Συνέντευξη
του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου
«Είκοσι
χρόνια παλεύω μόνος μου»
Μεταφέρω μία
ακόμα από τις συνεντεύξεις που έχει κατά καιρούς δώσει ο ποιητής, εκδότης,
επιμελητής, βιβλιοθηκάριος, φιλόλογος, μεταφραστής, διηγηματογράφος, «γκαλερίστας»,
«ραδιοφωνικός παραγωγός», συγγραφέας, λάτρης των ρεμπέτικων τραγουδιών και του
λαϊκού μουσικοσυνθέτη Βασίλη Τσιτσάνη από την Θεσσαλονίκη, του πολυτάλαντου,
εργασιομανή, συστηματικού μελετητή της πολιτιστικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης
και των εκδόσεών της Ντίνου Χριστιανόπουλου, που έφυγε από κοντά μας την Τρίτη
11 Αυγούστου 2020. Αναχώρησε για την γειτονιά των δικών του συντρόφων, τον
ουράνιο μπαξέ των ποιητών και των αγαπημένων του φίλων και πνευματικών
συνοδοιπόρων της συμπρωτεύουσας. Ο κατά κόσμο Κωνσταντίνος Δημητριάδης, παιδί
προσφύγων από την Ανατολική Θράκη, γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη στις 20/3/1931 την
πολύοσμη πολιτιστικά, βυζαντινόμορφη πόλη του Βορά, Θεσσαλονίκη. Την Πόλη των
βυζαντινών κτισμάτων και τειχών και της εβραϊκής κοινότητας. Των ένδοξων
ελληνικών νικηφόρων μαχών και της ιεράς σκέπη της από το περιβόλι της Παναγίας.
Των θρησκευτικών ερίδων, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και της σφαγής των Παυλικιανών-Βογομίλων.
Του Λευκού Πύργου σημείο αναφοράς της, της Εγνατίας των πολλών ανθρωποσυναντήσεων,
του Επταπύργιου των τσαρκών, το Καραμπουρνάκι των ερώτων της. Του προστάτη της
αγίου Δημητρίου και του «πολυπολιτισμικού» εμπορικού λιμανιού της. Της ελληνικής
πόλης διαμετακομιστικό κέντρο των Βαλκανίων. Της πόλης λαοθάλασσας που είναι
μέσα στην Βαλκανική πανιστορία ταξιδιωτικό και εμπορικό πέρασμα λαών και
εθνοτήτων, φυλών και θρησκειών, εμπόρων και προσφύγων. Λάγνα νύφη του Θερμαϊκού
μέσα στην καθόλου Ιστορία που οι βαλκάνιοι λαοί της χερσονήσου του Αίμου την
πόθησαν, φιλοδόξησαν και προσπάθησαν να την κατακτήσουν, να την κυριεύσουν, να
τη κουρσέψουν, να την κατοικήσουν. Να την διαμελίσουν εδαφικά, να της αλλάξουν
την εθνολογική ταυτότητα, να την κάνουν δική τους. Έλληνες, Σλάβοι, Βυζαντινοί,
Οθωμανοί, Ευρωπαίοι, αυτοκρατορικοί στρατοί την φλέρταραν πολιτικά, στρατιωτικά,
διπλωματικά. εμπορικά. Μια πόλη της Μακεδονικής γεωγραφικής επικράτειας πάντα
σημείο αναφοράς το ερωτικό της σώμα, όπως θα μας έλεγε ένα από τα παιδιά της, ο
Κωστής Μοσκόφ. Μια πόλη, με πανάρχαια ελληνική ιστορική υπερηφάνεια και λαϊκή
αρχοντιά, χαρακτηριστική φυσιογνωμία. Μια πόλη που σμιλεύει με ζέση τον
χαρακτήρα των κατοίκων της. Ο
ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος (όπως έμεινε με το ψευδώνυμο αυτό στα ελληνικά
γράμματα) αναπαύεται από την Πέμπτη 13 Αυγούστου στα χώματά της, στα χώματα που
βάδισε και τα σοκάκια που από έφηβος αγάπησε παθιασμένα, και δεν εγκατέλειψε
ποτέ. Ο όλος επίγειος βίος του υπήρξε ένα διαρκές σεργιάνι στα φανερά και κρυφά
μυστικά της. Είναι μία από τις ελάχιστες μάλλον περιπτώσεις ελλήνων λογοτεχνών-ποιητών,
που δεν εγκατέλειψαν σχεδόν ποτέ την πόλη τους για να μετοικήσουν σε άλλη. Δεν
ταξίδεψε παρά ελάχιστα πέρα των ορίων της. Υπήρξε ο ποιητής που δέθηκε τόσο
στενά και υγειά με την πόλη του, που είναι δύσκολο αν όχι ακατόρθωτο όταν
αναφερόμαστε στην Θεσσαλονίκη να μην φέρουμε στην σκέψη μας την εικόνα του
ποιητή της, του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Του ποιητή που συστηματικά και άοκνα,
με αμέριστο πάθος και προσωπικό μεράκι διέσωσε όχι μόνο την πνευματική της
κληρονομιά μα και ένα μεγάλο κομμάτι της πολιτιστικής της ιστορίας. Ο Ντίνος
Χριστιανόπουλος δεν έπαυε όποτε έδινε συνεντεύξεις, όταν μιλούσε δημόσια, να μνημονεύει
την πόλη του, την Θεσσαλονίκη. Αυτή η αμφίδρομη αγάπη της πόλης προς τον ποιητή
της και του ποιητή προς την πόλη του, διατηρήθηκε άρρηκτα μέχρι το τέλος της
επίγειας ζωής του. Αν η πόλη της Αλεξάνδρειας και του ερωτικού κλίματός της
διαχέεται μέσα στο έργο του ποιητή Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, αν η παλαιά Αθήνα
και ο κόσμος της αναδύεται μέσα από το έργο του ποιητή Γεωργίου Δροσίνη κυρίως,
και εικονογραφείται στο έργο του Κωστή Παλαμά, αν ο παλαιός Πειραιάς φωτίζεται
μέσα από το ποιητικό έργο του Βασίλη Λαμπρολέσβιου και τα Πειραϊκά Χρονογραφήματα
του ποιητή του μεσοπολέμου Νίκου Χαντζάρα, αν τα Ιόνια Νησιά ευτύχησαν να έχουν
το καθένα τον ποιητή τους που τα δόξασε, και η Μεγαλόνησο απόκτησε τον ζωγράφο
της στο πρόσωπο του Νίκου Καζαντζάκη, η πόλη της Θεσσαλονίκης στάθηκε διπλά
τυχερή, γιατί ο ποιητής της, δεν μίλησε μόνο για αυτήν στο έργο του αλλά,
διέσωσε και κατέγραψε στιγμές του χρόνου της πολιτιστικής της ιστορίας και
ανθρωπογεωγραφίας. Αποδελτίωσε και μας παρουσίασε ιστορικά στοιχεία και πληροφορίες
περασμένων περιόδων της, διατηρώντας ζωντανή την μνήμη της πόλης του στον χρόνο.
Η Θεσσαλονίκη του Χριστιανόπουλου είναι διαρκώς παρούσα στους αναγνώστες του
έργου του. Ένα καμπαναριό λαϊκής και όχι μόνο υπόμνησης της παρουσίας της. Με καθημερινή
γραφή, οικείο, κατανοητό, προφορικό πολλές φορές λόγο, καθόλου «ακαδημαϊκό»,
κουλτουριάρικο όπως συνήθιζε συχνά να μας λέει, μας κληροδότησε μια συγγραφική
παρακαταθήκη τεκμηρίων της, δεκάδες ιστορικά και πολιτιστικά κτερίσματα που αφορούν
την πόλη της Θεσσαλονίκης. Μας αφηγήθηκε το ιστορικό της παραμύθι που έγινε
παραμυθία ζωής των Θεσσαλονικέων. Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος φέρνει στο
νου και πάλι τον Αλεξανδρινό, ο οποίος συνήθιζε να λέει, ότι θα μπορούσε άνετα
και απρόσκοπτα να είναι ένας καλός ιστορικός αντί για ποιητής. Και μεγάλο μέρος
της ποιητικής του δημιουργίας με τα ιστορικά της υποστρώματα, μας δηλώνουν την
αλήθεια της ενδόμυχης αυτής του επιθυμίας. Ο Χριστιανόπουλος όμως, προχωρά
ακόμα περισσότερο, στα έργα που συνέγραψε και επιμελήθηκε διεύρυνε την
ερευνητική ματιά του. Μας φώτισε και μια πλευρά της λαϊκής της φυσιογνωμίας,
που παρουσιάζει έντονο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον. Αχαρτογράφητη για τους
πολλούς εικόνα της πόλης του και των συμπολιτών του. Μια λαϊκότροπη λαογραφικών
τόνων και διαθέσεων καθημερινότητα της ζωής της. Μας φιλοτέχνησε μια ερωτική
εικόνα της ιστορίας της, μας ξενάγησε στα ερωτικά της καλντερίμια, και όλα αυτά
τα συνέπλεξε αρμονικά και ισορροπημένα, με συγγραφική μαεστρία και τέχνη,
ποιητικό ύφος με ατομικές του βίου του περιπτώσεις και ιδιαιτερότητες
περιστατικών και σωματικών επαφών του. Ο Χριστιανόπουλος, δεν ασχολήθηκε με την
«λούμπεν» πλευρά της, όπως έπραξε σε κείμενά του ο Ηλίας Πετρόπουλος, ένα άλλο
γνωστό παιδί της συμπρωτεύουσας. Δεν μας εξομολογήθηκε στις αυτοβιογραφικές του
σελίδες την «αστική» της πλευρά και κλίμα, όπως διαβάζουμε στις αναμνήσεις του
ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου. Δεν μας άφησε εκπληκτικές περιγραφές της, εικόνες
ευαισθησίας και τρυφερότητας της γενέθλιας πόλης του, που όμως εγκατέλειψε για
να εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα, όπως ο θεσσαλονικιός πεζογράφος αγαπητός μας
Γιώργος Ιωάννου. Δεν έμεινε μόνο στην πνευματική της διαδρομή και καταξίωση όπως
έπραξαν πολλοί δημιουργοί της, όπως πχ. έπραξε κυρίως μέσα από την έκδοση του
περιοδικού του ο συγγραφέας Τηλέμαχος Αλαβέρας. Δεν μας έδωσε μια μάλλον
«αλχημιστικών γλωσσικών περιγραφών ταυτότητά της» όπως έκανε αν δεν λαθεύω ο
φαρμακός Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης. Η Θεσσαλονίκη σαν πνευματικό στίγμα, θα σημειώναμε κάπως
παράτολμα και υπερβολικά, προετοιμάστηκε από τα πριν τον Χριστιανόπουλο
λογοτεχνικά ρυάκια πολλά από τα οποία, εκβάλουν στο δικό του της γραφής ποτάμι.
Αυτήν του την πολύτιμη συνεισφορά, δεν του την αρνήθηκαν οι συμπατριώτες του
θεσσαλονικείς πνευματικοί δημιουργοί και καλλιτέχνες, του την αναγνώρισαν όσο
βρίσκονταν εν ζωή και θα του την οφείλει η ιστορική μνήμη του μέλλοντος της Πόλης.
Αρκετοί δημιουργοί και συγγραφείς της Θεσσαλονίκης άφησαν επάξια τα ίχνη τους
στα χώματά της, όμως ο Χριστιανόπουλος, χάραξε τα δικά του βήματα τόσο βαθειά
και έντονα που αυλάκωσε μοναδικά και ανεπανάληπτα τα χώματά της. Οι ερωτικοί
του φωτισμοί απλώθηκαν και στις σκιερές της πλευρές, σε μέρη της που διαρκώς
εξερευνούσε, περιδιάβαινε τολμηρά, περπάταγε θαρραλέα, ιχνογραφούσε τις ενοχές
του, ενώ μας μιλούσε ταυτόχρονα και για την ιστορία της. Ο ποιητής δεν κοίταξε
από ψηλά την πόλη του, κρατώντας τα ερωτικά του μυστικά-που ήταν και δικά
της-για τον εαυτό του, ο ποιητής μας τα εξομολογήθηκε με παρρησία και σταθερές
δόσεις ενοχικής αθωότητας, μέσα από σχέσεις αλληλεξάρτησης και ιστούς
ισόμοιρους πνευματικούς και ερωτικούς. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος υπήρξε ο
ποιητής της πιάτσας, του ερωτικού σουλατσαρίσματος, του ερωτικού πάγκου της
αναμονής, του ψυχρού αέρα της αίσθησης της μοναξιάς και σωματικής ερημίας, ήταν
η πλευρά του χαρακτήρα και επιλογών του, που στέκονταν παράλληλα, με την εικόνα
του δημιουργού, του καταξιωμένου ποιητή, του πνευματικός προσώπου, που ήξερε
βιωματικά και εμπειρικά να εργάζεται συστηματικά και να ξεκλειδώνει μνήμες της
πόλης, των κατοίκων της, της πορείας της
ιστορίας της. Εστίασε την προσοχή μας στις μικρολεπτομέρειές της ανθρωπογεωγραφίας
του ερωτικού σώματος που υγράνθηκε με ιδρώτα και ηδονή, στέρηση και ερημιάς .
Ένα θρησκευτικών χρωματισμών αγάπης πείσμα και αυτοβασανισμού βλέπουμε στο
ταξίδι της ζωής του να κυριαρχεί. Μια ερωτική θάλασσα σκιερών εκπλήξεων και
βιωμάτων, στάσεις και πρακτικές συγχωνευμένες με τα λαϊκά κληροδοτήματα της Πόλης
του. Αυτός είναι ο ποιητής και καλλιτέχνης Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο σύγχρονος
ακρογωνιαίος πνευματικός λίθος της Θεσσαλονίκης.
Κάθε Πόλη έχει τον εκφραστή της λαϊκής και ντόμπρας
φυσιογνωμίας, της αυθεντικότητάς της, του λαϊκού της ήθους που παραμένει
ακέραιο μέσα στον χρόνο. Η Θεσσαλονίκη ευτύχησε να έχει τον ποιητή Ντίνο
Χριστιανόπουλο σαν λαϊκό της ζωγράφο. Αυτόν που κατόρθωσε να συγκεράσει την
λαϊκή της φυσιογνωμία με την «αστική» ταυτότητα του πνεύματός της. Την χαραχτηρογραφία
της ερωτικής πιάτσας μιας πόλης με το ερωτικό πρόσωπο των δημιουργών της.
Αρνήθηκε τα εύσημα των ισχυρών και τα παράσημα των επισήμων, ζώντας σχεδόν σε
όλη του την ζωή σε εποχές ισχνών αγελάδων. Κράτησε μέχρι τέλους τον πηγαίο και
μπρούτο ερωτισμό του. Το πικρό μεράκι της ερωτικής του διάθεσης που με τον
χρόνο έγινε σαράκι. Λαϊκή βρυσομάνα προσφυγιάς η Θεσσαλονίκη, λαϊκός βάρδος του
προσφυγικού έρωτα ο Ποιητής της.
Η ποιητική ματιά του Ντίνου
Χριστιανόπουλου, δεν έχει αυτόν τον εκ των υστέρων λεπτό σαρκασμό και ειρωνεία
που έχει το βλέμμα του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, που καθώς βλέπει στον καθρέφτη
του χρόνου το γήρας του σώματός του ξυπνά η μνήμη των περασμένων επιθυμιών και
ηδονών του. Των αντρικών σωμάτων που τους παραδόθηκε με στιγμιαία λαγνεία και
δόσεις ηδυπάθειας. Δεν έχει την ηττοπάθεια της ερωτικής ματιάς του Ναπολέοντα
Λαπαθιώτη, που κινείται διαρκώς σε ένα κλίμα υγρής και τρυφερής απαισιοδοξίας,
της απώλειας όχι της ρώμης του σώματος αλλά της στέρησης της τρυφερότητάς του.
Του αμοιβαίου αγκαλιάσματος, των γλυκών φιλιών και σαρκικών περιπτύξεων που
ολοκληρώνουν τον ονειρικό ερωτισμό του ποιητή. Η ερωτική ποίηση του
Χριστιανόπουλου, δεν έχει το κυνικό και δολοφονικό πρόσωπο, του παγερού
ρεαλισμού που συναντάμε στην ποίηση του
πειραιώτη ποιητή και μεταφραστή Ανδρέα Αγγελάκη. Η ποιητική εικονογραφία του Ντίνου
Χριστιανόπουλου, είναι η σύγχρονη ερωτική τυπολογία των ερωτικών προθέσεων της
πόλης, των αντρών με την στολή που «με τι συστολή φοράς την στολή/ και όταν την
πετάς, πετάς» όπως μας λέει σε στίχο του. Είναι η όψη της πόλης που έρχεται σε
επαφή χωρίς τα ψιμύθιά της, η σκληρή αυθεντικότητα ενός σωματικού χώρου που η
εσωτερική του υγρασία είναι διαρκώς παρούσα μέσα στους αφυδατωμένους μικρής
φόρμας πάντα στίχους του. Τα ποιήματά του, έχουν την φόρμα των αρχαίων
επιγραμμάτων, είναι σφιχτά και πυκνά όπως τα ερωτικά σωματικά συναισθήματα που
μας καθρεφτίζουν. Δεν είναι ο ποιητικός λόγος που πάσχει στον Χριστιανόπουλο
αλλά ο ίδιος ο ποιητής που υποφέρει από την μη ολοκλήρωση της ερωτικής
πλήρωσης. Ο λόγος του καθρεφτίζει τα βιώματα ενός ερωτικού προσώπου, που μένει
με την αίσθηση του «αιώνιου παράπονου», της αέναης αναζήτησης μιας πλήρωσης που
βρίσκει την δικαίωσή της μέσα από θρησκευτικά σύμβολα και περιστατικά πόνου που
επανέρχονται στον προφορικών προδιαγραφών ποιητικό του λόγο. Ο ποιητής δεν
ανοίγεται σε πελάγη ερωτικής αισιοδοξίας, έχει συναίσθηση της θέσης που επέλεξε
να παίξει στο παιχνίδι αυτό, του σημαδεμένου ρόλου του ίσως από την μοίρα
σίγουρα από την κοινωνία. Φετιχιστικές εικόνες συμπληρώνουν την ερωτική των
στρατιωτικών στολών εικονογραφία της ζωής του. Τα φανταράκια του
Χριστιανόπουλου, δεν χορεύουν το ζεϊμπέκικο του αντρισμού τους μόνο μέσα σε
υγρά κουτουκάκια, έξω από καφενεία που συχνάζουν οι αστοί εραστές κυνηγοί τους
όπως βλέπουμε στους πίνακες του πειραιώτη ζωγράφου Γιάννη Τσαρούχη, τα ανώνυμα
αντράκια του Χριστιανόπουλου εξακολουθούν να παραμένουν ανώνυμα και μετά την
σωματική τους επικοινωνία μαζί του, ή μάλλον μας δηλώνουν την παρουσία τους
μέσω της αντροσύνης τους που τυλίγεται μέσα στις ενοχικές διαθέσεις τους ή
αυτές που καλλιεργούν στον ίδιο τον ποιητή. Ο ποιητής συνομιλεί με την σωματική
τους συνειδητή εργαλειοποίηση που περνά μέσα στην ποίηση σαν αίσθηση μοναξιάς,
ερημιάς, μη πλήρωσης. Η αναζήτηση του αιώνιου εραστή είναι η άλλη όψη της θρησκευτικής
πίστης του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου. Είναι οι παιδικές και εφηβικές του
καταβολές σωματικής μνήμης. Το ανθρώπινο Σώμα οφείλει να σταυρωθεί ερωτικά από
τους εραστές του για να μπορεί κατόπιν να δοξαστεί ή μάλλον να τελειωθεί η
μνήμη του μέσα στην γραφή, ως παράσταση ενός παιχνιδιού που έχει συγκεκριμένους
κανόνες συμπεριφοράς και τυπολογία εκδηλώσεων. Οι κατοπινές ενοχικές
μεταμέλειες του ποιητικού υποκειμένου δεν κάνουν τίποτε άλλο, από το να
επαναφέρουν στην επιφάνεια της ερημιάς περιπλανήσεις του Κορμιού που πόθησε να
αγγιχθεί ερωτικά να ψηλαφηθεί σαν ενιαίο σωματικό όλο και όχι σαν
διαμερισματοποιημένη εμπορικής χρήσης περίπτωση. Δεν είναι η σωματική ερωτική πράξη και επαφή
που χαράσσει την μνήμη του με σκοτεινά χρώματα, αλλά η κατοπινή συνειδητοποίηση
της εφημερότητάς της. Είναι η συναίσθηση της απώλειας του χρόνου που δεν σου
αφήνει περιθώρια να ολοκληρωθεί το της αγάπης όραμα του ποιητή. Ο Ποιητής
αναμένει μέσα από τις τυχαίες σωματικές συνευρέσεις του να αγαπηθεί από τους
άγνωστους εραστές του. Προβάλλει στις σωματικές τους προθέσεις τον δικό του
οραματισμό ανάγκη αγάπης, και κρατά για τα ερωτικά του μετόπισθεν, τις
θρησκευτικής φύσεως ενοχές του. Ενοχές που δεν προέρχονται από αυτήν καθ’ αυτήν
ερωτική σωματική ομοφυλόφιλη επιθυμία του αλλά από τα αποτελέσματα της
επιθυμίας αυτής. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στην επιλογή αλλά στην χρήση της
επιλογής αυτής, δηλαδή, στην ουσία της, στην διαχείριση και χρήση του ίδιου του
κορμιού. Οι ανάγκες του μετατρέπονται σε εκ των υστέρων ενοχές και διαψεύσεις
και οι εμπειρίες των επαφών σε μόνωση και αίσθηση ερημίας και στέρησης. Υπάρχει
ένας ασκητικός ερωτισμός στην ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου, μια έρημος
σωματικών αισθημάτων, που την βαδίζουν τόσο ποιητής όσο και ο άλλος, ο
σωματικός του σύντροφος. Γιατί ο κρυφός πόθος και των δύο καθορίζεται από
θρησκευτικές εθιμικές επιταγές και κανόνες απαγόρευσης. Από σύμβολα ενοχών που
έχουν εμποτιστεί μέσα στις συνειδήσεις των ανθρώπων εμποδίζοντάς τους να
απολαύσουν αυτό που ποθούν. Ο χρόνος εκπλήρωσης αναγκών του ανθρώπινου κορμιού
ποτέ μέσα στην ιστορία δεν συμβάδισε με τον χρόνο των ανθρώπινων αναγκών του
μέσα στην κοινωνία σε όλους τους πολιτισμούς. Οι επίσημοι θεσμοί και κανόνες
ενός κράτους που μέσα σε αυτούς εντάσσονται και οι διάφορες θρησκείες και κατά
τόπους εκκλησίες, αντιμάχονται τις ενστικτώδεις ανάγκες και επιθυμίες του
Κορμιού. Το Σώμα μπορεί να γίνει αποδεκτό και οι ανάγκες του, μόνο ως εργαλείο
παραγωγής και διαχειριζόμενο ή αυτοδιαχειριζόμενο εργαλείο καταστολής επιθυμιών
προς δόξα των άνωθεν απαγορεύσεων. Οι ενοχές, δεν προέρχονται από την βιολογία
αλλά από την εθιμική παράδοση μέσα στην οποία είναι ενταγμένο το ερωτικό
υποκείμενο και ακολουθεί το ερωτικό πρόσωπο. Μια σκλαβωμένη συνείδηση
προϋποθέτει ένα σκλαβωμένο σώμα και τις επιθυμίες του. Στις πένθιμες
πανηγυρικές εκδηλώσεις της παράδοσης των μονοθεϊστικών θρησκειών κήδευσης του
θανάτου, του ένστικτου του θανάτου, το ανθρώπινο Σώμα σε όλη του την φθαρτότητα
και χθόνια ύλη σταυρώνεται και κηδεύεται. Και στον μελλοντικό μυθικό οραματισμό
της ανάστασης, και πάλι το Σώμα θα αναστηθεί και όχι η προτεραία συνείδησή του.
Η κατάσταση θα είναι σωματική όχι πνευματική. Εδώ βρίσκεται όλος ο αγώνας
εναντίον των γήινων επιθυμών του, και όχι στις ερωτικές του επιλογές και
εκπληρώσεις. Τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό. Το ανθρώπινο Σώμα στην ποίηση του
Ντίνου Χριστιανόπουλου, δεν βαπτίζεται μέσα στην κολυμπήθρα της αμαρτίας του
έρωτα πριν την πράξη, την επαφή των δύο σωμάτων, αλλά στις εκ των υστέρων
ενοχές που του φορτώνουν οι πραιτοριανοί των ενοχών του. Η Φύση, δεν
πλημμυρίζει ενοχές το ανθρώπινο Σώμα, η Κοινωνία και οι θεσμοί της είναι αυτή
που το κάνει. Η Φύση επιλέγει ή απορρίπτει, δοκιμάζει ή γεύεται. Γιαυτό νομίζω
είναι κοινωνική σε μεγάλο βαθμό η ποίηση του θεσσαλονικιού ποιητή, γιατί μας
μιλά για την κοινωνική πλευρά του σωματικού έρωτα, και όχι μόνο για την
ανθρώπινη σωματική του «καύλα». Ο ανθρώπινος καημός της ποίησής του είναι
κοινωνικός ή τουλάχιστον, ισοδύναμος με τον ερωτικό. Τι άλλο από κοινωνικό
πρόσημο έχει η αναζήτηση του ποιητή να αγαπήσει και να αγαπηθεί, μέσω των
αναγκών των σωμάτων τους. Η θλίψη της ερωτικής έκπτωσης περνά πρώτα από την
ξηρασία της κοινωνικής των ανθρώπων αναζήτηση επαφής. Της ακοινωνησίας των
σύγχρονων καιρών μας. Του πλακόστρωτου της αγάπης που έχουν ξηλωθεί από τον
χρόνο, την συνήθεια και τους απαγορευτικούς κανόνες οι αρμοί αυθεντικής
επικοινωνίας. Το αιώνιο ζητούμενο του ανθρώπου, δεν είναι οι απαγορευτικοί
κανόνες ενός Θεού, ή η εκπλήρωσή του μέσω της τέχνης και των εκφράσεών της
αλλά, η μεταξύ των ανθρώπων σωματική επαφή και αναγνώριση, επικοινωνία, και
αυτό επιτυγχάνεται με μια κοινή και κατανοητή γλώσσα, του σώματος που μας
δωρίθηκε από την Φύση. Και το εκμεταλλευόμαστε. Και απολαμβάνουμε τις χαρές του
μέχρι να έρθει το πλήρωμα του χρόνου που θα γίνει ποιητική εικόνα και σύμβολο
αφθαρσίας στα χέρια ενός ποιητή-δημιουργού.
Η Πόλη
της Θεσσαλονίκης ευτύχησε να έχει καλούς και άξιους ποιητές και ποιήτριες,
συγγραφείς και γραφιάδες με πάθος και αυθεντικότητα, ειλικρινείς φωνές που
τραγούδησαν την πόλη και τους καημούς της. Και ένας λυράρης της είναι και ο
Ντίνος Χριστιανόπουλος.
Έχω
γράψει αρκετά κείμενα για τον ποιητή και έχω μεταφέρει-αντιγράψει στην ιστοσελίδα
και παλαιότερα συνεντεύξεις του Ν. Χ., βλέπε τις ημερομηνίες: 8/11/2018,
11/11/2018, 30/11/2018 κλπ., στα περιοδικά «Κράξιμο», «Αντί», εφημερίδες «Τα
Νέα», «Η Αυγή». Είναι πάνω από δύο δεκάδες οι συνεντεύξεις που έχει δώσει στην
διάρκεια της πνευματικής του πορείας ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος. Μίλησε
σε εφημερίδες όπως η «Ελευθεροτυπία» 6/11/1989,
19/9/1993, στον Βασίλη Κ. Καλαμαρά,, 31/10/1993, στην Κυριακάτικη 27/3/1994,
στον Γιώργο Χριστοφουλόπουλο, στις 16/3/1997 στον Απόστολο Διαμαντή, στο φύλλο της
31/10/1993, στην Μαριάννα Πολυχρονιάδου και σε άλλες ημερομηνίες. Στην
εφημερίδα το «Έθνος» 22/7/1988 στην Ελένη Σπανοπούλου,. Στην εφημερίδα
«Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής» 6/2/1994 (μεταφορά λεγομένων του από το
αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού «Γιατί»), στην εφημερίδα «Τα Νέα» 7/3/1998,
στην εφημερίδα «Η Πρώτη» 18/11/1989. Στον
Κόσμο του Επενδυτή. 26/2/2000. Στον Γιώργο Χρονά στην Lifo 27/9/-3/10/2007.
Στον Μάκη Καραγιάννη στην Κυριακάτικη Αυγή, Σάββατο 1/1/2005. Στο ποικίλης ύλης
περιοδικό «Ένα» τχ.16/,17/4/1991 στον Χρήστο Ζαμπούνη, στο περιοδικό «Ο1», τεύχος
9/ Αύγουστος 1994 στον Στάθη Τσαραγκουσιάνο, στο περιοδικό «Βήμα magazinο» τχ.217/ 12/12/2004 στον
Θανάση Λάλα, στην έρευνα στον Γιώργο Λιάνη στα «Νέα» (που έχω αντιγράψει στην ιστοσελίδα)
στο μουσικό περιοδικό «Δίφωνο» τχ. 40/ Σεπτέμβριος 1999 στον Γιώργο Μητράκη, (συνέντευξη-προδημοσίευση)
και σε αρκετά αμιγώς λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης και όχι μόνο. Τα
αφιερώματα των λογοτεχνικών περιοδικών στον ποιητή είναι αρκετά, βλέπε
Εντευκτήριο, Φιλόλογος, Μπιλιέτο κλπ. και όχι αμελητέα και τα άλλα αφιερώματα
στην πόλη και στην λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης, που μας βοηθούν στην έρευνα, ανάλυση,
ερμηνεία του έργου, και στην επαρκή σύναξη στοιχείων και πληροφοριών για μια
ανοιχτή και στον χρόνο συμπληρούμενη βιβλιογραφία της παρουσίας του. Οι ψηφίδες
των στοιχείων που θα μας φιλοτεχνούν την εικόνα της δημιουργίας του στον χρόνο.
Σε παλαιότερα σημειώματα έχω καταγράψει τις εκδόσεις του. Σε αυτό το σημείωμα,
μεταφέρω συνεντεύξεις του-στην μνήμη του-καθώς και ορισμένα πληροφοριακά
στοιχεία για την συγγραφική του παρουσία. Το έργο του Ντίνου Χριστιανόπουλου
είναι πολύπλευρο και πολυποίκιλο και άντεξε στο χρόνο. Χρειάζεται όμως,
ιδιαίτερη εξέταση, επισκόπηση και καταγραφή του κάθε τομέα του ξεχωριστά.
Δηλαδή έχουμε την καθ’ αυτό ποιητική του πορεία και διαδρομή, δημοσιεύσεις
ποιημάτων του σε λογοτεχνικά περιοδικά και έντυπα, ανθολογίες και βιβλία.
Ξεχωριστή περίπτωση αποτελούν τα μικρά του δοκίμια και μελετήματα για άλλους
πνευματικούς δημιουργούς, οι διάφορες βιβλιοκριτικές και παρουσιάσεις του. Οι
μεταφράσεις του. Η ενασχόλησή του με τα εικαστικά, οι επιμέλειες και οι
εκδόσεις του εκδοτικού οίκου που ίδρυσε «Διαγώνιος». Και σε αυτά, προσμετράμε
το λογοτεχνικό περιοδικό που ίδρυσε και εξέδωσε για πολλές δεκαετίες, την
γνωστή «Διαγώνιο». Πολλά δημοσιεύματά του έχουν συμπεριληφθεί σε αυτόνομες
εκδόσεις βιβλίων του που κυκλοφορούν στα κατοπινά χρόνια. Έχει συνταχθεί μια
επαρκή βιβλιογραφία συγγραφικών χρόνων του και έχει αποδελτιωθεί η ύλη τευχών
του περιοδικού. Έχουν επίσης εκδοθεί και κυκλοφορήσει στο εμπόριο αρκετές
σύγχρονες μελέτες που αναλύουν το έργο του, την πνευματική και καλλιτεχνική του
διαδρομή, καθώς και μια επιλογή βιβλιοκρισιών και δοκιμίων για τα ποιήματά του.
Σε γενικές γραμμές ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος, ευτύχησε και είδε εν ζωή
να τον τιμούν και να υπάρχει ένα όχι ευκαταφρόνητο αναγνωστικό κοινό που
ενδιαφέρονταν και εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για την ποιητική και πνευματική
του παρουσία. Σε αυτά συνεπικουρούν οι ξενόγλωσσες μεταφράσεις ποιημάτων του,
οι προσκλήσεις του σε δημόσιες διαλέξεις, τα λογοτεχνικά ραδιοφωνικά και
τηλεοπτικά αφιερώματα που κατά διαστήματα του έχουν γίνει. Τώρα που η σωματική
του παρουσία έχει φύγει από κοντά μας, μένει παρακαταθήκη στα ελληνικά γράμματα
το πολυσχιδές έργο του. Το διάβασμα των ποιημάτων και των κειμένων του και το αναγνωστικό
και ερευνητικό ενδιαφέρον των μελλοντικών αναγνωστών του.
Χριστιανόπουλος:
«Είκοσι χρόνια παλεύω μόνος μου»
ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Εφημερίδα
«Η ΠΡΩΤΗ», Σάββατο 18 Νοεμβρίου 1989.
«ΕΚΑΤΟ χρόνια
λογοτεχνικού περιοδικού στην Θεσσαλονίκη, 1889-1999». Η πρώτη μοναδική έκθεση
στη Θεσσαλονίκη, που βάζει τις βάσεις για μια εκλαΐκευση του θέματος του
πνευματικού παρελθόντος της Θεσσαλονίκης,, χάρις στην επίπονη προσπάθεια είκοσι
χρόνων του γνωστού Θεσσαλονικιού λογοτέχνη και ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου,
λειτουργεί από χθες στον εκθεσιακό χώρο του δήμου Θεσσαλονίκης – Εθνικής Αμύνης
9-.
Η
επετειακή μορφή της έκθεσης που θα διαρκέσει μέχρι τις 3 Δεκεμβρίου,
ενσωματωμένη στα «Δημήτρια ΚΔ» αποτελεί ευτυχή συγκυρία του εορτασμού των 50
χρόνων λειτουργίας της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Θεσσαλονίκης, και της συμπλήρωσης
100 χρόνων από την έκδοση του πρώτου ελληνικού περιοδικού της Θεσσαλονίκης, που
κυκλοφόρησε το 1889, με τον τίτλο «Αριστοτέλης».
ΛΟΓΟΤΈΧΝΕΣ
Μιλώντας γι’ αυτό το τόσο σημαντικό γεγονός ο Ντίνος
Χριστιανόπουλος, αναφέρεται αρχικά στο ξεκίνημα:
«Είκοσι χρόνια τώρα παλεύω από το ’69, μόνος μου για
να βρω στοιχεία του πνευματικού παρελθόντος της πόλης, μετά τη θλιβερή
διαπίστωση ότι γιατρειά δεν υπάρχει από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και
ειδικότερα από το Νεοελληνικό Τμήμα, που είναι το πιο ενδεδειγμένο για τέτοιες
έρευνες.
Εννοούν να γνωρίζουν τους τελευταίους κλάσεως
στιχοπλόκους της Αθήνας και τα βιογραφικά τους οι εδώ καθηγητές, και αγνοούν
τις εδώ βασικές μορφές και πράξεις, μιας πόλης ανεξάντλητης με αξιόλογους
λογοτέχνες που διακρίνει η συνεχόμενη κοινωνική και πνευματική ζωή, κάτι που
δεν το είχε ποτέ η Αθήνα. «Στις έρευνές μου» συνεχίζει ο ποιητής, έθεσα ως όριο
το 1850, χρονιά που λειτούργησε το πρώτο τυπογραφείο στη Θεσσαλονίκη από τον
Μιλτιάδη Γκαρμπολά, αποτελώντας μια απόδειξη ότι βγήκαν λογοτεχνικά βιβλία.
Τρομακτικό σε σπουδαιότητα γεγονός, αν σκεφτείται ότι οι Εβραίοι είχαν
τυπογραφείο στην πόλη από το 1570 και οι Βούλγαροι από το 1838.
Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, ο αδερφός του Μιλτιάδη,
Σοφοκλής Γκαρμπολάς, ιδρύει την πρώτη ελληνική εφημερίδα, τον «Ερμή», επίσης
συγκλονιστικό γεγονός.
Και το 1880, ένας άγνωστος δασκαλάκος από τον
Όλυμπο, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ιδρύει το πρώτο περιοδικό και μάλιστα
λογοτεχνικό τον «Αριστοτέλη». Αυτές οι ημερομηνίες είναι σημαντικές και
σημαδιακές για την πνευματική ανέλιξη αυτού του τόπου. Να σκεφτείτε, ότι μέχρι
το 1963 δεν υπήρχαν σε καμιά βιβλιογραφία και μετά από επίπονες προσπάθειες το
ανακάλυψα μόνος μου».
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
-Ποιό
ήταν το περιεχόμενο του πρώτου περιοδικού και τι επιδράσεις είχε στο κοινό που
απευθύνονταν;
-«Ήταν κυρίως μορφωτικό με γενική ύλη (όπως και τα
αντίστοιχα περιοδικά της εποχής εκείνης στην Αθήνα), μέσα στην οποία η
λογοτεχνία δεν κατείχε την πρώτη θέση, ούτε και ήταν καλής ποιότητας.
Αλλά σε
μια μικρή κοινωνία εμπόρων και μάλιστα υπόδουλη, δεν ήταν δυνατόν και να
ξεκινήσουμε με λογοτεχνία. «Ο Αριστοτέλης» βάσταξε μόνο ένα χρόνο, μια και οι
Τούρκοι τον φίμωσαν δύο φορές κλείνοντάς τον.
-Ποια
είναι τα συμπεράσματά σας από αυτή την έρευνα;
-«Κατ’ αρχήν η διαπίστωση για την πλήρη άγνοια
μεταξύ των πανεπιστημιακών, των λογοτεχνών και των παλαιών Θεσσαλονικέων, για
το τι έγινε σ’ αυτή την πόλη πριν από το 1930, Μά καλά, όλα αυτά τα περιοδικά
τα σπουδαία, οι ομάδες λογοτεχνών, όλοι αυτοί τι έγιναν; Κανείς δεν ήξερε.
Λες και η
ζωή ξεκίνησε το ’30 μετά τις «Μακεδονικές
Ημέρες» του ’32, τον «Κοχλία»
του ’45 και τη «Διαγώνιο» του ’58.
Η
διαπίστωσή μου λοιπόν είναι, ότι περιοδικά βγήκαν αρκετά, ώστε να δίνουν ένα
εντυπωσιακό πανόραμα της εκδοτικής ζωής στη Θεσσαλονίκη ως προς τον τομέα των
λογοτεχνικών περιοδικών.
Στην
έκθεση δεν προβάλουμε αυτή τη στιγμή την ποιότητα, αλλά μόνο την ποσότητα. Ένα
έξυπνο μάτι όμως, μπορεί να αντιληφθεί πολύ καλά πια περιοδικά από αυτά έγραψαν
ιστορία και ποια υπήρξαν λαθρόβια».
-«Και
για τα κοινό που δεν έχει ασχοληθεί με τη λογοτεχνία πως μπορεί να κατανοήσει
τη διαφορά που επικαλείσθε και πως μπορεί να βοηθηθεί;
-«Με την καθημερινή ξενάγηση που θα κάνω στο χώρο
της έκθεσης αλλά και με τον αναλυτικό κατάλογο που θα παίρνει ο επισκέπτης,
έτσι ώστε και αν ξεχάσει την επομένη μέρα την έκθεση να του μείνει ο κατάλογος
που περιέχει εισαγωγή για την ιστορία των περιοδικών, αναλυτική καταγραφή για
την ιστορία των 230 περιοδικών που εκτίθενται μετά από εξαντλητική
παρακολούθηση τους. Ένα χρήσιμο βοήθημα και για τον ιστορικό του μέλλοντος».
-Πόσα
περιοδικά έχουν εκδοθεί από το 1889 μέχρι σήμερα;
-«Περί τα 1000, από τα οποία μπόρεσα να βρω τα 550.
Η δυσκολία η μεγάλη υπήρξε στην ταξινόμησή τους, για την οποία έχω προχωρήσει
σε οχτώ ενότητες: τα κυρίως λογοτεχνικά, τα ημιλογοτεχνικά, τα ημερολόγια και
λευκώματα, τα νεανικά και μαθητικά, τα φοιτητικά, τα καλλιτεχνικά, τα
φιλολογικά, τα λαογραφικά και εκπαιδευτικά (εφ’ όσον περιέχουν μελέτες για τη
νεοελληνική λογοτεχνία) και τέλος τα περιοδικά ποικίλης ύλης.
ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ
-Οικονομικά,
ποιος φορέας έχει καλύψει αυτές τις έρευνές σας;
-«Κοιτάξτε, παρόλο που κοντεύω να εγκαταλείψω εντελώς το επάγγελμά μου ειδικά τους τελευταίους
μήνες και έχω φθάσει σε σημείο οικονομικής εξαθλίωσης, αρνήθηκα τις 600. 000
που μου πρόσφερε ο δήμος Θεσσαλονίκης
Είναι
εξοντωτικό βέβαια αυτό, αλλά είναι και ο μόνος τρόπος να επιπλεύσω με
αξιοπρέπεια, μέσα από αυτή τη ζούγκλα των συμφερόντων των τόσο πονηρών καιρών.
Δεν
δέχομαι χρήματα γιατί δεν είναι μια εξυπηρέτηση με αντίτιμο την πληρωμή, αλλά
μια προσφορά στη Θεσσαλονίκη.
Ο δήμος βέβαια κάλυψε το κόστος του 1 εκατομμυρίου
του καταλόγου. Καταλήγοντας ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, μας αποκαλύπτει ότι
επόμενη ερευνητική του δουλειά είναι η έκδοση ενός τόμου για τα ελληνικά βιβλία
που τυπώθηκαν στη Θεσσαλονίκη επί Τουρκοκρατίας. «Δεν είναι δυνατόν να αγνοούμε
το παρελθόν και να γνωρίζουμε το παρόν» μας είπε χαρακτηριστικά.
ΑΓΝΗ
ΓΙΑΝΝΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ
Εφημερίδα
«Η ΠΡΩΤΗ», Σάββατο 18 Νοεμβρίου 1989.
--
Ελάχιστα
συμπληρωματικά.
Μεταφέρω
μία ακόμα από τις 20 πάνω κάτω συνεντεύξεις του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου
που γνωρίζω, και έχω διασώσει στον φάκελό του στο δικό μου αρχείο για τον
ποιητή. Συνεντεύξεις που έχει δώσει κατά καιρούς σε λογοτεχνικά περιοδικά, σε
ποικίλης ύλης περιοδικά και πολιτικές εφημερίδες της πρωτεύουσας. Ή
συμπεριλαμβάνονται σε αφιερωματικά τεύχη λογοτεχνικών περιοδικών στον ίδιο και
την πνευματική του παρουσία και διαδρομή. Στις συνεντεύξεις αυτές, ο ποιητής
Ντίνος Χριστιανόπουλος, μιλά συνήθως για τους πάντες και τα πάντα. Τόσο σε
προσωπικό επίπεδο όσο και για την δημόσια εικόνα του ως ποιητής και συγγραφέας.
Τις συνεντεύξεις του θα μπορούσαμε σχηματικά να τις κατατάξουμε σε τρείς
μεγάλες ενότητες. Στην πρώτη ενότητα θα κατατάσσαμε τις συνεντεύξεις που δίνει και μας μιλά για
την ζωή του, τα εφηβικά και σπουδαστικά του χρόνια, την σχέση του με τα
κατηχητικά της Θεσσαλονίκης, την τοποθεσία της και κυρίως για τις ερωτικές του
τσάρκες και περιπέτειες, και πως η ερωτική του ιδιαιτερότητα, αισθητοποιήθηκε
μέσα στην ποίησή του, Στην δεύτερη ενότητα θα εντάσσαμε τις προσωπικές του
εξομολογήσεις για πρόσωπα και γεγονότα, καταστάσεις και συμβάντα, πνευματικά
και καλλιτεχνικά και εκδοτικά πράγμα της Θεσσαλονίκης, τις προτιμήσεις του σε
συγγραφείς και πρόσωπα της πόλης του και φυσικά, για την δική του συγγραφική
περιπέτεια, σαν ποιητής, επιμελητής εκδόσεων, εκδότης τίτλων βιβλίων που δεν
ανήκουν στον στενό ποιητικό χώρο της συμπρωτεύουσας, τέλος σαν εκδότης του
περιοδικού «Διαγώνιος» που ίδρυσε και διεύθυνε για σχεδόν 30 χρόνια. (Δύο
εκδοτικοί περίοδοι). Και φυσικά, για την σχέση του με τον χώρο των εικαστικών
τεχνών, σαν γκαλερίστας μια και διατηρούσε για μεγάλο διάστημα έναν εκθεσιακό
χώρο που εξέθετε έργα ελλήνων καλλιτεχνών και τα πωλούσε. Υπήρξε ένας πολυτάλαντος όχι μόνο συγγραφέας
αλλά και επαγγελματίας, από την στιγμή που αποφάσισε να μην ενταχθεί στην
δημόσια εκπαίδευση σαν φιλόλογος, και κατόπιν να παραιτηθεί από τον εργασιακό
του βίο στην Βιβλιοθήκη του Δήμου Θεσσαλονίκης, προτιμώντας να εξασκεί στον
ιδιωτικό χώρο τις επαγγελματικές του δραστηριότητες. Το ελεύθερο και ανεξάρτητο
του χαρακτήρα του, η ατίθαση και πάντα υπερήφανη σκέψη του, η μη ένταξή του σε
κλίκες και κυκλώματα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά, η εξακολουθητική στάση του
να μην αποδέχεται εύκολα δημόσιες βραβεύσεις και επαίνους, τιμητικές διακρίσεις
που προέρχονταν από την επίσημη ελληνική πολιτεία, το κράτος, επειδή δεν ένιωθε
ότι κάνει κάτι το ξεχωριστό ούτε ήθελε να
ξεχωρίζει από τους απλούς καθημερινούς συμπολίτες του που έρχονταν σε
επαφή, δεν είναι τυχαίο η συνειδητή του επιλογή να μην έχει τηλεόραση στα
σπίτια που νοίκιαζε για διαμονή, του έδιναν την δυνατότητα να εκφράζει με άνεση
την γνώμη του και να εκθέτει τις σκέψεις του για τα πνευματικά πράγματα της
χώρας και της εποχής του, τους ανθρώπους της. Η Τρίτη ενότητα είναι αυτή στην
οποία ο Θεσσαλονικιός ποιητής και εκδότης μιλά κυρίως αρνητικά αλλά και
ελάχιστες φορές θετικά για ποιητές και συγγραφείς του αθηναϊκού κέντρου, την
πρωτεύουσα, που ελάχιστες φορές επισκέπτονταν. Οι κρίσεις του για μεγάλα και
αγαπητά και αποδεκτά μας ονόματα της ποίησης είναι συνήθως τόσο αρνητικές, που
οι απόψεις του δημιουργούσαν πάντα αντιδράσεις και αντιρρήσεις. Το φειδωλό και
επιγραμματικό του ποιητικού του λόγου και της γραφής του, δεν ίσχυε όταν
μιλούσε ή αναφέρονταν σε ομοτέχνους του αθηναίους. Φυσικά, σε αυτές τις τρείς
γενικές ενότητες τις έκθεσης των απόψεών του και πολλές φορές απόλυτων κρίσεών
του, μπορούμε να εντάξουμε μικρότερες ενότητες εξομολογητικών ενδιαφερόντων που
εντάσσονται μέσα στις παραπάνω ή που οι ενότητες των εξομολογήσεών του
τέμνονται ανάλογα με το περιοδικό που δίνει συνέντευξη ή τον δημοσιογράφο, το
πρόσωπο που του παίρνει την συνέντευξη.
Μεταφέρω εδώ ξεχωριστά μόνο την μικρή συνέντευξη του
ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου στην παλαιά εφημερίδα «Η ΠΡΩΤΗ» Σάββατο 18
Νοεμβρίου 1989, επειδή αποτελεί μια συνέντευξη που έχει από μόνη της μια
ενότητα λεγομένων και αναφορών, και πραγματοποιείται με την ευκαιρία της έκθεσης
που οργάνωσε ο ποιητής στην Θεσσαλονίκη. Η πολιτική εφημερίδα «Η ΠΡΩΤΗ»
κυκλοφόρησε για μικρό χρονικό διάστημα, σε μια πολιτική περίοδο που στην χώρα
μας, είχε αρχίσει να διασπάται η ενότητα της πολιτικής εκπροσώπησης και
δημόσιας πολιτικής εικόνας της. Την εφημερίδα είχαν στελεχώσει δημοσιογράφοι
και λογοτέχνες που προέρχονταν από τον λεγόμενο δημοκρατικό και αριστερό χώρο
και συγγραφείς με αριστερές ανησυχίες και θέσεις. Η συνέντευξη δημοσιεύεται
στην σελίδα της εφημερίδας με τον γενικό τίτλο Ιδέες-Τέχνες-Πολιτισμός. Ενώ στο
δεξιό μονόστηλο με τίτλο «διακριτικά» αναφέρεται στον θάνατο της παλαιάς
ηθοποιού Μαίρης Γιατρά-Λαιμού. Ενώ αμέσως μετά παρουσιάζεται το γνωστό νέο
τεύχος του παλαιού περιοδικού «ΠΑΡΑΠΕΝΤΕ». Η εφημερίδα είχε και σελίδες
αφιερωμένες στην κριτική βιβλίου, που την επιμέλειά της κρατούσε ο ποιητής,
δοκιμιογράφος και μεταφραστής δημοσιογράφος Παντελής Μπουκάλας., κάτω από τον
γενικό τίτλο «γραφή και ανάγνωση». Στο φύλλο αυτό του Σαββάτου ο Δημήτρης
Κυρτάτας γράφει κάτω από τον γενικό τίτλο «Δουλεία, κτηνοτροφία και βιοτεχνία
στην ελληνική αρχαιότητα» για τις εργασίες των Χρύσα Χρονοπούλου-Πανταζή,
«Δούλοι και δουλεία στον Όμηρο», Μάρκος Α. Γκιόλας, «Η κτηνοτροφία στην αρχαία
Αττική» και Αθανάσιου Π. Κανελλόπουλου, «Η ηλειακή «βιομηχανία» κατά την
αρχαιότητα. Ενώ αμέσως μετά κάτω από τον γενικό τίτλο «διαγωνίως» ο Παντελής
Μπουκάλας, παρουσιάζει βιβλία του Αδαμάντιου Κοραή, του Ούγγρου θρησκειολόγου
Καρλ Κερένυϊ και του ελβετού ψυχολόγου Καρλ Γιουνγκ: «Η επιστήμη της
μυθολογίας» και το βιβλίο του γερμανού φιλοσόφου Μάρτιν Χάιντεγκερ. Το
φιλοσόφου που ένα «μα» ακολουθεί πάντα σαν σκιά το όνομά του, όπως είπε
παλαιότερα ο Σάμιουελ Μπέκετ. Έχοντας κατά νου ο θεατρικός συγγραφέας του
παραλόγου την ολιγόχρονη συνεργασία του Μάρτιν Χάιντεγκερ με το ναζιστικό
καθεστώς της εποχής του στην πόλη του.
Συμπληρωματικά να αναφέρουμε ότι το 1995 κυκλοφόρησε στην Θεσσαλονίκη
από τις εκδόσεις Διαγώνιος σε συνεργασία με τη Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, η
εργασία του Ντίνου Χριστιανόπουλου: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
(1889-1954) Εισαγωγή-Βιβλιογραφία- Καταγραφή-Προσωπογραφία, σελίδες 136 η
έκδοση κυκλοφόρησε για λογαριασμό της Βιβλιοθήκης σε 1000 αντίτυπα. Ο τόμος
ολοκληρώνει παλαιότερες εργασίες του Χριστιανόπουλου που είχε αρχίσει να
δημοσιεύει από την δεκαετία του 1960, κυρίως την δεκαετία του 1980 και
περάτωσαν τον κύκλο τους με την έκθεση και την παρούσα έκδοση. Να θυμίσουμε
ακόμα, ότι κυκλοφορεί η εργασία του Γιώργου Μολυβίδη, «ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ» Η κριτική
κατά την πρώτη πενταετία (1958-1962), με επίμετρο του Ντ. Χριστιανόπουλου,
εκδόσεις «Νησίδες» σελίδες 102. Επίσης, το 1997 από την Παιανία οι εκδόσεις «Μπιλιέτο»
εξέδωσαν την εργασία του Κώστα Κουρούδη, «ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΚΟΧΛΙΑΣ»» Θεσσαλονίκη (1945-1948)
Εισαγωγή-Συνεντεύξεις-Βιβλιογραφία, σελίδες 168. Ενώ το 2006, δημοσιεύονται από
τον Δήμο Θεσσαλονίκης-Αντιδημαρχία Πολιτισμού, Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης,
τα Πρακτικά του Συνεδρίου, «ΦΥΤΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΊΚΗ» Τα λογοτεχνικά
περιοδικά της πόλης στον 20ο αιώνα. Την επιμέλεια της έκδοσης είχε ο
συγγραφέας Περικλής Σφυρίδης. Σελίδες 336.
Σε μεταγενέστερο σημείωμα θα αντιγράψω και άλλη συνέντευξη
του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 1 Σεπτεμβρίου 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου