ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΓΑΤΕΣ
Κάθομαι στη βεράντα και παρακολουθώ τις
γάτες να περνούν, η μία μετά την άλλη, πάνω στην παρυφή της μάντρας, σα μανεκέν
που θέλουν να δείξουν όχι φορέματα φανταχτερά αλλά κάτι πιό γοητευτικό, τη
λυγερή τους κορμοστασιά. Η καταγωγή τους είναι από την τίγρη, πού τόσο την
θυμίζουν κάποια τους καμώματα, αλλά τώρα μου φέρνουν στον νου περισσότερο
λεοπάρδαλη, πού είναι το πιό ωραίο ζώο της ζούγκλας. Η τίγρη, αυτή που βλέπουμε
στους ζωολογικούς κήπους και στα τσίρκα, έχει κάτι το πολύ βαρύ, στερείται από
χάρη κι’ ευελιξία. Αλλά η λεοπάρδαλη έχει ύφος. Αν επιτρέπεται η σύγκριση,
θυμίζει κάποιους ταλαντούχους συγγραφείς, που εύκολα και χωρίς καμιά
προετοιμασία, σου πετούν καταπρόσωπο ιδέες εκπληκτικές. Τίποτε σ’ αυτούς δεν
είναι πρόβλημα, αναζήτηση, όλα αναβρύζουν διαρκώς από μιά ζωντανή πηγή. Η
λεοπάρδαλη όταν περπατάει, όταν γαρτζαλώνει σ’ ένα δέντρο, προσφέρει πάντα μιά
νέα εντύπωση. Ποτέ δεν επαναλαμβάνεται.
Αγαπώ τις γάτες σ’ ένα περίεργο τρόπο. Δε
με δουλεύει να τις νιώθω να περιφέρονται σ’ έναν καναπέ. Μου φαίνονται σαν
παρείσακτες (το ίδιο και με τα σκυλιά, που ωστόσο μιλούν στην ψυχή περισσότερο
από τις γάτες). Αλλά δε συμφωνώ διόλου με τη γυναίκα μου που τις διώχνει
διαρκώς από τον κήπο, γιατί χαλούν το γρασίδι, ή γιατί γεννούν μωρά πού δεν
ξέρεις τι να τα κάνεις. Τίποτα δεν σκέφτομαι απ’ αυτά και τις χαίρομαι όταν
ξαναγυρίζουν αμέσως πάλι για να συνεχίσουν τη ζωή τους, που ξετυλίγεται στα
μάτια μου σαν ταινία κινηματογράφου. Αυτή η παρέλαση της χάρης και της ομορφιάς
πάνω στη μάντρα, αξίζει περισσότερο από οποιαδήποτε πραγματική ταινία. Άλλοτε
πάλι κάθονται ασάλευτες πάνω στην αχλαδιά πάνω στην κορομηλιά, χωρίς νεύρο,
χωρίς μιλιά. Μοιάζουν τότε σαν ενσωματωμένος με το δέντρο, σα να γίνονται ένα
μαζί του, κι’ όταν βραδιάζει δυσκολεύεσαι να ξεχωρίσεις το ζώο από το ξύλο.
Αλλά όταν αρχίζουν ξαφνικά τον καυγά, για έναν λόγο που ποτέ δε μπορείς να
μαντεύσεις, όταν πηδούν αντιμέτωπες από κλαδί σε κλαδί, τρίζοντας τα δόντια,
προτείνοντας τα νύχια και βγάζοντας οξείες κραυγές, όταν κυνηγιούνται ανάμεσα
στα φυλλώματα με μιά σβελτάδα που σε θαμπώνει, τότε ίσως βλέπουμε και την
αληθινή τους φύση. Εκείνο πού δεν καταλαβαίνουμε διόλου, είναι πώς συμβαίνει
μέσα σε μιά στιγμή ν’ αναδειχθεί ο δυνατώτερος, και πώς ο άλλος, αυτοστιγμεί
πάλι, αναγνωρίζει τη μειονεκτικότητά του. Τότε αρχίζει ένα ανήλεο κυνηγητό,
όπου ο ένας είναι ο θύτης και ο άλλος θύμα προορισμένος να υποστεί την πιο
ασύλληπτη ταπείνωση. Θα δαγκωθεί αλύπητα, θα ξεμαλλιαστεί, θα καταματωθεί, θα
υπομείνει τα πάντα ωσότου ο άλλος χορτάσει την εκδίκησή του, εξαντλήσει τη
μανία του. Το πιο εκπληκτικό είναι ότι ύστερα αμέσως πάλι, σα να μη συνέβη
τίποτα, θα καθίσουν ο νικητής και ο ηττημένος, ο ένας αντίκρυ στον άλλο, χωρίς
κακία, χωρίς μνήμη. Θα ξαναγίνουν δυό κούτσουρα πάνω στο κούτσουρο, βυθισμένα
σιωπηλά στη ρέμβη τους.
Μήπως, άραγε, και με τους ανθρώπους, μέσα
στην κοινωνική ζωή, δε συμβαίνει κάτι παρόμοιο; Από νικητής και ηττημένος έχει
συντεθεί η ανθρώπινη κοινωνία. Όχι από πλούσιους και φτωχούς, από καλούς και
κακούς, οι διακρίσεις αυτές έχουν μιά πολύ μικρότερη σημασία. Κάτω από
οποιεσδήποτε συνθήκες και σε οποιαδήποτε καθεστώτα, θα υπάρξουν οι θύτες και τα
θύματα. Οι δυνατές και οι αδύνατες ψυχές, οι δραστήριες και οι αδρανείς, οι πιό
σκληρές και οι πιό μαλακές, οι επιτυχημένοι άνθρωποι και οι αποτυχημένοι, οι
ταλαντούχοι τέλος και οι άλλοι που στερήθηκαν από το θείο δώρο. Ζουν όλοι μαζί,
συνήθως σαν να μη συμβαίνει τίποτε μεταξύ τους, σα να μην έχουν
συνειδητοποιήσει οι πρώτοι τη νίκη, οι άλλοι την ήττα, αλλά ουσιαστικά όλα τους
χωρίζουν, εκτός από ένα που είναι και το πιο ουσιαστικό: την κοινή ανθρώπινη
μοίρα. Ίσως μάλιστα οι νικημένοι τη βρίσκουν λιγότερο σκληρή από τους άλλους,
τους νικητές που είναι περισσότερο εύτρωτοι, αφού έχουν συνηθίσει τη ζωή πάντα
να τους χαμογελάει. Τίποτε δεν ισοπεδώνει πιο πολύ τους ανθρώπους, όσο αυτή η
βεβαιότητα, η πιο βέβαιη απ’ όλες, ότι όλοι θα πεθάνουμε μιά μέρα.
Γιάννης Χατζίνης, περιοδικό Νέα Εστία
τόμος 90ος, έτος ΜΕ΄, τεύχος 1059/ 15-8-1971, σ.1099-1100.
--
ΟΙ
ΓΑΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Αντίθετα απ’
τις γάτες του Χατζίνη που είναι εξώσπιτες, η δικιά μου η Ψιψή, Σιαμέζα που
βαστάει η γενιά της απ’ τους Τάϊ, γενιά βασιλική, είναι ένας αχώριστος
σύντροφος. Μεγαλόσωμη είναι, χιονάτη, όπου δεν είναι σκούρα καφέ. Έτσι σκούρα
είναι τα γάντια, οι κάλτσες, η μουσούδα κι’ η ουρά. Κατά τα άλλα είναι ένα
μικρό θηρίο, που ποτές δεν γνώρισε ούτε δέντρο ούτε χώματα. Γεννήθηκε κ’ έζησε
μέσα στο διαμέρισμα. Και δεν εννοεί να βγει έξω ούτε να δοκιμάσει τίποτα το
καινούργιο. Η σκληρότερη δοκιμασία είναι όταν την βάζω στο καλάθι για να πάει
κάπου, αν είναι ανάγκη. Αυτό πολύ σπάνια γίνεται. Στο γιατρό, και μιά φορά, μιά
και μοναδική, για περίπατο εδώ δίπλα στο άλσος Συγγρού. Δεν της άρεσε καθόλου!
Ήθελε να γυρίσει στο σπίτι! Είναι θαυμάσια στην υγεία της και λεβεντιά!
Έχει ψυχολογία περίπου παιδιού δύο
χρονών, χωρίς να έχει τα απαίσια ελαττώματα των σιχαμένων αυτών πλασμάτων που
αντιπαθώ. Η νοημοσύνη της είναι ζυγισμένη ακριβώς στο μέτρο του συμφέροντος, δηλαδή μπορεί να
καταλάβει οτιδήποτε, αρκεί για κάποιο λόγο, ωφελιμιστικό κυρίως, να την
ενδιαφέρει. Το μυαλό της είναι θαυμάσιας ποιότητας και απεριόριστο σε
δυνατότητες. Δεν δοκίμασα την Θεωρία της Σχετικότητας αλλά είμαι βέβαιος ότι αν
την ενδιέφερε δεν θα μου δημιουργούσε περισσότερες δυσκολίες από μερικούς
φοιτητές που γνώρισα. Αν την ενδιέφερε ο Τρωικός πόλεμος, η Ιλιάδα, θάταν γι’
αυτήν ένα παιχνίδι. Προς το παρόν, οι γνώσεις της τής γλώσσας, της λεκτικής των
ανθρώπων, είναι ακριβώς αυτές που εκείνη χρειάζεται. Δηλαδή οι λέξεις που
καταλαβαίνει καλά είναι οι εξής: Φαϊ, έλα, μή, κρεβάτι, μύγα, λουρί (για
παιχνίδι, όχι για ξύλο, αυτό δίνεται αν χρειαστεί με ηλεκτρικό καλώδιο των
πέντε χιλιοστών και πονάει φριχτά), χορταράκι, όχι, πάμε, βούρτσα, άει στο
διάολο… Αυτό το τελευταίο το τρέμει κυριολεκτικά κι’ ας απευθύνεται σε άλλα
πράγματα άσχετα μ’ αυτήν. Όταν τ’ ακούει του δίνει δρόμο και κρύβεται.
Αλλά γενικά η γλώσσα της είναι καθαρά
συναισθηματική και αισθαντική, όχι με άρθρωση, αλλά με χρωματισμό στον τόνο της
φωνής.
Είναι, ήταν μάλιστα ακόμα περισσότερο,
αφιλόξενη όσο παίρνει. Στους ξένους φέρεται με ατιμία και εχθρότητα. Τους
πλησιάζει, τους κοιτάζει καλά-καλά, πάει πολύ κοντά, τους μυρίζεται, επιχειρεί
κάτι ύποπτες χειρονομίες με το ποδαράκι και μόλις εκείνοι είτε από υποχρέωση
είτε από συμπάθεια ανταποκριθούν, τους
φτύνει κατά πρόσωπο και φεύγει. Καμιά φορά τους αφήνει να την χαϊδέψουν, και
ξάφνου τους φτύνει και φεύγει ή σηκώνει το ποδαράκι με τα νύχια σαν τίγρης, ή,
όπως λέει ο Χατζίνης, σαν λεοπάρδαλις. Ή τους κοιτάζει με πολύ προσοχή από
αρκετά μακρυά, ξάφνου δίνει μιά, τινάζεται στον καναπέ δίπλα τους, πηδάει από
πάνω τους στη ράχη του καναπέ και πάλι σαν αστραπή πέρα στο τραπέζι, μέτρα
μακρυά, ενώ εγώ τρέχω να φέρω νερό, να συνεφέρω τον μισολιπόθυμο επισκέπτη.
Κάτι τέτοιο έγινε μιά φορά με τον φίλτατο συνάδελφο
Παύλο Φλώρο. Μιλούσαμε, εκείνος καθισμένος στον καναπέ, εγώ απέναντι σε
πολυθρόνα. Ξάφνου μιά άσπρη αστραπή, ήταν η γάτα πού πήδηξε στον καναπέ δίπλα
στον συνομιλητή μου, ύστερα στην ράχη του καναπέ και μετά σε τραπέζι. Ο
φίλτατος Φλώρος σηκώθηκε ορθός και φώναξε: Ώχ!
Όσο έγραφα την Ιόλη που εξέδωσα, το 1970,
μου παραστάθηκε. Δεν έφυγε από δίπλα απ’ τη γραφομηχανή. Στα τρία χρόνια που
βάστηξε η συγγραφή του βιβλίου, η Ψίψη παρακολούθησε γράμμα με γράμμα την
ετοιμασία του. Πού και πού άπλωνε το ποδαράκι κι άρπαζε κανένα πλήκτρο. Ή έχωνε
τη μουσούδα της στο πρόσωπό μου κόβοντας την ορατότητα ή θρονιαζόταν πάνω στα
χειρόγραφα και στα καθαρά χαρτιά. Παραστάθηκε στην συγγραφή αυτού του βιβλίου
τόσο που σκέφτηκα να της το αφιερώσω. Δεν το έκανα από ανειλικρίνεια και
υπολογισμό. Είμαστε όλοι υποκριτές και
υπολογιστές.
Δεν ανέχεται κανέναν έξω από εμένα και την
κόρη μου. Φίλους και γείτονες πού τους βλέπει σχεδόν κάθε ημέρα, τους κρατάει
σε απόσταση ευγενικά χωρίς να τους κάνει λαχτάρες, γιατί ξέρει ότι την ξέρουν
και ότι σ’ αυτούς δεν περνούν. Αλλά όχι πολλά, πρό παντός χειρονομίες και
χάδια. Αυτά ποτέ! Εμείς είμαστε εμείς, και εσείς είσαστε εσείς, και κάτω
παρακαλώ τα χέρια! Όλους τους κοιτάζει με έντονη προσοχή με τα καταγάλανα μάτια
της, πού όταν δεν έχει πολύ φώς φωσφορίζουν, πράσινα την ημέρα, κόκκινα το βράδυ.
Στο φαϊ είναι ανυπόφορα δύσκολη και λιτή.
Με τα σεξουαλικά της είχαμε και έχουμε προβλήματα. Είναι θερμή και φωνακλού.
Γάτος σιαμέζος, θαυμάσιος, νέος και σφριγηλός ήρθε κι’ έμεινε ημέρες μαζί της.
Τους παρεχώρησα για γκαρσονιέρα το γραφείο μου και ολόκληρο το μακρύ μπαλκόνι.
Ξέρει τα πάντα χωρίς να τα βλέπει. Ξέρει
κάθε στιγμή που είμαι μέσα στο σπίτι και με τί ασχολούμαι. Ξέρει πότε θα βγω, τί θα φορέσω. Ξέρει το
κάθε πράμα που βρίσκεται. Αν αλλάξω θέση σ’ ένα κάδρο χωρίς αυτή να είναι
μπροστά, ύστερα όταν μπει στο δωμάτιο θα κοντοσταθεί, το μάτι ευθύς θα πάει στα
κάδρα και στην παλιά και στην καινούργια θέση, θα απορήσει και θα μείνει έτσι
ακίνητη κουνώντας την ουρά της. Αν φέρω ένα καινούργιο μολύβι και το βάλω με τα
άλλα στο γραφείο μου χωρίς να το ιδεί, ύστερα όταν ξαναγυρίσω στο γραφείο θα την βρω να το μυρίζεται και να
το εξετάζει. Ξέρει τι σκέφτομαι, τί αισθάνομαι, τί φοβάμαι, τί ελπίζω, ξέρει τα
σχέδια και τις προθέσεις μου. Έχει έντονο το αίσθημα της ενοχής και αν, κατά
λάθος ή από αφηρημάδα και μόνο, κάνει κάτι που δεν μ’ αρέσει, εξαφανίζεται σε
απίθανες μεριές για να αποφύγει την πρώτη αντίδραση. Ίσως τώρα να ξέρει ότι
γράφω γι’ αυτήν. Την νύχτα συχνά ονειρεύεται, είναι συχνά αφηρημένη και
ξεχασιάρα και απεχθάνεται τον πολύ θόρυβο, τις πολλές φωνές. Όταν κοιμάμαι,
κοιμάται, όταν ξυπνάω, ξυπνάει.
Όταν με κοιτάζει, το μάτι της δεν παύει
ποτέ να είναι κριτικό. Ποτέ δεν παραδίδεται δίχως όρους. Το χάδι το ζυγίζει
πρώτα μπας και κρύβει κανένα άνοστο παιγνίδι. Γιατί όσο να είμαι σύντροφός της,
ποτέ δεν με θεώρησε αφεντικό της. Αυτή η έννοια της είναι άγνωστη. Είμαι ο
Μεγάλος της Φίλος. Στο σημείο αυτό να
είμαστε καλά εξηγημένοι: Οι προσφορές είναι αμοιβαίες. Της δίνω ό,τι της δίνω,
αλλά και εκείνη, κύριε, μου δίνει χάρη, ομορφιά και μιά δικιά της ανεξήγητη,
παράδοξη, για εμάς, αφοσίωση.
Γουλιέλμος Ν. ΑΜΠΟΤ, περιοδικό Νέα Εστία έτος
ΜΕ΄, τόμος 90ος, τεύχος 1062/1-10-1971, σ. 1309-1310.
--
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝ
ΜΠΙΜΠΛ
Η ΓΑΤΑ
Είχε πράσινα μάτια. Πράσινα.
Οι φοιτητές πού γύρναγαν να κοιμηθούν τα χαράματα,
κάποιο τραγούδι μεθυσμένο τραγουδώντας στο διάδρομο,
ξαφνιάζανε τη σκιά της
και την πείνα της.
Είταν μια γάτα αγκύρας κάτασπρη
απ’ τη θλιμμένη εκείνη ράτσα με πολύ μακρύ τρίχωμα.
Είταν μια γάτα αγκύρας κάτασπρη,
που κρέας και γάλα πάντα αποζητούσε.
Γατήσια ζωή μέσα σε γούνα πάλλευκη!
Σαν κρίνος συντριμμένος
κρέμεσαι μές απ’ την παλάμη μου.
Θα σε σκοτώσει κάποια μέρα ο πέτρινος διάδρομος.
Μια λευκή γάτα κάποτε έβλεπα
μές στα όνειρά μου-
Το φως του φεγγαριού κρέμεται απ’ την παλάμη μου.
Σε μια μακριά παρέλαση οστρακοφόρων.
--
Σημειώσεις:
-Ο Σαμιώτης πεζογράφος,
δοκιμιογράφος και κριτικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας Γιάννης Χατζίνης
γεννήθηκε στο Μαραθόκαμπο της Σάμου το 1900 και πέθανε στην Αθήνα το 1975.
Επαγγελματικά σταδιοδρόμησε ως υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών και του
Δημόσιου Ταμείου. Εμφανίστηκε στα γράμματα με ποιήματά του στο περιοδικό Νέα
Ζωή και στο περιοδικό των δημοτικιστών Ο Νουμάς. Από την δεκαετία του 1940
υπήρξε σταθερός βιβλιοκριτικός και συνεργάτης του περιοδικού Νέα Εστία μέχρι
την απώλειά του. Κριτικές του συναντάμε και στο περιοδικό Πνευματική Ζωή. Για
ένα διάστημα χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Γ. Κέρκης όπως μας λέει ο Κυριάκος
Ντελόπουλος στην μελέτη του για τα Νεοελληνικά Φιλολογικά Ψευδώνυμα των ελλήνων
λογοτεχνών. Ο Γιάννης Χατζίνης διέμενε στον δήμο της Καλλιθέας για δεκαετίες,
μετά τον θάνατό του, η οικία του στεγάζει το αρχείο και την βιβλιοθήκη του. Θεωρείται,
και επάξια, σαν ένας από τους σημαντικότερους και εμβριθέστερους κριτικούς της
νεοελληνικής λογοτεχνίας. Οι κριτικές του, τα μικρά του δοκίμια, τα σχόλιά του,
στο παραδοσιακό λογοτεχνικό περιοδικό Νέα Εστία για δεκαετίες φανερώνουν την
ποιότητα της σκέψης του και την διεισδυτικότητα του βλέμματός του. Το 1956
βραβεύεται με το β’ κρατικό βραβείο
δοκιμίου για το έργο του «Ελληνικά Κείμενα». Το πρώτο κερδίζει ο Κλέων Παράσχος
για το έργο του «Μορφές και Ιδέες». Έξι χρόνια αργότερα, το 1962, βραβεύεται με
το α’ κρατικό βραβείο δοκιμίου για την μελέτη του «Η Αλεξάνδρεια του Καβάφη».
Το δεύτερο μοιράζονται ο σκηνοθέτης και θεατρολόγος Αλέξης Σολωμός για το έργο
του «Ζωντανός Αριστοφάνης» και ο Βασίλης Φράγκος για τα «Ελληνοκεντρικά
Δοκίμια».
-Ο
πεζογράφος Γουλιέλμος Ν. Άμποτ γεννήθηκε
στην Αθήνα το 1906 και πέθανε το 2001. Διετέλεσε υφηγητής της αστρονομίας στο
πανεπιστήμιο αθηνών. Ίδρυσε το μαθητικό αστεροσκοπείο της Αναργυρείου Σχολής
Σπετσών όπου και δίδαξε. Μετεκπαιδεύτηκε και δίδαξε σε πανεπιστήμια του
εξωτερικού. Το 1961 λαμβάνει το β΄ κρατικό βραβείο μυθιστορήματος για το έργο
του «Δημήτριος Γαβριήλ» ενώ το πρώτο το μοιράζονται ο πεζογράφος Γιάννης
Σφακιανάκης για το μυθιστόρημά του «Ένοχοι» και ο Στέλιος Ξεφλούδας για το
μυθιστόρημά του «Εσύ ο κύριος Χ και ένας μικρός πρίγκιπας». Το 1978 βραβεύεται
και πάλι, με το α΄ κρατικό βραβείο διηγήματος για το έργο του «Εγώ ο νόμος»,
ενώ το β΄ λαμβάνει ο Σωτήρης Ιορδάνου για το «Ένα μπόι τα στάχυα».
Παρουσιάστηκε στα γράμματα την περίοδο του μεσοπολέμου. Προδημοσίευση του
μυθιστορήματός του «Γη και νερό» διαβάζουμε στις σελίδες του περιοδικού «Τα Νέα
Γράμματα» του 1936
-Ο Τσέχος ποιητής
Κωνσταντίν Μπίμπλ, γεννήθηκε στην Πράγα το 1898 και πέθανε το 1951. Το ποίημά
του «Η ΓΑΤΑ», σ.52, το δανείστηκα από τον τόμο ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, «ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ»
ΤΣΕΧΩΝ ΚΑΙ ΣΛΟΒΑΚΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ, εκδ. «Θεμέλιο» 1966. Η Απόδοση των ποιημάτων έγινε
από τον έλληνα ποιητή Γιάννη Ρίτσο, που υπογράφει και το μικρό σημείωμα στο
τέλος του βιβλίου.. Τον τόμο Προλογίζει ο Γιάν Ρζεζατς. Η έκδοση περιλαμβάνει
ποιήματα 28 Τσέχους ποιητές και 22 Σλοβάκους. Η Γάτα αναφέρεται και στο ποίημα
«Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ» του Βίλεμ Ζάβαντα, σ.147:
«Κ’
η γάτα η αλήτισσα με τα τρεμάμενα ρουθούνια,
κλαίει
παραπονιάρικα σαν το μωρό στην πόρτα,
παρ’
όλο πού στα μάτια της πράσινα φώτα φωσφορίζουν
όπως
η τίγρη που ενεδρεύει μες στη λόχμη.
Επάνω
σου, δειλά-δειλά, τρίβεται και χαϊδολογιέται,
και
σκουντουφλάει στη φούστα σου και σε καλωσορίζει
σα
να το νιώθει μέσα της και να το ξέρει
πώς
δε θα τήνε διώξεις
και
πως θα της φερθείς κι αυτής καθώς και στους ανθρώπους».
Η Γάτα και ο Σκύλος συναντάται και στο ποίημα «ΑΪΝΤΕ,
ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ» (Παραλλαγή: Στους παλιούς αμπελουργούς) του Όλντριχ Μικουλάσεκ,
σ.116:
«Άϊντε,
συντρόφια, νάν τον πιούμε αυτόν τον πόνο,
γιατί
οι κοπέλες δε θα στρέφουνε να μας κοιτάξουν πιά,
γιατί
σαν του σκυλιού τις τρίχες μας ψαρίζουν τα μαλλιά
και
στο ζεστό το φούρνο, όπου ζεσταίνουνε τα δόλια μας τα οστά,
ο
γάτος θα κατάφερνε να σκαρφαλώσει μόνο».
Και επίσης, στο ποίημα «ΜΕΓΑΛΗ ΧΟΡΩΔΙΑ» του ίδιου, «Κ’ η συμμορία ξετρυπώνονταν/ μόλις ο σκύλος
γαύγιζε.».
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ένα αρχαιόθεμο ποίημα του ποιητή
Πέτρ Μπρέζρουτς ψευδώνυμο του Βλαντίμιρ Βάσεκ, «ΛΕΩΝΙΔΑΣ», από τη συλλογή του
«Σιλεσιανά τραγούδια» του 1909.
Η συμπαρουσίαση των
δύο χρονογραφημάτων για τις γάτες, του κριτικού Γιάννη Χατζίνη και του
πεζογράφου Γουλιέλμου Άμποτ, δεν μας δείχνουν μόνο την ζωοφιλία-καλύτερα-την
γατοφιλία των δύο ελλήνων δημιουργών, αλλά και την άνεση που είχαν οι
παλαιότερες γενιές ελλήνων συγγραφέων να εμπνέονται από κείμενα συναδέλφων τους
και να μας δίνουν την δική τους συγγραφική πρόταση-απάντηση, συνεχίζοντας την
θεματογραφία των προγενέστερων.
Εξαιτίας του ότι και τα δύο κείμενα έχουν σαν θέμα τους τις
Γάτες, δικαιωματικά θα τα αφιερώναμε στην ποιήτρια Μαρία Σερβάκη.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 4 Νοεμβρίου 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου