ΛΙΖΥ ΤΣΙΡΙΜΩΚΟΥ
ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ
ΠΟΛΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Εκδόσεις ΛΩΤΟΣ, Αθήνα, Απρίλιος 1988, σ. 138 (Κεντρική διάθεση Βιβλιοπωλείον «Κέδρος»), τιμή 700 δραχμές. Διαστάσεις 12Χ 18,5, Μελετήματα Νούμερο 3.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ σ. 5-8
Ο ισχνός αυτός τόμος που απαρτίζεται από ένα δοκίμιο και ένα ανθολόγιο έχει ήδη τη μικρή του ιστορία. Το δοκίμιο, με τίτλο Γραμματολογία της πόλης και υπότιτλο Λογοτεχνία της πόλης/ πόλεις της λογοτεχνίας, πρωτογράφηκε εν θερμώ το καλοκαίρι του 1984 στη Θεσσαλονίκη, κάτω από συνθήκες εναλλασσόμενης δυσθυμίας και ευφορίας, όχι άσχετες με το ζήτημα της πόλης’ εκφωνήθηκε εν ψυχρώ στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, στο πλαίσιο του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας που πραγματοποίησε η Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού (Αθήνα: 26-28 και Ερμούπολη: 26-30 Σεπτεμβρίου) με θέμα τη Νεοελληνική πόλη. Το κείμενο της προφορικής ανακοίνωσης, αναλλοίωτη, συνοδευόμενο από εκτενείς σημειώσεις και ορισμένους βοηθητικούς πίνακες, δημοσιεύθηκε προς το τέλος του 1985 στον Α΄ τόμο των Πρακτικών του Συμποσίου.
Ο χρόνος που χωρίζει την κυοφορία την εκφώνηση και την πρώτη έντυπη εμφάνιση του κειμένου από την τωρινή εκδοτική αυτονόμησή του είναι λοιπόν, με όποια μέτρα και αν τον σταθμίσουμε, πολύ μικρός’ αρκετός ωστόσο για κάποιες προσωπικές επανεκτιμήσεις κατά σημεία, για την επισήμανση κενών, παραδρομών και αμηχανιών. Με δυό λόγια, η μικρή αυτή απόσταση ασφαλείας έχει ήδη δημιουργήσει τους όρους μιάς «αποξένωσης» από το κείμενο. Δεν είμαι βέβαιη ότι σήμερα θα αποτολμούσα να συμπιέσω με τον ίδιο τρόπο μιά Γραμματολογία της πόλης στο δεσμευτικό εικοσάλεπτο της προφορικής εισήγησης. Πολλά θα άλλαζαν λοιπόν στη σημερινή, πλήρη ανάπτυξη του θέματος και μεταξύ των πρώτων το τέλος: για πολλούς λόγους («πολλαπλά τα αίτια», πάντα), η τελική κορόνα π.χ. του κειμένου θα απουσίαζε εντελώς ή θα παρέπεμπε σε άλλα συμφραζόμενα.
Μένει αλώβητη η εμπάθεια που συνόδευσε το εγχείρημα, η προσωπική ευαισθητοποίηση- ή εμπλοκή- στη διασταύρωση των δύο λόγων: της πόλης και της λογοτεχνίας. Αυτός όμως δεν είναι ο μόνος λόγος που με παρακινεί να εκθέσω και σήμερα τη Γραμματολογία της πόλης υπό την αρχική της σύνταξη. Πιστεύοντας ότι τα κείμενα είναι οχήματα της ιστορικότητάς μας και ότι μεταφέρον στον μέλλοντα χρόνο συγκεκριμένα στιγμιότυπα της πνευματικής ετοιμότητας ή ακαμψίας μας, απορρίπτω την ιδέα κάθε όψιμης και βελτιωμένης επέμβασης στο πόνημα το 1984. Ορισμένες αλλαγές, που επιβάλλονται κυρίως από εκδοτικές πρακτικές (μετάθεση μέρους των σημειώσεων και των πινάκων στον κειμενικό κορμό, αυξημένη προσοχή σε ζητήματα στίξης ή διατύπωσης), δεν διαταράσσουν την αρχική ισορροπία, όση υπήρχε, του κειμένου. Έτσι, στην παρούσα έκδοση δεν «διορθώνω» τίποτε’ όχι για λόγους αυτάρεσκης εμμονής στην πρώτη γραφή, αλλά ακριβώς επειδή αντιμετωπίζω με δέος τη μοιραία διάβρωση των κειμένων από την επικαιρότητα.
Πρέπει να ομολογήσω επίσης ότι δεν πιστεύω πολύ στο πνεύμα των ανθολογίων’ ο αναπόδραστος διδακτισμός τους, η αποδεικτική τους πρόθεση και η αποδεκατιστική λογική τους συνήθως χειραγωγούν βάναυσα τον αναγνώστη. Βρίσκομαι ωστόσο στην ανάγκη να χρησιμοποιήσω την τακτική του ανθολογίου ως αμεσότερο τρόπο προσωπικής επιστροφής και αναμέτρησης με τα κείμενα που συγκρότησαν τη λογική της Γραμματολογίας της πόλης. Δεν υπέκυψα στον πειρασμό να παραθέσω σημαντικά, και ίσως πιό ενδεδειγμένα, χωρία από άλλα ομόθεμα κείμενα, που εκ των υστέρων ανακάλυψα ότι θα εξυπηρετούσαν τις προτάσεις μου ή που μου υπέδειξαν, φίλιοι και μη, αναγνώστες της μελέτης μου. Πεισματική «καθαρότητα» ή αισιόδοξη πρόβλεψη πώς δεν έκλεισα οριστικά τους λογαριασμούς μου με το θέμα και, άρα, καταγράφω υποδείξεις, ενστάσεις και λογής στοιχεία για μιά μελλοντική, πληρέστερη επεξεργασία; Ελπίζω το δεύτερο, γνωρίζοντας παρά ταύτα ότι ο μικρός φαρισαίος που κρύβεται μέσα μας (ο «καμπούρης νάνος», όπως τον σκιαγράφησε παραστατικά ο Walter Benjamin) σκαρώνει πάντα άσχημα παιχνίδια με το μέλλον μας.
Ευχαριστώ θερμά τον φιλαναγνώστη Σ. Ν. Μαρωνίτη, που περιέβαλε εξαρχής με την άλω της προσοχής του το κείμενό μου και πρόκρινε την ένταξή του στο εκδοτικό πρόγραμμα του Λωτού.
Προλογικά σημειώματα, εισαγωγές, τίτλοι και υπότιτλοι, έξεργα, αφιερώσεις, παραπομπές και λοιπά παρακειμενικά ίχνη συγκροτούν ό,τι ο Gerard Genette αποκαλεί κατώφλια στην πρόσφατη ομότιτλη μελέτη του (Seuils). Πρόκειται για κειμενικές παρυφές, αμφισβητούμενα όρια του «εντός» και του «εκτός» κειμένου, στην κυριολεξία γα σημαίνοντα περιθώρια. Στο πλαίσιο λοιπόν αυτής της λογικής, νομίζω ότι αρκετά καθυστέρησα τον αναγνώστη στα παρακειμενικά προπύλαια: άς μπούμε στο κείμενο-της πόλης.
Αθήνα, Μάρτιος 1987
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ- ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, σ. 9-53
Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΖΩΗ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ (1870). Χειρόγραφον Έλληνος υπαξιωματικού, σ. 55-63
ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΣΑΚΗ: ΤΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ, σ. 65-77 (π. «Εστία», 18-6-1889)
ΜΙΧΑΗΛ ΜΙΤΣΑΚΗΣ (1890): ΕΙΣ ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΧΡΥΣΟΘΗΡΑΣ, σ. 79-81
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ (1895): Φιλόστοργοι, σ. 83-91
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΙΔΗΣ (1895): ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗ, σ. 93-109
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΝΔΥΛΑΚΗΣ (1894-1895): ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ, σ. 111-122
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΡΗΣΤΟΜΑΝΟΥ(1911): Η ΚΕΡΕΝΙΑ ΚΟΥΚΛΑ, σ. 123-128
ΠΙΝΑΚΑΣ 3. Χρονολογικός πίνακας σ. 129
ΠΙΝΑΚΑΣ 4. Πίνακας τίτλων σ. 129-130
ΠΙΝΑΚΑΣ 5. ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΤΟΠΩΝΙΜΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΤΩΝ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ, σ. 130-132
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ-
ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Αθήναι 1870-1920
Της Αθήνας
Στην «εποχή της υποψίας» (1), την οποία
προ πολλού ήδη διανύουμε, κάθε αναφορά τόσο στην πόλη, όσο και στη λογοτεχνία
μοιάζει με πορεία σε ναρκοθετημένη περιοχή: πρόκειται για δύο πόλους έντονα και
πολλαπλά φορτισμένους’ τα παιχνίδια λοιπόν μαζί τους δεν μπορεί να είναι
ακίνδυνα ή να γίνονται απερίσκεπτα.
Σπεύδω, ωστόσο, να παρατηρήσω ότι-όχι
«χάριν παιδιάς», μολονότι ή παιγνιώδης διατύπωση του τίτλου έχει γίνει
τελευταία του συρμού- συνδυάζοντας στοιχειωδώς τους όρους μας (πόλη,
λογοτεχνία) περιχαράσσουμε αμέσως δύο διαφορετικές ζώνες έρευνας: λογοτεχνία
της πόλης- πόλεις της λογοτεχνίας.
Με τον όρο λογοτεχνία της πόλης-του
άστεως, αστική λογοτεχνία- δεν αναφερόμαστε βέβαια σε κάποιο πάγιο και
θεσμοποιημένο στο χώρο της ποιητικής λογοτεχνικό είδος. Πρόκειται περισσότερο
για επιλογή μιας οπτικής γωνίας, ενός μεθοδολογικού στόχαστρου: πως η
πραγματική- ιστορική και συγκεκριμένη-πόλη αποτυπώνεται και διαθλάται στη
λογοτεχνία και ποια είναι η σχέση αυτής της δεύτερης, πλασματικής, πόλης με την
πρώτη. Η ιδιομορφία λοιπόν αυτής της τοπογραφικά προσδιορισμένης λογοτεχνίας
έγκειται κυρίως στ θεματική της εστίαση: όχι μόνο το πλαίσιο μέσα στο οποίο
διαδραματίζονται οι περιπέτειες των πλασματικών ηρώων είναι αστικό (του
άστεως), αλλά πολύ συχνά τα πρόσωπα υποχωρούν, μετατοπίζονται σε δεύτερο πλάνο
ή και εκτοπίζονται εντελώς από την πρωταγωνιστική αδηφαγία της πόλης.
Εξαφανίζονται, θα λέγαμε, τα πρόσωπα και αποκτούν ¨προσωπικότητα» οι πλατείες,
οι δρόμοι και οι γειτονιές. Με άλλα λόγια, ψάχνουμε για κείμενα, τα οποία στη
στερεότυπη ερώτηση: ποιός μιλά; (2),μπορούν ν’ απαντήσουν η πόλη.
Η κλασική τυπολογική διάκριση πόλης/
υπαίθρου (3) μπορεί να νομιμοποιήσει το αντιθετικό ή και συμπληρωματικό ζεύγος:
«αστική»/ «αγροτική» λογοτεχνία. Σχηματικά, θα λέγαμε ότι η πρώτη αποτελεί
αντικείμενο έρευνας της ευρύτερης αστικής ιστορίας (ιστορία των πόλεων, histoire urbaine) (4),
ενώ η δεύτερη υπάγεται στη δικαιοδοσία της αγροτικής ιστορίας (ιστορία της
υπαίθρου, histoire rurale) (5). Η βαθύτερη λογική αυτής της διάκρισης, η οποία θέτει
το πρόβλημα της διαπλοκής του χώρου/χρόνου, γεωγραφίας/ιστορίας-ή γεωιστορίας-
διέπει το διαλεκτικό παιχνίδι των αντίστοιχων και στην λογοτεχνία αργών ή
γοργών ρυθμών. Ο διάλογος, φυσικά, των διαρκειών είναι συνεχής: η πόλη
«αστοποιεί» την ύπαιθρο και η ύπαιθρος «αγροτοποιεί» την πόλη’ ωστόσο, η
σταθερή επανάληψη, η αέναη επιστροφή του ίδιου, η κυκλική εναλλαγή, η
στατικότητα παραμένουν χαρακτηριστικά γνωρίσματα της φύσης, της ζωής στην
ύπαιθρο, σφραγίζοντας και τον πολιτισμό που αναπτύσσεται στους κόλπους της,
κατά βάση προφορικό’ η πόλη, αντίθετα, συνιστά τομή στην αδιατάρακτη συνέχεια,
καθιερώνει μια βαθμιαία επιτάχυνση του ρυθμού και της έντασης και, κυρίως, μέσω
της γραφής, ανοίγει τις πύλες για την είσοδο της ιστορίας. (6).
Δεν θα προχωρήσω σε διεξοδικότερη ανάπτυξη
του δίπτυχου: πόλη/ ύπαιθρος. Η διάκριση έγινε απλώς για να δηλωθεί ότι η
λογοτεχνία που μας ενδιαφέρει εδώ στρέφεται γύρω από θεματικές σταθερές της
συλλογικής δραστηριότητας στην πόλη-και όχι στην ύπαιθρο-ή, καλύτερα, είναι μια
λογοτεχνία που απαντά σε ανάγκες, ερωτήματα και προβληματισμούς μιας
αστικής-και όχι αγροτικής-κοινωνίας’ δεν λησμονούμε βέβαια ότι τα όρια ανάμεσά
τους είναι εξαιρετικά πορώδη, η διήθηση εντεύθεν και εκείθεν συνεχής, και το
κανάλι επικοινωνίας μεταξύ τους πάντα ανοικτό.
Ιστορικοί, κοινωνιολόγοι, δημογράφοι,
πολεοδόμοι, οικονομολόγοι και άλλοι ειδικοί ερευνητές είναι αρμοδιότεροι να
περιγράψουν και να ερμηνεύσουν τις ριζικές ανακατατάξεις που αλλάζουν το
πρόσωπο της Ελλάδας κατά την διάρκεια της τελευταίας εικοσιπενταετίας του 19ου
και της πρώτης του 20ου αιώνα.(7). Η οικονομική ανάπτυξη, ο
εκσυγχρονισμός των παντοειδών θεσμών, η αισιόδοξη και ορμητική εκτίναξη της
νεαρής αστικής τάξης, ο μετασχηματισμός της κοινωνίας και άλλες συναφείς
διαδικασίες που ρυθμίζουν τον εξευρωπαϊσμό της χώρας αυτή την εποχή, μας
ενδιαφέρουν στο βαθμό πού, εκτός όλων των άλλων, συμβάλλουν και στη μεταλλαγή
της λογοτεχνικής γραφής και έκφρασης. Γιατί, στο χώρο της λογοτεχνίας, αλλαγή
σημαίνει αλλαγή «γλώσσας», διαφορετική διευθέτηση και χειραγώγηση συστήματος.
Τη διαφορετική γλώσσα που μας ενδιαφέρει
εδώ, τη γλώσσα δηλαδή της πόλης μέσα στη λογοτεχνία, την εντοπίζουμε-σε
ευρωπαϊκό πλαίσιο- στο ρεαλιστικό αστικό μυθιστόρημα (αστικό= του άστεως και
της αστικής τάξης εδώ), στο νατουραλιστικό μυθιστόρημα ή, χρονολογικά
προσδιορισμένο, στο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα. Μετά τον Balzac-τον Hugo, τον Flaubert και τον Zola-για να αναφέρουμε τα πιό ενδεικτικά ονόματα-οι θεματικές πηγές
που θα αρδεύσουν την αφηγηματική πρόζα, τόσο στην παραλογοτεχνική, όσο και στην
καθαρά λογοτεχνική εκδοχή της, περνούν αναγκαστικά μέσα από την πόλη-την
πόλη-πρωτεύουσα, τη μεγαλούπολη ή την μικρή, επαρχιακή πόλη.
Στα «καθ’ ημάς» τώρα: η πόλη γίνεται πρώτη ύλη για τη μυθοπλασία στα χρονικά περίπου όρια που τοποθετήσαμε τη γενική ανακαινιστική βούληση και τον πρωτογενή αστικό εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους. Ειδικότερα, παρακολουθούμε τη μονοπωλιακή σχεδόν εγγραφή της Αθήνας στην αφηγηματική πρόζα κατά την διάρκεια της πεντηκονταετίας 1870-1920. Η επιλογή της συγκεκριμένης πόλης έγινε με βάση τη λογική ότι σ’ αυτή την περίοδο της διαμόρφωσης και ανάπτυξης του ελληνικού λογοτεχνικού ρεαλισμού η Αθήνα αποτελεί το σημείο σύγκλισης και διασταύρωσης των προβλητικών τροχιών της περιφέρειας, τον κύριο κόμβο σχέσεων και διασυνδέσεων όλων των άλλων πόλεων του ελλαδικού χώρου(8). Έχουμε πολλαπλά αντίτυπα ή κακέκτυπα αυτής της πόλης, πολλές μικρές «Αθήνες» ή «αντι-Αθήνες», πράγμα που σημαίνει ότι η πρωτεύουσα αποτελεί το όνειρο, τη φαντασίωση ή και τον εφιάλτη της επαρχίας και της υπαίθρου. Με την έννοια αυτή, η Αθήνα γίνεται το μυθιστόρημα της Ελλάδας, αποτελεί την κατεξοχήν ελληνική πόλη-κείμενο, το οποίο προ(σ)καλεί τον αναγνώστη. σ. 9-14.
Και λίγο παρακάτω, στην σελίδα 19 σημειώνει η συγγραφέας, δίνοντας μας την ταυτότητα της μελέτης και μικρού ανθολόγιού της:
Αυτή η «εθνογραφική
περιέργεια» με την οποία αντιμετωπίζεται το μπαρόκ της μικρασιατικής
καθημερινότητας αποτελεί ακριβώς το νήμα που συρράπτει τα κείμενα του corpus μας. Παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα, θα ‘λεγε κανείς, ή Leitmotiv της αθηναϊκής λαϊκής γειτονιάς .Οι διαφορετικές
τονικότητες προκύπτουν από την αυξομείωση της απόστασης που χωρίζει κάθε φορά
τον παρατηρητή από το αντικείμενο της περιγραφής του. Η ιδιαίτερη ιδεολογική
απόχρωση μεταποιεί διαφορετικά την ίδια
πρώτη ύλη σε λογοτεχνικό αντικείμενο. Σχηματικά, η βίωση του αστικού, στη
σταδιακή της μετατόπιση από το πλαίσιο της αστικής ηθογραφίας προς την
προοπτική του αστικού μυθιστορήματος, θα μπορούσε να αποδοθεί με μία τυπολογική
κλίμακα οπτικών γωνιών.
Κριτικές για
το βιβλίο
-ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΚΟΤΖΙΑ, εφ.
Η Καθημερινή 8/5/1988
Στο μικρό αυτό ανθολόγιο η Λίζυ Τσιριμώκου συγκεντρώνει κείμενα Ελλήνων πεζογράφων του τέλους του περασμένου και των αρχών του 20ου αιώνα στα οποία τον πρωταγωνιστικό λόγο κατέχει η αθηναϊκή μεγαλούπολη. Πρόκειται για έργα αφηγηματικής πρόζας που παρήχθησαν στην καθοριστικής σημασίας πεντηκονταετία 1870-1920 κατά την οποία λαμβάνει χώρα ο πρωτογενής αστικός εκσυγχρονισμός της χώρας μας.
Σε ένα σύντομο αλλά πυκνό εισαγωγικό κείμενο η ανθολόγος χαράσσει τις ορίζουσες του θέματος που είναι η πόλη στην ελληνική λογοτεχνία και το οποίο όπως η ίδια επισημαίνει αναλύεται βάσει δύο διαφορετικών οπτικών γωνιών: Κατ’ αρχάς η συγγραφέας προτείνει ως ενδεδειγμένη μεταξύ των ιστορικών επιστημών τη μέθοδο της ιστορικής ανθρωπολογίας προκειμένου να μελετήσει κανείς πως η πραγματική πόλη αποτυπώνεται στη λογοτεχνία και ποια είναι η σχέση της δεύτερης αυτής πλασματικής πόλης με την πρώτη, την γεωγραφικά και ιστορικά προσδιορισμένη, την πραγματική. Στη συνέχεια η συγγραφέας προτείνει την εξέταση της πόλης ως προϊόντος δημιουργικής φαντασίας βάσει των αρχών που συνθέτουν το έργο της δημιουργικής φαντασίας.
Το ανθολόγιο του μικρού αυτού τόμου περιλαμβάνει κείμενα ή αποσπάσματα κειμένων του Κ. Μητσάκη, Α. Παπαδιαμάντη, Ιω. Κονδυλάκη, Κ, Χρηστομάνου, Δ. Βουτυρά, Γ. Ξενόπουλου καθώς και απόσπασμα από το έργο του Ανωνύμου «Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι».
-ΒΑΓΓΕΛΗΣ
ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, περιοδικό Το Τέταρτο τχ. 38/6, 1988.
ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΗ.
Δεν είναι για να τρίβει κανείς τα μάτια του από έκπληξη, διαβάζοντας τέτοιους τίτλους σε δοκίμια της ελληνικής λογοτεχνικής κριτικής. Πάει καιρός, πάνω από μιά δεκαετία που η έρευνα, εσωπανεπιστημιακή, αλλά και, σε ορισμένες περιπτώσεις, εκτός διδακτικών θεσμών, ακολουθεί ανάλογες κατευθύνσεις αναφερόμενη στα μεγάλα επιστημονικά «παραδείγματα» (με την έννοια που αποδίδει ο Κουν στον όρο: του επιστημολογικού καθεστώτος), τα οποία καθιερώθηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 στη δυτική Ευρώπη.
Η σύντομη εργασία της Λ. Τσιριμώκου- «Γραμματολογία της πόλης: λογοτεχνία της πόλης και πόλεις της λογοτεχνίας» (διάλεξη στο πλαίσιο διεθνούς συμποσίου, που πραγματοποίησε το 1984 η Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, με θέμα τη «Νεοελληνική πόλη»)- διασκεδάζει, κατά τον καλύτερο τρόπο, τις ανησυχίες όσων, πολύ πρόσφατα φοβήθηκαν μήπως η προσήλωση στη θεωρία της λογοτεχνίας απομακρύνει εν τέλει τον ερευνητή ή το σχολιαστή από το ίδιο το αντικείμενό του και την υψηλή θερμοκρασία που το τελευταίο εκπέμπει: τη συγκίνηση της γλώσσας.
Με κέντρο αναφοράς την ανερχόμενη αστική (του άστεως, αλλά και της κοινωνικής τάξης) πεζογραφία της ελληνικής πεντηκονταετίας 1870-1920 η λ. Τσιριμώκου επιχειρεί μια «εκδρομή» στα κείμενα της «Στρατιωτικής ζωής εν Ελλάδι», του Μητσάκη, του Βουτυρά, του Κονδυλάκη και του Παπαδιαμάντη. Μιλώντας για τη «λογοτεχνία της πόλης» (όπου πρωταγωνιστούν τα πλήθη, οι δρόμοι και τα δωμάτια των κατοίκων της πρωτεύουσας) και τις «πόλεις της λογοτεχνίας» (όπου η περιγραφόμενη πόλη γίνεται αυτοδύναμος, ξεχωριστός κόσμος), η συγγραφέας μιλάει στην ουσία, για τα συλλογικά πνευματικά πρότυπα του αιώνα μας: την ιστορία, τη γραφή, την αφήγηση. Η Ελλάδα οδεύει από το μετεπαναστατικό ρομαντισμό των πανεπιστημιακών ποιητικών διαγωνισμών στον απομυθοποιητικό (λατρεία της πόλης) ή μυθευτικό (νοσταλγία της υπαίθρου μέσα στην πόλη) ρεαλισμό της πεζογραφίας. Τα κείμενα για τα οποία ο λόγος, βρίσκονται διαρκώς παρόντα σε κάθε παρατήρηση της ερευνήτριας. Η διεπιστημονικότητα των εννοιολογικών εργαλείων (από τη νεώτερη ιστοριογραφία μέχρι την κοινωνιολογία και την αφηγηματολογία) όχι μόνο δεν προδίδει την εν θερμώ λειτουργία τους, αλλά και την υποβάλλει εντελέστερα στη συνείδηση του αναγνώστη: ένα ανθολόγιο που χωρίς να μυρίζει «φιλολογία» ικανοποιεί, πέρα από την απόλαυση, και τις προϋποθέσεις της θεωρίας.
Σημείωση:
Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου, αν δεν κάνω χρονικό λάθος, ανήκει στην γενιά των μεταπολιτευτικών φιλολόγων, στην νεότερη γενιά των ελληνίδων συγγραφέων και διανοουμένων, που κοσμούν την πανεπιστημιακή τους ιδιότητα-λειτούργημα για πολλούς, και την θέση της ως γυναίκα επιστήμων, ερευνήτρια και δοκιμιογράφο. Η κυρία Τσιριμώκου είναι επίσης και αξιόλογη μεταφράστρια. Οι μεταφραστικές της αποδόσεις δεν υστερούν σε ποιότητα από τις πρωτότυπες εργασίες της. Βλέπε μεταξύ άλλων της εργασιών: Stephane Mallarme. «Λογοτεχνική συμφωνία. Θεόφιλος Γκωτιέ-Κάρολος Μπωντλαίρ- Θεόδωρος ντε Μπανβίλ» μετάφραση, επίμετρο, Λίζυ Τσιριμώκου, περιοδικό Ποίηση τεύχος 13/Άνοιξη-Καλοκαίρι 1999, σ. 54-62. Την μετάφραση της μελέτης του Paul de Man για τον Μωρίς Μπλανσό: «Η κυκλικότητα της ερμηνείας στο κριτικό έργο του Maurice Blanchot.», περιοδικό Ποίηση τχ. 16/ Φθινόπωρο-Άνοιξη 2000, σ. 63-80. Και αρκετές άλλες. Η ποιότητα του λόγου της και η ευθυβολία της σκέψης της μαρτυρεί την αλήθεια των γραφομένων της. Βλέπε το καλογραμμένο Κείμενο-Ομιλία της για τον τελευταίο μεγάλο έλληνα μουσικοσυνθέτη της Ελλάδας, τον Μίκη Θεοδωράκη, περιοδικό Ο Πολίτης τχ. 137/ 10, 2005, σ.44-47. Μια ομιλία που θα έκανε τον ίδιο τον συνθέτη περήφανο, θέλω να πιστεύω. Η συγγραφική της διαδρομή είναι διαρκής. Δημοσιεύματά της βρίσκονται διάσπαρτα σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες. Γνώρισα τις κρίσεις και τις θέσεις της, τις λογοτεχνικές της αξιολογήσεις και σκόπευση των ερμηνευτικών της προσεγγίσεων, διαβάζοντας δύο της μελετήματα. Το ένα είναι η «ΛΟΓΟΤΕΧΝΊΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ» που τον πρόλογο και μέρος της εισαγωγής της μεταφέρω παραπάνω, και, υποστηρικτικό της γνωριμίας μας με την σκέψη και την γραφή της αντιγράφω και δύο βιβλιοκριτικές που είχα διαφυλάξει στις σελίδες του βιβλίου, της κριτικού Ελισάβετ Κοτζιά και του βιβλιοκριτικού Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, που δημοσιεύτηκαν την χρονιά που εκδόθηκε το βιβλίο. Που και οι δύο κριτικές φωνές φωτίζουν την μέθοδο της σκέψης της και των θέσεών της, Και δώδεκα χρόνια αργότερα, το 2000 επανήλθα σαν αναγνώστης των δοκιμιακών της ερευνών, όταν διάβασα και εγώ όπως και άλλοι που ασχολούνται με την ελληνική ποίηση και λογοτεχνία, με τον τόμο που εξέδωσαν οι εκδόσεις Άγρα 2000, «Εσωτερική ταχύτητα» Δοκίμια για τη Λογοτεχνία, σελίδες 434, δραχμές 5720. Ένας συγκεντρωτικός τόμος, που μας καταγράφει την μιας εικοσαετούς πορείας εργασίας και έρευνας πάνω σε ζητήματα και πρόσωπα της ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας και παράδοσης. Στις οκτώ ενότητες θα σημειώναμε του σπονδυλωτού αυτού βιβλίου, περιλαμβάνεται και ο πρόλογος καθώς και η εισαγωγή της, σελίδες 73-112, που είχε δημοσιευτεί στην έκδοση του «Λωτού». Πλοηγός θα τολμούσαμε να γράφαμε και στα δύο της βιβλία, είναι η σχέση της γραφής με τον Χρόνο και κατ’ επέκταση, με την Ιστορία. Από τους ελληνικούς αιώνες της προφορικότητας (Δημοτικό Τραγούδι, Παραμύθι, Θρύλοι, κλπ.) περνάμε στον αιώνα της λαϊκής και αστικής μυθοπλασίας. Στους έλληνες συγγραφείς και τα έργα τους που, στόχο έχουν να αναδείξουν τις κοινωνικές και πολιτικές παθογένειες της εποχής τους και των ανθρώπων της. Οι έλληνες μυθιστοριογράφοι, αυτοί που συνθέτουν μεγάλης πνοής μυθιστορήματα αλλά και οι διηγηματογράφοι, αυτοί που γράφουν νουβέλες ή αρθρογραφούν στον ελληνικό τύπο και επικοινωνούνε με τους γύρω τους μέσω των χρονογραφημάτων τους, είτε ιστορίζουν λογοτεχνικά είτε λογοτεχνίζουν γράφοντας ιστορικές μονογραφίες ή μας περιγράφουν ιστορικά στιγμιότυπα και γεγονότα. Κλασικό παράδειγμα ο Σπύρος Μελάς. Μα και ο κυρ Αλέξανδρος που μέσα από τον μυθιστορηματικό του λόγο, την εξαιρετική της γραφής του μυθοπλασία μας δίνει το πορτραίτο ενός έλληνα φιλοσόφου της Βυζαντινής περιόδου. Του Γεωργίου Πλήθωνα Γεμιστού. Τον προηγούμενο αιώνα θα γράφαμε ότι η καθαυτή λογοτεχνία εμπλουτίζεται με θέματα από την καθόλου ιστορία και τα κοινωνικά της παρεπόμενα. Από την άλλη, διακρίνουμε δύο μεγάλους θεματικούς και ειδολογικούς κύκλους. Αυτόν της υπαίθρου και αυτόν της πόλης. Δύο μεγάλοι κύκλοι της ελληνικής ζωής, παράδοσης και κοινωνίας που τροφοδοτούν την ελληνική γραφή, τον λόγο των συγγραφέων με θέματα, ιδέες, καταστάσεις, περιγραφές, εικόνες, γεγονότα, ιδέες, προβληματισμούς. Και αυτό είναι το κέντρο της προβληματικής της μικρής μελέτης και ανθολογίου της Λίζυ Τσιριμώκου. Πώς ο χώρος μεταποιείται μέσα στην γραφή και πως η γραφή αντικαθρεφτίζει ή μετουσιώνει προβλήματα και ζητήματα του χώρου. Το μικρό αυτό αλλά κατατοπιστικό μελέτημα της Τσιριμώκου, έρχεται να διαλευκάνει έννοιες και διαχωριστικές γραμμές, που απασχολούν τόσο τους ιστορικούς όσο και τους γραμματολόγους. Να αναφέρουμε ότι, η μεγάλη και συνεχής αστυφιλία στην χώρα μας, η ακόμα και στις μέρες μας εσωτερική μετανάστευση των ελλήνων όχι μόνο για οικονομικούς σκοπούς, τους παρέχει την δυνατότητα να είναι πιο δεκτικοί σε έργα της πεζογραφίας που είτε αυτά προέρχονται από συγγραφείς των μεγάλων αστικών κέντρων, την πρωτεύουσα, είτε προέρχονται, από την επαρχία. Στην ουσία οι της πρωτεύουσας, της Αθήνας, είμαστε όλοι ξενομερίτες. Μια και προερχόμαστε σχεδόν όλοι, από διάφορα μέρη της Ελλάδας και των γεωγραφικών της διαμερισμάτων. Κάτι που προσφέρει στον συγγραφέα να μπλέξει την προσωπική της ζωής του μικροιστορία με την ευρύτερη εκείνη της πόλης της μετοικεσίας του. Θα γράφαμε αστειευόμενοι, ότι ίσως και την εποχή του Καιροφύλλα, γκάγκαροι Αθηναίοι δεν υπήρξαν όπως και γκάγκαροι επαρχιώτες. Οι πολιτικές συνθήκες και οι κοινωνικές αναταραχές έφεραν τόσες ανακατατάξεις στον πληθυσμό αυτής της χώρας που, όλη η ελληνική ιστορία του προηγούμενου αιώνα δεν ήταν παρά μια διαρκής εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση. Οι περισσότεροι έλληνες ζούσαν, δημιουργούσαν και πέθαιναν με το φανερό ή κρυφό όνειρο να επιστρέψουν στα πάτρια χώματά τους, στον τόπο γεννήσεώς τους. Ότι ισχύει για της αλησμόνητες του εξωτερικού πατρίδες ισχύει και για τις εντός ελληνικής επικράτειας. Μόνο μία περίπτωση συγγραφέα γνωρίζω, ο ποίος δεν ήθελε να ξανά επιστρέψει στα χώματα από αυτά που βίαια ξεριζώθηκε. Τον Μικρασιάτη Ηλία Βενέζη. Όμως για τους πολλούς ανώνυμους ή επώνυμους έλληνες, ισχύει ο στίχος του αλεξανδρινού ποιητή, «Η Πόλις θα σε ακολουθεί».
Το Ανθολόγιο-μελέτημα της Λίζυ Τσιριμώκου που εκδόθηκε το 1988 συστηματοποίησε από την πλευρά της λογοτεχνίας, την Λογοτεχνία της Πόλης, προετοίμασε την έκδοση και την κυκλοφορία μιας σειράς βιβλίων όπως είναι αυτή «Μια Πόλη στην λογοτεχνία», όπου η τοπιογραφία της πόλης δίνεται μέσα από πεζά, ποιητικά κείμενα, ταξιδιωτικές περιγραφές, προσωπικές αναμνήσεις και εξομολογήσεις. Με τον τρόπο αυτόν ο άνθρωπος και το τοπίο συμπορεύονται μέσα στον χρόνο, μέσα από κοινές μεταλλάξεις και εμπειρίες.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2020.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου