Ο
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΓΙΑΝΝΗΣ Κ. ΣΙΔΕΡΗΣ
(Αθήνα 1898-Αθήνα 22/12/1975)
«…πέρα
από το σεβασμό και την ευγνωμοσύνη που οφείλουμε στον Γιάννη Σιδέρη για το
πρωτοπόρο ερευνητικό έργο του, έχουμε και την υποχρέωση να μελετήσουμε σε βάθος
όχι μόνο αυτό καθαυτό το έργο, αλλά και τις συνθήκες της σύνθεσής του.»
Πλάτων Μαυρομούστακος, Ένα Θαμπό
χειρόγραφο, εκδ. Καστανιώτη 1994, σ.49.
Η γενιά μου, γενιά του
1980, θα τολμούσα να έγραφα μετά από τέσσερεις δεκαετίες έστω και με μια δόση
υπερβολής,-τουλάχιστον όπως εγώ την κατανόησα και την καταγράφω-υπήρξε η πλέον
θεατρόφιλη γενιά των νεότερων ιστορικών χρόνων. Των πολιτικών χρόνων μετά την
μεταπολίτευση του Καλοκαιριού του 1974. Έφηβοι νέοι και νέες έντονα
πολιτικοποιημένοι και επαναστατημένοι (το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής
νεολαίας εκείνα τα χρόνια ήταν ενταγμένο στα κόμματα, ιδιαίτερα τα αριστερά, σε
όλες τις αποχρώσεις και εκδοχές), οργισμένοι και ατίθασοι, απόλυτοι ενάντια στο
επτάχρονο δικτατορικό καθεστώς (1967-1974) διαδηλώναμε υπέρ της θανατικής
ποινής των χουντικών που βύθισαν την χώρα σε ένα τέλμα πολιτικών και κοινωνικών
αδιεξόδων, με κυριότερο εθνικό πρόβλημα εσκεμμένα πολιτικά άλυτο μέχρι σήμερα,
την στρατιωτική κατοχή και την σκλαβιά της Κύπρου. Την κυπριακή προσφυγιά και τον
διαμελισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας από τα τούρκικα-μουσουλμανικά στρατεύματα
κατοχής. Κατοχικά στρατεύματα που παραμένουν ακόμα στο Κυπριακό έδαφος κρατώντας διαιρεμένη την νήσο της Θεάς της ομορφιάς Αφροδίτη. Από εδώ η
ελληνοκυπριακή κοινότητα από εκεί η τουρκοκυπριακή. Σίγουρα η ευθύνη ήταν δική
μας. Άφρονες έλληνες στρατιωτικοί και κύπριοι πολιτικοί και οι τρείς τότε
μητροπολίτες, οι οποίοι συνέργησαν στο γνωστό πραξικόπημα εναντίον του εθνάρχου
Μακαρίου με σκοπό την δολοφονία του. Απέτυχαν τα τυχοδιωκτικά αντεθνικά σχέδιά
τους με τα γνωστά κατόπιν αποτελέσματα. Ακόμα και σήμερα δυσκολευόμαστε να
διδαχθούμε από τα λάθη μας, να αναλάβουμε τις ιστορικές και πολιτικές ευθύνες
που μας αναλογούν είτε σαν λαός είτε σαν πολιτικό σύστημα. Ο φάκελος της
Κυπριακής τραγωδίας δεν άνοιξε ακόμα, παρ’ ότι γνωρίζουμε τους υπαίτιους.
Κανένας αμερικανός υπουργός εξωτερικών δεν θα μπορούσε να επιβάλλει το ελληνικό
και κυπριακό πραξικόπημα αν δεν έβρισκε υποστηρικτές εντός της πατρίδας μας.
Τον άκουσαν, ξεγελάστηκαν οι τότε έλληνες στρατιωτικοί ηγέτες με αποτέλεσμα να
απολέσουμε ένα μέρος του Κυπριακού Ελληνισμού. Και όσοι σαν παιδιά εκείνη την
περίοδο, άκουγαν οι γονείς τους ξένους παράνομους ραδιοσταθμούς, Ντόιτσε Βέλλε
πχ., θα θυμούνται ότι την πτώση της χούντας-την αλλαγή του καθεστώτος όπως
έλεγαν, την άκουσαν από τα λεγόμενα του Χένρυ Κίσινγκερ, υπουργού των
εξωτερικών της κυβέρνησης Ρίτσαρντ Νίξον. Η ευθύνη βαραίνει τους στρατιωτικούς
και πολιτικούς έλληνες και κύπριους. Δεν μας πήραν από το χεράκι για να κάνουμε
το πραξικόπημα. Το προετοιμάζαμε ηττηθήκαμε. Όπως το 1922. Το πολιτικό πείραμα
του παλαιού πολιτικού και ιστορικού Σπυρίδωνος Μαρκεζίνη είχε αποτύχει, για μια
κάπως ομαλή μεταβίβαση από την δικτατορία στην δημοκρατία. Η φοιτητική εξέγερση
του Πολυτεχνείου, η εξέγερση της Νομικής και ο αγροτικός ξεσηκωμός στα Μέγαρα,
αν θυμάμαι καλά, έγιναν οι σπίθες ανατροπής για την επερχόμενη πολιτική
μεταβολή στην χώρα μας. Επαναλαμβάνω τα γνωστά στους μεγαλύτερους ιστορικά και
πολιτικά αυτά γεγονότα, όχι μόνο για να μην ξεχνάμε αλλά γιατί, όσοι είναι
συστηματικά θεατρόφιλοι και αγαπούν την θεατρική τέχνη, γνωρίζουν ότι το
Θέατρο είναι στην ουσία του μια πολιτική στάση απέναντι στον κόσμο και τα
προβλήματά του. Το Θέατρο είναι πολιτική παιδαγωγία, ιδιαίτερα η αρχαία
ελληνική τραγωδία και κωμωδία. Πολιτικό θέατρο δεν έγραψαν μόνο ο γερμανός
Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο ιταλός Ντάριο Φο, ο ισπανός Φερνάντο Αρραμπάλ, για να
αναφέρω ενδεικτικά ονόματα γνωστά των σύγχρονων καιρών μας, και πολλοί άλλοι
σύγχρονοι θεατρικοί συγγραφείς. Στην ουσία της η θεατρική πράξη είναι πράξη
πολιτική, ενέχει θέση πολιτικής διδαχής. Ο ποιητικός θεατρικός λόγος της
αρχαίας τραγωδίας μπορεί στην θεματολογία του να διαπραγματεύεται τις
παρεμβάσεις, αντιδράσεις και την άμεση ή έμμεση συμμετοχή των αρχαίων Θεών στις
επιλογές και ενέργειες των ανθρώπων, μπορεί να μας μιλούν για τα πολιτικά πάθη
και μίση μελών των μεγάλων βασιλικών οίκων και οικογενειών, να συνάγουμε από
την ανάγνωση και παράστασή τους διδαχές
και μηνύματα οντολογικών και φιλοσοφικών ερωτημάτων και διλημμάτων, στον
κεντρικό τους όμως λαϊκής παιδαγωγίας σχεδιασμό, είναι έργα πολιτικά ή
μεταφέρουν μέσα τους προεκτάσεις και μηνύματα πολιτικά. Σχέσεις εξουσίας,
σχέσεις αρχόντων με αρχόμενους. Την στάση του πολίτη απέναντι στην πολιτική
εξουσία και τις αυθαιρεσίες της. Την αμφισβήτησή της. Την προσαρμογή της σε ένα
κανονιστικό πλαίσιο πολιτειακών νόμων και θεσμικών επιταγών που θα γίνονται
σεβαστοί από άρχοντες και αρχόμενους. Η εθιμική των βασιλικών οίκων αρχή ή ο εκ
θεού νόμος και εξουσία απέναντι στον απλό πολίτη της εκκλησίας του δήμου. Ο
Αριστοτέλης όρισε τον άνθρωπο ως πολιτικό ον, ως μετέχοντας στα κοινά και την
διακυβέρνησή πολιτικό υποκείμενο, με ενεργή πολιτική βούληση, δημοκρατικό
ψήφο, κοινωνική-πολιτική συμπεριφορά (αν και ακόμα και σήμερα ζητούμενα στις
σύγχρονες κοινωνίες μας). Αν διαβάζω σωστά τον τραγικό λόγο, τότε, είναι κατ’
εξοχήν πολιτικός ο λόγος των αρχαίων τραγικών. Το ίδιο θα υποστηρίζαμε και για
τις πολιτικές, αντιπολεμικές κωμωδίες του παππού μας Αριστοφάνη. Όπως
αντίστοιχα και για την μυητική στάση, την πολιτική των Ομηρικών Επών. Οι
συνελεύσεις και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τους αρχηγούς των φατριών, οι
συνεδρίες των ομιλιών δεν είναι παρά μιας άλλης μορφής πολιτικά κοινοβούλια.
Πολιτική συμμετοχή στα κοινά και για το κοινό καλό και συμφέρον.
Το Θέατρο
είτε ως θεατρικός λόγος είτε ως θεατρική σύλληψη είτε ως σκηνική πράξη είναι
ένα ανοιχτό, δημόσιο σχολείο ατομικών και συλλογικών συμπεριφορών, πολιτικών
στάσεων και αποφάσεων, επιμέρους αντιδράσεων απέναντι στο υπάρχον πολιτικό
σύστημα, στην εκάστοτε πολιτική εξουσία στην όποια ατομική, οικογενειακή ή
κοινωνική-κρατική αρχή. Είναι η στάση του συνειδητού πολίτη που επεξεργάζεται
και αναζητά λύση των προβλημάτων με πολιτικό συνταγματικό τρόπο και επιλογές.
Ακόμα και το είδος αυτό του θεάτρου που ονομάζουμε αστικό, ποιητικό, επιθεώρηση
κλπ. δεν είναι παρά μια άλλης μορφής πολιτικό θέατρο. Εφόσον δεχόμαστε ότι ο
άνθρωπος διαμορφώνεται από το υπάρχον κοινωνικό, πολιτικό και οικογενειακό
περιβάλλον. Ο χαρακτήρας και οι συμπεριφορές μας διαπλάθονται από ένα
ιδεολογικό ή πολιτικό σύστημα. Το ίδιο συμβαίνει και με τις θρησκευτικές
εξουσίες και αρχές. Ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να αποδεχτεί μάλλον να
υποταχτεί, σε ένα πολιτικής ουράνιας αρχής και εξουσίας θρησκευτικό μοντέλο
κοινωνίας. Έχουμε την Πολιτεία του Θεού. Ακόμα και η οικεία βούληση του πιστού
οφείλει να παραχωρήσει το θέλημά της σε μια ουράνια κυρίαρχη αρχή και εξουσία
χωρίς αμφισβήτηση. Αν είναι ορθές οι
ερμηνευτικές αυτές σκέψεις που διατυπώνω, το γενικό αυτό πλαίσιο αναφορών για
την πολιτική σημασία του θεάτρου και των μηνυμάτων που απορρέουν από αυτό, τότε,
αβίαστα θα αποδεχτούμε, ότι η μεταπολιτευτική ελληνική γενιά, η γενιά του
1980, για να μιλήσω για του οίκου μας, υπήρξε όχι μόνο η πλέον σύγχρονη
ιστορικά πολιτικοποιημένη (και κομματικοποιημένη) αλλά και η πλέον θεατρόφιλη
γενιά. Αυτή που θεατριζόταν ανά πάσα στιγμή και με κάθε ευκαιρία. Σίγουρα
ιστορικά οι γενιές της Κατοχής και της Αντίστασης και των κατοπινών χρόνων,
αγαπούσαν την τέχνη του Θεάτρου και την υπηρέτησαν από όποιο μετερίζι τους
δόθηκε η δυνατότητα. Τα επαρχιακά Μπουλούκια και οι ερασιτεχνικοί θίασοι, το
θέατρο του Βουνού φρόντιζαν να αφήσουν έντονα εποικοδομητικά σημάδια στις συνειδήσεις των θεατών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα εικόνας των περιπλανώμενων θιάσων η ταινία «Θίασος»
του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Οι λαίκοί θίασοι, όπως του Βασίλη Ρώτα και άλλων
θεατρικών ομάδων είναι ένα ακόμα παραδείγματα διαχρονικής αγάπης των
ελλήνων-όσο δύσκολες ιστορικά στιγμές και αν περνούν- για το Θέατρο. Στα μετά
την μεταπολίτευση του 1974 χρόνια, οι νέοι και οι νέες σε κάθε ευκαιρία έτρεχαν
να παρακολουθήσουν μια ερασιτεχνική ή μη παράσταση. Πήγαιναν με χαρά και
ενδιαφέρον στα αρχαία θέατρα της Επιδαύρου, του Ηρωδείου, στο θέατρο του
Λυκαβηττού. Επισκέπτονταν θεατρικά περιβάλλοντα που είχαν δημιουργήσει τα περιφερειακά
θέατρα και οι θίασοί τους. Όπως τους ιερούς χώρους της Ελευσίνας, των Θηβών.
Παρακολουθούσαν θεατρικές παραστάσεις σε πλατείες, σε παλαιά νταμάρια, σε αυλές σχολείων κλπ.(έχει
γραφτεί και μουσική σάτιρα για την συνήθεια αυτή από τον αξέχαστο Τζίμη Πανούση).
Η θεατρική-πολιτική μας διαπαιδαγώγηση γίνονταν με ποικίλους τρόπους και
εκδηλώσεις. Από το Εθνικό Θέατρο και το εκλεκτό επιτελείο του, το Θέατρο Τέχνης
του Καρόλου Κουν, το Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου, το θίασο των Χατζήσκου-Νικηφοράκη,
τον θίασο του Λεωνίδα Τριβιζά, τον θίασο του Θεσσαλικού θεάτρου. Του Εθνικού
Βορείου Ελλάδος, της κατεξοχήν πολιτικής θεατρικής πρότασης της Μαριέττας
Ριάλδη. Του Ανοιχτού θεάτρου του Γιώργου Μιχαηλίδη, του θιάσου του Δημήτρη Ποταμίτη,
του θιάσου του Βασίλη Διαμαντόπουλου, της Ρούλας Πατεράκη, του θιάσου Τζένης
Καρέζης-Κώστα Καζάκου και μιας σειράς άλλων θεατρικών θιάσων και ομάδων που
εκείνη πάνω κάτω την χρονική περίοδο ταξίδευαν σε όλη την ελληνική επικράτεια ή
στεγάζονταν κάτω από δύσκολες οικονομικές συνθήκες σε θεατρικές αίθουσες της πρωτεύουσας
και μας γνώριζαν, κοινωνούσαν στην θεατρική μαγεία και συμμετοχή. Τις χαρές και
την παιδευτική αγωγή της θεατρικής τέχνης. Πολιτική και Θέατρο συμβάδιζαν την
περίοδο εκείνη στις συνειδήσεις και κοινωνικές εκδηλώσεις των νέων ελλήνων και
ελληνίδων. Το Θέατρο, η Τέχνη γενικότερα, ήταν μια έκφραση πολιτικής στάσης,
εκδήλωσης και αντίδρασης. Η συμμετοχή και η παρακολούθηση μιας παράστασης
δήλωνε όχι μόνο ότι κάποιος ήταν θεατρόφιλος αλλά και ότι ήταν ενεργός πολίτης,
δηλαδή είχε πολιτική στάση και ανάλογη συμπεριφορά απέναντι στα δημόσια κοινά και τα
ζητήματα. Ποιος δεν θυμάται χαρακτηριστικά,
την συμμετοχή στην παράσταση που μας στιγμάτισε στο Ηρώδειο, του έργου Ειρήνη
του Αριστοφάνη από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Που μετά το τέλος της
παράστασης ή προς το τέλος της, έρχονταν στις κερκίδες-τα δύο διαζώματα οι ηθοποιοί μοιράζοντάς
μας χαρτιά γραμμένα σε διάφορες γλώσσες με την λέξη Ειρήνη. Ή τα άλλα με το Δεν
ξεχνώ για την Κύπρο. Τους θεατές κατέβαιναν τον περιφερειακό του Λυκαβηττού (μετά την παρακολούθηση μιας παράστασης) γινόμενοι όλοι μια μεγάλη συντροφιά μιλώντας πολιτικά και εκδηλώνοντας το
ενδιαφέρον τους ή την κατοπινή συμμετοχή τους-προτίμησή τους σε πολιτικούς σχηματισμούς.
Παρόμοια θεατρικά συμβάντα και καλλιτεχνικά γεγονότα χαράχτηκαν έντονα στην μνήμη
των τότε ελλήνων και ελληνίδων εφήβων. Αγοριών και κοριτσιών που μπορεί να μην
ψήφιζαν-έπρεπε να γίνεις 21 για να αποκτήσεις δικαίωμα ψήφου και ενηλικίωσης-,ο νεανικός τους όμως ενθουσιασμός και τα οράματα για μια πολιτικά δικαιότερη
κοινωνία και χώρα, η νεανική τους τόλμη και τρέλα να αλλάξουνε τον κόσμο, ωθούνταν και από θεατρικές πολιτικές διδαχές και τα μηνύματα μιας παράστασης. Σε παρότρυναν να
αναλογιστείς (αυτή ήταν η μέσω του θεάτρου κοινωνικοποίησή μας) να μάθεις να ερμηνεύεις
τα πράγματα κάτω από τον φακό της πολιτικής επεξεργασίας, να ψάξεις να βρεις το
ατομικό σου στίγμα και ρόλο μέσα στην κοινωνία, στο υπάρχον πολιτικό σύστημα
αναφορών της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Κυρίαρχος άξονας
προσεγγίσεων των προβλημάτων της κοινωνίας και της πολιτικής είναι το Θέατρο.
Το Θέατρο είναι άμεση συμμετοχή, επικοινωνία, τριβή με τα χνώτα του διπλανού
σου άγνωστου θεατρόφιλου. Είναι μια εκκλησία ατόμων που συγκλήθηκε για δύο
περίπου ώρες για να δουν και να συζητήσουν ή να συμμετάσχουν-όσο αυτό είναι
δυνατόν- σε ένα ανοιχτό δημόσιο σχολείο. Σε μιά συν-λειτουργία μάθησης
κοινωνικής και πολιτικής συμπεριφοράς. Μιας στάσης απέναντι στα κοινά. Από μία θεατρική παράσταση, μια
δευτεροκλασάτη επιθεώρηση, μπορεί ο θεατής να αντλήσει μηνύματα. Ακόμα και από
έναν κακοσχεδιασμένο με πρόχειρα τεχνικά μέσα ερασιτεχνικό θίασο, μπορείς να
αποκομίσεις πολιτικά μηνύματα, πέρα και πάνω από την στελέχωση της πρόχειρης ή
πειραματικής αυτής πρότασης. Η αγάπη μας για την αρχαία τραγωδία μας έδωσε
την δυνατότητα να ακούσουμε, να πληροφορηθούμε για την ύπαρξη ενός προσώπου παθιασμένου για το
θέατρο. Τον δάσκαλο, τον ιστορικό του ελληνικού νέου θεάτρου τον Γιάννη Σιδέρη.
Ενός ακάματου σεβάσμιου γέροντα χρησμένου στην διάσωση του θεατρικού λόγου και
των παραστάσεών του στην χώρα μας. Μπορεί να είχε προηγηθεί η επίσης
αναγνωστικά ωφέλιμη Ιστορία του Ελληνικού Θεάτρου από τον Νικόλαο Λάσκαρη, ένα
δίτομο έργο που διαβάζεται σαν νοσταλγικό παραμύθι στο θεατρικό παραγώνι, όμως,
οι κοπιώδεις και ογκώδεις αποδελτιωτικές εργασίες του ποιητή, θεατρικού
συγγραφέα, φιλόλογου και ακούραστου ρέκτη Γιάννη Σιδέρη, ήταν για την εποχή του ένα μικρό θαύμα. Ο Σιδέρης συγκέντρωσε, αποδελτίωσε, επεξεργάστηκε, αξιολόγησε, μάζευε σε όλη του την ζωή κάθε πληροφορίας και τεκμήριο που αφορούσε το θέατρο για να συγγράψει την δική του Ιστορία του Νέου Ελληνικού Θεάτρου. Μιά Ιστορική διαδρομή του ελληνικού θεάτρου βασισμένη σε πρωτογενές υλικό, ένα αειθαλές μνημείο θεατρικού πολιτισμού και μνήμης βασισμένο σε ελληνικά δεδομένα και εκδοχές. Ο σεβασμός, η αγάπη και
το αμέριστο συνεχές ενδιαφέρουν ενός έλληνα δάσκαλου, το μεράκι ενός παθιασμένου λάτρη του
θεάτρου, είναι κάτι μάλλον πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα. Τουλάχιστον των χρόνων του Γιάννη Σιδέρη και των συνθηκών που εργάστηκε για να φέρει σε πέρας το όραμά του. Γιαυτό και ο
αμοιβαίως μέσα στον χρόνο αντισεβασμός και εκτίμηση προς το πρόσωπό του από τους μεταγενέστερους. Σε
αυτόν τον άξιο και ακούραστο εργάτη, εκλεκτό διασώστη του ελληνικού θεατρικού
μας πολιτισμού.
Το πρόσωπο αυτό δεν το μνημονεύεις μόνο επετειακά, ή όταν χρειάζεται να αντλήσεις στοιχεία και πληροφορίες για το θέατρο. Τον φέρνεις εικόνισμα στο καθόλου εικονοστάσι της ψυχής και του πνεύματος του ελληνικού πολιτισμού. Και ας μην το γνώρισες ποτέ από κοντά, ας μην τον συνάντησες στα καμαρίνια ενός θεάτρου, δεν καθίσατε μαζί στο ίδιο τραπέζι μιας δημόσιας βιβλιοθήκης αναζητώντας, διαβάζοντας και καταγράφοντας δελτάρια αρχείων, ας μην είχες την ευτυχία να είσαι μαθητής του. Ο Γιάννης Σιδέρης, θα το γράψω και ας ενοχλήσει πολλούς ή ας θεωρήσουν ανίερη την συσχέτιση, ο ναυαγοσώστης των θεατρικών μας κειμηλίων, παραστάσεων και ειδήσεων, επιτέλεσε ένα έργο διάσωσής της θεατρικής τέχνης παρόμοια με αυτήν που έπραξε ο μοναχός από την Νάξο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, με την δική του «Φιλοκαλία» των ιερών Νηπτικών. Που συγκέντρωσε και συνεξέδωσε σε ένα πεντάτομο έργο έλληνες εκκλησιαστικούς πατέρες νηπτικούς συγγραφείς. Η αν δεν σας αρέσει το παράδειγμα από τον χώρο της ορθόδοξης παράδοσης, ας φέρουμε στον νου τον Κωνσταντίνο Σάθα, ο οποίος κάτω από άλλες πολιτιστικές και παιδευτικές επιλογές μας διέσωσε τεκμήρια του μεσαιωνικού πολιτισμού. Ο Ιστορικός Γιάννης Σιδέρης συνεκέντρωσε τα θησαυρίσματα της ιστορίας του νεοελληνικού θεάτρου, ερμηνεύοντάς τα κάτω από μιά ελληνοκεντρική προοπτική. Συγκεφαλαίωσε την σκόρπια και άτακτα αχαρτογράφητη θεατρική περιπέτεια και παράδοση που ακόμα και σήμερα, με την ανάπτυξη και την ευκολία της τεχνολογίας δυσκολεύεσαι να πετύχεις, σε κάνει να θαυμάζεις αυτόν τον άθλο που έφερε σε πέρας. Μιά διαφορετικής μεθόδου, σκοπού και οργάνωσης συγγραφική καταγραφή για το ελληνικό θέατρο έχει πραγματοποιήσει και η κριτικός Ελένη Νεγρεπόντη, η γνωστή μας Άλκης Θρύλος, στο πολύτομο έργο (12 τόμοι) που εκδόθηκε και κυκλοφορεί από το Ίδρυμα Ουράνη, και συμπεριλαμβάνει τις θεατρικές κριτικές της. Όμως οι εργασίες του Γιάννη Σιδέρη, στηρίζονται σε κάτι που θα λέγαμε απαιτεί θεατρικό τσαγανό, αμέριστο μεράκι και φροντίδα για το ελληνικό θέατρο, και από αυτή την στόφα ήταν γενημένος ο Γιάννης Σιδέρης.
Ποιητής και θεατρικός συγγραφέας ο ίδιος, γνώστης από τα μέσα των ελλείψεων και των προβλημάτων που αντιμετώπιζε ο αναγνώστης και ο θεατρόφιλος της εποχής του όταν αποφάσιζε να γνωρίσει την διαδρομή της ιστορίας του νέου ελληνικού θεάτρου μας διέσωσε αυτό το ογκώδες σε μικρολεπτομέρειες πανόραμα των θεατρικών συμβάντων, εσωτερικών ειδήσεων και γεγονότων, υλικών λεπτομερειών (κοστούμια, προγράμματα κ.ά) για το ελληνικό θέατρο. Μπορεί να προηγήθηκε χρονολογικά ο Νικόλαος Λάσκαρης και η τετράτομη «Ιστορία του Ελληνικού Θεάτρου» και του «Θεατρικού του Λεξικού» από τα μέσα της δεκαετίας του 1940,-η δίτομη "Ιστορία του Νεοελληνικού Θεάτρου" του που έχω υπόψη μου εκδόθηκε το 1938 και 1939 αντίστοιχα από τον εκδοτικό οίκο Μ. Βασιλείου, Σταδίου 48,-σίγουρα επίσης αναγνωστικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η εργασία του συγγραφέα Δημήτρη Σιατόπουλου «Το Θέατρο του Εικοσιένα» που κυκλοφόρησε το 1971, βλέπε εκδόσεις Αλκαίος, που, αν την συνεξετάσουμε με το βιβλίο «Πεζογραφία του Εικοσιένα» των Άλκη Τροπαιάτη και Δημήτρη Γιάκου, έχουμε μια σαφή εικόνα του θεάτρου και της πεζογραφίας την περίοδο αυτή, το έργο όμως του Γιάννη Σιδέρη έρχεται και συγκεφαλαιώνει ένα διάσπαρτο και δύσκολο ίσως και στριφνό στην εξέτασή του υλικό, που ολοκληρώνει με μεγάλη επάρκεια τον κύκλο γνωριμίας μας με την Ιστορία του Νέου Ελληνικού Θεάτρου στην χώρα μας. Τίποτα δεν περνά απαρατήρητο και ασχολίαστο από το βλέμμα και την γραφίδα του. Ελέγχει το υλικό του, το επανεξετάζει, το εμπλουτίζει, το διορθώνει, το επιμελείται. Στέκεται σχολαστικά από πάνω του, το ψιλολογεί, ανοίγει διαύλους επικοινωνίας μαζί του. Μέχρι την τελευταία του στιγμή, ή μάλλον και αφού το δημοσιεύσει ή το εκδόσει ο Σιδέρης, εξακολουθεί να εργάζεται πάνω στο κατατιθέμενο σώμα του συγγραφικού υλικού του. Το εμπλουτίζει. Να γιατί οφείλουμε να διατηρήσουμε μέσα στο σεντούκι της συνείδησης των νεότερων γενεών των ελλήνων που αγαπούν την τέχνη και τον ελληνικό πολιτισμό, σέβονται την κληρονομιά τους, το έργο του Γιάννη Σιδέρη αλλά και των προγενέστερων. Αυτήν την ιερή του Διονύσου εικόνα της συλλογικής μας μνήμης. Οφείλει η ελληνική πολιτεία να αναλάβει την επανέκδοση των εργασιών του και να την προσφέρει δωρεάν στους έλληνες μαθητές και μαθήτριες, στους φοιτητές, όχι σαν εξεταστέα ύλη αλλά σαν χαράς περιδιάβαση στον ελληνικό θεατρικό λειμώνα. Όφειλαν οι θεατρικές σχολές να έχουν ξεχωριστές ώρες διδασκαλίας όχι για την ιστορία του ελληνικού θεάτρου αλλά, για την Ιστορία του Νεοελληνικού Θεάτρου όπως την αποδελτίωσε, την κατέγραψε μας την διέσωσε ο Γιάννης Σιδέρης. Να ακούσουν και να μάθουν για τους τρόπους και την μέθοδο που ακολούθησε στην επιθυμία του να μας διασώσει αυτόν τον πλούτο, όχι του θεάτρου αλλά του πολιτισμού της ελλάδος. Ένας έλληνας που με προσωπικό μόχθο, πενιχρά της τεχνολογίας μέσα, ίσως και με όχι κατάλληλες οικονομικές ευκολίες, αφιέρωσε ή μάλλον δώρισε τον προσωπικό της ζωής του χρόνο στην συγκέντρωση, αποδελτίωση και επεξεργασία ενός σε ορισμένες του πτυχές αχαρτογράφητου ακόμα και σήμερα υλικού. Ενός απέραντου κόσμου επισημάνσεων, προσώπων, συντελεστών, πρωταγωνιστών, συγγραφέων, μεταφραστών, ηθοποιών, τεχνουργών, ενδυματολόγων, χρονολογιών, θεατρικών συμβάντων, μουσικών, θιάσων, εντύπων, ονομάτων σημαντικών και λιγότερο σημαντικών ατόμων, φημισμένων και άσημων, μιας διαρκούς εν δράση κοινωνίας που ο Γιάννης Σιδέρης διέσωσε και διατήρησε στην επιφάνεια του χρόνου και της ιστορίας του ελληνικού πολιτισμού το ενεργό ζουζούνισμά του, κάθε φορά που χτυπά το τρίτο κουδούνι. Όλβιοι όσοι τον γνώρισαν από κοντά, τον είχαν δάσκαλο, όσοι συνομίλησαν μαζί του, όσοι τον άκουσαν να τους μιλά για το μέγιστο της ζωής του πάθος, το Θέατρο.
Το πρόσωπο αυτό δεν το μνημονεύεις μόνο επετειακά, ή όταν χρειάζεται να αντλήσεις στοιχεία και πληροφορίες για το θέατρο. Τον φέρνεις εικόνισμα στο καθόλου εικονοστάσι της ψυχής και του πνεύματος του ελληνικού πολιτισμού. Και ας μην το γνώρισες ποτέ από κοντά, ας μην τον συνάντησες στα καμαρίνια ενός θεάτρου, δεν καθίσατε μαζί στο ίδιο τραπέζι μιας δημόσιας βιβλιοθήκης αναζητώντας, διαβάζοντας και καταγράφοντας δελτάρια αρχείων, ας μην είχες την ευτυχία να είσαι μαθητής του. Ο Γιάννης Σιδέρης, θα το γράψω και ας ενοχλήσει πολλούς ή ας θεωρήσουν ανίερη την συσχέτιση, ο ναυαγοσώστης των θεατρικών μας κειμηλίων, παραστάσεων και ειδήσεων, επιτέλεσε ένα έργο διάσωσής της θεατρικής τέχνης παρόμοια με αυτήν που έπραξε ο μοναχός από την Νάξο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, με την δική του «Φιλοκαλία» των ιερών Νηπτικών. Που συγκέντρωσε και συνεξέδωσε σε ένα πεντάτομο έργο έλληνες εκκλησιαστικούς πατέρες νηπτικούς συγγραφείς. Η αν δεν σας αρέσει το παράδειγμα από τον χώρο της ορθόδοξης παράδοσης, ας φέρουμε στον νου τον Κωνσταντίνο Σάθα, ο οποίος κάτω από άλλες πολιτιστικές και παιδευτικές επιλογές μας διέσωσε τεκμήρια του μεσαιωνικού πολιτισμού. Ο Ιστορικός Γιάννης Σιδέρης συνεκέντρωσε τα θησαυρίσματα της ιστορίας του νεοελληνικού θεάτρου, ερμηνεύοντάς τα κάτω από μιά ελληνοκεντρική προοπτική. Συγκεφαλαίωσε την σκόρπια και άτακτα αχαρτογράφητη θεατρική περιπέτεια και παράδοση που ακόμα και σήμερα, με την ανάπτυξη και την ευκολία της τεχνολογίας δυσκολεύεσαι να πετύχεις, σε κάνει να θαυμάζεις αυτόν τον άθλο που έφερε σε πέρας. Μιά διαφορετικής μεθόδου, σκοπού και οργάνωσης συγγραφική καταγραφή για το ελληνικό θέατρο έχει πραγματοποιήσει και η κριτικός Ελένη Νεγρεπόντη, η γνωστή μας Άλκης Θρύλος, στο πολύτομο έργο (12 τόμοι) που εκδόθηκε και κυκλοφορεί από το Ίδρυμα Ουράνη, και συμπεριλαμβάνει τις θεατρικές κριτικές της. Όμως οι εργασίες του Γιάννη Σιδέρη, στηρίζονται σε κάτι που θα λέγαμε απαιτεί θεατρικό τσαγανό, αμέριστο μεράκι και φροντίδα για το ελληνικό θέατρο, και από αυτή την στόφα ήταν γενημένος ο Γιάννης Σιδέρης.
Ποιητής και θεατρικός συγγραφέας ο ίδιος, γνώστης από τα μέσα των ελλείψεων και των προβλημάτων που αντιμετώπιζε ο αναγνώστης και ο θεατρόφιλος της εποχής του όταν αποφάσιζε να γνωρίσει την διαδρομή της ιστορίας του νέου ελληνικού θεάτρου μας διέσωσε αυτό το ογκώδες σε μικρολεπτομέρειες πανόραμα των θεατρικών συμβάντων, εσωτερικών ειδήσεων και γεγονότων, υλικών λεπτομερειών (κοστούμια, προγράμματα κ.ά) για το ελληνικό θέατρο. Μπορεί να προηγήθηκε χρονολογικά ο Νικόλαος Λάσκαρης και η τετράτομη «Ιστορία του Ελληνικού Θεάτρου» και του «Θεατρικού του Λεξικού» από τα μέσα της δεκαετίας του 1940,-η δίτομη "Ιστορία του Νεοελληνικού Θεάτρου" του που έχω υπόψη μου εκδόθηκε το 1938 και 1939 αντίστοιχα από τον εκδοτικό οίκο Μ. Βασιλείου, Σταδίου 48,-σίγουρα επίσης αναγνωστικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η εργασία του συγγραφέα Δημήτρη Σιατόπουλου «Το Θέατρο του Εικοσιένα» που κυκλοφόρησε το 1971, βλέπε εκδόσεις Αλκαίος, που, αν την συνεξετάσουμε με το βιβλίο «Πεζογραφία του Εικοσιένα» των Άλκη Τροπαιάτη και Δημήτρη Γιάκου, έχουμε μια σαφή εικόνα του θεάτρου και της πεζογραφίας την περίοδο αυτή, το έργο όμως του Γιάννη Σιδέρη έρχεται και συγκεφαλαιώνει ένα διάσπαρτο και δύσκολο ίσως και στριφνό στην εξέτασή του υλικό, που ολοκληρώνει με μεγάλη επάρκεια τον κύκλο γνωριμίας μας με την Ιστορία του Νέου Ελληνικού Θεάτρου στην χώρα μας. Τίποτα δεν περνά απαρατήρητο και ασχολίαστο από το βλέμμα και την γραφίδα του. Ελέγχει το υλικό του, το επανεξετάζει, το εμπλουτίζει, το διορθώνει, το επιμελείται. Στέκεται σχολαστικά από πάνω του, το ψιλολογεί, ανοίγει διαύλους επικοινωνίας μαζί του. Μέχρι την τελευταία του στιγμή, ή μάλλον και αφού το δημοσιεύσει ή το εκδόσει ο Σιδέρης, εξακολουθεί να εργάζεται πάνω στο κατατιθέμενο σώμα του συγγραφικού υλικού του. Το εμπλουτίζει. Να γιατί οφείλουμε να διατηρήσουμε μέσα στο σεντούκι της συνείδησης των νεότερων γενεών των ελλήνων που αγαπούν την τέχνη και τον ελληνικό πολιτισμό, σέβονται την κληρονομιά τους, το έργο του Γιάννη Σιδέρη αλλά και των προγενέστερων. Αυτήν την ιερή του Διονύσου εικόνα της συλλογικής μας μνήμης. Οφείλει η ελληνική πολιτεία να αναλάβει την επανέκδοση των εργασιών του και να την προσφέρει δωρεάν στους έλληνες μαθητές και μαθήτριες, στους φοιτητές, όχι σαν εξεταστέα ύλη αλλά σαν χαράς περιδιάβαση στον ελληνικό θεατρικό λειμώνα. Όφειλαν οι θεατρικές σχολές να έχουν ξεχωριστές ώρες διδασκαλίας όχι για την ιστορία του ελληνικού θεάτρου αλλά, για την Ιστορία του Νεοελληνικού Θεάτρου όπως την αποδελτίωσε, την κατέγραψε μας την διέσωσε ο Γιάννης Σιδέρης. Να ακούσουν και να μάθουν για τους τρόπους και την μέθοδο που ακολούθησε στην επιθυμία του να μας διασώσει αυτόν τον πλούτο, όχι του θεάτρου αλλά του πολιτισμού της ελλάδος. Ένας έλληνας που με προσωπικό μόχθο, πενιχρά της τεχνολογίας μέσα, ίσως και με όχι κατάλληλες οικονομικές ευκολίες, αφιέρωσε ή μάλλον δώρισε τον προσωπικό της ζωής του χρόνο στην συγκέντρωση, αποδελτίωση και επεξεργασία ενός σε ορισμένες του πτυχές αχαρτογράφητου ακόμα και σήμερα υλικού. Ενός απέραντου κόσμου επισημάνσεων, προσώπων, συντελεστών, πρωταγωνιστών, συγγραφέων, μεταφραστών, ηθοποιών, τεχνουργών, ενδυματολόγων, χρονολογιών, θεατρικών συμβάντων, μουσικών, θιάσων, εντύπων, ονομάτων σημαντικών και λιγότερο σημαντικών ατόμων, φημισμένων και άσημων, μιας διαρκούς εν δράση κοινωνίας που ο Γιάννης Σιδέρης διέσωσε και διατήρησε στην επιφάνεια του χρόνου και της ιστορίας του ελληνικού πολιτισμού το ενεργό ζουζούνισμά του, κάθε φορά που χτυπά το τρίτο κουδούνι. Όλβιοι όσοι τον γνώρισαν από κοντά, τον είχαν δάσκαλο, όσοι συνομίλησαν μαζί του, όσοι τον άκουσαν να τους μιλά για το μέγιστο της ζωής του πάθος, το Θέατρο.
Έλληνες σαν τον Γιάννη Σιδέρη, σαν τον Δημήτρη
Ροντήρη, σαν την Κατίνα Παξινού και τον Αλέξη Μινωτή, σαν τον Θάνο Κωτσόπουλο,
σαν την Μαίρη Αρώνη, σαν τον Παντελή Ζερβό, σαν τον Κάρολο Κουν, σαν την Ελένη
Χατζηαργύρη, σαν τον Αιμίλιο Βεάκη, σαν τον Γιάννη Τσαρούχη, σαν την Ελένη
Παπαδάκη, σαν την Ζωζώ Νικολούδη, σαν την Ραλλού Μάνου, σαν τον Κλεόβουλο
Κλώνη, σαν τον Μάνο Χατζηδάκι δεν βγάζει εύκολα αυτή η πατρίδα. Καλλιτέχνες σαν
τον Αλέκο Αλεξανδράκη, σαν την Βάσω Μανωλίδου, σαν τον Δημήτρη Χορν, σαν τον
Μάριο Πλωρίτη, σαν τον Λευτέρη Βογιατζή, σαν τον Νίκο Τζόγια, σαν τον Θεόδωρο
Μορίδη δεν γεννούν εύκολα αυτά τα χώματα. Προσωπικότητες όπως ο Γιώργος Λαζάνης,
ο Γιώργος Αρμένης, η Ρένη Πιττακή, η Μπέττυ Αρβανίτη, η Λυδία Κονιόρδου, η Εύα
Κοταμανίδου, ο Διονύσης Φωτόπουλος, ο Μάνος Κατράκης, και μια σειρά άλλων
αξιοσημείωτων συντελεστών της θεατρικής αγωγής δεν εμφανίζονται εύκολα σε αυτά
τα εδάφη. Η ελληνίδα μάνα Ελένη Ζαφειρίου, ο καλοκάγαθος πατέρας Λαυρέντης
Διανέλλος είναι από μοναδικό καλούπι. Όπως μοναδική είναι και η τελευταία
ελληνίδα θεά, η Μελίνα Μερκούρη. Ο ελληνικός νεανικός μας μύθος, η Αλίκη
Βουγιουκλάκη. Η λαϊκή αξέχαστη παρουσία της Σαπφούς Νοταρά. Η ταλαντούχα Μάρθα
Βούρτση. Εραστές και στυλοβάτες μιας πανάρχαιας τέχνης θρησκευτικής και
πολιτικής κοινωνικοποίησής μας. Μια παράξενη της ελλάδος μοίρα, έκανε την ίδια
στιγμή που για πολλές δεκαετίες η πατρίδα μας βασανίζονταν ιστορικά και πολιτικά,
(ξένη εισβολή, κατοχή, πείνα, εμφύλιος σπαραγμός) να φανούν προσωπικότητες που
αναδύονται μία και μοναδική φορά στο πολιτιστικό στερέωμα. Όσο υπέφερε πολιτικά και κοινωνικά η χώρα μας και ο λαός μας, εμφανίζονταν μέσα από τις ιστορικές
στάχτες ελληνικές φυσιογνωμίες σε όλους τους χώρους της Ελληνικής Τέχνης. Λες
και η Τέχνη και τα πρόσωπά της, προσπαθούσαν να ξορκίσουν το κακό που
κουβαλούσε μέσα της η Ιστορία, η αφροσύνη των ανθρώπων, η ίδια η πατρίδα που
τους κυοφόρησε. Και σε σχολεία να μην φοιτούσαμε αν παρακολουθούσαμε τις
θεατρικές παραστάσεις μετά το 1974, θα είχαμε διδαχθεί ισάξια με την δημόσια
υποχρεωτική εκπαίδευση. Ας θυμηθούμε τι έγραφε το σύνθημα του Μάη του 1968. «Τα
πτυχία είναι τα διαπιστευτήρια της άρχουσας τάξης». Θα μπορούσαμε να το ισχυριστούμε
αυτό και για τους θεατές των θεατρικών παραστάσεων; Με βεβαιότητα όχι.
Πρωτογνώρισα το όνομα του Γιάννη Σιδέρη μέσα από παλαιά τεύχη του
περιοδικού «Θέατρο» του δημοσιογράφου Κώστα Νίτσου. Η αργή και σταθερή κατόπιν
αγορά τίτλων παλαιών λογοτεχνικών περιοδικών, σταθεροποιούσε το όνομά του στην
μνήμη μου όπως και η σποραδική ανάγνωση εργασιών του που διάβαζα σκόρπια σε
περιοδικά. Όπως πχ. η αποδελτίωση για τον Ουίλλιαμ Σαίξπηρ στην Ελλάδα. Ο
πρώτος θίασος νέων στο Παγκράτι. Ο Θωμάς Οικονόμου, ο πειραιώτης Αιμίλιος Βεάκης και άλλες του εργασίες που
συναντούσα σταθεροποιούσαν το δικό μου ενδιαφέρον για το άτομο αυτό. Η εργασία του όμως που με έφερε κοντύτερα στην παρουσία του και με
έκανε να τον σεβαστό και να τον αγαπήσω, να τον γνωρίσω πληρέστερα, ήταν ο
τόμος του: Γιάννης Σιδέρης, «ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΚΗΝΗ» 1817-1932,
τόμος Α΄, εκδόσεις Ίκαρος 1976. Ένας τόμος 475 χορταστικών πλούσιου σε στοιχεία
σελίδων, που εκείνη την περίοδο κυκλοφορούσε ευρέως στα βιβλιοπωλεία και σε όχι
υψηλή τιμή για το σημαντικό περιεχόμενό του. Η σπάνια σε ποιότητα αυτή
ερευνητική-συνθετική εργασία για την διαδρομή του Αρχαίου Δράματος, υπήρξε μαζί
με την «Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας» του Άλμπιν Λέσκυ, (στην
μετάφραση του Αγαπητού Τσοπανάκη) το αναγκαίο εφόδιο γνωριμίας και αγωγής μας,
πάνω στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και το θέατρο. Η επαφή μας με αυτές τις
σημαντικές εργασίες είχε έρθει την κατάλληλη χρονική στιγμή, στην επιθυμία μας
να ανακαλύψουμε και να μάθουμε πράγματα που αφορούν την αρχαία ελληνική
γραμματεία και ιστορία. Τον αρχαίο μας ελληνικό πολιτισμό.
Η πολύμοχθη εργασία του Γιάννη Σιδέρη ασφαλώς δεν
είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται με ευκολία παρά το εύληπτο και με σαφήνεια ύφος
της γραφής του. Τέτοιου είδους εργασίες προϋποθέτουν την ανάλογη πείρα και
εμπειρία, εξοικείωση του αναγνώστη με το θέμα και τον περίγυρο. Όμως η απλότητα
όχι απλοϊκότητα της γραφής και του ύφους του Γιάννη Σιδέρη, η μέθοδος με την
οποία μας εκθέτει τις δεκάδες πληροφορίες, τα σπαράγματα στοιχείων που μας
παραθέτει, διασώζει, συσχετίζει, καθιστούν το βιβλίο αυτό επίκαιρο παρά ποτέ.
Ακόμα και στις μέρες μας εν έτη 2020, που έχουν παρουσιαστεί στο θεατρικό
δοκιμιακό και ερευνητικό στερέωμα δεκάδες άλλες σύγχρονες ερευνητικές
συγγραφικές μονάδες. Θεατρολόγοι και θεατράνθρωποι των οποίων οι ερευνητικές
εργασίες και τα βιβλία είναι πολύτιμες παρακαταθήκες για τους μελλοντικούς
αναγνώστες, θεατές και ερευνητές.
Εργασίες όπως αυτές του Κώστα Γεωργουσόπουλου, του Τάσου Λιγνάδη, του
Στάθη Ιωάννη Δρομάζου, του Βάλτερ Πούχνερ, του Αλέξη Σολωμού, του Μήτσου
Λυγίζου, του Θόδωρου Χατζηπανταζή, του Θεόδωρου Γραμματά, του Δημήτρη Σπάθη,
του Ιωσήφ Βιβιλάκη, του Πλάτωνα Μαυρομούστακου, του Άγγελου Τερζάκη, της Χαράς Μπακονικόλα-Γεωργοπούλου,
της Γεωργίας Λαδογιάννη, της Κυριακής Πετράκου, του Γιάγκου Ανδρεάδη, του
παλαιού Φώτου Πολίτη είναι ορισμένα από τα ονόματα των ελλήνων ερευνητών,
θεατρολόγων και μελετητών που ήρθαν να προστεθούν στις θεατρικές βάσεις που
έθεσαν ο πρώτος γραφιάς Νικόλαος Λάσκαρης και με ακλόνητη βεβαιότητα ο πατέρας
της Ιστορίας του Νέου Ελληνικού Θεάτρου Γιάννης Σιδέρης. Ονόματα και εργασίες,
δοκίμια και θεατρικές κριτικές που σχεδίασαν και σχημάτισαν το ψηφιδωτό πρόσωπο
της θεατρικής τέχνης στην χώρα μας. Σε αυτήν την ακανθώδη προσπάθεια οφείλουμε
να συμπεριλάβουμε και τα κατά καιρούς θεατρικά περιοδικά που εκδόθηκαν. Θεατρικά
περιοδικά με ταυτότητα, άποψη και σημαντικό επιτελείο συνεργατών. Να αναφέρουμε
ορισμένα ενδεικτικά ονόματα όπως του Θόδωρου Κριτά,-και τους ετήσιους τόμους του, του Κώστα Νίτσου,-και του περιοδικού Θέατρο, του Νίκου
Λαγκαδινού και του περιοδικού Δρώμενα, του Νικηφόρου Παπανδρέου και τα Θεατρικά Τετράδια, του περιοδικού Φουαγέ, Εκκύκλημα και άλλων παλαιότερων και σχετικά σύγχρονων θεατρικών περιοδικών. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχάσουμε και την συνεισφορά των
θεατρικών κριτικών που γράφτηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στην χώρα μας, αντρών και γυναικών που εμφανίστηκαν στα μετά το
1974 χρόνια και στελέχωσαν τις σελίδες των εφημερίδων και των ποικίλης ύλης
περιοδικών. Ποιητές όπως ο Γιάννης Βαρβέρης άφησαν το της κριτικής θεατρικό
τους στίγμα για αρκετές δεκαετίες στην χώρα μας. Συνεχίζοντας τον θεατρικό κριτικό λόγο του Βάσου Βαρίκα του πεζογράφου Μ. Καραγάτση κ.ά. Ακόμα πάμπολλα στοιχεία και
αναφορές αντλούμε και από ορισμένα θεατρικά προγράμματα-που εκδίδονται με την
ευκαιρία του ανεβάσματος μίας παράστασης-(βλέπε τα προγράμματα του Αμφι-θεάτρου, του Λευτέρη Βογιατζή κλπ.) τα οποία επέχουν θέση θεατρικών
βιβλίων και στέκονται ισάξια στα ράφια των θεατρικών βιβλιοθηκών.
Ο σοφός
αυτός δάσκαλος Γιάννης Σιδέρης, έρχονταν πάντα στη σκέψη μου όποτε διάβαζα
δοκίμια και μελετήματα, σχόλια για το θέατρο. Ανέτρεχα σε αυτόν όταν
αναζητούσα πληροφορίες για την πορεία της αρχαίας τραγωδίας. Διάβαζα κατά
διαστήματα τις δημοσιευμένες μελέτες του σε παλαιά έντυπα και αναζητούσα στα
παλαιοπωλεία τον αφιερωματικό τόμο που εξέδωσε το Καλλιτεχνικό Πνευματικό
Κέντρο «Ωρα» του Ασαντούρ Μπαχαριάν το 1972 προς τιμήν του. Δυστυχώς δεν
κατόρθωσα το αφιέρωμα αυτό να το συναντήσω και να το διαβάσω. Όπως όλοι οι
θεατρόφιλοι νεοέλληνες, μελέτησα και ανατρέχω στους δύο τόμους του έργου του
Γιάννη Σιδέρη, (αναφέρομαι στον πρώτο τόμο και στους τρείς του δεύτερου) «Ιστορία του Νέου Ελληνικού Θεάτρου» που εξέδωσαν με μεράκι και
φροντίδα οι εκδόσεις Καστανιώτη. Που όπως μας πληροφορεί ο Πλάτων
Μαυρομούστακος, ο εκδότης Θανάσης Καστανιώτης υπήρξε μαθητής του Γιάννη Σιδέρη
στο γυμνάσιο. Χωρίς να είμαι ειδήμων και να κατέχω τον πληθυσμιακό πλούτο
πληροφοριών που αξίζει να γνωρίζουμε και που αναλογεί στον δάσκαλο Γιάννη
Σιδέρη, παραθέτω ελάχιστες πληροφορίες. (Υπάρχει σχετική εργογραφική εργασία
του Γιάννη Σιδέρη «από την Λίνα
Παπαϊωάννου: Βιβλιογραφία (επιλογή) των εργασιών του Γιάννη Σιδέρη για την Ι.
Ν. Ε. Θ., και για το Θεατρικό Μουσείο» στο αφιέρωμα του Καλλιτεχνικού
Πνευματικού Κέντρου Ώρα: Η Ιστορία του Νεοελληνικού Θεάτρου και το Θεατρικό
Μουσείο, Αθήνα, 1972, σελ. 41-60.») η πληροφορία στο Πλάτων Μαυρομούστακος,
«Ένα θαμπό χειρόγραφο», σελίδα 46, σημείωση 7.
Οι πληροφορίες είναι ελάχιστες. (δεν συμπεριλαμβάνω στο πρώτο αυτό σημείωμα το κείμενο του Τάσου Λιγνάδη που υπήρξε μαθητής του, όπως ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ούτε το κείμενο της τραγωδού Άννας Συνοδινού). Σίγουρα στο Θεατρικό
Μουσείο στους φακέλους που αφορούν τον ιστορικό του ελληνικού θεάτρου Γιάννη
Σιδέρη θα έχουν συγκεντρωθεί τα ανάλογα στοιχεία και οι πληροφορίες για το έργο του και που όπως
θέλω να πιστεύω με την πάροδο του χρόνου θα εμπλουτίζονται. Στο παρόν σημείωμα
το βάρος έπεσε σε κείμενα που έγραψαν για τον Γιάννη Σιδέρη σημαντικοί
σύγχρονοι μελετητές και συγγραφείς, σκηνοθέτες και ηθοποιοί, που τον γνώρισαν
από κοντά και κοινώνησαν του πάθους του για την θεατρική τέχνη.
Ελάχιστες
βιβλιογραφικές πληροφορίες
-Γιώργος Βαλέτας, Επίτομη Ιστορία της Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας, εκδ. Πέτρος Κ.Ράνος 1966, σ. 174.
-Mario
Vitti,
Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Οδυσσέας 2003, σ. 319, 320,321.
(μικρή
επισήμανση. Στο λήμμα για τον Γιάννη Σιδέρη στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
των εκδόσεων Πατάκη 2007, σ.2011, στην βιβλιογραφία για τον Γ. Σ. υπάρχει ένα
μικρό προβληματάκι όσον αφορά τις σελίδες που αναφέρονται για την Ι. Ν.
Λογοτεχνίας του Μάριο Βίττι. Εκτός αν οι σελίδες που αναφέρει ο συντάκτης του
λήμματος, είναι από άλλη χρονολογική έκδοση του τόμου του Μ. Β.)
-Ηλίας Βουτιερίδης, Ιστορία της Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας, (1000-1930) 3η έκδοση. Με συμπλήρωμα του Δημήτρρη
Γιάκου (1931-1976), εκδ. Δημήτρη Δ. Παπαδήμα 1976, σ. 397. (στο κεφάλαιο
σύγχρονη εποχή- Η δραματουργία)
«Ωστόσο,
δεν μπορούμε να κλείσουμε παρά με την αναφορά στο πολύμοχθο και
πολυσήμαντο έργο του Γιάννη Σιδέρη,
θεατρικού συγγραφέα, κριτικού και ιστορικού του νεοελληνικού Θεάτρου. Ο Γιάννης
Σιδέρης, αρχίζοντας από μεταφράσεις αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής κωμωδίας,
πέρασε σε εξονυχιστικές μελέτες και σχολιασμένες εκδόσεις νεοελληνικών
θεατρικών έργων και παράλληλα σε βασική εξιστόρηση της πορείας και των
επιτεύξεων της νεοελληνικής δραματουργίας στον ΙΘ και στον Κ΄ αιώνα. Έτσι, η
«Ιστορία» του συνεχίζει την «Ιστορία του Νεοελληνικού Θεάτρου (τόμοι 2,
1938-39) του Ν. Λάσκαρη και ολοκληρώνεται με «Το Θέατρο του Εικοσιένα» του
Δημήτρη Σιατόπουλου (1972), που ερευνά εξονυχιστικά την ελληνική δραματουργία
από το 1720 έως το 1830, προσκομίζοντας νέα στοιχεία.».
-Κώστας Γεωργουσόπουλος, Γιάννης Σιδέρης (1898-1975),
ετήσιο «ΧΡΟΝΙΚΟ ‘76», εκδ. Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα, 9/1975-8/,1976,
τόμος 7ος, σ.196-197
-Κώστας Γεωργουσόπουλος, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό,τόμος 9ος, σ.212, εκδ. Εκδοτική Αθηνών- Τα Νέα 1999
-Κώστας Γεωργουσόπουλος, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό,τόμος 9ος, σ.212, εκδ. Εκδοτική Αθηνών- Τα Νέα 1999
-Μάρη Θεοδοσοπούλου, εφ. Η Εποχή 17/2/1991, Ο
ιστορικός του θεάτρου μας, βιβλ/κη Γ. Σ. Ιστορία του νέου ελληνικού θεάτρου,
Τόμος Πρώτος./ 1990.
-Μάρη Θεοδοσοπούλου, εφ. Η Εποχή, Κυριακή 20/2/2000,
σ. 27-28, Μια ακριβοθώρητη έκδοση, βιβλ/κη Γ. Σ. Ιστορία του νέου ελληνικού
θεάτρου, Τόμος Δεύτερος. /1999.
-Σωκράτης Καραντινός, Όπως τον ξέρω, ετήσιο «ΧΡΟΝΙΚΟ
‘72», εκδ. Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα, 9/1971-8/1972, τόμος 3ος
, σ. 166-167.
-Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας (Από το 1453 ως το 1961). Πρόλογος Κώστας Βάρναλης, εκδ.
Βιβλιοεκδοτική 1962, σ. 323, σημείωση 2.
-Πλάτων Μαυρομούστακος, ΕΝΑ ΘΑΜΠΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ, Παρουσίαση
ανέκδοτων κειμένων του Γιάννη Σιδέρη. Ο Β΄ τόμος της Ιστορίας του Νέου
Ελληνικού Θεάτρου, εκδ. Καστανιώτη, Μάρτιος 1994, σ. 52, 6,27 ευρώ.
-Παναγιώτης Δ. Μαστροδημήτρης, Εισαγωγή στη
Νεοελληνική Φιλολογία, 6η έκδοση, εκδ. Δόμος 1996, σελίδα 55
σημείωση 4, σελίδα 152 σημείωση 3. Και σελίδες 168,416,417, 518,536, 594.
-Θανάσης Παπαγεωργίου, εφ. Τα Νέα, Τετάρτη
10/11/1999, σ. 31, Πολύτιμο απόκτημα. Γ. Σιδέρη, Ιστορία του νέου Ελληνικού
Θεάτρου. (στην σελίδα Πανόραμα. Θέματα. Το Ελληνικό βιβλίο του 20ου
αιώνα)
-Τάσος Ν. Πετρής, Λογοτεχνία των Ελλήνων, τόμος 12ος,
εκδ. Χάρη Πάτση χ.χ. σ. 161-162. Λήμμα.
-Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης 1978, σ. 264.
-Β. (άλτερ) Π.(ούχνερ), Λεξικό Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας, εκδ. Πατάκη, σ. 2011. Λήμμα.
-Δημήτρης Τσάκωνας, Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ’30. ΤΑ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΤΑ
ΜΕΤΑ. Ιστορία της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας, εκδ. Κάκτος- Οδυσσέας
Χατζόπουλος 1989, σ. 333-336. (στην ενότητα: «Το Ελληνικό Θέατρο». Καραγκιόζης
και Επιθεώρηση./ Γιάννης Σιδέρης./Μανώλης Σκουλούδης./ Αλέκος
Λιδωρίκης./Δημήτρης Μπόγρης).
-Πέτρος Χάρης, ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΙ, τόμος 6ος,
εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Δεκέμβρης 1981, Γιάννης Κ. Σιδέρης σ.127-145.
(περιέχει μελετήματα για: Γιάννη Ψυχάρη- Γρηγόριο Ξενόπουλο (Β)- Φώτο Πολίτη-
Άγγελο Τερζάκη- Γιάννη Σιδέρη- Ανδρέα Λασκαράτο).
-Πέτρος Χάρης, περιοδικό Νέα Εστία έτος Ν΄, τόμος 99ος,
τχ. 1164/1-1-1976, (Ο θάνατος του) Γιάννη Σιδέρη (Αθήνα 1898- 22/12/1975), σ.
48-49.
-Ιωάννης Μ. Χατζηφώτης, περ. Φιλολογική Πρωτοχρονιά,
τόμος 33/1976, σ. 280. Το Λογοτεχνικό 1975. Εκείνοι που έφυγαν
«Τελευταίος
νεκρός του 1975 ο ιστορικός του νεοελληνικού θεάτρου Γιάννης Σιδέρης, ο άνθρωπος
που αφιέρωσε τη ζωή του στην προβολή του θεάτρου μας, στη δημιουργία του θεατρικού
μουσείου κλπ. Ο Σιδέρης υπήρξε αυθεντία στα νεοελληνικά θεατρικά θέματα και το αρχείο
του πολύτιμη πηγή για κάθε είδους μελέτες. Άριστος φιλόλογος, είχε και γραμματολογικά
χαρίσματα. Ο χαμός του μεγάλη απώλεια.».
Σημείωση:
την
ίδια χρονιά έφυγαν ο ποιητής Κώστας Βάρναλης, ο πεζογράφος Φαίδρος Μπαρλάς, Έφυγαν
επίσης, ο πειραιώτης πεζογράφος Χρήστος Λεβάντας καθώς και ο πειραιώτης ποιητής
Νίκος Καββαδίας. Ο δοκιμιογράφος Γιάννης Χατζίνης και ο υπερρεαλιστής ποιητής Ανδρέας
Εμπειρίκος. Ο συγγραφέας Γιώργος Πράτσικας και ο καλοκάγαθος Μάριος Βαιάνος. Ο Χρήστος
Ζαλοκώστας. Η ποιήτρια και ανθολόγος, λαογράφος Αθηνά Ταρσούλη. Ο ταξιδογράφος Κούλης
Ζαμπαθάς, ο Γεώργιος Μόδης. Ο καθηγητής της Λαογραφίας Γεώργιος Σπυριδάκης και της
Φιλοσοφίας Κωνσταντίνος Λογοθέτης. Ο αρχαιολόγος Γιάννης Μηλιάδης και ο ζωγράφος
Αλέκος Κοντόπουλος.
-εφημερίδα Εξόρμηση 2/10/1994. Για μια ιστορία του
νεοελληνικού θεάτρου.
-εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος 19/5/1991. Η Ιστορία του
Νέου Ελληνικού Θεάτρου
-περιοδικό Περίτεχνο τχ. 5/ 2000. Γ. Σ. Ι. Ν. Θ.
Τόμος Δεύτερος
- Ο Χαρτοκόπτης, περιοδικό Αντί τχ. 558/2-9-1994, σ.
65. Βιβλ/κη Πλάτων Μαυρομούστακος, Ένα θαμπό χειρόγραφο.
-εφημερίδα Τα Νέα, Σάββατο 22/12/1990, Η θεατρική
ιστορία βρήκε στέγη και… εργαλείο.
Ο
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΙΔΕΡΗΣ
ΟΠΩΣ
ΤΟΝ ΞΕΡΕΙ Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΡΑΝΤΙΝΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΙΔΕΡΗΣ. Ο άνθρωπος που η παρουσία του είναι
αισθητή σε όλο το νεοελληνικό θέατρο. Σε
όλες τις θεατρικές εργασίες των χρόνων μας, σε όλες τις θεατρικές εκδηλώσεις
όλων των λογίων μας. Παρών στο σοβαρό και το ελαφρότερο θέατρο’ στο δραματικό,
το μουσικό, την επιθεώρηση. Στους κρατικούς οργανισμούς, καθώς και στη σκηνή,
το παρασκήνιο και το μόχθο του ελεύθερου θεάτρου. Παρών στα πλούσια επίσημα
φανερώματα, μα και στα φτωχά των παλιότερων ή των νεώτερων μυστικών της
θεατρικής τέχνης’ στον πυρήνα κάθε απόπειρας προβολής του σύγχρονου θεάτρου,
προβολής όμως και του περασμένου, που εκείνος ξέρει κι’ έχει τη μαγική δύναμη
να του ξαναδίνει πνοή και να μας ξαναφέρνει ολοζώντανο, σα σημερινό μπροστά
μας.
Δεν
υπάρχει άνθρωπος που να μην εξαρτήθηκε κάποτε- αν μάλιστα, έχει και κάποια
ιδιαίτερα ενδιαφέροντα-από τη γνώση, την ευαισθησία, την καρδιά, ως και το
πείσμα του Γιάννη Σιδέρη. Εκείνος του προσφέρεται-πολλές φορές μάλιστα,
προλαβαίνει την επιθυμία του άλλου- και προσφέρεται πάντα με προθυμία, χωρίς να
υπολογίζει ή να δέχεται αντάλλαγμα. Ο
Γιάννης Σιδέρης ήταν ο πρώτος άνθρωπος που σκόνταψα απάνω του-ευτυχισμένα και
εγκάρδια-όταν, γυρίζοντας από το εξωτερικό, αποφάσιζα να ξεκινήσω την
επαγγελματική μου δραστηριότητα στο θέατρο. Πάνε να κλείσουν τώρα, κάπου
σαράντα χρόνια. Τότε (θέρος του 1933) βρεθήκαμε στην αυλή του Ρώτα στο
Παγκράτι, προετοιμάζοντας για το «Κεντρικό» της πλατείας Κολοκοτρώνη,
χειμωνιάτικη θεατρική δουλειά, που τελικά, δεν έγινε μ’ εμάς. Εμείς, ο Γιάννης
Σιδέρης, ο αξέχαστος Νίκος Παρασκευάς, ο μεγάλος Δημήτρης Πικιώνης, ο Σπύρος
Βασιλείου, ο Στρατής Δούκας, ο Ιωσήφ Γκρέκας, ιδρύαμε τη «Νέα Δραματική
Σχολή» (1933). Από τότε, με το Γιάννη
Σιδέρη, είτε συνοδοιπορούσαμε μοιράζοντας την ευθύνη στα ίδια θεατρικά
ενδιαφέροντα ή συναντιόμαστε σε άλλες θεατρικές εκδηλώσεις’ στην παρουσίαση
λ.χ. ενός κλασικού του θεάτρου, στην ταχτοποίηση- υποτυπώδη από το μέρος το
δικό μου-του σπουδαίου Θεατρικού του Μουσείου στην οδό Ναυαρίνου, στην οργάνωση
μιας μεγάλης θεατρικής έκθεσης, σαν εκείνη του Γαλλικού Ινστιτούτου (1960).
Αργότερα, στα πρώτα χρόνια του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, ο Σιδέρης,
συνταξιδιώτης της καρδιάς, μ’ ευθύνη στον τομέα του, από μακριά κι’ από κοντά,
πάλι παρών. Με τη σοφία του και με την έγνοια του έδινε χέρι βοηθείας, και
ενδυνάμωνε, και υπηρετούσε. Κάποτε άλλοτε, μας χτύπησαν και τους δυό άπονα και άδικα, όταν (θέρος του
1948) ανεβάζαμε –ανέβαζα δηλαδή, εγώ-ένα από τα θεατρικά του έργα.
Ο Γιάννης
Σιδέρης γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο της
Αθήνας. Διορίστηκε καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση, όπου υπηρέτησε το μεγαλύτερο
μέρος της θητείας του στο Δημόσιο. Για μερικά χρόνια είχε αποσπασθεί στη
Διεύθυνση Θεάτρου, στο Υπουργείο Παιδείας, όπου πρόσφερε αξιόλογες υπηρεσίες.
Σα δάσκαλος
στη Μέση Εκπαίδευση, δεν ξέρουμε τί εκθέσεις είχε από τους επιθεωρητές του.
Ξέρουμε όμως ότι γενιές νέων άκουσαν τη διδασκαλία του και ξέρουμε καλά ότι
κάτι ξεχωριστό τους έμεινε από την έμπνευση που τον κυριαρχούσε όταν-μακριά από
τους τυποποιημένους δασκαλίστικους τρόπους-τους παράδινε τα αρχαία και τα νέα
ελληνικά, ή την ιστορία. Ήταν πάντα δάσκαλος-ποιητής’ και αληθινά, ποιητής.
Νέος είχε τυπώσει ποιητική συλλογή και οι παλαιότερες ανθολογίες δημοσιεύουν
στίχους του.
Σά δάσκαλος του θεάτρου δίδαξε στις σοβαρότερες
Δραματικές Σχολές, καθώς και στην επίσημη του Εθνικού Θεάτρου. Δίδαξε πρώτα
στον «Πειραϊκό Σύνδεσμο» (1931). Κατόπι- ιδρυτικό στέλεχος –στη «Νέα Δραματική
Σχολή» (1933-1939)’ στη Δραματική Σχολή του Κάρολου Κουν (από το 1943)’ στη
Σχολή του Εθνικού Θεάτρου (1945-1946, 1950-1953, 1964-1970) στη «Σχολή Θεάτρου
του «Μορφωτικού Συλλόγου Αθήναιον» (1947- 1950)’ στο Ωδείο Αθηνών (από το
1946). Σήμερα εξακολουθεί να διδάσκει στη Σχολή Κουν και στο Ωδείο Αθηνών. Με
τη διδασκαλία του, μοναδικός αυτός, μπάζει τους αυριανούς ηθοποιούς στο νόημα
και τα καθέκαστα της ιστορίας του νεοελληνικού θεάτρου και τους συνδέει με την
παράδοσή μας. Τη νεοελληνική παράδοση που τη ζει βαθιά μέσα του, την τιμάει και
ξέρει τί μπορεί να δώσει στο δημιουργικό καλλιτέχνη το βίωμά της. Γιατί έχει το
πάθος του θεάτρου και της ιστορίας του. Αυτό το
πάθος που στάθηκε η αφορμή να δημιουργηθεί το 1938 στους κόλπους της
Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων, το Θεατρικό Μουσείο της Ελλάδας και πού ο
Γιάννης Σιδέρης είναι θεός του και υπηρέτης του.
Με την ιστορία του θεάτρου ο Σιδέρης ασχολήθηκε από
πολύ νέος’ στο χώρο της, όμως, βρίσκεται από την πρώτη κιόλας στιγμή κι’ ίσαμε
σήμερα, πάντα σ’ έξαψη. Επειδή εκείνος τα ιστορικά του θεάτρου δεν τα
πληροφορείται’ τα ξαναζεί με θέρμη και με φαντασία’ με μιά δύναμη υπερφυσική,
πού τον στέλνει στις περασμένες εποχές, για να γυρίσει πίσω και να φέρει την
εικόνα τους σπαρταριστή, ολοζώντανη, παλλόμενη, μπροστά στα μάτια μας και να τη
βάλει σε ανταπόκριση με την ευαισθησία μας. Όταν σου μιλάει για τη Ραλλού
Καρατζά της Ρουμανίας, ή τον Ανδρονόπουλο και το Λεκατσά, την Ειμαρμένη
Ξανθάκη, τον Ευάγγελο Παντόπουλο, την Αικατερίνη Βερώνη, την Ευαγγελία
Παρασκευοπούλου, θαρρείς πως αυτοί ζούν μέσα του’ έχεις την αίσθηση πώς τους
έκανε παρέα, πώς κουβέντιασε μαζί τους, χάρηκε την τέχνη τους, μοιράστηκε τις
χαρές και τα φαρμάκια τους’ λές πώς τους συνάντησε χτές, προχτές και πώς-στο
χώρο του Μουσείου του, όπου έχει απλωθεί η άχνα της ψυχής του-θα τους
συναντήσει και αύριο ζωντανούς όπως σένα και μένα. Όταν σου μιλάει για το
ξύλινο εκείνο θέατρο του Μπούκουρα στην οδόν Αιόλου, εκεί που σήμερα βρίσκεται
η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, ή για τα θεατράκια στις όχθες του Ιλισού, για τις
«νούτικες» κωμωδίες, για τον άντρα των παντομιματζήδων, δεν παραδέχεσαι πώς σου
δίνει πληροφορίες. Νομίζεις πως μιλάς με
άνθρωπο πού πήγε από νωρίς, πήρε το καφεδάκι του στο τσίγκινα τραπέζι της
μικρής παράγκας, δίπλα στο θέατρο, παρακολούθησε ν’ ανέβουν τα κεριά, οι
ασετυλίνες, τα αεριόφωτα, και κάθισε με μάτια ανοιχτά, μεγάλα, να δει την
παράσταση από την αρχή ως το τέλος. Ξέρει πράματα και ανθρώπους. Έχει «ψαύσει»
τα αντικείμενα πού χρησιμοποίησαν, παρακολούθησε τη χρήση τους και τον
προορισμό τους. Και τα έχει ψαύσει πραγματικά. Επειδή το πάθος του τον έκανε να
τα αναζητάει με μανία, θα έλεγα, τρέλα. Γατί είναι τρέλα να ζεις μέσα στην
κατοχή νηστικός, ξεπαγιασμένος στο σώμα και την ψυχή, τυραννισμένος και γερτός
από τον ηθικό και σωματικό κάματο, και να κινάς από τον Άι- Γιάννη, της
Γαργαρέττας, να πεζοπορείς ως τα Πατήσια, για να συλλέξεις ένα χειρόγραφο, μιά
παλιά ξεθωριασμένη φωτογραφία, ένα τσαλακωμένο και κιτρινισμένο πρόγραμμα, ένα
σκοροφαγωμένο σάλι, ένα ιερό κουρέλι που κάποτε λειτουργήθηκε σε μιά αθηναϊικια
παράσταση του παλιού καιρού.
Ο Σιδέρης όλο του τον πλούσιο αποθησαυρισμό τον
κάνει βιβλία, μελέτες, άρθρα, σημειώματα, διαλέξεις, ανταποκρίσεις σε ξένα
περιοδικά, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές, λήμματα σε ελληνικά και ξένα
λεξικά.
Είναι μέλος στη «Διεθνή Συνομοσπονδία των Ιστορικών
του Θεάτρου» και συνεργάτης του οργάνου της, «Θεατρικές Έρευνες». Της «Διεθνούς
Συνομοσπονδίας των Θεατρικών Μουσείων». Της «Αμερικανικής Σαιξπηρικής
Εταιρείας» και συνεργάτης του οργάνου της, «Σαιξπηρικά Τετράμηνα».
Πρεσβευτής του ελληνικού θεάτρου στο εξωτερικό, το
αντιπροσωπεύει συστηματικά από το 1960, σε διεθνή συνέδρια (Παρίσι, Μόναχο,
Άμστερνταμ, Γένοβα…). Ταξιδεύει μόνος του, μα δεν πάει μονάχος του ποτέ’ μας
κουβαλάει κι’ όλους εμάς μαζί του, όλους, ζωντανούς και πεθαμένους’ όλους, όσοι
βάλαμε το πόδι μας στο χώρο του θεάτρου’ γιατί έχει συγκεραστεί η ψυχή του με
την ψυχή μας. Δεν κάνει αυτός χωρίς εμάς κι’ εμείς χωρίς Εκείνον.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ
ΚΑΡΑΝΤΙΝΟΣ, Γενάρης 1972, τόμος 3ος, «ΧΡΟΝΙΚΟ
‘72» καλλιτεχνική πνευματική ζωή, έκδοση Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα,
Σεπτέμβρης 1971-Αύγουστος 1972, σελίδες 166-167.
--
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Χαίρομαι
πού μου δίνεται η ευκαιρία να εκφράσω τα αισθήματά μου για τον αξιαγάπητο φίλο
ακούραστο ερευνητή των θεατρικών μας πραγμάτων Γιάννη Σιδέρη.
Για το φαινόμενο Σιδέρης με τις φανταστικές
διστάσεις πνεύματος και δράσεως.
Για τον άνθρωπο που ανάλωσε τη ζωή του υπηρετώντας
αθόρυβα και δημιουργικά, με υπέρθεη αγάπη το θέατρό μας. Για τον άνθρωπο που
άρπαξε τη σκυτάλη της ιστορίας του νεοελληνικού θεάτρου από τον πρωτοδάσκαλό
του, τον αείμνηστο Νικόλαος Λάσκαρη για να τρέχει μαζί μας βήμα το βήμα σαράντα
τόσα χρόνια. Άλλοι από εμάς σταμάτησαν, τέλειωσαν τον αγώνα. Οι υπόλοιποι
ζυγώνουνε το τέρμα αγκομαχώντας.
Ο Σιδέρης θα τρέχει και ύστερα από μας’ ο Σιδέρης θα
τρέχει πάντα.
Εμείς θα φύγουμε, ο Σιδέρης θα μείνει. Θα μείνουμε
και εμείς αλλά σαν παρενθέσεις, σαν κόμματα, ή σαν ερωτηματικά. Σπάνια μέσα
στον μακρύ δρόμο της ιστορίας του νεοελληνικού μας θεάτρου θα φιγουράρει και
κάποιος από μας, σαν-θαυμαστικό-.
Όμως το μεγάλο θαυμαστικό είναι ο Γιάννης Σιδέρης,
που κατάφερε να καρφώσει τρυπώντας με τα δάχτυλά του σ’ έναν τσιμεντένιο τοίχο,
την ταμπέλα της ιστορίας όλων μας.
Την ταμπέλα του- Θεατρικού μας Μουσείου-.
Με πόση πίστη, με τι αγάπη.
Πόσο επίμονα και επίμοχθα αγωνίστηκε’ Και πόσα
χρόνια!!!
Μά η αγάπη του δεν αγκάλιασε μόνο το παρελθόν και το
παρόν του θεάτρου μας.
Αγκάλιασε όλους εμάς’ μικρούς και μεγάλους.
Χρόνια μας παραστέκει. Πρόθυμα. Στοργικά.
Μας έχει κλείσει στο κέντρο της καρδιάς του. Έτσι
όπως έκλεισε την ιστορική ευθύνη του. Το χρέος του.
Το σκοπό του.
Μακάρι να μπορούσαμε να τον μιμηθούμε, μακάρι να του
μοιάζαμε.
Θα του δίναμε χαρά και δουλειά, περισσότερη δουλειά.
ΜΑΝΟΣ
ΚΑΤΡΑΚΗΣ, τόμος 3ος, «ΧΡΟΝΙΚΟ ‘72» Καλλιτεχνική
Πνευματική Ζωή, έκδοση Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα, Σεπτέμβρης
1971-Αύγουστος 1972, σελίδες 165.
Σημείωση: Πρίν
το κείμενο του ηθοποιού Μάνου Κατράκη και του σκηνοθέτη Σωκράτη Καραντινού για
τον Γιάννη Σιδέρη, υπάρχει κείμενο της έκδοσης του περιοδικού που μας λέει τα
εξής:
ΤΙΜΗΤΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΤΟΥ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΙΔΕΡΗ
Με
πρωτοβουλία του Καλλιτεχνικού Πνευματικού Κέντρου «Ωρα» τιμήθηκε ο ιστορικός
του νεοελληνικού θεάτρου Γιάννη
Σιδέρη. Στο πλαίσιο των τιμητικών αυτών εκδηλώσεων, οργανώθηκε στην αίθουσα της
Ώρας έκθεση ντοκουμέντων του Θεατρικού Μουσείου. Τη βραδυά των εγκαινίων
μίλησαν για τον Γιάννη Σιδέρη και το έργο του οι Δ. Ιωαννόπουλος πρόεδρος της
Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων και Γ. Κουρνούτος Γενικός Διευθυντής του
Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών, καθώς και ο ίδιος ο τιμώμενος. Επίσης
ειδική τιμητική βραδυά οργανώθηκε στο Θέατρο «Αθηνών» με ομιλητές τους Α.
Γεωργούλη, Κώστα Γεωργουσόπουλο, Αλέκο Λιδωρίκη, Δημήτρη Μυράτ και Μενέλαο
Παλλάντιο.
Το
«Χρονικό ‘72» αναδημοσιεύει δύο άρθρα των Μάνου Κατράκη και Σωκράτη Καραντινού
απ’ το ειδικό τιμητικό λεύκωμα που κυκλοφόρησε η «Ώρα» με την ευκαιρία του
εορτασμού.
--
ΓΙΑΝΝΗΣ
ΣΙΔΕΡΗΣ (1898-1975)
Φοβάμαι πώς δεν είμαι ο μόνος που θέλοντας να μιλήσω για τον Γιάννη
Σιδέρη θα καταφύγω στο συναισθηματισμό. Δεν είναι μονάχα η προσωπική σχέση μας,
η μαθητεία μου κοντά του, στο αξιολάτρευτο ερείπιο του Ωδείου Αθηνών στην οδό
Πειραιώς’ δεν είναι μονάχα τα κοινά ενδιαφέροντα και η σπουδή της ίδιας της επιστήμης’ δεν είναι
μονάχα η περίεργη σύμπτωση να έχει υπηρετήσει στο ίδιο γυμνάσιο, συνάδελφοι με
τον πατέρα μου, την εποχή που γεννήθηκα, στη μικρή κωμόπολη της Λοκρίδας.
Αταλάντη, πατρίδα της μάνας μου. Ο συναισθηματισμός ήταν η αρετή και το
ελάττωμα του Γιάννη Σιδέρη. Μόνο μέσα από αυτό το φίλτρο μπορούσες να επικοινωνείς μαζί του. Μόνο έτσι
μπορείς να τον θυμάσαι και μόνο έτσι και
να τον κρίνεις. Όταν περάσουν τα χρόνια και έρθουν ψυχρότεροι άνθρωποι ή
ψυχραιμότεροι, φοβάμαι πως, κρίνοντας το έργο του θα τον αδικήσουν γιατί θα
τους λείπει αυτό το συναισθηματικό υπόβαθρο, το
μόνο κίνητρο της ιστοριογραφίας του Γιάννη Σιδέρη.
Ένα χρόνο
μετά τον θάνατό του ούτε μπορώ ούτε θέλω να κρίνω το έργο του. Το μόνο που
μπορώ είναι να το καταλάβω. Και μόνο όσοι μαθητεύσαμε κοντά του έχουμε τα σωστά
κριτήρια για να δικαιολογήσουμε τις αγάπες του, να κατανοήσουμε τις σιωπές του
και να αποκρυπτογραφήσουμε τις «μπηχτές» του.
Ο Γιάννης
Σιδέρης λειτουργούσε σε τρία επίπεδα. Είχε μιά προσωπική γοητεία ώστε στο
καθένα να είναι και να φαίνεται αυθεντικός.
Στο πρώτο
επίπεδο λειτουργούσε ωε δάσκαλος. Αμφιβάλλω αν υπήρξε πιό ανορθόδοξος δάσκαλος
στο ελληνικό κράτος για την επίσημη θεωρία της παιδαγωγικής. Δε μετέδιδε
γνώσεις, δεν δίδασκε μέθοδο, μονολογούσε, «θαύμαζε» την άγνοια των μαθητών του,
δεν είχε κανένα πρόγραμμα, δεν απαιτούσε καμιά πειθαρχία εκδήλωνε τις
προτιμήσεις του πέρα από κάθε δασκαλίστικη δεοντολογία, μετέφερε μέσα στην τάξη
τα μίση και τις αγάπες του. Αν είχε μιά μέθοδο ήταν η ανεκδοτολογία και η
εμμονή στη φλύαρη λεπτομέρεια.
Κι όμως
αυτή η ανορθοδοξία ήταν η γοητεία του δασκάλου Σιδέρη. Πολλές φορές σκέφτηκα
πώς πίσω απ’ τις χαριτωμένες αποστροφές του, πίσω από τις χαμένες ώρες για τον
τρόπο που ντυνόταν η Παρασκευοπούλου ή για την χάρη που είχε το ντεκολτέ της
Κοτοπούλη ή μια κίνηση της Παπαδάκη, κρυβόταν μιά παμπόνηρη υστερόβουλη
επιδίωξη: ο προσηλυτισμός.
Ο
δάσκαλος Σιδέρης ήταν ο μάγος της βιωματικής διδασκαλίας. Με λίγες-λίγες
γλυκειές δόσεις συνήθιζε το μαθητή στο «δηλητήριο» του θεάτρου. Το μάθημά του
σιγά-σιγά γινόταν μαγγανεία σε κάποια κρυφή κατακόμβη και οι κατηχούμενοι
προσηλυτίζονταν όχι με τη γνώση, αλλά με τα ακατανόητα σύμβολα μιάς θρησκείας
που τους σαγήνευε στο θύμο αδένα τους.
Με το
Σιδέρη δε μάθαινες ούτε την ιστορία του θεάτρου, ούτε τη Λογοτεχνία, ούτε τη
Δραματουργία. Μάθαινες ν’ αγαπάς το θέατρο, παράλογα, παράφορα.
Ο Σιδέρης
ήταν τοξικομανής του θεάτρου και συνειδητά μετέδωσε το πάθος του στους μαθητές
του.
Στο δεύτερο επίπεδο λειτουργούσε ως συλλογέας,
υλικού. Εδώ άλλαζε άρδην προσωπικότητα. Καχύποπτος, εριστικός, ανικανοποίητος,
θαυμαστής της ακρίβειας, δύστροπος, σχολαστικός-ως την παραφροσύνη. Μπροστά στο
υλικό που διασταύρωνε έπαιρνε τη στάση παλιού φαρμακοτρίφτη ή τσιγκούνη
αργυραμοιβού. Πρίν καταγράψει κάτι, πρίν το κατατάξει, το ξετίναζε. Μέρες
ολόκληρες χωμένος σε παλιές εφημερίδες, στις βιβλιοθήκες αναζητούσε μιά
ταύτιση, μιά συσχέτιση, μιά ευθεία ή μιά πλάγια επιβεβαίωση, απαιτούσε μιά
σωτήρια παραπομπή. Ένα θεατρικό κοστούμι που έφτανε στο Μουσείο «του» δεν ήταν
μόνο ένα τεκμήριο για μια παράσταση’ ανακάλυπτε τη ράφτρα του, τον
υφασματέμπορο, την καπελού. Δε ρωτούσε μόνο για την ποιότητά του, τον ενδιέφερε
η τιμή του ως υφάσματος, το κόστος του. Διέκρινε τις βολές του. Η φόρμα του τον
οδηγούσε στην ανατομία του ηθοποιού, ανακάλυπτε πίσω απ’ το σχέδιο και την
εφαρμογή της ευχέρεια της χειρονομίας ή το ελάττωμα που το ένδυμα έκρυβε.
Τον
ενδιέφερε κάθε τι που έχει σχέση με τη θεατρική πράξη: Τα συμβόλαια, οι
μυστικές συμφωνίες, οι μισθοί, η πρόβα, η διαφήμιση, η αφίσσα, η αγγελία, η
κριτική, η επιστολογραφία, το τεχνικό λεξιλόγιο, το βιβλίο σκηνοθεσίας, ο
μηχανικός, ο φωτιστής, η ράφτρα, ο προπομπός, ο ατζέντης, ο υποβολέας, πέρα από
το θιασάρχη, το θίασο, το γενικό, τους χορευτές, το σκηνογράφο, τον
ενδυματολόγο. Τον απασχολούσε η γεωγραφία της περιοδείας, οι πιάτσες, οι
εισπράξεις, τα έξοδα, η πρεμέρια και η πλατεία της.
Σε μιά
εποχή που αυτή η επιστήμη ήταν άγνωστη, ο Σιδέρης εφάρμοσε τις αρχές της
μικροκοινωνιολογίας στο θεατρικό φαινόμενο.
Το
θεατρικό μουσείο και οι άπειρες καρτέλλες του είναι η αδιάψευστη απόδειξή του.
Στο τρίτο
επίπεδο λειτουργούσε ως ιστορικός και
κριτικός του θεάτρου. Όπου ξεπερνούσε τα όρια του ιστοριοδίφη και έμπαινε στην
περιοχή, όσο το υλικό χρειαζόταν ο κριτικός έλεγχος, η ερμηνεία, η αποτίμηση
και η αξιολόγηση, ο Σιδέρης άλλαζε πάλι πρόσωπο. Χωριζόταν στα δυό. Αγαπούσε
και μισούσε.
Ότι
αγαπούσε το περιέβαλε με μιά στοργή σχεδόν μητρική. Έχανε το μέτρο.
Ενθουσιαζόταν και εγκατέλειπε κάθε κριτήριο, εκτός από το κριτήριο της ανοχής.
Ό,τι
μισούσε το ταπείνωνε, το απωθούσε, έχανε πάλι το μέτρο. Εξαντλούσε όλα τα
απόλυτα κριτήρια, εκτός από το κριτήριο της κατανόησης. Ο Σιδέρης προτιμούσε να
προδώσει την ιστορία παρά την καρδιά του. Ξέροντας αυτή του τη διάσταση δίστασε
να προχωρήσει την «ιστορία» του στο δεύτερο τόμο (ο πρώτος σταματά το 1908)
γιατί ήξερε πως είχε πιά να αντιμετωπίσει ζωντανούς ανθρώπους, Με τους
πεθαμένους ήταν πιο δίκαιος. Η τελευταία μνημειώδη του δουλειά που κυκλοφόρησε
μετά το θάνατό του, «το αρχαίο θέατρο στη Νέα ελληνική σκηνή», σταματάει πάλι
στο ’32 και δεν περιλαμβάνει ούτε τις σκηνοθεσίες του Φ. Πολίτη.
Ο Σιδέρης
καυχιόταν για τις αγάπες του και διατυμπάνιζε τις αντιπάθειές του. Σκοπός μου
δεν είναι να ελέγξω τα κίνητρά του και τα κριτήριά του. Άλλοι, σε λίγο ή πολύν
καιρό, θα ασχοληθούν με την ιστοριογραφική εργασία του Σιδέρη.
Ο
πρόσφατος θάνατος, η συναισθηματική μου πρόθεση και η πίστη μου πως με το
θάνατο του Γιάννη Σιδέρη το ελληνικό θέατρο έχασε το «στοιχειό» του, κλείνω
αυτό το σημείωμα, φόρο τιμής στον παθιασμένο δάσκαλο, στον φιλόπονο ερευνητή
και στο μαχόμενο ιστορικό του Νεοελληνικού Θεάτρου, μη θέλοντας ν’ ανοίξω ένα
διάλογο με την επιστήμη, επειδή θα κινδύνευα να χάσω ένα προσφιλή διάλογο με
μιάν αγαθή μνήμη ανθρώπινης παρουσίας.
ΚΩΣΤΑΣ
ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ, τόμος 7ος, «ΧΡΟΝΙΚΟ ‘76»
Καλλιτεχνική Πνευματική Ζωή, έκδοση Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα,
Σεπτέμβρης 1975-Αύγουστος 1976, σελίδες 196-197.
Σημείωση:
Ακριβώς πάνω από το κείμενο του θεατρολόγου Κώστα Γεωργουσόπουλου,
δημοσιεύονται και τα εξής από την διεύθυνση της ετήσιας αυτής έκδοσης:
«Το
«Χρονικό ΄76» στερήθηκε αναπάντεχα την πολύτιμη συνεργασία του θεατρικού
συμβούλου του αείμνηστου ιστορικού του νεοελληνικού θεάτρου Γιάννη Σιδέρη, που
μας συμπαραστάθηκε μ’ ενθουσιασμό, απ’ τα πρώτα βήματα τούτης της έκδοσης.
Για
μιά ευτυχή συγκυρία, το κενό της απουσίας του έρχεται να καλύψει ο μαθητής του,
θεωρητικός του θεάτρου Κώστας Γεωργουσόπουλος.».
Ελάχιστα:
Ο φιλόλογος και θεατρολόγος Κώστας Γεωργουσόπουλος,
αμέσως μετά το κείμενο του Σωκράτη Καραντινού για τον Γιάννη Σιδέρη, στον 3ο
τόμο 1972 του «Χρονικού» υπογράφει το μακροσκελέστατο και χρήσιμο κείμενο για
τον πειραιώτη σκηνοθέτη και ιδρυτή του Πειραϊκού Θεάτρου Δημήτρη Ροντήρη,
σελίδες 168-170. Ενώ αμέσως μετά η Άννα Κολιτσιδοπούλου γράφει το άρθρο «Ο Κουν
το κοινό η παράσταση». Ενώ στον 7ο
τόμο του 1976, αμέσως μετά τον Κ Γεωργουσόπουλο, ο θεατρικός συγγραφέας Γιώργος
Διαλεγμένος γράφει το «160 χρόνια μιζέριας». Ο Μήτσος Ευθυμιάδης υπογράφει το
κείμενο «Δυό προβλήματα για λύση», ο Βάιος Παγκουρέλης γράφει για το «Θέατρο
των εδράνων ή δύο σημαντικά συνέδρια», ενώ η συγγραφέας Ζωρζ Σαρή για «Το
Θέατρο ανάγκη για το παιδί». Ενώ στις επόμενες σελίδες παρουσιάζεται το
«Θεσσαλικό Θέατρο» Το οδοιπορικό μιάς χρονιάς.». Ενώ και πάλι η Άννυ Θ.
Κολτσιδοπούλου γράφει για «Τρείς Μπρέχτ, δύο θέσεις», και τον Θεατρικό
απολογισμό της περιόδου 1975-1976.
Διατήρησα την ορθογραφία των κειμένων. Και πάλι
επειδή το παρόν σημείωμα είναι 25 σελίδες αρκετά μακροσκελές για ανάγνωση χωρίς
βοηθητικό φωτογραφικό υλικό, το αφιέρωμα
στον Γιάννη Σιδέρη, το χωρίζω σε δύο μέρη. Στο δεύτερο μέρος θα αντιγράψω τις
πληροφορίες που γνωρίζω και θα συμπληρώσω τα όποια βιβλιογραφικά κενά βρω.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020
ΥΓ. Για ότι έχει απομείνει από την Διακήρυξη του… «Θα
σε ξανάβρω στους μπαξέδες, 3 του Σεπτέμβρη να περνάς, και τσικουδιά στους καφενέδες
τα παλικάρια να κερνάς». Γηράσκω αεί κοκκινίζων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου