Γιάννης Κ. Σιδέρης
(μέρος δεύτερο)
Αϊσα
Κ’
είπα: Ψυχή μου, ξέχαστο κι ότι είδες πες δεν είδα,
μες
στη ζωή, που λαύριο βράζει από ξανθές χαρές’
μονάχα
εσύ κορφολογάς κάθε στιγμή λαχτάρες
με
τη ματιά σου, αλάθευτη, που’ ‘ν’ του χαμού λεπίδα!
Κι
όπου κι αν πάς κι όπου αν βρεθείς και σ’ όποια νέα πατρίδα
αγγελικές
δε μέλλεται να σου βρουν κιθάρες,
μα
ουδέ καλωσορίσματα, μα ουδέ χοροί κι αντάρες’
έχει
ο θεός, που οδηγητή σου στέλνει αιώνια ελπίδα!
Γιατί
χεράκια σαν αφρός στο κύμα της θαλάσσης,
κάστρα
πυργώνουν άπαρτα στα μεταβλέφαρά σου
και
σπουν τον ύμνο σε λυγμό, πρίν έβγει απ’ την καρδιά σου.
Κι
άς λες αγάπες ξώφρενες πως ημπορείς να πλάσεις
και
μέσα τους γλυκόφωτο να λάμπεις σαν πετράδι,
που
εις το απαλό λαμποκοπά της θήκης το σκοτάδι.
Γιάννης
Σιδέρης
Πάνε
αρκετές δεκαετίες τώρα, που σε σπίτια δύο διαφορετικών ανθρώπων του θεάτρου άκουσα το όνομα του Γιάννη Σιδέρη, πριν ακόμα τον γνωρίσω από τις σελίδες του
περιοδικού «Θέατρο» του δημοσιογράφου Κώστα Νίτσου. Ας μνημονεύσω τα δύο αυτά ονόματα που μας διαπαιδαγώγησαν θεατρικά και μας άνοιξαν δρόμους πλησιάσματος
στην θεατρική τέχνη και αγωγής παιχνίδι της. Το πρώτο ήταν σε συνάντηση του
ηθοποιού και σκηνοθέτη Γιάννη Κοντούλη, ο οποίος μένοντας στην Νίκαια-και
έχοντας αρχίσει να δημοσιεύω ποιηματάκια και σίγουρα ανόητα εφηβικά κειμενάκια
στις τοπικές εφημερίδες, είχε την καλοσύνη και την αντοχή να με προσέξει. Με
γνώριζε από μια σχολική σκηνοθεσία που είχε το γενικό πρόσταγμα όταν είμασταν
ακόμα στο σχολείο. Σε μία συνάντηση λοιπόν του Γιάννη Κοντούλη, με τον ηθοποιό και θιασάρχη Μάνο Κατράκη και της Άννας Συνοδινού, και ορισμένων άλλων
ηθοποιών, νομίζω ήταν ο Γιάννης Αργύρης-δεν θυμάμαι μετά από τόσες δεκαετίες τα
άγνωστα για μένα τότε ονόματά τους, άκουσα για πρώτη φορά να αναφέρεται το
όνομα του Γιάννη Σιδέρη. Αμυδρά θυμάμαι ότι η συζήτηση περιστρέφονταν γύρω από
το έργο του, το Θεατρικό Μουσείο, την συμβολή του ως έφορος, την τιτάνια
προσπάθειά του να διασώσει κειμήλια και θησαυρίσματα που αφορούσαν το ελληνικό
θέατρο των συντελεστών του και της ιστορίας του. Πρέπει ίσως νάτανε, λίγα χρόνια
πριν πεθάνει. Το νεαρό της ηλικίας μου, το ατίθασο του χαρακτήρα μου, το
κεντρικό ενδιαφέρον μου για την ποίηση και την λογοτεχνία, δεν έδινε και πολύ βάση
σε άλλα πρόσωπα πέραν της λογοτεχνίας και της ποίησης. Υπήρχε φυσικά η
πρωτόγονη και ακατέργαστη αγάπη μου για το θέατρο, που είχε εμφανιστεί όταν
ακόμα μικρό παιδάκι άκουγα από το ραδιόφωνο θεατρικές εκπομπές, που έκαναν την
φαντασία μου να οργιάζει και να θέλω-τρομάρα μου-όχι να γίνω ηθοποιός,
γιατί ντρεπόμουν να ανεβώ στο σανίδι αλλά, άκουσον-άκουσον σκηνοθέτης. Τρέμε
Μπέργκμαν και Αϊζενστάιν μαζί. Εμφανίστηκε από το πουθενά στον πειραιά
ούφοσκηνοθέτης. Είχα σκοπό να σκηνοθετήσω όλα τα έργα που είχανε γράψει οι
θεατρικοί συγγραφείς του κόσμου. Έ! ή να έχεις φιλοδοξίες, (λέγε λόξα) ή να μην
έχεις. Δεν μπορεί να είναι μόνο Λοξίας αυτό το πανέμορφο αντρικό ελληνικό
μανούλι που αποκαλείται Θεός Απόλλωνας; Υπάρχουν και οι λοξοί καλλιτέχνες
πιστοί του. Έμαθα να αγαπώ το θέατρο-δεν ξέρω αν το διατυπώνω σωστά, πρώτα
ακούγοντάς το, στο ραδιόφωνο. Και νομίζω αν δεν κάνω λάθος και οι περισσότεροι
νέοι και νέες της γενιάς μου. Ακούγαμε τις ραδιοφωνικές παραστάσεις και οργίαζε η
φαντασία μας με τις δεκάδες φωνές των ηθοποιών. Με το μυστήριο που εξέπεμπαν
πρόσωπα που δεν τα βλέπαμε μπροστά μας αλλά τα ονειρευόμασταν σαν μυθικούς
ήρωες της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Η φωνή του Βασίλη Κανάκη, του Θεόδωρου
Μορίδη, της Ελένης Χατζηαργύρη, του Παντελή Ζερβού, του Νίκου Τζόγια, του
Λυκούργου Καλλέργη, της Βάσως Μεταξά, και άλλων ηρώων της θεατρικής τέχνης που
με αγωνία και ενδιαφέρον αναμέναμε να ακούσουμε όταν χτυπούσε το κουδούνι και
ακούγονταν μια γυναικεία φωνή να μας λέει: «Το θέατρο στο μικρόφωνο». Άρχιζε η
δίωρη μαγεία. Το ταξίδι. Η μικρή μας περιπέτεια. Έτσι, όταν άκουσα για πρώτη
φορά το όνομα του Γιάννη Σιδέρη από τα χείλη ηθοποιών όπως ο Μάνος Κατράκης,
έμεινα έκθαμβος. Αν και για να λέμε του στραβού το δίκιο, λόγω ηλικίας και
εφηβικής ανεμελιάς και παντελής άγνοιας, χαιρόσουν και κοκορευόσουν ότι είσαι
ομοτράπεζος με τέτοια μεγαθήρια. Δεν σκεφτόσουν στο τι λένε αλλά ποιοι το λένε.
Όμως θυμάμαι αμυδρά τα επαινετικά σχόλια για τον ιστορικό του θεάτρου μας. Όταν
αργότερα ρώτησα τον συγχωρεμένο Γιάννη Κοντούλη, με ενημέρωσε, ή μάλλον με
παρότρυνε να βρω βιβλία και κείμενά του και να τα διαβάσω. Αυτός ο πρώτος
σπινθήρας μεγάλωσε όταν μερικά χρόνια αργότερα γνώρισα από κοντά τον ποιητή και
δημοσιογράφο Τώνη Τσιρμπίνο. Έναν καλοκάγαθο, ευαίσθητο και τρυφερό
δημοσιογράφο, ο οποίος ασχολιόταν με την κριτική κινηματογράφου και θεάτρου.
Δημοσίευε κείμενά του σε παλαιές εφημερίδες και περιοδικά. Νομίζω ήταν και
ανταποκριτής των εφημερίδων στο εξωτερικό που ήταν συνεργάτης τους. Είχε
θυμάμαι δύο δωμάτια γεμάτα βιβλία που με έκαναν να τρελαίνομαι όποτε τον
επισκεπτόμουν. Ο Τόνης ήταν φίλος του ποιητή και αρχιτέκτονα Α. Σ. Π. Όμως ο
Τσιρμπίνος, ήταν ακόμα πολύ φίλος και με μια σημαντική πειραιώτισσα συγγραφέα, την
Κωστούλα Μητροπούλου. Και αυτό μου έδινε την προνομιακή θέση να τον επισκέπτομαι
μια και προερχόμουν από τον Πειραιά. Ο Τόνης σε μία από τις
συζητήσεις μας, μου μίλησε για τον ιστορικό του θεάτρου Γιάννη Σιδέρη. Ήταν η
εποχή που άρχισα μέσω της Περιηγητικής Λέσχης να παρακολουθώ στα αρχαία θέατρα
το ανέβασμα αρχαίων τραγωδιών και κωμωδιών. Αυτό με έκανε να αρχίσω να ψάχνω να
βρω βιβλία, περιοδικά, κείμενα να τα διαβάσω και να ενημερωθώ. Όπερ και
εγένετο. Ανακάλυψα και αγόρασα τεύχη του παλαιού περιοδικού «Θέατρο» του Κώστα
Νίτσου (που μέχρι πρόσφατα είχα στην βιβλιοθήκη μου), έκοβα από εφημερίδες τα
αποκόμματα των θεατρικών κριτικών, παρακολουθούσα ομιλίες και συζητήσεις για το
θέατρο και το ανέβασμα της αρχαίας τραγωδίας. Μάλιστα είχα και εγώ εκείνα τα
χρόνια, όπως και πολλοί άλλοι νεαροί έλληνες θεατρόφιλοι και αρχαιόπληκτοι
(αρχαιομουτζωμένοι όπως έλεγα), παρακολουθήσει ένα συνέδριο για το ανέβασμα του αρχαίου λόγου
και της αρχαίας τραγωδίας.(Μετά από αυτό, μου πέρασε η ακόρεστη δίψα να γίνω
σκηνοθέτης. Έγινα εξπέρ στην συγγραφή ανορθόγραφων κειμένων και άρθρων. Ε! κάτι
είναι και αυτό. Δεν πήγανε χαράμι τόσα έξοδα από το υστέρημά μου). Και κάπου
εκεί, έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο του Γιάννη Σιδέρη που είχε εκδοθεί από τις
εκδόσεις Ίκαρος το 1976 για την αρχαία τραγωδία. Και η αγάπη και το ενδιαφέρον
μου ήρθε και έδεσε για αυτόν τον άοκνο και εργασιομανή δάσκαλο του θεάτρου. Το
ενδιαφέρον μου για την λογοτεχνία απέσπαγε την προσοχή μου εκείνα τα χρόνια. Η
νεανική ζωή, η τρέλα της νιότης, τα προβλήματα της εφηβείας και της
οικογένειας, τα ερωτικά τσιλημπουρδήματα, (μην μας διαφεύγουν ως μωρές
παρθενόπες) η εργασία, (σχεδόν τριάντα χρόνια επίσημα, και μια πενταετία
ανεπίσημα χωρίς ένσημα και φαγωμένα από το άτιμο καπιταλιστικό σύστημα λεφτά)
οι φιλίες (πόσοι ζουν άραγε ακόμα), η έντονη και ενεργή πολιτικοποίησή μου,
(πάει η επανάσταση κατέβηκε από το τρένο, ξεσολιάστηκε να βαδίζει στον δρόμο
προς αριστερά της εμμαούς) με δύο λόγια, από όποιο μετερίζι του χρόνου τέλος
πάντων επιλέγει να περάσει κανείς όταν είναι έφηβος και ανοητεύων γοητευμένος
με την ιδέα ότι αυτός και ουδείς άλλος θα αλλάξει τον Κόσμο. Ψάχνοντας στα
τυφλά να διαβεί το μονοπάτι της
ενηλικίωσης και να γίνει αποδεκτός από τον κόσμο των μεγάλων. Δηλαδή να
ενσωματωθεί στο σύστημα. Ένα ακόμα πετραδάκι στις μυλόπετρες της οικονομίας
προς δόξα Θεού και σοϊλήδων νέων της τάξης των χαρτογιακάδων. Μέσα σε αυτό το
μπάχαλο των καταστάσεων και των γεγονότων, στέκονταν μια παράξενη ελκυστική
μορφή, ή μάλλον, ένα όνομα που κρατιόνταν ζωντανό στην μνήμη μου χωρίς να μπορώ
να γνωρίζω το γιατί και να προσδιορίζω την θέση του, στα γενικότερα πολιτιστικά
και καλλιτεχνικά μου ενδιαφέροντα. Ο Γιάννης Σιδέρης υπήρξε ένα σημαίνον
πρόσωπο του ελληνικού θεάτρου που δεν ήξερα τι να το κάνω. Πώς να το
διαχειριστώ. Ειδικός δεν ήμουνα. Καριέρα στο θέατρο δεν θα έκανα (το πολύ πολύ
να γινόμουν ταξιθέτης για να παρακολουθώ δωρεάν παραστάσεις). Με την «καθαρή» (να
μην ξεχνάμε και τον Βαλερύ και θυμώσουν οι αρμόδιοι) ποίηση ή λογοτεχνία δεν
ασχολιόνταν. Αν και είχε γράψει και ποίηση και θεατρικά έργα. Έμενε όμως το
όνομά του χαραγμένο μέσα μου από λόγια τρίτων. Και από γραπτά και
εξομολογήσεις τρίτων, ξεκίνησε το ενδιαφέρον μου για τις εργασίες του και
φυσικά τα δικά του κείμενα.Φανατικός ερασιτέχνης θεατρόφιλος, συστηματικός
για ένα μεγάλο διάστημα θεατής, λάτρεψα το ανέβασμα του αρχαίου λόγου από όπου
και αν προέρχονταν. Επίσημες σκηνές, περιφερειακοί θίασοι, ερασιτεχνικές και
πειραματικές παραστάσεις. Ξένοι θίασοι. (Αυτή η Γιαπωνέζικη Μήδεια ακόμα με
κατατρέχει. Μα και ο θίασος Λα Μάμα). Ακόμα και στις χειρότερες παραστάσεις που έχω
παρακολουθήσει, δεν εγκατέλειπα στην μέση την παράσταση. Το θεωρούσα λάθος. Την
παρακολουθούσα και κατόπιν έλεγα δεν θα ξανά δω παράσταση του τάδε ή με τον
τάδε. Το θέατρο δεν το παρακολουθείς ως τουρίστας. Σου αρέσει και το
απολαμβάνεις, διαφωνείς και σιχτιρίζεις την παράσταση, που έχασες τον χρόνο σου
και τα λεφτά σου, όμως δεν πάς σαν τουρίστας. Πάς με την ευχή να συμμετάσχεις
σε μια ιεροτελεστία δύο ωρών, να μυηθείς, να διασκεδάσεις με μια επιθεώρηση
αλλά, δεν την εγκαταλείπεις πριν τελειώσει. Γιατί το θέατρο, είναι μια ομαδική
προσπάθεια κοινωνικοποίησης. Το θέατρο δεν είναι το καπρίτσιο ή το ονειρικό
βίτσιο του ενός ή του άλλου ηθοποιού ή ακόμα και σκηνοθέτη, αλλά είναι μια
συλλογική συνεχής προσπάθεια ανθρώπινης παιδαγωγίας. Από τους ταξιθέτες μέχρι
τον σκηνοθέτη και τον ιδιοκτήτη της θεατρικής αίθουσας, τον θεατρικό συγγραφέα
και τον ενδυματολόγο, τον σκηνογράφο και τον ηλεκτρολόγο, τον παλαιό υποβολέα και
τον ξυλουργό, τις ράφτρες και τον επιμελητή των προγραμμάτων, όλοι συμμετέχουν-ο
καθένας με τον τρόπο του και τις δυνατότητές του, (όπως θάλεγε και ο Βλαδίμηρος
με το μουσάκι που έφυγε νέος) στην προσπάθεια αυτή. Μια παράσταση έχει
προϊστορία, έχει παρόν και έχει και ανοιχτό μέλλον. Είναι μιά ανοιχτή πρόταση
επικοινωνίας πέραν του ενός ατόμου. Και σε αυτήν την πανηγυριώτικη εκδήλωση χαράς
και κοινωνίας των ανθρώπων, έχουν θέση (έχουν τον ρόλο τους) όχι μόνο οι κεντρικοί συντελεστές, μα και εμείς
οι ανώνυμοι θεατές, καθώς και οι θεωρητικοί του. Οι ιστορικοί του θεάτρου, οι
ερευνητές του, οι σχολιαστές του, οι θεατρικοί κριτικοί του, με δυό λόγια τα
πρόσωπα εκείνα, οι θεατρόφιλοι και εραστές της θεατρικής τέχνης που κρατούν με
τις εργασίες και τα βιβλία τους, τα κείμενά τους, τις δημοσιεύσεις τους, τα
σχόλιά τους, τις υποδείξεις τους, την θεατρική αγωγή στον μελλοντικό χρόνο
ζωντανή. Στην μνήμη και τις ζωές των ανθρώπων(ανοίγοντας μικρή παρένθεση, ας
αναλογιστούμε τον μιμητισμό ζωής των αστέρων του κινηματογραφικού χόλλιγουντ
από το αμερικάνικο κοινό; Ποιά είναι τα πρόσωπα των ηθοποιών και οι ρόλοι που
θέλουν να μοιάσουν;).
Το θέατρο είναι πολιτικό με την ευρεία έννοια του όρου στο ότι είναι λαϊκό. Είναι μια άλλου είδους συνέλευση του δήμου. Είναι η επι τω αυτώ συμμετοχή σε μια εκκλησία που την ιερουργούν άτομα που θητεύουν στο θέατρο και παρακολουθούν θέατρο. Που το διακονούν μέσα από επαναλαμβανόμενους διαύλους επαφής και επαναπροσέγγισης των ανθρώπων μέσα από διαφορετικούς κώδικες αναφοράς και σήμανσης. Όλα είναι θέατρο μέσα στην ζωή. Με την έννοια που το εξέφρασε ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. «Όλος ο Κόσμος μια σκηνή». Και εμείς οι θεατές, οι συμμετέχοντες και κοινωνούντες άλλοτε μας ενδιαφέρει το προσωπείο και άλλοτε το πρόσωπο του υποκριτή, και ανάλογα επιλέγουμε τι θα μιμηθούμε. Τι ρόλο θα επιλέξουμε να ενσαρκώσουμε μέσα στην κοινωνία. Το θέατρο είναι ένας κλειστός περιορισμένης διάρκειας μυητικός αναβαθμός κοινωνικοποίησής μας. Η διαφορά έγκειται στο ότι ο άνθρωπος μέσα σε ένα θεατρικό περιβάλλον μπορεί να ελέγξει και να διαχειριστεί τα θέματα που τον ταλανίζουν και τον απασχολούν, ενώ στην μεγάλη σκηνή της κοινωνίας δεν το κατορθώνει πάντα ή του το απαγορεύουν ή του το αρνούνται, τα πολιτικά και κοινωνικά συστήματα, οι θρησκευτικές εξουσίες και αρχές.
Το θέατρο είναι πολιτικό με την ευρεία έννοια του όρου στο ότι είναι λαϊκό. Είναι μια άλλου είδους συνέλευση του δήμου. Είναι η επι τω αυτώ συμμετοχή σε μια εκκλησία που την ιερουργούν άτομα που θητεύουν στο θέατρο και παρακολουθούν θέατρο. Που το διακονούν μέσα από επαναλαμβανόμενους διαύλους επαφής και επαναπροσέγγισης των ανθρώπων μέσα από διαφορετικούς κώδικες αναφοράς και σήμανσης. Όλα είναι θέατρο μέσα στην ζωή. Με την έννοια που το εξέφρασε ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. «Όλος ο Κόσμος μια σκηνή». Και εμείς οι θεατές, οι συμμετέχοντες και κοινωνούντες άλλοτε μας ενδιαφέρει το προσωπείο και άλλοτε το πρόσωπο του υποκριτή, και ανάλογα επιλέγουμε τι θα μιμηθούμε. Τι ρόλο θα επιλέξουμε να ενσαρκώσουμε μέσα στην κοινωνία. Το θέατρο είναι ένας κλειστός περιορισμένης διάρκειας μυητικός αναβαθμός κοινωνικοποίησής μας. Η διαφορά έγκειται στο ότι ο άνθρωπος μέσα σε ένα θεατρικό περιβάλλον μπορεί να ελέγξει και να διαχειριστεί τα θέματα που τον ταλανίζουν και τον απασχολούν, ενώ στην μεγάλη σκηνή της κοινωνίας δεν το κατορθώνει πάντα ή του το απαγορεύουν ή του το αρνούνται, τα πολιτικά και κοινωνικά συστήματα, οι θρησκευτικές εξουσίες και αρχές.
Δεν είμαι
ειδικός, πέρα από θεατρόφιλος και βιβλιοφάγος, ως εκ τούτου δεν θεωρώ τον εαυτό
μου αρμόδιο να κρίνω και να αξιολογήσω τις εργασίες του ιστορικού Γιάννη
Σιδέρη. Άλλοι αρμοδιότεροι το έπραξαν και θα το πράξουν και στο μέλλον. Εκείνο
που μπορώ μόνο να πω είναι, ότι διαβάζω τις εργασίες του Γιάννη Σιδέρη και ας
έχουν περάσει τόσες δεκαετίες από τότε που αυτός ο αναμαλλιάρης δάσκαλος τις
έγραψε. Διαβάζω τα βιβλία και τα δημοσιεύματά του, τα προσωπικά του «Έγκατα»
και τον θαυμάζω, τον σέβομαι που αφιέρωσε την ζωή του στην διατήρηση της
θεατρικής μνήμης ζωντανή στην χώρα μας. Σε ποιο βαθμό το πέτυχε αυτό και στο τι
κόμισε στην εποχή του, που βοήθησε τους μεταγενέστερους θεατρολόγους και ερευνητές, κατοπινούς ιστορικούς του θεάτρου να οικοδομήσουν τις δικές
τους εργασίες, είναι άλλοι ειδικότεροι εμού να αποφανθούν. Εκείνο που
διαπιστώνω όμως, είναι ότι όσο ερευνώ και διαβάζω κείμενα που έχουν γραφεί για τον
Γιάννη Σιδέρη και το έργο του, τόσο στερεώνεται η παρουσία του μέσα στο δικό
μου, του ελληνικού πολιτισμού εικονοστάσι. Αυτοί που τον έζησαν από κοντά, αυτοί
που ηλικιακά υπήρξαν μαθητές του, μας δίνουν την εικόνα ενός ανθρώπου
παθιασμένου με το θέατρο, ενός δασκάλου που εμβαπτίστηκε μέσα στην μεγάλη
δεξαμενή, κολύμπησε με αγάπη και πάθος και φιλοδόξησε-και το πέτυχε-με τις
εργασίες και δημόσιες εκδηλώσεις του να μας μάθει και εμάς τους θεατές να
ευχαριστιόμαστε το κολύμπι στην μεγάλη θεατρική λίμνη. Όπως όλα τα καλλιτεχνήματα
που φιλοτέχνησε η ανθρώπινη προσπάθεια και επιθυμία έχουν μια αρχή και
διατηρούνται για ένα διάστημα στην επιφάνεια του χρόνου και προκαλούν το
ενδιαφέρον των ανθρώπων. Έτσι και το έργο του και η συμβολή του λησμονήθηκε
από τους νεότερους ή οι εργασίες του συμπληρώθηκαν, εμπλουτίστηκαν, επαναξιολογήθηκε
το πλαίσιο μέσα στο οποίο φανερώθηκε και καθιερώθηκε το ελληνικό θέατρο. Οι
εργασίες του Βάλτερ Πούχνερ, του Θεόδωρου Χατζηπανταζή, του Κώστα
Γεωργουσόπουλου, του Θεόδωρου Γραμματά, του Γιώργου Πεφάνη, και πολλών άλλων
που ανέφερα στο προηγούμενο σημείωμα, έρχονται να καλύψουν τα κενά τόσο του
Νικόλαου Λάσκαρη όσο και του Γιάννη Σιδέρη. Τις τελευταίες δεκαετίες στην χώρα
μας η ανάπτυξη των θεατρικών σπουδών είναι αξιοθαύμαστη. Έχουν δημοσιευτεί εργασίες
εκπληκτικές για το θέατρο του Νίκου Καζαντζάκη από την Κυριακή Πετράκου. Για το
θέατρο στα επτάνησα από τον σκηνοθέτη Σπύρο Ευαγγελάτο. Λευκώματα κυκλοφορούν για το Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, του ποιητή Δημήτρη
Ποταμίτη, του θεάτρου του Θοδωρή Τερζόπουλου κ.ά. Το λεξικό των ελλήνων ηθοποιών είναι μιά μεγάλη
συμβολή στην εδραίωση της θεατρικής μνήμης και των συντελεστών της από τον Θ.
Έξαρχο. Ελληνίδες θεατρολόγοι μας έδωσαν θαυμάσιες εργασίες για νεοέλληνες
θεατρικούς συγγραφείς. Μια συνοπτική καταγραφή των δοκιμιακών εργασιών που
έχουν παρουσιαστεί τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας, θα μας στηρίξει την θέση ότι ο σπόρος που έριξαν οι προπάτορες της ιστορίας του ελληνικού θεάτρου δεν
πήγε χαμένος. Κάρπισε και έδωσε καρπούς.
Εντέλει τίποτα δεν πάει χαμένο σε αυτό το παιχνίδι της ζωής και της τέχνης και σε όσους αποφάσισαν να ασχοληθούν μαζί του.
Εντέλει τίποτα δεν πάει χαμένο σε αυτό το παιχνίδι της ζωής και της τέχνης και σε όσους αποφάσισαν να ασχοληθούν μαζί του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΙΔΕΡΗΣ
Σιδέρης Γιάννης’ ιστορικός του
Νεοελληνικού Θεάτρου και συγγραφέας. Γεννήθηκε το 1898, στην Αθήνα. Σπούδασε
φιλολογία στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Διατέλεσε καθηγητής της μέσης εκπαιδεύσεως
και καθηγητής της Ιστορίας του Θεάτρου σε διάφορες δραματικές σχολές.
Αφιερώθηκε κυρίως στην έρευνα της Ιστορίας του Ελληνικού Θεάτρου και δημοσίευσε
πολλές «εκδόσεις» θεατρικών κειμένων και μελέτες σε ελληνικά και ξένα περιοδικά
και σε εφημερίδες. Έγινε έφορος του Θεατρικού Μουσείου, από τη χρονιά της
ιδρύσεώς του (1938), καθώς και μέλος των «Διεθνών Θεατρικών Μουσείων και
Θεατρικών Ερευνών», της Εταιρίας Θεατρικών Συγγραφέων και (ιδρυτικό μέλος) του
Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, Έγραψε τα θεατρικά έργα
«Κυρά Φροσύνη» (θίασος Αλίκης, 1930), «Στη μέση του δρόμου» (Λαϊκό Θέατρο,
1931), «Άγρια χρόνια» (Εταιρία Ελληνικού Θεάτρου, 1947) κ΄. ά. Έγραψε επίσης τα
βιβλία «Τραγουδώντας» (ποιητική συλλογή, 1927), «Το κωμειδύλλιο» (1933), «Ο Ν.
Ι. Λάσκαρης και το έργο του» (1934), «Η Χριστίνα, τραγωδία του Ι. Ζαμπέλιου»
(1943), «Ιστορία του Νέου Ελληνικού Θεάτρου» (τόμος Α΄, 1951), «Νεοελληνικό
Θέατρο» (1953), “Le
Theatre
Neogrec”
ή The
Greek
Modern
Theatre”
(επίτομη ιστορία του Νεοελληνικού Θεάτρου, σε γαλλική και αγγλική μετάφραση,
1957), «Νεοελληνικές ερμηνείες του Αρχαίου Θεάτρου ως τις δελφικές Γιορτές,
1817-1927» (1966) κ. ά. Μετέφρασε τους «Μέναιχμους» του Πλαύτου, τον “Miles gloriosus” («Το παλληκάρι της
φακής»), τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη κ. ά. Συνεργάστηκε με την πολύτιμη ιταλική
«Εγκυκλοπαίδεια του Θεάματος» στα βασικά
θέματα γύρω από το Ελληνικό Θέατρο. Πήρε μέρος σε πολλά θεατρικά συνέδρια κι
έδωσε πολλές διαλέξεις, στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες. Έχει τιμηθή με τον
Ταξιάρχη του Φοίνικος.
ΤΑΣΟΣ
Ν. ΠΕΤΡΗΣ., ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, τόμος 12ος.,
σ. 161-162, εκδ. Χάρη Πάτση χ.χ.
--
ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΑΠΟΚΤΗΜΑ
Το
Ελληνικό βιβλίο του αιώνα.
Γιάννη
Σιδέρη, «Ιστορία του νέου Ελληνικού Θεάτρου».
Θα ήταν
πολύ δύσκολο να μιλήσουμε για το πιο σημαντικό βιβλίο και θα αδικούσαμε πολλά,
επίσης σημαντικά. Έτσι ίσως πρέπει να μιλάμε για ένα από τα περισσότερα
σημαντικά βιβλία του αιώνα.
Θα
αναφερθώ σε βιβλίο σχετικά με το επάγγελμά μου, που πάσχει ιδιαίτερα στον τομέα
των μελετών, της θεωρίας, της ιστορίας του θεάτρου και γενικότερα των θεατρικών
εκδόσεων στη χώρα μας.
Αναφέρομαι στην «Ιστορία του νέου Ελληνικού Θεάτρου» του μοναδικού
Γιάννη Σιδέρη, που μέσα σ’ αυτήν την έλλειψη υλικού αποτελεί απόκτημα για κάθε
επαγγελματία και ερευνητή και που αν προλάβαινε να την ολοκληρώσει θα είχαμε
στα χέρια μας σήμερα μια σπάνια και απόλυτα απαραίτητη εργασία για το ελληνικό
θέατρο. Η έκδοση αυτή έγινε στα μέσα του αιώνα (1951) από τις Εκδόσεις Ίκαρος
και αφορά την πορεία του θεάτρου μας από το 1794 έως το 1944. Δεν είναι μόνο το
κενό που καλύπτει, ούτε το μεράκι του δημιουργού που κάνει το βιβλίο σπουδαίο.
Είναι το
γεγονός ότι οι πηγές του συγγραφέα ήταν παμπάλαιες και σπάνιες εκδόσεις
περιοδικών και εφημερίδων, χειρόγραφες μαρτυρίες παλαιών ηθοποιών, αρχεία
θεάτρων και συλλογών, σπάνια προγράμματα, σημειώματα και ετήσια ημερολόγια.
Και δεν
είναι μόνο τα ιστορικά και χρονολογικά στοιχεία της περιόδου που μας προσφέρει
ο συγγραφέας, είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά συγγραφέων, ηθοποιών,
σκηνοθετών και όλων όσων αναμειγνύονται στην τέχνη του Θεάτρου, στοιχεία που σε
βοηθούν να κατανοήσεις τις ιδιαιτερότητες κάθε εποχής και αυτού του ίδιου, του
τόσο περίεργου επαγγέλματος.
Όλα αυτά
μόνο ένας βιβλιοπόντικας θα μπορούσε να αναζητήσει και μόνο ένας πραγματικά
εραστής του Θεάτρου θα αποφάσιζε να αναλώσει τη ζωή του, για να προσφέρει στους
μεταγενέστερους αυτή τη γνώση των πηγών την τόσο απαραίτητη για την πρόοδο και
την εξέλιξη.
Έτσι θα
πρέπει να νιώθουμε ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη, όλοι μας οι περί το Θέατρο, για το
βιβλίο που μας χάρισε ένας αληθινός θεατράνθρωπος.
ΘΑΝΑΣΗΣ
ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, Τετάρτη
10/11/1999, σ. 31
Σημείωση:
Το κείμενο του ηθοποιού και σκηνοθέτη κυρίου Θανάση Παπαγεωργίου, ιδρυτή του
θεάτρου «ΣΤΟΑ», ο οποίος είχε συνδεθεί για ένα διάστημα και με την πόλη μας,
τον Πειραιά, (παρουσιάζοντας θεατρικά έργα) του οποίου η ηθοποιός και σύζυγός
Λήδα Πρωτοψάλτη είναι Πειραιώτισσα, δημοσιεύει το κείμενο στην σελίδα «Το
Ελληνικό βιβλίο του αιώνα». Είναι μια σειρά απαντήσεων σε ερώτηση της
εφημερίδας για το σημαντικότερο βιβλίο που η εφημερίδα προτείνει στους
αναγνώστες της. Υπάρχει σχετικό κείμενο πλάϊ σε αυτό του Θανάση Παπαγεωργίου
το οποίο γράφει τα κάτωθι: «ΤΑ ΝΕΑ» συνεχίζουν τη σειρά των απαντήσεων
συνεργατών τους, για το «ελληνικό βιβλίο του 20 αιώνα». Η μοναδική ερώτηση που
θέσαμε ήταν: «Ποιο είναι, κατά την γνώμη σας, το πιο σημαντικό βιβλίο που
γράφτηκε από το 1900 έως σήμερα;». Η επιλογή του βιβλίου συμφωνήθηκε ότι μπορεί
να είναι και ανεξάρτητη από την ειδίκευση του κάθε συνεργάτη μας.».
Και μία ακόμα βιβλιοπληροφορία. Στην επόμενη σελίδα της εφημερίδας γίνεται λόγος για το ιστορικό ντοκουμέντο του φιλόλογου και συγγραφέα Μιχάλη Α. Ράπτη, «Τυχεροί μέσα στην ατυχία». «Τα τυχερά-άτυχα παιδιά του Εμφυλίου». Ντοκουμέντα και αναμνήσεις στο βιβλίο του Μ. Α. Ράπτη. Ενώ στην στήλη για την «Κλασική Δισκοθήκη» γίνεται λόγος για «παράξενος», σπάνιος Μπετόβεν και θρησκευτικός Μότσαρτ για "απαιτητικούς» δίσκοι που κυκλοφόρησαν πρόσφατα.
Και μία ακόμα βιβλιοπληροφορία. Στην επόμενη σελίδα της εφημερίδας γίνεται λόγος για το ιστορικό ντοκουμέντο του φιλόλογου και συγγραφέα Μιχάλη Α. Ράπτη, «Τυχεροί μέσα στην ατυχία». «Τα τυχερά-άτυχα παιδιά του Εμφυλίου». Ντοκουμέντα και αναμνήσεις στο βιβλίο του Μ. Α. Ράπτη. Ενώ στην στήλη για την «Κλασική Δισκοθήκη» γίνεται λόγος για «παράξενος», σπάνιος Μπετόβεν και θρησκευτικός Μότσαρτ για "απαιτητικούς» δίσκοι που κυκλοφόρησαν πρόσφατα.
--
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΙΔΕΡΗΣ
Πολύ μας στοίχισε αυτός ο θάνατος. Γιατί ο Γιάννης
Σιδέρης, που αναπαύθηκε στις 22 Δεκεμβρίου, ήταν ο παλιός μας φίλος κι ο
πολύτιμος συνεργάτης, που πρόθυμα έδινε ό,τι του ζητούσε η «Νέα Εστία»
μελετήματα για τα μεγάλα της αφιερώματα, σκιαγραφίες ανθρώπων του θεάτρου,
άλλες χρήσιμες εργασίες.
Τα
βιογραφικά του λίγα. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1898, σπούδασε φιλολογία,
διορίστηκε καθηγητής Γυμνασίου το 1927 και πήρε τη σύνταξή του το 1958. Πολλή
όμως η δράση του στον πνευματικό μας χώρο, αισθητότερη στον θεατρικό, και
περισσότερη ακόμα η σημαντική εργασία που αφήνει.
Εδίδαξε
ο Σιδέρης ιστορία του θεάτρου σε δραματικές Σχολές, έγραψε θεατρικά έργα,
οργάνωσε και το Θεατρικό Μουσείο το 1938 κ’ έγινε ο πρώτος του έφορος. Όμως η
κυρία προσωπική εισφορά του είναι η «Ιστορία του νέου Ελληνικού θεάτρου».
Είμαστε
πλούσιοι σε ιστορίες της νέας ελληνικής λογοτεχνίας, αφού τα τελευταία μόνο
χρόνια τυπώθηκαν πέντε πολυσέλιδες και μία ή δύο δεν περιορίστηκαν στην πρώτη
τους έκδοση. Λόγιοι με οργανωμένη κριτική σκέψη, αλλά και άλλοι, που ούτε την
απαιτούμενη παιδεία είχαν ούτε με την επιβαλλόμενη συναίσθηση ευθύνης
αντιμετώπισαν το μεγάλο τούτο θέμα, θέλησαν να δώσουν μιάν εικόνα της
λογοτεχνικής μας παραγωγής με διαφορετική αφετηρία ο καθένας (από τον Ακριτικό
κύκλο, από την Κρητική Λογοτεχνία κλπ.) και όχι πάντα με ίδιο το τελευταίο
ορόσημο (άλλοι πρόφτασαν να μιλήσουν και για τους λογοτέχνες μας του πολέμου κι
άλλοι προχώρησαν ακόμη περισσότερο). Οπωσδήποτε, αν δεν είχαμε ως προχτές ακόμη
να επιδείξουμε μεγάλη επίδοση στο είδος αυτό της συνθετικής κριτικής
εργασίας,-από μερικές ιστορίες της λογοτεχνίας μας λείπουν η αρμονική
συνεργασία έρευνας και κριτικού πνεύματος,-ήμαστε θεόφτωχοι σ’ έναν παράπλευρο
τομέα. Η λογοτεχνία μας είχε τους ιστορικούς της, ενώ το θέατρό μας το
πολιορκούσε μόνο ο Νικόλαος Λάσκαρης και το παρουσίαζε, χρόνια ολόκληρα, πότε
με ιστορικά και πότε με ανεκδοτολογικά κείμενα ώσπου έδωσε συγκεντρωμένο το
πολύτιμο υλικό του.
Ο
Λάσκαρης είναι ο πρόγονος, που πολύ εμόχθησε, αλλά δεν εργάστηκε με αυστηρά
επιστημονική μέθοδο. Κ’ έπρεπε να περάσουν αρκετά ακόμα χρόνια, για να
τοποθετήσει πλάϊ στην προσπάθεια του Λάσκαρη τον δικό του μόχθο ένας νεότερος
ερευνητής, ο Γιάννης Σιδέρης, που πρέπει αμέσως να πω ότι δεν ικανοποίησε τις
απαιτήσεις μας μόνο με το επιστημονικότερο πνεύμα που χαρακτηρίζει την ιστορία
του αλλά και με τη γενικότερη κριτική του στάση.
Ο πρώτος
τόμος της «Ιστορίας του νέου Ελληνικού θεάτρου» του Σιδέρη αρχίζει από τις
θεατρικές εκδόσεις που έγιναν γύρω στα
1800, -ελέγχεται ο Παλαμάς που υποστηρίζει στον πρόλογο της «Τρισεύγενης» ότι
οι απαρχές του θεάτρου μας βρίσκονται στο Κρητικό θέατρο,-και φτάνει ως το
1908, αφού δώσει εξαντλητικές πληροφορίες για κάθε αξιόλογη εκδήλωση που
θεωρείται σταθμός στη θεατρική μας ζωή ή προετοίμασε αυτόν τον σταθμό, κι αφού
κριτικά τοποθετήσει ατομικές και ομαδικές προσπάθειες. Στα οχτώ κεφάλαια του
πρώτου τόμου, ο Σιδέρης μας φέρνει πολύ κοντά στις αναζητήσεις του νέου
ελληνικού θεάτρου, στις επιδράσεις που το οδήγησαν σε μέτριες ή αξιόλογες
πραγματοποιήσεις.- «Ο ευρωπαϊκός κλασικισμός», -ο ρομαντισμός- Βυρωνισμός-ο
Σίλλερ και ο Β. Ουγκώ-ο Σαίξπηρ», «Ο ελληνικός νεοκλασικισμός»,-παρακολουθεί
τις εργασίες που αφήνουν να φανεί πόθος για αναγέννηση και εισαγωγή νέων
στοιχείων στη θεατρική μας παραγωγή (οι μονόπρακτες κωμωδίες, οι πολύπρακτες, το
μυθιστορηματικό δράμα, ο πρώτος νατουραλισμός, το κωμειδύλλιο, το δραματικό
ειδύλλιο, η επιθεώρηση, ο Ίψεν, το βουλεβάρτο), δεν ξεχνάει και τους «άλλους
συνεργάτες», απεναντίας μάλιστα, επιμένει σ’ αυτούς, καθορίζει, τη συμβολή τους
(ηθοποιοί, θίασοι, θέατρα, ερασιτεχνικές παραστάσεις, κριτική, σκηνοθεσία,
περιοδικά και βιβλία) και τελειώνει με τη «Νέα Σκηνή» και το «Βασιλικόν
θέατρον», την περίοδο δηλαδή που είναι γεμάτη από τολμηρές πρωτοβουλίες κι από
την παρουσία ανθρώπων του θεάτρου με ταλέντο, με συγχρονισμένη αντίληψη για την
τέχνη, με εργατικότητα. Πλήθος οι πληροφορίες σ’ αυτά τα οχτώ κεφάλαια, όχι όμως
λίγες και οι κριτικές παρατηρήσεις που δείχνουν τον λόγιο της σημερινής γενεάς,
τον ερευνητή και τον ιστορικό με τη συνείδηση του ζωντανού επιστήμονα. Κι αυτή
ακριβώς είναι η μεγαλύτερη αρετή της «Ιστορίας του νέου Ελληνικού θεάτρου». Ένα
πάθος γίνεται αισθητό σ’ όλες τις σελίδες της,- το θέατρο για τον Σιδέρη
στάθηκε το πάθος της ζωής του,-ωστόσο ένα πάθος που πειθαρχεί στους νόμους της
επιστήμης.
Είπαμε
ότι έγραψε ο Σιδέρης πολλά μελετήματα γύρω από το θέατρο. Χωρίς όμως να υποτιμώ
όσα δεν έχω πρόχειρα αυτή τη στιγμή, θα σχολιάσω εκείνο που πρίν από λίγα
χρόνια με απασχόλησε περισσότερο: τις «Νεοελληνικές ερμηνείες του Αρχαίου
Θεάτρου ως τις Δελφικές Εορτές». Το μελέτημα αυτό μας πηγαίνει εκατόν πενήντα
χρόνια πίσω, στις προσπάθειες πού έγιναν για την ερμηνεία του Αρχαίου Ελληνικού
Θεάτρου πρίν από το Εικοσιένα, έπειτα στις μεταγενέστερες παραστάσεις, τέλος
στις Δελφικές Εορτές του 1927 και του 1930, μας εξηγεί φιλότιμες, αλλά και
αφελείς πρωτοβουλίες, και, με τρόπο έμμεσο, με πλήθος όμως πληροφορίες για το
θέατρο και την κοινωνία, μας φέρνει κοντά σε καιρούς μακρινούς μα και σε μιαν
εποχή, που μολονότι χτεσινή μένει άγνωστη στους νεότερους. Αυτή είναι η μιά απ’
τις υπηρεσίες πού μας προσφέρει ο Σιδέρης μ’ αυτό το μελέτημα. Η άλλη, που δεν
είναι λιγότερη σημαντική, μας οδηγεί σ’ ένα ορόσημο, στις Δελφικές Εορτές, κ’
εκεί μας αφήνει να κρίνουμε και προπάντων να συγκρίνουμε. Είναι, αλήθεια, πολύ
σπουδαίο το ορόσημο αυτό. Και σωστά ο Σιδέρης το θεωρεί τομή στη θεατρική μας
ζωή, τουλάχιστον σε ό,τι έχει σχέση με την ερμηνεία και την αναβίωση της
αρχαίας τραγωδίας. Αλλά για να κρίνουμε και να συγκρίνουμε, έπρεπε να έχουμε
καθαρή εικόνα των περασμένων. Κι ο Σιδέρης, όπως σε όλες τις εργασίες του,
στηρίχτηκε στη λεπτομέρεια, φυσικά στην εξακριβωμένη λεπτομέρεια, και μας έδωσε
αυτή την εικόνα. Ο κόπος που απαιτούσε η αναδίφηση ήταν μεγάλος, αλλά ο
συγγραφέας του μελετήματος τούτου είχε συνηθίσει να μην κάνει μισές δουλειές.
Στις «Νεοελληνικές ερμηνείες του Αρχαίου Θεάτρου ως τις Δελφικές Εορτές»,
εξαντλεί το θέμα του, χωρίς να εξαντλεί και την αντοχή μας. Η λεπτομέρεια, που
με τόση υπομονή κυνηγάει, δεν είναι διακοσμητικό στοιχείο. Έχει ουσία, είναι
δείχτης πολύτιμος. Και στην αναζήτηση της λεπτομέρειας αυτής δεν ξέρω να έχουμε
άλλον πιό επίμονο και πιό άξιο.
Ο λόγος
απάνω από τον ανοιχτό τάφο ενός φίλου δεν σηκώνει περισσότερες κρίσεις. Πρέπει
όμως να συμπληρωθεί με μιάν ευχή: Να τυπωθεί ο β΄ τόμος της «Ιστορίας του νέου
Ελληνικού θεάτρου», πού νομίζω πώς είναι έτοιμος, και να βρεθεί ο κατάλληλος
διάδοχος του Σιδέρη στο Θεατρικό Μουσείο.
ΠΕΤΡΟΣ
ΧΑΡΗΣ, περιοδικό Νέα Εστία,
έτος Ν΄, τόμος 99ος, τεύχος 1164/ 1-1-1976, σ. 48-49. (στις σελίδες
«Το δεκαπενθήμερο»)
--
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΙΔΕΡΗΣ
Ο Γιάννης Σιδέρης (1898-1975) επί 37 χρόνια έφορος
και ιδρυτής και χορηγός του Θεατρικού Μουσείου (1938-1975), μ’ επιστημονικότερη
μέθοδο και εξαντλητικές πληροφορίες στηριγμένες στην εξακριβωμένη λεπτομέρεια,
συμπλήρωσε τη συμβολή του Ν. Λάσκαρη στο χώρο της ιστορίας του νεοελληνικού
θεάτρου (1). Έγινε «συνεχιστής» του Λάσκαρη, με τις αντιλήψεις και τις
απαιτήσεις της γενιάς του, που αισθάνθηκε την ανάγκη να μάθει τι έγινε πριν απ’
αυτήν, αλλά και να αναθεωρήσει «αξίες», ν’ αποδώσει δικαιοσύνη σε αδικημένους
και παρεξηγημένους, να περάσει στη δεύτερη και στην Τρίτη σειρά συγγραφείς και
πνευματικούς ηγέτες που ήταν θορυβοποιοί περισσότερο παρά δημιουργοί.
Στην
προσπάθειά του να διαιωνίσει την αθανασία της κάθε θεατρικής στιγμής έδωσε
πλήθος εξαντλητικών πληροφοριών σαν μοναδικός μελετητής του νεοελληνικού
θεάτρου. Κανείς σύγχρονός του δεν θα μπορούσε να συμπληρώσει τα κενά ή να
διορθώσει τα λάθη του.(2).
Η
φιλοδοξία του ν’ αναγνωριστεί σαν θεατρικός συγγραφέας ανακόπηκε από τους
μακροπερίοδους διαλόγους των δύο θεατρικών του έργων, που δεν γνώρισαν σκηνική
επιτυχία.(3). Κύρια προσωπική εισφορά του στάθηκε η «Ιστορία του νέου ελληνικού
θεάτρου» (4). Στο έργο του αυτό, όπως και στις πολυπληθείς μελέτες του,
παρακολουθεί με πλήρη αποδεικτικά στοιχεία, με στοχαστικές παρατηρήσεις και
σχόλια (5), πώς εισβάλλουν στο ελληνικό θέατρο τα ρεύματα του ευρωπαϊκού
νεοκλασικισμού, βυρωνισμού, σαιξπηρισμού, ιψενισμού, βουλεβάρτου κλπ.
Οριοθέτησε το 1741 ως έτος έναρξης του νεοελληνικού θεάτρου, χρονολογία
της παλαιότερης μετάφρασης Μολιέρου, στα ελληνικά (6). Ο Σιδέρης χαρακτήρισε
την άδοξη παντομίμα θρίαμβο εναντίον της καθαρεύουσας, γιατί άρπαζε το λαϊκότερο
κοινό με τη βουβή γλώσσα των χειρονομιών.(7). Αν και λόγιος που δε σπούδασε στη
Δύση είχε πολιτιστικό επίπεδο που μπορούσε να διακρίνει τη δικαιολογημένη
δυσπιστία του κοσμογυρισμένου και καλοντυμένου λιγοστού ελληνικού κοινού, που
απ’ το 1908, έτος έναρξης της ελληνικής οπερέτας, ήταν υποχρεωμένο να βλέπει μ’
επιφύλαξη Έλληνες ηθοποιούς να παίζουν το βιενέζικο είδος, χωρίς ευρωπαϊκή
προπαίδεια κι ενώ τις ηθοποιούς τις βάραινε η πρόληψη πως ήταν αγράμματες (8).
Παρομοίασε, ο Γιάννης Σιδέρης, τις στη δημοτική μεταφρασμένες κι από το
θίασο Χρηστομάνου στα 1901 ανεβαζόμενες αρχαίες τραγωδίες «σαν να οργάνωνες
κομμουνιστική διαδήλωση στην Πλατεία Συντάγματος στο συμμοριτοπόλεμο». Οι
δημοτικιστές μεταφραστές θεωρήθηκαν «τσομπάνηδες» από την κοινή γνώμη των
πεπαιδευμένων, αφού πολλοί απ’ αυτούς εστερούντο «επτανησιακής
αριστοκρατικότητας» κι έτσι θεωρήθηκαν «αγροίκοι», «παλαιοελλαδίτες».(9).
Όσο κι αν
ο Σιδέρης υπαινίσσετο την κοινωνική του προοδευτικότητα, κοινωνιολογικά ήταν
συντηρητικός, γιατί είδε την ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου σαν οπαδός του
μαχόμενου αστικού δημοτικισμού, δηλαδή με το ζεύγμα καθαρεύουσα-δημοτική,
υποτιμητικά εντάσσοντας το λαϊκό θέατρο του Καραγκιόζη και γενικότερα το λαϊκό
θεατρικό πολιτισμό στην προϊστορία της κυρίως νεοελληνικής τέχνης και έξω από
την επίσημη αστική παράδοση των ευρωπαϊκών επιδράσεων, με την οποία όχι μόνο
ταξικά, αλλά και ιδιοσυγκρασιακά ήταν προσδεδεμένος.(10). Στο πριν από τον
Γρηγόριο Ξενόπουλο κωμειδύλλιο διέβλεπε προοδευτικό φως, όταν το σύγκρινε με τις
καθαρευουσιάνικες τραγωδίες του Βερναρδάκη(11), αν και είδε δυσμενώς την
κωμειδυλλιογραφία του Γιάννη Καμπύση, γιατί πίσω από τον ξανθό πρωταγωνιστή του
«Δαχτυλιδιού της Μάνας» που ιστορεί τη ζωή του Κρυστάλλη, διείδε βαγκνερισμό,
αλπικό τοπίο, και αντίθεση με την ελληνική παράδοση, αφού στην τελευταία ο
ήρωας συνήθως απεικονίζεται μελαχρινός’ και πεθαίνει την άνοιξη(12).
Ακόμα ο
Σιδέρης, θεωρούσε ότι ο προσφυγικός πληθυσμός του Βύρωνα που στήριζε το «Θίασο
των Νέων» στο Παγκράτι είχε ανώτερο θεατρικό πολιτισμό, χωρίς νεοτερικό
πνεύμα(13). Το πάθος του για το σημαντικό κεφάλαιο της Γραμματείας που καλείται
θέατρο, διασταυρώθηκε δημιουργικά με το ζωντανό επιστήμονα, το λόγιο του
μεσοπολέμου(14), και τον ακάματο ερευνητή που χάρη στην υπομονητική μακροχρόνια
συλλογή πλουσίου θεατρικού υλικού, δημιούργησε τον πυρήνα του «Θεατρικού
Μουσείου», έργο αποκλειστικό του ενθουσιασμού και της επιμελείας του, που μας
παρέχει σήμερα τη δυνατότητα της γνωριμίας πολλών στοιχείων της ιστορίας του
θεάτρου μας, στα οποία μέχρι προ ολίγων χρόνων ήταν σχεδόν αδύνατη η προσπέλαση
στο κοινό μελετητή(15).
Μάγος της βιωματικής διδασκαλίας σαν καθηγητής
δραματικών σχολών ή γυμνασίων απέβλεπε στο θεατρικό προσηλυτισμό με ανορθόδοξη,
αλλά αποδοτική παιδαγωγική(16). Χωρίς να είναι μουσειολόγος (17), περισσότερο
έμοιαζε εραστής και ασκητής του νεοελληνικού θεάτρου(18), απέβλεπε σε αυστηρή
διακρίβωση του υλικού του εφαρμόζοντας τις αρχές της μικροκοινωνιολογίας στο
θεατρικό φαινόμενο(19).
1.Π. Χάρη: «Γιάννης Σιδέρης», στη «Νέα Εστία»,
Αθήνα, 1976, τ.99, σελ. 48-49
Επειδή την ευρύτερη μελέτη του ελληνικού θεάτρου
προορίζουμε να εντάξουμε σ’ έναν από τους επόμενους τόμους, της Ιστορίας αυτής
του Νεοελληνικού Πνεύματος, περιοριζόμαστε στο ανά χείρας έργο να δώσουμε τα
κύρια χαρακτηριστικά του νεοελληνικού θεάτρου.
2.Π. Χάρη: «Έλληνες πεζογράφοι», Αθήνα, (1978), τ.
Στ΄, σελ. 129-145
3.Γ.
Δ(έλιου): «Βιβλιοκρισία» στις «Μακεδονικές Ημέρες», Θεσσαλονίκη, 1932,
τ. Α΄, τεύχος 2, σελ. 85-86.
«Τα πρωτότυπα θεατρικά μου, είναι ό,τι το σκοινί στο
σπίτι του κρεμασμένου… Τώρα με πιάνει περισσότερο απ’ όσο πρέπει, κρίση
αληθείας». (Πρβλ. «Θέατρο» Αθήνα, 1977, τεύχ. 57-58, σελ. 32).
4.Π. Χάρη: «Γιάννης Σιδέρης», στη «Νέα Εστία»,
Αθήνα, 1976, τ. 99, σελ. 48-49.
5.Γ. Ζώρα: «Βιβλιοκρισία», στη «Νέα Εστία», Αθήνα,
1972, τ. 91, σελ. 417.
6.Γ. Σιδέρη: «Έγκατα». Σελίδες ανέκδοτης αυτοβιογραφίας»,
στο «Θέατρο», Αθήνα, 1976, περ. Β΄, τ. Θ΄, τεύχος 53-54 (Σεπτ.-Δεκ.), σελ. 67.
7.ο.π., τεύχος 49-50, σελ. 19.
8.Γ. Σιδέρη: «Η νεοελληνική οπερέτα», στο «Θέατρο»
Αθήνα, 1975, περ. Β΄, τ. Η΄, τεύχος 46-48,σελ. 67-81.
9.Γ. Σιδέρη: «Οι αντάρτες του «Νουμά» μεταφράζουν
τραγωδίες στη δημοτική», στο «Θέατρο», Αθήνα, 1973, περ. Β΄, τ. Στ΄, τεύχος 31,
σελ. 47-56.
10.Πρβλ. Θ. Χατζηπανταζή-Λ. Μαράκα: «Η Αθηναϊκή
Επιθεώρηση», Αθήνα, 1977, τ. Α΄, σελ. 201.
11.Γ. Σιδέρη: «Έγκατα», στο «Θέατρο», Αθήνα, 1976,
περ. Β΄, τ. Θ΄, τεύχος 51-52, σελ. 25.
12.Χαρ. Δημ. Γουνελά: «Η σοσιαλιστική συνείδηση στην
ελληνική λογοτεχνία 1897-1912», Αθήνα, 1984, σελ. 244.
13.Γ. Σιδέρη: «Ο πρώτος θίασος Νέων στο Παγκράτι»,
στη «Φιλολογική Πρωτοχρονιά», Αθήνα 1975, τ. 32, σελ. 269-274.
14.Π. Χάρη, ό.π.
15.Γ. Ζώρα, ό.π.
16.Κ. Γεωργουσόπουλου: «Κοντά του μάθαινες ν’ αγαπάς
το θέατρο», στο «Θέατρο», Αθήνα, 1977, περ. Β΄, τ. Ι΄, τεύχος 55-56, σελ. 93.
17.Κ. Κροντηρά. «Το Μουσείο δικαίωση ολόκληρης
ζωής», στο «Θέατρο», Αθήνα 1977, περ. Β΄, τ. Ι΄, τεύχος 55-56, σελ. 90 κ.ε.
18.Μ. Πλωρίτη: «Ένας ανιδιοτελής εραστής του
Θεάτρου», στο «Θέατρο», Αθήνα, 1977, περ. Β΄, τ. Ι΄, τεύχος 55-56, σελ. 91 κ.ε.
19.Κ. Γεωργουσόπουλου, όπ. «Σαν τους βυζαντινούς
τεχνίτες πάσχιζε από τις μυριάδες πολύχρωμες πέτρες που κρατούσε, ν’
ανασυνθέσει με απόλυτη ακρίβεια το μωσαϊκό του θεατρικού παρελθόντος μας».(Μ.
Πλωρίτη, ό.π).
Δεν είναι χωρίς σημασία ότι θεωρούσε τη γνώμη της
Άκρας Αριστεράς («Ριζοσπάστης», 1.1.1919) την «πιο αρμόδια για ένα είδος λαϊκό»,
αφού με την οπερέτα «… το θέατρο κατήντησε χρηματιστήριον γυναικείας σαρκός,
τρόπος λανσαρίσματος κοκοτών…». (Πρβλ. Γ. Σιδέρη: «Η ελληνική οπερέτα», στο
«Θέατρο», Αθήνα, 1975, περ. Β΄, τ. Η΄, τεύχος 46-48, σελ. 76 κ.ε.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
ΤΣΑΚΩΝΑΣ, Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ 30. ΤΑ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΤΑ. Εκδ.
Κάκτος-Αθήνα 1989, σ. 333-336.
--
ΓΙΑΝΝΗΣ
ΣΙΔΕΡΗΣ, “La
fortuna
di
Carlo
Goldoni
in
Grecia.
1791-1969.
Είναι
γνωστή η αυθεντία του ακαταπόνητου και συστηματικού μελετητού Γιάννη Σιδέρη εις
τα ζητήματα της ιστορίας του θεάτρου μας: ακριβής πάντοτε γνώσις των θεμάτων
και ακριβής διατύπωσις των μελετών του, με πλήρη αποδεικτικά στοιχεία και σοφάς
παρατηρήσεις και σχόλια. Κατά το πλείστον πρόκειται περί ερευνών εις ένα
σημαντικόν κεφάλαιον της νεωτέρας Γραμματείας μας, εις το οποίον η συγκέντρωσις
σχετικών πληροφοριών δεν είναι ευχερής’ χρειάζεται μακρά προσπάθεια και πολύς
κόπος δια την εξακρίβωσιν ειδήσεων κατεσπαρμένων εις σπανίας εκδόσεις και
δυσεύρετα έντυπα.
Αλλ’ ο
Σιδέρης κινείται με άνεσιν εις τον χώρον αυτόν. Η υπομονητική μακροχρόνια
συλλογή πλούσιου θεατρικού υλικού, η οποία απετέλεσε τον πυρήνα του «Θεατρικού
Μουσείου»-έργον αποκλειστικόν του ενθουσιασμού και της επιμελείας του-μας
παρέχει σήμερον την δυνατότητα της γνωριμίας πολλών στοιχείων της ιστορίας του
θεάτρου μας, εις τα οποία μέχρι πρό τινών ετών ήτο σχεδόν αδύνατος ή
προσπέλασις εις τον κοινόν μελετητήν.
Τάς
σκέψεις αυτάς μου προκάλεσεν η τελευταία μελέτη του Σιδέρη με θέμα την επιτυχία
του Γκολντόνι εις την Ελλάδα από του 1791 μέχρι του 1969, δηλ. αφ’ όταν ήρχισε
το πρώτον να γίνεται γνωστός εις την χώραν μας ο μέγας Ιταλός συγγραφέας μέχρι
του έτους κατά το οποίον εγράφη η μελέτη. Πρόκειται περί εκτενούς διατριβής,
δημοσιευθείσης ιταλιστί το 1970 εις την σειράν των “Studi Goldoniani”, εκδιδομένων με την
συνεργασίαν πολλών ειδικών Ιταλών και ξένων υπό της “Casa di Goldoni” της γενετείρας του.
Είναι δε
η μελέτη αυτή του Σιδέρη πραγματική συμβολή εις τας σχετικάς διεθνείς ερεύνας,
θα έλεγα αποκαλυπτική διά τους ξένους, οι οποίοι ηγνόουν μέχρι τούδε τελείως
την θέσιν του συγγραφέως της «Λοκαντιέρας» εις την ιστορία του νεοελληνικού
θεάτρου.
Ο Έλλην
ιστορικός μας πληροφορεί εις το τέλος της μελέτης του ότι εχρειάσθη ολόκληρον
έτος και κοπιώδης έρευνα δια την συγκέντρωσιν του υλικού του. Πρέπει δε να
αναγνωρίσωμεν ότι τα αποτελέσματα υπήρξαν ιδιαιτέρως ικανοποιητικά.
Απευθυνόμενος προς ξένους ο Σιδέρης αισθάνεται την ανάγκην-εις εν είδος
προλόγου-να κατατοπίση αυτούς επί της εν γένει αναπτύξεως και εξελίξεως του
νεωτέρου ελληνικού θεάτρου, τονίζων την επίδρασιν του ιταλικού θεάτρου εν
γένει, μάλιστα δε της Βενετίας, δεδομένου ότι μέγα μέρος της Ελλάδος παρέμεινεν
επί αιώνας υπό την ενετικήν κυριαρχίαν.
Εν
συνεχεία, εισερχόμενος εις το κυρίως θέμα του, εξετάζει την διάδοσιν του
Γκολντόνι εις την Ελλάδα, χωριστά κατά αιώνας, ήτοι τον 18ον, τον 19ον
και τον 20ον. Είς κάθε αιώνα αναφέρει τας μεταφράσεις των έργων, τας
θεατρικάς παραστάσεις και σχετικάς κρίσεις,. Ουχί όμως κατά τρόπον ξηρόν και
σχολαστικόν, αλλά συμπληρώνων τας πληροφορίας αυτάς με συγκριτικάς παρατηρήσεις
και σχόλια κατατοπιστικά ιστορικού και κοινωνικού χαρακτήρος και με ποικίλας
σημειώσεις, αι οποίαι ενημερώνουν τον αναγνώστην επί πολλών σχετικών ζητημάτων.
Είς συνοπτικήν κρίσιν του παρατηρεί: «Είς το
πνευματικόν φαινόμενον, το οποίον μας ενδιαφέρει, δηλ. το θέατρον, μεγάλοι συγγραφείς, ο Γκολντόνι, ο
Μεταστάσιος, ο Βολταίρος, ο Μολιέρος, συνέβαλον εις την αναγέννησιν της σκηνής
μας. Ιδιαιτέρως όσον αφορά εις τον Γκολντόνι πρέπει να χαιρετίσωμεν εν τω
προσώπω του τον πρώτον διδάσκαλον θεατρικόν συγγραφέα μας’ μας καθωδήγησε εις
την πρώτην γνωριμίαν της κωμωδίας της εποχής του, ακριβώς όταν ήτον απαραίτητος
η τοιαύτη ενημέρωσις, διότι τότε ηνοίγομεν τους οφθαλμούς προς το φως του
ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Το
κείμενον της μελέτης συνοδεύουν ενδιαφέρουσαι αναπαραστάσεις εκδόσεων,
διαφημιστικών προγραμμάτων και σκηνών εκ διαφόρων κατά καιρούς γενομένων
παραστάσεων θεατρικών έργων του Γκολντόνι εις την Ελλάδα.
Η μελέτη
είναι καθόλα αξιόλογος και ενδιαφέρουσα εξ ίσου δια τον Έλληνα ιστορικόν του
νεώτερου θεάτρου ως και γενικώτερον της Νεοελληνικής Γραμματείας μας. Μόνο όταν
θα αποκτήσωμεν και άλλας παρομοίας μελέτας θα είναι δυνατόν να προχωρήσωμεν
έπειτα εις μίαν συνθετικήν και υπεύθυον εργασίαν περί της ιστορίας της νεωτέρας
λογοτεχνίας μας.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ
Θ. ΖΩΡΑΣ, περ. Νέα Εστία, έτος ΜΣΤ΄, τόμος 91ος,
τεύχος 1073/15-3-1972, σ.417.
--
Λίγες
ακόμα πληροφορίες
Σημείωση:
Οι πληροφορίες και τα στοιχεία που αντιγράφω, (όχι
τα κείμενα) για τον ιστορικό Γιάννη Σιδέρη, είναι πιστεύω γνωστά στους
θεατρολόγους και ερευνητές της θεατρικής τέχνης. Είναι πληροφορίες που αφορούν
άμεσα το ίδιο το πρόσωπο του ιστορικού και το έργο του. Προσπάθησα στα
σημειώματα αυτά για τον Γ. Σ.,-όπως πράττω και στα άλλα μου σημειώματα-να δίνω,
να επαναλαμβάνω ή να προσθέτω καινούργιες πληροφορίες και στοιχεία κυρίως,
σύγχρονα, της δικής μου γενιάς. Θεωρώντας ότι οι όποιοι αναγνώστες αυτών των
κειμένων και αναρτήσεων-από το εσωτερικό και το εξωτερικό-να έχουν πρόσβαση στο
παρατιθέμενο υλικό. Να μπορούν δηλαδή να το αγοράσουν από τα βιβλιοπωλεία, να
το παραγγείλουν, να το αναζητήσουν σε βιβλιοθήκες ή αρχεία. Να το επαναλάβω, να
έχουν την δυνατότητα και την ευκολία να το βρουν ώστε να το αξιοποιήσουν και να
το χρησιμοποιήσουν. Κάτω από αυτό το σκεπτικό-δεν ξέρω σε ποιο βαθμό χρήσιμο
στους άλλους-αργά και σταθερά συμπληρώνονται τα όποια κενά και σιγά-σιγά
ολοκληρώνεται η συγγραφική περιπέτεια ενός συγγραφέα, καλλιτέχνη, ποιητή, στη
δεδομένη περίπτωση, του ιστορικού του θεάτρου μας Γιάννη Σιδέρη. Είναι προφανές
ότι, όχι μόνο μια βιβλιογραφία παραμένει ανοιχτή στο χρόνο, όσες θεμιτές
φιλοδοξίες και αν έχουμε πάντα κάτι θα μας διαφεύγει, αλλά, και ότι στα
σημειώματα αυτά παίζουν ρόλο και οι προτιμήσεις μας για τους συγγραφείς. Θέλω
να πω ότι, επειδή δεν μου πάει και τόσο πολύ ένας συγγραφέας, ή δεν μπορώ να
μαζέψω βιβλιογραφικό υλικό για αυτόν, μια και οι εργασίες μου είναι
ερασιτεχνικές, δεν είναι επαγγελματικές, δεν θα τις χρησιμοποιήσω για να αποκτήσω
μια θέση πανεπιστημιακού δασκάλου ή να συντάξω μια μονογραφία, έχουν τις
ελλείψεις τους. Πολλές φορές έχω ένα υποφερτό υλικό αλλά δεν μπορώ να κάτσω να
κουραστώ, να ταλαιπωρηθώ, άσε τα χρήματα που ξόδεψα για την αγορά του και να το
αντιγράψω. Όταν το συνειδητοποιώ αυτό (και όσοι γνωρίζουν, γνωρίζουν ότι το
χαρτί της εφημερίδας μαζεύει κατσαρίδες και ζουζούνια, άσε την σκόνη), το
παίρνω και το πετάω. Το ταξίδι της ανάγνωσής του μου έδωσε ότι είχε να μου
δώσει. Τα αναφέρω αυτά-τα αδιάφορα μάλλον για τους πολλούς-όχι για να φλυαρήσω
αλλά, για να δηλώσω τα εξής σχετικά με την ελαχιστότατη παράθεση πληροφοριών
για τον Γιάννη Σιδέρη. Υπάρχουν δύο σύγχρονοι έλληνες ιστορικοί του θεάτρου
μας. Ο Θόδωρος Χατζηπανταζής και το βιβλίο του: «Διάγραμμα Ιστορίας του
Νεοελληνικού Θεάτρου» εκδόσεις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2014,
ο κύριος Χατζηπανταζής ενώ στο Ευρετήριο Προσώπων που συνέταξε δεν αναφέρει τον
Γιάννη Σιδέρη, στην γενική του βιβλιογραφία, με γενικό τίτλο, «Ενδεικτική
Βιβλιογραφία» Σε Θεματικές Ενότητες, Δραματικά κείμενα-Μελέτες και δοκίμια,
σελίδες 569-641, καταγράφει αρκετούς τίτλους δημοσιευμάτων του Γιάννη Σιδέρη σε
περιοδικά. Ακόμα μεγαλύτερη δουλειά για τον Γιάννη Σιδέρη βλέπουμε να έχει
κάνει ο άλλος, νεότερος έλληνας ιστορικός του θεάτρου μας ο Θόδωρος Γραμματάς,
στην δίτομη πολυσέλιδη εργασία του: «Το Ελληνικό Θέατρο στον 20ο
αιώνα». Πολιτισμικά πρότυπα και πρωτοπορία τόμοι Α+Β, εκδόσεις Εξάντας 2004. Ο
κύριος Γραμματάς έχει κάνει μια εξαιρετική καταγραφή των δημοσιευμάτων του Γ.
Σ. κυρίως, στο περιοδικό «Νέα Εστία», βλέπε τις σελίδες του Β΄ τόμου
369-371αλλά και σε άλλες σελίδες των τόμων που αναφέρει τις επιμέρους των
κεφαλαίων πηγές. Κάτι που σημαίνει ότι ίσως, να μην ωφελούσε η δική μου αποδελτίωση
και καταγραφή. Αφού υπάρχει έστω και επιλογικά συγκεντρωμένη από τον Θ.
Γραμματά. Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στο δικό του λήμμα για τον Σιδέρη αναφέρει
ότι το σύνολο των σκόρπιων δημοσιευμάτων του πλησιάζει αν δεν είναι 500. Και
κατόπιν, είναι χρησιμότερο να αντιγράψει κανείς το κείμενο που συμπεριλαμβάνει
στον τόμο του για τους Έλληνες Πεζογράφους ο συγγραφέας και διευθυντής της Νέας
Εστίας Πέτρος Χάρης, στο οποίο περιλαμβάνει και ένα μέρος από τα «Έγκατα»,
δηλαδή την Αυτοβιογραφία του Γ. Σ., που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Θέατρο». Ή
να αντιγράψει(θα το πράξω στο 3 σημείωμα) το καλογραμμένο κείμενο της τραγωδού
Άννας Συνοδινού στο βιβλίο της «Αίνος στους Άξιους»,εκδ.Καστανιώτη 1999. Εκεί
που υποψιάζομαι ότι μάλλον θα έχει ένα μικρό δίλημμα κάποιος που θέλει να
αντιγράψει ένα κείμενο για τον Γιάννη Σιδέρη, είναι στο εξαιρετικό, ευαίσθητο,
τρυφερό, λυρικό, κάπως μελαγχολικό, εξομολογητικό κείμενο του φιλόλογου και
κριτικού της λογοτεχνίας και του θεάτρου Τάσου Λιγνάδη, «Ελεγεία στο δάσκαλο
Γιάννη Σιδέρη»,σελίδες 207-220, βλέπε τον Α΄,τόμο «Θεατρολογικά», εκδ.
Χαράλαμπος Μπούρας-Αθήνα 1990, ο οποίος υπήρξε μαθητής του Γιάννη Σιδέρη, όχι
τόσο για τις πολλές σελίδες του, όσο για ορισμένα στιγμιότυπα που μας
εξομολογείται ο Τάσος Λιγνάδης και έχουν σχέση με τον δάσκαλό του Γ. Σ. Πως
δηλαδή θα αντιγράψεις σε μια βιβλιογραφία (εννοώ το κείμενο) που αναφέρεται σε
ένα περιστατικό πολύ συγκινητικό και απαισιόδοξο, λυπητερό, το ότι σε θέμα
Έκθεσης του δασκάλου του για τον θάνατο, ο Λιγνάδης μας δίνει με τα μάτια ενός
παιδιού, μια θανατερή εικόνα. Τον τραυματισμό και το σκότωμα με ένα πιστόλι-του
θανάτου-ενός αλόγου, το οποίο παραπάτησε, κουτσάθηκε και δεν ήτανε πλέον
χρήσιμο στον ιδιοκτήτη του. Το περιστατικό αυτό που έζησε ο μαθητής Τάσος
Λιγνάδης το έγραψε-και μάλιστα ανωνύμως-στην έκθεση που ζήτησε στο γυμνάσιο ο
Σιδέρης. Αυτό όμως το περιστατικό, από μόνο του, αναδεικνύει την γραφή και τα
συναισθήματα ενός παιδιού, του Τάσου Λιγνάδη, αλλά παρατονίζει μάλλον,
παραεστιάζει το ενδιαφέρον μας για τον δάσκαλο Σιδέρη όσον αφορά την γενική του
Βιβλιογραφία. Θα το μεταφέρω στο τρίτο σημείωμα ολόκληρο. Τέτοιου είδους
προβλήματα αν δεν κάνω λάθος αντιμετωπίζει ένας ερασιτέχνης ή επαγγελματίας
συντάκτης ή ιστοριοδίφης της θεατρικής τέχνης αλλά και της λογοτεχνίας
γενικότερα. Ένα άλλο ζητηματάκι μεθοδολογικής φύσεως είναι, πως αποδελτιώνονται
οι θεατρικές κριτικές που έχουν συγκεντρωθεί σε αυτόνομους τόμους μεταγενέστερα
από τους θεατρικούς κριτικούς. Βλέπε το 12 τομο έργο του Άλκη Θρύλου, (Ελένη Νεγρεπόντη)
τα βιβλία με τις κριτικές του Γιάννη Βαρβέρη, (έξι τόμοι) εκείνα του Κώστα
Γεωργουσόπουλου, (τέσσερεις τόμοι) του Πάρι Τακόπουλου, (Κριτικά και Αντικριτικά,
3 τόμοι), του Καραγάτση (ένας τόμος), του Τάσου Λιγνάδη, (δύο τόμοι) του πρόωρα
χαμένου Βάϊου Παγκουρέλη, (βλέπε το δίτομο έργο του με κριτικές του για το αρχαίο
και νεοελληνικό θέατρο, εκδ. Ελληνικά Γράμματα 2006) και ορισμένων άλλων που
γνωρίζω, που, όπως ο Στάθης Δ. Δρομάζος, συγκέντρωσαν και κυκλοφόρησαν (ένα
μέρος!) από τις θεατρικές κριτικές τους σε ξεχωριστούς τόμους. Υπάρχουν και περιπτώσεις
που αμιγώς λογοτέχνες έγραψαν θεατρικές κριτικές και τις δημοσίευσαν σε βιβλία τους
που εξέδωσαν με μελετήματά τους. Όπως έχουμε και ποιήτριες ή ποιητές που ασχολήθηκαν
με την συγγραφή θεατρικών έργων. Μένεις στον αριθμό των σελίδων ή μεταφέρεις
και τις κρίσεις τους, θετικές ή αρνητικές για το θέμα ή το πρόσωπο που
σχολιάζουν. Επειδή και πάλι οι σελίδες του δεύτερου σημειώματος είναι πάνω από
25, σπάω το σημείωμα. Σε ορισμένους τίτλους που καταγράφω στις γενικές
ενδεικτικές πληροφορίες, αναφέρω και ελάχιστες κρίσεις από τα βιβλία, για κάθε
καλόπιστο. Προτιμώ να παραθέτω λιγότερα από ότι έχω διαβάσει για την καλύτερη
εγκυρότητα των πληροφοριών.
-Ηρακλής
Ν. Αποστολίδης, ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ 1708-1959, 8η
έκδοση, εκδ. Εστίας 1963, σ. 672-673, 869. Περιλαμβάνει το ποίημα του Γιάννη
Σιδέρη, «Αϊσα» από την ποιητική του συλλογή «Τραγουδώντας», Αθήνα 1927.
-Ρένος
Ηρακλή Αποστολίδης, ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ.
Η ποίηση λόγια και δημοτική από τον Μεσαίωνα ως τις μέρες μας, εκδ. Τα Νέα
Ελληνικά-Αθήνα χ.χ. τόμος 3ος, σ. 1331-1332, 1690,1709. Μεταφέρεται
το ποίημα «Αϊσα» από την Ανθολογία του Ηρακλή Ν. Αποστολίδη.
-Ιωσήφ
Βιβιλάκης, ΓΙΑ ΤΟ ΙΕΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΔΡΑΜΑ. Θεατρολογικές
προσεγγίσεις. Πρόλογος Βάλτερ Πούχνερ, εκδ. Αρμός 2004., σ.
191,320,322,326,357,360,367-368,371,373, 374,378, 379.
-Κώστας
Γεωργουσόπουλος, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό-
Εκπαιδευτική Εγκυκλοπαίδεια, εκδ. Εκδοτική Αθηνών- Τα Νέα 1999, τόμος 9ος,
σ. 252.
-Θόδωρος
Γραμματάς, Το Ελληνικό Θέατρο στον 20ο Αιώνα.
Πολιτισμικά Πρότυπα και Πρωτότυπα, τόμοι 2, εκδ. Εξάντας 2002, σελίδες τόμος
Α΄, 27,28,32,35,43, 290, 292, 308, 347. Τόμος Β΄, 369-371, 375.
(Στην Εισαγωγή του ο ιστορικός του θεάτρου
Θόδωρος Γραμματάς σελίδα 27, γράφει τα εξής: «Χρονολογικά
προγενέστερη είναι η Ιστορία του νέου ελληνικού θεάτρου, 1794-1944 του Γιάννη
Σιδέρη (εκδ. Ίκαρος, 1951). Επανέκδοση με χρήσιμα ευρετήρια Α΄ τόμος 1990, Β΄
τόμος ά μέρος 1999, Β΄ τόμος β΄ μέρος 2000), σε συνεργασία του Μουσείου και
Κέντρου Μελέτης του Ελληνικού Θεάτρου και των εκδόσεων Καστανιώτη, και οι δύο
ξενόγλωσσες επιτομές της, η γαλλική L’ Histoire abregee du theatre neogrec (μετάφραση Γ. Γαϊτάνου) και ηα
αγγλική έκδοση The
Concise
History
of
Modern
Greek
Theater
(μετάφραση Λ. Βασαρδάκη), δημοσιευμένες το 1957από τις εκδόσεις Δίφρος.
Πρόκειται για την πιο εμπεριστατωμένη ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου που
διαθέτει ο ερευνητής αλλά και ο απλός αναγνώστης, στην οποία ο συγγραφέας
έχοντας εντρυφήσει σε όλες τις πτυχές του θεάτρου και έχοντας δώσει πολύτιμο
έργο σε επιμέρους θέματα (πρωτότυπη συγγραφή, συγκριτολογική μελέτη, θεατρική
κίνηση και πρακτική, θεατρικά είδη κ. ά.) οδηγείται σε μια εντυπωσιακή σύνθεση.
Ο όγκος όμως του υλικού που παραθέτει, η αταξινόμητη, κάποτε, συσσώρευση
πληροφοριών κάθε είδους, η απουσία συστηματοποίησης και μεθόδου, αποτελούν
ενδογενείς αδυναμίες, που χωρίς σε καμιά περίπτωση να υποβαθμίζουν την αξία της
προσφοράς του, θέτουν σε αμφισβήτηση την άκριτη αποδοχή των απόψεων του
συγγραφέα.». Ενώ στην σελίδα 45 μιλώντας μας για τον
άλλο νεότερο ιστορικό του ελληνικού θεάτρου Βάλτερ Πούχνερ, σημειώνει: «Παραλληλιζόμενο ως προς την έκταση
και συσχετιζόμενο ως προς τη μέθοδο με το έργο του Γ. Σιδέρη (το οποίο άλλωστε
ποικιλότροπα εμπεριέχεται στο δικό του) μπορεί να θεωρηθεί αυτό του Αυστριακού
ιστορικού του νεοελληνικού θεάτρου Β. Πούχνερ….».
Να επισημάνουμε θετικά επίσης, ότι ο Θόδωρος Γραμματάς λίγο πιο πριν, σελίδα 43
της Εισαγωγής του, μιλά για κάτι που ας μου επιτραπεί, στηρίζει και τις θέσεις
μου, ενός ανώνυμου ερασιτέχνη θεατρόφιλου και αναγνώστη. Γράφει μεταξύ άλλων ο
Γραμματάς: «Αλλά πέρα από
τον Γ. Σ. υπάρχει και μια πλειάδα άλλων μελετητών του ελληνικού θεάτρου στον 20ο
αιώνα, συνήθως άνθρωποι του θεάτρου (συγγραφείς, ηθοποιοί, κριτικοί κ. ά.) που
εκτός από καλλιτεχνικοί συντελεστές στην ανάπτυξη της δραματουργίας ή της
σκηνικής πράξης, ασχολούνται κριτικά και δοκιμιακά με την ανάλυση φαινομένων
και καταστάσεων που αφορούν στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου. Ανάμεσα στα
ονόματα που έχουν παρόμοιες δημοσιεύσεις στον τύπο, ή που ως συλλογή άρθρων
διαθέτουν εκτενέστερη συγγραφική παραγωγή, μπορούμε να συμπεριλάβουμε και τους:
Α. Ανδρεάδη, Ν. Λάσκαρη, Μ. Ροδά, Λ. Κουκούλα, Άγγελ. Τερζάκη, Γ. Θεοτοκά, Αλ.
Μινωτή, Ιάκ. Καμπανέλλη, Γ. Μιχαηλίδη, Στ. Ληναίο, Δ. Μυράτ, Τ. Λιγνάδη, Β.
Βαρίκα κ. ά.».)
Σημείωση:
Να συμπληρώσουμε ότι το 2000 οι εκδόσεις Καστανιώτη,
κυκλοφόρησαν και τρίτο μέρος του δεύτερου τόμου της Ιστορίας του Νεοελληνικού Θεάτρου
1794-1944.
-Χαράλαμπος-Δημήτρης
Γουνελάς, Η σοσιαλιστική συνείδηση στην ελληνική λογοτεχνία
1897-1912, εκδ. Κέδρος 1984, σ. 244, 274.
(Στην
σελίδα 244,ο μελετητής Χαράλαμπος- Δημήτρης Γουνελάς, αναφέρεται στο θέατρο του
Καμπύση από την «Ιστορία του Θεάτρου» του Γιάννη Σιδέρη. Την ίδια θέση
επαναλαμβάνει ο Γιάννης Σιδέρης και στον τόμο «Νεοελληνικό Θέατρο» (1795-1929),
επιμέλεια Γιάννη Σιδέρη, εκδ. Βασική Βιβλιοθήκη, νούμερο 40, εκδ. Ι.
Ζαχαρόπουλος, δες Εισαγωγή σ. 25. Ενώ στην σελίδα 274, η παραπομπή στον Σιδέρη
γίνεται στις «Σημειώσεις» νούμερο 1. «Ο όρος «θέατρο ιδεών» χρησιμοποιήθηκε απ’
τον Ξενόπουλο που ήθελε να προσδιορίσει μερικά έργα με συγκεκριμένο ιδεολογικό
περιεχόμενο (βλ. Γιάννης Σιδέρης, Νεοελληνικό Θέατρο: 1795-1923, 1953, σ. 26).
Ο Σιδέρης βρίσκει τον όρο ακατάλληλο, γιατί ο Ξενόπουλος χρησιμοποιεί τη λέξη
«ιδέα» με την στενή έννοια, όταν μόνο αναφέρεται σε φιλοσοφικά ζητήματα. Ο
Σιδέρης πιστεύει πως θεατρικά που έχουν ως θεματικό αντικείμενο το δημοτικισμό
θα έπρεπε να περιλαμβάνονται στο Θέατρο Ιδεών. Εμείς χρησιμοποιούμε τον όρο με
την πλατιά έννοια, για να περιγράψουμε το θεατρικό έργο που επιζητά ν’
αναπτύξει μια οποιαδήποτε ιδεολογία, αντίθετα με τα θεατρικά που αποσκοπούσαν
στη διασκευή του θεατή»)
-Γ.
Θ. Ζώρας, περιοδικό Νέα Εστία, έτος ΜΣΤ΄, τόμος 91ος,
τεύχος 1073/15-3-1972. Βιβλιοκριτική για την μελέτη του Γιάννη Σιδέρη, “La fortuna di Carlo Goldoni in Grecia 1791-1969”, σελ. 417.
-Στράτος
Ε. Κωνσταντινίδης, Το Νεοελληνικό Θέατρο σε αναζήτηση του
Ελληνισμού, μτφ. Λάρα Καλλίρη. Επιμέλεια: Ιωσήφ Βιβιλάκης, εκδ. Αρμός 2011, σ.
42,49,55,57,58,77,78.
(Στο
κεφάλαιο «Η Απουσία της Νεοελληνικής Δραματουργίας» σ.55 γράφει ο Σ. Ε. Κ.: «Η
μετανεωτερικότητα εμφανίστηκε όταν το πρόταγμα του Ελληνικού Διαφωτισμού που
διήρκεσε δύο αιώνες, ολοκληρώθηκε με επιτυχία και άρχισε κατόπιν να
αποσυντίθεται μέσα από τους νεωτερικούς θεσμούς της Ελλάδας. Ένας τέτοιος
θεσμός είναι και το νεοελληνικό θέατρο. Οι λίγοι ιστορικοί που αποπειράθηκαν να
σκιαγραφήσουν την ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου συνέθεσαν αφηγήσεις που
είναι προκατειλημμένες και ατελείς. Οι στόχοι που ενέπνευσαν το Λάσκαρη τη
δεκαετία του 1930 και τον Σιδέρη τη δεκαετία του 1950 προϋπέθεταν επιλογές που
δεν είχε πια στη διάθεσή του ένας ιστορικός του θεάτρου στις αρχές του εικοστού
πρώτου αιώνα. Πρίν και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ιστορικοί συνέδεαν το
νεοελληνικό θέατρο με την ανάπτυξη του ελληνικού εθνοκράτους. Με τον όρο
«έθνος-κράτος» εννοούσαν την διακυβέρνηση (κράτος) των Ελλήνων (έθνος) που
είχαν κοινή γλώσσα και πολιτισμό….». Ενώ στην σελίδα 57 σημειώνει: «Ο Γιάννης
Σιδέρης, για παράδειγμα, έκανε αυτό το εντυπωσιακό άλμα από τη νέα στην κλασική
Ελλάδα στο βιβλίο του Το Αρχαιοελληνικό Θέατρο στη Νεοελληνική Σκηνή 1817-1932
(1976). Άρχισε την επισκόπησή του υπενθυμίζοντας εξαρχής στους αναγνώστες τους
τη Χάρτα της Ελλάδας που συνέταξε ο Ρήγας Βελεστινλής το 1797.» και συνεχίζει
παρακάτω ο Στράτος Κ. Κωνσταντινίδης: «Ο Σιδέρης, μεταξύ άλλων ελλήνων
ιστορικών της λογοτεχνίας, χρησιμοποίησε αυτό το σχέδιο για να τονίσει τη
σημασία του κλασικού ελληνικού θεάτρου σαν μια θεμελιώδη πολιτιστική έκφραση
της ελληνικής ενότητας και συνέχειας κατά το δέκατο ένατο και τον εικοστό αιώνα
(Σιδέρης 1976: 11 επίσης Καμπάνης 1948: 129-130, Δημαράς 1964: 162-163).»). Ενώ
στην σελίδα 58, σημειώνει: «Οι προοδευτικές ιστορικές πραγματείες όπως αυτές
του Σιδέρη και της Μπακοπούλου-Χωλς ενίσχυσαν τους δεσμούς συνάφειας
επιβεβαιώνοντας τη συνέχεια και την ιδιαιτερότητα της ελληνικής θεατρικής
παράδοσης. Έτσι ο Σιδέρης υποβαθμίζει τα συμπεράσματα ότι οι Νεοέλληνες
χρειάστηκαν σχεδόν έναν αιώνα πειραματισμών για να καταλήξουν σε ένα «φυσικό»,
«εθνικό» τρόπο ερμηνείας των ελληνικών τραγωδιών της κλασικής περιόδου,
μιμούμενοι τις αναβιώσεις ιταλικών, γαλλικών και γερμανικών παραστάσεων.».)
-Αλέκος
Λιδωρίκης, Μίλησα με μορφές του αιώνα, εκδ. Εστία
1992, τόμος Α΄, σ. 278
(Ο
παλαιός δημοσιογράφος και συγγραφέας Αλέκος Λιδωρίκης, δεν έχει συνομιλήσει με
τον Γιάννη Σιδέρη, αλλά σε συνομιλία του με την ηθοποιό Κυβέλη, η ηθοποιός
αναφέρεται στον Γ. Σ.: «Ο αγαπητός Γιάννης Σιδέρης σημειώνει ότι εγώ πέταξα
κάποτε στον Καλογερίκο μιά καρέκλα. Είναι ανακριβές. Εκείνος μου την πέταξε,
γιατί αρνιόμουν να κάνω κάτι, σε μιά στιγμή που ένιωθα πως δεν μπορούσα να το
κάνω….»)
-Μήτσος
Λυγίζος, Το Νεοελληνικό Πλάϊ στο Παγκόσμιο Θέατρο.
Δραματολογική ανάλυση-Αισθητική και Ιστορική τοποθέτηση, τόμοι Α+Β, Β’ έκδοση,
έκδ. Δωδώνη 1980, σ. 37,43,419,420, 422,423,429, 485,486,487,491, 516, 517.
-Τάσος
Λιγνάδης, ΘΕΑΤΡΟΛΟΓΙΚΑ Ι, εκδ. Χρ. Μπούρας-Αθήνα 1990,
σ.207-220, (πρώτη δημοσίευση περ. Θέατρο τχ. 49-50/1,4,1976). Στο VII κεφάλαιο
«ΔΙΑΦΟΡΑ». «Ελεγεία στο Δάσκαλο Γιάννη
Σιδέρη».
-Τάσος
Λιγνάδης, ΘΕΑΤΡΟΛΟΓΙΚΑ ΙΙ, εκδ. Χρ. Μπούρας-Αθήνα 1992, σ.
111, 124.
-Κυριακή
Πετράκου, Θεατρολογικά Miscellanea, εκδ. Δίαυλος 2004, σ.
39,40,41,46,47, 54,56, 61, 82, 101, 103, 112, 125, 126, 128, 132, 142, 163,
298, 303,304.
Κυρίως χρησιμοποιούνται πληροφορίες στο κύριο σώμα
της σπονδυλωτής εργασίας αλλά και στις σημειώσεις. Στην σελίδα 132, στο πλήρες
και κατατοπιστικότατο μελέτημά της «Η πρόσληψη του Oscar Wilde στο
ελληνικό θέατρο» σ. 71-133, αναφερόμενη στον Σιδέρη σημειώνει: «Με έκπληξη διαβάζουμε στον Σιδέρη: «Ωστόσο
εκείνος που επροξένησε την πλατύτερη,
την ισχυρότερη αίσθηση στη νέα ελληνική σκέψη ήταν ο Ουάιλδ. (157). Μάλλον
υπερβάλλουν αμφότεροι.» Ενώ "ενστάσεις" για την εργασία του Σιδέρη εκφράζει η
θεατρολόγος και στην σελίδα 128 σημείωση 151.
Σημείωση
Για να είμαστε δίκαιοι με τους ερευνητές και
συγγραφείς, τόσο οι μαθητές του Γιάννη Σιδέρη, όσοι τον έζησαν από κοντά, όσο
και οι κατοπινοί μελετητές και ιστορικοί του νεοελληνικού θεάτρου, κάνουν λόγο για
ένα είδος μεθοδολογικής ανοργανωσιάς, ας μου συγχωρεθεί η έκφραση. Αυτό
φαίνεται στο τιτάνιο έργο του. Το βάρος στην προσπάθεια του Γιάννη Σιδέρη πέφτει στην συγκέντρωση και αποδελτίωση των άγνωστων μας πληροφοριών. Και αυτό,
δεν είναι λίγο ούτε αμελητέο. Κάποιοι πάντα ανοίγουν δρόμους. Και αυτό έλαχε
στον Γιάννη Σιδέρη.
-Κυριακή
Πετράκου, ΘΕΑΤΡΙΚΕΣ (Σ) ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΡΕΙΕΣ. Δεκαέξι
μελετήματα για το νεοελληνικό θέατρο, εκδ Παπαζήση 2007., σ. 31,33,38,39,
56,57, 102, 109, 110, 143, 167, 168, 169, 175, 177, 181, 186, 199, 239, 303,
364, 429, 602, 603, 610, 612,625.
-Γιώργος
Πηλιχός, Κάρολος Κουν (συνομιλίες), εκδ. Κάκτος 1987, σ.
14,16,17, 107.
(αναφέρεται
στο ξεκίνημα του Καρόλου Κουν: «Ένας από τους παρόντες εκείνης της
ερασιτεχνικής θεατρικής περιόδου του Καρόλου Κουν, ο ιστορικός του Νεοελληνικού
Θεάτρου Γιάννης Σιδέρης, σημειώνει: «Ήτανε τότε πού ανθούσε η «Ελεύθερη Σκηνή»
(Κοτοπούλη-Μελάς- Μυράτ), στο μεσοστράτι της πρώτης δεκάμηνης ζωής της,
καλοκαίρι ακόμα του 1929, όταν ο Κουν έφτασε στην Αθήνα¨…»), ενώ παρακάτω,
μεταφέρει τις πληροφορίες του Γ. Σ. για τον συνιδρυτή και πρωτεργάτη της
«Λαϊκής Σκηνής», Διονύση Σ. Δεβάρη: «Ένας από τους μύστες της «Νέας Σκηνής»,
στοχαστικός ο Δ. Σ. Δεβάρης, που δεν ήταν πια ηθοποιός, διατηρούσε πολύν
ενθουσιασμό μέσα του και, βέβαια, ζωντανή την ανάμνηση του Χρηστομάνου και
συγχρόνως την τάση, φυσικά, προς το καινούριο…»)
-Δημήτρης
Σιατόπουλος, ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ. Η
Νεοελληνική Σκηνή στις πηγές της, εκδ. Φιλιππότης 14/1984, σ. 85, 96, 104, 174, 181,183, 218
-Άννα
Συνοδινού, Αίνος στους Άξιους, εκδ. Καστανιώτη 1999, σ.
186-197. «Ο Γιάννης Σιδέρης, ως
ιστορικός, ερευνητής, συγγραφέας, ποιητής»
-Στο ΘΕΑΤΡΟ-ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ-
ΜΟΥΣΙΚΗ-ΘΕΑΤΡΟ, τόμος 22, Εκδοτική Αθηνών 1999, σ, 106, 213, 285.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 8 Σεπτεμβρίου 2020
Εδώ τελειώνει το δεύτερο μέρος. Μέχρι την αντιγραφή
του τρίτου, έρχεται στη σκέψη ο λόγος του Γεώργιου Βλάχου: «Κυττάξτε πόσον
είναι φαιδρά η ελληνική ζωή».
Γιάννης Σιδέρης | Ήθελε να είναι επαναστάτης με δράση…
ΑπάντησηΔιαγραφή