Τρίτη 24 Μαρτίου 2020

Τρείς έλληνες ποιητές μεταγράφουν την Αποκάλυψη του ευαγγελιστή Ιωάννη


 Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ
     
     «Πνεύμα θείον υπερορά μικρολογίαν συγγραφικήν» του Συνέσιου του Επισκόπου Πτολεμαΐδας. Με την αποδοχή της ρήσης, την «βαθιά παρατήρηση» του Συνέσιου, μαθητή της φιλοσόφου και αστρολόγου Υπατίας, κλείνει το Προλόγισμά του ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης σελ. 19, στην ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ του της ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ του Ευαγγελιστή Ιωάννη.  Του τελευταίου, περισσότερο σκοτεινού, βίαιου, ακατανόητου, προφητικού και αινιγματικού βιβλίου από τα 27 που συναπαρτίζουν την ενιαία μορφή της Καινής Διαθήκης. Ένα ιερό κείμενο που άργησε να ενταχθεί στο ενιαίο corpus των βιβλίων της πίστης των λόγων που αποτελούν από την γέννησή τους-την συλλογή και συγγραφή τους-τον θεμέλιο λίθο της Χριστιανικής γραμματείας, δηλαδή, της Χριστιανικής πίστης. Των βιωμένων αληθειών και διδαχών των πρώτων μαθητών της χριστιανικής εκκλησίας. Των εμπειριών ζωής και γεύσεως πίστης των απλών ανθρώπων που πίστεψαν, αποδέχτηκαν και ακολούθησαν τον λόγο του Ιησού Χριστού ως σταυρωμένου και αναστημένου Θεού των ανθρώπων. Μπορεί μέσα στην διάρκεια του ανθρώπινου ιστορικού χρόνου οι ερμηνείες που δόθηκαν στα βιβλία της Καινής Διαθήκης, οι συμπληρωματικές εκδοχές της και ερμηνείες της από πρόσωπα- αγίους που συναπαρτίζουν το εκκλησιαστικό σώμα της χριστιανικής παράδοσης, ή οι παρερμηνείες ή παραναγνώσεις της να ήσαν εξίσου χιλιάδες όπου επεκράτησε και διαδόθηκε ο χριστιανικός και το θεολογικό χριστιανικό πιστεύω, η βάση όμως, ο θεμέλιος ακρογωνιαίος λίθος κάθε ερμηνείας τοπικής ή εποχικής εκδοχής της είναι η Καινή Διαθήκη, η Παλαιά, και οι διδαχές της όπως μας διασώθηκαν και διαμορφώθηκαν τα ιερά αυτά βιβλία από τους κανόνες και τις ιερές συνόδους μέσα στους αιώνες. Βιβλία παραδείγματα που διαμορφώνουν την προσωπικότητα και την μεταφυσική και της ζωής τους ταυτότητα των ζωντανών και κεκοιμημένων μελών-που υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρξουν- που αποδέχονται και ακολουθούν την Χριστιανική Θρησκεία και Εκκλησία, ως μόνη αληθινή και αποκεκαλυμμένη πίστη των ανθρώπων.
     Όσοι έχουν διαβάσει το ιερό αινιγματικό αυτό κείμενο-ένα κείμενο απόλυτα κόντρα-με το τέταρτο ευαγγέλιο που συνέγραψε ο ευαγγελιστής Ιωάννης, θα διαπιστώσει ότι δεν εξηγείται εύκολα. Πως μπορείς να βάλεις στην ίδια γραμμή αποδοχής και ερμηνείας της Πίστης το «Εν Αρχή ήν ο Λόγος», το ευαγγέλιο της Αγάπης που έγραψε ο ευαγγελιστής Ιωάννης, με τους τρομερούς και άγριους Αγγέλους της Αποκαλύψεως; Τον λόγο εκείνον που σε θέλει «Οίδα σου τα έργα, ότι ούτε ψυχρός εί ούτε ζεστός. Όφελον ψυχρός ής ή ζεστός». Πώς συμβιβάζεται ότι «Ο Θεός αγάπη εστί» με την ρητή επίκληση που σου δίνει το κείμενο συμβουλεύοντάς σε: «συμβουλεύω σοι αγοράσαι παρ’ εμού χρυσίον πεπυρωμένων εκ πυρός ίνα πλουτήσης, και ιμάτια λευκά ίνα περιβάλη και μη φανερωθή η αισχύνη της γυμνότητός σου, και κουλλούριον εγχρίσαι τους οφθαλμούς σου ίνα βλέπης.». «Εγώ όσους εάν φιλώ ελέγχω και παιδεύω’ ζήλευε ούν καί μετανόησον». Τι να μετανοήσει ένας καλόπιστος πιστός, τις ατυχίες και τα βάσανα της ζωής του; Τις αντιξοότητες του βίου και τις αρρώστιες του φθαρτού του σώματος; Την μετάθεση των αδιεξόδων και ευθυνών που προέρχονται από έναν παντοδύναμο δημιουργό του σύμπαντος κόσμου, στους ώμους και τα σώματα, τις ψυχές των κτιστών ανθρώπινων δημιουργημάτων του; Ερωτήματα υπαρξιακά και αντιφάσεις λογικής που δεν καλύπτονται από την όποια πίστη. Μάλλον μόνο η εμπιστοσύνη σε ένα Ον που επαναπαύει και παρηγορεί και αενάως παράγει ελπιδοφόρα μηνύματα μπορεί να παραμερίσει τα ανοιχτά και αναπάντητα αυτά ερωτήματα. Οι χριστιανοί ελπίζουν και έχουν εμπιστοσύνη στην παρουσία της γεύσης του Χριστού μέσα στην καθόλου ζωή τους. Αυτή η παρηγορητική εμπιστοσύνη είναι που τους κρατά ζωντανούς αναπαράγει δημιουργικά και ελπιδοφόρα την πίστη τους και την ελπιδοφορία τους σε μια νέα Ανάσταση στο όνομα του Υιού του Ανθρώπου. Οι υπόλοιποι εκτός πίστης ή εκκλησίας είναι που μένουν απαρηγόρητοι. Η διαφορά μεταξύ των ανθρώπων που πιστεύουν και σε αυτούς που δεν πιστεύουν, δηλαδή εμπιστεύονται το Πρόσωπο Εκείνου ή αδιαφορούν, δεν σημαίνει τίποτα για αυτούς, είναι ότι οι μεν έχουν ελπίδα ενώ οι δε μάλλον όχι. Τα βάσανα και οι κακουχίες είναι κοινές στο ανθρώπινο είδος. Το ανθρώπινο δίποδο ζώο στην διαχρονία του, πάντοτε μέσα στο ιστορικό διάβα του έπεφτε και σηκώνονταν γυμνό και μόνο. Τα πολιτισμικά πλαίσια των κοινωνιών που γεννήθηκαν και διατηρούν ακόμα και σήμερα τους συνεκτικούς ιστούς της κοινωνίας των ανθρώπων, των ειρηνικών συνευρέσεών τους και αλληλαποδοχής τους, που μέσα σε αυτά εντάσσουμε και το διαχρονικό και ανεξάντλητο φαινόμενο της ανθρώπινης προσωπικής ή συλλογικής θρησκευτικής πίστης, είναι που εξακολουθούν να τροφοδοτούν τις ανθρώπινες ελπίδες και παρηγορητικές επαναπαύσεις.
Άρα το ερώτημα παραμένει ανοιχτό και ακόμα επίκαιρο. Τι συμβολίζει ο λόγος της Αποκάλυψης; Ένας σουρεαλιστικός λόγος, με σύγχρονη ορολογία δανεισμένη από την λογοτεχνία, που μας γυρίζει πίσω στις πρωταρχικές μεσσιανικές και προφητικές πηγές της Παλαιάς Διαθήκης. Του Παλαιού Νόμου, σε σχέση με τον Νέο, αυτόν της Καινής. Τί μηνύματα μας εκπέμπει το παλαιό αυτό προφητικό κείμενο και πως μπορούμε να τα αποκωδικοποιήσουμε; Οι άνθρωποι των εφτά εκκλησιών της περιοχής της Μικράς Ασίας, άραγε κατανοούσαν τα εφτασφράγιστα μυστικά της; Τί συμβολίζουν τα θηρία της, ποιες εξουσίες πολιτικές και άλλες εκπροσωπούν; Πόσα καί ποια είναι τα ερανίσματά της από τους παλαιούς ιουδαίους προφήτες, γιατί όπως με την εξακολουθητική της ανάγνωση μπορούμε με δυσκολία έστω να διαπιστώσουμε, οι επιρροές της και τα δάνεια στοιχεία της προέρχονται από διαφορετικούς Προφήτες και τα λόγια τους. Συναντάμε κοινά ύφη, παρόμοιες τεχνικές στην γραφή των κειμένων τους. Τα ίδια Ουαί τρόμου και αγριότητας. Παρόμοιες προφητικές παραδοξολογίες. Εξαρτήσεις πίστεως και επιταγών της νέας πίστης. Επαναλήψεις και εμπλουτισμούς από παλαιότερα της Αποκαλύψεως ιερά Κείμενα. Κείμενα που διασώθηκαν στις συνειδήσεις των τότε ανθρώπων και τα οποία αλήθευαν μέσα σε ένα σύννεφο φόβου και επιστημονικής αγνωσίας των φυσικών δυνάμεων, των ζωών και του βίου τους. Διαβάζοντας το ιερό βιβλίο της Αποκάλυψης αναγνωρίζουμε αρκετά στρώματα παλαιότερων αναφορών, δοξασιών και άνωθεν επιταγών. Φωνών ένθεων που είχαν οι επονομαζόμενοι κατά καιρούς Προφήτες, όλων των θρησκειών και των δογμάτων. Ποιοι μεσσιανικοί κρίκοι συνδέουν το παράξενο κείμενο της Αποκάλυψης με προγενέστερά του Κείμενα, και αν ο νέος του ευαγγελιστή Ιωάννη λόγος προάγει και συνεχίζει αυτά. Υπάρχουν συσχετίσεις με κατοπινά της ιστορικά ή πολιτικά γεγονότα; Ο λόγος της Αποκαλύψεως έγινε αποδεκτός από τους απλούς ανθρώπους γιατί τον κατανοούσαν, μπορούσαν να ξεκλειδώσουν τα απόκρυφα μυστικά του ή γιατί δεν μπορούσαν να τον κατανοήσουν; Ήταν ένας λόγος ακαταλαβίστικος για το πλήθος άρα, γινόταν πιστευτός απριόρι και ντεφάκτο άνωθεν. Έχει κοινά σημεία με τους προφητικούς Σιβυλλικούς λόγους; Με την δισημία των λόγων των Πυθικών χρησμών; Υπάρχουν γέφυρες μηνυματικής επικοινωνίας του κειμένου της Αποκάλυψης με παλαιές θρησκευτικές και μεταφυσικές δοξασίες άλλων πολιτισμών και θρησκειών πέρα από την περιοχή της μεσογειακής λεκάνης; Μπορούμε να αποφανθούμε με ιστορική όχι εκκλησιαστική βεβαιότητα ότι είναι άλλος ο αγαπημένος μαθητής του Ιησού που έγραψε το τέταρτο ευαγγέλιο που διαφέρει από τα άλλα των συνοπτικών, και άλλος ο συγγραφέας που έγραψε το κείμενο στο σπήλαιο της Πάτμου; Ας θυμηθούμε το Ομηρικό ζήτημα και για το πόσοι είναι οι συγγραφείς των ελληνικών επών. Ποιοι οραματισμοί του Ιωάννη γίνονταν αποδεκτοί από το τότε ακροατήριό του; Υπάρχουν αυτοσχεδιασμοί στην συνολική σύνθεση και ροή του κειμένου ή είναι ένας αποσπασματικός λόγος που γνώριζε από την δική του εμπειρία ο συγγραφέας; Γιατί, εκτός από την γλώσσα του Κειμένου της Αποκαλύψεως, που δεν έχει ενιαία μορφή, αναγνωρίζουμε λέξεις ουσιαστικά και επίθετα που τα έχουμε συναντήσει και σε άλλα κείμενα, αναγνωρίζουμε και μια κάποια ελεγχόμενη και κατευθυνόμενη τυποποίηση στην έκφραση και στο ύφος του συγγραφέα. Μια μνημονική θα σημειώναμε επανάληψη παραπομπών κάτι που σημαίνει ότι, οι λόγοι αυτοί, και ότι σημασιολογικά προσδιορίζουν οι λέξεις αυτές, τα γλωσσικά αυτά σήματα της ελληνικής διαλέκτου που γνώριζε ο πεπαιδευμένος Ιωάννης, τα χρησιμοποιεί κατά κόρον δίνοντάς τους μια άλλη σημασιολογική διάσταση ή συμπληρωματική αντίστοιχη. Και αυτό φαίνεται από τις λεκτικές προτιμήσεις του Ευαγγελιστή αν τις παραλληλίσουμε ή τις συγκρίνουμε με αυτές του Ευαγγελίου της Αγάπης. Οι εικόνες της Αποκάλυψης είναι οπτικές. Το ρήμα Οράω Ορώ είναι στην ημερήσια συγγραφική του επιλογή και στις σχετικές του εγκλίσεις. Ο εκστασιακός τόνος της γραφής είναι συντεταγμένος και διοχετεύετε μέσα σε εικόνες φόβου, φρίκης, αγριότητας και υπενθυμητικής μας υπόμνησης, για το τι μας περιμένει και τι ακολουθεί. Υπάρχει διάχυτη μέσα στο κείμενο μια ρευστότητα της αγριότητας που όμως όπως φαίνεται στην προφητική της εκδοχή διαθέτει μια συνεκτικότητα στην σύνολη σύλληψή της. Τον συγγραφέα της Αποκάλυψης, δεν τον ενδιαφέρει να πετύχει μια υφολογική ή γλωσσική εκεχειρία όπως έχουμε στο Τέταρτο Ευαγγέλιο, ώστε να γίνει αποδεκτό το μήνυμά του από το μεγάλο πλήθος των εκκλησιών της Μικράς Ασίας. Ο συγγραφέας απευθύνεται σε συγκεκριμένα και γνωστά του πρόσωπα των κατά τόπους εκκλησιών που σίγουρα θα αναγνώριζαν και θα αποκωδικοποιούσαν τα μηνύματά του. Θα κατανοούσαν τους κλειστούς κώδικες που χρησιμοποιεί για να επικοινωνήσει μαζί τους. Πράγμα που επίσης σημαίνει, ότι το Κείμενο της Αποκάλυψης στην εποχή που γράφτηκε οι πολιτικές και κοινωνικές και θρησκευτικές συνθήκες δεν ήσαν ούτε δημοκρατικές ούτε και αυτοκρατορικά ελεύθερες. Το γλωσσικό μπέρδεμα και οι συντακτικές ασυνταξίες της Αποκάλυψης δεν μας υποδηλώνουν μόνο τα διάφορα υποστρώματά της ή τις δάνειες αποσπασματικές της προσλαμβάνουσες και άλλες κωδικοποιημένες της παραμέτρους, αλλά, ξεπερνιούνται, από την καθόλου προφητική της σύλληψη και μεσσιανική της δικαίωση. Το τελικό μήνυμα της Αποκάλυψης παρά τον σκοτεινό της Λαβύρινθο που πρέπει να περάσει ο πιστός του Θυσιασμένου και Σφαγμένου Αρνίου, είναι Ελπιδοφόρο, Αναστάσιμο. Παρά του ότι βλέπουμε πιστοί και άπιστοι, ότι ο καθόλου Οραματισμός του συγγραφέα διακατέχεται από μεγάλες δώσεις θανατολαγνείας. Λοιμοί, πόλεμοι, διωγμοί, μαρτύρια, φανερές και κρυφές σφαγές, θάνατοι φρικτοί, ένα διαρκές μαρτυρολόγιο των ανθρώπων της εποχής του, που όμως τελικά, δικαιώνονται σύμφωνα με τον τελικό λόγο του συγγραφέα. Και ίσως, να είναι αυτός μάλλον ο λόγος που παρότι άργησε να ενταχθεί στα επίσημα βιβλία της Εκκλησίας στο τέλος εντάχθηκε και αποτελεί επίσημο μέλος της χριστιανικής και εκκλησιαστικής γραμματείας και αποσπάσματά της, αναγιγνώσκονται από τον άμβωνα, μέχρι των ημερών μας. Οι οραματικές περιγραφικές σκοτεινές ιδιαιτερότητες του συγγραφέα, συγκλίνουν σε έναν τελικό μεταφυσικό σκοπό. Στην Ανάσταση του εκκλησιαστικού σώματος μέσα στους αιώνες και την αιωνιότητα του μέλλοντος χρόνου. Η τροφή του βιβλίου για την οποία μας μιλά είναι η πρώτη πρωτόλεια μετάληψη της Κοινωνίας του εσφαγμένου και αναστημένου Αρνίου.
Γράφει στην αρχή του Προλογίσματός του ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης θέλοντας να μας προετοιμάσει για την ειλικρίνεια της πρόθεσης της Μεταγραφής του και την σημασία και προτεραιότητα που δίνει ο ποιητής στην ελληνική γλώσσα, την ιστορία της και τους διαχρονικούς συμβολισμούς της. Και στο πως οφείλουμε να την χειριζόμαστε και να την διαχειριζόμαστε στην οργανική της αρμονική συνέχεια της ελληνικής γραμματείας.
«Τούτη η εργασία είναι ο καρπός μιάς στιγμής: της αυγής της Παρασκευής 16 Σεπτεμβρίου 1955. Την παραμονή, λίγο μετά τά μεσάνυχτα, εγενόμην εν τη νήσω τη καλουμένη Πάτμω. Καθώς έπαιρνε να χαράξει ήμουν πάνω στη Χώρα. Η θάλασσα, ακίνητη σαν το μέταλλο, έδενε τα τριγυρινά νησιά. Δεν ανάσαινε ούτε ένα φύλλο μέσα στο φως πού δυνάμωνε. Η γαλήνη ήταν ένα κέλυφος ολωσδιόλου αράγιστο. Έμεινα καρφωμένος από αυτή την επιβολή’ έπειτα ένιωσα πώς ψιθύριζα: «Έρχου και βλέπε…». Έτσι παρασύρθηκα πάλι σε αλλοτινές αισθήσεις πού μού είχαν δώσει το ελληνικό φώς’ σ’ εκείνο το φοβερό μαύρο που ένιωσα πολύ έντονα πίσω από το γαλάζιο, όταν τον Οχτώβρη του ’44 γύρισα στον τόπο μου. Ή το μίασμα του βιασμού, όταν τα όργανα του ολέθρου στον ουρανό της Κρήτης κουρέλιαζαν την άνοιξη των λεμονανθών.
Κι όλα έγιναν άβυσσος.
Οι Ευμενίδες παραμόνευαν πάλι πίσω από τον ήλιο όπως τις φαντάστηκε ο Ηράκλειτος. Μια μηχανή αυτοκαταστροφής ήταν εκεί, σε κίνηση, συντρίβοντας κάθε καλή θέληση και κάθε αφιέρωση.
    Την άλλη μέρα, όταν ξαναπήρα το καράβι, είχα κάνει το τάμα να δοκιμάσω μια μεταγραφή της Αποκάλυψης του Ιωάννη του Θεολόγου». Και συνεχίζει παρακάτω:
Δε γύρεψα ν’ αποσαφηνίσω την Αποκάλυψη, πράγμα που έκαμαν άνθρωποι εγκυρότεροι από εμένα’ με τη γνώση, τις ικανότητες και την προσήλωση που αξιώθηκα να έχω, θέλησα να μεταγράψω το παλαιό κείμενο στην σημερινή λαλιά μας. Δε ζήτησα να αναλύσω ή να διαλύσω την έκφρασή του. Απεναντίας ήμουν ευτυχής όταν μπορούσα να κρατήσω την τραχύτητά του, θα έλεγα, και το συνεπαρμό πού του δίνει η θεϊκή εμπνοή.
   Η Αποκάλυψη  δεν είναι κείμενο ενός καιρού και μιάς γενεάς ανθρώπων, αλλά όλων των καιρών και όλων των γενεών.
    Από την καθαρά τεχνική άποψη:
Προσπάθησα να μείνω όσο μπορούσα πιο κοντά στο παλαιό κείμενο κρατώντας, αν μού το συγχωρούσε η γλώσσα μας, τη δομή και τις λέξεις του πρωτοτύπου. Λέξεις κυρίως με έννοια πού έχει διατηρηθεί και από τη σημερινή μας χρήση.», σ. 12-13.                   
ΟΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ
Για τη μετάφραση της Αποκάλυψης του Ιωάννη, από τον Γιώργο Σεφέρη (Ίκαρος) και τον Οδυσσέα Ελύτη (Ύψιλον/ βιβλία)
Του ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΑΡΑΝΙΤΣΗ,
Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 1995
           Ακούω να γίνεται και να ξαναγίνεται λόγος αυτές τις μέρες για την Αποκάλυψη του Ιωάννη, και μοιραία, τούτος ο λόγος συμπαρασύρει γνώμες που η βασιμότητά τους είναι λιγότερο ή περισσότερο ορατή, σχετικά με τις μεταφράσεις του μυστικού αυτού έργου από δύο κορυφαίους νεοέλληνες ποιητές και το κατά πόσον, τελικά, ήταν ή όχι αναγκαίες. Οι αντιρρήσεις, πού κατά κόρον διατυπώθηκαν σε τηλεοπτικές κυρίως συζητήσεις, συνοψίζονται στο έωλο επιχείρημα περί του «βέβηλου» χαρακτήρα της απόπειρας όπως αντιλαμβάνεται κανείς, η καταγγελία αυτής της «ιεροσυλίας» δεν είναι η ίδια λιγότερο ιερόσυλη απέναντι στη νόμιμη ευτυχία της ανάπτυξης του ποιητικού λόγου.
      Πρέπει επίσης να επιμείνουμε στο γεγονός πως η υποτιθέμενη ιεροσυλία είναι  διπλή: γλωσσική και θεολογική. Απ’ τη μια, το μεταφραστικό εγχείρημα, και μάλιστα, από ανθρώπους που λόγω της φήμης τους μπορούν να επιβάλλουν το αποτέλεσμα ως έγκυρο, πόσο μάλλον γοητευτικό, κρίνεται σαν υπονόμευση της υγιούς προσπάθειας να επικρατήσει η αντίληψη για την ενιαία ελληνική γλώσσα, υπό την έννοια ότι η μεταφορά του κειμένου στη νέα ελληνική υπονοεί την προϋποτιθέμενη αδυναμία πρόσβασης των σύγχρονων ελλήνων στο πρωτότυπο: είναι, μ’ άλλα λόγια, σαν ο Σεφέρης και ο Ελύτης να πιστοποιούν την ιστορική απόσταση ανάμεσα στα δύο κείμενα.
     Η άλλη «ιεροσυλία» εντοπίζεται στο ημίφως της ανησυχίας για το ενδεχόμενο να προκληθούν, λόγω της ανεπάρκειας των ποιητών στη θεολογία, δογματικές ασάφειες και διαστρεβλώσεις-μια κριτική που αξιοποιεί το σχολαστικό ύφος της άποψης ότι το μυστικό κείμενο, ως αιώνιο και συμπαγές μαγικό σύμβολο, αποτελεί, καθαυτό, το δογματικό θεμέλιο της πίστης. Την ιδέα αυτής της κυριολεκτικής ιεροσυλίας φαίνεται να παρακάμπτουν πολύ διακριτικά και οι ίδιοι οι ποιητές, καθώς ο ένας εξ αυτών χαρακτηρίζει τη μεταφραστική του προσπάθεια «μεταγραφή», ενώ ο άλλος «μορφή τα ελληνικά». Η ταπεινή μου γνώμη είναι πώς πρόκειται, απλούστατα, για μεταφράσεις, και μάλιστα καθόλου κακές, η καθεμιά στη δική της κατεύθυνση. Οι αποκλίσεις που υιοθετήθηκαν απ’ τους μεταφραστές είναι πάντα λογοτεχνικού χαρακτήρα, απαραίτητες για ένα περισσότερο μουσικό αποτέλεσμα.
     Ασφαλώς, οι δύο κατευθύνσεις δεν είναι ανεξάρτητες απ’ τη λογοτεχνική ιδιοσυγκρασία του Σεφέρη και του Ελύτη. Η μετάφραση του πρώτου συνιστά την αποκρυστάλλωση ενός λόγου απλού, νηφάλιου, ευλύγιστου, χαμηλόφωνου, είναι το απόσταγμα της σεφερικής έκφρασης του ήπιου διανοητικού τόνου- μια γλώσσα που σκοπός της δεν είναι καθόλου αυτό που ο Ελύτης αποκαλεί πραγματικότητα, αλλά μόνον η απλή, κάπως μελαγχολική, επικοινωνία με τις ιδέες. Είναι μιά γλώσσα που ξετυλίγεται με σκοπό τη χρήση, όχι τόσο την ποιητική απόλαυση την ελισσόμενη μέσα από τομές του λόγου και λυρικές φωτοσκιάσεις. Κι ίσως ακόμη να υπήρξε όντως ένας άλλος σκοπός, αυτός που ερεθίζει ακριβώς τους κατήγορους της πρώτης απ’ τις δύο «ιεροσυλίες»: «Καταπιάστηκα με δύσκολο κείμενο’ ωστόσο τις δυσκολίες τις εξαγόραζε η χαρά καθώς παρατηρούσα πόσο κοντά μπορεί να είναι, ύστερα από δυο χιλιάδες χρόνια, με τα σημερινά μας ελληνικά, αυτός ο θεόσταλτος λόγος…».
     Η κατεύθυνση του Ελύτη είναι ακόμα πιο προσωπική: εδώ διακρίνουμε τις ρυθμικές και μελωδικές ιδιαιτερότητες του «Φωτόδεντρου», το ραψωδικό βηματισμό που αντηχεί στις «Έξι και μια τύψεις». Αφθονούν, στο ξετύλιγμα του κειμένου, οι μεταπτώσεις κι οι ελιγμοί του στίχου (βρισκόμαστε στον αντίποδα της εντύπωσης ότι πρόκειται για πεζό), ενώ οι λεκτικοί τύποι δημώδους απόχρωσης, που αφθονούν επίσης, δημιουργούν γύρω απ’ την κυματιστή αυτή φράση, μιαν ατμόσφαιρα παραμυθιού. Ο Ελύτης, πολύ πιο δραστικά απ’ ό,τι ο Σεφέρης, έδωσε με τη μετάφραση της Αποκάλυψης ένα έργο «δικό του».
      Η μελέτη της μορφής των δύο μεταφράσεων είναι διδακτική: φανερώνει κάτι απ’ το κίνητρο. Ο Σεφέρης, πέρα απ’ την ταξιδιωτική συγκυρία για την οποία μιλάει στον πρόλογο του έργου με το γνώριμο ημερολογιακό ύφος, θα πρέπει να ένιωσε, στην έλξη για το ιερό βιβλίο, μια γόνιμη νύξη της φιλοδοξίας του λόγιου, το λεπτολόγο πνεύμα της αγάπης για τη φιλολογική πλευρά των ελληνικών λογοτεχνικών πραγμάτων. Πιο σίγουρο όμως ήταν ότι αισθάνθηκε να τον διαπερνά το ρίγος μιας συγγένειας ανάμεσα στην οξύτητα της προφητείας και στο δικό του ποιητικό όραμα του χαμένου κέντρου που αφήνει στη θέση του συντρίμμια: «Έτσι παρασύρθηκα πάλι (μέσα στο φως της Πάτμου) σε αλλοτινές αισθήσεις που μου είχε δώσει το ελληνικό φως σ’ εκείνο το φοβερό μαύρο που ένιωσα πολύ έντονα πίσω από το γαλάζιο, όταν τον Οχτώβρη του ΄44 γύρισα στον τόπο μου. Ή το μίασμα του βιασμού, όταν τα όργανα του ολέθρου στον ουρανό της Κρήτης κουρέλιαζαν την άνοιξη των λεμονανθών…. Κι όλα έγιναν άβυσσος…»
     Ο Ελύτης βρίσκει, αντίθετα, στο φως αυτό τη λησμονημένη οικειότητα μ’ έναν κόσμο συμβόλων’ το φως είναι μαγεία, είναι περιοχή Αρχετύπων, ακόμη κι όταν εγκυμονεί την έκρηξη των προφητικών εικόνων μιας τόσο μεγαλειώδους καταστροφής. Η κατάφαση στην ιερότητα της Πάτμου είναι εδώ άλλου είδους, όχι φυσιολατρική ούτε ιστορική αλλά ποιητική ανάμεσα στους ποιητές, ο Ελύτης είναι ο σημαντικότερος στοχαστής της θέας του φυσικού κόσμου ως συμβόλου εσωτερικών καταστάσεων. Στο κείμενο του Ιωάννη θα πρέπει να βρήκε την οικειότητα με το μυστήριο του αριθμού επτά κι ενός φωτός συντριπτικού, σχεδόν μεταφυσικού και γεμάτου φοβερές αλήθειες και αναλογίες, των οποίων το κείμενο, το ποιητικό κείμενο, συνιστά τη νοητή αντανάκλαση του θαύματος. Μιλώντας περί Ελύτη, οφείλουμε να αντιλαμβανόμαστε την ποίηση σαν μια απόπειρα για το σπάσιμο του μυστικού κώδικα (το κείμενο είναι ανάλογο προς το κείμενο του Κόσμου, είναι σύμβολό του): ένας ποιητής κυριευμένος από τούτη την έμμονη ιδέα της κρυφής αντιστοιχίας του ποιήματος προς το Μυστικό, δεν μπορεί παρά να διαβάζει τις προφητείες του Ιωάννη μια απόδειξη ότι το επέκεινα είναι όντως εύγλωττο.
      Έχουμε λοιπόν δυο προσπάθειες ολότελα διαφορετικές κι αυτό είναι το θετικό, παρά τις αντιρρήσεις των αυστηρών: ό,τι ερμηνεύεται διαφορετικά εξακολουθεί να ζει ανερμήνευτο. (Τι να σημαίνει άραγε ο κατά Ιωάννην «θυμός του Θεού»; Το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης αποκαλύπτει, παραδόξως, τον Θεό της Παλαιάς).
ΕΥΓΕΝΙΟΣ   ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ
--
Ν. Γ.,
περιοδικό Αντί τεύχος 15/ 22-3-1975, σ. 42-44
Μια άλλη
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ
όπως τη θέλει ο Ηλίας Πετρόπουλος
και δίπλα της η μεταγραφή Σεφέρη

     Το πρόβλημα της μετάφρασης ενός αρχαίου κειμένου είναι στενά δεμένο με εκείνο του βαθμού και του τρόπου αντοχής- ή μεταβολής- της γλώσσας μέσα στο χρόνο. Πρόβλημα μεγάλο, πού ούτε διανοούμαστε να το αγγίξουμε με το σημείωμα αυτό.
     Είναι όμως γεγονός πώς και οι μεταφράσεις της κάθε εποχής απεικονίζουν, σ’ αυτό ή το άλλο μέτρο, τη «φυσιογνωμία» της εποχής της ίδιας. Σαν την περίπτωση των εικόνων των βυζαντινών πού κάπου μιά γραμμή περίσσια η ένα ύφος λίγο αλλιώτικο προδίδει τη «διάθεση» του τεχνίτη- κάποιον πόνο, κάποια αγωνία, κάποιον έρωτα κρυφό, μιάν ελπίδα εγκλωβισμένη.
     Οι διαφορές και οι «παραβάσεις» που ξεχωρίζουν τις μεταφράσεις της μιάς εποχής από εκείνες της άλλης υποδηλώνουν, κατά κανόνα, και τη στάση της κάθε εποχής απέναντι στην κληρονομιά του παρελθόντος, πάντα σε συνάρτηση με το σήμερα και το αύριο. Πρόκειται πάντοτε για μιάν ιδιότυπη συνομιλία, ανάμεσα σ’ ένα νεκρό και ένα ζωντανό. Ο ζωντανός με τη δική του ανάσα, με τις δικές του, ζωντανές, λέξεις, του δίνει μορφή και «πρόσωπο». Υπάρχει όμως και μιά κατηγορία κειμένων κλειστών, απροσπέλαστων σε «συνομιλίες» τέτοιου είδους. Ή, μάλλον, είναι δυνατή η συνομιλία με αυτά, αλλά μόνο από μέρους ορισμένων προσώπων-προσώπων στα οποία κάποια επώνυμη εξουσία έχει αναγνωρίσει ένα αποκλειστικό δικαίωμα.
     Εννοούμε εδώ τα εκκλησιαστικά κείμενα. Τα κείμενα πού, στην εποχή τους, λειτούργησαν σ’ ένα συγκριμένο ιστορικό- κοινωνικό πλαίσιο, πού η σημασία τους ήτανε σε αμεσώτερη σχέση με την πρόθεση του συγγραφέα τους και πού, με το κύλισμα του χρόνου, η εξέλιξη και αλλαγή της γλώσσας τα κάνει, αναπόφευκτα, να έρχονται σ’ επαφή με μας έχοντας άλλες διαστάσεις και άλλα περιεχόμενα. Και, ακόμα πιό κακό, όταν τα κλειδιά για την ερμηνεία των συμβόλων που περιέχουν είναι, ανέκκλητο μάλλον, χαμένα. Έτσι, αν δεχθούμε πώς το Άσμα Ασμάτων είναι π.χ., τραγούδι ερωτικό, κάτι πού οι ενδείξεις μας ούτε το αρνούνται ούτε το δέχονται απόλυτα, η γλώσσα πού θα το φέρει σήμερα καλύτερα και ασφαλέστερα κοντά μας θα είναι η σύγχρονη, κοινή ή εκλεπτυσμένη, ερωτική διάλεκτος και όχι το οποιοδήποτε άλλο γλωσσικό ιδίωμα που θέλει να αγνοεί τα σύμβολα και το πρόβλημα.
     «Ο Θεός ήθελε από την αρχή πάντοτε να αναγιγνόσκουνται τα λόγια του εις απλήν γλώσσαν» (Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις). Με αυτή βασικά την «ιδεολογική κάλυψη» έγιναν όλες οι μεταφράσεις της Καινής Διαθήκης: του Μαξίμου του Καλλιπολίτου, του Νεόφυτου Βάμβα, της Ιουλίας Σουμάκη, του Αλέξανδρου Πάλλη. Έγιναν οι μεταφράσεις. Όμως, στην περίπτωση των κειμένων εκείνων που χαρακτηριστικό τους είναι το πλήθος των συμβόλων, τα πράγματα μπερδεύονται. Και μπερδεύονται ακόμα πιο πολύ όταν τα κλειδιά των συμβόλων έχουνε χαθεί, όταν η σίγουρη σημασιολόγησή τους είναι οριστικά αδύνατη. Βρισκόμαστε μπροστά σε παραφράσεις δύο ειδών: α) Στην παράφραση πού δημιουργείται από την απόδοση του συμβολικού ιερού κειμένου και των συμβόλων του με λέξεις που αντιστοιχούν τέλεια σε εκείνες του πρωτοτύπου. Δηλ. το αρχαίο κείμενο αλλοιώνεται DE FACTO, αφού μεταφέρεται στην εποχή μας χωρίς να φωτίζονται και, σε συνέχεια, να αποδίδονται με βάση το φώτισμα αυτό τα βασικά του στοιχεία, τα σύμβολά του, β) στην παράφραση που δημιουργείται μετά από τη σκόπιμη και ελεύθερη σημασιολόγηση των χωρίς κλειδιά συμβόλων, σημασιολόγηση πού, αναγκαστικά, γίνεται με τα δεδομένα του σήμερα, σαν να γραφόταν τα σύμβολα αυτά σήμερα. Ίσως, για την περίπτωση των ιερών συμβολικών κειμένων, να μην υπάρχει και άλλος τρόπος επιβίωσής τους μέσα στο χρόνο. Είναι γνωστό, και οι περισσότεροι από μας έχουνε τέτοιες μνήμες, με πόση συγκίνηση ακούγεται σήμερα στην αγιορείτικη μονή του Ξηροποτάμου, από ένα Γέροντα, η ερμηνεία κάποιας παράστασης εμπνευσμένης από την Αποκάλυψη: το πράσινο θηρίο είναι το δολλάριο, η Αμερική, ενώ το κόκκινο συμβολίζει, κατά τον Γέροντα πάντα, τη Μόσχα. Πίσω, στο βάθος, μιά γυναικεία μορφή, η Παναγία, περιμένει να ιδεί την κατάληξη της θηριομαχίας, για να πάρει σειρά η βασιλεία του Θεού πάνω στα ερείπια του πεθαμένου πιά αμαρτωλού κόσμου.
      Μιά παράφραση του δεύτερου είδους πραγματοποίησε στην Αποκάλυψη του Ιωάννη ο Ηλίας Πετρόπουλος. Τόλμημα, αλλά και επικίνδυνο αφού όλα τα ελληνικά συντάγματα απαγορεύουν απόλυτα κάτι τέτοιο χωρίς την άδεια της Ιεράς Συνόδου. Αλλά, άς αφήσουμε εδώ τον ίδιο τον Ηλία Πετρόπουλο να μας εξηγήσει την απόφασή του αυτή, μεταφέροντας μερικά αποσπάσματα από την εισαγωγή του, πού τώρα βρίσκεται στο τυπογραφείο:
      «Ανέκαθεν η Αποκάλυψη του Ιωάννη μού έκανε μεγάλην εντύπωση. Την εδιάβασα πλειστάκις. Ακόμα δεν έχω καταλάβει τι διάβολο ζητάει αυτό κείμενο με την Καινή Διαθήκη. Και πάντα η διαίσθηση μου επιμένει πώς η Αποκάλυψη είναι κάποιο σουρρεαλιστικό παραμύθι. Πρόκειται για μιάν εντελώς υποκειμενικήν άποψη. Τα εξ αντικειμένου δεδομένα έχουν κάποιαν αρρενωπή σκληράδα. Εδώ τοποθετώ την ουσία των περιγραφομένων στην Αποκάλυψη και την ιδιάζουσα γλώσσα της Αποκαλύψεως όπου, ίσως, βρίσκεται η ουσία της ουσίας».
     «…Ξέρω ελάχιστα νεοελληνικά’ δεν πουλάω μετριοφροσύνη και δύναμαι να σκαρώσω και να ψιλοδουλέψω μιά μετάφραση της Αποκαλύψεως εφάμιλλη με τη μεταγραφή του Σεφέρη. Αλλά η πλατφόρμα μου βασίζεται σε αλλιώτικη στρατηγική: απομύζηση των κλασικών κειμένων εν ονόματι του σήμερα’ αδιάλειπτη προώθηση της γλώσσας’ προσέλκυση του ενδιαφέροντος των νέων προς τα παλιά γραφτά’ ξεσκούριασμα αυτών των γραφτών ώστε να λειτουργούν τώρα.  Ανοιχτή πρόκληση κατά των αντιδραστικών».
      «… Ο όποιος Σεφέρης δεν είναι φετίχ. Εδούλεψα μιά παράφραση της Αποκαλύψεως, γκρίζα και τενεκεδένια, για να διευκολύνω το νέο αναγνώστη. Κάθε μετάφραση της Αποκαλύψεως θα αναδεικνύει μόνο ένα μέρος της ομορφιάς της. Το βεληνεκές των μεγάλων βιβλίων είναι ένα. Η ελληνορθόδοξη εκκλησία φρονεί ότι η Αγία Γραφή της ανήκει δικαιωματικά. Η αξία χρήσεως κάθε επιμελημένης μεταφράσεως θρησκευτικού κειμένου ίσως είναι ευθέως ανάλογη με το βαθμό της αμφισβητήσεως του δικαιώματος της εκκλησίας να ερμηνεύει τάς γραφάς κατά το δοκούν. Στην ψωροκώσταινα το δικαίωμα αυτό της εκκλησίας κατοχυρώθηκε συνταγματικώς. Τόσο το χειρότερο για την εκκλησία».
      Αυτά από πλευράς Ηλία Πετρόπουλου. Παρακάτω δημοσιεύουμε τρία κείμενα. Το ένα είναι απόσπασμα απ’ το πρωτότυπο της Αποκαλύψεως. Το άλλο, η «μεταγραφή» πού έκανε σ’ αυτό ο Γιώργος Σεφέρης. Και το τρίτο είναι η αντίστοιχη παράφραση του Ηλία Πετρόπουλου. Χωρίς φόβο και  πάθος παρουσιάζουμε τη δουλειά αυτή. Η επιλογή μας έγινε με προσοχή γιατί υπάρχει απέναντι, απειλητικός, ο νόμος. Ταυτόχρονα, όμως, θέλουμε να πιστεύουμε πώς η εποχή των «Ευαγγελικών» είναι ήδη αρκετά μακρινή, πώς ο θρησκευτικός φανατισμός έχει ωχριάσει κάτω απ’ το βάρος τόσων σύγχρονων οδυνηρών εμπειριών. Πέρα από αυτό, νομίζουμε πώς στο νέο Σύνταγμα θα πρέπει η διάταξη που αφορά το θέμα των μεταφράσεων και παραφράσεων να γίνει ελαστικότερη-δηλαδή να υλοποιείται εδώ η ουσία της θρησκευτικής ελευθερίας. Και θυμόμαστε πάντα, όπως και ο Σεφέρης, πώς: «Και εάν η σάλπιγγα δώση φωνήν οπού δεν σημαίνει τίποτε, τίς θέλει ετοιμασθή είς πόλεμον; Έτσι και σείς εάν δεν δώσετε λόγον ευκολοσήμαντον διά μέσου της γλώσσης πώς θέλει γνωρισθή εκείνο πού λαλείτε; Θέλετε λαλεί εις τον αέρα». (Παύλος).
      Τα κείμενα συνοδεύονται από σχέδια του Αλέξη Ακριθάκη. Τα σχέδια αυτά περιλαμβάνονται και στο υπό έκδοση βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου και συνδυάζονται αρμονικά με το όλο πνεύμα και τον προσανατολισμό της παράφρασης.
Πρωτότυπο
Ε΄
Και είδον επί την δεξιάν του καθημένου επί του θρόνου βιβλίον γεγραμμένον έσωθεν και όπισθεν, κατεσφραγισμένον σφραγίσιν επτά.
Και είδον άγγελον ισχυρόν κηρύσσοντα εν φωνή μεγάλη’ Τις άξιος ανοίξαι το βιβλίον και λύσαι τάς σφραγίδας αυτού;
3
Και ουδείς εδύνατο εν τω ουρανώ ουδέ επί της γής ουδέ υποκάτω της γής ανοίξαι το βιβλίον ούτε βλέπειν αυτό.
4
Και έκλαιον πολύ, ότι ουδείς άξιος ευρέθη ανοίξαι το βιβλίον ούτε βλέπειν αυτό.
5
Και είς εκ των πρεσβυτέρων λέγει μοι’ Μη κλαίε’ ιδού ενίκησεν ο Λέων ο εκ της φυλής Ιούδα, η Ρίζα Δαυείδ, ανοίξαι το βιβλίον και τάς επτά σφραγίδας αυτού.
6
Και είδον εν μέσω του θρόνου και των τεσσάρων ζώων και εν μέσω των πρεσβυτέρων Αρνίον εστηκός ως εσφαγμένον, έχον κέρατα επτά και οφθαλμούς επτά, οί εισίν τα επτά Πνεύματα του Θεού απεσταλμένοι είς πάσαν την γήν.
7
Και ήλθεν και είληψεν εκ της δεξιάς του καθημένου επί του θρόνου.
8
Και ότι έλαβεν το βιβλίον, τα τέσσερα ζώα και οι είκοσι τέσσαρες πρεσβύτεροι έπεσαν ενώπιον του Αρνίου, έχοντες έκαστος κιθάραν και φιάλας χρυσάς γεμούσας θυμιαμάτων, αί εισίν αί προσευχαί των αγίων.
9
Και άδουσιν ωδήν καινήν λέγοντες’ Άξιος εί λαβείν το βιβλίον και ανοίξαι τάς σφραγίδας αυτού, ότι εσφάγης και ηγόρασας τώ Θεώ ημάς εν τώ αίματί σου εκ πάσης φυλής και γλώσσης και λαού και έθνους.
10
καί εποίησας αυτούς τώ Θεώ ημών βασιλείαν και ιερείς, και βασιλεύουσιν επί της γής.
11
Καί είδον, και ήκουσα ως φωνήν αγγέλων πολλών κύκλω του θρόνου και των ζώων και των πρεσβυτέρων, και ήν ο αριθμός αυτών μυριάδες μυριάδων και χιλιάδες χιλιάδων,
12
λέγοντες φωνή μεγάλη’ Άξιός εστίν το Αρνίον το εσφαγμένον λαβείν την δύναμιν και πλούτον και σοφίαν και ισχύν και τιμήν και δόξαν και ευλογίαν.
13
Και πάν κτίσμα ό έν τώ ουρανώ και επί της γής και υποκάτω της γής και επί της θαλάσσης εστίν, και τά εν αυτοίς πάντα, ήκουσα λέγοντας. Τώ καθημένω επί τώ θρόνω και τώ Αρνίω η ευλογία και η τιμή και η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων.
14
Καί τά τέσσερα ζώα έλεγον. Αμήν, καί οι πρεσβύτεροι έπεσαν καί προσεκύνησαν.
ΣΤ΄
Καί είδον ότι ήνοιξεν το Αρνίον μίαν εκ των επτά σφραγίδων, και ήκουσα ενός έκ των τεσσάρων ζώων λέγοντος, ως φωνή βροντής Έρχου.
2
Καί είδον, καί ιδού ίππος λευκός, καί ο καθήμενος επ’ αυτόν έχων τόξον, και εδόθη αυτώ στέφανος, και εξήλθεν νικών καί ίνα νικήση.
Σεφέρης
Καί είδα στο δεξί χέρι εκείνου πού κάθουνταν στο θρόνο βιβλίο γραμμένο μέσα και πίσω, διπλοσφραγισμένο με σφραγίδες εφτά.
--
Καί είδα έναν άγγελο δυνατό που διαλαλούσε με φωνή μεγάλη: «Ποιος είναι άξιος ν’ ανοίξει το βιβλίο καί να λύσει τις σφραγίδες του;»
--
Καί κανείς δεν μπορούσε, μήτε στον ουρανό μήτε στη γή μήτε κάτω από τη γής, ν’ ανοίξει το βιβλίο κι’ ούτε να το κοιτάξει.
--
Κι’ έκλαιγα πολύ, γιατί κανείς δε βρέθηκε άξιος ν’ ανοίξει καί να  διαβάσει το βιβλίο, κι’ ούτε να το κοιτάξει.
--
Κι’ ένας από τους πρεσβύτερους μου λέει: «Μήν κλαίς, νά, νίκησε το λεοντάρι πού βαστά από τη φυλή του Ιούδα, η ρίζα του Δαβίδ, ν’ ανοίξει το βιβλίο καί τις εφτά σφραγίδες του».
--
Καί είδα, στη μέση από το θρόνο κι’ από τά τέσσερα ζώα καί στη μέση από τούς πρεσβύτερους. Αρνί πού στέκουνταν ωσάν σφαγμένο καί είχε κέρατα εφτά καί μάτια εφτά, πού είναι τά εφτά Πνεύματα του Θεού τά σταλμένα σ’ όλη τη γής.
--
Καί ήρθε καί πήρε το βιβλίο από το δεξί χέρι εκείνου πού κάθουνταν στο θρόνο.
--
Κί’ όταν επήρε το βιβλίο, τα τέσσερα ζώα καί οι εικοσιτέσσερις πρεσβύτεροι έπεσαν μπροστά στο Αρνί, και κρατούσε ο καθένας κιθάρες καί τάσια χρυσά γεμάτα θυμιάματα, πού είναι οι προσευχές  των αγίων.
--
    Και ψέλνουν μιά νέα ωδή λέγοντας: «Άξιος είσαι νά πάρεις το βιβλίο καί ν’ ανοίξεις τίς σφραγίδες του, γιατί σφάχτηκες και εξαγόρασες με το αίμα σου, γιά χάρη του Θεού, ανθρώπους από κάθε φυλή και γλώσσα καί λαό καί έθνος.
--
»καί τους έκαμες βασιλιάδες και ιερείς, γιά το Θεό μας, καί θα βασιλέψουνε επί-γής».
--
Καί είδα, καί άκουσα φωνή από αγγέλους πολλούς γύρω στο θρόνο καί στα ζώα καί στους πρεσβύτερους, κι’ είταν μυριάδες καί είταν μυριάδες καί μυριάδες, χιλιάδες και χιλιάδες ο αριθμός τους.
--
κι’ έλεγαν με φωνή μεγάλη: «Είναι άξιος το Αρνί το σφραγισμένο να λάβει τη δύναμη καί τον πλούτο καί τη σοφία καί την εξουσία καί την τιμή καί τη δόξα καί την ευλογία».
--
    Καί κάθε πλάσμα πού είναι στον ουρανό καί στη γή καί κάτω από τη γή καί στη θάλασσα, πού είναι μέσα σ’ όλα αυτά, τ’ άκουσα να λένε: «Σ’ εκείνον πού κάθεται στο θρόνο καί στο Αρνί ευλογία καί τιμή καί δόξα κι’ εξουσία στους αιώνες των αιώνων».
--
     Καί τα τέσσερα ζώα έλεγαν: «Αμήν», καί οι πρεσβύτεροι έπεσαν καί προσκύνησαν.
--
     Καί είδα: όταν άνοιξε το Αρνί τη μιά από τις εφτά σφραγίδες, άκουσα ένα από τα τέσσερα ζώα να λέει ωσάν φωνή βροντής: «Έλα».
--
   Καί είδα, καί ιδού άλογο άσπρο’ κι’ ο καβαλάρης βαστούσε δοξάρι’ καί του δόθηκε στεφάνι καί πήγαινε νικητής καί για να νικήσει.
Πετρόπουλος
5.Ιδού το Σφραγισμένο Βιβλίο.
     Καί στον Θρόνο, απ’ το δεξί χέρι του Καθισμένου, είδα ένα Βιβλίο, όλο Γράμματα μέσα καί πίσω, με Εφτά Σφραγίδες σφραγισμένο. Καί είδα έναν σωματερό Ντελάλη να φωνάζει με φωνή μεγάλη: Ποιός είναι Άξιος να ανοίξει το Βιβλίο καί να σπάσει τις Σφραγίδες;
--
   Και κανείς, ούτε στον Ουρανό ούτε στη Γη ούτε Κάτω από τη Γη, δέν εκόταγε να ανοίξει το Βιβλίο, είτε να το ιδεί. Κι εμένα με πήρανε τα κλάματα, γιατί κανείς δέν εβρέθηκε Άξιος ν’ ανοίξει το Βιβλίο καί να το διαβάσει.
--
    Κι ένας Στρατηγός τότε μού λέει: Μήν κλαίς’ να! ενίκησε το Λιοντάρι, το Τέκνο της Βίας, πού θ’ ανοίξει το Βιβλίο καί τις Εφτά Σφραγίδες.
--
Κι ανάμεσα στον Θρόνο καί στα Τέσσερα Ζώα, κι ανάμεσα στους Στρατηγούς, είδα τον Αθώο να στέκει σαν σφαγμένος. Είχε Εφτά Κέρατα καί Μάτια Εφτά-όσα είναι τα Εφτά Πνεύματα πού ξαπόστειλε στον Κόσμο ο Αθέατος Πατέρας. Καί ήρθε καί πήρε το Βιβλίο απ’ το δεξί χέρι του Καθισμένου στον Θρόνο. Καί μόλις πήρε το Βιβλίο τα Τέσσερα Ζώα καί οι Εικοσιτέσσερεις Στρατηγοί έπεσαν μπροστά στον Αθώο, μαζί με τά Σπαθιά τους πού αυτά είναι η Δύναμή τους, κι ετραγούδησαν Καινούργια Εμβατήρια όπου τα λόγια έλεγαν. Άξιος είσαι να πάρεις το Βιβλίο και να σπάσεις τις Σφραγίδες του, γιατί εσφάχτηκες καί γιατί εξαγόρασες τις Ιδέες μας με το Αίμα σου,  κι αυτουνούς τους έκανες Βασιλιάδες καί Πρίγκιπες καί Βασιλεύουν στη Γή.
--
    Καί είδα πολλούς Φαντάρους κι άκουσα τις φωνές τους’ κι ήτανε χιλιάδες χιλιάδων, μιλιούνι, γύρο-γύρο στον Θρόνο καί στα Ζώα καί στους Στρατηγούς’ κι έλεγαν με δυνατή φωνή:

Άξιος είναι ο αδικοσφαγμένος Αθώος να λάβει και Εξουσία και Πλούτο και Σοφία καί Δύναμη και Τιμή και Δόξα και Ευτυχία- κι ακόμα όλα τα Στολίδια του Ουρανού καί της Θάλασσας κι όσα είναι Πάνω καί Κάτω απ’ τη Γη.

     Κι άκουσα να λένε: Σ’ αυτόν πού κάθεται στον Θρόνο, καθώς καί στον Αθώο, η Ευτυχία και η Τιμή καί η Δόξα καί η Δύναμη άς ανήκουν στους Αιώνες των Αιώνων.

     Καί τα Τέσσερα Ζώα είπανε. Εγκρίνεται.
     Καί οι Στρατηγοί έπεσαν και Προσκύνησαν.

6. Ο Αθώος σπάει τις Έξι Σφραγίδες.

    Κι όταν άνοιξε ο Αθώος μιάν απ’ τις Εφτά Σφραγίδες είδα κι άκουσα ένα απ’ τα Τέσσερα Ζώα, με φωνή δυνατή σαν βροντή να λέει: Έλα.
     Καί κοίταξα καί αίφνης εφάνηκε ένα Άσπρο Άλογο, κι ο Καβαλάρης εκράταγε Τόξο. Καί του φορέσανε Στεφάνι, καί σαν Νικητής εβγήκε γιά να νικήσει.
--
Σημειώσεις:
   Αντιγράφοντας στο προηγούμενο σημείωμα ορισμένα κεφάλαια από την εργασία του συγγραφέα και κριτικού κυρίου Ευγένιου Αρανίτση για τα κολλάζ και την ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, θυμήθηκα και μια άλλη του βιβλιοκριτική στην ίδια εφημερίδα, «Οι μεταφράσεις της Αποκάλυψης», «Ελευθεροτυπία» Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 1995, και η οποία είχε σαν θέμα της τις δύο μεταφράσεις του τελευταίου βιβλίου της Καινής Διαθήκης, της «Αποκάλυψης του Ιωάννη», από τους βραβευμένους μας με Νόμπελ ποιητών που κυκλοφόρησαν αυτόνομες σε βιβλία. Την πρώτη, χρονολογικά του Γιώργου Σεφέρη, και την μεταγενέστερη του Οδυσσέα Ελύτη. Παράλληλα θεώρησα μάλλον ερευνητικά και  αναγνωστικά χρήσιμο, να την συμπαρουσιάσω με εκείνη-,το εισαγωγικό κείμενο με τα αρχικά Ν. Γ., που δημοσιεύτηκε στο παλαιό αριστερό πολιτικό περιοδικό Αντί τεύχος 15/ 22 Μαρτίου 1975 σ. 42-44,-είκοσι χρόνια νωρίτερα-που το θέμα του ήταν η «παράφραση» του προφητικού κείμενου της Αποκάλυψης, από τον συγγραφέα και λαογράφου Ηλία Πετρόπουλο. Στην δεύτερη περίπτωση, δηλαδή σε εκείνη του Ηλία Πετρόπουλου, το περιοδικό στον σχολιασμό και παρουσίαση της έκδοσης του Πετρόπουλου, παραθέτει πλάι στο πρωτότυπο κείμενο, την μεταγραφική δουλειά του ποιητή Γιώργου Σεφέρη και στην τρίτη στήλη, αυτή του Πετρόπουλου. Στην ιστοσελίδα μου-μην γνωρίζοντας τεχνικά να παρουσιάσω τα κείμενα το ένα δίπλα στο άλλο, τα συμπαρουσιάζω κάθετα. Επιπρόσθετα, αντιγράφω και την αντίστοιχη εργασία του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη. Έχοντας σαν οδηγό, τους πρωτότυπους στίχους της Αποκάλυψης που αντιπαραθέτει το περιοδικό Αντί του 1975.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με την σειρά:
«Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ» ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ Γιώργος Σεφέρης, οριστική έκδοση μαζί με το πρωτότυπο, εκδόθηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 1966, ενώ στην οριστική έκδοσή της (φωτοτυπική, με διορθώσεις) από τις εκδόσεις «ΙΚΑΡΟΣ» τον Ιούνιο του 1975. Η έκδοση από την οποία την διάβασε η γενιά μου-αυτή του 1975-αναφέρει τα εξής στον κολοφώνα του βιβλίου: «Η ‘ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ’ (ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ) ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΕ ΠΕΝΤΕ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΑΝΤΙΤΥΠΑ ΤΟΝ ΙΟΥΝΙΟ ΤΟΥ 1975 ΜΕ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΟΥ Γ. Π. ΣΑΒΒΙΔΗ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ‘ΙΚΑΡΟΣ’ ΕΞΩΦΥΛΛΟ: Ι. ΜΟΡΑΛΗΣ», σελίδες 192, διαστάσεις 14,5Χ 20, δραχμές 140.
Ο τόμος στην τέταρτη σελίδα αναφέρει «Του ίδιου» παλαιότερες μεταφράσεις του ποιητή: α) Θ. Σ. ΕΛΙΟΤ, «Η ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ», β) Θ. Σ. ΕΛΙΟΤ, «ΦΟΝΙΚΟ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ», γ) «ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΣ», δ) «ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ».  Να συμπληρώσουμε κάτι γνωστό στους αναγνώστες του Σεφερικού έργου, και από την γενική εργογραφία του ποιητή, ότι το μεταφραστικό έργο του Γιώργου Σεφέρη εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο «ΙΚΑΡΟΣ» Απρίλιος 1965 σε επιμέλεια του ποιητή Λεωνίδα Ζενάκου. Τον Αύγουστο του 1973 σε επιμέλεια του παλαιού καθηγητή και δοκιμιογράφου Γιώργου Π. Σαββίδη. Απρίλιος 1974 σε φιλολογική επιμέλεια και πάλι του Γ. Σ. Σαββίδη, με εξώφυλλα του ζωγράφου Ιωάννη Μόραλη. Στην τέταρτη σελίδα γράφεται επίσης Copyright by M. Seferiades, 1971,  1975.
Στην έβδομη σελίδα έχουμε στο πρωτότυπο δύο συναφή κείμενα:
     Καί εάν η σάλπιγγα δώση φωνήν οπού δεν σημαίνει τίποτε, τίς θέλει ετοιμασθή είς πόλεμον; Έτσι καί σείς εάν δέν δώσετε λόγον ευκολοσήμαντον διά μέσου τής γλώσσης, πώς θέλει γνωρισθή εκείνο οπού λαλείται;  Θέλετε λαλεί είς τον αέρα.
          ΠΑΥΛΟΣ
     Ο Θεός ήθελε από τήν αρχήν πάντοτε να αναγινώσκουνται τά λόγια του είς απλήν γλώσσαν.
          ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΛΟΥΚΑΡΗΣ
     Από την σελίδα  9 έως 19 έχουμε το ΠΡΟΛΟΓΙΣΜΑ του ποιητή Γιώργου Σεφέρη, Αθήνα, Ιούνιος 1966. Ακολουθούν τα ΚΒ΄ κεφάλαια της Αποκάλυψης, σελίδες 22-177. Στην αριστερή σελίδα δημοσιεύεται το πρωτότυπο του ιερού κειμένου, και στην δεξιά η ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ του ποιητή. Τέλος, στις σελίδες 181-187 έχουμε τις αριθμημένες (167) ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Οι Σημειώσεις του ποιητή αντιστοιχούν στις δεξιές σελίδες της Μεταγραφής.
Αντιγράφω την πρώτη σημείωση ν. 5
«Αποκάλυψη’ σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, δημιουργός της Αποκάλυψης είναι ο απόστολος Ιωάννης. Δεν αγγίζω περισσότερες λεπτομέρειες πάνω  σ’ αυτό το θέμα, μήτε πάνω στην κριτική του κειμένου πού προκάλεσε πολλές συζητήσεις’ κυρίως το ενδιαφέρον θέμα αν πρόκειται για ένα ενιαίο κείμενο, ή δυό ή περισσότερα κείμενα συγχωνεμένα. (Σημειώνω πρόχειρα, για περισσότερα, τις εργασίες του M.-E., Boismard, O. P., καθηγητή της Βιβλικής Σχολής Ιερουσαλήμ: “LApocalypse ouLes Apocalypsesde S. Jean” καί “Notes sur lApocalypse”, Revue biblique, τόμος  LVI, 1949, και τόμος  LIX, 1952). Όσο για την χρονολόγησή της οι παλιότερες μαρτυρίες τοποθετούν την εξορία του Ιωάννη στην Πάτμο και την Αποκάλυψη στα χρόνια της βασιλείας του αυτοκράτορα Δομιτιανού, στα τέλη του 1ου μ. Χ., μολονότι άλλοι προτιμούν τον καιρό του Νέρωνα Όλα αυτά δεν τα συζητώ. Χρησιμοποιώ το παλαιό κείμενο όπως μάς παραδόθηκε, β΄ έκδοση της Βρετανικής Βιβλικής Εταιρίας, Λονδίνο 1958». Σελίδα 181.
«Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ» ΣΕ ΑΠΟΔΟΣΗ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ, στοιχειοθετήθηκε στο «Φωτόγραμμα ΕΠΕ» και τυπώθηκε τον Νοέμβριο του 1985 στο Λιθογραφείο του Άγγελου Ελεύθερου με επιμέλεια του Εμμανουήλ Μοσχονά. Το βιβλίο σχεδίασε ο Δημήτρης Καλοκύρης. Κόσμημα εξωφύλλου: Οδυσσέας Ελύτης. Τυπώθηκαν και 77 αριθμημένα αντίτυπα εκτός εμπορίου, εκδόσεις Ύψιλον/βιβλία, σελίδες 144, διαστάσεις 17Χ 24. Στην 5 σελίδα με κεφαλαία γράμματα βλέπουμε τον τίτλο: ΙΩΑΝΝΗΣ Η αποκάλυψη. Μορφή στα Νέα Ελληνικά ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ.  Από τις σελίδες 7 έως 139 έχουμε το κείμενο στην αριστερή σελίδα και την απόδοση του ποιητή στην δεξιά. Στα κεφάλαια του ιερού κειμένου της Αποκάλυψης, μας εισαγάγουν «τίτλοι» του ποιητή. «Ιωάννης ταίς επτά εκκλησίαις ταίς εν τη Ασία», «Καί είδον βιβλίον κατεσφραγισμένον σφραγίσιν επτά», «Οι επτά άγγελοι οι έχοντες τάς επτάς σάλπιγγας», «Καί ιδού, δράκων πυρρός μέγας, έχων κεφαλάς επτά», «Και είδον αγγέλους επτά έχοντας πληγάς επτά τάς εσχάτας», «έπεσεν έπεσε Βαβυλών η μεγάλη», «τήν αγίαν Ιερουσαλήμ καινήν είδον καταβαίνουσαν εκ του ουρανού». Ενώ στην σελίδα 141, υπάρχει η εξής «Σημείωση» του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη:
«Μερικές λέξεις ή όρους, κάποτε και φράσεις ολόκληρες, προτίμησα να τις αφήσω με τη μορφή πού έχουν στο πρωτότυπο, έτσι ώστε να μήν αλλοιωθεί ο μυστικός και υπερβατικός χαρακτήρας του κειμένου. Ο αναγνώστης, άς έχει υπόψη του ότι με τον όρο «ζώα» ο Ιωάννης εννοεί «όντα» καί ότι όταν λέει «εικόνα» εννοεί «άγαλμα». «Ρομφαία» είναι το γνωστό πύρινο σπαθί πού βγαίνει από το στόμα τών αγγέλων’ «λύχνος» είναι ο κεροστάτης ο ιουδαϊκός με τά εφτά κεριά’ «βιβλίο» είναι το «ειλητάριο», δηλαδή το βιβλίο τής εποχής σε σχήμα κυλίνδρου’ τέλος ο «υάκινθος» δεν είναι «άνθος» αλλά είδος πολυτίμου λίθου.
     Επίσης: την έκφραση «ο Ών ο Ήν και ο Ερχόμενος», να τη διαβάσει «Αυτός πού αλήθεια υπάρχει και υπήρχε και θα ‘ρθει». Τέλος, όσο για τη φράση «χοίνιξ σίτου δηναρίου», και τρείς χοίνικες κριθών δηναρίου’ και το έλαιον και τον οίνον μη αδικήσης» σημαίνει: «ένα κιλό σιτάρι ή τρία κιλά κριθάρι θα φτάσουν ένα μεροκάματο’ μήν πειράξεις όμως το λάδι καί το κρασί», σύμφωνα με την ερμηνεία πού μας δίνει η έκδοση της «Καινής Διαθήκης» στή δημοτική από τη «Βιβλική Εταιρία».
Και από την «Μορφή στα Νέα Ελληνικά» του Οδυσσέα Ελύτη.
«ΠΡΟΣΕΞΑ ΤΟΤΕ να ‘χει στο δεξί του χέρι-Κείνος πού καθόταν στο θρόνο-ένα βιβλίο γιομάτο από μέσα κι από πίσω γραφές-και σφραγισμένο με σφραγίδες εφτά.
Και είδα την ίδια στιγμή έναν πελώριο άγγελο να διαλαλεί με δυνατή φωνή: «ποιός είναι άξιος ν’ ανοίξει το βιβλίο τούτο και να βγάλει τις σφραγίδες του;»
Αλλά κανείς δε βρισκότανε μήτε στον ουρανό μήτε στη γη κάτω απ’ της γης πού να καταφέρει ν’ ανοίξει το βιβλίο να το κοιτάξει’
και βάλθηκα να κλαίω πού κανείς δε βρισκότανε άξιος μήτε ν’ ανοίξει το βιβλίο μήτε να το κοιτάξει.
Οπόταν ένας απ’ τους πρεσβύτερους μού λέει: «έλα, μην κλαίς, κοίταξε: νίκησε ο λέοντας, αυτός πού βαστάει από τη φυλή του Ιούδα, η ρίζα του Δαβίδ’ αυτός θ’ ανοίξει το βιβλίο και τις εφτά σφραγίδες του.»
Τότες ήταν πού είδα μές στη μέση από το θρόνο και τά τέσσερα ζώα και τους πρεσβύτερους, στημένο, λές και το φέρανε μόλις από τη σφαγή, έν’ Αρνί με κέρατα εφτά και μάτια εφτά- πού είναι τα εφτά πνεύματα του Θεού τα σταλμένα στα πέρατα της γης.
Καί ήλθε και πήρε το βιβλίο από το δεξί χέρι του Κείνου πού κάθεται στο θρόνο.
Κι ευτύς πού πήρε το βιβλίο, θεωρείς τα τέσσερα ζώα κι οι είκοσι τέσσερεις πρεσβύτεροι να γονατίζουν μπροστά στο Αρνί κρατώντας κιθάρες καί θυμιατήρια χρυσά-πού είναι οι προσευχές των Αγίων.
Καί ν’ αρχινάν να ψέλνουν μιά καινούργια ωδή πού λέει: «Άξιος είσαι να πάρεις το βιβλίο καί ν’ ανοίξεις τις σφραγίδες του. Επειδή οδηγήθηκες στη σφαγή, καί με το αίμα το δικός σου ξαγόρασες, για του Θεού τη χάρη, ανθρώπους από κάθε φυλή καί γλώσσα και λαό και έθνος
και για του Θεού τη χάρη, τους έκανες άρχοντες καί ιερείς να διαφεντεύουνε πάνω στη γής.»
Καί στο μέρος όπου ήταν ο θρόνος καί τά ζώα κι οι πρεσβύτεροι, μού φάνηκε, είδα κι άκουσα φωνή σαν από πλήθος αγγέλων όπου ήτανε χιλιάδες καί  χιλιάδες μυριάδες καί μυριάδες
και όλοι τους με φωνή μεγάλη έλεγαν: «άξιο, άξιο, άξιο το Αρνί το σφαμένο να λάβει και δύναμη καί πλούτο καί σοφία κι εξουσία καί τιμή καί δόξα κι ευλογία.»
Καί το καθέν’ απ’ όσα βρίσκονται στον ουρανό στη θάλασσα στη γη ή κάτω απ’ της γής, όλα τους, μ’ ό,τι εντός τους έκλειναν, άκουσα να λένε: «Δόξα σέ Κείνον πού κάθεται στο θρόνο! Δόξα στο Αρνί κι εξουσία καί τιμή κι ευλογία στους αιώνες των αιώνων!»
«Αμήν», λέγανε τα τέσσερα ζώα. Καί οι πρεσβύτεροι πέφτανε καί προσκυνούσανε.

ΚΑΙ ΟΤΑΝ άνοιξε το Αρνί τη μιάν από τις σφραγίδες είδα κι άκουσα ένα από τα τέσσερα ζώα να λέει με φωνή σάν της βροντής: «Έρχου».
Οπόταν να ‘σου ένα κάτασπρο άλογο’ κι ο πού το καβαλούσε να κρατάει τόξο. Καί του δόθηκε στέφανος’ νικητής να πηγαίνει καί να ‘ναι πάντα νικητής.», σελίδες 32-37.        
Το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου μας πληροφορεί για  την έκδοση: Ο τίτλος του εξωφύλλου είναι
ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ
Παραφρασθείσα υπό του προφήτου Ηλιού του Πετρόπουλου κοσμηθείσα διά χειρός του αγίου Αλεξίου του Ακριθάκη.
Εκδόσεις ΠΛΕΙΑΣ Αθήναι σωτηρίω έτει ΑΠΟΕ. (1975).
Στην σελίδα 4 διαβάζουμε:
Έκδοση, Πλειάς Ο.Ε., Πανεπιστημίου 34, Αθήνα 143. ΑΡΕΚ 72.8.7503. Ηλία Πετρόπουλου ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ με σχέδια του Αλέξη Ακριθάκη. Copyright Ηλίας Πετρόπουλος 1973, Αλέξης Ακριθάκης 1975. Πλειάς Ο.Ε. 1975. Εκδοτική επιμέλεια: Ηλία Πετρόπουλου-Αλέξη Ακριθάκη. Τυπογραφική διόρθωση Ηλία Πετρόπουλου. Σύνθεση κουβερτούρας Α. Ακριθάκη. Φωτογραφία οπισθόφυλλου Γιάννη Σακελλαρίδη. Σελίδες 104. Στα αυτιά αναγράφονται τίτλοι έργων που κυκλοφορούν από τον εκδοτικό οίκο. Παραθέτω ορισμένους τίτλους: ΑΙΣΧΥΛΟΥ, Τραγωδίες μτφ. Τάσου Ρούσσου. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ  ΜΑΝΟΛΗ, Τά Ποιήματα. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ  ΜΑΝΟΛΗ-ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ ΜΙΚΗ, Αρκαδία VIII. Μιλώ και Χάρης (τρίγλωσση έκδοση). ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ ΝΟΡΑΣ, Μαγικές Εικόνες. ΑΡΓΥΡΑΚΗ ΜΙΝΟΥ, Οδός Ονείρων 1957. ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΗ, «Ζ». «Η ΚΑΘΟΔΟΣ». ΒΙΡΓΙΛΙΟΥ, Αινειάδα, μτφ. Θόδωρου Τασσόπουλου. ΚΑΡΟΥΣΟΥ ΤΖΑΒΑΛΑ, «Γυάρος». ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΛΛΑΤΟΥ, «Οι Ελιές». ΑΝΔΡΕΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ, «Υψικάμινος», «Ενδοχώρα», «Γραπτά». ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ, «Το Χρέος» ημερολόγιο 1967-1974. ΧΕΝΡΥ ΜΙΛΛΕΡ, «Ο Κολοσσός του Μαρουσιού» μτφ. Ανδρέας Καραντώνης. ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ, Το γυμνό γεύμα μτφ. Βαγγέλη Κατσάνη. ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ, Λαβύρινθοι, μτφ. Βαγγέλη Κατσάνη. ΣΠΥΡΟΥ ΠΛΑΣΚΟΒΙΤΗ, Συρματόπλεγμα. ΑΛΕΞΗ ΣΟΛΟΜΟΥ, Ο ζωντανός Αριστοφάνης, Ο Άγιος Βάκχος, Το Κρητικό Θέατρο. ΚΙΜΩΝ ΦΡΑΙΕΡ, Η Γέννηση. ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΤΖΗ, Η Φωτιά, Το τέλος της μικρής μας Πόλης, Οι Ανυπεράσπιστοι. ΘΑΝΑΣΗ ΧΑΤΖΗ, Η νικηφόρα Επανάσταση που χάθηκε 1941-1945. Και αρκετοί άλλοι τίτλοι.
    Το βιβλίο είναι αφιερωμένο: «στην αγαπημένη Τζίνα πού ήρθε και με είδε στην φυλακή σαράντα εννιά φορές». Από τις σελίδες 10 έως 25 έχουμε τον Πρόλογο του Η. Π. Που τελειώνει με την επισήμανση του συγγραφέα «Αναγνώστη, διάβασε ήρεμα την παράφραση πού ακολουθεί. Αναγνώστη, χαίρου τις ζωγραφιές του Αλέξη Ακριθάκη. Αθήνα, 18.11.1974. Η. Π.
Ακολουθούν τα 22 κεφάλαια του Ιωάννου Αποκάλυψις.
1.Ήμουνα Εξόριστος στην Πάτμο. 2. Γράψε Τέσσερα Γράμματα. 3. Κι άλλα Τρία Γράμματα. 4. Βλέπω τον Θρόνο. 5. Ιδού το Σφραγισμένο Βιβλίο. 6. Ο Αθώος σπάει τις Έξι Σφραγίδες. 7. Ο καθείς τον Φάκελό του. 8. Η Έβδομη και Τελευταία Σφραγίδα. 9. Το Κακό συνεχίζει. 10. Πάρτο και φάτο. 11. Οι Δύο Παράνομοι. 12. Μεγάλα Σημάδια και Πόλεμοι. 13. Κάποιον Άνθρωπο κρύβει ο Αριθμός. 14. Οι Εκατόν Σαραντατέσσερεις Χιλιάδες Οπαδοί. 15. Ο Αφέντης οργίζεται. 16. Οι Εφτά Μπουκάλες. 17. Η Μόσχα η πουτάνα. 18. Πέφτει η Μόσχα πέφτει. 19. Τά Όρνια χορτάσανε Σάρκες. 20. Δεμένος για Χίλια Χρόνια. 21. Καινούργιος Ουρανός Καινούργια Γη. 22. Τα Λόγια αυτού του Βιβλίου είναι αληθινά.
Στην απογευματινή ημερήσια εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» της 21 Μαρτίου 1975, παρουσιάζοντας την έκδοση-ανωνύμως; Ή ο «Ω» τοβλεψίες, κλείνει με «Φυσικά, ο Ηλίας Πετρόπουλος ούτε να τον αφορίσουν φοβάται (έχει δηλώσει «άθεος»!) ούτε και να το σύρουν στα δικαστήρια (κι’ άλλοι έχουν μεταφράσει κείμενα απ’ τις Γραφές, όπως πρόσφατα ο Άγγελος Σ. Βλάχος το «Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον»). Αυτά…
Από τον Πρόλογο του Ηλία Πετρόπουλου:
«Ανέκαθεν η Αποκάλυψη του Ιωάννη μού έκανε μεγάλην εντύπωση. Την εδιάβασα πλειστάκις. Ακόμα δεν έχω καταλάβει τι διάβολο ζητάει αυτό το κείμενο μες στην Καινή Διαθήκη. Και πάντα η διαίσθησή μου επιμένει: πώς η Αποκάλυψη είναι κάποιο σουρρεαλιστικό παραμύθι. Πρόκειται για μιάν εντελώς υποκειμενικήν άποψη. Τα εξ αντικειμένου δεδομένα έχουν κάποιαν αρενωπήν σκληράδα: εδώ τοποθετώ την ουσία των περιγραφομένων στην Αποκάλυψη και την ιδιάζουσα γλώσσα της Αποκαλύψεως, όπου ίσως, βρίσκεται η ουσία της ουσίας……….». Και συνεχίζει: «Θεωρώ την Αποκάλυψη λυσσασμένο κείμενο. Εκεί το Καλό και το Κακό επιβάλλονται σαν μαστιγώσεις’ όμως η συμπεριφορά του θεού επιφανειακά μοιάζει κυκλοθυμική. Επαναλαμβάνω’ άριστος φασίστας ο θεός των εβραίων. Αυτός δεν ήταν ο λόγος ένεκα του οποίου η Αποκάλυψη έχει εξοριστεί  στο κράσπεδο της Καινής Διαθήκης. Η χριστιανική εκκλησία νιώθει μεγάλην αμηχανία εξαιτίας της Αποκαλύψεως. Και δεν είναι ώρα να αναφέρω εκείνες τις άλλες Αποκαλύψεις, τις αποδιοπομπαίες. Τα ελληνικά της Αποκαλύψεως είναι φρικαλέα. Λάθη, δυνατά σαν γροθιές, διαδέχονται τόνα τάλλο με τέτοιαν ταχύτητα ώσπου ο σολοικισμός αποβαίνει πανίσχυρο καθεστώς. Διαθέτομεν μιάν απίθανη ποικιλία ελληνικών γλωσσών. Ωστόσο, σπάνια έχω διαβάσει ελληνικά τόσον υποβλητικά σαν τα ελληνικά της Αποκαλύψεως. Οσάκις προσφεύγω στον Κάλβο και στον Καβάφη την Αποκάλυψη μέσα μου ανακαλώ. Μα τα ελληνικά ταξιδεύουν διά μέσου των αιώνων. Η Αποκάλυψη, ως έχει, αποτελεί ένα θαυμαστό κείμενο. Μες στην Αποκάλυψη συμβαίνει να περιέχονται, μετά της δεούσης αισθητικής φορτίσεως, πλείστα όσα ψυχικά και κοινωνικά και ηθικά στοιχεία, ενδιαφέροντα τα μάλα την σημερινή νεολαία μας. Αλλά η νεολαία (θέλει να) αγνοεί την γλώσσα της Αποκαλύψεως. Εντεύθεν πηγάζει η διάθεσή μου να μεταγλωττίσω την Αποκάλυψη. Και τότε ανέκυψε, και για μένα , το ζοφερό μεταφραστικό πρόβλημα., ιδίως όπως δεν αντιμετωπίζεται εν Ελλάδι. Γιατί στην πατρίδα μας, είναι γνωστόν, ότι όλοι οι μεταφραζόμενο συγγραφείς εκλαμβάνονται ως έχοντες ενιαίον ύφος. Υπάρχουν μάλιστα και τα χειρότερα- ο Norman Mailer είχε την ατυχία να μεταφραστεί και ευνουχιστεί από έναν πούστη ιδιαζόντως ασεβή. Βέβαια, από την άλλη πλευρά, υπέστημεν τις ανυπόφορες μεταφράσεις του ανυπόφορου Καζαντζάκη, όπου πλέον αγωνιάς για αυτό τούτο το πρόσωπο του Ομήρου ή του Dante.
Ειδικά για την Αποκάλυψη η γλώσσα μας είναι εφοδιασμένη με την πρόσφατη μεταγραφή του Σεφέρη. Είναι μια δειλή εργασία. Μού φαίνεται πώς οι αξιοπρεπείς μεταφράσεις είναι δύο λογιών: οι πιστές και οι ελεύθερες (επιμένω στον όρον ελεύθερες). Η ωραιολογία, σαν κύριο γνώρισμα των πιστών μεταφράσεων, δικαιολογείται παντελώς. Στο σύνολό της η μεταγραφή του Σεφέρη έχει κάτι το δήθεν ιερατικό. Η γλώσσα της Αποκαλύψεως είναι γλώσσα αγοραία, γλώσσα των τριόδων. Ο Σεφέρης δεν κατάφερε  να περάσει δώθε απ’ τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ο αστός Σεφέρης φοβάται την χριστιανικήν εκκλησία. Όθεν, η μεταγραφή του είναι πιστού πιστή μεταγραφή». Και συνεχίζει ο Πετρόπουλος:
«Ξέρω ελάχιστα νεοελληνικά’ δεν πουλάω μετριοφροσύνη. Καί δύναμαι να σκαρώσω καί να ψιλοδουλέψω μιά μετάφραση της Αποκαλύψεως εφάμιλλη με την μεταγραφή του Σεφέρη. Αλλά η πλατφόρμα μου βασίζεται σε αλλιώτικη στρατηγική: απομύζηση των κλασικών κειμένων εν ονόματι του σήμερα’ αδιάλειπτη προώθηση της γλώσσας προσέλκυσε του ενδιαφέροντος των νέων προς τα παλιά γραφτά’ ξεσκούριασμα αυτών των γραφτών ώστε να λειτουργούν τώρα’ ανοιχτή πρόκληση κατά των αντιδραστικών». Σελ. 15. Και από την σελίδα 18:
«Ο Σεφέρης τονίζει την σημασία των συμβόλων της Αποκαλύψεως. Χάσαμε τα κλειδιά των συμβόλων. Φρονώ πώς στην Αποκάλυψη προέχει η παλλόμενη ατμόσφαιρα. Η γλώσσα της Αποκαλύψεως αποτελεί και το κλειδί της. Όσο κι αν ο Σεφέρης γλωσσικά είναι απλούστερος του Ελύτη, παραμένει, ο Σεφέρης, στον κήπο όπου εκ παραδόσεως καλλιεργείται ένα φιλολογικό εκφραστικό μέσον.
Όμως είμαι ανεπιφύλακτος θαυμαστής του Βαλτινού και του Ιωάννου, του Καχτίτση και του Ταχτσή. Και δεν θέλω τώρα να αναφερθώ στην ομορφιά και στην ουσία των πεζογραφημάτων τους. Εδώ θα επισημάνω, επιμόνως, την τεράστια συμβολή τους στην προώθηση της νεοελληνικής (φιλολογικής και μή) γλώσσας. Ιδίως, ο αθεόφοβος Ταχτσής σέρνει κατόπι του, αρμαθιά, όλες τις γειτονιές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης’ καί γνωρίζει κάλλιστα πώς η Προκλητικότης είναι το προσωπείον της Πρωτοτυπίας. Τά γεγονότα δεν στέκουν από μόνα τους. Στην σειρά προηγούνται οι λογοτεχνικοί γονείς: η λησμονημένη Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου (ο κακομοίρης ο Δημαράς ούτε την ξέρει κάν) κι ο Δημοσθένης Βουτυράς (σύμφωνοι’ είναι άνισος’ πώς, όμως, να λησμονήσω εκείνα τα λακωνικά του όνειρα:). Ο Βαλτινός με τον Ιωάννου κι ο Καχτίτσης με τον Ταχτσή θάβουν την παλιοκαιρίσα ηθογραφία, ξεκόβουν οριστικά απ’ το χωριό, απεχθάνονται την πολυλογία (παράδειγμα προς αποφυγήν ο φλύαρος Ρίτσος), και, παράλληλα, χρησιμοποιούν μιά νέα γλώσσα απλή δροσερή αληθινή καθημερινή γνώριμη, όπου το επίθετο ενδύει δίχως να χρωματίζει το ουσιαστικό, όπου το ουσιαστικό υπαγορεύει την ενέργεια του ρήματος, όπου το ρήμα δεν επισκιάζεται από τα σχήματα του λόγου, όπου τα σχήματα του λόγου δεν συγχέονται με  τις ομοιώσεις. Κι αυτοί μέν οι Τέσσερεις Πεζογράφοι λάμπουν, εγώ δέ τους ευγνωμονώ. Κι ακόμα ευγνωμονώ τον άγιο Σκαρίμπα, γιατί πρόπερσι την άνοιξη με ορμήνεψε: «το αφτί, παιδί μου, είναι η καλύτερη γραμματική».
«Και το συμπέρασμα;
Ο όποιος Σεφέρης δεν είναι φετίχ. Εδούλεψα μιά παράφραση της Αποκαλύψεως, γκρίζα και τενεκεδένια, γιά να διευκολύνω τον νέο αναγνώστη. Κάθε μετάφραση της Αποκαλύψεως θα αναδεικνύει μόνον ένα μέρος της ομορφιάς της. Το βεληνεκές των μεγάλων βιβλίων είναι αέναο….». σελ. 20.
          Για όσους έλληνες αναγνώστες των ποιητικών έργων-και ιδιαίτερα των μεταφραστικών-των δύο ελλήνων ποιητών μας, του Γιώργου Σεφέρη και του Οδυσσέα Ελύτη, να σημειώσουμε κάτι που ίσως να μην γνωρίζουν. Αν κάνουμε μια αντιπαραβολή του πρωτότυπου κειμένου της Αποκάλυψης, με αυτά που επέλεξαν και χρησιμοποίησαν οι δύο νομπελίστες μας, θα διαπιστώσουμε ότι έχουμε διαφορές. Αυτό οφείλεται στο ότι τόσο ο Γιώργος Σεφέρης όσο και ο Οδυσσέας Ελύτης χρησιμοποίησαν διαφορετικές εκδόσεις του ιερού κειμένου της Αποκαλύψεως ή διαφορετικές εκδόσεις της Καινής ή της Παλαιάς Διαθήκης. Η πλέον γνωστή στην ελλάδα και χρησιμοποιημένη, είναι αυτή της Βιβλικής Εταιρείας σε μετάφραση του πανεπιστημιακού και κληρικού Νεοφύτου Βάμβα. Επιστημονικές έγκυρες θεωρούνται και α) η έκδοση της Αποστολικής Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος-Αθήνα 1981, Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ Ο΄ σε Επιστημονική Επιμέλεια Prof. D. Dr. Alfred Rahlfs, (1939), και β) NESTLE- ALAND, NOVUM TESTAMENTUM GRAECE, post Eberhard Nestle et Erwin Nestle and Kurt Aland Matthew Black, Carlo M. Martini, Bruce M. Metzger, Allen Wikgren. Deutsche Bibelgesellschaft Stuttgart 1898/ 1979, τελευταία έκδοση  1987. Εκτός από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, και το κείμενο του Άσματος Ασμάτων που χρησιμοποίησε ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης έχει διαφορές και λείπουν στίχοι όπως είχα διαπιστώσει όταν έκανα παλαιότερα εργασία πάνω στο ερωτικό αυτό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης.
Βιβλία βοηθητικά που ίσως θα ενδιέφεραν τους αναγνώστες και τους ερευνητές του βιβλίου της Αποκαλύψεως είναι και τα:
1) Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ, μετάφραση Μάξιμου του Καλλιπολίτη, τόμοι 3, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης 1999.
2) Ζ) Η 14η ΝΙΖΑΝ, του Άγγελου Βλάχου, εκδ. Ίκαρος 1972
3) Η ΝΕΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΚΑΤΑ ΤΟ ΒΑΤΙΚΑΝΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ, μετάφραση Αλέξανδρου Πάλλη, εκδ. Επικαιρότητα 1977.
4) ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ, του πατρός Γεωργίου Μεταλληνού, Αθήνα 1977
5) Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ, του Αντώνιου Φιλ. Χαλά, εκδ. Σπανός χ.χ.
6) ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΕΡΑΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΝ, του Ανθίμου Ιεροσολύμων, εκδ. Ρηγόπουλος 1981
7) Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ, του Σάββα Αγουρίδη, εκδ. Άρτος Ζωής 1983
8) Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ της Ευαγγελίας Παπαχρήστου-Πάνου, εκδ. Διογένης 1983
9) ΕΞΗΓΗΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΝ, του Ζαχαρία Γεργανού, εκδ. Άρτος Ζωής 1991
10) Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ, του Παναγιώτη Μπρατσιώτη, Αθήνα 1992
11) Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ, εκδ. Πουρναρά 1994.
12) Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ, του Δημήτρη Ι. Κυρτάτα, εκδ. Αλεξάνδρεια 1994.
13) ΟΙ ΕΠΤΑ ΑΣΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ, του Γ. Λαμπάκη, εκδ. Πουρναρά 1995
14) Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ, του Χαρίκλη Θεοδ. Λιθοριώτη, Γιάννενα 1995
15) Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ, του Γεώργιου Μαυρομάτη, εκδ. Αποστολική Διακονία 1995
16) Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ, Ανάλυση του έργου. Εκδ. Ελληνικά Γράμματα 1996
17) Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ 666, εκδ. Άγκυρα 1998
18) Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΟΥ ΤΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ, του Κωνσταντίνου Μπελεζού, εκδ. Ε. Φ. Λαού 1999
 19) ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΣΚΗΝΕΣ ΚΑΙ ΥΜΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ, του Ιωάννη Σκιαδαρέση, εκδ, Πουρναρά 1999
20) ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ, του G. Tischendorf,  εκδ. Σπανός 1959
21) Η ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ, του Umberto Eco, Ε. Θ. 1988.
22) Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ, του Ρούντολφ Στάινερ, εκδ. Στοά 1991.
23) Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΣΕ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ, του Μιχαήλ Ένεφ, εκδ. Παρατηρητής 1992.
24) Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΔΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΗΣ, του Paul Huber, εκδ. Τζαφέρης 1995
25) Ο ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ, των Paul Diel- Jeanine Solotareff, εκδ. Ιωάννα Χατζηνικολή 1993.
     Την ισχνή αυτή βιβλιογραφία-αυτόνομων εκδόσεων για την ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ, την συστηματοποίησα όταν πρίν από αρκετές δεκαετίες σε επίσκεψη και διαμονή μου στο Περιβόλι της Παναγίας, συνάντησα τον ιταλό φιλόσοφο και συγγραφέα Ουμπέρτο Έκο, ο οποίος εκείνη την περίοδο επισκεπτόμενος τον Άθω, αναζητούσε βιβλία και πληροφορίες για να γράψει ένα βιβλίο για την Αποκάλυψη, όπως και έπραξε Το βιβλίο εκδόθηκε και μεταφράστηκε και στα ελληνικά. Η συζήτηση μαζί του, και το χάρισμα εκ μέρος μου ένα βιβλίο για την Αποκάλυψη μου κέντρισε το ενδιαφέρον για το ιερό αυτό βιβλίο. Πράγμα που όταν ήρθα στην Αθήνα, αναζήτησα τίτλους βιβλίων και μελετών στις  Βιβλιοθήκες και τα βιβλιοπωλεία. Να επαναλάβω και πάλι, εκτός από το μικρό-πρώτη έκδοση του βιβλίου-που είχε την καλοσύνη να μου στείλει, ο μεταφραστής του Ουμπέρτο  Έκο, ότι είδα έλληνες προσκυνητές, που είχαν πάει υποτίθεται για να συνομιλήσουν με γεροντάδες του αγίου όρους, να σκύβουν και να παίρνουν την γόπα από το τσιγάρο που κάπνιζε ο ιταλός συγγραφέας. Αυτή η εικόνα, μου έδωσε να καταλάβω, το πόσο διαδεδομένη είναι η χριστιανική ειδωλολατρεία διάσπαρτη σε όλη την ελληνική επικράτεια. Ή αν θέλετε, ότι η ανθρώπινη φύση δεν αλλάζει. Είτε με γεροντάδες αγίους είτε με επαναστάτες ηγέτες. Οι λίγοι θυσιασθέντες μέσα στην ανθρώπινη ιστορία δεν είναι παρά τα είδωλα που η εικόνα τους μετατίθεται στο ουράνιο στερέωμα, ως σύμβολα που εποπτεύουν τις όποιες απιστίες μας.
    Ας κλείσουμε με τον λόγο του Δημήτρη Κυρτάτα, από το μελέτημά του «Η Αποκάλυψη του Ιωάννη και οι επτά εκκλησίες της ασίας». Ο καταληκτήριος λόγος του στην εργασία του, σελίδα 144-145.
«Στα δύο χιλιάδες περίπου χρόνια ζωής της, η Αποκάλυψη μεταμορφώθηκε πολλές φορές. Αυτό συμβαίνει με όλα τα κλασικά κείμενα που διαβάζονται και ξαναδιαβάζονται. Αλλά οι αναγνώστες και οι μελετητές των κλασικών κειμένων βρίσκουν περιοδικά τον τρόπο να επιστρέψουν στα αρχικά τους νοήματα, απογυμνώνοντάς τα από τα διαδοχικά ερμηνευτικά τους στρώματα. Οι αναγνώστες και μελετητές της Αποκάλυψης δεν αξιώνονται σχεδόν ποτέ αυτή τη χάρη. Το κείμενο που διαβάζουμε συνήθως μέχρι σήμερα είναι αυτό που διαμορφώθηκε από τις διαδοχικές αναγνώσεις αιώνων, και τα νοήματα στα οποία επιστρέφουν αέναα οι μελετητές είναι εκείνα που αποδόθηκαν στην Αποκάλυψη από τους πρώτους κληρονόμους της, όχι τους αρχικούς της παραλήπτες. Έργο μιάς ιστορικής ανάγνωσης της Αποκάλυψης θα ήταν να επιστρέψει, κατά το δυνατόν, στον κόσμο του Ιωάννη και των επτά εκκλησιών της Ασίας».
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 24 Μαρτίου 2020.     
        
         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου