

Είχε και τη ματιά Του ορθή να γνέφει,
ντάπια ψηλή πού χάνονταν στα νέφη

Μά ήρθε κακός καιρός κι άγρια δρολάπια,
πήρε φωτιά τ’ αλώνι, φως η ντάπια

Του Άδη γκρεμίστηκε άξαφνα κ’ η σκάλα,
παντού χαλάσματα άγια και μεγάλα

Και εκεί που ο Ιβηρικός ο κύκνος πρώτα,
στην πρύμη τ’ Ουρανού, μ’ αφρούς και φώτα,

Ζύγιασε τα φτερά Του, τώρα βγαίνει
μιά σκοτεινή βιολέττα πληγωμένη

Μιά σκοτεινή βιολέττα κ’ είναι απάνου
πολύ ζεστή στα στήθη ενός τσιγγάνου

Στα στήθη ενός λαού… Κι αυτού του τόπου,
πού όλη η χαρά πατήθηκε του ανθρώπου

Μια πορφυρή βιολέττα κρεμασμένη
στα στήθη σου, παντέρημη Οικουμένη.

Παντού χαλάσματα άγια πέρα ως πέρα
Κι ώ δαίμονα, σκοτείνιασε όλη η σφαίρα

Βλέπω μονάχα απάνω σε νεφέλη
κάτι η καινούργια μέρα ν’ αναγγέλλει

Σαν ήλιος μου γελά… Κι ορθρίζει εμπρός μου
φώς, καταρράχτες φώς η άβυσσός μου

Να την πετάει τα πέλαγα. Και στέκει
με τ’ Ουρανού το μέγα αστροπελέκι

Σαν μεγαλόχαρη Άνοιξη ψηλώνει,
στεριές, πατρίδες κ’ αίματα αδερφώνει

Ώ Λευτεριά μου, γείρε αστροντυμένη,
την ώρα αυτή που η χτίση Σε προσμένει

Πέρνα με το βαρύ παράστημά Σου
κ’ εδώ γιγαντοφτέρουγη κρεμάσου

Μές στα πολύαστρα χάη, δίχως άλλη
κορώνα να Σού σκέπει το κεφάλι,

Γίνε του κόσμου αυτού βαριά κολώνα
να τον βαστάς ολόρθον στον αιώνα!
               Γιάννης Δάλλας, 16-18 Ιουνίου 1946.

Από ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1948-1988 εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ 1990, σ. 11-23.
Σημειώσεις:
Πρώτη έκδοση FEDERICO GARCIA LORCA, (Ωδή), εκδόσεις Μαυρίδης 1948.
Ο ποιητής Γιάννης Δάλλας τυπώνει και την δεύτερη ποιητική του συλλογή «ΕΦΤΑ ΠΛΗΓΕΣ» δύο χρόνια αργότερα, 1950 πάλι από το τυπογραφείο και εκδόσεις του Αριστείδη Ν. Μαυρίδη, Θεμιστοκλέους 11 Αθήνα. Εκδότη και διευθυντή του ετήσιου τόμου «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ». Ενώ στον Έβδομο τόμο του περιοδικού, 1950, ο Γιάννης Δάλλας δημοσιεύει το διήγημα «Ο Τουρκόγυφτος» σελίδες 251-257. Σε σχέδια του Δ. Χυτήρη και σκίτσο Μάριου Νικολινάκου. Στις σελίδες του περιοδικού «Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ 1949», ο Πέτρος Μαρκάκης, γράφοντας για τις ποιητικές συλλογές που εκδόθηκαν το 1949, πάνω από 20, μεταξύ αυτών αναγνωρίζουμε και ποιητές και ποιήτριες που σχετίστηκαν με την πόλη μας τον Πειραιά. Νικηφόρος Βρεττάκος , «Ο Ταϋγετος και η σιωπή». Στέλιος Γεράνης, «Πορεία προς το φως». Νανά Χαρβαλιά, «Αρμονία». Αργύρης Κωστέας, «Πορεία Αγάπης». Δημήτρη Π. Παπαδίτσα, «Εντός παρενθέσεως». Αναφέρει σχετικά, μνημονεύοντας και το όνομα της πειραιώτισσας ποιήτριας και μεταφράστριας Όλγας Βότσης:
«Μπορεί τα πορίσματά μας για την ποίηση του 1949 νάναι αποκαρδιωτικά, δεν είναι όμως και απαισιόδοξα, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πώς ανάμεσα στον στείρο στίχο της παράδοσης μερικών νέων ποιητών και τις φωνασκίες από την άλλη μεριά των ελευθεροστιχιτών υπάρχουν και γνήσιες ποιητικές φωνές σαν του Τάσου Παππά του Γιάννη Δάλλα και την Όλγα Βότση. Κι’ αυτό είναι ασφαλώς μια παρήγορη διαπίστωση και μια ελπίδα για το μέλλον».
Στον χώρο της πεζογραφίας ο Μαρκάκης μνημονεύει το μυθιστόρημα «Τα στερνά του Μίχαλου» του Μ. Καραγάτση και του Γιώργου Πολιτάρχη, «Στον απέραντο κόσμο» («όπου με λιτά μέσα μας δίνεται το δράμα του κοινού ανθρώπου»). Για τον πειραιώτη δημοσιογράφο και διηγηματογράφο Χρήστο Λεβάντα γράφει:
«Το διήγημα που τόση ακμή γνώρισε στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, σήμερα έχει παρακμάσει και μόνο στα περιοδικά κρατάει ακόμα σταθερά τη θέση του. Έτσι κι’ εφέτος οι συλλογές διηγημάτων ήταν ελάχιστες, κι’ απ’ αυτές η πιο αξιόλογη ήταν του Χρ. Λεβάντα «Ταξίδι στο Άγνωστο» και σαν ηθογραφία του Κ. Τσαμάκου «Τσαούσ’ χασάν Αγάς».
Ενώ μιλώντας για τον δοκιμιακό λόγο και τις μελέτες που κυκλοφόρησαν, μνημονεύει δύο βιβλία πειραιωτών:
«Ο Ευάγγελος Παπανούτσος μας έδωσε την «Ηθική» του και μια αξιολογώτατη κριτική μελέτη «Παλαμάς, Καβάφης και Σικελιανός». Και Γιώργου Σταυρόπουλου, «Λάμπρος Πορφύρας». Νικηφόρος Βρεττάκος, «Δυό άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου».
      Στις σελίδες του τόμου διαβάζουμε τα ποιήματα «ΓΡΑΜΜΑ» του Νικηφόρου Βρεττάκου.19/6/1949 με ξυλογραφία της Βάσως Κατράκη, σ.35-36. Στις σελίδες 136-140, ο πειραιώτης πεζογράφος Κώστας Σούκας δημοσιεύει το διήγημα «Ο ΜΑΥΡΟΣ ΚΙ’ Ο ΑΣΠΡΟΣ», με σχέδια του Μιχάλη Νικολινάκου. Ενώ αμέσως μετά, ακολουθεί το ποίημα «ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ» της ποιήτριας, μεταφράστριας και συνεκδότριας του περιοδικού «Πειραϊκά Γράμματα», Ισιδώρας Καμαρινέας.
Ο τόμος είναι πλούσιος σε ύλη και με μεγάλη ποικιλία, όπως όλοι οι τόμοι της «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ» παρά του ότι, στα μεταγενέστερα χρόνια συναντάμε πάμπολλες αναδημοσιεύσεις στις σελίδες της.
Να σημειώσουμε ακόμα ότι ανάμεσα στα δημοσιεύματα, ξεχωρίζουμε την μελέτη «ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ», σ. 181-196, σε επιμέλεια και επιλογή του ποιητή Βασίλη Κ. Κούλη. Και, την μελέτη του Πέτρου Σ. Σπανδωνίδη «Η ΦΟΙΝΙΚΙΑ» του Κωστή Παλαμά, σ. 226-230. Που σχετικά πρόσφατα αναφερθήκαμε στην μικρή αυτή ιστοσελίδα.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 6 Μαρτίου 2020.
ΥΓ. «Βάζει ο έλλην πολιτικός και δημοσιογράφος την στολή του με την σκούφια την….» Τελικά για άλλη μία φορά, κατορθώσαμε να μετατρέψουμε μια ασύμμετρη απειλή από την γείτονα χώρα-το μεταναστευτικό-σε διαξιφισμούς και διαμάχες μεταξύ πολιτικών και δημοσιογράφων. Οι μεν εναντίον των δε. Ενώ, οι ταλαιπωρημένοι πρόσφυγες πληρώνουν το μάρμαρο των ευρωπαίων και των γειτόνων μας, όπως και οι έλληνες κάτοικοι των παραμεθόριων περιοχών και των νησιών. Το Αιγαίο, δεν ανήκει μόνο στα ψάρια του, αλλά και στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό του. Το ίδιο και η περιοχή της βορείου Ελλάδος. Εφαρμόζουμε μια Αθηνοκεντρική πολιτική, λες και η χώρα έχει τα σύνορα για τα οποία μίλησε ο Μακρυγιάννης πριν δύο αιώνες. Σκεφτόμαστε πως θα νιώθαμε ή τι σοκ θα ήταν για τους φορολογούμενους κατοίκους αυτής της χώρας αν έσπαγε το φράγμα και έμπαιναν μέσα οι εξαθλιωμένοι και ταλαιπωρημένοι αυτοί οικονομικοί μετανάστες από διάφορες ηπείρους; Όταν μάλιστα αυτό γίνεται με την εκβιαστική πολιτική της γείτονος χώρας; Ποιος θα έτρεφε αυτό τον μεγάλο όγκο νέων ανθρώπων, ποιος θα τους έντυνε, ποιος θα τους περιέθαλπε, ποιος θα τους φρόντιζε, θα τους έκανε συντροφιά, θα τους παρείχε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ποιος θα τους κάλυπτε τον ελεύθερο χρόνο τους; Ποιος θα τους δίδασκε την γλώσσα του ευρωπαϊκού κράτους που θέλουν να πάνε; Ποιος θα τους κάλυπτε τις οικονομικές ανάγκες, τις ερωτικές και τις άλλες. Οι άνθρωποι δεν είναι ψυχές εξαϋλωμένες, έχουν Σώμα που έχει τις δικές του ανάγκες. Οι άνθρωποι αυτοί, δηλαδή οι οικονομικοί μετανάστες, είναι ζωντανοί οργανισμοί με ανάγκες, δεν είναι τραπεζικά νούμερα καταθέσεων. Προέρχονται από ένα πολιτιστικό περιβάλλον, έχουν την πίστη τους, τις δοξασίες τους, τα ήθη και έθιμά τους. Δεν είναι ψυχές άυλες. Από την άλλη, οι έλληνες κάτοικοι των νησιών και των παραμεθόριων περιοχών, πόσο μπορούν να αντέξουν αυτό το διπλωματικό και στρατιωτικό παιχνίδι που παίζετε εις βάρος τους από τους ισχυρούς Ευρωπαίους που δεν παίρνουν άλλους οικονομικούς μετανάστες στις χώρες τους; Εδώ αρνούνται τα μικρά προσφυγόπουλα των πολέμων; Θυμάστε την απάντηση της γερμανίδας καγκελαρίου στον τούρκο πρόεδρο; «ότι στην ουσία, δεν θέλαμε να διασώσουμε την Ελλάδα, την βοηθήσαμε, γιατί θέλαμε να διασώσουμε τις ευρωπαϊκές τράπεζες, και όχι τους Έλληνες». Και αυτό δεν γίνεται ακόμα και σήμερα. Ποιος την πληρώνει; Οι πρόσφυγες, οι μετανάστες, οι έλληνες κάτοικοι των νησιών και του Έβρου ως πρώτης χώρας υποδοχής. Δεν καθοδηγούνται να πάνε ούτε από την Βουλγαρία ούτε από την πλευρά του Καυκάσου, δηλαδή από την ξηρά αντί να πνίγονται στην θάλασσα. Ποιος επιβαρύνεται, εμείς σαν έλληνες και οι ξένοι που κατοικούν και ζουν, εργάζονται στην χώρα. Παρακολούθησα την συνέντευξη του πρώην πρωθυπουργού κυρίου Αλέξη Τσίπρα. Σε πολλά είχε δίκιο, σε άλλα όχι. Πάντως όπως και νάχει, δεν είναι  νεανική ουτοπία τα ανοιχτά σύνορα, είναι κίνδυνος για την εθνική ακεραιότητα και ασφάλεια κάθε κράτους. Κάθε κυβέρνηση ακόμα και η πλέον σοσιαλιστική, εκλέγεται για να προστατεύσει τα σύνορα της κρατικής της επικράτειας όπως οφείλει. Οι βουλευτές και οι υπουργοί και οι άλλοι δημόσιοι παράγοντες, γιαυτό εκλέγονται και γιαυτό αμείβονται, με τα ποσά που αμείβονται. Είτε στο εδώ κοινοβούλιο είτε στο ευρωπαϊκό. Γιαυτό χρηματοδοτούνται οι κομματικοί ελληνικοί σχηματισμοί, για να υπερασπίζουν τους λαούς που εκπροσωπούν. Η παρούσα κυβέρνηση, έδειξε μια αποφασιστικότητα και πολύ ορθά, προστάτευσε τα όποια «συμφέροντα» των ντόπιων και των αλλοδαπών κατοίκων αυτής της πατρίδας που ζούνε, εργάζονται, κάνουν οικογένεια, φορολογούνται. Το πρόβλημα βρίσκεται στο ότι έπραξε ότι έπραξε με τυμπανοκρουσίες και μεταγενέστερες δημοσκοπικές επιβραβεύσεις. Αυτά είναι αστεία πράγματα, τα αυτονόητα δεν επιδέχονται πανηγυρισμούς και αδέξιες κοκορομαχίες. Το σίγουρο είναι, ότι κάτι άλλαξε στις κυβερνητικές προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης του κυρίου Κυριάκου Μητσοτάκη. Είθε μια ορθή και λελογισμένη ελληνική κοινή πολιτική, κομματική σύμπνοια να φέρει τα αναγκαία αποτελέσματα. Μια ποσόστωση του βάρους του μεταναστευτικού ίσως να βοηθούσε και τους έλληνες πολίτες του Έβρου και των νησιών που πλήττονται και τους μετανάστες, τους εισερχόμενους με αυτόν τον μη νόμιμο τρόπο ξένους. Που δεν κατανοούν ότι το πρόβλημα δεν είναι οι Έλληνες,-που βρίσκονται διάσπαρτοι στα περισσότερα μέρη της υφηλίου-αλλά οι ευρωπαίοι που διέλυσαν τις χώρες τους στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας. Οφείλουμε να τους ενημερώσουμε ότι οι ευρωπαίοι έκλεισαν τα σύνορα. Και δεν μπορούμε να ξαναζήσουμε ένα άλλο 2015-2016. Άλλοι λαοί είναι εκείνοι που νίπτουν τα χέρια τους και σφυρίζουν αδιάφορα. Σε βάρος όλων μας. Θα πρέπει να πειστούν οι Ευρωπαίοι, να επενδύουν στις χώρες που διέλυσαν, σε αυτές να πραγματοποιούν επενδύσεις ώστε οι άνθρωποι να μην εξαναγκάζονται να ξενιτευτούν με τις γνωστές συνέπειες. Χρειάζεται ψυχραιμία και σύνεση. Και δεν ήταν άστοχη η κίνηση γνωστού ραδιοφωνικού και εκδοτικού συγκροτήματος του Πειραιά, να πάει στα σύνορα με βοήθεια, έστω και σαν ηθική συμπαράσταση. Αφού βρε παιδιά, οι έλληνες πολιτικοί μας, στην βουλή και στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, μετά την οξύτητα του μεταναστευτικού και του κορονοϊού, πάλι το τραπεζικό σύστημα θα φροντίσουν. Τέλος, τι θα γιορτάσουμε το 2021, την επανένταξή μας σε μιας διαφορετικής μορφής και είδους Οθωμανική Αυτοκρατορία; Αν δεν ψελλίζουμε και μερικά όχι! Μπορεί να κάνω λάθος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου