ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΙΜΗΣ ΣΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΤΣΑΤΣΟ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ
ΣΤΟ ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΕΥΘΥΝΗΣ
ΝΟΥΜΕΡΟ 16/5, 1982, σ. 240
ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΗ
Όσοι με τ’ ατίμητα χαρίσματά τους, που με αγωγή κι ελεύθερη βούληση τ’ ανέβασαν στην περιωπή των αρετών, φέγγουν ως υπόδειγμα την κοινωνία των ανθρώπων, δεν είναι φίλοι τιμών. Αρκούνται μονάχα στην μυστική εκείνη τιμή που τους απομένει η γρηγορούσα συνείδησή τους, όταν επιτελούν το χρέος τους με ακεραιότητα και πνευματική εμμονή.
Γνωρίζουμε πώς ο Κωνσταντίνος Τσάτσος προτιμά να προσφέρει στο Έθνος και στον πολιτισμό των Ελλήνων, χωρίς να προσδοκά την δίκαιη ανταμοιβή του. Αυτό είναι το δύσχρηστο προνόμιο των εξαιρετικών φύσεων, των αυθεντικών προσωπικοτήτων: να δίδουν αυθόρμητα και τα χαίρονται που μπορούν να δίδουν. Το τελεσμένο χρέος δροσίζει την ψυχή τους κι αφήνουν τους άλλους να γευθούν τους καρπούς του περιβολιού που εγεώργησαν.
Όμως, η αγνωμοσύνη ταράζει την ηθική ισορροπία του κόσμου και προσβάλλει την ίδια την ζωή. Για τούτο, με τ’ αναιώνια υλικά του ελληνικού λόγου συνθέσαμε τον ταπεινό αυτό τόμο, προσπαθώντας να διερμηνεύσουμε στον Κωνσταντίνο Τσάτσο όχι μόνο τον βαθύ σεβασμό, την εκτίμηση και την ακέραιη αγάπη για το τίμιο πρόσωπό του και το πολύτιμο έργο του, αλλά και πώς αντικρύζουμε, εμείς οι φίλοι του, το προσφιλές αυτό πρόσωπο, και τι φρονούμε για το έργο που κληροδοτεί στο Έθνος μας και στον Πολιτισμό. Θέλουμε να τον τιμήσουμε αλλά αισθανόμαστε κι εμείς οι ίδιοι τιμημένοι που σ’ αυτά τα δίσεχτα του κόσμου χρόνια, χαρήκαμε την πολύτιμη φιλία του και την πνευματική του προσήλωση, που φωτισθήκαμε από τον υψηλό ελληνικό του στοχασμό και την δίκαιη κρίση του, που παραδειγματιστήκαμε από την αρετή του.
Τιμούμε λοιπόν, τον πρώτο των Ελλήνων, τον στοχαστή και τον δάσκαλο, τον συγγραφέα και τον φωτιστή, τον πολιτικό και τον άνθρωπο, γιατί τον αισθανόμαστε ψηλά, στον ακήρατο χώρο των συμβόλων της πνευματικής ευγένειας του Έθνους μας. Με την παρουσία του νοηματοδοτεί την ζωή του τόπου πνευματικά, δίδει μιάν έγκυρη ερμηνεία στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού και βεβαιώνει την διάρκεια και την διαχρονική του αξία.
Πλούσιοι από τις ατίμητες δικές του πνευματικές προσφορές, αντιστρέφουμε τους ακριβούς ποιητικούς του λόγους και του λέμε:
«κάποτε από τη γή θα δής ψηλά τα κλώνια
καρπούς ολόγιομα,
καρπούς δικούς σου- ας μή το ξαίρουν,-
και θα χαράξη φώς με
μιάς στη νοτερή σου νύχτα.
Ώ, σαν τη ρίζα της
ελιάς να ‘ναι το ριζικό σου!»
Η «ΕΥΘΥΝΗ»
-Γ. Κ. ΒΛΑΧΟΥ, 57-59, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΙΤΗΣ
-Γ. Δ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ, 60-74, ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ. ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΤΣΟΥ
-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι. ΔΕΣΠΟΤΟΠΟΥΛΟΣ, 75-80, ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΤΣΑΤΣΟ
-ΣΤΑΥΡΟΣ ΘΕΟΦΑΝΙΔΗΣ, 81-93, Η ΑΞΙΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ. ΕΝΑ ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ «ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ» ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ
-ΝΙΚΟΛΑΟΣ Κ. ΛΟΥΡΟΣ, 19-21, Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ Ο ΚΩΣΤΑΚΗΣ
-ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ Ι. ΜΑΡΑΘΕΥΤΗΣ, 115-122, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ, ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ
-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, 150-164, Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΣΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΡΕ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΤΣΟΥ
-ΚΩΣΤΑΣ Π. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ, 123-127, Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΤΣΟΥ. ΜΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΙΣ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΕΣ
-ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΞΥΔΗΣ, 128-136, Ο «ΠΑΛΑΜΑΣ» ΤΟΥ Κ. ΤΣΑΤΣΟΥ
-ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΕΣΜΑΖΟΓΛΟΥ, 17-18, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ
-Ε. Ν. ΠΛΑΤΗΣ, 94-114, Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΤΣΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΣΕΦΕΡΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΛΥΤΗ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΠΟΙΗΣΗ
-ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΛΗΣΗΣ, 137-143, ΕΝΑΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ
-ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ, 22-56, ΟΙ «ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΣΕ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ» του Κωνσταντίνου Τσάτσου
-ΦΙΛΙΠΠΟΣ Κ. ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, 165-171, Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΣΤΟΧΑΣΜΟ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΤΣΟΥ
-ΜΙΧΑΗΛ Δ. ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, 9-16, ΜΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΤΣΑΤΣΟ. ΜΕΤΑΞΥ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗΣ.
-ΚΩΣΤΑΣ Ε. ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΣ, 172-188, ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΟ. Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΜΑΣ
-ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΦΩΤΕΑΣ, 144-149, Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΔΙΑ ΛΟΓΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΤΣΟΥ
ΚΕΙΜΕΝΑ
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, 189, «Όπου σταθής πρώτος» (ποίημα, αφιερωμένο «Στον Κωστάκη Δ. Τσάτσο» 21.3.30
ΒΑΣΟΣ ΒΑΡΙΚΑΣ, 190-195, ΘΕΩΡΙΑ ΖΩΗΣ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΤΣΟΥ: «ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ» Γ΄. «Το Βήμα», 1970
Ζαν Γκιττόν, 196-200, «ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΣΕ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ», μετάφραση Παναγιώτης Φωτέας
Γιώργος Θέμελης, 201-207, «ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ». «Η Καθημερινή», 1965
Δημήτριος Καπετανάκης, 208-214, Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΙ Ο «ΠΑΛΑΜΑΣ» ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΤΣΟΥ. «Αρχείον Φιλοσοφίας», 1937
Κ. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, 215-225, Κ. Δ. ΤΣΑΤΣΟΥ: ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. Αθήναι, 30 Ιανουαρίου 1930
Γιάννης Χατζίνης, 226-229, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΤΣΟΥ «ΔΟΚΙΜΙΑ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΕΙΑΣ». «Νέα Εστία» 1961
Κωνσταντίνος Τσάτσος, 231-232, ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ. ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΙΣ 27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1941
ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΤΣΟΥ, 233-235
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗ
Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΙ Ο «ΠΑΛΑΜΑΣ» ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΤΣΑΤΣΟΥ
Το βιβλίο του Κωνσταντίνου Τσάτσου για τον Παλαμά αποτελεί σταθμό στην ιστορία του ελληνικού πνεύματος. Ο σημερινός Έλλην παύει με το βιβλίο αυτό να ψηλαφά τον εαυτό του μέσα στις νύχτες και στα λυκόφωτα της συνείδησής του, το βλέμμα του σχίζει και διαπερνά τα σκοτάδια κι’ αποκτά συνείδηση του εαυτού του. Ο ποιητής, που έκαμε δυνατή την αυτοσυνείδησή μας αυτή, είναι ο Κωστής Παλαμάς. Ο στοχαστής, στον οποίον οφείλομε αυτή την κατάκτηση του εαυτού μας, είναι ο Κωνσταντίνος Τσάτσος.
Για να δημιουργήσει ένας λαός δικό του πολιτισμό, πρέπει να δημιουργήση δική του γλώσσα. Και λέγοντας «γλώσσα», δεν εννοούμε τους εξωτερικούς τύπους της γλώσσας, τη γραμματική και τη σύνταξή της, μά την εσώτερη ουσία της, τα νοήματά της, που ζούν με τη ζωή της γλώσσας, με τη ζωή του λαού της. Απ’ τον καιρό πού ξύπνησε η Νέα Ελλάς, ο πνευματικός αγώνας της είναι αγώνας γλωσσικός-πολύ βαθύτερος και πλατύτερος απ’ ό,τι ονομάζομε συνήθως γλωσσικούς μας αγώνες. Η αντίθεση ανάμεσα στην καθαρεύουσα και στη δημοτική δεν είναι παρά ένα κάπως εξωτερικό σύμπτωμα της μεγάλης γλωσσικής αγωνίας του εθνικού μας πνεύματος. Το πνεύμα είναι γλώσσα-κι’ όπου η γλώσσα είναι φτωχή, αβέβαιη και ρηχή, το πνεύμα ασφυκτιά κι’ αγωνίζεται μ’ απελπισμένες κινήσεις να πλουτίση τη γλώσσα, πού θα το σώση απ’ τον θάνατο, πού θα του χαρίση τη ζωή. Μια γλώσσα όμως δεν πλουτίζει με λέξεις, μά με νοήματα. Για να δημιουργήση ένας λαός πολιτισμό, πρέπει να κατακτήση όχι λέξεις, μα πράγματα, πραγματικές ουσίες-πρέπει να κατακτήση με τη γλώσσα του τη φύση του, την ψυχή του, την ιστορία του, το περιβάλλον του, την εποχή του. Γι’ αυτή την κατάκτηση αγωνίστηκε ο λαός μας απ’ τη στιγμή πού ξύπνησε. Το έργο όμως δεν ήταν εύκολο. Το πνεύμα κατακτάται πολύ πιό δύσκολα από το έδαφος Κ’ έτσι ενώ το εδαφικό μας ζήτημα λύνονταν διαρκώς και πιο ευνοϊκά για μας, το πνευματικό, το γλωσσικό μας ζήτημα γίνονταν διαρκώς και πιό προβληματικό. Οι μερικές πνευματικές προσπάθειες κ’ οι μερικές πνευματικές κατακτήσεις επολλαπλασιάζονταν, αλληλοσυγκρούονταν, κι’ ο πνευματικός αγώνας μας έμοιαζε με χάος, πού δεν κυοφορούσε κανέναν κόσμο. Η κρίσιμη αυτή στιγμή γέννησε τον ποιητή, πού είχε μιά τέτοια ευρύτητα συνείδησης και μιά τέτοια δύναμη γλωσσική, ώστε μπόρεσε να χωρέση μέσα στο έργο του, κατακτώντας το με τη γλώσσα, όχι μονάχα ό,τι ως τότε είχε κατακτηθή από μερικές προσπάθειες άλλων, αλλά κι’ ό,τι έμενε αδάμαστο ακόμα στόν αέρα της πατρίδας μας στα βάθη του εαυτού μας. Το πνεύμα της σημερινής Ελλάδας γεννήθηκε στην ολότητά του μέσα στο έργο του Παλαμά. Για να μάθουμε τη γλώσσα μας, για να συλλάβωμε δηλαδή το πνεύμα μας και για να γνωρίσωμε τον εαυτό μας, πρέπει να μελετούμε τον Παλαμά. Ο εθνικός, ο κατ’ εξοχήν «κλασσικός» ποιητής μας δεν είναι ούτε ο Σολωμός, ούτε ο Βαλαωρίτης-μα ο Παλαμάς. Ο Σολωμός είναι ασφαλώς μεγαλύτερος ως ποιητής, μα δεν έχει την ευρύτητα εκείνη, πού στηρίζει ολόκληρο πολιτισμό. Ο Σολωμός κι ο Βαλαωρίτης δεν κατάκτησαν πνευματικά παρά ωρισμένες μόνο πλευρές της νεοελληνικής πραγματικότητας. Η μονομέρεια κι’ η στενότης τους αυτή κάνει πιό κτυπητή στα μάτια την ατομικότητά τους, πιό ανάγλυφη τη στάση τους, πιο καθαρή τη φωνή τους. Δεν θα εκθέσουμε εδώ τις προσωπικές μας γνώμες για την πνευματική αξία της πλατειάς και της στενής ποιητικής συνείδησης. Ο Κ. Τσάτσος δίνει αδίστακτα στην πρώτη την υπεροχή. Πιστεύει, πώς μιά ποιητική συνείδηση, που δημιουργεί μεγάλη εσωτερική έκταση, «όταν πραγματικά την κατέχει με την άρτια έκφραση κάθε ειδικής της βαθμίδας, πρέπει αξιολογικά να τοποθετηθή ψηλότερα από τις συνειδήσεις πού σταμάτησαν σε ωρισμένες μόνο όψεις του πνεύματος και τέλειωσαν, όσο κι’ αν άρτια, μ’ αυτές»-Με κίνημα γαλήνης ηγεμονικής, καθαρό από κάθε ύποπτο σημείο παράλογου πάθους, διαβαθμίζει ο Κ. Τσάτσος τις αξίες. Για τον τρόπο του όμως αυτό, που συνδέεται με το γενικό πνευματικό και συγγραφικό του ήθος, θα μιλήσωμε πλατύτερα παρακάτω. Κάποιος άλλος λιγώτερο, ηγεμονικός κριτής θα μπορούσε να προσθέση για δικαιολογία της κρίσης του ρητά ό,τι ο Κ. Τσάτσος σιωπηλά, μα όχι και λιγώτερο έντονα, μας υποβάλλει,- πώς οι πλατειές και βαθειές μαζί συνειδήσεις, που κλείνουν μέσα τους μεγάλες αντιθέσεις και ζούν απ’ αυτές, είναι καταδικασμένες στον εσωτερικό σπαραγμό, που κάμνει πιο ανθρώπινη και πιό αληθινή τη ζωή τους,-στον σπαραγμό, που οι στενές και μονομερείς συνειδήσεις αγνοούν. Κι’ όμως οι πλατειές και ματωμένες συνειδήσεις είναι πιό εκτεθειμένες από τις στενές στόν κίνδυνο να παρερμηνευθούν, να μείνουν ακατανόητες. Εύκολα συλλαμβάνει κανείς των στενών συνειδήσεων, των μονόπλευρων έργων τη σημασία. Το νόημά τους καθαρό κ’ έντονο προσφέρεται κ’ επιβάλλεται μόνο του στη νόησή μας. Το πλατύ όμως έργο, που κλείνει μέσα του βαθειές αντιθέσεις κ’ έχει την ενότητά του όχι στη μονομέρεια, μα στη διαλεκτική κίνηση και στον πόνο της, κινδυνεύει να μη θεωρηθή σαν Έργο, μα σαν σωρός από έργα, πού τίποτε τα βαθύτερο δεν τα συνδέει και γεννήθηκαν-στις καλύτερες περιπτώσεις-από την ιδιοτυπία της στιγμής, από το συρμό της ώρας ή –στις χειρότερες-από ταπεινούς υπολογισμούς. Έτσι και το έργο του Παλαμά, που κλείνει μέσα του ολόκληρη τη νεοελληνική πραγματικότητα μ’ όλη την έκτασή της, τις αντιθέσεις της, τις αντινομίες της, την προβληματικότητά της,-πού κλείνει μέσα της όλο το δράμα του σημερινού Έλληνα, παρανοήθηκε ως σήμερα, κι’ απ’ αυτούς ακόμη τους θαυμαστές του, πού δεν είχαν τη δύναμη να το συλλάβουν στην ενότητά του και με τη σημασία, που η ενότης αυτή του δίνει. Εκείνος, που ανακάλυψε κυριολεκτικά, και μας αποκάλυψε την ενότητα του παλαμικού έργου και τη σημασία του, είναι ο Κ. Τσάτσος.
Η ανακάλυψη του Κ. Τσάτσου δεν ήταν μικρή. Κάποιος άλλος μόλις εύρισκε το κλειδί του παλαμικού έργου, πού, καθώς είπαμε, αποτελεί το κλειδί της συνείδησης του σημερινού Έλληνα, θα βιαζόταν να το διαλαλήση σε μερικές εντυπωσιακές γραμμές, πού θάδιναν διέξοδο στη χαρά του για την ανακάλυψή του και θα δημιουργούσαν θόρυβο γύρω στ’ όνομά του. Ο Κ. Τσάτσος αντί να φωνάξη μιάν αλήθεια τόσο σημαντική για το σημερινό πολιτισμό μας σε μερικά πρόχειρα άρθρα, πού θα περνούσαν μαζί με τις εφημερίδες ή τα περιοδικά που θα τα εδημοσίευαν, προτίμησε να συγκρατηθή, να συγκεντρώση τις εσωτερικές του δυνάμεις και ν’ αφιερωθή επί χρόνια στο άνοιγμα του παλαμικού έργου και στο άνοιγμα του εαυτού μας με το κλειδί, πού μιά ευτυχισμένη έμπνευση του χάρισε, και που αν μας το έδειχνε απλώς θα πήγαινε χαμένο, γιατί κανείς από μας δε θάχε τη δύναμη να το συλλάβη πραγματικά και να το χρησιμοποιήση μ’ επιτυχία. Ποιος ξέρει πόσων χρόνων επίμονη και γεμάτη αγάπη σκέψη για το παλαμικό έργο του απέσπασε επί τέλους το μυστικό! Θα τόβλεπε «θρυμματισμένο» κι’ ασύνδετο ακόμη-κι’ όμως η αγάπη του θα το αγκάλιαζε ολόκληρο. Κι’ ό,τι χωρεί σαν ενότης στην καρδιά μας, δεν μπορεί παρά να χωρή σαν τέτοια και στο νού μας. Φθάνει ο νούς μας να μην επαναπαυθή στις δυνατότητές του, μά να ζητήση να τις πραγματοποιήση, πολιορκώντας ακούραστα το αντικείμενο, που θέλει να κατακτήση. «Αρκεί να εγκύψωμε, επίμονα», λέγει ο ίδιος ο Κ. Τσάτσος. Κι έχει το δικαίωμα να κάμη μιά τέτοια προτροπή ο Τσάτσος, γιατί με το έργο του μας δίνει πρώτος αυτός το παράδειγμα μια θαυμαστής εκπλήρωσής της. Το πνευματικό και συγγραφικό ήθος του Κ. Τσάτσου μας αποκαλύπτεται συγκλονιστικό στον «Παλαμά» του. Ο τρόπος, με τον οποίον εργάζεται, κι’ ο τρόπος, με τον οποίον εμφανίζει τον εαυτό του, μπορούν ν’ αποτελέσουν ένα μεγάλο δίδαγμα. Δουλεύει με την επιμονή κ’ ευσυνειδησία χειροτέχνη, κ’ ίσως ο τρόπος δουλειάς του θα μας φαίνονταν βάναυσος, αν οι γαλήνιες κινήσεις του-πού αγνοούν την ταπεινή βία και που κατορθώνουν, αν και πίσω απ’ την ηρεμία τους κρύβουν το πιό φλογερό πάθος, ν’ αποφύγουν κάθε ύποπτη εξωτερίκευσή του-δεν είχαν τον πιό αριστοκρατικό χαρακτήρα. Ο ηγεμονικός εργάτης δεν ζητά να ξεγελάση ούτε τους άλλους ούτε τον εαυτό του. Δίνει και σε μας και στον εαυτό του λόγο για τη δουλειά του-σκληρή δουλειά ασκητικού πνευματικού τεχνίτη-με τήν αρχοντική εκείνη φωνή, πού δεν ταράζει ούτε ίχνος παράπονου για το βάρος της πνευματικής ανάγκης και που θεωρεί κάθε κίνημά του σαν νόμο: «… Αγκάλιασα με αγάπη το παλαμικό έργο-χωρίς αγάπη δεν υπάρχει αισθητική νόηση-γύρεψα τις ρίζες του και την κορυφή, πού ολάκερο το στεφανώνει’ αναζήτησα τα μυστικά, κατά κανόνα στον καλλιτέχνη υποσυνείδητα, νήματα πού συνδέουν τα φαινομενικά πιό ασχέτιστα δημιουργήματα’ πρόσεξα τη νοηματική αλληλουχία, την εσωτερική νομοτέλεια της πνευματικής του ύπαρξης. Δε δούλεψα με σχήματα δοσμένα, απόλυτα, γιατί τέτοια στη ζωή του πνεύματος δεν υπάρχουν…».-Βαρύς, αργοκίνητος και μεγαλοπρεπής θυμάται ο λόγος του ηγεμονικού δουλευτή το δύσκολο δρόμο της δουλειάς. Ούτε χαρά ούτε υπερηφάνεια για το πέρασμα του δρόμου-αφού ούτε χαρά ούτε υπερηφάνεια ταιριάζουν σ’ όποιον δεν εκπλήρωσε παρά το καθήκον του. ο ηγεμών δεν θέλει νάναι παρά εκτελεστής του νόμου. Θέλει να θυσιάση την ατομικότητά του στη γενικότητα της επιταγής. Ο αληθινός εργάτης εξ άλλου δουλεύει για το αντικείμενο, για το έργο του, κι’ όχι για το υποκείμενο, για τον εαυτό του. Κι’ ο Τσάτσος μας βεβαιώνει, πώς κι’ αυτός δε δούλεψε με το σχήμα της δικής του πνευματικής ζωής, γιατί-καθώς λέγει-δεν ζήτησε διά μέσου του Παλαμά να λύση προσωπικά του προβλήματα, αλλά τα ίδια τα παλαμικά προβλήματα. Η βεβαίωση αυτή, ηγεμονικά κ’ εργατικά τραγική μαζί, υπονοεί τόσες θυσίες για τον πνευματικό δημιουργό, πού την κάμνει, ώστε προκαλεί το θαυμασμό και το σεβασμό μας. Κανείς δεν μπορεί βέβαια να ξεφύγη από τον εαυτό του, όταν κινείται στην περιοχή της ποίησης. Κανείς δεν μπορεί να λησμονήση τα προσωπικά του προβλήματα, όταν ζητά να ερμηνεύση μιάν άλλη ποιητική προσωπικότητα. Κι’ όμως η θέληση να θυσιάση κανείς τον εαυτό του χάριν του έργου του και μάλιστα σε μιά περίπτωση, όπου κάθε προσπάθεια θυσίας του εαυτού του είναι μάταιη, σημαίνει μιά τέτοια καθαρότητα πνευματικής και συγγραφικής βούλησης, ώστε η εκ των προτέρων υποταγή και παραίτηση απ’ τον μάταιο αγώνα, όσο κι’ αν είναι πιό σοφή, φαίνεται λιγώτερο άξιο του σεβασμού μας. Ο ηγεμονικός άνθρωπος δεν αγαπά να μιλά στα πλήθη με την υποκειμενική του γλώσσα. Χρησιμοποιεί τους αντικειμενικούς τύπους, που δανείζεται απ’ έξω. Μά γι’ αυτό κ’ η συγκρατημένη τρεμούλα της φωνής του, πού προδίδει το εσωτερικό πάθος του, συνταράσσει όσους τη διακρίνουν πολύ πιό βαθειά από τις ασυγκράτητες κραυγές και χειρονομίες ενός πληβείου. Ο πληβείος αδιαφορεί για την αντικειμενική έκφραση, που ισχύει και περ’ απ’ τη στιγμή της προσωπικής κραυγής. Η ιστορία οπωσδήποτε δεν θα τον απαθανατήση. Ο ηγεμονικός άνθρωπος αγνοεί και στους άλλους ακόμη ότι έχει μόνο παροδική σημασία. Ο Τσάτσος δεν ενδιαφέρεται για τα παλαμικά προβλήματα παρά «καθόσον ανήκουν», καθώς λέγει, «στη σφαίρα του πνεύματος». Το φθαρτό, το στιγμιαίο, το ιδιωτικά προσωπικό, πού δεν έχει τη γενική σημασία του πνεύματος, είναι ανάξια για τον Τσάτσο. Η καθημερινή ζωή του Παλαμά δεν τον ενδιαφέρει. Κι’ αυτή η βιογραφία του δεν θα τον απασχολήση. Ούτε κάν σαν «ιστορικό φαινόμενο» δεν θέλει να μελετήση τον ποιητή. «Προσπαθούμε» λέγει ο Τσάτσος, «αφού αποσπάσωμε (τον Παλαμά) από τη χρονική του τάξη και τον απαλλάξωμε απ’ όσα περιττά και ανάξια, να βρούμε την ουσία, το αιώνιο νόημα του λόγου του και της αδιάσπαστα με αυτό σύμφυτης προσωπικότητάς του».-Θάλεγε κανείς, πώς ο Τσάτσος φοβάται, επειδή έχει μπροστά του μιά προσωπικότητα τόσο συγκεκριμένη σαν του Παλαμά, που αναπνέει και κινείται ανάμεσά μας, μήπως παρασυρθή από τη γοητεία της απτής φύσης της κι’ ασχοληθή με στοιχεία της φθαρτά. Γι’ αυτό διαρκώς προσπαθεί ν’ απομακρυνθή απ’ την απτή υπόσταση του Παλαμά. Την προσωπικότητα του ποιητή δεν θέλει να δη σαν «το ιστορικό σύνολο μιάς ζωής, αλλά σαν το απαύγασμα ενός αδιάσπαστου έργου»,-το άτομο του ποιητή το αγνοεί σαν σώμα και δεν το εξετάζει παρά σαν συνείδηση’ και λέγοντας συνείδηση, εννοεί έναν κύκλο του πνεύματος μ’ αιώνια σημασία. Κι’ όμως, καθώς είπαμε παραπάνω και καθώς ο ίδιος ο Τσάτσος υπαινίσσεται συχνά, η διαφώτιση της παλαμικής συνείδησης δεν είναι παρά η διαφώτιση της συνείδησης του σημερινού Έλληνα. Πώς συμβαίνει η αποφυγή ακριβώς της μελέτης μιάς προσωπικότητας σαν ιστορικής στιγμής να καταλήξη ακριβώς στη δαφώτιση της ιστορικής αυτής στιγμής; Η σφαίρα του γνήσιου πνεύματος είναι γεμάτη από παράδοξα. Όσο περισσότερο εμβαθύνομε στη συγκεκριμένη φύση ενός ατόμου, τόσο πιο αιώνια γίνεται η σημασία του ατόμου αυτού. Κι’ όσο περισσότερο εμβαθύνομε στην αιώνια σημασία ενός ατόμου, τόσο πιό συγκεκριμένο το κάμνουμε. Φθάνει η εμβάθυνσή μας νάναι γνήσια πνευματική. Έτσι κι’ ο Τσάτσος θέλοντας να συλλάβη την άχρονη ουσία ενός μεγάλου διπλανού μας, διαφώτισε τη δική μας ουσία, κ’ αντί να οδηγήση το βλέμμα μας περ’ απ’ τους εαυτούς μας, περ’ απ’ το περιβάλλον μας και την ιστορική μας στιγμή, μας έκαμε για πρώτη φορά να δούμε τόσο καθαρά και τον εαυτό μας και το περιβάλλον μας και την ιστορική μας στιγμή. Χαμένοι μεσ’ στις βαθειές αντιθέσεις της πραγματικότητάς μας, ζαλισμένοι απ’ τις αντινομίες της, δεν μπορούσαμε να διακρίνωμε τον εαυτό μας, δεν μπορούσαμε ν’ αποκτήσωμε συνείδηση του εαυτού μας. Κ’ έπρεπε νάρθη ο ποιητής με συνείδηση τόσο πλατειά, πού να χωρή την πραγματικότητα της σημερινής Ελλάδος ολόκληρη,-κ’ έπρεπε ν’ αγαπήση το έργο αυτό ο στοχαστής και να θελήση μεσ’ στην αγάπη του να το αγκαλιάση και με τη σκέψη του όπως και με την καρδιά του,-για να γίνη αντιληπτό και σε μας, πώς η αντίθεση, ο διχασμός και η αντινομία, που μας εμπόδιζαν ως τώρα να συλλάβωμε το νόημα του εαυτού μας, είναι ακριβώς ο νόμος μας, η μοίρα μας. Είχαμε λησμονήσει, πως η ζωή με την κίνησή της έχει θέση μέσα της για όλες τις αντιθέσεις και προσπαθούσαμε να στενέψωμε την νεοελληνική ζωή, για να υποτάξωμε στην αρχή της αντίφασης. Και μόνο τώρα, που ο στοχαστής ο εμπνευσμένος από την αγάπη του για το παλαμικό έργο μας θυμίζει, πώς «ο ποιητής σαν διαλεκτικός ζή πάντα πέρα από το νόμο της αντίφασης», σκεπτόμαστε, πώς κάθε ζωή-κ’ η δική μας και του έθνους μας επομένως-υπάρχει πέρα απ’ το νόμο της αντίφασης. Και βλέποντας τον Τσάτσο να μας δείχνη «σαν θεμελιωδέστερο νόμο της παλαμικής συνείδησης τον αδιάκοπο εσωτερικό διχασμό», θυμόμαστε πώς κ’ η δική μας ιστορία γεννήθηκε από διχασμό, νοιώθουμε πώς νόμος και της δικής μας συνείδησης είναι ο διχασμός. Και παρακολουθώντας την εξέλιξη της παλαμικής συνείδησης, όπως μας την δείχνει ο Τσάτσος, βλέπομε βαθμιαία να φωτίζεται για μας όχι μόνο το παλαμικό έργο, μα κι’ ο ίδιος εαυτός μας-όχι στην εμπειρική του, μά στην υψηλότερη δυνατότητά του. Ο Τσάτσος μας δείχνει την παλαμική συνείδηση να κάμνη «ολόκληρο τον κύκλο της ζωής» όπως θα μπορούσε να τον κάμη η σημερινή ελληνική συνείδηση στην πιό πλατειά, στην πιό βαθειά, στην πιό ατομική συγκεκριμένη της εμφάνιση. Ο δρόμος του κύκλου αυτού, όπως τον περιγράφει ο Τσάτσος, είναι βαθύ φιλοσοφικό αριστούργημα. Δεν μας δίνει μόνο μιά λογική κ’ αισθητική απόλαυση, μά κι’ αγγίζει τη σκέψη μας ως την καρδιά της, δείχνοντάς της νόμους, σχέσεις, μεταβάσεις κι’ αντινομίες σημαντικές για την υπόστασή μας ολόκληρη. Προϋποθέτει τόσο γνωριμία στενή με τις φιλοσοφίες του Κάντ και του Έγέλου όσο και μεγάλη απόσταση από τα δόγματα και τα σχήματα και των δυό. Αν ο κύκλος της παλαμικής συνείδησης θυμίζη εξωτερικά τον κύκλο της «Φαινομενολογίας του Πνεύματος», το νόημα των δύο δρόμων είναι τόσο διαφορετικό, ώστε κάθε προσέγγιση θάταν απατηλή. Από τη «Φαινομενολογία του Πνεύματος» λείπει το εσωτερικό δράμα, ο σπαραγμός του διχασμού, ο πόνος για τα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων, πού αποτελεί την πλευρά εκείνη του Τσάτσου, που προϋποθέτει τον Καντ. Κι’ αν στον Τσάτσο η συνείδηση, που ξεκινά απ’ το ξέσχισμα, απ’ τον «διαπεραστικό πόνο» του πρώτου αντικρύσματος της ζωής, φθάνη, αφού περάσει απ’ όλους τους διχασμούς κι’ απ’ όλες τις αντιθέσεις στην υπέρταση γαλήνη και χαρά, στο απόλυτο, είναι υποχρεωμένη να ξαναγυρίση και πάλι στην αρχή του κύκλου-είναι αναγκασμένη ακατάπαυστα μόλις φθάνει στον ουρανό να τον αφήνη αμέσως, γιατί «η αμαρτία είναι απαρέγκλιτη σαν νόμος». Το θριαμβευτικό τέλος του ποιητικού κύκλου δεν σημαίνει και τελειωτική λύτρωση του ποιητή. «Τολμώ να πώ» λέγει ο Τσάτσος «πώς στο βάθος του πηγαδιού της συνείδησης οι αντινομίες αυτές είναι ασυμβίβαστες για τη ζωή ολόκληρη’ μονάχα μερικές ευτυχισμένες στιγμές φέρνουν ως εκεί κάτω την ειρήνη και τη γαλήνη». Μά οι αντινομίες ακριβώς κ’ ο διχασμός γεννούν την κίνηση, τον αγώνα, που λέγεται ζωή. Αν ο Κ. Τσάτσος, φωτίζοντας τη συνείδησή μας, έλυνε και τις αντινομίες της, θα μας παρέλυε πνευματικά. Το βιβλίο του εσήμανε σταθμό στην ιστορία του ελληνικού πνεύματος, επειδή εκριβώς μας έκανε συνειδητά τα προβλήματά μας-δηλαδή την αποστολή μας.
‘Αρχείον Φιλοσοφίας», 1937. Δημήτριος ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ.
NOVISSIMA
VERBA 69
Ηλιόλουστές μου μέρες
χειμωνιάτικες,
σύντομες, λίγες, βιαστικές,
πώς με πονάει η φυγή σας!
Στα βότσαλα της παραλίας
σε μια πλαγιά, μεσ’ στα πουρνάρια,
συνοδευμένος απ’ το φάσμα
γυναίκας ανονόμαστης,
μιά μάταια επίκληση’
από τα βάθη της ψυχής μου κάλεσμα
που διασκορπίζεται μεσ’ στους ανέμους.
Ο τελευταίος ήλιος,
η τελευταία αναδρομή
σε ό,τι πέθανε,
η τελευταία λύπη
για ό,τι έγινε,
για ότι δεν έγινε
προτού βραδιάση.
Ηλιόλουστές μου μέρες χειμωνιάτικες
σύντομες μέρες, βιαστικές,
πώς με πονάει το μήνυμά σας,
πώς με πονάει ο πόνος που τελειώνει
και πώς γι’ αυτόν διψάω ακόμα!
Συμμετοχή του
Κωνσταντίνου Δ. Τσάτσου στα Τετράδια
Ευθύνης
-Τ. Ε. Ν. 2/12, 1976, 9-22, ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ. Ένα τρίπτυχο. ΤΗ ΜΕΡΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ. / Β΄ ΜΕΤΑ ΔΕΚΑΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ. / Ο ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΣΗΜΕΡΑ.
-Τ. Ε. Ν. 4/11,2000, 9-11, ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
-Τ. Ε. Ν. 5/4, 1978, 9-17, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ. ΔΙΑΚΟΣΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ 1776-1976. Ομιλία στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Κερκύρας, Παρασκευή 21 Μαϊου 1976
-Τ. Ε. Ν. 9/11,1979, Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΝΤΕΛΗ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗ. Αφιέρωμα στα εβδομηντάχρονά του. (Α) σ. 54-58.
«Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ-ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ» (Μυθιστορία). Εκδότης «Αετός», Αθήνα, 1948.
Επανεκδόσεις: 1965, 1969-70, 1978-79. Ξένες εκδόσεις: Γαλλία 1957, 1962. Βλ. Βιβλιογρ. Α΄ σελ. 14 και 281, Β΄ 154
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ…. (Ο
ΚΡΗΤΙΚΟΣ-ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ).
Το διάβασμα είναι μιά δύσκολη τέχνη. Το γόνιμο, το δημιουργικό διάβασμα, εκείνο που δεν αυξάνει μόνο τις υποθήκες των γνώσεων, αλλά και τον άνθρωπο τον ίδιο, σε πνευματική ρώμη, ή σε θέληση ή σε πίστη. Το διάβασμα είναι έργο σοφίας, προσωπικής σοφίας του καθενός. Καθένας πρέπει να το μεθοδεύση σύμφωνα με την προσωπικότητά του, με τα χαρίσματά του και με τον χρόνο του. Προϋποθέτει η σωστή μεθόδευσή του ένα βαθύτερο «γνώθι σε αυτόν», ένα αυστηρό, ένα αυστηρό αυτοέλεγχο, μιάν επιτήδεια προσαρμογή του ανθρώπου με το βιβλίο. Μόνο όταν βρεθή η σωστή τοποθέτηση των δύο αυτών στοιχείων, του ανθρώπου και του βιβλίου, βγαίνει η σπίθα από την επαφή τους. Και τότε το βιβλίο ζωντανεύει. Γίνεται πρόσωπο. Και με αυτό το πρόσωπο παλεύει κανείς ή συμφιλιώνεται, το κατακτάει ή τον κατακτάει. Το βιβλίο γίνεται η ζωή και κάποτε ένα κομμάτι από τη ζωή σου.
Όλοι όσοι έχουν αχώριστο σύντροφο της ζωής των το βιβλίο, παλεύουν μ’ αυτό το πρόβλημα και πασχίζουν να βρούν το δρόμο τους. Ο ίδιος εγώ, πού το συνειδητοποίησα αρκετά νωρίς, ξέρω πόσα λάθη μπορεί κανείς να διαπράξη σ’ αυτή την προσπάθεια, πόσες απογοητεύσεις να δοκιμάση. Γνώρισα όλων των ειδών τα διαβάσματα. Το διάβασμα της αυστηρής μελέτης, όπου το βιβλίο είναι δάσκαλος και εσύ κάθεσαι και τον ακούς’ το διάβασμα όπου το βιβλίο είναι εχθρός σου και σε χτυπάει κάθε τόσο και εσύ από μέσα σου τον χτυπάς με την σειρά σου’ το διάβασμα όπου το βιβλίο σε υπνωτίζει, σε σύρει άβουλο όπου θέλει. Γιατί όμως να αραδιάζω περιπτώσεις; Όλοι τα ζήσαμε αυτά. Σήμερα θέλω μονάχα μιάν εξήγηση να δώσω για όσα παρακάτω θα γράψω. Θέλω να φανερώσω, σε όσους με διαβάσουν, πώς εγώ σκέπτομαι τούτον τον καιρό απέναντι στο βιβλίο. Είναι μιά εμπειρία που μπορεί και σ’ αυτούς γενικώτερα να χρησιμεύση. Ο καιρός λίγος. Ο έξω κόσμος αντιστρατεύεται και στην πνευματική περισυλλογή και στην ψυχική γαλήνη. Ο χώρος της ψυχής είναι κατειλημμένος από ένα σωρό αγωνίες και πάθη πού μολύνουν την καθαρότητα και την διαύγεια της ατμόσφαιρας. Κάνεις τότε μιά σύντομη προσπάθεια να διαφυλάξης μιά περιοχή καθαρή και απρόσιτη από τα επίκαιρα. Και χτίζεις τείχος γύρω από την περιοχήν αυτή και μέσα σ’ αυτήν, όσο συχνότερα σου επιτρέπουν τα καθήκοντα προς τα καιρικά, μαζεύεσαι ή ονειρεύεσαι ή γράφεις ή διαβάζεις.
Τι διαβάζεις; Πρώτα από όλα και χωρίς καμμία διακοπή, έστω και για λίγη, ελάχιστη ώρα κάθε μέρα διαβάζω, τουλάχιστον εγώ, ένα κλασσικό κείμενο. Είναι η τροφή πού, άμα λείψη, αισθάνεσαι πνευματική ατονία. Τούτες τις μέρες είναι ο Οιδίπους επί Κολωνώ και το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο. Πρίν ήτανε κάτι ομιλίες του Χρυσοστόμου, ο Φαίδρος και η Τρικυμία. Αλλά κοντά σ’ αυτά είναι και δύο άλλα στοιχεία. Πρώτα η Ιστορία. Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο το διάβασμα της Ιστορίας γίνεται επαγωγότερο.
Δεν διαβάζεις πιά παρελθόντα. Διαβάζεις μέσα από τα παρελθόντα το παρόν. Η ιστορία, έτσι διαβασμένη, γίνεται μιά εσωτερική δράση. Δεν είναι εποπτεία, δεν είναι θεωρία, είναι πολιτική.
Και το άλλο το στοιχείο. Η Ελλάδα, η ζωντανή και παρούσα, με την πνευματική της παραγωγή, με ό,τι ωραίο και ευγενικό γεννάει, ακόμα και σε τούτους τους δίσεχτους καιρούς.
Των κλασσικών το διάβασμα σε ανασυνδέει με τις αιώνιες αξίες, με τα τελικά κριτήρια προσώπων και πραγμάτων. Της ιστορίας το διάβασμα υψώνει το ήθος και σου δίνει την πραγματική προοπτική του χρόνου για τα παρόντα και τα μέλλοντα. Τα διαβάσματα για την Ελλάδα στερεώνουν την πίστη σου στο έθνος, στην αποστολή του την πνευματική, που πιστεύουμε πώς θα φανερωθή περίλαμπρη στους χρόνους τους ειρηνικούς που μας έρχονται.
Σκέφθηκα πώς θα ήτανε χρήσιμο να σημειώσω μερικές σκέψεις που μου γέννησαν τα τελευταία διαβάσματά μου. Δεν πρόκειται να κάνω αξιολογήσεις αντικειμενικές, βιβλιοκρισίες σ’ αυτή τη στήλη. Πρόκειται για μερικά βιβλία που έτυχε να διαβάσω τον τελευταίο καιρό και πού γι’ αυτά μου κάνει κέφι να γράψω, εντελώς υποκειμενικά, μερικές εντυπώσεις. Περισσότερο να γράψω ποιών δικών μου σκέψεων έγιναν η αφορμή. Θα γράψω όπως θα μιλούσα με έναν φίλο μου, μη συγκρατώντας ούτε τις ιδιοτροπίες, ούτε τους ενθουσιασμούς μου. Γι’ αυτό δεν πρέπει να έχουν παράπονο μαζί μου ούτε πολλοί που μου έστειλαν τα βιβλία τους και δεν θα αναφερθούν σ’ αυτή την σειρά επιφυλλίδων, ούτε και εκείνοι που θα βρούν μόνον μιάν ατελή, ή μονόπλευρη, ή πολύ προσωπική κρίση για το έργο τους. Εδώ γίνεται ένα απλό κουβεντολόϊ χωρίς τάξη καμμιά και όπως τα φέρει η τύχη της πέννας.
Δύο βιβλία τούτον τον τελευταίο καιρό μου έδωσαν, το καθένα με τον τρόπο του, περισσότερη Ελλάδα. Σαν να πλάτυναν και να πλούτισαν μέσα μου τον ελληνικό ορίζοντα: του Παντελή Πρεβελάκη ο «Κρητικός» («Το Δέντρο») και του Θανάση Πετσάλη «Οι Μαυρόλυκοι» (δύο τόμοι). Από ευγνωμοσύνη, και επειδή ψυχικά τόσο με βοήθησαν, θα μιλήσω πρώτα γι’ αυτά.
Κάθε φορά που κλείνω ένα βιβλίο του Πρεβελάκη, λέω μέσα μου «Αυτός είναι αριστοκράτης!». Και επειδή διόλου δεν ενδιαφέρομαι για τα οικογενειακά του ανθρώπου, σκέπτομαι πώς είναι αριστοκράτης γιατί είναι Έλληνας είς βάθος. Και επειδή δεν είναι κανείς ποτέ μόνο Έλληνας, αλλά κάτι πιο συγκεκριμένο, ο Πρεβελάκης είναι ένας Κ ρ η τ ι κ ό ς. Μπόττα και βράκα και αρχοντιά.
Η αρχοντιά είναι μιά αρετή που μας ξεχωρίζει από τις άλλες φυλές. Θαρρώ πώς και οι Κινέζοι έχουν κάτι παρόμοιο. Στην Ευρώπη είμαστε εμείς. Και οι πνευματικοί μας λειτουργοί, όσο πιο κοντά είναι στην ουσία, τόσο πιο πολύ θα ζυγώνουν σε τούτο το αρχοντικό ήθος που βγαίνει από το δημοτικό τραγούδι, από προσωπικότητες επιφανειακά ξένες από την ελληνική ζωή, σαν τον Σολωμό και τον Κάλβο. Είναι η αρχοντιά τούτη μιά σύνθεση από την αγάπη του ωραίου, από ένα σεβασμό του εαυτού μας, από ματαιοδοξία και μαζί από τη στέρεη συνείδηση της υπεροχής μας. Με τον δικό του τρόπο τάχει όλα τούτα τα καλά ο Πρεβελάκης και τα παλληκάρια του.
Από τα παλληκάρια του περισσότερο έχει αυτός την αριστοκρατία του λόγου. Υπάρχει εκζήτηση στο λόγο του Πρεβελάκη. Είναι θελημένη όμως. Θέλει την απόσταση από το κοινότυπο. Αν έκανα τον κριτικό, θα μιλούσα εδώ για κάποιο βάρος που φέρνει η υπερβολή μερικών γλωσσικών ιδιοτροπιών του. Θα μιλούσα για κάποιο φορτίο που δεν είναι τόσο γνήσιος όσο τα παλληκάρια του στο δικό τους έργο. Αλλά εδώ που δεν κάνω τον κριτικό, πρέπει να ομολογήσω ότι αυτό το “odi profanum vulgus et arceo”, πού βγαίνει από όλους τους πόρους του, εμένα μου αρέσει και με ξεκουράζει από μιά ενδημική εδώ παρανόηση της έννοιας του «λαϊκού» ή του «δημοτικού».
Την γλώσσα του Πρεβελάκη, και έτσι που είναι, με το περιττό κάποτε πλούτος των ιδιωματισμών της, την λέω τ ε φ α ρ ί κ ι. Είναι μαστορεμένη, δουλεμένη, μελετημένη, ως τον τελευταίο της απόηχο. Έχει το πρώτο χάρισμα του καλού ύφους, ακρίβεια. Το κάθε τί λέγεται με τόνομά του, κάθε τί από τον κόσμο της φύσης είναι επώνυμο και γι’ αυτό ζωντανό και προσωπικό, και όχι απρόσωπο και χωρίς περίγραμμα. Έχει μιά δυνατή γεύση η γλώσσα του. Τις λέξεις του σχεδόν τις δαγκώνω και είναι σαν να δαγκώνω πευκοβέλονα και να γεύομαι τον στυφό τους χυμό. Είναι ζωντανές οι λέξεις του και φρέσκιες. Ηδονίζεται μαζί τους ο Πρεβελάκης. Και αυτό είναι ελάττωμα. Αλλά το ίδιο ελάττωμα το έχω και εγώ. Ηδονίζομαι και εγώ μαζί τους. Τώρα τί να πώ; Τούτο το μέρος του βιβλίου είναι καλύτερο από το άλλο; Και ότι εδώ είναι μακρύς και εκεί κοντός; Θεέ μου, ίσως αυτό να είναι κριτική. Και εμένα που κάποτε με λένε κριτικό, μόνο κριτικός δεν είμαι. Γιατί αντιπαθώ αυτές τις καταμετρήσεις και τις αντιβολές, και μαζί τους κοινωνιολογικούς προλόγους. Με αυτά τα κριτικά δίχτυα η ουσία δεν αλιεύεται. Αυτή βρίσκεται σε μιά βαρύτερη κατανόηση ή ίσως σε μιά κατανόηση αυτής της κατανόησης. Το έργο που κρίνω, εγώ που δεν είμαι και δεν θέλω να είμαι κριτικός, είναι ένα απόλυτο δεδομένο, μοναδικό μέσα στο άπειρο. Ε ί ν α ι, και λέω, όσο μπορώ καλύτερα, με λόγους πεζούς, αναλυτικούς, το σύνθετο νόημά του. Έτσι κάποτε μίλησα για τον Παλαμά και για τον Κάλβο. Και όποιος διαβάσει αυτές τις μελέτες σχεδόν τίποτα δεν πρόκειται να μ ά θ η, απλώς θ ά κ α τ α λ ά β η μερικά πράγματα.
Αν μπορούσα, θα ήθελα έτσι να κάνω συνειδητό κάποιο άλλο στοιχείο ελληνικό που ύψωσε ολοζώντανο στην ψυχή μου ο «Κρητικός», το ηρωικό στοιχείο. Και άλλοι λαοί έχουν ήρωες πολλούς και τρανούς, όσο και οι δικοί μας. Αλλά στους άλλους ο ηρωισμός ή συνδέεται με τη σωματική επίδειξη ή με τη χριστιανική θυσία, ή και με την ερωτική έξαρση. Στους Έλληνες ο ηρωισμός, ο Αχίλλειος ηρωισμός, δεν είναι σωματικής επίδειξης γέννημα, δεν είναι συνδεμένος με το «σπόρ», το άθλημα, γιατί ακριβώς είναι περισσότερο συνδεμένος με τα ψυχικά στοιχεία. Δεν έχει όμως και ρωμαντικά χαρακτηριστικά, όπως του μεσαιωνικού ιππότη. Είναι λιγώτερο, θάλεγα, ρητορικός, πιό απέρριτος, πιό κοντά στη γή, στη φύση. Ο ηρωισμός του Έλληνα είναι πιό κοντά στην αναπνοή του, πιό κοντά στην περηφάνεια του, στην βεβαιότητα ότι το «εγώ» του είναι ένα απόλυτο γεγονός. Ο ηρωισμός είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους καταφάσκει ο Έλληνας τον εαυτό του.
Αυτός ο ένας ήρωας, ο «κάθε ένας» ήρωας, ο Έλληνας και η Ελλάδα, και η Μεγάλη Ιδέα που ζει την Ελλάδα, γίνονται τους τελευταίους αιώνες αχώριστα νοήματα. Ο ηρωισμός ο ελληνικός υπηρετεί την ελευθέρωση της Ελλάδας. Αυτό το όραμα της λευτεριάς φλογίζει όλα τα παλληκάρια του Πρεβελάκη. Είναι το φώς που φωτίζει όλο το βιβλίο του, το φώς που φωτίζει την ιστορία του λαού μας δύο αιώνες τώρα. Δεν είναι ένας κοινός πολιτικός σκοπός η λευτεριά, είναι το όραμα το μεσσιανικό, ο μύθος της ψυχής του. Γι’ αυτό την γεμίζει ολόκληρη και σκεπάζει όλα τα άλλα συναισθήματα που ομορφαίνουν και γλυκαίνουν τις ειρηνικώτερες ψυχές των άλλων ανθρώπων. Ο ελληνικός ηρωισμός βρίσκει το αντικείμενό του. Είναι ο αγώνας γι’ αυτό το απέραντο όραμα πού από μεγάλο παρελθόν μετουσιώθηκε σε μεγάλο μέλλον. Ο ηρωισμός ολόκληρος μπαίνει στην υπηρεσία αυτής της αποστολής.
Και ο Κρητικός Πρεβελάκης βρήκε από όλη τη γη της Ελλάδας την συμβολικότερη γι’ αυτόν τον αγώνα, την Κρήτη. Εκεί συμπυκνώνεται κάποτε αυτή η αιθέρια ουσία. Γίνεται ο επιούσιος της σκληρής ζωής. Και από αυτό τον επιούσιο, από αυτή την αμβροσία, γίνεται ένθεος ο κάθε Κρητικός. Τέτοια είναι τα παλληκάρια του Πρεβελάκη. Πολλά σώματα, αλλά ψυχή μιά, ιδέα μιά, μύθος ένας. Μύθος και ιστορία είναι το βιβλίο του: Μυθιστορία το ονομάζει. Εγώ θα το ονόμαζα: Η ιστορία ενός μύθου. Του μεγάλου εθνικού μύθου, όπως τράνεψε στην Κρήτη.
Σε τέτοιες ώρες όπου με κούφια λόγια πάνε τόσοι να υμνήσουνε την Ελλάδα και μόνο την ζημιώνουν, πώς να μην ευγνωμονούμε εκείνους τους λόγους που την λένε όπως λέει το δέντρο το λουλούδι του, και της δίνουν ωραία μορφή και συγκεκριμένο χαρακτήρα, και την κάνουν πρόσωπο, και στο πρόσωπο εμφυσούν ζωή; Πώς εμείς που θέλομε να στήσομε τον ελληνικό μύθο να μην πιαστούμε από τούτο το βιβλίο, που είναι σαν ένα αγκωνάρι για το ναό μας;
Αλλά δεν θέλω να προχωρήσω πιό πολύ. Άς διαβάσουν και άλλοι το βιβλίο αυτό’ θα πάρουν και αυτοί το κέρδος τους από το διάβασμα. Το βιβλίο τούτο έχει και άλλα πολλά πού δεν είπα. Η ιστορία του, οι περιπέτειές του κρατούν τον αναγνώστη του, σαν μαγεμένο, ως το τέλος. Αλλά αυτό θα το αντιληφθούν όλοι όσοι διαβάσουν το «Δέντρο». Εγώ είπα μόνο μερικά που υπήρχε φόβος να τους διαφύγουν.
Εφημερίδα «Η Καθημερινή», Αθήνα, 13 Ιουνίου 1948. (Το ίδιο κείμενο στον τόμο «Αισθητικά μελετήματα», Αθήνα, 1977, σελ. 135-141).
Β) σ. 172-181.
«Ο ΝΕΟΣ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ» (Ποίημα). Έκδοση του συγγραφέα εκτός εμπορίου. Αθήνα 1973. 0,21Χ0,14. Σελίδες 114. Βιβλιογ. Β΄ 156.
…..Το βιβλίο δεν μπόρεσε να κυκλοφορηθεί στα 1973 για τον πρόσθετο λόγο, ότι περιείχε γνώμες αντίθετες προς το δικτατορικό καθεστώς. Εκτός εμπορίου, δηλαδή μακριά από τα μάτια της λογοκρισίας, κυκλοφορήθηκε επίσης ένα τεύχος 40 σελίδων με τον τίτλο «Σχόλια του Κωνσταντίνου Τσάτσου και του Κώστα Ε. Τσιρόπουλου στον Νέο Ερωτόκριτο του Παντελή Πρεβελάκη». Οι Εκδόσεις των Φίλων, Έκδοση εκτός εμπορίου, Αθήνα 1974.
Ο Νέος Ερωτόκριτος επανεκδόθηκε στα 1978, φανερά αυτή τη φορά, αλλά πάντα εκτός εμπορίου, επειδή ο συγγραφέας εξακολουθεί να επεξεργάζεται το ποίημα: Παντελή Πρεβελάκη, Ο ΝΕΟΣ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ, ποίημα. Με ένα σχόλιο του Κωνσταντίνου Τσάτσου. Αθήνα 1978. Β΄ έκδοση (επαυξημένη) εκτός εμπορίου 0,24Χ0,17. Σελίδες 248.
ΝΕΟ ΚΡΑΣΙ ΣΕ ΠΑΛΙΟ ΑΣΚΙ.- Το όλο και το μέρος. –Τα αισθητά και τα συμβολικά.-Η Εδέμ-Το Κράτος του ζόφου.-Η ανάβαση στο φώς.-Η ενότητα του έργου.-Μείξεις των εναντίων.-Τα πρόσωπα του ποιήματος.-Ο ποιητής και η αγέλη.-Η γλώσσα.-Ο στίχος.-Η μετουσίωση του παρόντος.-Η ποίηση ως πράξη.-Η καταγωγή του ποιήματος.-Η μοναξιά του ποιητή.-Οι δίκαιοι κριτές.-
Πρόλογος στη β΄ έκδοση του «Νέου Ερωτόκριτου». (Το κείμενο περιέχεται και στα «Αισθητικά μελετήματα» του συγγραφέα, Αθήνα, 1977, σ. 142-53.
-Τ. Ε. Ν. 17/11, 1982, 9-14, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
-Τ. Ε. Ν. 18/4, 1983, 9-20, ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
-Τ. Ε. Ν. 20/10,1983, 9-10, ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΟΣ 5.1.83
-Τ. Ε. Ν. 21/11, 1983, 9-12, Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ (από το «Ημερολόγιό» μου) Ι/ΙΙΙ/43
-Τ. Ε. Ν. 22/12,1984, 9-15, ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
-Τ. Ε. Ν. 24/4,1986, 9-45, ΚΑΛΒΟΣ, ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ. Κείμενο του 1946 ξανακοιταγμένο. (η πρώτη σύντομη μορφή του κειμένου προέρχεται από ομιλία του Κ. Τ. το 1942)
- Τ. Ε. Ν. 25/9, 1986, 9-15, ΕΡΩΤΗΜΑΤΩΝ ΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ.
-Τ. Ε. Ν. 32/4,1993, 75-77, ΑΛΕΞΗΣ ΜΙΝΩΤΗΣ. Πρωτοδημοσιεύτηκε στην «Ευθύνη», 1985.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
-Στην αποδελτίωση των περιεχομένων της ύλης του Τετραδίου στον Κωνσταντίνο Τσάτσο, προσθέτω και τις άλλες συμμετοχές του στα Τετράδια Ευθύνης για την σφαιρικότητα της εικόνας και της σκέψης του έλληνα φιλόσοφου και πολιτικού. Στα αφιερώματα που συμμετέχει ο Κ. Τ. πάντα το όνομά του και συνήθως και το κείμενο προηγείται των υπολοίπων συμμετεχόντων. Τα κείμενα στα κατοπινά χρόνια, μεταφέρθηκαν και κυκλοφόρησαν σε αυτοτελή τόμο, όπως και πολλών άλλων συμμετεχόντων.
-Σε αρκετά κείμενά του ο Κωνσταντίνος Τσάτσος (Αθήνα 1/7/1899-Αθήνα 8/10/1987) υπογράφει θέτοντας και το όνομα του πατέρα του. Κ. Δ. Τσάτσος.
-Τις κρίσεις του Κωνσταντίνου Δ. Τσάτσου για τον συγγραφέα Παντελή Πρεβελάκη, τις δανείζομε από το αφιέρωμα των Τ. Ε. νούμερο 9/11,1979, «Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΝΤΕΛΗ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗ. Αφιέρωμα στα εβδομηντάχρονά του.
-Διαβάζοντας ξανά το Τετράδιο Ευθύνης νούμερο 16/5,1982 για τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, ανατρέχω παράλληλα και σε ορισμένα λογοτεχνικά περιοδικά-μεταγενέστερων χρόνων- που αφιέρωσαν σελίδες τους ή ολόκληρο το τεύχος τους στον φιλόσοφο και πολιτικό. Αν έχουμε χρόνο και διάθεση να το πράξουμε αυτό, θα διαπιστώσουμε γέφυρες επικοινωνίας και ερμηνείας, εξέτασης, μεταξύ των συμμετεχόντων των Τ. Ε. και των άλλων περιοδικών, πχ. βλέπε το αφιέρωμα περιοδικού της Νέας Εστίας τχ. 1690/Χριστούγεννα 1997, έτος ΟΑ΄, τόμος 142. «ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ Δ. ΤΣΑΤΣΟ» (1899-1987) ΣΤΑ ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ. Στον τόμο αυτό των 298 σελίδων, (περιέχεται και ένθετο των περιεχομένων του παραδοσιακού περιοδικού, του τόμου 142, του δεύτερου εξαμήνου, Ιούλιος-Δεκέμβριος 1997, διευθυντής την περίοδο αυτή είναι ο Ευάγγελος Ν. Μόσχος) αναγνωρίζουμε και συγγραφείς-συνεργάτες, κοινούς τόσο στα Τ. Ε. όσο και στην Ν. Ε. Βλέπε: τον πολιτικό Ιωάννη Στ. Πεσμαζόγλου, τον ιστορικό Κωνσταντίνο Ι. Δεσποτόπουλο, τον συγγραφέα και εκδότη Κωνσταντίνου Ε. Τσιρόπουλου, τον δοκιμιογράφο Παναγιώτη Φωτέα, τον Κύπριο φιλόσοφο Κώστα Π. Μιχαηλίδη, σταθερούς και παλαιούς συνεργάτες του περιοδικού Ευθύνη και των Τετραδίων, οι οποίοι υπογράφουν άρθρα τους τόσο στο αφιέρωμα των Τ. Ε. 16/5,1982, όσο και της Ν.Ε. 1690/Χρισ/να1997. Επίσης, έχουμε τα ονόματα κοινών συνεργατών όπως ο ιστορικός και κριτικός, φιλόλογος Σαράντος Ι. Καργάκος, ο πειραιώτης δοκιμιογράφος Ευάγγελος Ν. Μόσχος, ο καθηγητής Παντελής Β. Πάσχος, ο ποιητής Δημήτρης Κόρσος, ο πειραιώτης καθηγητής Βαγγέλης Αθανασόπουλος, ο συγγραφέας Θανάσης Παπαθανασόπουλος, σταθεροί συνεργάτες των αφιερωμάτων των Τετραδίων Ευθύνης και του περιοδικού. Αν συνεξετάσουμε τα κείμενα των συγγραφέων που συμμετέχουν και στα δύο αφιερώματα, θα έχουμε μια μάλλον ολοκληρωμένη εικόνα των συγγραφικών πεπραγμένων του Κωνσταντίνου Δ. Τσάτσου και του βίου του. Μια προσεκτική συνεξέταση θα μας φανέρωνε συγγενικές προσεγγίσεις, δηλωτικές αναλύσεις θεμάτων, εξέταση συγκεκριμένων βιβλίων και εργασιών του πρώην προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας και Καντιανού Φιλοσόφου. Βλέπε παραδείγματος χάριν Ε. Ν. Πλατής, «Ο διάλογος του Κ. Τσάτσου με τον Σεφέρη και τον Ελύτη πάνω στην μοντέρνα ποίηση» στα Τετράδια. Ευθύνης, και Ανθούλα Δανιήλ, «Τσάτσος-Σεφέρης-Ελύτης, τρείς απόψεις για την ποίηση, δύο διαφωνίες» στην Νέα Εστία. Που έχει να κάνει με τις απόψεις και τις θέσεις που εκφράζουν οι δύο μεγάλων μας δημιουργοί «Ένας διάλογος για την ποίηση». Βλέπε Γ. Σεφέρης-Κ. Τσάτσος, «Ένας διάλογος για την ποίηση», επιμέλεια: Λουκάς Κούσουλας, εκδόσεις Ερμής-Αθήνα Δεκέμβριος 1975. Στην σειρά Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη ΣΠ. 31, σελίδες 208, δραχμές 110. Αναφέρω την έκδοση του «Ερμή», γιατί από αυτήν την τελευταία συγκεντρωτική έκδοση του 1975, έμαθε και διάβασε η γενιά μου, περί του γνωστού «Διαλόγου πάνω στην ποίηση», που ξεκίνησε ο Κωνσταντίνος Δ. Τσάτσος πρώτα στο περιοδικό Προπύλαια, α) «Πρίν από το ξεκίνημα», Απρίλης του 1938 και συνεχίστηκε στο περιοδικό που ίδρυσε και διεύθυνε ο Αντρέας Καραντώνης «Τα Νέα Γράμματα» περιόδου 1938 και 1939, μια συνομιλία μεταξύ Κωνσταντίνου Τσάτσου και Γιώργου Σεφέρη. Β) Γ. Σεφέρης, «Διάλογος πάνω στην ποίηση» τχ. 8-9/1938. Γ) Κ. Τσάτσος, «Ένας διάλογος για την ποίηση», περ. Προπύλαια, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1938. Δ) Γ. Σεφέρης, «Δεύτερος διάλογος ή μονόλογος πάνω στην ποίηση» περ. Τα Νέα Γράμματα τχ.1-3/1939. Ε). Κ. Τσάτσος, «Απολογισμός ενός διαλόγου», περ. Προπύλαια Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1939, και ΣΤ.) Γ. Σεφέρης-Κ. Τσάτσος, «Το τέλος ενός διαλόγου» περ. Τα Νέα Γράμματα τχ. 7-12/7,12,1939. Έντονος ο αναγνωστικός πειρασμός να παραθέσω τα κείμενα του Ε. Ν. Πλατή και της Ανθούλας Δανιήλ αλλά, θα παρατόνιζα το ενδιαφέρον των όποιων αναγνωστών από το κεντρικό θέμα παρουσίασης που είναι ο Κωνσταντίνος Τσάτσος. Θα εστίαζα την προσοχή σε ένα μόνο έργο του. Σε μελλοντική ανάρτηση ίσως το πράξω, σαν συνέχεια του «Διαλόγου», από τις μεταγενέστερες γενιές των ελλήνων και ελληνίδων δημιουργών. Όπως επίσης, και ο πειρασμός να αντιγράψω και τις δύο συμμετοχές των συνεργατών των Τετραδίων και της Νέας Εστίας. Το ένα αφιέρωμα από το άλλο έχει μια χρονική απόσταση 15 χρόνων. Στο διάστημα αυτό, ο φιλόσοφος και πολιτικός εξέδωσε και ορισμένα του ακόμα βιβλία, και ταξίδευσε για τις ουράνιες Μονές να συνεχίσει τους εποικοδομητικούς και στοχαστικούς του Διαλόγους. Και μια ίσως λησμονημένη πληροφορία. Τα χρόνια μετά την μεταπολίτευση, στο κρατικό ραδιόφωνο, της ΕΙΡΤ, μετέδιδαν σε συνέχειες το βιβλίο του Κωνσταντίνου Τσάτσου, «ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΣΕ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ». Θυμάμαι απλούς καθημερινούς συνέλληνες και συνελληνίδες να έχουν γυρίσει την βελόνα του ραδιοφώνου και να ακούν την ανάγνωση του βιβλίου, όπως και ο γράφων. Δυστυχώς, μετά τόσες δεκαετίες, δεν θυμάμαι ποιος το διάβαζε. Εκείνα τα χρόνια οι κρατικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί ήσαν εστίες πολιτισμού, προβολής των ελληνικών γραμμάτων και των τεχνών. Σταθμοί όπως το Τρίτο Πρόγραμμα που ίδρυσε ο Μάνος Χατζιδάκις αλλά και το Δεύτερο Πρόγραμμα και τα επιτελεία τους ήσαν κάτι το ανεπανάληπτο για όλους εμάς τους εφήβους που βγαίναμε από τα σκοτεινά χρόνια της δικτατορίας και εκπαίδευσης. Οι τότε δημοσιογραφικές φωνές και παραγωγοί, διευθυντές προγραμμάτων, επιτελούσαν ένα «παιδαγωγικό έργο", μια δημόσια προσφορά σε όλους τους έλληνες και τις ελληνίδες. Λογοτεχνία, Θέατρο, Μουσική, Καλλιτεχνικές ειδήσεις, Συνεντεύξεις, Διάβασμα πεζογραφικών έργων, παρουσιάσεις νέων εκδόσεων, ζώνες προγραμμάτων που αφορούσαν όλο το φάσμα και τις πτυχές του πολιτισμού της εποχής. Αν παραβλέψουμε τις ειδήσεις που ήσαν κάτω από την εκάστοτε κυβερνητική ομπρέλα, της Νέας Δημοκρατίας μέχρι το 1981 και του Πασοκ τα επόμενα χρόνια, η ελληνική ραδιοφωνία και εν μέρει η τηλεόραση, μας βοήθησαν να αλλάξουμε τις αντιλήψεις μας για την κοινωνία και τον κόσμο. Στάθηκαν αρωγοί διεύρυνσης των οριζόντων των Νέων Καιρών που ανέτειλαν. Ίσως κάποτε, θα πρέπει να γίνει και μια έρευνα, όχι μόνο σε ατομικό δημοσιογραφικό επίπεδο, αλλά συνολικά, σφαιρικά, για την σημασία και τον ρόλο των κρατικών ραδιοφωνικών σταθμών και τηλεοπτικών προγραμμάτων, (δημοσιογραφικών φωνών) στην διεύρυνση της δημοκρατίας στην χώρα μας, την σοβαρή αλλά και «ανάλαφρη» ψυχαγωγία και εκπαίδευση των ελλήνων στα μετά το 1974 χρόνια. Οι έλληνες και οι ελληνίδες άνοιγαν το ελληνικό ραδιόφωνο και ανακάλυπταν έναν νέο κόσμο πολιτισμού και παιδείας. Το ραδιόφωνο στάθηκε αγωγός πολιτισμού όπως και τα λογοτεχνικά περιοδικά, οι εκδόσεις βιβλίων και οι μέσα σελίδες των εφημερίδων που διαβάζαμε ότι πνευματικά και καλλιτεχνικά «ωραιότερο» κυκλοφορούσε και γίνονταν εκείνα τα χρόνια.
Ας δούμε τα περιεχόμενα και τους συντελεστές του αφιερώματος της Νέας Εστίας:
-Ευάγγελος Ν. Μόσχος, 1-2, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ, ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ
-ΔΕΣΠΟΙΝΑ- ΤΣΑΤΣΟΥ-ΜΥΛΩΝΑ, 3-10, ΒΙΟΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΗΜ. ΤΣΑΤΣΟΥ
-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΥ (Προέδρου της Δημοκρατίας), 11-13, Η ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ
-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΣ (Δημάρχου Αθηναίων), 14-15, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ.
(Σημ. της «Νέας Εστίας»: Το κείμενο που ακολουθεί είναι ο λόγος πού εξεφώνησε ο Δήμαρχος Αθηναίων κ. Αβραμόπουλος κατά την αποκάλυψη τιμητικής πλάκας στο σπίτι του Κων. Τσάτσου (της οδού Κυδαθηναίων 9) στις 21 Οκτωβρίου 1997).
-ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΕΦ. ΠΕΣΜΑΖΟΓΛΟΥ, (τέως Προέδρου της Ακαδημίας Αθηνών), 16-20, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ: Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ.
-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΑΓΚΑΚΗΣ, 21-22, ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ-ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ Κ. ΤΣΑΤΣΟΥ
-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι. ΔΕΣΠΟΤΟΠΟΥΛΟΣ, 23-29, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ.
(Ομιλία κατά την Έκτακτη Συνεδρία της Ακαδημίας Αθηνών της 21ης Οκτωβρίου 1997).
-ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Π. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, 30-32, Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
-ΚΩΣΤΑΣ Ε. ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΣ, 33-35, Η ΑΝΗΣΥΧΙΑ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΤΣΟΥ
(Κείμενο ομιλίας σε Πνευματικό Μνημόσυνο)
-ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΡΣΟΥ, 36-47, Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΤΣΟΥ. Ο ΕΥΓΕΝΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΡΙΓΚΗΨ.
-ΠΑΝΤΕΛΗΣ Β. ΠΑΣΧΟΣ, 45-49, ΕΝΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΟΖΩΝΗΣ, 50-53, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ: ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
-ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ, 54-60, Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ. Αθήνα 28/5/1997
-ΔΗΜ. Ζ. ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΣ, (Ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης), 61-69, ΑΙΣΘΗΤΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥ Κ. ΤΣΑΤΣΟΥ
-ΚΩΣΤΑΣ ΣΑΡΔΕΛΗΣ, 70-79, Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ.
(όλα τα βιβλία που μνημονεύονται εδώ, εκτός από το «Ελληνική πορεία» («Εστία») είναι των «Εκδόσεων των Φίλων»).
-ΔΙΟΝΥΣΗΣ Κ. ΜΑΓΚΛΙΒΕΡΑΣ, 80-84, ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΤΣΑΤΣΟ.
-ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΦΩΤΕΑΣ, 87-92, Ο ΘΕΣΜΙΚΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ
-ΛΙΝΟΣ Γ. ΜΠΕΝΑΚΗΣ, 93-98, ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΤΣΟΥ
(Ομιλία στο Επιστημονικό Μνημόσυνο του Κωνσταντίνου Τσάτσου, που οργάνωσε η «Ελληνική Φιλοσοφική Εταιρεία» για τον πρώτο Πρόεδρό της στις 5 Δεκεμβρίου 1989 στην Μεγάλη Αίθουσα της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Οι άλλοι ομιλητές. Ι. Αραβαντινός, «Κ. Τσάτσος ο φιλόσοφος του Δικαίου» («Φιλοσοφία» 19-20/1989-90, 38-49). Δ. Ανδριόπουλος «Θεμελιώδεις έννοιες της Αισθητικής του Κ. Τσάτσου». Ο καταληκτήριος λόγος του ακαδημαϊκού Κ. Δεσποτόπουλου δημοσιεύθηκε στη «Φιλοσοφία», ό.π. 461-3.)
-ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ, 99-111, Η «ΑΛΗΘΕΙΑ» ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΤΣΟΥ
«Μ’ αυτό το αίσθημα
της ησυχίας και της ήρεμης αποδοχής του Μηδενός ο ποιητής και φιλόσοφος μας
αποχαιρετά φεύγοντας:» σημειώνει στην εμπεριστατωμένη ανάλυσή του για την
Ποίηση του Κωνσταντίνου Τσάτσου ο πειραιώτης καθηγητής και δοκιμιογράφος
Βαγγέλης Αθανασόπουλος και μας παραθέτει το ποίημα από την σύνθεση «Ο Μέγας ίσκιος»
Καλοί μου φίλοι,
όσοι γνωστοί μου, όσοι άγνωστοι,
όσοι πιστέψατε σε με, μά κι όσοι με περιγελάσατε,
εσείς πού μου παρασταθήκατε
εσείς πού με χτυπήσατε,
των παιδικών μου χρόνων σύντροφοι
και οι τωρινοί, οι ταλαίπωροι κ’ οι τελευταίοι.
Πάω, καλοί μου φίλοι, φεύγω.
Όλους μέσα στη μνήμη μου θα σας συνάξω,
όλους, και τους πιό μακρυνούς
και τους διαβάτες κάποτε πού αντάμωσα
περαστικούς σε κάποια στράτα.
Καλοί μου φίλοι,
ετούτης της ζωής οι σύντροφοί μου,
πετράδια που τη μνήμη μου έχτισαν,
εικόνες πού γεμίσανε τα μάτια μου.
Όλοι που ζήσαμε μαζί
την ίδια ετούτη δόλια ζωή.
Πάω, καλοί μου φίλοι, φεύγω.
-ΤΕΡΕΖΑ ΠΕΝΤΕΖΟΠΟΥΛΟΥ- ΒΑΛΑΛΑ, 112-121, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ: Η ΠΛΑΤΩΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ
-ΑΝΝΑ ΚΕΛΕΣΙΔΟΥ, 122-126, Κ. ΤΣΑΤΣΟΥ, ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΣΕ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ.
(Σημ. της «Νέας Εστίας»: Το βιβλίο αυτό του Κ. Τσάτσου έχει εκδοθεί στις «Εκδόσεις των Φίλων», Αθήνα 1994, σ.σ. 233)
-ΑΝΝΑ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ, 127-133, ΤΡΕΙΣ ΘΕΑΤΡΙΚΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ. Ο ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ ΚΩΝΣΤ. ΤΣΑΤΣΟΣ.
-ΝΙΚΟΣ Ι. ΣΥΝΟΔΙΝΟΣ, 134-138, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ ΚΑΙ ΦΕΣΤΙΒΑΛ
-ΑΝΤΩΝΙΟΣ Γ. ΔΡΟΣΟΠΟΥΛΟΣ, 139-144, ΔΥΟ ΑΝΘΥΠΑΤΟΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ ΤΟΥΣ
-ΚΩΣΤΑΣ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, 145-149, Ο ΚΩΝΣΤ. ΤΣΑΤΣΟΣ ΠΡΟ ΤΩΝ ΠΥΛΩΝ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ
-ΣΑΡΑΝΤΟΣ Ι. ΚΑΡΓΑΚΟΣ, 150-151, Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
«Η γλώσσα, σε μιά προηγμένη μορφή, είναι
λιγώτερο τύπος και περισσότερο ύφος. Γι’ αυτό τολμώ να υποστηρίξω ότι η
συνεισφορά του Κωνσταντίνου Τσάτσου στη γλώσσα μας είναι το «δωρικό διανοητικό
ύφος» πού έδωσε στο σύγχρονο ελληνικό λόγο. Τολμώ μάλιστα να πιστέψω ότι η
μεγαλύτερη προσφορά του Κωνστ/νου Τσάτσου στην πολιτική είναι ότι μεταμόρφωσε
σε πολιτικό, και μάλιστα σε πνευματικό πολιτικό, έναν αλάξευτο ογκόλιθο, τον
Κων/νο Καραμανλή. Στη φυσική λεκτική λιτότητα του Κων/νου Καραμανλή ο Κων/νος
Τσάτσος έδωσε πνευματικότητα. Έτσι ένας άνθρωπος με κακή εκφορά λόγου
διαμόρφωσε κατά τη μεταπολεμική περίοδο τον υποδειγματικώτερο σε πυκνότητα
φράσεως και νοήματος λόγο. «Ο Κων/νος Τσάτσος υπήρξε ο γλωσσικός δάσκαλος του
Καραμανλή».
Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος αντιπροσωπεύει στον
νεώτερο ελληνικό λόγο το κλασικό ύφος, είτε έγραφε στη Δημοτική είτε στην
Καθαρεύουσα, άλλοτε ως στοχαστής, άλλοτε ως ποιητής και άλλοτε ως πολιτικός. Ο
λόγος του δεν είναι μιά μεθυσμένη φράση. Είναι γεωμετρικό σχήμα’ γραμμή. Όσο κι
αν είναι πυκνός, δεν είναι λόγος στρυφνός, ούτε κάν υπαινιγμός. Λέει σαφώς αυτό
πού θέλει να πεί, χωρίς να επιζητεί τίποτε περισσότερο για να εντυπωσιάσει.
Μοιάζει με κοστούμι παλαιού Άγγλου ράπτη, πού αρέσει χωρίς να «τραβάει» το
μάτι. Διακριτικότητα θα το έλεγε κανείς’
υψηλή τέχνη ραφής του λόγου θα τολμούσα να το ονομάσω εγώ. Γιατί αν κάποιος
προσέχει το λόγο και όχι το νόημα, τότε κάποιο λάθος υπάρχει. «Ο καλός λόγος
δεν πρέπει να είναι ανταγωνιστικός προς το περιεχόμενο». Εκτός πιά και αν δεν
υπάρχει περιεχόμενο, οπότε ο λόγος επί τούτου γίνεται σκοτεινός για να φαίνεται
το νόημα πυκνό……»
-ΒΑΣ. Κ. ΣΤΑΘΑΚΗΣ, 152-159, ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΤΣΟΥ
-ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΩΣΤΙΔΗΣ, 160-162, ΔΙΕΞΟΔΟΙ ΚΑΙ ΕΚΦΥΓΕΣ
-ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Ν. ΜΟΣΧΟΣ, 163-169, ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ
-ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΑΒΙΑ, 170-173, Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΜΕ ΤΟ ΟΙΚΕΙΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
-ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΥΚΟΥΝΑ, (Ακαδημαϊκού), 174-179, ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΤΣΟΥ ΣΕ ΤΡΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ.
-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Μ. ΚΑΛΛΙΑΣ, 180-182, Ο ΠΑΤΡΙΩΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΚΩΝΣΤ. ΤΣΑΤΣΟΣ
-ΚΩΣΤΑΣ Ε. ΜΠΕΗΣ, 183-191, ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΤΟ ΣΤΟΧΑΣΜΟ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤ. ΤΣΑΤΣΟΥ
Εσωτερική Σημείωση: Σαν ακροτελεύτια λόγια ο Κώστας Ε. Μπέης, στο δικό του κείμενο, και πριν τις υποστηρικτικές σημειώσεις του, αναφέρει έναν «Αφορισμό» του Κωνσταντίνου Τσάτσου, από το βιβλίο του «Αφορισμοί και διαλογισμοί» σειρά τέταρτη:
(…) Πάω στους
αγαπημένους μου νεκρούς
Τους κουβεντιάζω για
τα δικά μου
για τα δικά τους
Και πόσο χαίρονται
Είναι τόσο απαλή η
κουβέντα τους.
-ΚΩΣΤΑΣ Π. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ, 192-196, Ο ΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤ. ΤΣΑΤΣΟΥ
-ΧΟΣΕ ΟΡΤΕΓΚΑ Υ ΓΚΑΣΣΕΤ- ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ, 197-203, Δύο εκδοχές για την Ιδέα της Ευρώπης.
-ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ, 204-210, ΤΣΑΤΣΟΣ-ΣΕΦΕΡΗΣ-ΕΛΥΤΗΣ. Τρείς απόψεις για την ποίηση, δύο διαφωνίες.
«Ξαναδιαβάζοντας τα κείμενα του Σεφέρη από
τις «Δοκιμές», «Διάλογος πάνω στην ποίηση» και «Μονόλογος πάνω στην ποίηση»
αφενός, τα οποία έγραψε για να απαντήσει στις παρατηρήσεις του Κωνσταντίνου
Τσάτσου, και τα «Κείμενα» του Ελύτη από
τα «Ανοιχτά Χαρτιά» αφετέρου, που επίσης γράφτηκαν για τον ίδιο λόγο, εξήντα
χρόνια περίπου μετά, ξαναζωντανεύουμε την παλιά εκείνη λογοτεχνική διαφωνία για
το σκοπό, τη μορφή και τους εκφραστικούς τρόπους της νέας, τότε, ποίησης, με
δυναμικό αντίπαλο αλλά εύκολα πολεμήσιμο όπως φάνηκε από την εξέλιξη, τον
καθηγητή και δάσκαλο της φιλοσοφίας Κωνσταντίνο Τσάτσο………»
-ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΡ. ΣΠΕΝΤΖΑΣ, (τακτικός καθηγητής Πολιτικής και Οικονομικών Επιστημών στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων), 211-218, Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΤΟΥ Κ. ΤΣΑΤΣΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ.
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
(ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ, ΚΩΝ. ΤΣΑΤΣΟΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΗ ΕΥΕΛΠΙΔΩΝ./ Η ΕΚΛΟΓΗ./ ΚΕΙΜΕΝΑ./ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟ.) Κ. Τ. 10/4/1987. Σελ. 218-229.
ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Δ. ΤΣΑΤΣΟΥ
-Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΔΕΑ ΣΤΟ «ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟ», 230-235, (Από το βιβλίο του «Παλαμάς»)
-ΑΓΑΠΗ, 236-239, (Από το βιβλίο του «Αφορισμοί και Διαλογισμοί», σειρά 2η).
-Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΙΔΑΝΙΚΩΝ, 240-248, (Από το βιβλίο «Πρίν από το ξεκίνημα»)
-Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ, 249-254, Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ. (Από το βιβλίο του «Αφορισμοί και Διαλογισμοί» σειρά 4η ).
-ΑΠΟ ΤΟ «ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΣΕ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ», 255-263.
-ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, 264-268, (Από το βιβλίο του «Ο Σύγχρονος Κόσμος»).
-ΕΝΩ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ, 269-271.
(Νέα Εστία: Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί σχεδίασμα υπομνήματος που έστειλε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος προς την ελεύθερη ελληνική κυβέρνηση του Καϊρου και προς τους πολιτικούς αρχηγούς. Πιθανολογείται ότι το σχεδίασμα αυτό γράφηκε στην Αθήνα στις αρχές του 1944, οπότε είχε αρχίσει να ροδίζει η Απελευθέρωση, και πρίν ο Κ. Τσάτσος φτάσει στη Μέση Ανατολή. Με το κείμενο αυτό πού διακρίνεται για το ενωτικό του πνεύμα καθώς πλησιάζει η Απελευθέρωση, ο Κων. Τσάτσος εκφράζει την εκτίμησή του προς το έργο όλων των μαχητικών οργανώσεων και των αντιστασιακών ομάδων και διατυπώνει πολιτικές σκέψεις για τη μεταπελευθερωτική περίοδο.)
-ΑΝΕΚΔΟΤΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΤΣΟΥ, 271.
ΣΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΤΗΣ
ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ
Νεφέλης άγαλμα λοιπόν
λατρέψανε
στής Τροίας τα τείχη
οι γέροι.
Μά κι ο άρχοντας της
Αίγυπτος
του ποιητή θείον όραμα
έσυρε από το χέρι.
Μά όταν μπρός στη
θυμέλη εστάθης
κατάμονη σαν τ’ αυγινό
τ’ αστέρι
«Η αληθινή, η
παντοτινή»’
-είπε η ψυχή μου-
«Ελένη
μένεις Εσύ!»
Ιούνιος 1962
(Σημ. της «Νέας Εστίας»: Η κ. Άννα Συνοδινού έπαιξε την «Ελένη» του Ευριπίδη με λαμπρή επιτυχία, στα Επιδαύρεια 1962.)
-ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΦΑΓΗ, Ομιλία στο Δίστομο, 272-274,
-Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ (Αθησαύριστο κείμενο), 275-278. Ιερουσαλήμ 14/3/1984.
-ΚΩΝΣΤ. Δ. ΤΣΑΤΣΟΥ: ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΕΠ. ΜΕΤΑΞΑ, 279-281.
(Σημείωση της Νέας Εστίας: Στο από την περίοδο της κατοχής και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια εκδιδόμενο λογοτεχνικό περιοδικό «Φιλολογικά Χρονικά» άρχισαν με την έναρξη του έτους 1945, να δημοσιεύονται συνεντεύξεις του συνεργάτη των Επαμεινώνδα Μεταξά «με τους κορυφαίους της πνευματικής μας ζωής». Έτσι στο τεύχος του περιοδικού της 15ης Απριλίου 1945 δημοσιεύτηκε συνέντευξή του με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, που παρουσίασε ξεχωριστό ενδιαφέρον, γιατί ο συγγραφέας της «Κοινωνικής Φιλοσοφίας των Αρχαίων Ελλήνων» μίλησε με παρρησία, με έμπνευση και με συναίσθηση ευθύνης για τους κρίσιμους καιρούς που περνούσε τότε ο τόπος μας.
Την τόσο ενδιαφέρουσα αυτή συνέντευξη, πού και σήμερα διατηρεί το ενδιαφέρον της και δεν έχει να χάσει τίποτα από την επικαιρότητά της με τα προβλήματα που θίγει, αλλά και με τον τρόπο πού τα εκθέτει και τα παρουσιάζει, την δίνουμε ολόκληρη ευθύς αμέσως.)
-Φωτοτυπία εγγράφου που έστειλαν στον Πρύτανη Αθηνών τον Αύγουστο 1941, οι υπογραφόμενοι καθηγητές του Πανεπιστημίου, μεταξύ των οποίων και ο Κ. Τσάτσος, για το αναφερόμενο θέμα.
-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, 283,
ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑΚΗ ΤΣΑΤΣΟ. ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. 29/1/1933. (Επιστολή).
Αγαπητέ Κωστάκη.
Η χθεσινή σου εμφάνιση στο Πανεπιστήμιο
θριαμβευτική αλησμόνητη. Η ομιλία σου από την αρχή ως το τέλος απαρασάλευτη στο
ιδεοκρατικό της ύψος’ ασυγκατάβατη και αυστηρή, χαιρόταν αδιάφορα στον ιδεώδη
κόσμο της για μεμυημένους και για μας τους αμύητους, μά που βλέπουμε πάντα προς
τα ξάστερα τ’ ουρανού. Ακόμα και τώρα που σου γράφω κάτι τρέμει το χέρι μου από
την χθεσινή συγκίνησή μου. Μά η συγκίνησή μου και μ’ όλα τά έντονα του
νεοκαντισμού σου. Κάποιος πού μπορούσε να την ιδή, θα την έλεγε,
αλαφρογελώντας, γεροντική’ και όμως είταν, καθαρότερα, ποιητική. Μ’ έσπρωχνε σ’
αυτή μιά μου ενθύμηση. Ένα δειλινό, νομίζω, στο βασιλικό περιβόλι, πού σ’
απάντησα με τη στολή του στρατού’ εδώ θα θυμούμαι καθαρά αν μου είχες φέρει
χειρόγραφα ή δακτυλογραμμένα τα πρώτα σου ποιήματα ή αν μου είπες πώς θα μου τα
φέρη. Είταν αυτό μας το συναπάντημα σα χτεσινό και όμως πόσος καιρός πέρασε και
πόσο από τότε το μεγάλωμά σου! Νόμιζα λοιπόν, καθώς προχθές σ’ άκουα, πώς κάπως
κι εγώ βρίσκομαι μαζί σου και πώς έχω να κάμω, καθώς ένας δημοδιδάσκαλος, ας
τον πούμε, πού θα καμάρωνε τον παλιό μαθητή του. Ευτυχώς βρισκόμουν μόνος, και
καθώς δεν καλοβλέπω, δεν μπορούσα κανένα γύρω μου να διακρίνω. Κατά το τέλος
του λόγου σου πήρα να σε πλησιάσω μα μου στάθηκε αδύνατο από τους άλλους. Μόνο
κάποια νέα, ενθουσιασμένη βέβαια από σένα, έδειξε διάθεση να με πλησιάση σα να
κρατούσε ή να είχε πάρει κάτι πολύ από τον ενθουσιασμό της. Μού παρουσιάστηκε
κατά τη διάρκεια του εναρκτηρίου σου και η εικόνα του Θεοδωρακόπουλου ακούοντάς
σε με χαρά και μ’ ευχαρίστηση. Γειά σου λοιπόν και χαρά σου. Μετάδωσε τη
συγκίνησή μου και στη γυναίκα σου.
-ΤΡΕΙΣ, ΜΙΑ ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΝΥΧΤΑ, 285-289. Εφημερίδα Η Καθημερινή 24/12/1978 (φιλοσοφικό μονόπρακτο ;)
-ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ, 290-292, Κ. Δ. ΤΣΑΤΣΟΥ: «Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ». Εφημερίδα Η Καθημερινή 26/9/1963.
-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ- ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ, 295-297.
-Και μια ελάχιστη σημείωση για τον δαίμονα της σελίδας των ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Στις τελευταίες σελίδες του περιοδικού που δημοσιεύονται τα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ δεν αναφέρονται οι σελίδες, τις πρόσθεσα προσεκτικά. Ευτυχώς δεν υπάρχει αταξία στα Περιεχόμενα, παρά του ότι το όνομα του Βαγγέλη Αθανασόπουλου και το κείμενο που δημοσιεύει, και,το όνομα της Τερέζας Πεντζοπούλου-Βαλαλά και το κείμενό της, αναγράφεται δύο φορές.
Δεν τεκμηριώνω φιλολογικά τα κείμενα του αφιερώματος της Νέας Εστίας, γιατί το κεντρικό ενδιαφέρον είναι το αφιέρωμα στο Κωνσταντίνο Δ. Τσάτσο των Τετραδίων Ευθύνης.
Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
Ο χορός των νεκρών
πού εντός μας ζούνε,
πώς διώχνει πέρα
γνώμες, ψυχές που
λιάζονται
στον πρόσκαιρο ήλιο.
[…]
Ο χορός των νεκρών,
μέγας διδαχός μας, πού
μας υψώνει
και από ψηλά θωρούμε
όλη την πόλη,
σά χάρτη χώρας
άγνωστης,
γιά ιδές τονε
πώς σέρνει συντρόφους
κ’ εχτρούς μαζί’
για ιδές πώς όλο
κλείνει γύρω μας
τον κύκλο του.
Μά εγώ θέλω να το
πιάσω το μαντήλι
πού άγνωστο χέρι μου
προσφέρει’
δε θέλω να το πιάσω
ακόμα.
Μου αρέσει ο ήλιος. Ώ
ναι, μου αρέσει
κ’ η ασχήμια της ζωής.
Μου αρέσει
κ’ η αδικία κ’ η
κακία.
Μού φτάνει να κοιτάω
άλλους να ζούν’
να ακούω, να μαθαίνω.
Όλα τα αγάλματα μ’
αρέσουν.
Δε χόρτασα, πεινάω
ακόμα’
όλα τα θέλω.
Χωρίς ντροπή το λέω:
Δε θελω…
…Ο χορός των νεκρών’
ο κύκλος του που
κλείνει και όλο κλείνει.
Μέγας εί, Θεέ μου, Εσύ
πού ζώντας μεσ’ στο
Τίποτα
κάποτε ετούτη τη ζωή
την επενόησες,
την άθλια ζωή της
αμαρτίας’
το μέγα τούτο θαύμα
με τον άγριο Έρωτα.
…Μά ο χορός πιά των
νεκρών
κλείνει, κι όλο
κλείνει γύρω μου.
Τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Κωνσταντίνου Τσάτσου, κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά το 1973 από τις «Εκδόσεις των Φίλων». Ενώ, επτά χρόνια αργότερα, το 1980, εκδόθηκαν και πάλι από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, οι «Μεταφράσεις» του. «ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΛΛΩΝ ΚΑΙΡΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΤΟΠΩΝ». Ένα τομίδιο 86 σελίδων όπου μεταφράζονται ποιήματα από τα λατινικά, όπως του Κάτουλλου, του Οράτιου, του αρχαίου τραγικού Ευριπίδη, των Γερμανών ρομαντικών Goethe, Hoelderlin, Haine, Stefan George, του ιταλού Leopardi. του John Keats, των Γάλλων Baudelaire, Victor Hugo και άλλων.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2020.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου